θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι ; Καὶ μάλα | ||
ὕστερον δὲ ποικίλοις χρήσθω σιτίοις , ἵνα καὶ τὸ βρέφος ἐθίζῃ πρὸς τὴν ποικιλίαν τῶν δυνάμεων . συναναφέρονται | γὰρ |
, πάντως ἂν ἀθέμιτόν τι ποιήσει . Μέλλων διδάξαι περὶ θηριωδίας πρῶτον προανακρούεται τὰ ὑποκείμενα , περὶ ἃ ἡ θηριωδία | ||
, ὃς καὶ ῥηθῇ ἀκρατὴς μετὰ προσθήκης , ἤτοι ἀκρατὴς θηριωδίας , ἤτοι διὰ τὸ ἡττᾶσθαι ὑπὸ θηριωδῶν ἐπιθυμιῶν . |
πορευόμενον , ἀποδημοῦντα . Οἱ : ἐννοουμένῃ . ἀλύει : ἀδημονεῖ . Οἱ : αὐτῷ : μεσσηγύς : διὰ μέσης | ||
. ἐὰν δὲ χωρὶς τοῦ ζ , ἀλύει , τουτέστιν ἀδημονεῖ . λύζει : ποιὰν φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν , ἢ |
, μέλιτος ὀξύβαφον τῶν πλατέων , ἔλαιον ἴσον , πυρῶν σητανίων χυλὸς , νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι | ||
ἐλλεβόρῳ ἀντισπάσαι : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος |
Καράβου σύνεισιν , ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἅθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . | ||
Καράβου σύνεισιν , ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἄθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . |
ἀπὸ τοῦ ἄσω μέλλοντος , τοῦ δηλοῦντος τὸ βλάψω . Ἀφρός , ἀπὸ τοῦ φρῶ . Ἀκέραιος , παρὰ τὸ | ||
ἀφραδέοντι , ἀσυνετοῦντι , . , . . . . Ἀφρός : παρὰ τὸ φρῶ ῥῆμα γέγονε φρός καὶ μετὰ |
Αἰθαλιδῶν ἐν Αἰθαλιδῶν . Αἰθήρ , ὁ ὑπὲρ τὸν ἀέρα πεπυρωμένος τόπος . λέγεται καὶ θηλυκῶς . τὸ παράγωγον αἰθέριος | ||
συσφιγγόμενος . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει : μύδρος γὰρ ὁ πεπυρωμένος σίδηρος . . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει . : |
ψιθύρισμα δὲ ἢ τὸ μέλισμα ἢ τὸ σύριγμα ἢ τὸ κροῦμα . ψιθυρίζειν τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε | ||
λέγεται τὸ ἐκ τῶν συναφιεμένων ἀλλήλοις φθόγγων , ὃ καλεῖται κροῦμα . τῆς οὖν μουσικῆς ἐκ τριῶν τῶν συνεκτικωτάτων τελειουμένης |
λάβρακα ζώοντα παρήλασαν , εἴ σφι παρείη : εἰ δὲ θάνοι , τάχα οἵ τις ὑπὸ στόμα θῆκε μόλιβδον , | ||
τί μοι λέγεις ; Μὴ σοί γέ που δύστηνος ἀντήσας θάνοι . Πρέπον γέ τἂν ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε . |
ἑωράκειν μεταδιδούς , καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου ἐξαρκῶν . Τὸ θέρος ἡλίευον , καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον | ||
ἀπὸ τοῦ πλούτου καὶ εὖ παθεῖν καὶ εὖ ἀκοῦσαι θέλω ἐξαρκῶν τοῖς φίλοις . τὸ δὲ ὅλον : δωρητικὸς γίνου |
ἐπὶ τὸ καθόλου , ὅτι ἀεὶ οὕτως ἔχει . Τοῦτο βεβαιωτικόν ἐστι . τοῦ τὸ προσεχὲς τοῖς καθ ' ἕκαστα | ||
τοῦτό ἐστι τὸ ζητούμενον , καὶ οὐδὲν τῶν ζητουμένων ἑαυτοῦ βεβαιωτικόν . ἀμήχανον ἄρα τὰ φαινόμενα καταστήσασθαι , ἵνα καὶ |
αὕτη . Ἐπὶ δὲ τῶν μὴ ἀνεχομένων τῆς τοῦ μολίβδου σκληρότητος συμβουλεύειν προσήκει τῶν προειρημένων βοτανῶν ὑποστρωννύειν τινὰς ξηρὰς , | ||
Ἦ καὶ τὸ λάβδα ἐγκείμενον ; οὐ τὸ ἐναντίον δηλοῖ σκληρότητος ; Ἴσως γὰρ οὐκ ὀρθῶς ἔγκειται , ὦ Σώκρατες |
κύλικος οἰωνοῦ ἕνεκεν , καὶ ὅπως μὴ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πίνηται . ἐν δακτυλίῳ μὴ φέρειν σημεῖον θεοῦ εἰκόνα , | ||
τῷ ὄντι καὶ οὐ σφαλερός , ὅταν συμμέτρως καὶ κεκραμένως πίνηται . οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός , ὅς τ ' |
καλὸς δὲ καὶ φίλευνος : τὸ χεῖλος ὦζεν οἴνου : τρέμοντα δ ' αὐτὸν ἤδη Ἔρως ἐχειραγώγει . ὃ δ | ||
οὐκ ἔχουσι τῇ τοῦ μέλλοντος ἀγνοίᾳ : πρὸς γὰρ τὸν τρέμοντα τὸ μηδὲν ἔσεσθαι λυπηρὸν οὐκ ἂν ἐγγυήσασθαι δύναιντο . |
ὁπόταν αὐτῷ καρπὸς ᾖ πολύς , καὶ τοὺς τῆς πτελέας κωρύκους : ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ' ἄττα | ||
Πᾶς δ ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ ' ἢ κωρύκους . Πάντως γάρ εἰσι τῶν φίλων ἑνός γέ του |
πόλις τῆς Τραχῖνος ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τῆς τέφρας Ἡρακλέους ἢ ἀπὸ Τυφρηστοῦ υἱοῦ Σπερχειοῦ . τὸ ἐθνικὸν Τυφρήστιος . καὶ τὸ | ||
μεμνημένος πολλάκις ὡς ἐπιχωρίου ποταμοῦ , τὰς πηγὰς ἔχοντος ἐκ Τυφρηστοῦ Δρυοπικοῦ ὄρους , τοῦ καλουμένου . . . πρότερον |
τοῦ μέλιτος ὀσμῆς οὔσης ἡδείας πάσχει προσβαλὸν τὸ τῶν μυιῶν ὀσφραντικόν , τὸ δὲ τυποῖ τὸ φανταστικόν , ἐκ τούτου | ||
καλεῖν μὲν ἁπτικὸν προσήκει , ὥσπερ ἀκουστικὸν καὶ ὁρατικὸν καὶ ὀσφραντικόν , εἰδέναι δέ , ὅτι τὸ μόριον ἐν ᾧ |
ἔνθα χειροτονήσειν ἔμελλον , καὶ τὰ μέσα τῆς ἐκκλησίας . ἐνοχλούμενος δ ' ὑπὸ τῶν δημάρχων καὶ τῶν πλουσίων , | ||
καὶ Ἀριοβαρζάνης , εἴθ ' ἑκών , εἴτε πρὸς τινῶν ἐνοχλούμενος , οὐκ ἀπολαμβάνειν Καππαδοκίαν , ἀλλὰ τὸ πλέον αὐτῆς |
καὶ ὑπὸ ἐπιβουλῆς ἀνθρώπων ἢ θηρίων οὐ δύναται κυριευθῆναι , βοηθούμενος ὑπὸ τῆς τοῦ Κυρίου ἀγάπης , ἧς ἔχει πρὸς | ||
παρακοπὴν τοῖς μεθύουσιν ὁμοίαν ἐπιφέρει : ἔστι δὲ εὐίατος , βοηθούμενος μελικράτῳ πολλῷ ποτιζομένῳ , καὶ γάλακτι μάλιστα ὀνείῳ : |
, τοῦ δὲ περὶ τὸν μεταξὺ ἀέρα εὐδιάχυτον ὄντα καὶ εὔτρεπτον συνεκτεινομένου τῷ πυροειδεῖ τῆς ὄψεως . . . . | ||
εὐχυμώτατον πρὸς τὰ δριμέα καὶ δάκνοντα ῥεύματα συμφορώτατόν ἐστιν , εὔτρεπτον ὄν , καὶ μάλιστα ὅταν τὸ περιέχον θερμὸν ᾖ |
φυλάττων τάνδε ” ἐν ᾗ | ἄν ? τις ? τραφῇ γλῶσσαν παραλλάξαι [ ] ? . . καὶ ? | ||
ἡ γυνὴ , ἐπέχονται τὰ καταμήνια , ἵνα ἐκ τούτων τραφῇ τὸ βρέφος , πῶς ὁρῶμεν , μετὰ τὴν σύλληψιν |
δὲ σιδηρᾶς χεῖρας ἐπιβάλλοντες ἠνάγκαζον τοὺς ἀντιταττομένους ἐπὶ τῶν νεῶν πεζομαχεῖν . πολλάκις δὲ τὰς ἰδίας ἔχοντες ναῦς συντετριμμένας , | ||
ἐκκλησίαν ποιήσας παρεκελεύετο αὐτοῖς ὅτι ἀνάγκη εἴη καὶ ναυμαχεῖν καὶ πεζομαχεῖν καὶ τειχομαχεῖν : Οὐ γὰρ ἔστιν , ἔφη , |
ἐγὼ ἰατρευσάμην τὸν ἄῤῥωστον , ἐνεργητική ἐστιν ἡ σημασία τοῦ ἰατρευσάμην : ἀντὶ γὰρ τοῦ ἰάτρευσα : τέτακται : εἰ | ||
τις χρήσηται : εἰ μὲν γὰρ εἴπῃς , ὅτι ἐγὼ ἰατρευσάμην τὸν ἄῤῥωστον , ἐνεργητική ἐστιν ἡ σημασία τοῦ ἰατρευσάμην |
ἰδίων ὅπλων , ἀνυπονοήτους δὲ ἔξω τοῦ χάρακος περιστήσας τοὺς χωριζομένους ἁλίσκεσθαι προσέταττεν καὶ ἀνερευνᾶσθαι . Ὅτι καὶ Πομπίσκος κατασκόπους | ||
ἡμέραν . καὶ μὴ μέχρι τῶν δεκαπέντε ἢ εἴκοσι μιλίων χωριζομένους ἐπιποιεῖσθαι τὰς τοιαύτας αἰφνιδίους ἐπελεύσεις , ἵνα φθάζουσιν ἀμφότεροι |
πάντῃ ἄπορος ὁ χρόνος , καὶ εἰ μὲν ὑπὸ Κρόνου θεωρηθῇ ζημίας ἐπιφέρει ἐκ δούλων ἢ δρασμοὺς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις | ||
ἐὰν δὲ μετὰ Κρόνου ἢ Ἄρεως εὑρεθῇ ἢ ὑπὸ τούτων θεωρηθῇ ἢ καὶ ἐν ἀχρηματίστοις ζῳδίοις τύχῃ , ψόγους καὶ |
φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον εἶναι : τὸν δὲ ἐν τοῖς ἰπνοῖς | ||
περὶ τῷ στόματι πεπηγὼς ἀφρός , καὶ τὸ περιπεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον , οἷον λιβανωτός , κόμμι , καὶ |
ἀριθμῶν τὸν ἓξ τέλειον ὄντα καὶ πρῶτον τοῖς αὑτοῦ μέρεσι συμπληρούμενον γεννᾶσθαι συμβαίνει , οὑτωσὶ δὲ καὶ τούτων τῶν φύσεων | ||
. τὸ ἄρα ἀναγραφόμενον ἀπὸ τῆς ΒΦ τετράγωνον καὶ τὸ συμπληρούμενον ὑπὸ τῆς ΦΔ παραλληλόγραμμον τὸ ΚΔ ἐστιν ὅλον παραλληλόγραμμον |
ἐν τῇ δοκιμασίᾳ ἐπὶ τούτων εὑρίσκεται . πλυτέον δὲ κοινῶς πομφόλυγα τὸν τρόπον τοῦτον : ἐνδήσας αὐτὴν καθαρῷ ὀθονίῳ μέσως | ||
μέντοι ἡ νομὴ ὑπεραίρῃ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , θεραπευτέον οὕτωϲ : πομφόλυγα καλλίϲτην πεπλυμένην διέντα γάλακτι γυναικείῳ ἐπιχρίειν καὶ ἐπάνω μοτὰ |
τὸ δὲ ὑπὸ φαντασίας σκιάζεται . τὸ δὲ ἀσθενέστερον τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τὸ ἔλαττον τοῦ κρείττονος διέστηκε τοσοῦτον , ὅσον | ||
δυσμενοῦς ] ἐχθροῦ . δυσμενοῦς ] πολεμίου . ὑπερτέρου ] ἰσχυροτέρου . ὑπερτέρου ] κρείττονος . θ ἐλπίς ἐστι νύκτερον |
, σκωλάκων τε καὶ ἰπῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀερίων , ἐρυσίβης καὶ ἀκρίδος καὶ βρούχου ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν πρηστήρων | ||
πνευμάτων καὶ τοῦ ἀέρος οὐκ ἄλογος . Τὸ δὲ τῆς ἐρυσίβης κοινὸν οὐχ ἧττον ἀλλὰ μᾶλλον ἅπτεται τῶν σιτωδῶν , |
, τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον | ||
ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ |
ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ ἄλλοι ἁθροισθέντες ἀποδιώκουσιν | ||
ἐξηπάτησεν ” , ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος τὸ σῳζόμενον ⌈ ἀπατηθῇ Γ [ ἐξαπατηθῇ ] . Γ παροιμία χωρὶς τοῦ |
διαθήκας ἐμαυτοῦ κομίσαι πρὸς σέ : διὰ γὰρ τὸ πολλάκις ἀρρωστεῖν καὶ τὸ σῶμα ἀσθενῶς ἔχειν ἔδοξέ μοι διαθέσθαι , | ||
κατὰ τῶν πετρῶν ἀφιεῖσαι πολλάκις , ὥστε συντριβέντα ἐσθίειν . ἀρρωστεῖν δὲ αὐτὰς ὁ μέλας βρωθεὶς ἀποκωλύει κισσός . Οἱ |
τὴν ἤπειρον ἔταξε , προειπὼν ἀμύνασθαι τὸν πεζόν , ἢν προσβάλῃ : αὐτὸς δὲ ἀπολεξάμενος ἐκ πάντων ἑξήκοντα ὁπλίτας καὶ | ||
ὄντα τὰ φυτὰ τῶν ἀμπέλων , ἐὰν μείζοσι καὶ ἰσχυροτέραις προσβάλῃ ῥίζαις , θλίβεται καὶ ἐνοχλεῖται : διὸ δεῖ μεταξὺ |
ἄλλως παρὰ φύσιν , βίον χρὴ παρὰ βίον ἡδίω καὶ λυπηρότερον ὧδε σκοπεῖν . ἡδονὴν βουλόμεθα ἡμῖν εἶναι , λύπην | ||
τὸ γαμεῖν ἔχει τινὰ λυπηρά , πόσῳ τὸ μὴ γαμεῖν λυπηρότερον , τὸ εἶναι ἄοικον , ἀνέστιον , ἄπαιδα , |
δέονται . Προσδέχεσθαι δὲ χρὴ τοὺς τοιούτους ἀνὰ χρόνον ὑπὸ δυσεντερίης πιέζεσθαι : καὶ γὰρ ἐπὶ τοῖσι μελαινομένοισι τοῖσι πλείστοισιν | ||
Δυσεντερικοῖσιν ἔμετος χολώδης ἐν ἀρχῇ , κακόν . Οἷσιν ἐκ δυσεντερίης ὀξείης ἐς πυώδεα ἥκει τὸ ὑγρὸν , τὸ ἐφιστάμενον |
φεύξονται . Σπόγγος ὄξει βραχείς , ἐὰν ἐκ τῆς ὀροφῆς κρεμασθῇ , πάντας ἐκεῖ συνάγει . οὐκ ἀδικήσουσι κώνωπες τὸν | ||
κατασκευασθήτω , ὡς ὅτι ἐλάχιστον χρόνον κρέμηται . ὅταν δὲ κρεμασθῇ , ἄνδρα χρὴ εὐπαίδευτον καὶ μὴ ἀσθενέα , ἐρείσαντα |
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ | ||
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν |
τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ : ἐπιτείνεται , ὀδυνᾶται * ξανάᾳ : ξηραίνεται , ἀποτείνεται * ξανάα : τὰ ναρκώματα | ||
φασιν τὸ τῆς ἀμφισβαίνης δέρμα εἰς ἴασιν τῆς δυσκινησίας . ξανάᾳ οὖν ἀντὶ τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ : ἐπιτείνεται |
, ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἅθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Ζῆθον μὲν | ||
, ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἄθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Πονεῖν μὲν |
τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον , ὅταν ἡ δύναμις ὑπὸ πλήθους βαρύνηται , δυνατόν ἐστι μηδέπω νοσεῖν τὸν ἄνθρωπον . εἰ | ||
: τρέπεται δὲ , ὅταν , ἀφανιζομένου τοῦ ἐρυθήματος , βαρύνηται τὸ στῆθος , καὶ δυσπνοώτερος γίνηται . Οἷς δὲ |
ῥεῦμα ἐκ τῆς κεφαλῆς : ἐπὶ ῥεύματι διάῤῥοια : ἐπὶ διαῤῥοίῃ σχέσις τῆς ἄνω καθάρσιος : ἐπὶ τῇ σχέσει θάνατος | ||
ψύχεσθαι ἐπαγόμενον . Ὅσα οὖν δεῖ ξηρῆναι ἢ ψῦξαι ἢ διαῤῥοίῃ ἐχόμενον ἢ ἄλλῃ τινὶ θερμασίῃ , ἡ τοιαύτη μᾶζα |
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς | ||
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς |
θηλάζουσαι : θηλάζειν γὰρ καλεῖται τὸ τὸν μαστὸν ἐπισχεῖν , θηλάζεσθαι δὲ τὸ ἕλκειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν . | ||
. οἷον γυνὴ ἔδοξε περὶ μαζὸν ἔχουσα φλεγμονὴν ὑπὸ προβάτου θηλάζεσθαι . ἀρνόγλωσσον καταπλασαμένη ἰάθη [ διὰ τὸ τὸ ὄνομα |
θλασμάτων καὶ ἑλκῶν παλαιῶν καὶ κονδυλωμάτων , ἀναλυομένη καὶ ἀντὶ ἐμβροχῆς παραλαμβανομένη . Χρῶ δὲ θαρρῶν πρὸς τὰς μετὰ σκληρίας | ||
μὲν ὑγρᾶναι τὰ σώματα , οὐ δυνάμενοι δὲ δι ' ἐμβροχῆς τοῦτο ποιῆσαι , οὐ πάνυ δυομένης εἰς βάθος . |
οὐ μὴν αὔταρκες τὸ τὰ τυχόντα ὀνόματα ἐφεξῆς ἀλλήλοις καὶ ἀδιακόπως εἰπεῖν πρὸς τὸ ἕνα ποιῆσαι λόγον ἢ ὁριστικὸν ἢ | ||
ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὑτούς , αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων |
τῆς ψυχῆς ἢ εἴδη τρία : λογιζόμενον , θυμούμενον , ἐπιθυμοῦν . ἀναγκαῖον οὖν καὶ τριττὴ πολιτεία ἐγένετο , ἔχουσα | ||
' ἂν οὕτως ἀσφαλῶς ἐκπλεῦσαι : οἱ δὲ τὸ μὲν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς |
. Γλαὺξ οὐκ ἂν νοσσοποιήσειε ἑτέρας προλαβούσης τὸ δῶμα . Εὐγενὴς ἵππος σκύβαλον ἑτέρου ἵππου οὐκ ἂν προσενέγκοιτο . Γῦπες | ||
Εὐρυκλῆς πᾶς ἐγγαστρίμυθος : ἀπὸ Εὐρυκλέους τοιούτου τινὸς μάντεως . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι |
νηφάλιος , καὶ ὀλίγα ὑπὸ τοῦ δεῦρο κάρου καὶ τῆς πλησμονῆς ἐπιταραττομένη , εἰκός που ταύτῃ δι ' ἑτέρων ἰόντα | ||
: ὁκόσα δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος παθήματα προσημαίνει , πλησμονῆς ἢ κενώσιος ὑπερβολὴν τῶν ξυμφύτων , ἢ μεταβολὴν τῶν |
ψυχὴ μένει ἐπὶ τῆς ἰδίας οὐσίας , ὑφ ' ἑαυτῆς κολαζομένη , καὶ γήινον σῶμα ζητοῦσα εἰς ὃ εἰσέλθῃ , | ||
τούτων καὶ ἀλλοίων ἐδεσμάτων ἢ τοιούτων ἐπιθυμία , δυνατὴ δὲ κολαζομένη ἐκ νέων καὶ παιδευομένη ἐκ τῶν πολλῶν ἀπαλλάττεσθαι , |
] Καὶ ἐὰν νέον ὂν ? [ δόξηι - ] ἀμβλίσκειν ? [ ἀμβλίσκουσιν - ] ; Τὸ νέον ἀντὶ | ||
. Ἐκτρῶσαι : τοῦτο φεῦγε , λέγε δὲ ἐξαμβλῶσαι καὶ ἀμβλίσκειν . Δυσὶ μὴ λέγε , ἀλλὰ δυοῖν . Δυεῖν |
. Ἐὰν δέ γε οἶμαι μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος τοῦ σώματος ἀπαλλάττηται , ἅτε τῷ σώματι ἀεὶ συνοῦσα καὶ τοῦτο θεραπεύουσα | ||
πολίταις δικαιοσύνη μὲν ἐν ταῖς ψυχαῖς γίγνηται , ἀδικία δὲ ἀπαλλάττηται , καὶ ἄλλη δὲ ἀρετὴ ἐγγίγνηται , κακία δὲ |
, μὴ δεομένη εἰπεῖν , τέθλαθι κραδίη : εἶτα ὅταν ἐννοήσῃ κεκμηκέναι ὑπὸ τῆς χορείας αὐτοὺς καὶ τῆς ὕβρεως ἀδοκήτως | ||
ἀρχαί , σχεδὸν ἄπειροι αἱ ἀρχαί : ἐὰν γάρ τις ἐννοήσῃ τὰ ὑπὸ τὴν οὐσίαν εἴδη καὶ ὅτι τῶν εἰδῶν |
, καὶ κεντέεται ὑπὸ τῆς ὀδύνης διαμπερέως , ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη . Τοῦτον ὁκόταν ὧδε ἔχῃ , παραχρῆμα | ||
ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον : ἡ δέ νυ λόγχη εὐμήκης βελόνη , παγχάλκεον ἔργον Ἄρηος : ἡ δὲ κόρυς τὸ |
δὲ τῆς Μανίας ὁ Μάχων τάδε φησίν : ἴσως ἂν ἀπορήσῃ τις εὐλόγως τῶν ἀκροατῶν , εἴ τις Ἀττικὴ γυνὴ | ||
βουλόμενοι σημῆναι , πολύποδα ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γάρ , ἐὰν ἀπορήσῃ τροφῆς τῆς ἀπὸ ἄλλων , τὰς ἰδίας πλεκτάνας ἐσθίει |
. εὖ τὸ σῶμα ἔχειν καὶ τὴν ψυχήν . . φιλήκοον εἶναι καὶ μὴ πολύλαλον . . πολυμαθῆ ἢ ἀμαθῆ | ||
' εὐμελετήτως . Μηδὲ φιλόλογον εἶναι τὸν φαῦλον , μηδὲ φιλήκοον , παρὰ τὸ μηδ ' ἀρχὴν παρεσκευάσθαι πρὸς τὴν |
τόκου πελάζῃ , καὶ τὴν ὀσφὺν τότε μάλιστα πονέεται : φλᾶται γὰρ καὶ ἡ ὀσφὺς ὑπὸ τοῦ ἐμβρύου : καρδιώσσει | ||
ὀστέον τάς τε ἀφανέας ῥωγμὰς καὶ τὰς φανερὰς , καὶ φλᾶται τὰς ἀφανέας φλάσιας , καὶ ἐσφλᾶται ἔσω ἐκ τῆς |
ἐσκιρρωμένον σύνδεσμον ἢ τένοντα ὑπὲρ τὸν ἀναφερόμενον ἀτμὸν διελύθη ὁ σκίρρος , ὡς μαγείᾳ παραπλήσιον φαίνεσθαι τοῖς ὁρῶσι τὸ γιγνόμενον | ||
ἴσον κατάχριε λεάνας . Σκληρὸς οὕτως ἐστὶν ὥσπερ ὀστοῦν ὁ σκίρρος : ἔστι δὲ καὶ ἀναίσθητος , καὶ ὅ γε |
αὐτοὶ ἑαυτοὺς φονεύσαντες , τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν | ||
τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν ] ἀποθάνωσιν . αὐτοκτόνως |
ἀλλ ' ἐν μὲν τῷ στρατοπέδῳ περιεώρων αὐτὸν ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενον κἀν τοῖς ἱπποτοξόταις ἱππεύοντα , ἐπειδὴ δὲ ὑμᾶς δεῖ | ||
: τὸ γὰρ ἐν οἷς δέον μὴ ὀργίζεσθαι καὶ περιορᾶν προπηλακιζόμενον καὶ ἑαυτὸν καὶ τοὺς οἰκείους ἠλίθιον καὶ ἀνδραποδῶδες . |
χαλκὸς κεκαυμένος , στυπτηρία , κήρυκος ὄστρακον κεκαυμένον , κεφαλὴ μαινίδος , χαμαιλέων τὸ ζῷον , ἀρσενικόν , κάχρυς , | ||
κωφὸς δὲ γενήσεται . Οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ τῆς μαινίδος λίθοι λειωθέντες μετὰ χολῆς ἀλάβητος μέλανος καὶ ἐγχρισθέντες ποιοῦσιν |
ἂν γνήσιον νομισθείη , νόθον δέ , καὶ τῆς καλιᾶς ἐξελαύνεται , καὶ τῶν ἄλλων ὀρνίθων οἶκτος αὐτῷ τροφὴν χορηγεῖ | ||
δὲ μολύβδου εἶναι τὸ εὖρος ἐληλασμένον οἷον ἐπὶ τὰ ἕλκεα ἐξελαύνεται : ὅκως δὲ τὸ στόμα τοῦ μοτοῦ λεῖον ἔσται |
* ἔκπαγλον : περισσῶς ἐκπληκτικόν ἐκπληκτικόν τὸ δὲ κατεπρήνιξεν , δακοῦσα γὰρ τοὺς ἁλιεῖς ἐκ τῶν ἐπάκτρων , ἤγουν ἁλιευτικῶν | ||
μετ ' ὀξυμέλιτος ἐπιπλασθέν : καὶ ἡ αὐτὴ δὲ ἡ δακοῦσα μυγαλῆ ἀναπτυσσομένη καὶ ἐπιτιθεμένη τῆς ἰδίας πληγῆς ἀντιφάρμακόν ἐστι |
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες , | ||
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος : |
ἄγειν : ἄλυπός ἐστι καὶ ἄφοβος καὶ ἀκοινώνητος κακῶν , ἀνένδοτος , ἀνώδυνος , ἀκμής , εὐδαιμονίας ἀκράτου μεστός : | ||
σιδηρόφρων ] στερεός . σιδηρόφρων ] ἀπηνής . σιδηρόφρων ] ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ |
ὠμῶν τε καὶ σκευαστῶν ἑψήσει καὶ ὀπτήσει . χυμὸν ἀνίησιν εὔστομον , εὐστόμαχον , κοιλίας ὑπαγωγόν , γλυκύν , κινητικὸν | ||
ὀρνίθων μὲν ἀφιᾶσιν ἦχον , φωνὴν δὲ εὔσημόν τε καὶ εὔστομον οὐ προΐενται , ἀλλ ' εἰσὶν ἀμαθεῖς καὶ οὔπω |
ἀπεφαίνετο τὴν εἱμαρμένην . . , . . ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου . . . , , . | ||
ἐφεξῆς αἱ κινήσεις , ἐπεὶ πῶς ἂν εἴη πέρας τοῦ λευκαίνεσθαι καὶ μελαίνεσθαι ἓν καὶ ταὐτό ; οὔτε γὰρ τὸ |
ἡ πόα ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα αὐτῆς , ἔβισκος ἢ ἀλθαία , ἔλαιον γλυκὺ παλαιόν , ἔλαιον τὸ | ||
δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν . ἔβισκος ἢ ἀλθαία φυμάτων ἀπέπτων ἐστὶ πεπτική , καὶ ἡ |
- ] τοῖς νεανίαις ? [ ] ? [ ] τριβάς [ ] . πόσῳ δικαιότερον [ - ] ἂν | ||
, ἀπρόκοπος , συνερχόμενος ἄνδρας : εἰ δὲ γυνὴ , τριβάς ἐστι καὶ μοχθηρὸν πρὸς βίον , προσερχομένη γυναιξὶν ἀνδρῶν |
καὶ ψωριῶντας . καλεῖται δὲ Ἰνδιστὶ βαλλάδη , Ἑλληνιστὶ δὲ ὠφελίμη . εἰσὶν ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς Ἰνδικοῖς , ὅπου | ||
ὠφέλιμος , ἡ σωφροσύνη ἄλλο τι ἂν εἴη [ ἡ ὠφελίμη ] ἡμῖν . Τί δ ' , ἦ δ |
καὶ ἤδη δυνάμενον σπείρειν , * * * κἂν ἐκεῖνος εὐχάριστος ὢν πρὸς τὰ παιδεύματα , δι ' ὧν ἀρετῇ | ||
. Λύει δὲ λύπην παντὸς ἀνθρώπου λόγος . Λόγος τις εὐχάριστος ἀπόδοσις καλή . Μηδέποτε πλούτει , θάνατον εὐλαβούμενος . |
μετὰ Καράβου σύνεισιν , ὃς μόνος βροτῶν δύναται καταπιεῖν ἐκ ζεόντων λοπαδίων ἄθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν | ||
κολπούμενόν τε καὶ παφλάζον , οἷαί εἰσιν αἱ δῖναι τῶν ζεόντων ἀναβολάδην ὑδάτων . Φασὶ δ ' εἶναι καὶ τὸ |
, ἂν προσιόντων μὲν δῆλος ᾖς χαίρων , ὀκνοῦσι δὲ ἐγκαλῇς . Ἐπῄνουν τὸν πατέρα σου πρὸς τὸν ἄριστον Ἐκδίκιον | ||
ἐστι καὶ τίνες αὐτὸ ἐπιτηδεύουσι . Τοῦτό μοι ὕστερον ἂν ἐγκαλῇς , τί ἕξω ἀπολογήσασθαι ; ναί : ἀλλ ' |
. ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ | ||
ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα |
ἐν οἴνῳ ξύοντα . δύνασθαι δὲ καὶ τὰς μακρὰς ἀρρωστίας ἐκκλίνειν . ἔπειτα τῶν ἑλκῶν τῶν μὲν ὑγρῶν ξηρὸν ἐπιπάττοντα | ||
τηρεῖσθαι , καὶ τὰς νόσους θεραπεύεσθαι . τὸ , δεῖν ἐκκλίνειν τὴν τῶν βλαπτόντων χρῆσιν πρός τε ὑγείας τήρησιν καὶ |
οὐδενὶ πράγματι ἐμίαναν τὰς ἐντολὰς τοῦ θεοῦ , ἀλλὰ μετὰ νηπιότητος διέμειναν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν ἐν τῇ | ||
, τροφῶν καὶ μητέρων ὅταν ἀπαλλάττηται , παιδαγωγοῖς παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν , ἔτι δ ' αὖ τοῖς διδάσκουσιν καὶ |
προσηκούσης φυσικὸν καὶ τοῦτ ' εἶναι . τὸ δὲ ἐπιθυμεῖν περιέργου τροφῆς ἢ περιέργου τε καὶ τρυφερᾶς ἐσθῆτός τε καὶ | ||
, ἀλλ ' ἀπατᾶι τοὺς φίλους προσποιούμενος ὑπὸ ποικίλης καὶ περιέργου γνώσεως ἀληθὴς εἶναι φίλος . ὄμματα δὲ φωτὸς εἶπεν |
ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν . Ὥσπερ ἀνέμου ' ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου . Καὶ μὴ πονηρούς , ὦ πονήρα , | ||
συνειδώς . μὴ γὰρ ὑπολάβωμεν , ὡς ἐκ φαύλου καὶ ἀσελγοῦς συνειδότος ἐπὶ τὸν ὅρκον προήχθη , ἀλλὰ τοιαύτας ὑποψίας |
ἀπαλλάττεται , τοὺς δόντας ὑμῖν αὐτοὺς καλῶ , ἵνα μὴ πιστεύητε αὐτῷ λέγοντι ὡς αὐτὸς φυλάττει τοὺς παράνομα γράφοντας , | ||
μαρτυρίαν , ὑμεῖς τε πολλοῖς καὶ καλοῖς κἀγαθοῖς ταὐτὰ μαρτυροῦσι πιστεύητε μᾶλλον . Ξενοκλῆς τοίνυν Βήσαζε μὲν ἰὼν εἰς τὸ |
διὰ τῶν σπόγγων ἢ κατάντλησις , εἶτα πάλιν διαμότωσις , μότων ἐντιθεμένων πυοποιῷ φαρμάκῳ βεβρεγμένων , καὶ ἡ ἀκόλουθος πυοποιὸς | ||
μάχεσθαι , † ἵνα ἐστὶ τὸ α ἐπιτατικόν τουτέστι τῶν μότων . ἢ ἀπὸ τοῦ μετρῶ ἄμετρον καὶ ἄμοτον τὸ |
τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μυστήρια . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πάντα δουλοῦται ταχύ . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . | ||
καὶ τὸ ἑαυτῷ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ ἐπὶ τῇ αὑτοῦ ψυχῇ πλημμελεῖ . καὶ μὴν |
θρεπτικὴν ἡμῖν ἐδωρήσατο . ταύταις οὖν ταῖς τρισὶ δυνάμεσιν εἰ προσέλθῃ τις αἴσθησις , ποιεῖ τὸ ζῳόφυτον . ὅτι δὲ | ||
ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δίχ ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὔψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ |
πᾶσαι διέφθειρον αὐτὴν καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα | ||
, ὅταν ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐμποιῇ ; Τί μήν ; Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο |
ἀπὸ πύργου εἰς πύργον ἕτερον ἤθελεν ἀπελθεῖν φ νοτερός : δίυγρος καὶ ὑετὸν ἔχων . ἔστι γὰρ καὶ ἕτερος μὴ | ||
ἀφ ' οὗ καὶ ἡ κατὰ Πάριν μαχλοσύνη ] ὁ δίυγρος ὑπὸ καταφερείας , ὅθεν , φασί , καὶ Αἰσχύλος |
ἀφ ' οὗ καὶ συνέχονται : σημείωσαι . χελώναις : ἀντίπτωσις , ἤτοι τῶν χθονίων κυνῶν καὶ εἰναλίων χελωνῶν . | ||
ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν τὰς λέξεις . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ ἀντίπτωσις , ἤγουν νυκτὸς καὶ ἡμέρας , ἀντὶ τοῦ νύκτα |
που ἴδῃς τεκτονικόν , τοῦτον πειρᾷ κτᾶσθαι , ἢ αὐτὸς παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Αὐτὸς νὴ Δί ' , ἔφη | ||
οὖν , ἔφην ἐγώ , καὶ σὺ ἄρχειν ἱκανοὺς εἶναι παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Πειρῶμαί γε δή , ἔφη ὁ |
ἐπὶ τὸν ἄρχοντα χειρῶν ἀδίκων ἀναφέρουσι . , . . ἀπειροκαλία ἀλλ ' εἰμὶ λίαν ἀπειρόκαλος , ὡς διαβεβοημένα ἐπιδιηγούμενος | ||
Ἀντωνίου περιγενέσθαι . τοσοῦτος ἦν οἶστρος αὐτῷ κατὰ Ἀντωνίου καὶ ἀπειροκαλία . ἐβεβαίου τε αὖθις τοῖς δύο τέλεσι τοῖς ἀπὸ |
ὑπόχριε . Τὰ δὲ λεπρώδη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς ὀπὸς καταχριόμενος . ἁλὸς ἄχνῃ λείᾳ χρῶ . Μυελὸν μόσχειον καὶ | ||
πυριωμένη , ἡδύοσμον σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κρόκος σὺν γάλακτι καταχριόμενος , ἄλευρον κυάμινον καθ ' ἑαυτὸ καὶ σὺν ἀλφίτῳ |
ἐμποιεῖ ταῖς ψυχαῖς , κατὰ δὲ γυμναστικὴν νόσον σώματος . δευσοποιόν . οὐδετέρως , ἔμμονον , δυσαπόβλητον : ἀρσενικῶς δὲ | ||
ὅτι τοὺς Δελφοὺς ὀμφαλὸν τῆς γῆς καὶ μέσον φησίν . δευσοποιόν . ἔμμονον , δυσαπόπλυτον , ὡς νῦν . σημαίνει |
, καὶ πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ λιπαρὸν ἀπόλλυσιν ὑπὸ τῆς καύσεως διαπνεομένη . διὸ ταύτην περὶ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν ἐξημεροῦν | ||
πῦον διαγινώσκειν , καὶ ἀπὸ τῆς ὀσμῆς τῆς ἀπὸ τῆς καύσεως γινομένης καὶ τοῦ διαλύεσθαι βαλλόμενον ἐν ὕδατι καὶ μὴ |
γʹ δʹ εʹ Ϛʹ ζʹ ηʹ θʹ ιʹ . Ὁ ͵βφκ ἐλάσσων ἀριθμὸς ὢν ἔχει καὶ ὁ βπλασίων αὐτοῦ ͵εμ | ||
, καὶ τὸ ἑξηκοστὸν δέ ἐστιν ἡ μονάς . Ὁ ͵βφκ ἐλάχιστος ὢν ἀριθμὸς ἔχει ∠ ʹʹ γʹ δʹ εʹ |
ἡ ψυχή , καθάπερ φαίνεται , ὅταν νάματι ποτίμῳ σοφίας ἄρδηται , βλαστάνει τε καὶ ἐπιδίδωσι πρὸς τὸ βέλτιον . | ||
ὡς ἀπὸ τῆς ἀρδείας τὸν αὐχμὸν λαμβάνει , ὅταν μὴ ἄρδηται τὸ φυτὸν ὅτι αὐαίνεται . Ὅταν οὖν ἡ ψυχὴ |
γε μὴν ἄλλοις ζῴοις ἐν μέσῳ τῷ στήθει προσπέπλασται . γαμψώνυχον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει οὔτε οὐρεῖ οὔτε | ||
τὸ κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ , τὸ πλατυώνυχον καὶ γαμψώνυχον , τὸ ὀρθοπεριπατητικὸν καὶ τὰ τοιαῦτα . εἰσὶ δὲ |
ἀπεχθῶς πρὸς σὲ διακειμένους ; ἀλλ ' εὔδηλον ὡς τῆς ψευδομαρτυρίας αἰτιάσῃ τὴν ἀπέχθειαν : ἀλλὰ τοὺς οἰκέτας βασάνῳ τἀληθῆ | ||
ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ θεῷ : ψευδομαρτυρίας δ ' ὁ ἁλοὺς ἀκρωτηριάζεται , ὅ τε πηρώσας |
ἐκεῖνόν φαμεν οὐ τὸν ἀεὶ θεραπεύοντα , ἀλλὰ καὶ τὸν ἰατρικῶς τὸν νοσοῦντα μετα - χειριζόμενον καὶ κατὰ τὸ τῆς | ||
τί ἂν εἴη γελοιότερον ἀρνουμένου τι ποιῆσαι περὶ τὸν ἀρρωστοῦντα ἰατρικῶς , καὶ μουσικοῦ δυσχεραίνοντος πρὸς τὸ μουσικῶς ; ἑκάστου |
, ἢ ἐπὶ ξηρότητα , ἢ ἐπὶ στύψιν , καὶ ἀνάπτει πυρετόν : ἀθροιζομένης γὰρ ἐν τῷ σώματι τῆς δακνώδους | ||
πυρετὸς γίνεται κακοήθης ; ὁ γὰρ κόπος τὸν ἐφήμερον μόνον ἀνάπτει ; καί φαμεν ὅτι ἐνταῦθα συνεχεῖς ἐγένοντο οἱ κόποι |
δὲ καὶ βίᾳ κατισχύσας τυραννικήν τε μοναρχίαν καταστησάμενος τοὺς μὲν ἀποκτείνοι τῶν πολιτῶν , τοὺς δ ' ἐξελαύνοι τῆς πατρίδος | ||
τε νόσῳ πεπεδημένους τούς τε , εἰ μή τις αὐτοὺς ἀποκτείνοι , τοῖς θεοῖς εἰδότας χάριν ; Ἀλλὰ μὴν καὶ |
' οἷς ἂν πλημμελήσῃ καὶ τὸ τιμᾶσθαι δι ' αὐτὰ προσλάβῃ , πῶς δοκεῖτε αὔθαδες ἔσται καὶ ὑπερήφανον ; μὴ | ||
γ Μο αὐτὸν προσλαβόντα ποιεῖν ⃞ον : ἀλλ ' ἐὰν προσλάβῃ Μο γ , γίνεται ΔΥ α Μο α : |
δὲ παραλαβοῦσαι ἀποδίδονται τὸ βρέφος τῷ τιμὴν ἐλαχίστην δόντι . ῥήτρα τε πρὸς αὐτὸν καὶ ὁμολογία γίνεται ἦ μὴν τρέφειν | ||
λέγειν ἢ ἀπὸ τοῦ συνηγορεῖν τὸν ῥήτορα τῷ νόμῳ : ῥήτρα γὰρ κατὰ Δωριέας ὁ νόμος . Διῄρηται δὲ ἡ |
ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ | ||
Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται |
χροιὰν ὑγροῖς , τὴν δὲ κάμνουσαν ἀχροεῖν , ἀτροφεῖν , ἀνορεκτεῖν , καὶ ἐν τοῖς περιπάτοις ἔσθ ' ὅτε δυσπνοεῖν | ||
δυσχεραινόμενα : οἷον τὸ νυστάζειν καὶ τὸ καυματίζεσθαι καὶ τὸ ἀνορεκτεῖν : ὅταν οὖν τινι τούτων δυσαρεστῇς , λέγε σεαυτῷ |