ἐμπλησθῆναι μὲν αἵματος τὸ διάδημα , τὸν δὲ Ἀλεξάνδρου μάντιν Ἀρίστανδρον φερομένῳ τῷ Λυσιμάχῳ καὶ ὧδε ἔχοντι ἐπειπεῖν , ὅτι
κεφαλήν , ὅντινα τοῖν ποδοῖν ἔφερε . καὶ Ἀλέξανδρος ἤρετο Ἀρίστανδρον τὸν μάντιν , ὅ τι νοοῖ ὁ οἰωνός .
7352534 κυλλαστιν
. μὴ τἄρ ' εἶναί μ ' ἐγκριδοπώλην καὶ τὸν κυλλάστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . τῶν χοίρων μνοῦς ἔρι
τῶν ἀνέμων . . , : Αἰγύπτιοι τὸν ὑποξίζοντα ἄρτον κυλλάστιν καλοῦσι . Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Δαναΐσι
7325911 Ἀκραγαντινον
ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων τῆς τοῦ
ἐπιγράψομεν ἐλεγεῖον ; ἢ τοῦτο ; ἄκρον ἰατρὸν Ἄκρων ' Ἀκραγαντῖνον πατρὸς Ἄκρου κρύπτει κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης . “
7308077 ἀπαιροντα
προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ ' εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπαίροντα . χαίρει δὲ ἁβρότητι καὶ διηγημάτων ἀρχαίων χάρισι .
ἀφῆκας ὡς ἀποδώσων τὸ βέλτιον . Ἠχθόμην , ὅτι σε ἀπαίροντα οὐκ εἶδον : σὺ δὲ τοῦτο καλῶς εἶδες καὶ
7191602 Στρεψιαδην
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν
7186974 Σωστρατον
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
7166540 Ἀρχεβιαδην
μηδὲν ζημιώσομαι . εἰπεῖν μὲν οὖν μοι ταῦτα πρὸς τὸν Ἀρχεβιάδην καὶ τὸν Ἀριστόνουν καὶ πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν Κηφισιάδην
ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον , τὸν δὲ Κηφισιάδην δεῖξαι αὑτῷ τὸν Ἀρχεβιάδην , καὶ ὅτε Κάλλιππος προσῆλθεν τὸ πρῶτον πρὸς τὴν
7159488 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
7138496 Αὐτον
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς
7133505 Θεοδοτον
, θάτερ ' ἐκείνη μέμφεται ; Ἵππην λέγουσι τὴν ἑταίραν Θεόδοτον ἔχειν ἐραστὴν τὸν ἐπὶ τοῦ χόρτου τότε γενόμενον .
δὲ ὁ γενναῖος Πρισκιανὸς τὴν χάριν ἡμῖν τε πειθόμενος καὶ Θεόδοτον ἐν λόγῳ ποιούμενος . ἐκείνοις τε οὖν τὴν ὀρφανίαν
7131178 ἀσκαντην
ἐνταῦθα . , δεῦρο . ἔξει ] ἔξιθι . τὸν ἀσκάντην ] τὸν κοινῶς σκάμνον , τὸ σκαμνίον , διφρίσκον
λόγου . ἄττα ] τινά . ἔξει ] ἔξελθε . ἀσκάντην ] σκάμνον . ⸎ . ἐξενεγκεῖν ] ἐμαυτόν .
7118948 γριφον
ἐνταῦθα γὰρ ἄδηλον ὂν ὁμολογεῖ τις ἀγνοεῖν τὸ αἴνιγμα . γρίφον δὲ , οἷον : Ἕκτορα τὸν Πριάμου Διομήδης ἔκτανεν
, αἰνίγματος : ⌈ οἷον [ ἤγουν ] δύναταί τις γρίφον ποιῆσαι καὶ ἀπὸ τῶν Κλεωνύμου πράξεων . ἑπτὰ δὲ
7104065 Φεραυλαν
. ἐπεὶ δὲ σκοπούντοιν αὐτοῖν ταὐτὰ συνέδοξεν , ἐκέλευσε τὸν Φεραύλαν ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἂν οὕτω γένηται αὔριον ἡ ἐξέλασις ὥσπερ
ὁ νεανίσκος ᾤχετο σκεψόμενος τίς εἴη : καὶ εὑρίσκει τὸν Φεραύλαν γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος : ἐρρύη
7093102 πανοπτην
τροφὸς , ζῴων λέγω καὶ σπερμάτων καὶ ἀνθρώπων . . πανόπτην ] τὸν πάντ ' ἐφορῶντα , τὸν πάντα βλέποντα
κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ : ἴδεσθέ μ ' οἷα πρὸς
7083385 κιθαρῳδον
. καὶ Ἀριστόνικος ὁ κιθαρῳδὸς αὐτοῦ ἀποθνήσκει , οὐ κατὰ κιθαρῳδὸν ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος . Πείθων δὲ τρωθεὶς ζῶν λαμβάνεται
καὶ ᾤετο τὴν ἑαυτοῦ τραγῳδίαν ταῦτα εἶναι . Στρατόνικον τὸν κιθαρῳδὸν ὑπεδέξατό τις ἀμφιλαφῶς : ὃ δὲ ὑπερήσθη τῇ κλήσει
7079381 νεωνητον
. Ἰατταταιὰξ τῶν κακῶν , ἰατταταῖ . Κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακὸν αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Ἐξ οὗ
ἅλις σοι , κυρία , μὴ οὕτω σκῶπτέ μου τὸν νεώνητον ” . ἣ δέ : „ δῆλος εἶ ,
7079058 Σακαν
δή , ἔφη , ὦ Κῦρε , τἆλλα μιμούμενος τὸν Σάκαν οὐ κατερρόφησας τοῦ οἴνου ; Ὅτι , ἔφη ,
, ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ τἆλλά τε
7050713 Ἰαμον
ἀντὶ τοῦ διὰ τὸ τοῖς ἴοις δροσίζεσθαι αὐτὸν ἀστείως καὶ Ἴαμον καλεῖσθαι . τοῦτ ' ὄνυμα : ἀντὶ τοῦ ὄνομα
Ὀλυμπιακῶν ἄθλων ἐπὶ τῷ τοῦ Διὸς ὑψηλοτάτῳ βωμῷ , τότε Ἴαμον ἐκέλευσεν ὁ Ἀπόλλων χρηστήριον θέσθαι καὶ μαντεῖον τὸ διὰ
7038603 Ἰρον
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ;
7030874 πωλυπον
, τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ
[ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία
7028814 βωμολοχον
λείπει τὰ κρέα . Γ θυμέ ] ψυχή . Γ βωμολόχον ] πανοῦργον , λῃστρικόν . Γ ἔξευρέ τι ]
Φιλόχορος β Ἀτθίδος οὐ γὰρ , ὥσπερ ἔνιοι λέγουσιν , βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον γίνεσθαι νομιστέον τὸν Διόνυσον . .
7025776 μητραλοιαν
† πατρὸς † ἀγαθόν † , ἀφ ' οὗ καὶ μητραλοίαν φαμὲν καὶ πατραλοίαν . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις
κατεπολέμησας . τοκεῦσιν ] συλληπτικῶς . συλληπτικῶς χρὴ λέγεσθαι τὸν μητραλοίαν . ἔτυψεν ] ὡς ἡνίοχος ἔτυψέ με . οὕτως
7014295 Ἀχιλεα
τὸ τοιοῦτον πάθος . ὁ δὲ νοῦς : ὅστις τὸν Ἀχιλέα τρώσας τῷ ἔρωτί σου τὸν τυπέντα ἤγουν τὸν Ἀχιλέα
φασὶ , καὶ τιμωρῶν ὁ Ἀπόλλων αὐτόθι παρεσκεύασεν ἀναιρεθῆναι τὸν Ἀχιλέα . ἐλέγετο δὲ ὁ Τρωίλος φύσει εἶναι υἱὸς τοῦ
7006196 Δαμιν
καὶ κατορθοῦσιν αὐτὰ μεθύοντες . οἱ μὲν δὴ περὶ τὸν Δάμιν ἐξεπλήττοντο αὐτὰ ὡς εὔσκοπα καὶ τὴν ξυμμετρίαν τῆς τοξείας
, καὶ τὼ πόδε ἀπονιψάμενος παρακελευσάμενός τε τοῖς ἀμφὶ τὸν Δάμιν δειπνεῖν , ἐπειδὴ ἄσιτοι αὐτῷ ἐφαίνοντο , ἔρριψεν ἐς
6997924 ἐρωτησαντα
ἀνεπαχθῶς καὶ οὐκ ἤλεγχε τὸν ἁμαρτάνοντα . Πρὸς μέντοι τὸν ἐρωτήσαντα πηνίκα ἔξεισιν , Τίς γὰρ ἄν , ἔφη ,
, ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας ἰέναι πάλιν ἐπὶ τὸν ἐρωτήσαντα , ἀναμαχούμενος τὸν λόγον . νῦν οὖν , ὃ
6997816 Ἡρακλεωτην
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
6990731 Κιλικα
ὁ Τύριος παῖδας ἔσχε τρεῖς , Εὐρώπην , Κάδμον καὶ Κίλικα . τῆς δὲ Εὐρώπης ὑπὸ τοῦ Διὸς ἁρπαγείσης ἀπέστειλεν
ἀφιεὶς αἰτίας . ιθʹ . Ὑπερβάντες δ ' Ἀριοβαρζάνην τὸν Κίλικα καὶ Ξενόφρονα τὸν Σικελιώτην καὶ Πειθαγόραν τὸν ἐκ Κυρήνης
6986772 Κροτωνιατην
συνέβη τὴν Κροτωνιατῶν πόλιν . μεθ ' ὃν Γαρτύδαν τὸν Κροτωνιάτην διάδοχον γενέσθαι , ἐπανελθόντα ἐκ τῆς ἀποδημίας , ἣν
χρυσοῦν τὸν ἕτερον τῶν μηρῶν . καὶ Μυλλίαν δὲ τὸν Κροτωνιάτην ὑπέμνησεν ὅτι Μίδας ὁ Γορδίου ἐστὶν ὁ Φρύξ .
6983138 βαταλον
τὸ τῶν Βατάλων ὄνομα κεῖσθαι τοῖς αἰσχροῖς καὶ τὸν πρωκτὸν βάταλον ὑπ ' αὐτῶν καλεῖσθαι . . . . τιτθῆς
οἱ δὲ κρόταλον , ᾧ ἐπιψοφοῦσιν οἱ αὐληταί [ τὸ βάταλον ] . Κρωβύλου ζεῦγος : ἐπὶ πονηρῶν , ἀπὸ
6981358 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
6980131 προβληθεντα
λέγων ὁ Ἀριστοφάνης , ἐπειδὴ τῆς λυγγὸς ἐπαύσατο , τὸν προβληθέντα λόγον μέμνηται καὶ οὗτος αὖ πάλιν Ἀρκάδων ὑπὸ Λακεδαιμονίων
ἐν τοῖς περὶ τῶν Ἰσοκράτους μαθητῶν ἱκανώτατον γεγονέναι ἀνευρεῖν τὸν προβληθέντα γρῖ - φον καὶ αὐτὸν προβαλεῖν ἑτέροις ἐπιδεξίως ,
6976934 Καρα
βασιλείας ἀνεῖλε φυλάξασθαι τοὺς ἀλεκτρυόνας . Ψαμμήτιχος δὲ Πίγρητα τὸν Κᾶρα συνόντα ἔχων , παρ ' αὐτοῦ μαθὼν , ὡς
εἰ γοῦν ἐθεάσω τὸν Μαύσωλον αὐτόν , λέγω δὲ τὸν Κᾶρα , τὸν ἐκ τοῦ τάφου περιβόητονεὖ οἶδα ὅτι οὐκ
6969777 πατραλοιαν
ἀγαθόν † , ἀφ ' οὗ καὶ μητραλοίαν φαμὲν καὶ πατραλοίαν . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γὰρ οὐ
τὴν πόλιν ἐγένετο , καὶ ὅτι εἶπον ἄν τινες καὶ πατραλοίαν με ὡς ἀληθῶς , ὅτι τυπτόμενον τὸν πατέρα παρεῖδον
6969134 Φαιακα
ἦν καὶ ἐς Ἀλκίνουν ἀνέφερε τὸν ξένον τοῦ Ὀδυσσέως τὸν Φαίακα , καὶ διῄει μὲν ὁ Ἀπολλώνιος περὶ τοῦ σπένδειν
ἐκ τῶν τειχῶν ἐπολέμουν . ἃ πυνθανόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Φαίακα πέμπουσιν , εἴ πως πείσαντες τοὺς σφίσιν ὄντας αὐτόθι
6957362 θεολογον
γεγονέναι Φερεκύδας Συρίους , τὸν μὲν ἀστρολόγον , τὸν δὲ θεολόγον υἱὸν Βάβυος , ὧι καὶ Πυθαγόραν σχολάσαι . Ἐρατοσθένης
. οὐδὲ τοιοῦτος οἷος ὁ καθόλου Καὶ καθόλου λέγει τὸν θεολόγον , καὶ λέγει μὴ εἶναι τὸν διαλεκτικὸν ἢ τὸν
6938465 φθορεα
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ
6934551 θηλασω
ἡ τροφός . παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω . . . . , . . . .
ἀθρεῖν . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον : γυναῖκά τε θήσατο μαζόν , γέγονεν
6918233 χελυδρον
τέτυκται . Κῆρα δέ τοι δρυΐναο πιφαύσκεο , τόν τε χέλυδρον ἐξέτεροι καλέουσιν : ὁ δ ' ἐν δρυσὶν οἰκία
. ὡς τραχύδερμον δὲ διὰ τὸ γῆρας καὶ τὸν Ἀντήνορα χέλυδρον λέγει . σύγγαμβρος δὲ ἦν οὗτος Πριάμου ἔχων γυναῖκα
6901521 ῥιψασπιν
ἐξαίφνης ] παραυτίκα . , αἰφνιδίως , εὐθέως . τὸν ῥίψασπιν ] τὸν δειλόν . , τὸν ῥίψαντα τὴν ἀσπίδα
αὐτὸν καὶ ὡς θηλυδρίαν , ἡνίκα ἔφη ” Κλεώνυμον τὸν ῥίψασπιν “ . διὰ τὴν ἄκραν φειδωλίαν . εἰ μὲν
6901100 θυρωρον
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον
6899450 ὁμαιμονα
τοῦ Βρυεννίου στρατεύματος , ὁ κουροπαλάτης Ἰωάννης , ὃν ἐκείνου ὁμαίμονα ὁ λόγος φθάσας ἐγνώρισεν ἄνωθεν , ἐβοήθει ξὺν τάχει
ἀποπειρᾶσθαι . Τούτου γοῦν δόξαντος , ὁ Βρυέννιος τὸν οἰκεῖον ὁμαίμονα τὸν μάγιστρον Ἰωάννην κουροπαλάτην τιμήσας καὶ δομέστικον τῶν Σχολῶν
6899350 Λοκρον
. μόνον δ ' ἐπὶ τῷ τέλει φησὶν Αἴαντα τὸν Λοκρὸν ὁρᾶν ἀπρεπέστερον καὶ λοιδορεῖσθαι Ἰδομενεῖ περὶ τῶν ἵππων τῶν
ἔτρωσαν Ἱερώνυμόν τε † καὶ Εὐοδέα † λοχαγὸν καὶ Θεογένην Λοκρὸν λοχαγόν : ἀπέθανε δὲ οὐδείς : κατεκαύθη μέντοι καὶ
6898617 Παρες
ὁ διδάσκαλος . Ἅμα δ ' ἠπίαλος πυρετοῦ πρόδρομος . Πάρες , ὤ , κατέτριβεν ἱμάτια κἄπειτά πως Φῷδας τοσαύτας
κεῖσθαι . τοσούτῳ κρείττων ἦν τεθνεὼς Περικλῆς ἐκείνου ζῶντος . Πάρες οὖν τοῖς συκοφάνταις ταῦτα , αὐτὸς δὲ πάλιν σαυτοῦ
6896629 Τριτωνα
τεκόντα ς ' , ὦ Κύκλωψ , μὰ τὸν μέγαν Τρίτωνα καὶ τὸν Νηρέα , μὰ τὴν Καλυψὼ τάς τε
. τοῦτον Ἀπολλώνιος ποτὲ μὲν Εὐρύπυλον προσαγορεύει , ποτὲ δὲ Τρίτωνα . Ἀκέσανδρος δέ φησιν ἀδελφὸν εἶναι τὸν Εὐρύπυλον Τρίτωνος
6890270 ψευστην
πόρρω “ κάκιστε θηρῶν ” εἶπεν “ ὡς σὺ τὸν ψεύστην ὄνειρον ἄλλως ὄμμασιν πατρὸς δείξας ἔχεις με φρουρῇ περιβαλὼν
σιδήρεον : ἢ τῷ Ὁμήρῳ ἐξακολουθεῖ καὶ ὅπως μὴ αὐτὸν ψεύστην ποιήσῃ εἶπεν ὅτι οὔπω ἦν σίδηρος εὑρημένος . Σέλευκος
6887831 Ξενοφανην
ἀγροικότεροι , διότι οὐ συνελογίζοντο δεόντως . λέγει δὲ τὸν Ξενοφάνην καὶ τὸν Μέλισσον : καὶ ἐν τῇ Φυσικῇ γὰρ
' αὖ πάλιν τούτοις ἀνθεῖλκον , ὡς οἱ περὶ τὸν Ξενοφάνην τὸν Κολοφώνιον καὶ Παρμενίδην τὸν Ἐλεάτην , οἳ δὴ
6883643 Παιωνα
τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα , μηδὲ τὸν Παιῶνα , μηδ ' Ἁρμόδιον . . , : Πόθεν
μηδὲν τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα μηδὲ τὸν Παιῶνα μηδ ' Ἁρμόδιον . ΩΙΟΣΚΥΦΙΑ . περὶ τῆς ἰδέας
6872979 Ἐρυξιμαχον
ἀλλ ' εἰπεῖν αὐτόνἐν τῇ κάτω γὰρ αὐτοῦ τὸν ἰατρὸν Ἐρυξίμαχον κατακεῖσθαιὮ ” Ἐρυξίμαχε , δίκαιος εἶ ἢ παῦσαί με
δ ' ἀπορήσοιμι ; Τὸ μὲν ἕτερον , φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον , μαντικῶς μοι δοκεῖς εἰρηκέναι , ὅτι Ἀγάθων εὖ
6867511 δημαγωγον
' ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως . δεῖ δὲ τὸν δίκαιον δημαγωγὸν σωτῆρα ] τῆς [ ἑαυτοῦ ? ? [ πατρίδος
μὲν κοινοῖς ἀνθρώπων ἔθεσιν ἁλίσκονται κατήγορον ἔχοντες τὴν πολιτευομένην καὶ δημαγωγὸν μητέρα συνήθειαν , τοῖς δὲ τῆς φύσεως διασῴζονται συμμάχῳ
6866786 Μανια
ὑμῖν ποτε ἐν τοῖς ὄρεσι τάχιστα θηρίον τρέχειν ; ἡ Μανία δ ' αὐτόμολος , ὦ βέλτιστ ' , ἔφη
. ἐδόκει δὲ λιθιᾶν , ὡς ἔοιχ ' , ἡ Μανία : Γνάθαινα δ ' εἰς τὰ στρώμαθ ' ὅτι
6863943 Ἀψυρτον
τὰ μαντεύματα καὶ τὴν ἀποδημίαν καὶ τοὺς πειρατὰς καὶ τὸν Ἄψυρτον καὶ τὴν Μαντὼ καὶ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυγὴν
τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἄψυρτον . διώκοντος δὲ Αἰήτου μεληδὸν τὸν Ἄψυρτον τέμνουσα ἔρριπτεν εἰς τὴν θάλασσαν . συλλέγων δὲ ὁ
6858825 Εὐκρατην
λογισμῶν . ἐπ ' ἄλλον ἀπίωμεν . Παρὰ τὸν σὸν Εὐκράτην , εἰ δοκεῖ . καὶ ἰδοὺ γάρ , ἀνέῳγε
σὺ ὀνειροπολεῖς τὸν πλοῦτον ; ὁρᾷς δ ' οὖν τὸν Εὐκράτην αὐτὸν μὲν ὑπὸ τοῦ οἰκέτου πρεσβύτην ἄνθρωπον . .
6852595 σκιμποδα
ὅτι σκιμπάζειν ἐλέγετο παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ χωλαίνειν . . σκίμποδα ] τὸ ὑποπόδιον . ἰδοὺ ] ἀρτίως : ἐπίρρημα
, ᾧ ἐνεκάθευδον οἱ περὶ τὸν Ἀπολλώνιον , καὶ τὸν σκίμποδα ἐπιψηλαφήσας προσεῖπέ τε τὸν ἄνδρα , καὶ ἤρετο αὐτόν
6851874 Ἀγησιδαμον
εἰς μνήμην ἀγάγετέ μοι τὸν υἱὸν τοῦ Ἀρχεστράτου , τὸν Ἀγησίδαμον τὸν Ὀλυμπιονίκην , ἐν ποίῳ μέρει τῆς ἐμῆς μνήμης
: σύνθημα . ὁμολόγημα . δύναταί τις ὀμόσαι νενικηκέναι τὸν Ἀγησίδαμον ἀκούων τοῦ ὕμνου . ἄλλως : οἱ ὕμνοι πιστὸν
6849482 Ἀργεστην
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
6831425 Ἀριονα
ἀπικόμενον ἀπηγέεσθαι πᾶν τὸ γεγονός . Περίανδρον δὲ ὑπὸ ἀπιστίης Ἀρίονα μὲν ἐν φυλακῇ ἔχειν οὐδαμῇ μετιέντα , ἀνακῶς δὲ
ὡς πάρος ἦσθα δαΐφρων , ὣς καὶ νῦν μέγαν ἵππον Ἀρίονα κυανοχαίτην πάντη ἀναστρωφᾶν καὶ ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι .
6831276 ξυσσιτον
ἀμοιβαίας εἰσθέσεως ἑβδομήκοντα κώλοις , ὧν τελευταῖον καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν
' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι , καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ
6829337 Ξιφος
ἴσων τεύξῃ ποτέ . Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν . Ξίφος τιτρώσκει σῶμα , τὸν δὲ νοῦν λόγος . Ξένος
μοι εὖχος ὀρέξατε . Ποῖον ἐρεῖς τόδ ' ἔπος ; Ξίφος , εἴ ποθεν , ἢ γένυν ἢ βελέων τι
6828107 μελοποιον
τῶν παραλελειμμένων τῶι ποιητῆι ὀνομάτων , κατὰ μὲν Ἀλκμᾶνα τὸν μελοποιὸν Ζευξίππη , κατὰ δὲ Ἑλλάνικον Στρυμώ . Σκάμων δὲ
ἀίω : Σιμόεντος ἡμένα κοίτας φοινίας ὑμνεῖ πολυχορδοτάται γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶς μέριμναν . ἤδη δὲ νέμουσι κατ ' Ἴδαν
6826515 Δεινιαν
μὲν οὐκ ἐδαισάμην . Ἔνιοί φασι σταδιεῖς αὐτόν τε τὸν Δεινίαν καὶ τὸν πατέρα καὶ τοῦτο βλέποντα τὸν Πίνδαρον Δείνιδος
“ ἦν δ ' ἐγώ , ” ὃν λέγεις τὸν Δεινίαν : αἰκάλλει δ ' οὖν με τοὔνομα . “
6812264 Ἱππαρινον
. τρίτον κτλ . γʹ . ταὐτὸν κεκτημένον ὄνομα . Ἱππαρῖνον . προκαλεῖσθαι . γρ . προκαλέσασθαι . ἱερῶν ἀθεραπευσίαν
ὡς ἔνι μάλιστα ἀλλοτριώτατα πρὸς τὸν πατέρα διακεῖσθαι . καὶ Ἱππαρῖνον δὲ τὸν Διονυσίου φησὶν ὑπὸ μέθης τυραννοῦντα ἀποσφαγῆναι .
6810073 περδικι
αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ
σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά .
6808483 καρδοπη
λέγεις . ἐκεῖνο † δ ' ἦν ἄν † : καρδόπη , Κλεωνύμη . ἔτι δέ γε περὶ τῶν ὀνομάτων
μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν ὁ Κλεώνυμος καὶ παράσιτος
6797243 Διογενη
φιλόσοφος καὶ τὴν λυσιωιδὸν ἐπαινῶν οὐκ ἐπαύσατο . τοῦτον τὸν Διογένη ὁ μεταλαβὼν τὴν βασιλείαν Ἀντίοχος οὐκ ἐνέγκας αὐτοῦ τὴν
καὶ συναγαγὼν φιλοσόφων καὶ ἐπισήμων ἀνδρῶν συμπόσιον ἐκάλεσε καὶ τὸν Διογένη : καὶ παραγενόμενον ἠξίου κατακλίνεσθαι ἔχοντα τὸν στέφανον καὶ
6792182 Ῥωμαικον
ὑπαγόμενος δὲ κατὰ μικρὸν αὐτοὺς προσωτέρω τῆς πόλεως ἐπὶ φυλακτήριον Ῥωμαικὸν ἄγει καὶ τοῖς ἐκδραμοῦσι παραδίδωσιν , ὑφ ' ὧν
περιλαβὼν ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις μέσον αἴρεταί τε καὶ πρὸς τὸ Ῥωμαικὸν ἀποφέρεται στρατόπεδον . . Τοῦτον τὸν ἄνδρα οἱ χιλίαρχοι
6783847 ἀνδροφοντην
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας
6779583 κλυσμον
ἀλλὰ καὶ ἐκ δευτέρου καὶ τρίτου πολλάκις ἐνιέναι τὸν ἁπαλὸν κλυσμὸν ἔχοντα ἢ ῥητίνης τι ἢ βουτύρου , καὶ μετὰ
ὑποφραττόμενον γὰρ ὑπὸ τῶν ἀντερεισάντων τὸ τρύπημα τοῦ αὐλίσκου τὸν κλυσμὸν οὐκ ἀφίησιν εἰς τὸ πρόσθεν . τὸ δ '
6779203 Λεσχην
Λέσβιον Ἀρχιλόχου νεώτερον φέρει τὸν Τέρπανδρον , διημιλλῆσθαι δὲ τὸν Λέσχην Ἀρκτίνῳ καὶ νενικηκέναι . . : Φανίαν δὲ τὴν
ἱστορεῖ κατὰ Μίδαν γεγονέναι . Φανείας δὲ πρὸ Τερπάνδρου τιθεὶς Λέσχην τὸν Λέσβιον , Ἀρχιλόχου νεώτερον φέρει τὸν Τέρπανδρον :
6778687 Τευθραντα
' ἐλπίδα τὴν ἀρχέτυπον μορφὴν ἀναλαβὼν , τὸ ὄρος μετωνόμασε Τεύθραντα . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος
μητρός , γάμῳ δὲ τῷ ταύτης ἐξοικειωσάμενος τὸν ὑποδεξάμενον αὐτὸν Τεύθραντα ἐνομίσθη τε ἐκείνου καὶ παρέλαβε τὴν Μυσῶν ἀρχήν .
6778490 ἐπιτασσομενων
νὺξ ἡσυχίαν ἄγει . Ἔσχατος Μυσῶν : ἐπὶ τῶν δυσχερῆ ἐπιτασσομένων . Ἐνδυμίωνος ὕπνον καθεύδεις : ἐπὶ τῶν ὑπνηλῶν :
[ αὐτοῦ ] . τάττεται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν δυσχερῆ ἐπιτασσομένων . ἐποστρακίζειν : παιδιά τις , ἣν παίζουσιν οἱ
6775584 παρακαλεσω
μύθῳ πρὸς τὸν παρόντα χρησόμεθα : πάλιν ἐλθεῖν μοι συνέριθον παρακαλέσω τὸν Αἴσωπον . λόγον δὲ ὑμῖν οὐ Λιβυκόν τινα
ἀπηνῆ γνώμην τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , καὶ παρακαλέσω τὸν μεγάλως ἐμοὶ μισούμενον Δία λῦσαί με ἀπὸ τῶν
6772829 Σικιννον
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα ,
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν
6772549 Παυσωνα
στίχος : οὐ γὰρ ἀκολούθως καλεῖ ἐν Ἀθήναις οὖσα . Παύσωνα : τὸν σύντροφον καὶ διαιτητήν . Παύσων δὲ ἐπὶ
δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν . μετακαλοῦ σύντροφον τὸν Παύσωνα κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ πενίᾳ ὁ Παύσων ζωγράφος ὤν .
6768510 Αἰγινητην
ἐξένεπε : ἀνακηρυχθῆναι ἐποίησεν . [ καὶ ] ἀνεκήρυξεν ἑαυτὸν Αἰγινήτην τῇ πάλῃ [ καὶ ] κρατήσας καὶ νικήσας .
μὴ μέγας χειμὼν κατέχοι . ἀπὸ δὲ Ἀβώνου τείχους ἐς Αἰγινήτην ἄλλοι πεντήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνθένδε εἰς Κίνωλιν ἐμπόριον
6768331 Ἡρακλη
Διὸς τοιοῦτος γεγονώς ; * * ὁ Ἀπόλλων . πρὸς Ἡρακλῆ . . Δέον εἰπεῖν βροτῶν πρὸς τὸ θνησκόντων βρότεα
, πολλὰ χαιρέτω : ἐπὶ τῶν ἀπραγμόνων . Ὄρτυξ ἔσωσεν Ἡρακλῆ τὸν καρτερόν : ἐπὶ τῶν παρ ' ὧν οὐκ
6759074 Λακυδην
, παρατιθέμενον ἱστορεῖν Ἀρκεσίλαον τὸν Πιταναῖον ἐν οἷς ἔφασκε πρὸς Λακύδην τὸν Κυρηναῖον . . : τοῦτο τὸ βιβλίον Ἀνδρόνικος
. ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς ἀνέβαινον εἰς ἄστυ καὶ παρὰ Λακύδην τὸν ξένον : ὃ δὲ τυχὸν ἴσως , ἐπεὶ
6758703 Νεωτερον
‖ Νεώτερον ὀνομάζει τὸν Χὰμ μέσον ὄντα ‖ . ‖ Νεώτερον οὐ τὸν ἡλικίᾳ καὶ χρόνῳ ἀλλὰ τὸν ψυχῇ .
, ἀγάπα . Ἀπόντι μὴ μάχου . Πρεσβύτερον αἰδοῦ . Νεώτερον δίδασκε . Πλούτῳ ἀπίστει . Σαυτὸν αἰδοῦ . Μὴ
6753643 θεριζοντα
ὀψαμάτην τὸν Μίλωνα ὁ Βάττος καλεῖ , τουτέστι μέχρι ὀψίας θερίζοντα καὶ μὴ ἀποκάμνοντα . ὀψαμᾶτα : νωθρέ , ὀψὲ
ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα . Τὰ ποῖα ; Τὸν θερίζοντα καὶ τὸν κυριεύοντα καὶ ἐπὶ πᾶσι τὴν Ἠλέκτραν καὶ
6752880 Ἀβαριν
ἐξέπεμπον τῶν καρπῶν ἁπάντων τὰς ἀπαρχάς . ὅτε δὴ καὶ Ἄβαρίν φασι τὸν Ὑπερβόρειον ἐλθόντα θεωρὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα ,
ἄνθρωποι τῶν καρπῶν ἁπάντων τὰς ἀπαρχάς . ὅτε δὴ καὶ Ἄβαρίν φασι τὸν Ὑπερβόρειον ἐλθόντα ἐπὶ ἱστορίᾳ τῆς Ἑλλάδος Ἀπόλλωνι
6750887 Βοηθον
καὶ ἀκραιφνέστατος νοῦς . ἀποδείξεσι δ ' οἱ περὶ τὸν Βοηθὸν κέχρηνται πιθανωτάταις , ἃς αὐτίκα λέξομεν : εἰ ,
ἐπίσταμαι χείρων ὑπάρχων κατὰ πολύ . . . σύζυγον : Βοηθὸν , ἤγουν σύνδρομον . . . βοηθὸν , σύμμαχον
6747538 Ψαυμιν
οἱ ἐν ταῖς στάσεσι διάγοντες φιλοπόλιδες ὄντες : τὸν οὖν Ψαῦμιν φιλόπολίν φησιν εἶναι πρὸς τῷ καὶ ἥσυχον ὑπάρχειν .
αὐλοὶ γλυκύτεροι καὶ ποικιλώτεροι τῶν ἄλλων εἰσίν . ᾄδων τὸν Ψαῦμιν : * * διὰ τὸ μέτρον . σέ .
6747042 Σωσον
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι
6746073 παραλογισμον
καὶ ἀπογίνονται καὶ οὐδὲν βλάπτει τὸ ὑποκείμενον . πάλιν τρίτον παραλογισμὸν παράγουσι τοῦτον τὸν τρόπον . ἡνίκα , φασί ,
ὤν , ὥς φησιν Εὔδημος , διὰ τὸ προφανῆ τὸν παραλογισμὸν ἔχειν . . . τὰ γὰρ ἀντικινούμενα ἀλλήλοις ἰσοταχῆ
6741542 γαμοστολον
κυριεύσῃ τοῦ κλήρου , ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται
λύχνον ἀκούω , λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης , Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν
6724386 κατακλιθεντα
. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι . ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς
φησιν ἐν τῇ γʹ τῶν ἱστοριῶν τὸν Μίλωνα ταῦρον καταφαγεῖν κατακλιθέντα πρὸ τοῦ βωμοῦ τοῦ Διός : διὸ καὶ ποιῆσαι
6721591 γρυξαι
τοὺς βαρβάρους πολεμοῖεν . . ἆρα γρυκτόν ἐστιν : Ἆρα γρύξαι ὀφείλετε , ἢ παρρησίαν ἄγειν . ἀψήκτῳ δὲ ἀκαταμάκτῳ
τούτοις μὲν ἀνεῖται τὰ αὐτῶν μουσεῖα , ἡμῖν δὲ οὐδὲ γρύξαι συγγνώμη , ἀλλ ' ἔγκλημα ἡ σοφία εὕρηται ,
6712180 Παλαιμονα
Κάδμου παῖδας ἔσχε δύο Κλέαρχον τὸν παρά τισι Λέαρχον καὶ Παλαίμονα τὸν * καὶ * Μελικέρτην . κατὰ Ἥρας δὲ
τὸν ἐκ τῆς θαλάσσης ἀφρὸν Λευκοθέαν , τὸν δὲ Μελικέρτην Παλαίμονα : εἶναι δὲ αὐτὸν σωτῆρα τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων
6712034 νευσας
στέφανον καὶ τὴν ἐσθῆτα . ἄκαιρον δ ' εἶναι εἰπόντος νεύσας εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα , ἐν οἷς καὶ ἡ
τὴν δαπάνην καὶ τὴν ἐπὶ ταύτῃ νυκτερινὴν ἀθυμίαν διεξελθὼν καὶ νεύσας τῇ γυναικὶ πάλαι μου προμαθούσῃ τὴν γνώμην κοινωνῆσαί μοι
6711866 Κριτωνα
καὶ καλῶς βεβιωκότων ὀνόματα . Γιγνώσκετε , ὦ Ἀθηναῖοι , Κρίτωνα τὸν Ἀστυόχου καὶ Περικλείδην τὸν Περιθοίδην καὶ Πολεμαγένην καὶ
ἁρπάζειν προσαιτεῖν καὶ δανείζεσθαι : καὶ ὁ Πλάτων δὲ πεποίηκε Κρίτωνα συμβουλεύοντα , καὶ ὅμως οὐ φυγὴν , ἀλλ '
6708046 Ἱππομεδοντα
ὁ υἱός . ἀνὴρ ] ἀνδρεῖος . ἄνδρα ] τὸν Ἱππομέδοντα . θ ᾑρέθη ] προεκρίθη . θ ᾑρέθη ]
γάρ ἐστι πούς . . κατ ' ἄνδρα ] τὸν Ἱππομέδοντα . ᾑρέθη ] προὐκρίθη . . ἐξιστορῆσαι ] γνῶναι
6705356 Ἀπελλην
οὕτω λέγεται αἰσχυνθῆναι ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν , ὥστε τὸν μὲν Ἀπελλῆν ἑκατὸν ταλάντοις ἐδωρήσατο , τὸν δὲ Ἀντίφιλον δουλεύειν αὐτῷ
οὐ παρεφύλαξε τὸ ἴδιον τοῦ ζῴου . οἱ δὲ οὐκ Ἀπελλῆν φασι ταύτην τὴν αἰτίαν ἐνέγκασθαι , ἀλλὰ Νίκωνα ,
6701890 Ἀραξην
σὺ βούλεαι . Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον .
διόπερ ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ σπουδὴν ἦγε τὴν δύναμιν καὶ τὸν Ἀράξην ποταμὸν ζεύξας διεβίβασε τοὺς στρατιώτας . προάγοντος δὲ τοῦ
6698505 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
6697574 συναθροιζοντων
Ξενοφάνης ἐκ πυριδίων τῶν συναθροιζομένων μὲν ἐκ τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως συναθροιζόντων δὲ τὸν ἥλιον : ἢ νέφος πεπυρωμένον . Οἱ
ἐκ πυριδίων μὲν τῶν συναθροιζομένων ἐκ τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως , συναθροιζόντων δὲ τὸν ἥλιον . , Ξ . κατὰ σβέσιν
6697022 Ἡλος
ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ
Ζητῶν γὰρ ὄψον θοιμάτιον ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ
6694770 Παφλαγονα
, Λυσιμάχῳ παραδοὺς ὕστερον αὑτὸν καὶ τὰ χρήματα , Φιλέταιρον Παφλαγόνα εἶχεν εὐνοῦχον . ὅσα μὲν δὴ Φιλεταίρῳ πεπραγμένα ἐς
γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . Καὶ μὴν ἐγώ ς ' ,
6689163 ὑπισχνουμενον
δὲ μετὰ τὴν κατάλυσιν τῶν Περσῶν ἐπιστολὴν καταπέμψαι φιλάνθρωπον , ὑπισχνούμενον πόλιν τε ποιῆσαι μεγάλην καὶ ἱερὸν ἐπισημότατον καὶ ἀγῶνα
καὶ πονηρὸν ἀποπνεῖ . τί καὶ Ἀντιφῶντα τὸν Μενεκράτους μνᾶν ὑπισχνούμενον οὐδὲ τοῦτον ἐδέξω ; οὐ καλὸς ἦν καὶ ἀστικὸς
6685073 θεωρησον
στρατηγίας ἥκοντας εἰς ἕτερον πάλιν ἐξιέναι πόλεμον . ὁ δὲ θεώρησον ὅπως ἔλυσε τὸ δοκοῦν ἐπαχθές . μὴ γὰρ κινδυνεύειν
πάντα φιλοτιμούμενος τὸν κόσμον αὐτῆς εἰ θεωρήσαις καλῶς ἔχει . θεώρησον , Πάταικε , πρὸς θεῶν : μᾶλλόν μ '
6684444 Μελανιππον
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και
6684408 Πολυχαρη
καὶ πᾶσαν προέσθαι φωνὴν εἰς τὸ σωθῆναι . τὸν δὲ Πολυχάρη ἐντραπέντα τὴν ξενίαν κρύψαι τὴν πρᾶξιν , καὶ τὸν
ἐπί τε τῶν ἐφόρων καὶ τῶν βασιλέων . τὸν δὲ Πολυχάρη τυχόντα τῶν ἴσων τόν τε νεανίσκον ἀνελεῖν καὶ τὴν
6680398 Φειδιππιδην
κλήσεως . εἶτα κοινῇ καὶ κοινῶς συνέβημεν καὶ ὡμογνωμονήσαμεν καὶ Φειδιππίδην ἐθέμεθα . ἐκρινόμεθ ' ] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ]
τὸν ἄδικον , καὶ διαλέγονται ἕκαστος πρὸς ἀλλήλους βουλόμενος προτρέψαι Φειδιππίδην αἱρήσασθαι αὐτόν . ὑποχωρήσαντος Στρεψιάδου εἰσάγονται δίκαιος καὶ ἄδικος

Back