, ἀτάκτους , ἐνεδρευτάς , ἐπιόρκους , εὐεμπτώτους τε καὶ φρενοβλαβεῖς , ἐνίοτε δὲ καὶ ἀσώτους , φιλοκόσμους καὶ θρασεῖς
χρυσοῦ ταύρου | κατασκευή , περὶ ὃν χοροὺς ἱστάντες οἱ φρενοβλαβεῖς ᾄδουσι καὶ ἐξάρχουσιν , οὐ παροίνιον καὶ κωμαστικὸν οἷα
6534647 ἐπιβουλοι
, ὡς μὴ μόνον σωτῆρες ἀλλ ' ἔστιν οὗ καὶ ἐπίβουλοι κακούργως τῶν ὑποκειμένων γινόμενοι . Εἰ γὰρ τοῦτο τῶν
συγγένειαν οἱ μὲν ἀποκλίναντες λύκοις ὅμοιοι γινόμεθα , ἄπιστοι καὶ ἐπίβουλοι καὶ βλαβεροί , οἱ δὲ λέουσιν , ἄγριοι καὶ
6511426 διαβαλλουσι
„ ἔφη „ καὶ πλείους , καὶ γὰρ τὴν ἐσθῆτα διαβάλλουσι καὶ τὴν ἄλλην δίαιταν καὶ τό ἐστιν ὑφ '
λέγειν . τὸ δὲ ἀμφοτέροις , ὅτι τόνδε μὲν τῷδε διαβάλλουσι , τόνδε δὲ τῷδε : ὅπερ Ὅμηρος ἀλλοπρόσαλλόν φησι
6452083 εὐχοντο
ἄλλοθεν ἄλλος . ὣς ἔφαθ ' : οἱ δ ' εὔχοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι . ταῦτα μὲν ὑμῖν ἀπὸ πολλῶν
εὐτυχῆσαι , αἱ δὲ γυναῖκες υἱὸν , ἀπὸ κοινοῦ τὸ εὔχοντο ἔμμεν . ηὔχοντο δὲ ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις ὁρῶσαί σε
6446440 δειλαιοι
σιμός τε ] εἴη καὶ τὴν ὄψιν οὐκ εὔχαριςἀγνοοῦντες οἱ δείλαιοι , ὅτι καλὸς εἶναι τἄνδοθεν τοῖς | θεοῖς Σωκράτης
ἵνα τόδε . σύμμαχον εἶχεν ὑποψίαν . ἀλλ ' οἱ δείλαιοι σύμβουλοι ἐξαγαγόντες εἰς τὴν Βοιωτίαν τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως
6426303 γεραεσσιν
καὶ στέφεσιν κύδηναν , ἀγακληεῖς τ ' ἐνὶ λαοῖς ἐξαίτοις γεράεσσιν ἀέθλων εἵνεκ ' ἔθηκαν . εἰ δ ' ἔτι
ναέτας στενάχουσα πεσόντας , μηναμένους ὑπὲρ αἶσαν ἐπ ' Ἀλφειοῦ γεράεσσιν . Σαυνῖται δ ' ἐπὶ τοῖσι μέσην χθόνα ναιετάουσι
6422460 μαρμαρυσσοντες
φοβοῦνται καὶ πτώσσουσι καὶ πάντα ὑπονοοῦσι : μέλανες δὲ ὀφθαλμοὶ μαρμαρύσσοντες κάκιστοι καὶ δειλοὶ καὶ κακο - μήχανοι σφόδρα .
βλέποιεν , προσέσται καὶ χρηστοῖς εἶναι . ὀφθαλμοὶ ἐκπεπετασμένοι ξηροὶ μαρμαρύσσοντες ἱλαρὸν καὶ λαμπρὸν δεδορκότες ἀναισχύντους καὶ παντόλμους δηλοῦσιν .
6393424 σφαλερους
, ἀστάτους , ἀπίστους , πλεονέκτας , ἀδίκους καὶ ὅλως σφαλερούς τε τῇ διανοίᾳ καὶ καταφόρους τοῖς ἁμαρτήμασι . τούτων
ἀτρεκεῖς τε εἶναι καὶ πιθανοὺς πιστεύεσθαι : τοὺς δὲ ἑτέρους σφαλερούς , καὶ ἀπατεῶνας , καὶ μηδὲν ὕπαρ ἐπὶ τὴν
6392055 κακοστομαχοι
, ἐν δὲ Λέοντι γενναῖοι καὶ ἅρπαγες καὶ ἀδηφάγοι , κακοστόμαχοι δέ : ἐν Παρθένῳ συνετὸν μηνύει , ἐν δὲ
δὲ τάριχοι κοινῶς μέν εἰσιν εὔστομοι , κακόχυλοι δὲ καὶ κακοστόμαχοι , λεπτυντικοί τε καὶ ταρακτικοὶ κοιλίας . ταρίχων δ
6384500 βαρυθυμον
ἐν δὲ Σκορπίῳ ἰσχυρόν , δολερόν τε τὰ ἤθη καὶ βαρύθυμον , ὁμοίως καὶ ἐν Τοξότῃ , ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι
ἐν δὲ Σκορπίῳ ἰσχυρόν , δολερόν τε τὰ ἤθη καὶ βαρύθυμον , ὁμοίως καὶ ἐν Τοξότῃ , ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι
6342475 μαινομενοι
λογισμοῦ : ἔξεδροι : οἱ ἐξεδροποιοὶ τῶν φρενῶν μου ἤτοι μαινόμενοι , ἐξεστηκότες , ἄδικοι , παραλογιστικοὶ , μὴ καλῶς
, ἢ ἐκάθητο , νὴ Δία , ἀναμένων ἕως ἄνθρωποι μαινόμενοι , οὐ γὰρ φήσω ὅτι καὶ θεοί , ἐγκυρήσαντες
6278013 μιαιφονους
, τῶν ἀλλοτρίων ἅρπαγας , ἀνοσίους , κακῶν συνίστορας , μιαιφόνους . προσήκει μέντοι τὰς μαρτυρίας τῶν ἀστέρων ἐπιβλέπειν :
ἐμπρηστάς , θεατροκόπους , ἐφυβρίστους , λῃστρικούς , τοιχωρύχους , μιαιφόνους , πλαστογράφους , ῥᾳδιουργούς , γόητας , μάγους ,
6263581 ἐνθυμουμενοι
καὶ Οὐαλερίου γνώμῃ προσέκειντο καὶ μάλιστα οἱ προβεβηκότες ταῖς ἡλικίαις ἐνθυμούμενοι τὰς συμφοράς , ὅσαι καταλαμβάνουσι τὰς πόλεις ἐκ τῶν
δεησόμενος ὑμῶν ἥκει συγχωρῆσαι καὶ ταύτην αὐτῷ τὴν χάριν . ἐνθυμούμενοι δὴ ταῦτ ' αἴσθεσθε ἤδη ποτὲ καὶ μάθετε ,
6258861 ἀθλοθεται
γῆ καὶ θάλαττα ἐπιλείπει λῃστευομένη . νῦν τοίνυν ἐκεῖνοι μὲν ἀθλοθέται τοῦ πολέμου , ἀγωνισταὶ δ ' ἡμεῖς ἐξ ἁπάντων
βρομάτων ἀπόσχεσιν . . ἀγωνοθέται οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . . αἱρετέος
6241288 ἀπεσεισαντο
προσπάθειαν τοῦ βίου κομιδῇ νέοι ὑπάρχοντες τῷ φίλτρῳ τῆς ἀρετῆς ἀπεσείσαντο , ἑαυτοῖς μόνοις καὶ θεῷ ζῶντες , τῶν ἀσκητηρίων
Ἀφροδίτῃ ἑορτήν , χαλεπήνασα ἡ θεὸς δυσωδίαν ἐνέβαλεν , ὅθεν ἀπεσείσαντο τὴν αὐτῶν κοινωνίαν οἱ ἄνδρες . Αἱ δὲ μὴ
6233648 παντολμον
αἱματώδεσιν ὀφθαλμοῖς , θερμῶς ὀργιζόμενον δηλοῖ καὶ ἐν ἑκάστῳ θερμὸν πάντολμον ἄνδρα καὶ ἐγγὺς μανίας εἶναι : εἰ δὲ ἐν
: εἰ δὲ τρόμος ἔνεστι σὺν δάκρυσι τοῖς ὀφθαλμοῖς , πάντολμον ἄνδρα σημαίνουσιν . Οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων
6226428 Διονυσιακης
μέρος αὐτῶν αἱ τῶν πενταετηρίδων δηλοῦσι γραφαί . τῆς δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί
βιαζόμενος δ ' ἂν καὶ ἐπ ' ἐκείνων εἴποι τις Διονυσιακῆς ἀγωνίας ἀθληταί . καὶ καλοῦνται μουσικοὶ καὶ Διονυσιακοὶ τεχνῖται
6218917 Ἀποτελει
ἕως κζʹ βόρεια , ἀπὸ κηʹ ἕως λʹ ὄνυχες . Ἀποτελεῖ δὲ λευκόχροας , εὔτριχας , πολυτρόπους , πολυπότας ,
τοῦ Δελφῖνος καὶ Πελαργός τις κάτωθεν ἐν τῇ δωδεκαώρῳ . Ἀποτελεῖ ὁ πρώτιστος ἀγαθοὺς , ζηλοτύπους , εὐχρηματίστους καὶ καλοὺς
6185854 ποτιζομενα
καὶ ἄγριον πήγανον , καὶ ἕρπυλλος σὺν ἀσφοδέλῳ λελειωμένος : ποτιζόμενα δὲ παραχρῆμα , κενταυρίου τῆς ῥίζης ⋖ βʹ σὺν
καὶ δίδου μετ ' οἰνελαίου ⋖ α . Ἁπλᾶ κοινὰ ποτιζόμενα . Κοινῶς δὲ ποιεῖ ποτιζόμενα μετὰ κράματος καστορίου ⋖
6183664 φιλεργον
Ἀθηναϊκὸν εἶναι δίδαγμα καθὸ καὶ ἐν ἀλόγοις ζώοις ἔστι τὶ φιλεργὸν καὶ τεχνοειδές . Καί τις καὶ νοῦν διὰ ταῦτα
δέ : ἐν Παρθένῳ συνετὸν μηνύει , ἐν δὲ Ζυγῷ φιλεργὸν καὶ δίκαιον , ἐν δὲ Σκορπίῳ ἰσχυρόν , δολερόν
6167372 ἀπαιδευτοι
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
6164929 ἑλκυσματα
προσαρτηθέντες ἐν ἥλοις , οἰωνῶν κατάδειπνα , κυνῶν θ ' ἑλκύσματα δεινά . Ζῆνα δ ' ὅτ ' ἂν φαέθοντα
μελέτωσαν ἢ μελέτω . μέλπηθρα τὰ σπαράγματα τῶν κυνῶν καὶ ἑλκύσματα : μολπὴ γὰρ ἡ παιγνία , οἱ δὲ κύνες
6153757 ἡλικες
. πιστὰ ] † ἤγουν πιστοὶ πλέον τῶν ἄλλων . ἥλικες ] † ὁμήλικες . ἥβης ] † τῆς ἡλικίας
αὐτὸν ἑώρων ἑαυτῶν , ἐνταῦθα δὴ πάλιν ὑπέπτησσον αὐτῷ οἱ ἥλικες . ἐπεὶ δὲ διελθὼν τὴν παιδείαν ταύτην ἤδη εἰσῆλ
6152189 κακοπαθεις
θρηνητικόν . πάσχεις ] ἀδημονεῖς , πιέζῃ . κάμνεις ] κακοπαθεῖς , κοπιᾷς . σκίμποδος ] σκάμνου . . δάκνουσί
δέ . τοιγαροῦν οὐδὲν ] ἀδικεῖς ἡμᾶς , μάτην δὲ κακοπαθεῖς . οὐκ , εἰ λάβοιμι ] τὴν κόρην .
6135290 περιβαλλουσιν
ἂν ἐκεῖνοι ταλαιπωρεύμενοι ἐς γῆν πέσωσι : παραστάντες δὲ βρόχους περιβάλλουσιν αὐτοῖσι κατὰ τοὺς αὐχένας , καὶ αὐτοὶ ἐπιβαίνουσι κειμένοισι
μὲν θανάτου ῥύονται , ἐν δεσμοῖς δὲ καὶ κακοῖς αὐτὸν περιβάλλουσιν . τῶν δὲ κρατούντων ἀστέρων παραφυλάσσειν χρὴ τὰ δωδεκατημόρια
6129863 κακομηχανοι
ἐν τούτοις δολεροὶ κρύπτοντες τὸν νοῦν καὶ τὸν σκοπὸν αὑτῶν κακομήχανοί τε καὶ κακοῦργοι . ὅσοι δὲ ἅμα τῷ γέλωτι
ἐν τούτοις δολεροὶ κρύπτοντες τὸν νοῦν καὶ τὸν σκοπὸν αὑτῶν κακομήχανοί τε καὶ κακοῦργοι . ὅσοι δὲ ἅμα τῷ γέλωτι
6129141 μηνυτρα
καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό . Σῶστρα . σωτήρια , μήνυτρα , μέτρα . Σώχουσι . τρίβουσι . Ἄρδιν .
Ἥκων δὲ εἰς ἄστυ ζητητάς τε ἤδη ᾑρημένους καταλαμβάνειν καὶ μήνυτρα κεκηρυγμένα ἑκατὸν μνᾶς . Ἰδὼν δὲ Εὔφημον τὸν Καλλίου
6113815 πατρωιοις
καλῶς : παρελθών νυν πρόσειπέ θ ' Ἑστίαν καὶ δὸς πατρώιοις δώμασιν σὸν ὄμμ ' ἰδεῖν . ἥξει γὰρ αὐτὸς
[ ] ? τε πέτραν χρυσήλατον ἐν θαλάμοις ἔχοιτε πασάμενοι πατρώιοις ? [ ] , οὔτοι τό [ ] γε
6103684 ψευστας
κακοστόμους , ἀλλοπροσάλλους , κακογνώμονας , ἐξαπατητάς , κυκητάς , ψεύστας , διαβόλους , ἐπιόρκους , βαθυπονήρους , ἐπιβουλευτικούς ,
τις ἐρωτάσαι τὼς λέγοντας , ὡς ὁ αὐτὸς λόγος εἴη ψεύστας καὶ ἀλαθής , ὃν αὐτοὶ λέγοντι , πότερός ἐστιν
6080610 Μελητῳ
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα
6078953 φλεγμαινωσι
λέγονται οἱ ἀδένες οἱ ἐν τῷ στόματι : ὅταν δὲ φλεγμαίνωσι τῇ διὰ μόρων κεχρήμεθα καὶ κλύσματι ὑδροροσάτῳ . Γαργαρεών
ὁμοίως . [ ιζʹ . Ἐὰν δὲ σκληροὶ ὦσι καὶ φλεγμαίνωσι . ] Κατάπλασσε λινοσπέρμῳ δι ' ὀξυμέλιτος ἑφθῷ ,
6078607 συγκατῳκισεν
ὀλίγην μεγάλῳ τειχίῳ , ἢ τρόπιν μικρὰν ὑψηλῇ ὁλκάδι : συγκατῴκισεν δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα ,
τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . σὲ γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . ἵν
6077155 προσελειν
. ἡ δὲ ἑτέρα , ὅτι τοὺς . . . προσελεῖν . . . ὅτι ἔλεγον οἱ Ἀρκάδες , ὥς
ἀτιμάζομεν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν Ἀττικοὶ φασίν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν . . καὶ πυρρίαις : Ἀντὶ τοῦ
6076414 κεκωλυνται
. μήποτ ' οὖν ἐν μὲν ταῖς τοῦ ἀποστασίου δίκαις κεκώλυνται διαμαρτυρεῖν οἱ ξένοι , ἐν δὲ ταῖς τοῦ ἀπροστασίου
διωνομασμένων τέχνας οἱ μὴ τὰς αὐτὰς ἔχοντες ἐκείνοις ἀρετὰς κρίνειν κεκώλυνται , οὐδὲ τὰ Φειδίου καὶ Πολυκλείτου καὶ Μύρωνος ἔργα
6076342 δολιους
παρρησιαστικούς , ῥιψοκινδύνους , θρασυδείλους , ἀνελεήμονας , τραχεῖς , δολίους , δυσμήνιδας , ὀχλοκόπους , τυραννικούς , πλεονέκτας ,
τὴν γλῶτταν εἶναί φασιν . Ὀφθαλμοὶ μικροὶ παλλόμενοι κακομηχάνους καὶ δολίους , μεγάλοι δὲ ἀνοήτους καὶ μάργους ἐλέγχουσιν . ὅσοι
6074062 ἐπισπερχουσι
: ἔρωσιν Λύγων : βεργίων . Ἀργαλέων : κακίστων . ἐπισπέρχουσι : καταλαμβάνουσιν , ἐπισπεύδουσιν . μύωπες : ἔρωτες .
προβολαί τε λύγων καὶ χάσμα πυλάων ἀργαλέον : τοῖοι γὰρ ἐπισπέρχουσι μύωπες . ὡς δὲ ποδωκείης μεμελημένοι ἄνδρες ἀέθλων ,
6073640 Αἰσχρον
καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ τῆς πρὸς τὴν σάρκα λειτουργίας . Αἰσχρόν ἐστιν , ἐν ᾧ βίῳ τὸ σῶμά σοι μὴ
ἀγορεύειν καὶ σιγᾶν αἰεί : τοῦτο γὰρ οὐ δυνατόν . Αἰσχρόν τοι μεθύοντα παρ ' ἀνδράσι νήφοσιν εἶναι , αἰσχρὸν
6071617 κλαιοντες
παροινίας μαρτυρόμενοι καὶ τῷ νυμφοστολήσαντι κακῶς ἐπαρώμενοι , ἐσύστερον δὲ κλαίοντες τρόπον τινὰ καὶ πηδῶντες ἀκάθεκτα ταῖς ἀντικειμέναις πέτραις τὰς
τῷ αἰγιαλῷ τῷ δεχομένῳ τὰ κύματα ἐφιλοκαλοῦμεν τοὺς ἵππους , κλαίοντες ἐπὶ τῇ φήμῃ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱππολύτου : ψήκτραισιν
6071435 νουνεχεις
μετρίους τῷ βίῳ . ἐπὶ δὲ τοῦ βʹ ἐπιμόχθους , νουνεχεῖς , ἰσχυρογνώμονας , ἐκδημητάς , ἐπὶ μεγάλων τασσομένους ,
πρὸς τὰς ἀφροδισιακὰς ἁμαρτίας , ἐπιτευκτικοὺς δὲ καὶ εὐπεριστόλους καὶ νουνεχεῖς καὶ δυσεξελέγκτους καὶ ἀδιακρίτους , ἔτι δὲ νέων ἐπιθυμητικοὺς
6071249 περδικι
αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ
σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά .
6063812 ὑποκρινονται
ποτε διάπειραν αὑτῶν μηχανῷτο λαμβάνειν . ὅθεν ἀρχόμενοι μὲν πολλὴν ὑποκρίνονται τὴν ἀσθένειαν οὐ συγχωροῦντες ὑποψίαν τῷ Κύρῳ παρενοχλεῖν :
οἳ νῦν μὲν τὸν Ἀλκμαίωνα , νῦν δὲ τὸν Ὀρέστην ὑποκρίνονται . Λίνον λίνῳ συνάπτουσι , τὸ τοῦ λόγου ,
6058041 θιασωτης
διακειμένη τὸν τρόπον τοῦτον , ἔπειτα δὲ καὶ τοῦ προφητικοῦ θιασώτης χοροῦ , ὃς καταπνευσθεὶς ἐνθουσιῶν ἀνεφθέγξατο : „ ὦ
ἀπαιδευσία καθ ' ἡμῶν τιθέασιν , ὧν ὁ Λάβαν ἐστὶ θιασώτης . ἐπειδὴ γὰρ ἐκάθηρεν ἡμᾶς ὁ ἱερὸς λόγος τοῖς
6056211 μυθησατο
' ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον , κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν : “ ὢ πόποι , ἦ μάλα δὴ
Ἀγαμέμνων χαῖρε νόῳ . „ „ ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Πυθοῖ ” : ” Δελφοὶ μὲν δὴ
6048490 Ἀρχοντες
ἡρωϊκῇ ὑπὸ φιλοσόφου δεικνύμενος , δι ' οἰκονομίας ἡρωϊκῆς . Ἄρχοντες αὐτουργοί , προβουλευόμενοι : ἀριστεῖς ἀγαθοί , προπολεμοῦντες :
αὐτὴν ἐν μέτροις τοῖς προσήκουσι καὶ ἐπιδεξίως αὐτῆς ἐπιμελούμενον . Ἄρχοντες δ ' οἱ μὲν τῶν κόσμων ἡγεμόνες παρίστανται αὐτῆς
6041772 Τρις
σαφέστερον καὶ ἐναρθρότερον παιδίου μεῖζον φθέγμα ἀφιέντες καὶ λέγοντες : Τρὶς τοῖς κακοῖς τὰ κακά . λέγει δὲ ὁ αὐτὸς
κατὰ δὲ τὸ δέρμα τῆς φλεβὸς ἧλος διήρειστο χαλκοῦς . Τρὶς δὲ ἑκάστης ἡμέρας τὴν νῆσον περιερχόμενος ὁ Τάλως ἐτήρει
6034340 ὁρμωσι
ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . . στεῦνται ] ὁρμῶσι . ἱεροῦ ] μεγάλου . Τμώλου ] ὄρος Λυδίας
ἐνεστῶτος , ὡς ἔθρεψεν τρέφει . ἐπιθύουσιν ἐπ ' εὐθείας ὁρμῶσι . ἐπικάρα ἐπὶ κεφαλήν . διὰ τούτου σημαίνει τὸ
6030586 πανουργοι
. κἀπιστήσει ] κἀπιστήσῃ . ἀγορὰν ] ἐνταῦθα γὰρ οἱ πανοῦργοι διατρίβουσιν . ἀπέχεσθαι ] ⌈ πάνυ γὰρ οἱ /
συῶν δίκην . εἰ δὲ συνεσταλμένους ἔχουσι τοὺς δακτύλους , πανοῦργοι καὶ κακοήθεις ἄνδρες εἰσί . δάκτυλοι μικροὶ πάνυ ὄντες
6030466 εὐμενει
. Σπερχειὸς ] Θετταλίας ποταμός . ἄρδει ] πιαίνει . εὐμενεῖ ] † ἱλαρῷ , γλυκεῖ . πόλισμ ' ]
, Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ
6026731 ἑωρας
, σε Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύσαντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ , ὅτε ἑώρας τοῦτον μὲν φιλοσοφίας ἐρῶντα , ἐκεῖνον δὲ χρημάτων δεόμενον
ἄν σοι τεκμήριον ὅτι μοχθηροί εἰσι τούτων διδάσκαλοι , εἰ ἑώρας αὐτοὺς διαφερομένους ; Ἔμοιγε . Τί δὲ δή ;
6021809 φιλοκοσμους
: τοὺς δ ' ἀνθρώπους τὰ ἄλλα μὲν εὐτελεῖς εἶναι φιλοκόσμους δέ . ἴδιον δὲ τῶν Καθαίων καὶ τοῦτο ἱστορεῖται
καταγυναίους , ἐρωτικούς , λάγνους , καταφερεῖς , μοιχούς , φιλοκόσμους , ὑπομαλάκους , ῥᾳθύμους , ἀσώτους , ἐπιμώμους ,
6021349 φερετε
Κἀγώ , ἔφη , αἰσχύνομαι ζημιουμένων ὑμῶν . αὔριον οὖν φέρετε τοὺς στεφάνους : τοῦτον γὰρ ὡς ἂν ἔχῃ ἐξοίσω
' οὕτως ὁ ῥήτωρ : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ βαρέως φέρετε ὅτι Κι - νησίας ἐστὶν ὁ τοῖς νόμοις βοηθός
6016541 κενοδοξους
ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν . . . , : Κατὰ δὲ
ἰσχία . Ἀποτελεῖ δὲ εὔχροας , εὐακεῖς , εὐπαθεῖς , κενοδόξους , φιλοκαθαρίους , θρασυδείλους . καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ
6012878 διδυμαονε
δὲ θεῷ δμηθεῖσα καὶ ἀνέρι πολλὸν ἀρίστῳ Θήβῃ ἐν ἑπταπύλῳ διδυμάονε γείνατο παῖδε , οὐκέθ ' ὁμὰ φρονέοντε : κασιγνήτω
ἐννοσιγαίου : ἣ δ ' ἄρ ' ἐνὶ μεγάροις ] διδυμάονε ? γείνατο τέκνω [ Ἄκτορι κυσαμένη ] καὶ ἐρικτύπωι
6006209 παντολμους
ἀν - δρὸς φρόνημα τίς λέγοι καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας , ἄταισι συννόμους βροτῶν ; συζύγους δ '
καὶ τὰ ἐντὸς σημεῖα ἔχουσιν , ἀπίστους καὶ ἀδίκους καὶ παντόλμους τοὺς τοιούτους λέγουσιν ἄνδρας . Σκοτεινοὶ ὀφθαλμοὶ οὐ πολύφρονας
6004226 ἐφεστιοι
εἴαρι τηλεθόωντι ἄγραις παντοίῃσιν ὀφέλλεται , ἦμος ἅπαντες ἔλλοπες ἠϊόνεσσιν ἐφέστιοι ἐγγύθι γαίης ἕλκονται τοκετῶν τε μόγῳ δίψῃ τ '
ὁπόθεν μετὰ γαῖαν ἑὴν καὶ δώματ ' ἰόντες αὔτως ἱδρύθησαν ἐφέστιοι : ἦ γὰρ ὀνείρων μνῆστις ἀεικελίη δῦνεν φρένας ὁρμαίνουσαν
6003474 αὐϲτηροι
. οἴνων οἱ παχεῖϲ ἅμα καὶ δυϲώδειϲ καὶ ἀηδεῖϲ καὶ αὐϲτηροὶ κακόχυμοι , οἷόϲ ἐϲτιν ὁ φαῦλοϲ Βιθυνὸϲ ὁ ἐν
: γλεῦκοϲ ὑπάγει . Ὅϲα ἐπέχει γαϲτέρα . Φοίνικεϲ οἱ αὐϲτηροὶ ϲταφίδεϲ αἱ αὐϲτηραὶ ϲυκάμινα βάτινα δαμάϲκηνα ἄγρια προῦμνα μῆλα
5997448 Διοσκοροι
. ] Ὅτι παραδέδονται Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης , οἱ καὶ Διόσκοροι , πολὺ τῶν ἄλλων ἀρετῇ διενεγκεῖν καὶ συστρατεῦσαι τοῖς
τῆς ἀθανασίας , τοῖς δὲ Τυνδαρίδαις , ὅτι προσαγορευθήσονται μὲν Διόσκοροι , τιμῆς δ ' ἰσοθέου τεύξονται παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις
5991478 παροινουντας
δρῶντας οὐδένα ἐποιοῦντο λόγον , ὥστε ἠναγκάσθη καὶ ἀποκτεῖναι τοὺς παροινοῦντας μάλιστα ἐξ αὐτῶν . τὰς δὲ αἰχμαλώτους λαβὼν ἀπέλυσε
τῆς ἀδικίας κεφάλαιον , ἀλλ ' οὐδὲ τοὺς τὰ βραχύτατα παροινοῦντας οὗτος ὁ τρόπος ἐλευθεροῖ . οὐ ποιεῖ τὸν κλέπτην
5979144 Φαινονται
γαλήνης ἐν τῷ σώματι γενομένης , πέπαυται τὸ νόσημα . Φαίνονται οὖν αἱ φῦσαι διὰ πάντων τῶν νοσημάτων μάλιστα πολυπραγμονοῦσαι
τὰ ὅμοια , ψευδεῖς τὰς ἐλπίδας καὶ ἀτελέστους ποιεῖ . Φαίνονται δὲ οἱ θεοὶ ἐν ἀνθρώπων ἰδέᾳ τε καὶ μορφῇ
5976101 ἀνιερον
φάος τόκου , δαίμονά τ ' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα , εἰδομένα τοκεῦσιν
καὶ ἀπεβάλλετο τὴν δυσσεβῆ τροπὴν τῆς φρενὸς τὴν ἄναγνον καὶ ἀνίερον ἐκτροπὴ γάρ ἐστι νοῦ καὶ δυσσέβεια ἀκάθαρτος καὶ παράνομος
5972596 δραστας
ἕξει τὰ εἰρημένα . Ὁ Ζεὺς Ἄρην τριγωνίζων ἀρχικούς , δράστας , παρ ' ἡγεμόσι τιμωμένους ποιεῖ . ὁ Ζεὺς
μονοτόνους , ὀξεῖς , αὐθάδεις , καταφρονητικούς , τυραννικούς , δράστας , ὀργίλους , ἡγεμονικούς , ἐπὶ δὲ τῆς ἐναντίας
5971109 λαχανοπωλιδος
, μὴ διασκανδικίσῃς ” . σκώπτει δὲ αὐτὸν αὖθις ὡς λαχανοπώλιδος υἱόν . πηκτὰ δωμάτων : τὰς θύρας . Ὅμηρος
φύλλ ' ἰσχνῶν ῥαφανίδων ” . σκώπτει δὲ αὐτὸν ὡς λαχανοπώλιδος υἱόν . ὀχληρός , οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν
5969930 Θεαριων
ἢ εἰσὶν σωμάτων θεραπευταί , ἔλεγές μοι πάνυ σπουδάζων , Θεαρίων ὁ ἀρτοκόπος καὶ Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν
μορφὴν κριβάνοις ἠλλαγμένους , μίμημα χειρὸς Ἀττικῆς , οὓς δημόταις Θεαρίων ἔδειξεν . ἐν χύτρᾳ δέ μοι ὅπως ὕδωρ ἕψοντα
5969898 προϊσταμενοι
προστάντες . . . : οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι προϊστάμενοι τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς ὀλιγαρχίας , μετὰ ὀνόματος ἑκάτεροι
καὶ κατά τι ταὐτὸν καὶ διάφορον οἱ τῶν ἑκατέρων δοξῶν προϊστάμενοι λέγουσι . θεωρητέον τοῦτο δὴ τοῖς ἑξῆς . δοκεῖ
5965889 ἀτρεπτους
φέγγε ' ὁρῷτο , ὠμούς , ἀστεμφεῖς , ἠδ ' ἀτρέπτους ἐσίδοιο γεινομένους , οὐδ ' ὅσσον ὑπείκοντας νόῳ ἄλλοις
εἶδον δὲ ἐπὶ ταύροις καὶ ὀρχουμένους καὶ ἀκινήτους ἐκείνους καὶ ἀτρέπτους ἑστῶτας . Ἡ γῆ ἡ Λίβυσσα πολλῶν καὶ ποικίλων
5964737 φιλουσιν
: ἐπὶ τῶν ἀπάγειν τινὰς βουλομένων , ἀφ ' ὧν φιλοῦσιν ἔργων . Ἐρεβίνθινος ζωμός : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν καὶ
οὐδὲν περιττὸν ἐν φανερῷ κεκτημένα . Καὶ βίον ζῶντα ληστρικὸν φιλοῦσιν ἐν τοῖς δασέσι καὶ στενοῖς καὶ κρημνώδεσι τόποις τὰς
5963598 παρακομμα
τέχνῃ κακοτεχνίαν , εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν , ἐπιτηδεύοντες , παράκομμα τῆς ἐνθέου κατοκωχῆς καὶ προφητείας . προφήτης μὲν γὰρ
' ὑποδέξασθαι σπορὰν δυνάμενος , ἀμφίβολος , οὐδέτερος , ἀνθρωπείου παράκομμα νομίσματος , ἄμοιρος ἀθανασίας , ἣ τέκνων ἢ ἐγγόνων
5961272 καλλιμα
ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν ἐξέφερεν θαλάμοιο , τίθει δ ' ἐνὶ κάλλιμα δῶρα , ἐσθῆτα χρυσόν τε , τά οἱ Φαίηκες
ὠκύποδας καὶ ἀρήια τεύχεα φωτῶν φάρεά τ ' εὐποίητα γυναικῶν κάλλιμα ἔργα : τοῖς ἔπι θυμὸν ἴαινε Νεοπτολέμοιο φίλον κῆρ
5958189 αἰσχροι
μὲν γὰρ καλοὶ τὰ τοιαῦτα οὐχ ὑπομένουσιν : οἱ δὲ αἰσχροὶ καὶ ἡδέως προσίενται , νομίζοντες διὰ τὴν ψυχὴν καλοὶ
φαῦλοι , μικροὶ τὸ σῶμα , δυσειδεῖς τὸ χρῶμα , αἰσχροὶ τὰς ὄψεις , ὑπὸ ζυγὸν δὲ ἐργαστικώτατοι . Μῆδοι
5955046 ἐχθιστη
, ἔρυμα πολεμίας χερός . ὦ μῖσος , ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ ' ἀνθρώπων γένει
Κρήτη καὶ τοῖς λύκοις καὶ τοῖς ἑρπετοῖς θη - ρίοις ἐχθίστη ἐστίν . ἀκούω δὲ Θεοφράστου λέγοντος καὶ ἐν τῷ
5953134 ζωμεν
ἡ ψυχὴ αἴσθησιν καὶ κίνησιν , καθ ' ἣν ἅπαντες ζῶμεν , καθ ' ἣν τὸ σῶμα δεσμεῖ τὴν ψυχήν
πλούτου καὶ πάσης ἀρχῆς , τῆς δὲ αὐτοῦ τούτου ᾧ ζῶμεν φύσεως ταραττομένης καὶ διαφθειρομένης βιωτὸν ἄρα ἔσται , ἐάνπερ
5952592 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
5949567 Χριστιανοι
τοίνυν πρὸς ἅπαντας ἴσον καὶ ἡμεῖς ἀξιοῦμεν , μὴ ὅτι Χριστιανοὶ λεγόμεθα μισεῖσθαι καὶ κολάζεσθαι , ἀλλὰ κρίνεσθαι ἐφ '
ἐρῶν ἐτύγχανεν . ἐπεὶ δ ' οὖν ἐδέδετο , οἱ Χριστιανοὶ συμφορὰν ποιούμενοι τὸ πρᾶγμα πάντα ἐκίνουν ἐξαρπάσαι πειρώμενοι αὐτόν
5946243 ἐμβρωμα
ἅπαξ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ἄριστον . ἔστι δὲ τὸ πρώϊνον ἔμβρωμα : τρὶς γὰρ τροφὰς ἐλάμβανον οἱ ἥρωες . .
ἐπένοντο καὶ ἐντύνοντ ' ἄριστον . λέγει δὲ τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα , ὃ ἡμεῖς ἀκρατισμὸν καλοῦμεν διὰ τὸ ἐν ἀκράτῳ
5944301 διαβαλλουσιν
οὐκ ἀπιθάνους ποιοῦνται τὰς κατηγορίας , οἷον τὸν μὲν ἰατρὸν διαβάλλουσιν ὡς φαρμακέα , τὸν πλούσιον δὲ ὡς τύραννον ,
Αἰγυπτίων ταῦτα : Ἰνδοὺς Αἰγύπτιοι τὰ μὲν ἄλλα συκοφαντοῦσι καὶ διαβάλλουσιν αὐτῶν τὰς ἐπὶ τοῖς πράγμασι δόξας , τὸν δὲ
5940695 κακουργοι
καὶ περιδυόντων αὐτὰ τῶν στρατιωτῶν καὶ ὅσοι μετ ' αὐτῶν κακοῦργοι τὰ εὐσχήμονα μάλιστα ὡς οἰκεῖα ἔφερον . ἀλλὰ ταῦτα
πάθεσιν . οὐ γὰρ μόνον , ὡς οἱ δόξαντες ὑμῖν κακοῦργοι πιέζονται , τραχήλου τε καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν ,
5940178 ἀφοβοι
αἱ γὰρ τῶν βαρβάρων λόγχαι παχέαι φαινόμεναι ἀγχέμαχοι μέν , ἄφοβοι δὲ ἐς τὸ ἐσακοντίζεσθαι ἦσαν . αὐτὸς δὲ τῶν
προαγορευτικοὶ τοῖς φεύγουσι δὲ πονηροί , ἀπὸ δὲ θήρας ἐπανιόντες ἄφοβοι καὶ ἄπρακτοι τετήρηνται . ] Ἕπεται δὲ τῷ περὶ
5938377 ὑπειρεχεν
ἐνὶ χάρμῃ , κάλλεΐ θ ' ὡς Δαναοὺς μέγ ' ὑπείρεχεν , ὥς τέ οἱ ἀλκὴ ἔπλετ ' ἀπειρεσίη ,
βρύχιαι νεάτῳ ὑπὸ κεύθεϊ πόντου ἠρήρεινθ ' , ὅθι πολλὸν ὑπείρεχεν ἄγριον οἶδμα . αἱ δ ' , ὥστ '
5935885 ὑποκοριζομενοι
. Γ ἔντος ] ὅπλον . Γ πόσθων Γ : ὑποκοριζόμενοι οὕτως ἔλεγον τὰ παιδία . ἢ οὕτω λέγεται τοῦ
τὰς δεσποίνας . ὅθεν οἱ Λυδοὶ τὸ πικρὸν τῆς πράξεως ὑποκοριζόμενοι τὸν τόπον καλοῦσιν [ γυναικῶν ἀγῶνα ] Γλυκὺν Ἀγκῶνα
5935567 διαγουσι
ποτήριον ὕδατος , δεσμωτηρίου λέγεις δίαιταν πάντες οὗτοι οἱ σοφοὶ διάγουσι . καὶ μετ ' ὀλίγα : ἤδει δ '
πολλὰ μέρη τὴν κεφαλὴν ἀφίστασθαι , τοῖς δὲ χαλεπώτερον τούτων διάγουσι χολημεσία , παρακοπή , σπασμὸς ἕπεται , καὶ οἱ
5930701 δρασετε
Κόμοδον βραδύνοντα . τί δὴ μέλλετε ; ὑμεῖς τε γὰρ δράσετε τὸ κεκελευσμένον , ἐγώ τε πονηρᾶς ἐλπίδος καὶ φόβου
δὲ δεήσει συμπληροῦν ὑμᾶς τὸ περιηγηθέν . ὅποι δὲ βλέποντες δράσετε τὸ τοιοῦτον , ἀκούειν χρή . Μέγιλλος μὲν γὰρ
5926141 ξοανοις
, οὓς ὡς λυτῆρας τῆς εἱμαρμένης ἔν τε ἱεροῖς καὶ ξοάνοις θεραπεύομεν . Ἀλλ ' οἱ μὲν θεοὶ λύουσι τὴν
θεὸν εὐσέβειαν καὶ ὁσιότητα , τὴν ἐπὶ τοῖς ἀγάλμασι καὶ ξοάνοις καὶ συνόλως ἀφιδρύμασι τελεταῖς τε ἀτελέστοις καὶ μυστηρίοις ἀνοργιάστοις
5921860 ὀρεσκῳοισι
δ ' Ἀπίων τὴν ἐν τῷ προσώπῳ † ἀποδίδωσι . ὀρεσκῴοισι Α . ι . . , : ὀρεσκῴοισι :
: ὁ γὰρ πολὺ φέρτερος ἦεν . καὶ ἑτέρωθι θηρσὶν ὀρεσκῴοισι , καὶ ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν : οὕτως καὶ ἡμᾶς εἰκός
5918030 ἱππικοι
εὖ Ξανθίππη ; ” ἔλεγε συνεῖναι τραχείᾳ γυναικὶ καθάπερ οἱ ἱππικοὶ θυμοειδέσιν ἵπποις . “ ἀλλ ' ὡς ἐκεῖνοι ,
μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ νικήσας Θηβαίους
5917513 ἀπιθανοι
διαλέγεσθαι “ καὶ πᾶν ὃ τῆς ὁμοίας ἔχεται περιφανείας , ἀπίθανοι δὲ αἱ μὴ τοιαῦται ἀλλ ' ἀποστρέφουσαι ἡμᾶς τῆς
δοκοῦσι , κἂν τῷ ψεύδει συνηγορῶσιν , οἱ δὲ ἀφυεῖς ἀπίθανοι , κἂν τῷ ἀληθεῖ συμμαχῶσιν . οὔτε οὖν διὰ
5916704 εὐκλεεις
παραδοῦναι διάγνωσιν ἡμῖν ὁ Γαληνὸς , ὅπως ἂν αὐτὰ προαγορεύοντες εὐκλεεῖς τε γινώμεθα , καὶ μήτε ὑπὸ τῶν ἀῤῥώστων ἀπατώμενοι
τέλει θήσει σε καὶ παῖδ ' [ εἰς τὸ λοιπὸν εὐκλεεῖς . [ ] πρὸς τὰς φύσεις χρὴ καὶ τὰ
5914820 ὡρικην
' ἥδιον , ὦ Φαλῆς Φαλῆς , κλέπτουσαν εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ φελλέως ,
φιλοπόλεμος οὗτος . Γ Λαμάχων ] οὗτος Ἀθηναίων στρατηγός . ὡρικὴν ὑληφόρον : ἀντὶ τοῦ ὡραίαν καὶ ἀκμαίαν . ὥρα
5913860 κιθαρισται
γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ οἱ κακοὶ ἀποτελοῦνται κιθαρισταί : ἐκ μὲν τοῦ καλῶς οἱ ἀγαθοί , ἐκ
πιστοῦσθαι ὁμολογούμενον πρᾶγμα βουλόμενος . Μετὰ δὲ τοὺς χοροὺς τούτους κιθαρισταί τ ' ἀθρόοι καὶ αὐληταὶ πολλοὶ παρεξῄεσαν : καὶ
5913739 γογγυζειν
καὶ κύκνους ᾄδειν , καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ
τονθορύζειν καὶ τονθρύζειν : τετρασυλλάβως καὶ τρισυλλάβως . σημαίνει τὸ γογγύζειν . ὑπόξυλος ποιητής , ῥήτωρ , φίλος καὶ τὰ
5912591 φανερωτατον
. καίτοι , καθάπερ ἐν ταῖς ἱστορίαις εἴρηται , καὶ φανερώτατον ἐπὶ τῶν συκῶν . ἔτι δὲ κατ ' ἄλλον
τῷ δικαίῳ τιμωρίαν ἀνθρώποις : ἔργον δὲ κάλλιστον καὶ δόξῃ φανερώτατον ὁ Καμβύσου παρέσχετο ἀκινάκης . ἔστι δὲ τοῦ Πειραιῶς
5912132 φιλοφροσυναις
οἰκίαις ἀναλαμβάνοντες τραπέζαις τε ὑπεδέχοντο λαμπραῖς καὶ ταῖς ἄλλαις ἐξένιζον φιλοφροσύναις . πολυτελὴς δὲ καὶ ἁβροδίαιτος ἱκανῶς τοῖς Καμπανίαν οἰκοῦσι
τὸν Ἱέρωνα τὸ τοῦ Ἀγησίου ἐγκώμιον δέξασθαι . σὺν δὲ φιλοφροσύναις : ὅτι φίλος Ἀγησίας Ἱέρωνος καὶ μάντις : ὃς
5910615 ἀνηθα
εὐώδη , καὶ τὰ τοιαῦτα δὲ τῶν φυομένων , οἷον ἄνηθα , σέλινα , θύμοι , καὶ πάντα ὅσα λεπτότερον
. Ἐν ταῖς γεννικαῖς εὐωχίαις ἀμύλων παρόντων ἐσθίους ' ἑκάστοτε ἄνηθα καὶ σέλινα καὶ φλυαρίας καὶ κάρδαμ ' ἐσκευασμένα .
5909443 ἀγροικικον
γεωργοὶ Διόνυσον τιμῶσιν , πήξαντες ἐν ὀρχάτῳ αὐτοφυὲς πρέμνον , ἀγροικικὸν ἄγαλμα : ἱερὰ δὲ Ἀρτέμιδος , πηγαὶ ναμάτων ,
δριμεῖς εἶναι . στέργων : Ἡδόμενος σκορόδοις . καὶ τοῦτο ἀγροικικὸν ἐμφαίνει . ἀναπλάττει ὀνόματα . . μηδὲν παραχορδιεῖς :
5909180 Ἑρμοτιμε
μὴ ἐθέλοντας εἴκειν τοῖς κρείττοσιν . Ταυτὶ μέν , ὦ Ἑρμότιμε , πάνυ εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος
τοιοῦτον ἄνδρα εὑρεῖν . Τί δὴ οὖν πράξομεν , ὦ Ἑρμότιμε ; οὐ γὰρ ἀπαγορευτέον οἶμαι ἐπεὶ μηδενὸς ἡγεμόνος τοιούτου
5904821 αἱμυλιους
φιλέοι δ ' ὅ γε κέρτομα βάζειν ψεύδεά θ ' αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ' ὀαρισμούς . Μηνὸς δ
, καὶ ἐπίκλοπον ἦθος , καὶ ψεύδη , καὶ λόγους αἱμυλίους . Τὸν Ἑρμῆν δὲ ταῦτα δοῦναι προστάττει , οὐκ
5903445 ἀνυποστατους
. κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους καὶ μεγάλας . στυγέων δὲ
γένοιτο : οὐκ ἔστι τοίνυν αἴτιον . ᾧ συνεισάγεται τὸ ἀνυποστάτους εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχάς : δεῖ γὰρ εἶναί
5903297 στεμμασι
χρυσοῦς , πηχῶν ἑκατὸν εἴκοσι , διαγεγραμμένος , καὶ διαδεδεμένος στέμμασι διαχρύσοις , ἔχων ἐπ ' ἄκρου ἀστέρα χρυσοῦν ,
. Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης , Ἥρης Ἀργείης , ἣ στέμμασι καὶ θυσάνοισι πρώτη κόσμησεν περὶ κίονα μακρὸν ἀνάσσης Ἑρμείαν
5899316 ἀστοργους
φθονερούς , δυσεράστους , ὀκνηρούς , ἀμαθεῖς καὶ πρὸς τέκνα ἀστόργους . εἰ δὲ Κρόνου ὡροσκοποῦντος Ζεὺς δύνει , προγενέστερον
Διὸς δὲ σεμνοὺς καὶ μεγαλοψύχους , Ἄρεως δὲ δράστας καὶ ἀστόργους καὶ ἀνυποτάκτους , Ἀφροδίτης δὲ καθαρίους καὶ εὐμόρφους ,
5894546 προσφιλεις
χώραν ἐκείνην ἔλθοιεν βοηθοί . Αἱ δὲ ταῖς φαρμακίσι γυναιξὶ προσφιλεῖς ἴυγγες τροφῆς ὧδε μεταλαμβάνουσι : τὰς μακρὰς γλώσσας ,
δὲ γυναικὶ πρώτως ὁμιλεῖν ἐν Ζυγῷ οὔσης τῆς θεοῦ : προσφιλεῖς γὰρ καὶ ἡνωμέναι γίνονται . τοὐναντίον δὲ ἐν Σκορπίῳ
5892994 πανημεριοι
' Ἄρηι : ὅτι προεληλυθυίας λέγει τῆς ἡμέρας ἤδη τὸ πανημέριοι ἐπὶ τοῦ ἀπολείποντος αὐτοῦ μέρους , καὶ οὐ πάντως
ἀεὶ τὴν ἄρκτον ἔχων λάμπουσαν ἕως ἂν ἐφεύρῃς . Ἧσθε πανημέριοι χορταζόμενοι γάλα λευκόν , [ πῦον δαινύμενοι , κἀμπιπλάμενοι
5891496 ὑπασπιδιον
' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ δῆθ ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει ; τίνι σημήνω διόπων στρατιᾶς οἷα πεπόνθαμεν
ἄρ ' ἀμφὶ βραχίος ' ἕσαντες – ⚕⚕τες – – ὑπασπίδιον πολεμιστήν . μέχρις τέο κατάκεισθε ; κότ ' ἄλκιμον

Back