. ἡ δὲ ἑτέρα , ὅτι τοὺς . . . προσελεῖν . . . ὅτι ἔλεγον οἱ Ἀρκάδες , ὥς
ἀτιμάζομεν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν Ἀττικοὶ φασίν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν . . καὶ πυρρίαις : Ἀντὶ τοῦ
8275144 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
8231286 γογγυζειν
καὶ κύκνους ᾄδειν , καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ
τονθορύζειν καὶ τονθρύζειν : τετρασυλλάβως καὶ τρισυλλάβως . σημαίνει τὸ γογγύζειν . ὑπόξυλος ποιητής , ῥήτωρ , φίλος καὶ τὰ
8219614 ἀσκεπτοι
ἡμέτερα , κακῶς βουλευομένοις πολλάκις περὶ ὧν πράττομεν , αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων καὶ μηδὲν αὐτῶν κρίσει καὶ
ἀνταμείψωνται τὰ ζῴδια . τούτων γὰρ οὕτως ἐχόντων ἀπρόσθετοι καὶ ἄσκεπτοι γίνονται αἱ ἀγορασίαι καὶ οἱ γάμοι , αἰφνίδιοί τε
8184485 Τηλεφωι
δίκαιά γ ' ἀντειπεῖν ἔχων . καλῶς ἔχει μοι : Τηλέφωι δ ' ἁγὼ φρονῶ . ἐρεῖ τις , οὐ
Τηλέφου Αἰσχύλου . . . : Τιμαχίδας τοῦτό φησιν ἐν Τηλέφωι δράματι Αἰσχύλου . ̈ . . . : Ἀρίσταρχος
8116835 ἐσηκουον
καὶ Τάμως Ἰωνίας ὕπαρχος ὤν . ὡς δ ' οὐκ ἐσήκουον , προσβολὴν ποιησάμενος τῇ πόλει οὔσῃ ἀτειχίστῳ καὶ οὐ
. Λευτυχίδης μὲν εἴπας ταῦτα , ὥς οἱ οὐδὲ οὕτω ἐσήκουον οἱ Ἀθηναῖοι , ἀπαλλάσσετο : οἱ δὲ Αἰγινῆται ,
8109645 Τεταχθωσαν
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α ,
8090030 συγκρουουσιν
ἐπειδὰν γὰρ ὑπὸ σφοδροτέρων ἀνέμων ταραχθῇ τὰ κύματα , ἀλλήλοις συγκρούουσιν . ΓΘ θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις : ἄμφω μεγαλορρημοσύνης δείγματα
ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας συγκρούουσιν . Γεράνδρυον μεταφυτεύειν : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου . Παρεγγυᾷ
8077336 ἐκτατεον
. ὅτι οὕνεκα ἀντὶ τοῦ τούνεκα . . . . ἐκτατέον τὸ φθάνει διὰ τὸ μέτρον . ἡ δὲ διπλῆ
δηλοῖ χρόνον , ἀλλ ' ἴσον ἐστὶ τῷ δή . ἐκτατέον δὲ διὰ τὸ μέτρον . παρενήνοθε : ἀντὶ τοῦ
8073852 ἐμβρωμα
ἅπαξ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ἄριστον . ἔστι δὲ τὸ πρώϊνον ἔμβρωμα : τρὶς γὰρ τροφὰς ἐλάμβανον οἱ ἥρωες . .
ἐπένοντο καὶ ἐντύνοντ ' ἄριστον . λέγει δὲ τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα , ὃ ἡμεῖς ἀκρατισμὸν καλοῦμεν διὰ τὸ ἐν ἀκράτῳ
8062647 ἀτεραμονες
στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί . ἀτεράμονες : λίαν σκληροί , μὴ τειρόμενοι , ἀνένδοτοι .
ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες
8053486 ἀπαιδευτοι
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
8045798 λοιδορουνται
τῶν παρόντων οἱ λέγοντες , ἀλλ ' ἑαυτῶν κατηγοροῦσι καὶ λοιδοροῦνται , ὡς μὲν ἐγὼ κρίνω , συνεθίζοντες ὑμᾶς ἄνευ
τὴν ἀναγκαίαν ἐκ τῶνδε σοφίαν περικείμενοι τοῖς πλουτοῦσιν ἢ ἄρχουσι λοιδοροῦνται πικρῶς , οὐχ ὑπεροψίας πλούτου καὶ ἀρχῆς δόξαν σφίσι
8044138 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
8031539 Καραμβυκαι
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ὁ Ἀβδηρίτης . . Καραμβύκαι : ἔθνος Ὑπερβορέων ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς Ἑκαταῖος
ἑνὸς λ Λιβυκὴ πόλις , καὶ ἐθνικὸν αὐτοῦ Καραλιτανός . Καραμβύκαι , ἔθνος Ὑπερβορέων , ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς
8028348 προσεληνοι
προσαπτόντων ἐμοί . τῶν πρόσθε δὲ μήνης - , ἐπεὶ προσέληνοι οἱ Ἀρκάδες . ἐτρέφοντο δὲ πρότερον τῇ βαλάνῳ .
δηλοῖ τὸ προσελούμενον . ὅθεν καὶ οἱ Ἀρκάδες πρόσελοι ἢ προσέληνοι . ὕβρισται δὲ ὁ Προμηθεὺς μέμψιν ἀνθρώπων ἔχων .
8002191 τρυφηλοι
τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . . . ἤτοι οἱ Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατόν
ἐπὶ τῶν σφόδρα τιμίων . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις : ἀντὶ τοῦ τρυφηλοὶ καὶ τὴν σάρκα διαῤῥέοντες . Ἅπαντα τόλμης καὶ ἀναισχυντίας
7999837 Ἀκηκοας
εὐπρεπῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑποκείμενον δημοτικῷ καὶ φιλοκερδεῖ πρεσβύτῃ . Ἀκήκοας ἀκουσμάτων βαρύτατον , ὦ Σκόπελε ; στόλον Ἀθηναῖοι διανοοῦνται
ποιῆσαι . Οὔκουν φαίνεταί γε δὴ ἐκ τοῦ λόγου . Ἀκήκοας οὖν ὅτι Θεμιστοκλεῖ Κλεόφαντος ὑὸς ἐγένετο ; Ἀκήκοα .
7999253 λυζουϲι
προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν
κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ
7996903 συνευωχεισθαι
ἑστιᾶσθαι , εὐωχεῖσθαι , πανηγυρίζειν , ἑορτάζειν , συνεστιᾶσθαι , συνευωχεῖσθαι , συμπανηγυρίζειν , συνεορτάζειν , συσπένδειν καὶ ὁμοσπονδεῖν καὶ
: ταῦτα δ ' εἶναι μὴ πλεῖον ἢ δέκα ἀνθρώπους συνευωχεῖσθαι . ἀθροισθέντων δὲ τῶν συσσιτούντων γίνεσθαι σπονδάς τε καὶ
7982991 ἀπηρνουντο
ὁμόσε καὶ ᾐτιᾶτο ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν . ὁπότε δὲ ἀπηρνοῦντο μὴ ἔχειν , ἐθαύμαζον τί ἂν εἴη τὸ γεγονός
Ἡμεῖς ποτε ἦμεν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας : ἐπὶ τῶν ἄλλα μὲν ἀπαιτουμένων , ἄλλα
7977508 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
7974108 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
7973632 δεξομενον
, βούλοιντο δ ' ἂν ὧν εἶργον μεταδοῦναι καὶ τὸν δεξόμενον φανῆναι , τὰ αὐτά τε πάλιν αἰτοῦμεν κἂν τύχωμεν
αὐτῷ Βιγίλαν τὴν παρὰ τοῦ Ἀττήλα ἐπὶ τοῖς φυγάσιν ἀπόκρισιν δεξόμενον . δι ' αὐτοῦ γὰρ περὶ τοῦ αὐτοῦ χρυσίου
7964652 θυλακοι
γὰρ τὸ τοιοῦτο γυμνάσιον οὐδὲν ἄλλο ἢ παρασκευὴ χειρῶν . θύλακοι δὲ καὶ σφῆνες καὶ ὑπεράλματα καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα
. διὰ τοῦτο πληροῦνται , οἱ σάκκοι δὲ καὶ οἱ θύλακοι καὶ οἱ ἀσκοὶ διότι πληροῦνται , διὰ τοῦτο διαστέλλονται
7963412 ἀποδυθι
οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν
τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον
7959775 πιθοντο
ὣς ἐφάμην , οἱ δ ' ὦκα ἐμοῖς ' ἐπέεσσι πίθοντο : Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκακε πάντας ἑταίρους [
, οἳ δ ' ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο : βὰν δ ' ἴμεν , ἦρχε δ '
7956129 σακκοι
δέ φησι : πολλοὶ μὲν ἀρτυμάτων μέδιμνοι , πολλοὶ δὲ σάκκοι καὶ θύλακοι βιβλίων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν χρησίμων
χρῄζομεν , ἐπὶ τούτων εἰσὶ καὶ οἱ διὰ τῶν πιτύρων σάκκοι χρήσιμοι . χρὴ μέντοι ἐν τῷ ὕδατι , ἐν
7948443 νεογνοι
ζῷον . ἄρνες καὶ ἀρνειοὶ διαφέρει . ἄρνες μὲν οἱ νεογνοί , ἀρνειοὶ δὲ οἱ προήκοντες τῇ ἡλικίᾳ . ἄρρωστος
δὲ ὁ ἑστιώμενος καθὰ Πλάτων . ἄρνες μὲν λέγονται οἱ νεογνοί : ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισιν :
7948022 ἐγκρατευσῃ
ποιοῦντες . καὶ πάλιν ἐὰν τὸ πονηρὸν μὴ ποιῇς καὶ ἐγκρατεύσῃ ἀπ ' αὐτοῦ , ζήσῃ τῷ θεῷ , καὶ
τὴν ἐντολὴν ταύτην : ἐὰν τὸ ἀγαθὸν ποιῇς καὶ μὴ ἐγκρατεύσῃ ἀπ ' αὐτοῦ , ζήσῃ τῷ θεῷ , καὶ
7942939 κενοδοξους
ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν . . . , : Κατὰ δὲ
ἰσχία . Ἀποτελεῖ δὲ εὔχροας , εὐακεῖς , εὐπαθεῖς , κενοδόξους , φιλοκαθαρίους , θρασυδείλους . καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ
7938920 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
7937129 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
7927998 γηθω
τε γόον εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων .
οὐ φιλῶν τὸ ἀγαθόν . οὐ φιλαγαθὴς ] φιλόγελως : γήθω γὰρ τὸ χαίρω . θ οὐ φιλαγαθὴς ] ἀλλὰ
7923720 δρατε
ἐν ἐκείνοις τοῖς κινδύνοις γενομένης . ὑμεῖς δὲ τἀναντία ἐκείνοις δρᾶτε : μετὰ γὰρ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχθίστων ἐπὶ δουλείᾳ
λέγω ἐντεῦθεν ἐχομένοις ὅθεν νῦν ἕλκετε : οὐδὲν γὰρ ἄλλο δρᾶτε πλὴν δικάζετε . Ἀλλ ' εἴπερ ἐπιθυμεῖτε τήνδ '
7922825 Δειλον
. Μύες μέντοι καὶ γαλαῖ τρύζοντες χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσι . Δειλὸν δὲ ὁ μῦς , καὶ κτύπον φοβεῖται , καὶ
εἶ αὐτῆς τῆς δειλίας : ἐπὶ τῶν σφόδρα δειλῶν . Δειλὸν ὁ Πλοῦτος : παρόσον οἱ πλούσιοι τὰς οἰκίας ἀσφαλίζονται
7920393 ἐπεποιηκεσαν
τὸν οἰκέτην μὴ τὸν εὐεργέτην ἀδικεῖν , εὐεργέτην δέ με ἐπεποιήκεσαν αὐτοῦ μέμψεις τε καὶ ὀργαὶ καὶ ἐπιτιμήσεις αἷς τὸν
σὺν αὐτοῖς ἐπεφεύγεσαν μάλα ὄντες συχνοί : ὃ οὔπω πρόσθεν ἐπεποιήκεσαν ἐν τῇ στρατείᾳ . Ξενοφῶν δὲ ξυγκαλέσας τοὺς Ἕλληνας
7918551 δακνεις
σοί ἐστιν ἡ δύναμις ; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι ; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη
ὧν ἴσμεν οὐχ ὅτι ῥᾳθυμεῖς , ἀλλ ' ὅτι μὴ δάκνεις , ἐγκαλῇ . σὲ δὲ μηδὲν μεταβαλλέτω μηδὲ λυπείτω
7915482 χολουται
μάχηαι . Ἥρῃ δ ' οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται : αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ
. . . . ἀγαίεται : βασκαίνει , ὀργίζεται , χολοῦται : τῷ δ ' ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται
7915346 παρατιλλεσθαι
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων
7911895 ἀνετειναν
: καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν πάντες . ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν : Ὦ
, ἔφη , ταῦτα δοκεῖ , ἀράτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν ἅπαντες . Ἀπιόντες τοίνυν , ἔφη , συσκευάζεσθε ,
7911242 σφενδαμνινοι
, στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε ,
τῶν ὀσπρίων ἀτεράμονα λέγεται , οἷον οὐχ ἁπαλά . Γ σφενδάμνινοι : ἰσχυροί : τοιοῦτον γὰρ τὸ τῆς σφενδάμνου ξύλον
7909194 ἀκεντροι
μελίσσας αὐτῶν μὴ μεταφερουσῶν . εἰσὶ δὲ οἱ μὲν κηφῆνες ἄκεντροι , αἱ δὲ μέλισσαι κέντρον ἔχουσι : ἄλογον δὲ
. κηφῆνες αἱ ἀργαὶ τῶν μελισσῶν , κόθουροι δὲ οἱ ἄκεντροι καὶ κολόβουροι , ἢ αἱ φυλάττουσαι τὴν τῶν μέσων
7908924 νεωκοροι
ἐν οἴκοις ἢ ὁρίοις Διός , τινὲς δὲ θηλειῶν θεῶν νεωκόροι , καὶ χρυσοφοροῦσι καὶ στεμματοφοροῦσιν . ὁ Ζεὺς ἐν
ἐφάνη δ ' ἐκ τῶν ὕστερον . οἵ τε γὰρ νεωκόροι ἐν τούτῳ ὄντες ἡλικίας καὶ πάντες οἱ περὶ τὸν
7905747 κεκληκα
: πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; λέγει : ἐγὼ κέκληκα μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; χολᾷς . οὐδεὶς παρέσται .
οὐδὲ εἷς ; σφόδρα ἠγανάκτησεν ὥσπερ ἠδικημένος , εἰ μὴ κέκληκα Δαιτυμόνας . οὐδ ' ἄρα θύεις ἐρυσίχθονα ; οὔκ
7902127 δικαιουσθαι
, καὶ οὕτως ἂν ὅμοιον εἴη τὸ ἀδικεῖσθαι καὶ τὸ δικαιοῦσθαι : ἄμφω γὰρ ἀκούσια . ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ
δὲ ἀδικούμενος ἐκδικούμενος ἑκουσίως δικαιοῦται . ἀλλὰ περὶ μὲν τοῦ δικαιοῦσθαι τὰ εἰρημένα ἀρκείτω : περὶ δὲ τοῦ ἀδικεῖσθαι ,
7889732 Φειδιππιδιον
ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον με καὶ
. νοσούντων οὕτω : διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν
7888528 ΓΞΔ
τὰς τομάς . ἔστω τοῦ μὲν ΕΚ παραλληλογράμμου καὶ τοῦ ΓΞΔ ἐπιπέδου κοινὴ τομὴ ἡ ΓΔ , τοῦ δὲ ΗΛ
παραλλήλῳ ταῖς βάσεσι ποιοῦντι ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ κυλίνδρου τὴν ΓΞΔ γραμμήν . λέγω , ὅτι ἡ ΓΞΔ γραμμὴ κύκλου
7885721 ἡμιδραχμον
ὁ φάτριος Ζεὺς ἤγουν ὁ πάτριος . τὸ δὲ τριώβολον ἡμίδραχμόν ἐστιν . ἡλιασταί ] Ἡλιαία μέγιστον δικαστήριον Ἀθήνησιν .
ὁ φάτριος Ζεὺς καὶ ὁ πάτριος . τὸ δὲ τριώβολον ἡμίδραχμόν ἐστιν . Ἡλιαία δὲ καλεῖται διὰ τὸ ὑπαίθριον αὐτὴν
7880397 Κλητηρες
Πάνδροσον , ἀφ ' ἧς ἐγένετο Κῆρυξ Ἑρμῇ συγγενομένης . Κλητῆρες καὶ Μάρτυρες διαφέρουσιν . οἱ μὲν γὰρ μάρτυρες εἰσαγομένων
ἐλάφων , ὧν ἐθύοντο τῇ Ἀρτέμιδι τῷ μηνὶ τούτῳ . Κλητῆρες . Μάρτυρες . Ἐὰν δὲ ἡ πόλις , ἐν
7874561 τετυπυια
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία .
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ
7873160 συμμαθητας
δ ' ἂν ἐκ τούτων καὶ συντυχία . Πλάτων δὲ συμμαθητὰς ἔφη καὶ σύνοψιν οἰκειότητος . Εὔπολις δὲ συμβίοτοι συμπάροικοι
παιδεύεται . . ) . εἴσιθ ' ] πρὸς τοὺς συμμαθητὰς λέγει . εἴσιθ ' ] εἴσελθε . . .
7872904 καθαιρομενου
τοῦ κωλύοντος αἵματος καὶ λυομένου , ἔτι δὲ λεπτυνομένου καὶ καθαιρομένου τοῦ ὑπολειφθέντος ἀκριβέστερον ἐνεργήσουσιν : ὅθεν οἱ τελευταῖοι τῶν
οἱ σπλαγχνεύοντες ὕδωρ λαβὼν κάθαιρε , ἀπόνιζε τὸ αἷμα τοῦ καθαιρομένου καὶ μετὰ τὸ ἀπόνιμμα ἀνακινήσας εἰς ταὐτὸ ἔγχεε .
7869027 βαζους
καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν ,
ὑπέρκομπα . θ ὑπέραυχα ] ἐπηρμένα καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι
7862189 Βοστρηνος
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
7861467 πλουσιωτεροι
νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία . τίνι μὲν γὰρ φίλοι πλουσιώτεροι ὄντες φανεροὶ ἢ Περσῶν βασιλεῖ ; τίς δὲ κοσμῶν
κρατήσοι , Ἀθηναίων ἔσται Ῥόδος ἅπασα , εἰ δὲ οἱ πλουσιώτεροι , ἑαυτῶν , ἐπλήρωσαν αὐτοῖς ναῦς ὀκτώ , ναύαρχον
7859191 ἐξηγαγον
γάρ . στάσεις : λέγει δὲ νῦν τὸν θυμόν . ἐξήγαγον τοῦ καθεστηκότος . . Καὶ γὰρ ὁ οἰκιστὴς ταύτης
κινηθεὶς καὶ τοῦ τοῖς θεοῖς ὡσπερεὶ τετελεσμένου ἐπὶ πλεῖον ἴσως ἐξήγαγον : καί μοι συγγνώμη καὶ παρ ' αὐτοῦ τοῦ
7857317 ἀποκωλυσουσιν
πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν , οἵ ς ' ἀποκωλύσουσιν : ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω . Πελασγοῦ
πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίᾳ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν , οἵ ς ' ἀποκωλύσουσιν : ἐγὼ δέ τοι οὔτι μεγαίρω . δώσω σοι
7855288 σεμνυνει
μήτρως , ὦ Εὐθύμενες , ὁ Πυθέας ἀγάλλει τε καὶ σεμνύνει τὸ ὁμόσπορον ἔθνος καὶ συγγενὲς ὑμῶν τὸ τῶν Αἰακιδῶν
κάλλους τε καὶ τοῦ μεγέθους ; τῷ γὰρ εἶναι τοιαύτη σεμνύνει τὸν ἐργασάμενον . ὅμως δὲ καίπερ οὕτως ἀπόρου τοῦ
7852864 ἐπανθησαντες
. ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . .
κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες
7848678 λιθουριαν
Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ
. τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων
7847867 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7842846 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
7837617 ἀγηνορες
. . . καμινεύτριαν καμινοκαύστριαν . κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγήνορες . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγήνορες
τε κυνῶν ὑπέροπλα γένεθλα : ἔξοχα δ ' ὑβρισταὶ καὶ ἀγήνορες , οὐδέ κεν ἄν τι ἀντόμενοι τρέσσειαν , ἀναιδείην
7834875 ἐρειψιτοιχοι
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας :
7829156 λαψῃ
καὶ τὸ λαψῇ . ἀποισῇ : κομίσῃ , ὡς τὸ λαψῇ ἀντὶ τοῦ λήψῃ : τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ
Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι . ἀποισῇ [ καὶ λαψῇ ] περισπαστέον , ἐπεὶ τοὺς μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν
7827012 θαλασσιαι
ἐχρῶντο πρότερον πρὸ τῶν ψήφων : εἰσὶ δέ τινες κόγχαι θαλάσσιαι . “ σπονδῶν ” δέ , τῶν τῆς εἰρήνης
ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν : εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις , πόδας
7823403 εὐκαθαιρετον
εἰς ἀνυπέρβλητον τύχην ὑψούμενα , τινὰ δὲ εἰς ταπεινὴν καὶ εὐκαθαίρετον τύχην χωροῦντα . Ὅθεν μή τις ἡμᾶς δόξῃ πολυλογεῖν
εὐτελές . πάντα διεξελήλυθεν ] ὥστε νῦν αὐτὸν εἶναι λοιπὸν εὐκαθαίρετον . εἰ γὰρ οὐκέτι προσθήκην αὐτῷ λαμβάνει τὰ πράγματα
7821153 ἐπιγειοι
τοῖς δὲ μετρίοις οἱ οὐράνιοι , τοῖς δὲ πένησιν οἱ ἐπίγειοι . οἱ χθόνιοι δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μόνοις
ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ καὶ ἐπιχθόνιοι : ἐνάλιοι , θαλάττιοι
7817873 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
7814270 ἐκμεμονας
τῆς ἀντιστροφῆς κῶλον οἰκείως . ἐκμέμονας ] μέσος παρακείμενος . ἐκμέμονας ] + ἐκμαίνῃ . θυμοπληθὴς ] θυμοῦ γέμουσα .
οὐκ ἀφίστασαι : μένος γὰρ ἡ προθυμία . θ + ἐκμέμονας χρὴ γράφειν , οὐχὶ τί μέμηνας ἢ μέμονας :
7813283 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
7809892 Δηρον
μελῶν ἀρκούντων πρὸς τὴν μάχην . ἴδμονες : ἐπιστήμονες . Δηρόν : ἐπὶ πολύ . ἐπ ' ἀλλήλοισι : κατ
ψάλλων . Γαμήλια : πράγματα . Ἀλόχου : γυναικός . Δηρόν : μακρὸν χρόνον . ἐρητύουσι : κωλύουσιν . λελιημένον
7803363 βλακες
οἰκίσκον τῶν λαμπαδηφόρων τε πλείστων αἰτίαν τοῖς ὑστάτοις πλατειῶν . βλᾶκες φύγεργοι ἦν δ ' ἐγώ ἀναπηρίαν γραΐζειν ἐμπαίζειν ἐπικρούσασθαι
. τὰ δὲ ἐναντία ἀστράτευτοι , ἀπόλεμοι , ἄθυμοι , βλᾶκες , βλακεύοντες , ἀμβλεῖς , βραδεῖς , ἀσθενεῖς ,
7801951 κωμῳδουνται
Ὁ Σικελὸς ὡς ἔοικε τὴν ἐξωμίδα : παρόσον οἱ Σικελοὶ κωμῳδοῦνται ὡς κλέπται . Ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός : βούλεται
ἐπισυνηγμένην ἔχουσιν . Σφήττιοι : δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι
7795782 πρινινοι
δ ' ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ '
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . Γ πρίνινοι : στερεοὶ καὶ σκληροί . ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς
7792786 κναφεις
, δυσφορῶν Ἕλληνες . πλυνεῖς κατὰ τὴν πρώτην Ἀτθίδα , κναφεῖς κατὰ τὴν δευτέραν Ἀτθίδα . προῦπτον Ἀττικοί , προφανές
ἕλκων : διαφθείρων . Τὸ γὰρ πρό - τερον οἱ κναφεῖς ἀκανθῶν σωρὸν συστρέψαντες τὰ ἱμάτια ἔκναφον . Ἐλέγετο δὲ
7792681 Ἀκεγχηρης
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον
7791315 δρηστηρες
κατὰ δώματ ' ἐπισταμένως πονέοντο . ἐς δ ' ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες : οἱ μὲν ἔπειτα εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν
. ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς
7791252 βυρσοπωλης
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ
7789368 παιωνικος
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον
7788094 κατακορεις
ἀνορεξίας , κάκισται δὲ καὶ αἱ πρασοειδεῖς καὶ μέλαιναι καὶ κατακορεῖς καὶ ποικίλαι καὶ δυσώδεις , καὶ ὑμενώδη ἀποπλύματα μεγάλα
δέχονται , οὐδ ' οἱ ἔκλευκοι , οὐδ ' οἱ κατακορεῖς παντάπασιν , οὐδ ' οἱ φοβεροὶ καὶ ἄθυμοι :
7785919 ἀπολουμενοι
καὶ τὸ δεινὸν ἐκδεχόμενοι καὶ συνεργοῦντες ἐς αὐτὸ ἔνιοι ὡς ἀπολούμενοι πάντως . γενόμενον γὰρ τὸ κακὸν κρεῖσσον ἐπινοίας καὶ
, τά τε ἄλλα σημεῖα ἔχουσιν ἀσφαλέστατα : οἱ δὲ ἀπολούμενοι δύσπνοοι γίγνονται , ἀλλοφάσσοντες , ἀγρυπνέοντες , τά τε
7785039 ἀπατεωνες
ὡς ὁ δελφίς . Κέρκωπες : πανοῦργοι , δόλιοι , ἀπατεῶνες , κόλακες , οἳ καθάπερ ἡ ἀλώπηξ τοὺς θηρευτικοὺς
: ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κέρκωπες γάρ τινες ἀπατεῶνες ἐγένοντο ἐν Ἐφέσῳ , οἳ καὶ τὸν Δία ἐξαπατῆσαι
7779334 περιειστηκεσαν
μόνοι συνήδρευον ἐφ ' ἑαυτῶν , τὸ δὲ πλῆθος ἔξω περιειστήκεσαν . οἱ δὲ πρέσβεις ἀπήγγελλον πρῶτα μὲν τὸ κέλευσμα
οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἤκουσεν ὡς ἀκούσει : καὶ αὐτίκα με περιειστήκεσαν ἀνάγκαι κελευόντων ἢ ἀναγινώσκειν ἢ ὁμολογεῖν ἀδικεῖν . ἔδωκα
7777864 Ἀμενωφις
ἔτη θʹ , μῆνας ηʹ . . Καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμένωφις ἔτη λʹ , μῆνας ιʹ . . Μετὰ δὲ
κβʹ αὐτοῦ ἐκολόβωσεν . Ϛʹ Τούθμωσις ἔτη θʹ . ζʹ Ἀμένωφις ἔτη λαʹ . Οὗτός ἐστιν ὁ Μέμνων εἶναι νομιζόμενος
7776000 καπηλευσειν
] νοθεύσειν , μολύνειν , νενοθευμένην δεῖξαι τὴν μάχην . καπηλεύσειν ] ἀναβαλέσθαι . καπηλεύσειν ] ἐκκλίνειν , οὐ καλῶς
ἐλθὼν ] παραγενόμενος . ἔοικεν ] φαίνεται . Ξ οὐ καπηλεύσειν ] οὐ κιβδηλεύσειν , ἤτοι οὐ ψεύσεσθαι . Ξ
7775459 Βριαρηο
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ
7773946 κρεᾳδιον
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , εἰσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , ἐσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
7771872 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7769316 ἀδδηφαγον
τοῦ πνεύματος . Λάβραξ . παρὰ τὸ λάβρως ἐσθίειν . ἀδδηφάγον γὰρ τὸ ζῶον . Λάγνος . παρώνυμον γυνὴ ,
παρὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ βαῦνος . παίζει δὲ ὡς ἀδδηφάγον αὐτόν . καταχύσματα : ὅτι τῶν νεωνήτων δούλων τὸ
7769061 τιμησονται
τῷ παθητικῷ ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ ἐχρήσατο : οὕτως γὰρ Ἀρίσταρχος τιμήσονται , ὡς ἐλεύσονται . . . ωνται . ὅτι
. . . . οἵ κέ σε δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσονται : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ παθητικῷ ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ
7768629 δεσμουμενοι
ἀπόδεσμον χόρτου συρφετώδους . ὥσπερ κέραμον : οἱ γὰρ καλῶς δεσμούμενοι κέραμοι δυσχερῶς καὶ μόλις κλῶνται . Γ ἔνδησον ὦ
μὴ σαλεύηται ὑπὸ τῶν κυμάτων : οἱ μὲν γὰρ λίθοι δεσμούμενοι τοῖς τοιούτοις κάτω συνέχουσιν , οἱ δὲ φελλοὶ ἄνω
7762216 ἡδυπαθεις
διαστροφὴ τῆς φύσεώς ἐστιν ὅταν φιλήδονοι μὲν ταῖς ψυχαῖς , ἡδυπαθεῖς δὲ τοῖς σώμασι γένωνται , καὶ ταῖς μὲν φυγοπόνοι
ἀφανισθήσεται : εἰ δ ' οἱ ἐξουσιάζοντες μοχθηροὶ εἶεν καὶ ἡδυπαθεῖς καὶ Σαρδαναπάλῳ ὅμοιοι , τοὺς ὁμοίους αὐτοῖς οἰκειώσονται καὶ
7761904 εὐδιαφορητοι
. κίχλαι , κόττυφοι , φυκίδες ἁπαλόσαρκοι , εὔχυλοι , εὐδιαφόρητοι , ἄτροφοι , πρὸς διαχώρησιν ἐπιτήδειοι . κόραξος σκληρόσαρκος
δὲ κίχλαι , κόσσυφοι , φυκίδες καὶ οἱ ὅμοιοι , εὐδιαφόρητοι καθεστῶτες : μέσοι δ ' ὀνίσκοι , βάκχοι ,
7760451 φιλοκαλοι
ταῦτα . ἐκεῖνα δὲ φύσει ἡδέα , οἷς οἱ ἀληθῶς φιλόκαλοι χαίρουσι . τοιαῦται δ ' αἱ κατ ' ἀρετὴν
ἢ εὑρεμάτων ὠφελουμένους : ὅθεν καὶ σωμάτων ἀγορασμοὺς ποιοῦνται καὶ φιλόκαλοι καθίστανται . τινὲς δὲ καὶ προβιβάζονται , καὶ μάλιστα
7760346 ἐκκοβαλικευεται
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ '
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί
7759303 κονιστικοι
. ὅσοι δὲ μὴ πτητικοί , ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός
ἱστορίας γράφει τάδε : εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἳ μὲν κονιστικοί , οἳ δὲ λοῦνται , οἳ δὲ οὔτε κονιστικοὶ
7758978 ἐπανῃρημενοι
ἀργίας . ῥᾳθυμίαν γὰρ τὴν ἀργίαν : οἱ ἡσύχιον βίον ἐπανῃρημένοι δυσκλεεῖς μὲν ἐνομίσθησαν , πρᾷοι δὲ τὴν ψυχήν .
δὲ μείζονα τίς οὐκ ἂν ἐξειπεῖν ὀκνήσειεν ; ἀργίαν τινὲς ἐπανῃρημένοι διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν :
7758090 γαστριζεσθαι
τῶν πολλῶν τούτων λόγων τὴν ὁρμὴν ἔχω ἐπὶ τὸ ἤδη γαστρίζεσθαι . εἰπόντος οὖν τινος ἔτι παρασκευάζεσθαι τοὺς μαγείρους διὰ
. τίς ἔτι ἀνέξεται τῶν κακοδαιμόνων τουτωνί , τοσούτου τὸ γαστρίζεσθαι πωλούντων ; ὠνούμεθα γὰρ κινδύνου τὸ ζῆν , καὶ
7757957 διακλυσμα
κενοῦντας διὰ κλυστῆρος ἀνετικοῦ τὴν κοιλίαν : ποτὸν δὲ καὶ διάκλυσμα ὕδωρ θερμὸν ἔστω καὶ ῥόφημα πτισάνης χυλοῦ . Σφοδροτέρας
αὐτῶν : μετὰ τὸ πιεῖν τὸ φάρμακον δώσομεν ψυχρὸν ὕδωρ διάκλυσμα , ἔπειτα ἀποσφραίνοντές τινι τῶν εὐωδῶν , εἰ μὲν

Back