μὲν δὴ τὸν τρόπον τοῦτον ἀδεὴς ὤν : ἐὰν μέντοι φοβηθῇ τι τῶν ἁδροτέρων , βυθίσας τὴν κόγχην ἐπλήρωσε ,
τὸ γὰρ εἱμαρμένον ἥξει , κἂν Ἀρισταίνετος μᾶλλον ἢ δεῖ φοβηθῇ . πολλῷ δὲ κρεῖττόν ἐστι μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ
6652329 φλεγομενη
διψᾷ , ζητεῖ πηγήν , καὶ ὡς πίνει τῇ δίψῃ φλεγομένη , τότε ὁ ἄρρην ἐπιβαίνει αὐτήν . ἀναγκαζομένη γὰρ
αὐτός , ἣ δὲ τῷ πόθῳ τοῦ τέκνου τείρεται καὶ φλεγομένη οἰστρεῖται , καὶ βουλομένη λύσασα ἀπάγειν ἐμβάλλει τὰ κέρατα
6534963 καταλιπῃς
ἐμπίπτω περιιὼν καὶ σαγηνεύομαι πρὸς αὐτῶν . Εἶτα πῶς ἐπειδὰν καταλίπῃς αὐτοὺς ῥᾳδίως φεύγεις , οὐκ εἰδὼς τὴν ὁδόν ;
” φησίν , “ ὦ τέκνον , μή με ἐνταῦθα καταλίπῃς ἔρημον , ἀλλ ' ἐμβαλοῦ τριήρει φορτίον κοῦφον :
6503599 βιαζηται
πάλιν οὔσης τῆς ἀναχωρήσεως , ἢν καὶ ὑφ ' ἡμῶν βιάζηται , τό τε πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἄγαν δεῖ φοβεῖσθαι
. χρηϲτέον δὲ ὅμωϲ καὶ τούτοιϲ , ὅταν ἀνάγκη μεγάλη βιάζηται : μεγίϲτη δὲ ἀνάγκη τοῦ χρῆϲθαι φαρμάκοιϲ ἐϲχαρωτικοῖϲ ἢ
6410140 δελεαζεται
ὡς σταῖς , καὶ ἀναπλάσσεται κολλύρια , καὶ ἐν αὐτοῖς δελεάζεται . Σιλούρου ποταμίου δραχ . ιϚʹ : πηγάνου ἀγρίου
οὐδὲν δέλεαρ ἐσθίει ἔμψυχον , καὶ ἀνελκυσθεὶς δ ' οὐ δελεάζεται οὔτε σαρκὶ οὔτ ' ἄλλῳ τινὶ ἐμψύχῳ , ὡς
6203670 πιῃ
πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν
αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ
6164353 φοβηται
ἐν θυσίαις καὶ ἑορταῖς , μηδὲν ἀπολωλεκὼς τούτων , ἢ φοβῆται πλέον ἢ ἐν δισμυρίοις ἀνθρώποις ἑστηκὼς φιλίοις , μηδενὸς
. τοῦτο δ ' οὐκ ἂν δύναιτο ἄχρι ἂν ἢ φοβῆται Ἀρταξέρξην ἰατρὸς αὐτοῦ ὢν ἢ ἐλπίζῃ κάνδυν πορφυροῦν καὶ
6151619 σαθρων
Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει . Κεραμέως πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ
παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ , καὶ ἐπισκευαστὴς ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος . ʃ ἐκ σαθρότητος νέας ποιήσαντες . εἰρηναῖον
6142892 ἀκρατητος
τρόπον ἄγριος καὶ σκληρὸς καὶ ἀνήμερος . ἄγροικος ὀργήν ] ἀκράτητος τὸν τρόπον . ὀργήν ] τὸν τρόπον . Γ
ἄσεμνα : ἀπρεπῆ . ἀτρεκέστατος : ἀληθέστατος . ἄληπτος : ἀκράτητος . ἅλις : ἀρκούντως . ἄνασσα : βασίλισσα .
6110466 προσελθῃ
θρεπτικὴν ἡμῖν ἐδωρήσατο . ταύταις οὖν ταῖς τρισὶ δυνάμεσιν εἰ προσέλθῃ τις αἴσθησις , ποιεῖ τὸ ζῳόφυτον . ὅτι δὲ
ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δίχ ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὔψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ
6100563 καταφρονησῃ
γάρ τις ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀνθρωπίναις ὀρέξεσι κατασχόμενος , ἂν καταφρονήσῃ τῶν θεῶν καὶ μηδὲν νομίσῃ πρὸς αὑτὸν ἅτε πόρρω
δὲ μή , κἂν ὑπομείνω τὴν ὕβριν , Διονύσιός μου καταφρονήσῃ τῆς τύχης καὶ παλλακὴν μέν , ἀλλ ' οὐ
6096629 πληξῃ
τῷ δακτυλίῳ , μὴ ἐάσῃς αὐτῷ μέγαν ὄνυχα , μὴ πλήξῃ , μὴ ἑλκώσῃ . εἰ δὲ σίδηρον ἀπὸ ἑλκῶν
ποιεῖ , βλέπε μὴ εἰσελθοῦσα περὶ τὸ βάθος ἡ ψύξις πλήξῃ τὰ μόρια , καὶ μᾶλλον εἰ ἐτάκησαν ἀπὸ τῆς
6082714 ἐπαισθανεται
καὶ τῆς Δάφνης τὸ ἄλσος , ἔνθα καὶ τὸ ὕδωρ ἐπαισθάνεται τοῦ θεοῦ καί τι μουσικὸν ὑπηχεῖν λέγεται . τὸ
σώμασιν , τέως μὲν ἂν ἐρρωμένος ᾖ τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται , ἐπὰν δ ' ἀρρώστημά τι συμβῇ , πάντα
6054321 θεασηται
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ
6050392 συμπλακῃ
προσφιλῆ τε καὶ μὴ ἐναντία ἀλλήλοις : ὅταν γὰρ ἅπαξ συμπλακῇ καὶ δέξηται , καθάπερ φύσις τις αὕτη μία γίνεται
τοῦ καί τῶν τε τούτῳ ἰσοδυναμούντων . . Ἐὰν πτωτικὸν συμπλακῇ , οὔποτε κατὰ τὸν ἑξῆς λόγον δύναται κοινὸν παραληφθῆναι
6020655 δακῃ
καλουμένου βασιλίσκου ῥητῶς οὕτω φησίν : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται . Τὰ μὲν οὖν ἐν
ἡ πάθη : διψὰϲ δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην
6018946 στεναζει
ταλαίνᾳ : τὸν δ ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει . Ἆρ ' ἴστ ' ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ
κώλων ιʹ . πρόπασα ] διόλου πᾶσα . στένει ] στενάζει . ἐκκενουμένα ] η . τῶν κατοίκων . ποποῖ
6012078 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
5999990 ἀπαντησῃ
περὶ μεγάλων πραγμάτων ἐπεχείρησα δημηγορεῖν : καὶ πάλιν : μηδεὶς ἀπαντήσῃ μοι δύσκολος , ὅτι μέλλω συμβουλεύειν ὑμῖν περὶ ὧν
, ἀλλ ' ἐκεῖνο φοβούμενος μή μοι παρ ' ὑμῶν ἀπαντήσῃ τὸ δοκεῖν μὲν ἀληθῆ λέγειν , ἀρχαῖα δὲ καὶ
5989969 ἀφελῃ
ὁ μισθώσας οὐ κομιζόμενος τὴν θύραν ἀφέλῃ , τὸν κέραμον ἀφέλῃ , τὸ φρέαρ ἐγκλείσῃ , οὕτω , φησί ,
, οὔτε θεοῖς πρέπον οὔτε ἄλλως βασιλικόν : ἢν γοῦν ἀφέλῃ τις τῶν συμποσίων τὰς κομψείας ταύτας , ἀπάτην καὶ
5970265 φρυαγμα
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα ,
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ
5964242 ἀπολιποι
Φοιβίδος τὸ μίσηθρον ἐδιδάξατο , τηρήσασαν τὸ ἴχνος , ἐπὰν ἀπολίποι , ἀμαυρώσασαν ἐπιβῆναι μὲν τῷ ἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν
ταύτην τὴν δόξαν καρπώσαιτο , τοῖς τε βουλομένοις ὕστερον εὐέμβατον ἀπολίποι τὴν ἀκρόπολιν . ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ σοὶ δηλαδὴ
5922848 φαγῃ
ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται
γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [
5908229 θαυμαζοι
ὢν οὐκ ἠπίστατο . δεικνύντος δέ μου ὅτι τὰ ἀδικήματα θαυμάζοι , κάλει φησίν , ὅ τι ταῦτα ἐθέλεις :
τὰ ὄντα καὶ ἐπὶ ταῦτα τρέπων ἑαυτοῦ τὴν ὄρεξιν οὐ θαυμάζοι ἂν τὰς ἡδονάς . Δεῖ δὲ καὶ ἐλευθέριον εἶναι
5902306 ἀπεκριθη
ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν ; τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετ
ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν , ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν . ἀπεκρίθη ὁ ὄνος : „ ἃ σὺ θιγγάνεις . „
5900031 πραξῃ
. ἡ δὲ εὐτυχία , ὅταν ἐφ ' ἃ σκοπεῖ πράξῃ κατ ' ὀρθὸν ἃ δεῖ πράττειν τὸν σπουδαῖον .
μετὰ λόγου πράξῃ , ὅταν δὲ μὴ τοῦ λόγου κρίναντος πράξῃ , οὔ φαμεν τὸν ἄνθρωπον πεπραχέναι ἀλλὰ τὸν θυμὸν
5889963 ζῳη
βίου διαγωγήν , ᾗ ἂν διαγόμενος ἕκαστος ἡμῶν λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῴη ; Ἐγὼ γὰρ οἶμαι , ἔφη ὁ Θρασύμαχος ,
Δοκεῖ γοῦν μοι ἡ τροφὴ ἀρχὴ εἶναι : οὐδὲ γὰρ ζῴη γ ' ἄν τις , εἰ μὴ τρέφοιτο .
5867423 ἀναισθητει
ἠρωτημένου τοῦ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς : τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ , τὸ δ ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς .
δὴ καὶ ἐνυπάρχουσα ἡ ψυχὴ οὐδέποτε ἄλλου τινὸς μέρους ἀπηλλαγμένου ἀναισθητεῖ : ἀλλ ' ἃ ἂν καὶ ταύτης ξυναπόληται τοῦ
5854682 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
5847835 τεθνηξεται
Ἀπόλλωνος ὁ Πελίας φυλάττεσθαι τὸν ἐπιόντα πρὸς αὐτὸν μονοπέδιλον : τεθνήξεται γὰρ δι ' αὐτοῦ . ὁ δὲ Ἰάσων αὐξηθεὶς
πάσαιτο ῥοδοδάφνης οὔτε ἑκὼν οὔτε ἄκων : οἶδε γὰρ ὅτι τεθνήξεται τούτων τινὸς ἐμφαγών . ἄνθρωποι δὲ ὑπ ' ἀσωτίας
5841036 ἀτυχια
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας
5839173 δεινῃ
ἄλλων ἀπωλείᾳ τὴν ἰδίαν περιποιεῖσθαι σωτηρίαν . οἱ δὲ οἰκέται δεινῇ καὶ παρηλλαγμένῃ συμφορᾷ περιπεσόντες , ἀναχωρήσαντες τὴν τῶν δεσποτῶν
Ἕλληνας καὶ τῷ φόβῳ πάντοθεν κατείχοντο . Ἐν ἀθυμίᾳ δὲ δεινῇ πάντων ὄντων Ἀγαθοκλῆς ὡς ἐπύθετο τὰ κατὰ τὴν Λιβύην
5835833 ἀδρανες
διὰ τὴν ὀλοὴν ἤγουν κακὴν βλάβην ἀβλεμὲς δὲ ἀντὶ τοῦ ἀδρανές , ὡς ἀπὸ τοῦ βλεμεαίνω ἀβλεμές ] ἀσθενές πέλει
, τοὺς δ ' ὑπερέχοντας : καὶ οὐδὲν αὐτῶν εἶναι ἀδρανές , ὃ μὴ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν κατὰ πρόβασιν εἰς
5819928 ὑπεικῃ
κἀγὼ πονηρός εἰμι . Ἐὰν δὲ μὴ ταύτῃ γ ' ὑπείκῃ , λέγ ' ὅτι κἀκ πονηρῶν . Οὐκ αὖ
καὶ φόβους καὶ ἀλγηδόνας καὶ λύπας μὴ διαπονῇ καρτερῶν ἀλλὰ ὑπείκῃ , τότε οὐ τιμᾷ ὑπείκων : ἄτιμον γὰρ αὐτὴν
5819555 παθοις
ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται . ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ ' ἂν πάθοις βλάβην . ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον . θεῷ
ἢ [ ἐὰν ] ἀπάγξῃ . οὐδ ' εἴ τι πάθοις : τὸ λεγόμενον ἐν τῇ συνηθείᾳ : οὐδ '
5812951 ψυχθῃ
ἠδὲ ἐπίπαγοϲ ἐπιπετάννυται πλατέϲι ἀραχνίοιϲι ἴκελοϲ : θρομβοῦται , ἢν ψυχθῇ : οὐδὲ γὰρ ἡ πίϲτιϲ αἵματοϲ ἔκκριϲιϲ , τῷ
δὲ ὅτε νοτίδος ὑπολειφθείσης χυτὴ γῆ γενομένη διὰ πυρὸς ὅταν ψυχθῇ , γίγνεται τὸ μέλαν χρῶμα ἔχον λίθος . τὼ
5808149 τυχηις
εἰς ἄλλους τρόπους μισεῖς τε λίαν καὶ φιλεῖς ὃν ἂν τύχηις ; οὐκ οἶσθ ' ὑβρισθεῖσάν με καὶ ναοὺς ἐμούς
σαυτοῦ . τοῦτο γὰρ ἀθάνατόν ἐστι , κἄν ποτε πταίσας τύχηις , ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτὸ τοῦτό σοι πάλιν . πολλῶι
5800896 πλουτῃ
ἰσχυρός , ἐάν τε μικρὸς καὶ ἀσθενής , καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα
καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον , ᾖ δὲ ἄδικος
5793837 αἰσθησεται
ἄλλο τι τοῦ μὲν σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται , καὶ τοῦ μαλακοῦ τὴν μαλακότητα ὡσαύτως ; Ναί
. Πᾶν μὲν δὴ τὸ αἰσθητικόν , εἴπερ διὰ παντὸς αἰσθήσεται , ἀφικνεῖσθαι πρὸς τὸ μερίζεσθαι : πανταχοῦ μὲν γὰρ
5790139 πειθηται
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ
5783818 Κακον
ὅλως ὁδοιπόρει . Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι . Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή , καὶ κτώμεθ '
ἀβλαβῆ τοῖς ἄλλοις , γελοίαν εἶναι ; Πάνυ γε . Κακὸν δ ' οὐχ ὁμολογοῦμεν αὐτὴν ἄγνοιάν γε οὖσαν εἶναι
5782463 προσγενηται
στασίμου ὕδατος , γίνονται καὶ ἐντεῦθεν νοσήματα : εἰ δὲ προσγένηται καὶ τοῖς πολλοῖς θνήσκειν , λοιμὸς τὸ πάθος ὀνομάζεται
εἰρημένον λόγον : οὐ γὰρ ἐξέρχεται πρὶν ἤ οἱ ἑτέρη προσγένηται ἀπὸ τῆς κοιλίης ἀγαθή : τῇ γὰρ μέσῃ καὶ
5776510 μελαγχρους
δὲ ἐν αὐτῷ λίθος κλειτορὶς ὀνομαζόμενος : ἔστι δὲ λίαν μελάγχρους : ὃν κόσμου χάριν οἱ ἐγχώριοι φοροῦσιν ἐν τοῖς
ἐρᾶν : νέος μὲν γὰρ ἦν ὁ Τρωίλος καὶ ὡραῖος μελάγχρους δὲ καὶ βαθυγένειος καὶ Ἀχιλέως ἐρώτων ἀνάξιος . μετὰ
5775357 δεθησεται
δείν ' ἂν πάθοι , εἰ γράψας ὅπως Ἀθηναίων μηδεὶς δεθήσεται αὐτὸς πείσεταί τι κακόν , καὶ ὅτι τοὺς νόμους
κατὰ ἀκτῖνα συνάπτῃ τῇ Σελήνῃ ὁ φυγὼν ἢ τεθνήξεται ἢ δεθήσεται κρατηθεὶς ἢ ἐν εἱρκτῇ ἐμπεσεῖται , καὶ μάλιστα ἐὰν
5773398 ἀπαλλαττηται
. Ἐὰν δέ γε οἶμαι μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος τοῦ σώματος ἀπαλλάττηται , ἅτε τῷ σώματι ἀεὶ συνοῦσα καὶ τοῦτο θεραπεύουσα
πολίταις δικαιοσύνη μὲν ἐν ταῖς ψυχαῖς γίγνηται , ἀδικία δὲ ἀπαλλάττηται , καὶ ἄλλη δὲ ἀρετὴ ἐγγίγνηται , κακία δὲ
5770747 ζητῃ
ἔκρυψε , τὰ πλεῖστα σιγήσας ἀσφαλῶς ἢ λαλήσας , ἵνα ζητῇ ταῦτα πᾶς αἰὼν ὁ μεταγενέστερος κόσμου : καὶ οὕτως
ἐν ὑμῖν , ἑτέρους κρίνοντας , τί καὶ ποιήσῃ ; ζητῇ πόλλ ' ἀναλίσκειν , ἐξὸν ἐλάττω , καὶ πάντας
5770119 ἀνωφελης
φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης
εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες
5763460 διωκῃ
καὶ δι ' αὑτὰς αἱρεῖσθαι . ἂν γὰρ προαιρούμενος μὲν διώκῃ , οἷον μοιχεύῃ , [ καὶ ] μὴ μέντοι
καὶ χείρων μὲν αὐτὸς αὑτοῦ γίνεται , ὅταν τὸ μέγα διώκῃ καὶ περιττὸν ἐν τῇ φράσει , μακρῷ δέ τινι
5756039 Μονον
κυμβαλίζοντες , ἢ τὰς χεῖρας εὐρύθμως κροτοῦντες , συνάγουσι . Μόνον δὲ τοῦτο τὸ ζῶον ἐπιζητεῖ ἡγεμόνα τὸν ἐπιμελησόμενον τῶν
δέ τινος , τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ , Μόνον εὐδαίμονα , ἔφη , τὸν ἐλεύθερον : ἐκείνου δὲ
5747965 βλεπῃ
εἰσιν . οὐθὲν γὰρ τούτων ἀντιμαρτυρεῖται ταῖς αἰσθήσεσιν , ἂν βλέπῃ τις τίνα τρόπον τὰς ἐναργείας , τίνα καὶ τὰς
ἐστι νῆστις . εἰς τοὺς καλοὺς δ ' ἄν τις βλέπῃ , καινὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων
5741689 ἁψηται
φθεγγόμενα καὶ βοῶντα μέγιστον τὰ σιδήρια λέγεται , ἐάν τις ἅψηται : ὥστε τοῦτο μὲν ὑπὸ σοφίας ἔλαθες οὐδὲν εἰπών
Α γωνίας λαβεῖν , παραφέρομεν τὸ ΘΚ κανόνιον ἕως ἂν ἅψηται τοῦ ἄκρου τοῦ μοιρογνωμονίου , καὶ τηροῦντες τὴν θέσιν
5737399 ταρβει
τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ
ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ
5736121 γνῳ
κορυφήν , οὐδὲν ἢ ἀνεπαίσθητον παραλλάσσει . ἵν ' οὖν γνῷ ἀπὸ πηλίκου ἀποστήματος ἄρχεται αἰσθητὸν παραλλάσσειν , διὰ τοῦτο
: τί γὰρ ἐδεῖτο τοῦ ἀριθμεῖν ὁ Σωκράτης , ἵνα γνῷ τὸ πλῆθος τῶν ἀπηντηκότων εἰς τὴν συνουσίαν ; δεύτερον
5726843 βαρυνομενος
: ὁπόταν δὲ φοβηθῇ , οὐ συμφέρεται τῷ ἀρμένῳ , βαρυνόμενος δὲ καθέλκεται , κατασύρεται , κατασπᾶται , κατέρχεται ,
δή τις ὑποστατικὸς νωταγωγῶν τῷ τῆς ψυχῆς ἤθει καὶ οὐ βαρυνόμενος οὐδενὶ τῶν αἰσχρῶν . Οὐκ ἂν διαμάρτανοι δέ τις
5723920 νομιζοιτο
τοῦ βιωσίμου , κατὰ τοῦτ ' ἂν δικαίως ἅπαντα περιειληφέναι νομίζοιτο καὶ πάντα οἷον κυβερνᾶν ἡμῶν τὸν βίον . οἱ
ἐκλύειν τὰ σώματα . ὁ δὲ βορέας δικαίως ἂν ἄριστος νομίζοιτο , διικνούμενος εἰς πάντα τόπον τῆς οἰκουμένης καὶ διαμένων
5715967 φθερει
. τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται .
σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος
5715136 διαφθαρησεται
δίκαι ' ὡρισμένοι : ὃς ἐς ς ' ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται καὶ μὴ δίκην δώσουσιν οἵτινες ξένους κτείνουσιν ἢ θεῶν
καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις ; σὺ χαίρεις , ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις
5715033 ἀκουσῃ
Φαίδρας λεγόμενον : πρὸς τὰς τοῦ χοροῦ , ἵνα μὴ ἀκούσῃ ὁ Ἱππόλυτος ἔσωθεν : τὸ προοίμιόν σου τῶν λόγων
διὰ τοῦτο χαλεπῶς μοι ἔχειν : ἥντινα δέ , αὖθις ἀκούσῃ . Ἀλλ ' οὐκ ἀνέξομαι . Τό γε τῆς
5712535 στερισκει
καὶ μισθοὺς λήψονται : τοὺς δὲ λοιποὺς ἢ τῶν γυναικῶν στερίσκει ἢ νόσῳ μεγάλῃ περιβάλλει διὰ τὸ μαλθακὸν καὶ ἀσθενὲς
πολλὴ τῶν τοιούτων ἀφθονία . ποίων οὖν ἀγαθῶν ἡ φυγὴ στερίσκει , ἢ τίνος κακοῦ παραιτία ἐστίν ; ἐγὼ μὲν
5709975 ὀνειροπολει
φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι
καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ
5706677 νοῃ
μηδὲ αὐτὸ μένειν ἁπλοῦν , καὶ ὅσῳ ἂν μάλιστα αὐτὸ νοῇ : διχάσει γὰρ αὐτὸ ἑαυτό , κἂν σύνεσιν δῷ
ψυχὴ καὶ ζωὴ κρείττων ἡ νόησις , καὶ ὅταν ψυχὴ νοῇ , καὶ ὅταν νοῦς ἐνεργῇ εἰς ἡμᾶς : μέρος
5704793 αἰσθηται
τοῖς ἄλλοις δυσὶ ποσὶν οἰακίζει ἑαυτὸν , ἡνίκα δ ' αἴσθηται κακοῦ τινος παραυτὰ χαλᾷ τοὺς πόδας καὶ ἔνδοθεν τοῦ
πρὸς τοὺς τοιούτους ἔχειν . καὶ διὰ τοῦτο ἄν τις αἴσθηται μόνον μέλλοντας αὐτοὺς τούτων τι ποιεῖν , ἀποκτενεῖν συνώμοσαν
5702281 παθῃ
ἑτέρας ἐπεισελθούσης ἐξ ἔριδος , οἷα φιλεῖ , κατὰ ζηλοτυπίαν πάθῃ τι τῶν ἀνηκέστων , ἅμα καὶ τοῦ δεσπότου καινοτέροις
δὲ ὀφειλομένας ἐν Χερρονήσῳ . ἐπέσκηψε δέ , ἐάν τι πάθῃ , τάλαντον μὲν ἐπιδοῦναι τῇ γυναικὶ καὶ τὰ ἐν
5702081 ἡσυχαιτερον
αὐτῶν οὐδεμίαν ὁρῶμεν τοιαύτην ἀλλοίωσιν περὶ τοὺς ψόφους ἐπιγινομένην , ἡσυχαίτερον φέρε εἰπεῖν φθεγγομένων ἢ γεγωνότερον καὶ πάλιν ἠρεμαιότερον ἐμπνεόντων
. ὁμοίως καὶ διὰ τοῦ αι ἰσαίτατος ἀσμεναίτατον † πανουργιαίτατα ἡσυχαίτερον . ἀσμεναίτατα μέντοι Πλάτων ἐν αʹ Πολιτείας καὶ †
5701690 ἀφελοιτο
. Πῶς ἂν οὖν τις τὸ ὂν παρ ' αὐτοῦ ἀφέλοιτο ἢ ὁτιοῦν ἄλλο , ὅσα ὄντος ἐνεργείᾳ καὶ ὅσα
ἀμφιλαμβάνει τε καὶ ἴϲχει κραταιῶϲ , καὶ οὐκ ἄν τιϲ ἀφέλοιτο αὐτέου βίῃ , εἰ μὴ κρέϲϲων ἄλλοϲ ἐλέφαϲ .
5698532 καμνει
δεομένοις ἐπιφαινόμενος . καὶ ταῦτα μηχανώμενος δι ' αἰῶνος οὐδέποτε κάμνει . ὅπου δὲ θεὸς ὁ πάντων κάλλιστος καὶ φανερώτατος
νύ τοι ἦτορ ἐνὶ φρεσίν , οὐδέ τι γυῖα πρὶν κάμνει , πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο . καὶ τὸν μὲν
5694446 ἀγνοῃ
πράττει τὸ κακὸν δι ' ἄγνοιαν , ἤτοι ὅταν τις ἀγνοῇ τόδε κακὸν εἶναι , γινώσκων δέ τις ὅτι τόδε
τι τοιοῦτον ἐμπεσὸν πατάξῃ , καὶ τὸν μὲν βαλόντ ' ἀγνοῇ τις , αὐτὸ δ ' εἰδῇ καὶ ἔχῃ τὸ
5691140 δαμασθεν
τ ' ἔγχη δόρυ τὸ Καδμείων ἕληι ; [ ὄψηι δαμασθὲν ἄστυ Θηβαίων τόδε , ὄψηι δὲ πολλὰς αἰχμαλωτίδας κόρας
γεγενημένων ἀγαθῶν τὸ κακὸν ἀφανίζεται καὶ τὸ παλίγκοτον καὶ ἄτοπον δαμασθὲν καὶ ἀναιρεθὲν ὑφ ' ἡδονῆς θνήσκει , μάλιστα ὄλβου
5686511 ἡσυχαιον
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις
5686377 προπεσῃ
ὁ ἔσωθεν τοῦ κερατοειδοῦς χιτών , ὁ μέλας λεγόμενος , προπέσῃ , ὡσεὶ κεφαλὴ μυίας . λέγεται δὲ τὸ πάθος
ἐνδιπλουμένην . ὅταν μὲν οὖν κατὰ ῥῆξιν , φασίν , προπέσῃ , | φανήσεται παντελῶς ἔναιμος , κατὰ προήγησίν τινος
5686027 διακενης
δι ' ἧς τύραννος ἐκολάκευσε δῆμον , καὶ τὸ πόλεμον διακενῆς ἀνατείνασθαι καὶ τῆς παρασκευῆς ἡ δαπάνη καὶ τὸ κατενεχθῆναι
τὰς εἰρημένας αὐτοῖς ἀποφηνάμενος , κἂν τὰ κράτιστα ὑποθῶμαι , διακενῆς ἐρραψῳδηκὼς ἔσομαι . εὐαρίθμητοι γάρ τινές εἰσιν οἱ μετ
5684436 θελησῃς
φείσεται καὶ πῦρ , τούτων καὶ θάλαττα , κἂν ποταμὸν θελήσῃς περᾶσαι , στήσεται , κἂν κρημνοὺς ὑπερβῆναι , λειμῶνας
ἀκοῦσαι ἐπείγῃ , ἐπειδὰν δὲ ἀκούσῃς ἅπαξ , οὐ μὴ θελήσῃς ἀκηκοέναι : ἠθικὸν ἐπίρρημα , ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς :
5684214 μεθετε
αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα , καί μοι θάνατος παιὰν ἔλθοι .
, ὃν δ ' ἔχω δραμεῖν οὐκ οἶδα . † μέθετέ με φροντίδες : † μηδέν μοι χὔμιν ἔστω .
5683744 ἀτυχησῃ
καταπέμψαι δι ' ἔλεον τοῦ γένους ἡμῶν , ἵνα μὴ ἀτυχήσῃ τῆς ἀμείνονος μοίρας , συμβολικῶς τὴν ἱερὰν σκηνὴν καὶ
τὴν κρείττω πέψιν , ὅσον ἂν δόξαν μὴ προσληπτέον , ἀτυχήσῃ τῆς κατὰ φύσιν μεταβολῆς τῷ μὴ κρατεῖσθαι ἤτοι διὰ
5681161 ἀποδιδρασκει
τὸ πρᾶγμα εἰδώς , ἂν ἐν βασάνοις γένηται , φθάσας ἀποδιδράσκει καὶ νυκτὸς ἐπελθούσης τῆς πόλεως ὑπεξέρχεται . τὸν δὲ
τε πρὸς ἑαυτὸν γεγονὼς , καὶ πρέποντα νοῦν ἐσχηκὼς , ἀποδιδράσκει μὲν τὸ εὐτελὲς καὶ ποιμενικὸν καὶ σκληρόβιον , καὶ
5675700 ἐπιθυμῃ
Αὐτὰρ ἐπὴν ἄκλητος ἰὼν ἄνθρωπος ἀλαζὼν λυπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ , δὴ τότε χρὴ τύπτειν αὐτὸν πλευρῶν τὸ μεταξὺ
ἢν δὲ μὴ ' θέλῃ πρότερον προκρούειν , ἀλλ ' ἐπιθυμῇ τῆς νέας , ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον
5673963 ἁμαρτῃ
' „ ὅτι ἡμάρτομεν , κατελαλήσαμεν „ : ὅταν γὰρ ἁμάρτῃ καὶ ἀπαρτηθῇ ὁ νοῦς ἀρετῆς , αἰτιᾶται τὰ θεῖα
αἱ δυνάμεις τοὺς ἄνδρας : καθόσον δ ' ἄν τις ἁμάρτῃ τοῦ καλοῦ , κατὰ τοσοῦτον αὐτοὺς ἐξήλεγξαν . Εἰ
5669103 ἀσθενεστερος
ᾧ δὲ δικαίως ἂν ἴσχυον , ὅσον οὐκ ἄλλος , ἀσθενέστερος ἁπάντων εἰμί . καὶ οἶδα μὲν ὡς δοκῶ δύνασθαι
Ἑσπερίσι γενέσθαι . πέρας δέ , ἐπεὶ βραδύτερος ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστερος αὑτοῦ , φοβούμενος μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίως ,
5663137 φθεγξαιτο
' ἀνευφημεῖ δόμος . περὶ τοῦ γὰρ ἄλλου μᾶλλον ἂν φθέγξαιτό τις ; ἀλλ ' ἐλθὲ καὶ μετάσχες ἱκεσίας φίλοις
τις αὐτόθεν φοβοῖτο , μὴ τοῦ ἰδίου βίου καὶ χρόνου φθέγξαιτό τι ὑπερήμερον , ἀνάγκη καὶ τὰ συλλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς
5660236 ψευδηται
ἄκων ἀληθὲς οὐδὲν εἴποι . Ἡγεῖται δ ' ὅταν τι ψεύδηται τῶν λόγων ὅρκος κατὰ τῶν ἀναισχύντων ὀφθαλμῶν , καὶ
εὖ οἶδ ' ὅτι ἔχει ὑπακουούσας : ἢν δὲ πολλάκις ψεύδηται αὐτάς , τελευτῶσαι οὐδ ' ὁπόταν ἀληθῶς ὁρῶν καλῇ
5659907 σαπῃ
. ἵνα γὰρ τὰ κρέα μὴ ⌈ σήπηται Γ [ σάπῃ ] ⌈ μένοντα , πάττεται τῇ ἅλμῃ . Γ
. ἵνα γὰρ τὰ κρέα μὴ ⌈ σήπηται Γ [ σάπῃ ] ⌈ μένοντα , πάττεται τῇ ἅλμῃ . Γ
5659770 μανιωδης
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας
5657216 θουρας
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ
5655531 καθαιρομενη
αὐτά . ἀπόλλυνται δὲ αὗται , γυνὴ τὴν ἐπιμήνιον κάθαρσιν καθαιρομένη εἰ διέλθοι μέση τῶν λαχάνων . Εἶεν δ '
πουλὺν χρόνον , καὶ οὐδεὶς οὐδὲν ἠδύνατο ὠφελῆσαι , οὔτε καθαιρομένη τὴν κεφαλήν : ῥηΐστη δὲ ἐγένετο , ὁκότε τὰ
5655312 κουφοτερος
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον
5649059 γνωριει
ἐκείνων : ἀλλὰ τὸ σύνολον καὶ τὸ σύνθετον ἅπαν τίνι γνωριεῖ ἢ αἰσθήσεται , οἷον τί ἄνθρωπος ἢ ἵππος ἢ
, ἢ τοῖς ἔργοις αὐτῆς ἐπιβάλλων ἀπὸ τούτων καὶ αὐτὴν γνωριεῖ , καθάπερ τὴν μὲν ἰατρικὴν διάθεσιν ἀπὸ τῶν ἰατρικῶς
5648038 ἐκλεγῃ
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθεὶς τῶν προσδοκωμένων ,
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθείς τῶν προσδοκωμένων ,
5643856 κρατηθῃ
ἰαθῆναι : ἢν δ ' ἐν ᾧ τοῦτο ὁρᾶται , κρατηθῇ διὰ τὸ βραδέως αὐτὸν ἐπὶ τὸν θεραπεύσοντα ἐλθεῖν ,
τὴν πάθην οὐκ ἔλαβεν εὐπετὲς ὄργανον , ἵνα μὴ πάμπαν κρατηθῇ ὑπὸ τοῦ ἐσιόντος . Λοιπός ἐστιν ὁ λόγος ὁ
5641827 πασχοι
νῦν λεγόμενα τοῖς ἐν τῇ Φυσικῇ : οὐκ ἂν γὰρ πάσχοι ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Φυσικῇ γενέσθαι αὔξησιν χωρὶς ἀλλοιώσεως
καὶ ἀληθῆ οἴοιτο ; Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐκοῦν ταῦτα πάσχοι ἂν πάντα διὰ τὸ μὴ ἔμπειρος εἶναι τοῦ ἀληθινῶς
5641648 λυπηι
ἐξ ὀφθαλμῶν ἐκείνου στοργῆι τοῦ βασιλέως τε καὶ γυναικὸς τῆι λύπηι λόγος ἐμφέρεται πολλοῖς τὸν βίον ἀποπνεῦσαι . Ἀρριανὸς Βιθυνικοῖς
τύχη . ποῖ δὴ λιπόντε Τρωϊκῶν ἐκ τάξεων χωρεῖτε , λύπηι καρδίαν δεδηγμένοι , εἰ μὴ κτανεῖν σφῶιν Ἕκτορ '
5636986 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
5634595 γαλεωτης
μυγαλὴ ἀπὸ τοῦ ἁλίσκειν τοὺς μύας . λέγεται ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης ἢ μῦς ἢ ἡ κοινῶς λεγομένη νυμφίτζα , ἀπὸ
τοῦ κωμικοῦ ἀστεῖον : ἐν γὰρ τῷ εἰπεῖν “ νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν ” ἐπέφερε “ δεῖπνον ἡμῖν οὐκ ἦν ἑσπέρας
5632989 ῥιψῃς
τοῦτο Ἔρωτος , ἐκεῖνο ἐσιώπα , τοῦτο φθέγγεται . μὴ ῥίψῃς , μὴ φάγῃς : οὐδὲ ἐν πολέμῳ πρεσβευτὴς παρανομεῖται
. Οἱ παῖδες λαβύρινθος ἀνέξοδος : ᾗ γὰρ ἂν ὄμμα ῥίψῃς , ὡς ἰξῷ τοῦτο προσαμπέχεται . τῇ μὲν γὰρ
5631680 ἰσχυουσα
θωμὸν ] σωρόν . πυρί ] ἐν . σθένουσα ] ἰσχύουσα . λαμπὰς ] ἤγουν ὁ πυρσός . δ '
ἡ κατὰ τὸν χρόνον τῆς ὑπαντήσεως ἐπέμβασις αὐτῶν ἐπικουρῇ , ἰσχύουσα μᾶλλον τῶν ἐναντίων , φιλανθρωπούντων δὲ πάντων νωθρείας ἢ
5619049 προσιῃ
ἐπὶ γῆς βεβηκότες πολὺ μὲν ἰσχυρότερον παίσομεν , ἤν τις προσίῃ , πολὺ δὲ μᾶλλον ὅτου ἂν βουλώμεθα τευξόμεθα .
εἰς θεραπείαν σομβάλλεται . ἐὰν γάρ τις μὴ διαγνοὺς ἀκριβῶς προσίῃ , κίνδυνος πρόπτωσιν ἐπακολουθῆσαι ἀνακαθαιρομένων τῶν ἑλκῶν καὶ μάλιστα
5616596 ἐκτεισῃ
εἰ δ ' ἔτ ' ἔστι καὶ ἔσται τέωσπερ ἂν ἐκτείσῃ κείμενα , οὗτος οὐδὲν ἀληθὲς λέγει , ἀλλ '
. Ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Πέπαυσο . ἔστιν οὖν ὅπως ἂν ἐναντιώτερά τις
5614579 ἀθροισθῃ
διὰ τῶν φλεβῶν ἐκθλίβεται : τοῦτο δὴ τὸ ὑγρὸν ὅταν ἀθροισθῇ , ῥεῖ δι ' ἄλλων πόρων : ὅποι δ
καταδαπανῆσαι τὰ ἐπικείμενα καὶ λυποῦντα αὐτὴν αἴτια . Ἐπειδὰν γὰρ ἀθροισθῇ τὸ πλεῖστον τοῦ αἵματος εἰς τὸ βάθος , διαπλασιάζεται
5612881 μαραινομενης
κύημα καὶ οἷον ἔμψυχον ἄγαλμα γίγνεται : τῆς δὲ γονῆς μαραινομένης θερμότητος ἐνδείᾳ καὶ τῆς ὕλης ἐπανισταμένης ὑγρότητος περιουσίᾳ ,
, ἥ δὴ καὶ πέττειν τε καὶ ἀλλοιοῦν πεπίστευται , μαραινομένης τῇ γενομένῃ ψυχρότητι . Ἐπιταθείσης δ ' ἤδη τῆς
5610459 μεμυκος
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα
5609438 ἀναψῃ
τις Ἀχαιῶν πρίν μιν ἐσαθρήσειε , δόλον δ ' ἀνάπυστον ἀνάψῃ . οἱ δὲ Μυκηναίης Ἀγαμέμνονος ἐγγύθι νηὸς λαῶν ὀρνυμένων
ψυχῆς πόλιν ἡ διάνοια θεῷ τὰς ἑαυτῆς πράξεις καὶ διανοήσεις ἀνάψῃ . καὶ γάρ εἰσιν ” αἱ χεῖρες Μωυσεῖ βαρεῖαι
5606085 ἡβωσαν
ἐγὼ νέους οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους , ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα : τὸ δ ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον
, οἷον πρυλέες , οἱ πορείᾳ χρώμενοι . πρωθήβην ἄρτι ἡβῶσαν , ἀκμάζουσαν . πρώτῃσι θύρῃσι ἐπ ' ἄκραις ταῖς

Back