| ὢν οὐκ ἠπίστατο . δεικνύντος δέ μου ὅτι τὰ ἀδικήματα θαυμάζοι , κάλει φησίν , ὅ τι ταῦτα ἐθέλεις : | ||
| τὰ ὄντα καὶ ἐπὶ ταῦτα τρέπων ἑαυτοῦ τὴν ὄρεξιν οὐ θαυμάζοι ἂν τὰς ἡδονάς . Δεῖ δὲ καὶ ἐλευθέριον εἶναι |
| πευκίοις . πάγοισιν : παγίδεσιν . Κεράων : ἄκρων . Γε μέν : γέμον . Ἄνθεα ταινιῶν : αἰετάνια , | ||
| ? φορεῖς ? ? ἡδονήν ? [ | ] [ Γε ] [ ισ ] # [ φοβου ] κ |
| δὲ τὸ λυσιτελὲς ἢ τὸ ἔθος ἐπιφέρων σοῦ κατηγορήσῃ , ἀπολογοῦ μάλιστα μέν , ὡς οὐ λυσιτελές ἐστι τὸ κατηγορούμενον | ||
| γε , ἀλλ ' ὑπὲρ ὧν ἀγωνίζει , περὶ τούτων ἀπολογοῦ : τότε δ ' , ἡνίκ ' ἐκεῖνον ἔκρινες |
| καὶ ὑπερβὰς τὴν αἱμασιὰν τὰ μὲν ἀνώρυξε , τὰ δὲ κατέκλασε , τὰ δὲ κατεπάτησεν ὥσπερ σῦς . Καὶ ὁ | ||
| δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν γε αὐτοῦ Σωκράτους . Ἐκεῖνος δέ |
| σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα | ||
| ; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ |
| τοὺς Ἀττικούς . ὁ Ἑρμῆς ἐστιν ὁ ταῦτα λέγων ἤδη Τρυγαίου προσπεπελακότος τῷ οὐρανῷ . ὦναξ Ἡράκλεις : θεασάμενος τὸν | ||
| περιέκειντο αὐτοῖς πέδαι . Γ τοῦτο οἱ κακῶς ἐξηγούμενοι τοῦ Τρυγαίου φασίν . Γ οὐδ ' οἱ Μεγαρῆς Γ : |
| ἐντέρων ἐκχέω . πρὸϲ δὲ τοὺϲ ἐπὶ πνεύματι φυϲώδει ϲυνιϲταμένουϲ ἤχουϲ χρήϲιμά ἐϲτι τὰ τοιαῦτα . Ἀπολλωνίου πρὸϲ τοὺϲ ἐξαίφνηϲ | ||
| δὲ τὸν ἀκουϲτικὸν πόρον ἐνϲτάζειν ἁρμόζει μὲν καὶ τὰ πρὸϲ ἤχουϲ ἀναγεγραμμένα , ἰδίωϲ δὲ ταῦτα : αἰγὸϲ οὖρον καὶ |
| γὰρ τάξις ποιητή , μόνη δὲ ἡ ἀτοπία καὶ ἀμετρία ἀποίητος . ἀλλ ' οὐκ ἀδέσποτος οὐδὲ αὕτη , ὦ | ||
| ἀῤῥαγεῖ πηλῷ ἀργιλλώδει . ἡ γὰρ πυῤῥὰ γῆ εἰς τοῦτο ἀποίητος , ἐκκαίει γὰρ τὰ στελέχη . Ἐπὶ τοσοῦτον δὲ |
| γὰρ ἐδεδίει τὸν Ἐπίκουρον , ὡς προεῖπον , ὥς τινα ἀντίτεχνον καὶ ἀντισοφιστὴν τῆς μαγγανείας αὐτοῦ . Ἕνα γοῦν τινα | ||
| μοι αὖθίς ποτε τὸν δ ' οὖν Ζήνωνα ὁ Ἀρκεσίλαος ἀντίτεχνον καὶ ἀξιόνικον ὑπάρχοντα θεωρῶν τοὺς παρ ' ἐκείνου ἀποφερομένους |
| κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
| ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
| , πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι . τὸ μὲν γὰρ ὅλον , καθάπερ εἴρηται νυνδή | ||
| τοῦτο λέγει τὸ ὦ τί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; καὶ μὴν εἰ τὸ κωλῦσαι τὴν τῶν Ἑλλήνων |
| δὲ πάλιν ἠγάγετο , ἀναφέρουσαν τὸ γένος ἐς Κόμοδον . ἔπαιζε δὲ γάμους οὐ μόνον ἀνθρωπείους , ἀλλὰ καὶ τῷ | ||
| ' οὐχ ὑπὸ ἀγνοίας ἀλλ ' ὑπὸ τρυφῆς καὶ πονηρίας ἔπαιζε , βαβαὶ οἷα τὰ θεῖα παίγνιά ἐστιν . Εἰ |
| ] ἐνδίδως . εὐσωματεῖ γὰρ ] ναὶ ἄκων ἐπιτρέπω . εὐπτέρων ] εὐγενῶν . Κοισύρας ] ἐκ ταύτης γὰρ ἡ | ||
| τὴν Μεγακλέους ἀστεϊζόμενος ὡς δραπέτας αὐτῆς αὐτοὺς διασύρειν θέλει . εὐπτέρων τῶν Κοισύρας : φρονουσῶν τὰ Κοισύρας : ἀντὶ τοῦ |
| . Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν | ||
| , , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω |
| ' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ ' | ||
| Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον |
| . ἀληλιμμένων δὲ αὐτῶν καὶ ὄντων ἤδη περὶ τὰς πύλας καταγορεύει τις ξυνειδὼς τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα . καὶ οἳ | ||
| δ ' ἄρα ἐλάνθανεν οὐκ ἀποθανοῦσα . τοῦτό τις αὐτῷ καταγορεύει καὶ ὡς ἐνταῦθα εἴη παρά τινι τῶν ἡμετέρων ἐπιτρόπων |
| τῇ φύσει κεχωρισμένα τῇ προνοίᾳ συναγαγεῖν ὑπὸ μίαν οἴκησιν . Σκεπτέον δὲ τί φησιν ἐνταῦθα ὁ ἱστορικός . Καὶ γὰρ | ||
| αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι ἐρυγγάνῃ ἢ ὑπὸ φύσης ἔχηται |
| . Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης , | ||
| μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως |
| μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ | ||
| τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν |
| . Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς | ||
| ; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη |
| ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται . ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ ' ἂν πάθοις βλάβην . ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον . θεῷ | ||
| ἢ [ ἐὰν ] ἀπάγξῃ . οὐδ ' εἴ τι πάθοις : τὸ λεγόμενον ἐν τῇ συνηθείᾳ : οὐδ ' |
| ? ? [ ! ! ! ! ! ! ] Βουζύγης νομοθετῆσαι [ ] : μέμνηται δ ' αὐτοῦ [ | ||
| λέγειν ; ὁ Βουζύγης ἄριστος ἁλιτήριος . τί κέκραγας ὥσπερ Βουζύγης ἀδικούμενος ; ὁ νόθος δέ μοι ζῇ ; καὶ |
| τὰς θέας αὐτὰ λαμβάνετε : ὑποσιωπήσει ἐχρήσατο . τὸ σχῆμα ὑποσιώπησις . ὡς . . . λαμβάνετε ] πάλιν ὑποσιωπήσει | ||
| τὸ οὐ βούλομαι δὲ δυσχερὲς οὐδὲν εἰπεῖν , ἡ δὲ ὑποσιώπησις αἰνίττεταί τι , ὡς ἐνταῦθα . εἴη ἂν οὖν |
| διεβάλλετο . Λάρισα : πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν | ||
| ἐκτυφλοῖ . Ἔνθα : ὅπου . Μένουσι : καρτεροῦσιν . Λαρόν : ἡδὺ , τὸ γλυκὺ ἢ τὸ θερμόν . |
| μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . . | ||
| ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην . |
| ὢν ὕβριν ἐγκαλῇ σώφρονι , ἢ ἐάν τις πάνυ πλουσίῳ δικάζηται πάνυ πένης χρημάτων . οἱ μὲν οὖν τοιοῦτοι ὑπεναντίοι | ||
| τε μὴ , ἢ ἐάν τις ἐγγεγραμμένος ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ δικάζηται τῷ αἰτιασαμένῳ ὡς μὴ δικαίως ἐγγράψαντι . εἰσήγετο δὲ |
| ξυμπάσης Ἀσίας , οὕστινας χρὴ ἄρχειν , ἐν τῷ τότε κριθησόμενον . οὔκουν τὴν ἐς τὰ καλὰ ἐξόρμησιν διὰ πολλῶν | ||
| . ἐχρῶντο δ ' αὐταῖς , εἰ δέοι στρατηγὸν μεταπέμψασθαι κριθησόμενον , ὥσπερ Ἀλκιβιάδην . ἡ δὲ Πάραλος ἀπό τινος |
| ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος . | ||
| θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων |
| ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
| δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
| ' , ἀδελφέ ; πρὸς θεῶν , φράσον . Οὐχὶ ξυνίης ; Οὐδέ γ ' ἐς θυμὸν φέρω . Οὐκ | ||
| ἄνδρ ' ἔθαπτε : πάντ ' ἐπίστασαι . Ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φῄς ; Ταύτην γ ' |
| εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον | ||
| Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ |
| ὅτι ἄγασαί τε αὐτοῦ καὶ ἐπιθυμεῖς φίλος αὐτοῦ εἶναι ; Κατηγόρει , ἔφη ὁ Κριτόβουλος : οὐδένα γὰρ οἶδα μισοῦντα | ||
| ἢ παραπρεσβεῦσαι ἢ ὅλως δημόσιόν τι καὶ κοινὸν διαχειρισάντων . Κατηγόρει δὲ ὁ βουλόμενος , καὶ τοῖς δικασταῖς ἐφεῖτο τιμᾶν |
| καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
| καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
| τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
| σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
| ἀρχιλόχειον , δίμετρον ὂν βραχυκατάληκτον . ἔστι δὲ καὶ ταῦτα πολυσχημάτιστα κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον . ἐπὶ τῷ τέλει δύο | ||
| δʹ , τὸν δὲ βʹ βακχεῖον : καλεῖται δὲ ταῦτα πολυσχημάτιστα διὰ τὸ διάφορα δέχεσθαι μέτρα , ὧν τελευταῖον “ |
| . Κατὰ βοὸς εὔχου : ἐπὶ τῶν μέγα βοώντων . Καύνιος ἔρως : ἐπὶ τῶν μὴ κατορθουμένων ἐπιθυμιῶν . Καύνου | ||
| . ἔστι καὶ ἄλλη πόλις ἐν Κρήτῃ . τὸ ἐθνικὸν Καύνιος καὶ Καυνία καὶ Καυναῖος . Καΰστριον πεδίον τῆς Ἐφεσίας |
| . ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον ὄργανον Σύρων | ||
| ὦ Οὐλπιανὲ σοφώτατε , τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα , ὅν φησι Σώπατρος ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ |
| . Ἀναξαγόραν τὸν Κλαζομένιόν φασι μήτε γελῶντά ποτε ὀφθῆναι μήτε μειδιῶντα τὴν ἀρχήν . λέγουσι δὲ καὶ Ἀριστόξενον τῷ γέλωτι | ||
| % δεῖ δ ' ἱλαρὰ τῶν θεῶν ποιεῖν ξόανα καὶ μειδιῶντα ἵν ' ἀντιμειδιάσωμεν μᾶλλον αὐτοῖς ἢ φοβηθῶμεν . τί |
| αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ | ||
| σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά . |
| τὸ πάθος , οἷον κακόμορος κάμμορος , δασύσκιος δάσκιος , κακοδαιμονέστερος καδδαιμονέστερος , ὡς παρ ' Ἐπιχάρμῳ , καταβαλών καββαλών | ||
| , μή τί σοι κακὸν ἐργάσηται . τίς οὖν ἡμῶν κακοδαιμονέστερος , οἳ φοβούμεθα καὶ τὰ εὐτυχήματα ; ἀλλ ' |
| ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν | ||
| ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ |
| . Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην , καὶ | ||
| , σατράπαι , πένητες , πλούσιοι , πτωχοί , καὶ μετέμελε πᾶσι τῶν τετολμημένων . ἐνίους δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν |
| τιμωμένην νικηφόρον Ἀφροδίτην ἔπεμψεν εἰς Ῥώμην . Τούτου γυνὴ Φαβία μοιχευθεῖσα ὑπό τινος εὐπρεποῦς νεανίου , τοὔνομα Πετρωνίου Οὐαλεντίνου , | ||
| ἀσέβειά ἐστι . τοῦτο δέ φησιν , ἐπεὶ ἡ Κλυταιμνήστρα μοιχευθεῖσα ἐφόνευσε τὸν Ἀγαμέμνονα : γράφεται ποικίλα : κακῶς διανοουμένων |
| : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων αὐτοῖς τὸν θάνατον Σωκράτους . Ἐπαινεῖ δὲ ὁ φιλόσοφος τὸν Ἰσοκράτην οὐ κατὰ τὴν τῶν | ||
| λέξεων , ἀλλ ' οὖν ἐπρέσβευον αὐτῶν τὴν διάκρισιν . Ἐπαινεῖ Πλάτωνα διακρίναντα τῶν εἰδῶν τὰ μαθήματα , καθάπαξ δέ |
| καὶ μέλη πολλὰ καὶ τραγωιδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους . | ||
| δὲ μέλη πολλὰ καὶ τραγῳδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους : |
| ἄνδρες οὐδ ' οἳ μᾶλλον ἐτετιμέατο : οὕτω οὐδὲ λόγος αἱρέει ἀναδεχθῆναι ἔκ γε ἀνδρῶν τούτων ἀσπίδα ἐπὶ τοιούτῳ λόγῳ | ||
| πρῆγμα κατάσκοποι ἐγένοντο . Μετὰ δὲ ταῦτα Σάμον βασιλεὺς Δαρεῖος αἱρέει , πολίων πασέων πρώτην Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων , διὰ |
| ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ | ||
| . ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε |
| κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ | ||
| : ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη |
| : παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον . | ||
| βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι ' |
| τὸ διεργάσασθαι αὐτήν . κατασχεθεὶς δὲ ὑπό τινος δαιμονίου φαντάσματος ἀπετράπετο κἀκ τούτου παραπλὴξ ἦν νοῦ τε καὶ φρενῶν κατέσκηψέ | ||
| : ὁ νοῦς τοιοῦτος : ὅντινα λόγον οὐδεὶς πώποτε προκρίνας ἀπετράπετο τοῦ πλέον ἔχειν τι κτήσασθαι . ὁ δὲ μή |
| δίδωσι : καὶ φοβηθέντες πάσης ἀδικίας ἀπέσχοντο . [ . Σαλούστιος . , , . προθέματα , , . ] | ||
| ὡς χαλεπωτάτου ὄντος τοῦ πράγματος . , . . Σαλούστιος Σαλούστιος , φιλόσοφος : ὃς ἔφη ἀνθρώποις οὐ ῥᾴδιον εἶναι |
| , ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ||
| , ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή |
| Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει . Κεραμέως πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ | ||
| παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ , καὶ ἐπισκευαστὴς ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος . ʃ ἐκ σαθρότητος νέας ποιήσαντες . εἰρηναῖον |
| τε καὶ ἀθυμίας . εἰ δὲ ἀσελγαίνοι τι , ἀπειλαῖς σωφρονιζέσθω . ὃ καὶ πρὸς τὸν Ἀλεξανδρέων δῆμον ἐκεῖνον τὸν | ||
| σωφρονισθῶσιν . Εἴ τις μὴ ὑπακούσει τῷ ἰδίῳ ἄρχοντι , σωφρονιζέσθω κατὰ τοὺς νόμους . Εἴ τις ζημιώσει στρατιώτην , |
| ἀθλητήν , ὃν λέγεις , ὑπὸ μακρῷ τῷ ζόφῳ . Σιώπα , ὦ Ἥλιε , μή τι κακὸν ἀπολαύσῃς τῶν | ||
| ταῦτα λογιζομένῳ ἐπῄει μοι γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ . Σιώπα , φημί : οὐ γὰρ ἀσφαλὲς οὔτε σοὶ λέγειν |
| ἀγάλματος ἐρασθεὶς κατέκλεισεν αὑτὸν ἐν τῷ ναῷ , ὡς πλησιάσαι δυνησόμενος . καὶ ὡς ἠδυνάτει διά τε τὴν ψυχρότητα καὶ | ||
| μὴ παραδοίη τὸν ἀκόλουθον : εὖ δ ' ᾔδει οὐ δυνησόμενος παραδοῦναι , ὃς διὰ τοῦτον καὶ τὰ τούτου ἁμαρτήματα |
| Κέρνην νῆσον παραγώγως Κερνεᾶτιν εἶπεν , ὥς φησι Φιλογένης . Λάμητος δὲ ποταμὸς Ἰταλίας . . * τὴν Κέρνην νῆσον | ||
| παραγώγως . * * Λαμητίαις : ὥς φησι Φιλογένης , Λάμητος ποταμὸς Ἰταλίας . * ῥυστάζεινἔστι : τὸ μετὰ βίας |
| Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ | ||
| μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή |
| ποῦ τῶν Ἀχαιῶν ἐνθάδ ' ὁ στρατηλάτης ; τίς ἂν φράσειε προσπόλων τὸν Πηλέως ζητοῦντά νιν παῖδ ' ἐν πύλαις | ||
| καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν δὲ ) ὡσαύτως . τίς ἂν φράσειε : ὁ τοῦ ἐν ἄστει τιμωμένου σωτῆρος Διὸς ἱερεύς |
| ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ | ||
| ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ] |
| ἐν τῷ λόγῳ ὑποσημαίνει , καὶ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μενέστρατον , εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστίν . Πρόκλησις : | ||
| τὰ ἥδιστα πεποιηκέναι . Ἀκούω δ ' αὐτὸν καὶ εἰς Μενέστρατον ἀναφέρειν τι περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων : τὸ δὲ |
| δὲ σβέσον τὸ πῦρ καὶ ἀνάπαυε διὰ μακροῦ σεαυτόν . Καινὰ ταῦτα , ὦ Ἑρμῆ , καὶ ἀλλόκοτα ἥκεις παραγγέλλων | ||
| πρότερον εἰπάτω , εἶτα ὕστερον ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐρεῖ . “ Καινὰ μὲν ταῦτα , εἰπὲ δὲ ὅμως , ὦ Ἀκαδήμεια |
| σκιά : ἐπὶ τῶν φοβουμένων , ἔνθα οὐ δεῖ . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κεκύλισται ὁ | ||
| ἠλιθιώτερος : οὗτος γὰρ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἠρίθμει . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ τῶν δυσμόρφων . Οὗτος γὰρ ἐπὶ |
| αἴτιος , τοῦ θανάτου δέ σοι οὐδένα ἄλλον , ὦ Πρωτεσίλαε , ἢ σεαυτόν , ὃς ἐκλαθόμενος τῆς νεογάμου γυναικός | ||
| ὀλίγον ὀφθεὶς αὐτῇ καταβῆναι πάλιν . Οὐκ ἔπιες , ὦ Πρωτεσίλαε , τὸ Λήθης ὕδωρ ; Καὶ μάλα , ὦ |
| καὶ διαδοὺς τοῖς ναύταις , ᾠχόμην ἀναγόμενος , ἵνα μηδὲν ἐλλείποι τῷ δήμῳ ὧν προσέταξε τὸ κατ ' ἐμέ . | ||
| οὖν ἔφην , τῶν μὲν ἁπλῶν αἰσθητηρίων οὐδὲν ἂν ἡμῖν ἐλλείποι : ἔχομεν δὲ καὶ τὸ σύνθετον ἐκ πλειόνων : |
| εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε | ||
| καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν |
| νγʹ δʹʹ μγʹ Ϛʹʹ Τόνζος νδʹ ∠ ʹʹ μγʹ γʹʹ Καβύλη νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ μγʹ δʹʹ Βεργούλη νδʹ ∠ ʹʹ | ||
| Ταρρακωνήσιος , κατὰ δὲ τὸν Ἑλληνικὸν Καβελλιωνίτης ὡς Ταρρακωνίτης . Καβύλη , πόλις Θρᾴκης οὐ πόρρω τῆς τῶν Ἀστῶν χώρας |
| Ἀγκὼν εὐώνυμος εὐφρασίαν δηλοῖ . Ἀγκὼν δεξιὸς ὠφέλειαν σημαίνει . Πῆχυς εὐώνυμος πολλὰ ἀγαθὰ σημαίνει . δεξιὸς δὲ κέρδος ἀπροσδόκητον | ||
| Υἱέσι : τοῖς υἱοῖς . Ἡδύς : ὁ γλυκύς . Πῆχυς : εἶδος μέτρου . Ὠκύς : ὁ ταχύς . |
| ἔθει τις δρόμῳ δηλώσων τῷ Περσεῖ λουομένῳ καὶ τὸ σῶμα ἀναλαμβάνοντι . ὃ δὲ ἐξήλατο τοῦ ὕδατος βοῶν , ὅτι | ||
| καὶ προγνώσεις . Ἐμοὶ γὰρ ἔργον ἔδοξεν αὖθις τὸν λόγον ἀναλαμβάνοντι τὰ δέοντα συμπλέκειν καὶ τοὺς ἐπὶ τούτοις λόγους ἀποδιδόναι |
| τὰ καίρια ; Ἐγὼ μὲν οὐδέν ' οἶδ ' : ἐποικτίρω δέ νιν δύστηνον ἔμπας , καίπερ ὄντα δυσμενῆ , | ||
| σποδόν . Ὦ δύσποτμ ' , ὡς ὁρῶν ς ' ἐποικτίρω πάλαι . Μόνος βροτῶν νυν ἴσθ ' ἐποικτίρας ποτέ |
| ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν | ||
| αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς . |
| ἕλκος , ὕδωρ παχὺ ὡς ἕλκος , πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ | ||
| καὶ ἀμαλδύνω ἐνθέσει τοῦ δ τὸ στενοποιῶ καὶ ἀνατρέπω . Ἰχὼρ ἀχλυόεις : ὁ σκοτεινοειδὴς μολυσμός . ἀχλυόεις : σκοτεινός |
| χρησιμωτάτου πολύ . ὁ Ζεὺς ὁ σωτήρ , ἂν ἐγὼ διαρραγῶ , οὐδέν μ ' ὀνήσει . πῖθι θαρρῶν . | ||
| χρησιμωτάτου πολύ . ὁ Ζεὺς ὁ σωτήρ , ἂν ἐγὼ διαρραγῶ , οὐδέν μ ' ὀνήσει . πῖθι θαρρῶν . |
| πάλιν , χαλκῆν ἢ ὀστρακίνην ; ἀπεφήνατο , οὐδετέραν . Σαρδώνιος γέλως : ἐπὶ τῶν μὴ ἐκ χαιρούσης ψυχῆς γελώντων | ||
| ἄλλαι τε πόλεις πολλαὶ , καὶ Ἰόπη καὶ Λύδα . Σαρδώνιος γέλως : ἐπὶ τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ τῷ σφῶν |
| διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ | ||
| κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ |
| Αἰσχίνης νόμον , μηδενὶ βοηθεῖν , ὃς ἂν μὴ πρότερον βεβοηθηκὼς ᾖ . ἐνταῦθα γὰρ οὔτε κατηγορία ἐστὶν ῥητοῦ , | ||
| ἔλεγε μὴ βοηθεῖν δεῖν , ὃς ἂν μὴ πρότερον ἡμῖν βεβοηθηκὼς ᾖ , ὁ δὲ Δημοσθένης πρὸς τὸ ἔνδοξον , |
| : συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ] καταβάλλεις . ἀλλ | ||
| . τόσα ] ὅσα Ξέρξης . ἄναξ ] ὦ . καταστρέφεις ] τελειοῖς . λόγων ] ἤγουν εἰς τί τὸ |
| ' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
| ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
| ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ; | ||
| τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ |
| φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι | ||
| . , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος |
| βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν | ||
| ' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν |
| τὸν λίθον : καὶ ὅτι ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον ἡρμήνευκεν . . . . νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια : | ||
| ἔμπης . καὶ μόνου δὲ τούτου τῶν ἡρώων τὸ ποτήριον ἡρμήνευκεν , ὡς τὴν Ἀχιλλέως ἀσπίδα . ἐστρατεύετο γὰρ μετ |
| ] ὑποτίθησι κατὰ λέξιν . τὸ δὲ ” τηλέπορόν τι βόαμα “ Κυδίδου τοῦ Ἑρμιονέως κιθαρῳδοῦ ἀπό τινος τῶν ᾀσμάτων | ||
| τηλέπορόν ] μεγαλόφωνον , μακρόν . , μακρόθεν ἀκουόμενον . βόαμα ] βοήν , φωνή . ἐντειναμένους ] γρ . |
| τῆς πόλεως τμήματα . ἀπεργασάμενος . . : . . καταλίποιμι : πλανώμενος γὰρ ἂν ἁπάντῃ τοιοῦτος ὤν πλανώμενος : | ||
| μυθολογίαν . οὔκουν δήπου λέγων γε ἂν μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι : πλανώμενος γὰρ ἂν ἁπάντῃ τοιοῦτος ὢν ἄμορφος φαίνοιτο |
| ] ] πεισθήσομαι , βούλει ἵνα πεισθῶ , ὑπακούω , πεισθῶ , ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον | ||
| εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν ἀργεῖν ἢ ἑτέρους ἐθίζειν ἐγὼ πεισθῶ ; οὐκ ἄρ ' ἐπίστασθαι δόξω τῶν πραγμάτων οὐδὲν |
| , οὐδ ' ὑμεῖς . διὰ τί ; ὅτι οὐ παρακρουσθεὶς οὐδ ' ἐξαπατηθείς , ἀλλὰ μισθώσας αὑτὸν καὶ λαβὼν | ||
| δὲ τοῦτο τῷ σκεπτικῷ , μή πως ὑπὸ τοῦ δογματικοῦ παρακρουσθεὶς ἀπείπῃ τὴν περὶ αὐτοῦ ζήτησιν , καὶ τῆς φαινομένης |
| αὐτῆς νευούσης ἐπί τινα τόπον ὑψηλόν . 〚 τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν : Πρὸς τὴν τῶν παί - δων | ||
| βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε βάλε : θένε θένε θένε . τίς ἁνήρ ; λεῦσσε : τοῦτον αὐδῶ |
| Τυδεΐδης δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους , πολλὸν τῶν ἄλλων ἐξάλμενος : ἐν γὰρ Ἀθήνη ἵπποις ἧκε μένος καὶ ἐπ | ||
| ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . . εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα : ὅτι τὸ βαλεῖν προέμενόν ἐστιν ἐπιτυχεῖν |
| βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός , | ||
| τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία |
| , εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως | ||
| , εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα |
| . κατεστρατοπεδευκὼς [ ] | δὲ τοὺς στρατιώτας ἐκεῖθι μετεπέμπετο Πάγκαλον [ ] , ὃς ἐπιβάτης τῷ ναυάρχῳ Χειρικράτει πεπλευκὼς | ||
| καὶ χρυσίον ἀποτίθεσθαι . κατεστρατοπεδευκὼς δὲ τοὺς στρατιώτας ἐκεῖθι μετεπέμπετο Πάγκαλον , ὃς ἐπιβάτης τῶι ναυάρχωι Χειρικράτει πεπλευκὼς ἐπεμελεῖτο τοῦ |
| : ὅθεν καὶ ἁπτομένης αὐτῆς , ξηρᾶς οὔσης , οὐδὲν βλαπτόμεθα : ἡνίκα μέντοι προστεθῇ αὐτῇ ἐπιτηδεία ὕλη , λέγω | ||
| δεινότερον ἐπάσχομεν , εἰ ἀπὼν ἐτύγχανες , οὗ νῦν παρόντος βλαπτόμεθα . εἰ δ ' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ |
| χάραξ τὴν ἄμπελον : ὅταν τὸ σωζόμενον ὑπὸ τοῦ σώζοντος ἐξαπατηθῇ . Ἔξω γλαῦκες : παροιμία ἐπὶ ἐαρινοῦ καιροῦ : | ||
| ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος τὸ σῳζόμενον ⌈ ἀπατηθῇ Γ [ ἐξαπατηθῇ ] . Γ παροιμία χωρὶς τοῦ “ εἶτα νῦν |
| , καῦσον ἄλλας ἡμέρας γʹ , ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν | ||
| καὶ ἐκπυρὶ αὐτὸν , καὶ γίνεται λευκός . ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΙΣ ΧΑΛΚΟΥ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον |
| ” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
| μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
| μόνον συνουσίας , ἀλλὰ καὶ φιλοσοφίας [ ] . καὶ ἐρασθήσεσθαι δὲ τὸν σοφὸν καὶ πολιτεύσεσθαι , γαμήσειν τε μὴν | ||
| Περὶ δικαιοσύνης καὶ Ποσειδώνιος ἐν πρώτῳ Περὶ καθήκοντος . καὶ ἐρασθήσεσθαι δὲ τὸν σοφὸν τῶν νέων τῶν ἐμφαινόντων διὰ τοῦ |
| οὐχὶ μεμφθήσῃ δὲ σύ . Δίκην φυλάσσου , κἂν δικαίως ἐγκαλῇ . μετέρχεται τὸ δίκαιον εἰς πλεονεξίαν . Ἐὰν πένης | ||
| ἀσθενεῖ δικάζηται αἰκίας , ἢ ἐάν τις ὑβριστὴς ὢν ὕβριν ἐγκαλῇ σώφρονι , ἢ ἐάν τις πάνυ πλουσίῳ δικάζηται πάνυ |
| δεῦρό μοι σκαπαρδεῦσαι . Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης † τοιόνδε τι δάφνας κατέχων † οὐδὲν αἴσιον προθεσπίζων | ||
| λέγων οὑτωσί Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης . καύης δὲ ὁ λάρος κατ ' Αἰνιᾶνάς ἐστιν . ἐρινοῦ |
| ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ . | ||
| ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι |
| τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον | ||
| εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η . |
| οὕτως ἠλιθίως διεκείμην , ὥστε ᾤμην τὴν ἐμαυτοῦ γυναῖκα πασῶν σωφρονεστάτην εἶναι τῶν ἐν τῇ πόλει . Προϊόντος δὲ τοῦ | ||
| , ὃ πάντως αὐτὴν ἀνελεῖν ἔμελλεν . Περιστερὰν δὲ ὀρνίθων σωφρονεστάτην καὶ κεκολασμένην ἐς ἀφροδίτην μάλιστα ἀκούω λεγόντων : οὐ |