ἤπερ πρὸς τὸ ἐννάκις ὑπὸ ΑΔΓ . λόγος δὲ τοῦ τρὶς ὑπὸ ΑΔΓ πρὸς τὸ ἐννάκις ὑπὸ ΑΔΓ , ὃν
λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με . λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος , Κἂν
χύδην τε καὶ ἄστατον ἀμφικυκήσας : πῖνε δὲ μιξάμενος κυάθῳ τρὶς ἀφύξιμον οἴνην . νάρδου δ ' εὐστάχυος δραχμήιον ἄχθος
ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με : καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς .
8551851 δις
١٤ ٥ ٢٦ ٤٠ Ἰστέον , ὅτι τὸ μὲν ῥητὸν δὶς εὑρεῖν ἔστιν , τριχῶς δὲ τὸ ἄλογον : τὸ
ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων , Ἐβλασφήμησεν : τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων ; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
δεκαπέντε , τρὶς ὀκτὼ εἰκοσιτέσσαρες , δὶς πέντε δέκα , δὶς τρεῖς ἕξ , τρὶς τρεῖς ἐννέα : ὑπὸ δυάδος
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου
7615979 τετρακις
† φεύξεσθαι ὀΐομαι αἰπὺν ὄλεθρον . τρὶς μάκαρες μέντοι καὶ τετράκις οἱ μὴ ἔχοντες μήτε κατατρώξαντες ἐνὶ σχολῇ ὅσς '
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς
οὖν τούτων ἐχόντων , φαμὲν οὕτως , πεντάκις παρεγένετο , τετράκις παρεγένετο , οὐ μὴν ἔτι οὕτως , πέντε παρεγένετο
Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ
7196119 ἁπαξ
, τουτέστι μεταβεβλημένη . τριχάϊκες . ἡ μὲν λέξις τῶν ἅπαξ εἰρημένων , “ Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί
οὐρανοῖς , ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει : ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν , ἐκεῖ καὶ ἡ
κατὰ τὴν ψυχήν τι συμβαίνει . τὸ δ ' εἰς ἅπαξ καὶ πρῶτον καὶ μέχρι τινὸς καὶ ἕως τούτου λίαν
ζητήσετέ με , καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν
7073667 πεντακις
ἴσα ἐστὶ τῷ ἀπὸ τῆς ΓΒ τετραγώνῳ : τὰ γὰρ πεντάκις πέντε εἰκοσιπέντε . Ἔστω ἡ ΑΒ εὐθεῖα μονάδων ι
' ὃν τρόπον λελάληταί μοι . εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν . Ὡς δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων
ΓΔΕ : τὸ ἄρα ἐννάκις ὑπὸ ΓΔΕ μεῖζόν ἐστιν τοῦ πεντάκις ὑπὸ ΓΔΕ καὶ τοῦ πεντάκις ὑπὸ ΔΓΕ , τουτέστιν
τῶν ἀγγέλων διὰ τῆς ἐναρέτου αὐτῶν πολιτείας , κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν , καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσωσιν , καὶ
6630672 πλεονακις
[ ] ? [ ] ἕξ . ἀλλὰ νῦν [ πλεονάκις ] : [ ὁ ] γὰρ τρία [ ἐπὶ
ποῦ ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ
καὶ ὁ Ἀρκτοῦρος : μετὰ γὰρ τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν πλεονάκις θεωρεῖται δύνων τε ἐν τῇ αὐτῇ νυκτὶ καὶ προανατέλλων
εἶπεν , Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν ; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ εἰ
5879323 ἑπτακις
[ ἡ ] ὀξύπορος καὶ ὀξύπους . Ἑλλώτια δ ' ἑπτάκις : τὴν προσηγορίαν φασὶ ταύτην ἐσχηκέναι τὴν Ἀθηνᾶν ἀπὸ
τῶν Ἰουδαίων ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη , Σὺ λέγεις . ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
Σιμούνδου , νῦν δὲ Σαλική , πλοῦ μῆκος . οὖσα ἑπτάκις που χιλίων σταδίων , πλάτος δὲ πεντακοσίων . τὰ
εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Ἄνθρωπε , οὐκ οἶδα ὃ λέγεις . καὶ παραχρῆμα ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ ἐφώνησεν ἀλέκτωρ .
5791774 ἑξακις
: πεντάκις γὰρ εʹ κεʹ , πεντάκις κεʹ ρκεʹ , ἑξάκις Ϛʹ λϚʹ , καὶ ἑξάκις λϚʹ σιϚʹ . τῶν
ἐκπορεύεται ; καθαρίζων πάντα τὰ βρώματα . ἔλεγεν δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον :
τῆς ΕΖ τετράγωνον μονάδων οὔσης ἓξ γίνεται μονάδων λϚ : ἑξάκις γὰρ τὰ Ϛ λϚ . ἔστι δὲ καὶ τὸ
το πῶς ἔκαστον διλῆ . Ἄκουσον , δικαιἐ Ἰωάννη : Τὸ προκήμενον ψάλλει Δάδ προἔρχεται τὸ πνευμά σου τῷ ἀγίῳ
5789893 τοσαυτακις
. καὶ ὁσάκις μὲν ὁ Κ τὸν Μ μετρεῖ , τοσαυτάκις καὶ ἑκάτερος τῶν Θ , Η ἑκάτερον τῶν Ν
, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς
συγκυρήματος : ὁσάκις γὰρ ἂν ἀστράψῃ Ζεὺς ἢ βροντήσῃ , τοσαυτάκις ἀπὸ τῆς ἀκρωρείας διὰ φόβον κυλίεται , καθὼς ἱστορεῖ
αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
5643716 ἐννακις
μο οβ . Οἱ τρεῖς τρίς , θ , καὶ ἐννάκις ἐννέα , πα . . Ηὕρηνται ἄρα οἱ β
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
τοῦ τρὶς τρεῖς γίνεται θ τετράγωνος , καὶ ἐκ τοῦ ἐννάκις ἐννέα τοῦ μείζονος καὶ τριπλασίου ὁ τετράγωνος γίνεται μο
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
5597505 δεκακις
ὅτι αὐτῷ , καὶ φανερὸν πεποιήκατε ὅτι οὐδ ' ἂν δεκάκις ἀποθάνῃ , οὐδὲν μᾶλλον κινήσεσθε . τί οὖν πρεσβεύετε
ὁ θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν . πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι
τίκτουσι δὲ πᾶσαν ὥραν τοῦ ἔτους : διὸ δὴ καὶ δεκάκις τοῦ ἐνιαυτοῦ τιθέασιν , ἐν Αἰγύπτῳ δὲ δωδεκάκις .
: εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη , ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν . Ὦ ἀνόητοι Γαλάται , τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν ,
5366045 μαλθακωτατοισιν
, ἐφ ' ἡμέρας τεσσαράκοντα : σιτίοισι δὲ χρήσθω ὡς μαλθακωτάτοισιν . Ἡ δὲ νοῦσος σπερχνή τε καὶ θανατώδης ,
υἱόν ; αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει ἐν βίβλῳ ψαλμῶν , Εἶπεν κύριος τῷ κυρίῳ μου , Κάθου ἐκ δεξιῶν μου
κέγχρον , ἐς ἑσπέρην δὲ σιτίοισιν ὡς ἐλαχίστοισι χρήσθω καὶ μαλθακωτάτοισιν . Ἑτέρη πλευρῖτις : πυρετὸς ἔχει καὶ βὴξ καὶ
ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν . Εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς , Ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε
5339062 κοτυλων
ὄνου γάλα ἑφθὸν δίδου , καὶ πινέτω μὴ ἔλασσον δώδεκα κοτυλῶν : ἢν δὲ ῥώμη περιέχῃ , πλεῖον ἑκκαίδεκα .
. ἐρεῖς οὖν , Ἐξεκλάσθησαν κλάδοι ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ . καλῶς : τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν , σὺ δὲ τῇ πίστει
ἄρξηται ἀνιέναι τινὰ γλισχρότητα , κατὰ μικρὸν ὕδωρ παρεπίχει ἄχρι κοτυλῶν ἕξ , τρίβων εὐτόνως , ἀναλαμβάνων τε τὴν λεπίδα
ἐν πᾶσιν . διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες , τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων : οἱ γὰρ καλῶς
5305014 τετρακι
δύο καμπτῆρες ὅ τε γʹ καὶ ὁ δʹ , ιβʹ τετράκι γʹ ἀποτελεῖται . καὶ μὴν ἐκ τοῦ αʹ βʹ
ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ . ἐπύθετο οὖν τὴν ὥραν παρ ' αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν : εἶπαν οὖν
τέσσαρές εἰσιν πλευραί , ὧν ἑκάστη - ἐστὶν πέντε , τετράκι τὰ πέντε εἴκοσι . καὶ λοιπὸν ἀεὶ προιόντι τὸ
ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε : ἐγὼ οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν
5252690 δεκακι
μιᾶς ἀναγραφέντι τετραγώνῳ : τεσσαρεσκαιδεκάκι γὰρ ιδ ρϘϚ ποιοῦσι : δεκάκι γὰρ ι ρ καὶ τετράκι ι μ , δεκάκι
πάντες τέκνα , ἀλλ ' , Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα . τοῦτ ' ἔστιν , οὐ τὰ τέκνα τῆς
ἀποβολὴ τοῦ ς ἐγένετο , ὡς ἐν τῷ πολλάκι καὶ δεκάκι , καὶ τὸ χωρίς ἀποβάλλον τὸ ς ἐγίνετο χῶρι
ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν
5240054 κοτυλας
. . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς
κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν . εἰ ταῦτα οἴδατε , μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά . οὐ
ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ
ἄμεμπτος . [ ἀλλὰ ] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ
5235084 δραχμαις
τρὶς ἁλῷ τις , ἐὰν δ ' ἅπαξ , ζημιοῦσθαι δραχμαῖς ἑκατόν . Ἀτίμητος δίκη , ἡ τοσούτου οὖσα ὅσου
ὁ θεός . τὰς ἐντολὰς οἶδας : Μὴ μοιχεύσῃς , Μὴ φονεύσῃς , Μὴ κλέψῃς , Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς , Τίμα
Περσῶν : καί φησί γε Καλλισθένης ὑπ ' Ἀθηναίων χιλίαις δραχμαῖς ζημιωθῆναι Φρύνιχον τὸν τραγικόν , διότι δρᾶμα ἐποίησε Μιλήτου
' αὐτόν . εἶπεν δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος , Μὴ φοβοῦ , Ζαχαρία , διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου
5190219 ὀβολων
ὃν μεθυόντων προσέλαβον ὑμῶν , χοᾶς τρεῖς , δέκ ' ὀβολῶν ὁ χοῦς . Ἱκέσιος δ ' ἐν βʹ περὶ
ὑμᾶς , καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο , ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς
ἐσθίουσιν , ὅσα δὲ ἀφροδισιάζουσιν , ὅπως δὲ περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον ; ” Τὸ δὲ πάντων δεινότατον ,
ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . Καὶ ἐπηρώτων
5175582 δεκ
μέγ ' ἄριστος ὀκτώ τ ' , ἀμφοτέρων τέσσαρα καὶ δέκ ' ἔτη : τῇ δ ' ἐνάτῃ ἔτι μὲν
τῶν Φαρισαίων τινές , Οὐκ ἔστιν οὗτος παρὰ θεοῦ ὁ ἄνθρωπος , ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ . ἄλλοι [
καὶ ἐφημερὶς ἡ θρυλουμένη οὕτως ἔχουσα : τίθει μαγείρῳ μνᾶς δέκ ' , ἰατρῷ δραχμήν , κόλακι τάλαντα πέντε ,
. ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός , ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ . οἷος ὁ χοϊκός , τοιοῦτοι καὶ
5174051 ἡμερης
ὁδὸν ἀπέχοντας ἀπὸ τοῦ Ἴστρου , οὗτοι μὲν τούτους εὑρόντες ἡμέρης ὁδῷ προέχοντες ἐστρατοπεδεύοντο τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα λεαίνοντες
εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν . εἶπεν οὖν [ αὐτοῖς ] ὁ Ἰησοῦς ,
ἵζηται , ὕδατι θερμῷ διανίζειν : λούεσθαι δὲ διὰ τρίτης ἡμέρης . Ἑτέρη θεραπείη : ἐκβαλὼν τὴν ἕδρην ὡς μάλιστα
οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς . καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς , Ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ
5123673 λαμβανετω
τρανότερα εἶναι τῆς νῦν προκειμένης πραγματείας , παρ ' ἐκείνου λαμβανέτω . τρανότερα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ περὶ τῶν
πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ . αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις , ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν
οὐγ . ʹʹ βδελλίου . . . οὐγ . ʹʹ λαμβανέτω τούτων πρὸς τὴν δύναμιν ὁ κάμνων γρ . γʹ
κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ αὕτη συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ ' αὐτοῦ , μὴ ἀφιέτω αὐτήν
5099681 δραχμης
τοῖς ἐπὶ πλήθει χυμῶν ταὐτὸν πάσχουσι δι ' ὀξυκράτου ὅσον δραχμῆς , καὶ ἔξωθεν δὲ τῷ στομάχῳ ἐπιτιθέμενον ἐπ '
διάκονός ἐστιν σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν . ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς , φοβοῦ : οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν
δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν αὐλεῖ , τεττάρων δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος
γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν , ἀλλὰ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω . εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω [
5091683 ἐτεων
, οἷά τε πολλὰ ἑξείης στιχόωντα παρέρχεται αὐτὰ κέλευθα ἀνομένων ἐτέων . τά τις ἀνδρῶν οὐκέτ ' ἐόντων ἐφράσατ '
τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ κατ ' οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι , ὤμοσεν καθ
ἁρμονίης δὲ μέτρον ἔχων ῥιζοῦτο καὶ ὤπασε μέτρον ἑκάστωι ἀενάων ἐτέων ἕλικα δρόμον ἡνιοχεύων , τηλεπόρωι σοφίηι κοσμήτορι πάντα φυλάσσων
καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ : ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν , νῦν δὲ
5079771 ὀκτακις
αἱ ἡμέραι πολυπλασιασθεῖσαι ἀποτελοῦσιν ὅλας ἡμέρας καὶ ὅλους μῆνας : ὀκτάκις δὲ πολυπλασιασθεῖσαι ἀποτελοῦσιν ἡμέρας μὲν Ϛ , μῆνας δὲ
δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς , Ἐπερωτῶ ὑμᾶς , εἰ ἔξεστιν τῷ σαββάτῳ ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι , ψυχὴν σῶσαι ἢ
ὑπεροχὴ τοῦ ἡλιακοῦ ἐνιαυτοῦ ἡμερῶν ια δʹ : αὗται δὲ ὀκτάκις πολυπλασιασθεῖσαι συνεπλήρουν ἂν τοὺς γ μῆνας τοὺς ἐμβολίμους .
καὶ ἐγερεῖ ; πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου . ὥστε ἔξεστιν τοῖς σάββασιν καλῶς ποιεῖν . τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ
5053275 κυαθους
, οὐχ ὡσαύτως δὲ πινόμενον , ἀλλὰ δεῖ ποιῆσαι τρεῖς κυάθους , τὸν μὲν ἕνα μέλιτος , τὸν δ '
. Καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον [ ἡμέρας ] . Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν
κυάθῳ : τουτέστι τρίτον τῷ κυάθῳ ἀντλούμενον , οἷον τρεῖς κυάθους . * ἀφύξιμον : ἀπνευστί πότιμον εὐσταθέος δέ ,
. καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν , Τέκνον , ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνι . ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν
5047880 μελιτωδους
ὥραν μίαν , σόρωσον καὶ πάλιν ἕψε τὸ ὑγρὸν ἕως μελιτώδους συστάσεως , καὶ χρῶ ἐμμότῳ ἀποθεὶς ἐν ὑελίνῳ σκεύει
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας
τὸ ὄξος καὶ ἐπιβαλόντες μέλιτος ἀττικοῦ οὐγκίας πεντεκαίδεκα ἕψομεν μέχρι μελιτώδους συστάσεως καὶ λειοτάτην τὴν ἀλόην ποιήσαντες ἐν τῇ θυείᾳ
ἀντίχριστος , ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν . πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει :
5045437 κυαθων
ἄλλο . πάνακος ῥίζαν κόψας δὸς νήστει ἐν ὕδατι θερμῷ κυάθων γʹ . κοχλιάριον αʹ . [ Πρὸς σπληνικοὺς ,
. Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν
πιόντες γὰρ ἔτι διψῶσι καὶ ἄρχονται μὲν ἀπὸ τῶν βραχυτέρων κυάθων , προϊόντες δὲ ταῖς μείζοσιν οἰνοχόαις ἐγχεῖν παραγγέλλουσιν :
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον ; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη
5000731 πινετω
, καὶ αὐτῇ προσάγων τῇ θηλῇ τὸ στόμα τοῦ ζώου πινέτω τὸ γάλα : βοηθήσειε δ ' ἂν καὶ τὸ
σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν
τεύτλου λιπαροῦ δύο τρυβλία ἐκφαγέτω ἄλφιτα παραπάσας : οἶνον δὲ πινέτω λευκὸν , ὑδαρέα , γλυκὺν καὶ νῦν καὶ μετὰ
δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη , Ἐπιτρέπεταί σοι περὶ σεαυτοῦ λέγειν . τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο ,
4995159 μετρητην
τὸν ἀμφορέα ξεϲτῶν λϚʹ , κοτυλῶν μηʹ : τὸν δὲ μετρητὴν ξεϲτῶν οβʹ , κοτυλῶν ϘϚʹ : τὸν δὲ μέδιμνον
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
τρεῖς τῆς βραχείας ἡμέρας : πίνει δ ' ἕνα καλῶν μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
4973471 μηνων
, ὅτι μὴ διὰ Φωκέας Χερρόνησος σῴζεται ἡ πρὸ τεττάρων μηνῶν σῳζομένη , μέτεισιν ἐπὶ τὸ βίαιον δεικνὺς τὸ ἐναντίον
ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν , οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν . πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ
Ῥωμαίων στρατιᾷ διμήνου παρέξειν , καὶ χρήματα εἰς ὀψωνιασμὸν ἓξ μηνῶν , ὡς ὁ κρατῶν ἔταξε . καὶ ὁ μὲν
περὶ πάντων , ὦ Θεόφιλε , ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις
4965203 φαγετω
δὲ πινέτω : τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἔλασσον ἢ ὡς μεμαθήκει φαγέτω , καὶ πινέτω οἶνον μέλανα , ἡδὺν , αὐστηρὸν
κατακύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν . οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ ' εἷς ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέ - ρων
ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰῶνας . Ἀμήν . Μηδεὶς δὲ φαγέτω μηδὲ πιέτω ἀπὸ τῆς εὐχαριστίας ὑμῶν , ἀλλ '
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν . εἷς γὰρ θεός , εἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ ἀνθρώπων , ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς
4963173 διαλιπων
γ λαύρως , ὁ σκυτεὺς , ἐκρίθη ἑβδομαῖος : μίην διαλιπὼν , μίην ἐλάμβανεν αὖθις : τετάρτῃ ἐκρίθη . Ἄλλος
λῃστῶν , κινδύνοις ἐκ γένους , κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν , κινδύνοις ἐν πόλει , κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ , κινδύνοις ἐν
τοῦτο πάλιν αὖθις καὶ αὖθις βάπτων τὸ αὐτὸ ποίει μηδένα διαλιπὼν χρόνον . εὔδηλον δ ' , ὅτι τούτου γενομένου
: ὁδοιπορίαις πολλάκις , κινδύνοις ποταμῶν , κινδύνοις λῃστῶν , κινδύνοις ἐκ γένους , κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν , κινδύνοις ἐν
4959510 πρωϊ
: οἵτινες ἐγίνοντο , ὅτε ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη πρωῒ ὑπὲρ γῆς φαίνονται . Ἢ ὅτι ἐκόμιζον αὐτὸν ,
ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον
, ὤτων ἦχος καὶ ῥινῶν ἔμφραξις καὶ ὀφθαλμοὶ δακρύουσι τῷ πρωῒ , τινὲς δὲ καὶ ἀμβλυωποῦσιν : ὅτε ταῦτα γίγνονται
ὁ τὰ δύο ἐκέρδησεν ἄλλα δύο . ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν γῆν καὶ ἔκρυψεν τὸ ἀργύριον τοῦ
4938998 πρωϊος
ἡ μὲν οὖν τῆς συκαμίνου [ αὔξησις ] διὰ τοῦτο πρώϊος . ὡς δὲ Μ . φησίν , ἡ μὲν
αὐτῶν λέγοντες αὐτῷ : ποῦ ἔστιν ἡ δύναμίς σου ; πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς
τοῦ ι γράφονται : οἷον , ἶφι ἴφιος : πρωῒ πρώϊος : σχεδὸν σχέδιος : ἐκτάδην ἐκτάδιος : ἀμφαδὸν ἀμφάδιος
Οὐχ ἰδοὺ ἅπαντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι ; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ
4934625 πεπλευκεν
ἔχων , πάντα ταῦτα παθών , οὐ πάρεστιν , οὐ πέπλευκεν , ἵν ' ἐκεῖθεν ἔξωθεν μακρόθεν ἀπεστραμμένος ? κλαύσῃ
πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν . ὅτι πᾶν κτίσμα θεοῦ καλόν , καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον , ἁγιάζεται
ἓξ ἔχων ἀποίσεται . νόμῳ τεθαύμακ ' , οὐκ ἐπεὶ πέπλευκεν , ἀλλ ' εἰ δὶς πέπλευκεν . μαινόμεθα πάντες
σκανδαλίζει σε , ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : καλόν σοί ἐστιν μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν , ἢ
4928937 ἑξ
ἔχομεν ἀπὸ ἐμπειρίας ἓξ μηνῶν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα ἓξ μηνῶν δεῖξαι . τινὲς δὲ ἱστοροῦσιν ηʹ ἡμερῶν ἔκτασιν
κρίνειν ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ,
ὁ ὀκτὼ πρὸς τὸν ἕξ : καὶ γὰρ αὐτὸν τὸν ἓξ περιέσχηκε καὶ τὸ τρίτον αὐτοῦ , τουτέστι τὴν δυάδα
πάντα . καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : ἀπὸ τότε οὐκ ἔστιν πόνος , οὐκ
4923243 δραχμην
ᾖ , τῆς δάφνης ὅσον πόσιν , τῆς ἐδώδεος ὅσον δραχμήν . Ἕτερον : σκαμμωνίης ὅσον πόσιν τρίψας , διεῖναι
, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν : καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες , Ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος
αὐτοῦ ἐν γραμματείῳ τὸ ἔγκλημα καὶ τὸ τίμημα καὶ παραθέντος δραχμήν : ἐλάμβανον δὲ καὶ ἑτέραν ὑπὲρ τῆς ἀντωμοσίας .
τὸν ὄχλον ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι καὶ οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν : καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
4917192 εἰκοσιν
τῷ πρεσβυτέρῳ λέλεκται . ἀπὸ Κάλπης λιμένος εἰς Ῥόην στάδιοι εἴκοσιν : ὅρμος ναυσὶ μικραῖς . ἀπὸ Ῥόης εἰς Ἀπολλωνίαν
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς : καὶ ἦλθον ἰδεῖν τί ἐστιν τὸ γεγονός . καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν
Ἀλκιβιάδης οὗτος νῦν ἐπιχειρεῖ πρῶτον μὲν ἔτη οὐδέπω γεγονὼς σφόδρα εἴκοσιν , ἔπειτα παντάπασιν ἀπαίδευτος , πρὸς δὲ τούτοις ,
τῷ θελήματι τοῦ θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς . ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς , ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς
4914240 κοτυλαις
, ὡς κυάμου μέγεθος , ὁμοίως μετὰ οἴνου διηθηθέντος ἐν κοτύλαις δυσὶ διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχέας θεραπεύσεις . Ῥάμνου φύλλα
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων , ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν , ἄλλη δὲ σὰρξ πτηνῶν , ἄλλη δὲ ἰχθύων . καὶ
ἐστὶν ἡ κάπηλις ἡ ἐκ τῶν γειτόνων , ἣ ταῖς κοτύλαις ἀεί με διαλυμαίνεται . καὶ τὸ κοτυλίζειν εἴρηται μὲν
ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου . Τῇ δὲ ἐπαύριον
4881512 ἑψει
. ὄξους κοτύλης τὸ ἥμισυ , ὕδατος κοτύλην αʹ . ἕψει ἕως εἰς τρίτον κατέλθῃ μέρος καὶ δίδου εὐπέπτῳ ὄντι
ἀδελφῷ αὐτοῦ . ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ
τὸ ἐξυμενισθῆναι , καὶ συλλειώσας ἐπιμελῶς , βαλὼν εἰς κακκάβην ἕψει κινῶν σπάθῃ φοινικίνῃ ἀφῃρημένῃ τοῦ φλοιοῦ τοῦ χλωροῦ τοῦ
. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα : πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
4867367 μισγων
ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν . Ὅτι μίλτον ὕδατι μίσγων τις δύναται πλάνην ποιῆσαι , ὡς ἤδη ἀπεγνώσθη τῆς
καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει
ἀντίλυτρον δήεις κρατερώτατον εἶναι . Κόψας δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων , καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης αὐχμούς
λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ ,
4846448 κυαθῳ
: ἄνιε δὲ τὸ φάρμακον ὕδατι θερμῷ ἑνὶ καὶ ἡμίσει κυάθῳ . πιόντα δέ , εἰ μηδὲν κωλύοι , χρὴ
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἡ ὑπομονὴ
συνταράξας * μιξάμενος : ἐνώσας κυάθῳ : τουτέστι τρίτον τῷ κυάθῳ ἀντλούμενον , οἷον τρεῖς κυάθους . * ἀφύξιμον :
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : θεώρησον , δίκαιε Ἰωάννη . καὶ ἀτενίσας εἶδον ἀρνίον ἑπτὰ ὀφθαλμοὺς ἔχοντα καὶ
4838425 ἀρτιος
τὰ τρία εἴδη ἄρτια καλοῦνται , καὶ γὰρ ὁ ἀρτιάκις ἄρτιος , ὁ ἀρτιοπέριττος καὶ ὁ περισσάρτιος . συμβέβηκε δὲ
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
εἶναι ἀριθμόν ; διότι πᾶς ἀριθμὸς ἢ περιττός ἐστιν ἢ ἄρτιος . καὶ πᾶς ἄρτιος δύναται εἶναι , ἡ δὲ
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
4818810 ἑπταγωνος
τὸ πρῶτον αʹ . ὁ δ ' ὑπ ' αὐτὸν ἑπτάγωνος ὁ ιηʹ ἐκ τοῦ ὑπὲρ αὐτὸν ἑξαγώνου τοῦ ιεʹ
γε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν ἀλλ ' οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀφῆκεν τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν .
τρίγωνον τὸν γʹ . ὁ δ ' ὑπ ' αὐτὸν ἑπτάγωνος ὁ λδʹ σύστημά ἐστι τοῦ ὑπὲρ αὐτὸν ἑξαγώνου τοῦ
ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ ' αὐτοῦ ᾖ . καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν , ἀλλὰ λέγει αὐτῷ , Ὕπαγε εἰς τὸν
4802520 μετρειται
ἴσον καὶ μεμετρημένον ὀργυιᾷ . * περιβάλλεται : εἰκάζεται , μετρεῖται ἔχει εἰκάζεται * ὅσσον : πλάτος αἰγανέη δὲ τὸ
δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης
ἀπὸ τῆς πυγμῆς : ἐπεὶ μὴ ὥσπερ ὁ πῆχυς προτεταμένους μετρεῖται δακτύλους , οὕτω καὶ ὁ πυγὼν , ἀλλὰ συνεστρωμμένη
σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς
4789970 κοχλιαριον
τε μίξαϲ ἀπόθου , καὶ ἐπὶ τῆϲ χρείαϲ ἐπίπαττε ὅϲον κοχλιάριον μεϲτὸν τοῖϲ ὄψοιϲ ἢ μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ ἢ
οὐκ ἀνθρώποις , εἰδότες ὅτι ἕκαστος , ἐάν τι ποιήσῃ ἀγαθόν , τοῦτο κομίσεται παρὰ κυρίου , εἴτε δοῦλος εἴτε
ποιεῖ . ἄλλη ἀντίδοτοϲ ϲκορπιοπλήκτοιϲ : ἀριϲτολοχίαϲ μακρᾶϲ λείαϲ δίδου κοχλιάριον ἓν μετ ' οἴνου ἀκράτου κυάθων τεϲϲάρων : ἐνεργεῖ
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν , καθὼς γέγραπται , Ἐσκόρπισεν , ἔδωκεν τοῖς πένησιν
4789736 τρι
ἁρμονία πέντε ἐπογδόων καὶ δυοῖν διέσεοιν . δι ' ὀξειᾶν τρί ' ἐπόγδοα καὶ δίεσις , συλλαβὰ δὲ δύ '
εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη , Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι . οἱ δὲ
σημεῖον δὲ λέγουσιν ὅτι οἱ μὲν ἀθληταὶ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ τρί ' ἡμιχοίνικα μόλις ἀναλίσκουσιν , Ἀθήναζε δὲ ὅταν ἔλθωσι
Εἰ ἔξεστίν μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ ; ὁ δὲ ἔφη , Ἑλληνιστὶ γινώσκεις ; οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ
4782215 προτεροιο
ὄφρα σφι πνοιή τε μένῃ ποτὶ βυσσὸν ἰοῦσιν ἀσκηθής , προτέροιο δ ' ἀναψύξωσι πόνοιο . ἀλλ ' ὅτ '
αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ
' ὁπότ ' ἀργιόδουσιν ὁμῶς συσὶ νήπια τέκνα σταθμοῦ ἀπὸ προτέροιο ποτὶ σταθμὸν ἄλλον ἄγωσιν ἀνέρες ἐγρομένῳ ὑπὸ χείματι ,
μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην
4774373 τετρατον
μὲν ἔληθον ἐγὼ καὶ ἔπειθον Ἀχαιούς : ἀλλ ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι , [ μηνῶν φθινόντων
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ
μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς : ἀλλ ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι , καὶ τότε δή
οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις .
4767548 κοτυλην
τοῖσιδε δεῖ κλύζειν : ἁλὸς δραχμίδα τρίψας , παραμῖξαι ἐλαίου κοτύλην καὶ ἀπὸ κριθέων ἑφθῶν δύο κοτύλας , εἶτα οὕτω
ἐργάζομαι . διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι , ὅτι οὐ μόνον ἔλυεν τὸ σάββατον ἀλλὰ καὶ
μέτρον εἶναι ἢ πάλιν δύο μόνων , ἐπειδὴ καὶ τὴν κοτύλην εἴκοσι κοτύλας ἐνδέχεται νοεῖν , ὅσαις παρεκτείνεται , καὶ
καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς , ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ
4761748 ὀβολον
βᾶριν καλεῖσθαι , τὸ δ ' ἐπίβαθρον [ νόμισμα τὸν ὀβολὸν ] τῷ πορθμεῖ δίδοσθαι , καλουμένῳ κατὰ τὴν ἐγχώριον
περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἐκέκραξα ἐν αὐτοῖς ἑστὼς ὅτι Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ἐφ ' ὑμῶν .
κικίδα , σμύρναν , σίδιον , ῥητίνην , πόλιον , ὀβολὸν ἑκάστου , ἐν μέλιτι τρίψασα , προσθέσθω ἐπὶ τρεῖς
ἐκλήθη , ἀδελφοί , ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ θεῷ . Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν κυρίου οὐκ ἔχω , γνώμην
4756422 ὀσφρεσθαι
τυχεῖν , τούτων δὲ δραχμὰς τοὐλάχιστον δώδεκα ἢ πλέον ἀναλώσασιν ὀσφρέσθαι μόνον : οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον
ἵνα μὴ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ βλασφημῆται . τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν : περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν
γὰρ ὁ γλάμων ἔχει . Προσένεγκέ μοὐγγὺς τὸ στόμ ' ὀσφρέσθαι τὸ σόν . Σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη . Πείσανδρος εἰς
ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθεν . προσελθὼν δὲ τῷ ἑτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως . ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν , Ἐγώ , κύριε
4753990 ἐμεσατω
, εἶτα λουσαμένη φάκιον πιοῦσα καὶ μέλι καὶ ὄξος ξυμμίξασα ἐμεσάτω , καὶ ῥοφέειν ἄλευρον δοῦναι , καὶ ἐπιπιεῖν οἶνον
με εἰς τὴν κολυμβήθραν : ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει . λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ,
μέλι καὶ ὄξος μίξας : ἐπὴν δ ' ἐμπλησθῇ , ἐμεσάτω : ἔπειτα λουσάμενος θερμῷ , ἐπὴν ψυχθῇ , πιέτω
ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ ὀκταήμερος
4746284 ξεστας
ἕψομεν , μέχρι τὸ τρίτον ἀπολειφθῇ , εἶτα προσεπιχέαντες γλεύκους ξέστας Ϛ καὶ ἀψινθίου ἡμίλιτρον ἐπιμελῶς μίξαντες καταγγίζομεν καὶ ἀποτιθέμεθα
τινες αὐτῶν ἐξεπείρασαν , καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλλυντο . μηδὲ γογγύζετε , καθάπερ τινὲς αὐτῶν ἐγόγγυσαν , καὶ ἀπώλοντο
δὲ καὶ οἴνου ἐμβάλλουσι παλαιοῦ εἰς τὸν ξέστην τῶν ἰχθύων ξέστας βʹ . Εἶτα εἰ βούλει εὐθέως χρήσασθαι τῷ γάρῳ
λέγω ὑμῖν , μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε , μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε . ἡ γὰρ ψυχὴ πλεῖόν
4737512 διδου
ἢ κροκομάγματι ἢ πρίσμασι μετὰ στυπτηρίας καὶ οἴνου εὐώδους . δίδου δὲ σκολύμου ῥίζαν ἡψημένην πίνειν . Στόματι δ '
ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων : ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον , σεαυτὸν κατακρίνεις , τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
. . . οὐγγ . αʹ ʹʹ . γράμματα ἓξ δίδου ἐν τοῖς διαλείμμασιν ἑσπέρας , ὡς ἂν βούλωνται .
νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον , βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ
4731078 ὀκτω
δίδου καὶ ὕδωρ ἐπιρροφεῖν . Σκίλλης ὠμῆς τοῦ ἐγκαρδίου δραχμὰς ὀκτώ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος τὸ ἴσον , ἴρεως δραχμὴν μίαν
τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπαν πρὸς αὐτόν , Διδάσκαλε , ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου . καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν
δὲ δύο καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ τοῦ τρίτου μῆνας ἐπέλαβεν ὀκτώ , ὡς λέγει Ἀριστόβουλος : ἐβασίλευσε δὲ δώδεκα ἔτη
ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσιν λόγῳ . καὶ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ , Διδάσκαλε , οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι
4728504 ὀλυνθων
οὐκ ἀναφύει . Συκῆ εὔκαρπος μένει πεντεκαιδεκάτης οὔσης τῆς θεοῦ ὀλύνθων αὐτῇ περιαφθέντων ἢ καὶ φυκίων αὐτῇ περιαφθέντων θαλασσίων ἢ
ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν ,
μετὰ δὲ τὸ φάρμακον τὰς ὑστέρας κλύσαι τῷ ἀπὸ τῶν ὀλύνθων , καὶ μετακλύζειν στρυφνοῖσιν : ἢν ταῦτα παθοῦσα ὑγρανθῇ
σπείρων ἐπ ' εὐλογίαις ἐπ ' εὐλογίαις καὶ θερίσει . ἕκαστος καθὼς προῄρηται τῇ καρδίᾳ , μὴ ἐκ λύπης ἢ
4712969 ἀπεφθῳ
πολίου , ἐχίου , εὐπατορίου , ἀρκευθίδων ἴσα ἀναλάμβανε μέλιτι ἀπέφθῳ . δίδου Ποντικοῦ καρύου τὸ μέγεθος . ἔνιοι καὶ
δίδραχμα ; λέγει , Ναί . καὶ ἐλθόντα εἰς τὴν οἰκίαν προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων , Τί σοι δοκεῖ
καὶ σεσησμένου ἐμπάσσεσθαι μελικράτου κυάθοις ε ἢ ἓξ ἢ μέλιτι ἀπέφθῳ ἀναλαμβάνειν μετ ' ὀλίγου πεπέρεως . τῆς δὲ κολοκυνθίδος
πότε ὁ καιρός ἐστιν . ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν ,
4695828 παραχεων
οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις ; ἐγὼ δὲ λίτρον παραχέων ἔρχομαι . κἀγὼ δὲ παρακορήσων . σπονδὰς δ '
: γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος
πυρέσσουσιν ἐν μελικράτῳ , τοῖς δ ' ἄνευ πυρετῶν οἴνου παραχέων . ἡ δὲ κέγχρος καὶ ἡ μελίνη τριβομένη μάλιστα
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ
4689207 μετρουμενον
πάλιν τοῦ περιττοῦ τὸν μὲν πρῶτον τὸν ὑπὸ μονάδος μόνον μετρούμενον ὡς τὸν τρία , τὸν ζ , τὸν δὲ
' αὐτοῦ , καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι , Δὸς τούτῳ τόπον , καὶ τότε ἄρξῃ
: ὥσπερ γὰρ λέγεται καὶ τὸ μέτρον ξέστης καὶ τὸ μετρούμενον , οὕτως ἔφασκον καὶ τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰσθητὰ
ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ . καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἀφεθήσεται αὐτῷ
4684489 πεντ
ἐκ παίδων συγγυμνασίαν . ὁ μὲν γὰρ Ἐμπεδοκλῆς κρηνάων ἀπὸ πέντ ' ἀνιμῶντά φησιν ἀτειρέι χαλκῷ δεῖν ἀπορρύπτεσθαι : ὁ
πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων
Ἄρατος , ὅταν λέγηι : οἱ δ ' ἐπιμὶξ ἄλλοι πέντ ' ἀστέρες , οὐδὲν ὁμοῖοι , ἔμπαλιν εἰδώλων δυοκαίδεκα
οὐδέν ; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν . ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη , ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον . Κατὰ
4681598 διηθηϲαϲ
τὸ πορφυρίζον ἄνθοϲ τρῖβε μεθ ' ὕδατοϲ ἐλαχίϲτου , καὶ διηθήϲαϲ δι ' ὀθονίου ἔνϲταζε τῷ ὀφθαλμῷ τὸν χυλὸν δὶϲ
τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ
καὶ τοῦτο κάλλιϲτον : ϲτυπτηρίαϲ ὑγρᾶϲ ἡλίκον κύαμον ὕδατι διαλύϲαϲ διηθήϲαϲ τε δι ' ὀθόνηϲ πότιζε ἐπὶ τρεῖϲ ἡμέραϲ ἢ
αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ
4663545 ἑπτ
ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρεσφόντῃ [ . ] : καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν . ὁμοίως
διακριθῆτε , οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε , ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε , Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς
μυρίαι τὸν αὐτὸν ἐξήντλησαν ὡς ἐγὼ βίον . καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν † ὠνητέραν
σώσει τὸν κάμνοντα , καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος : κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς , ἀφεθήσεται αὐτῷ . ἐξομολογεῖσθε οὖν
4660659 ἡμερας
ἐνδιεσκευνῶς * εἰς Αἴγυπτον . Παράπλους δὲ τῆς Ἰστριανῶν χώρας ἡμέρας καὶ νυκτός . ΛΙΒΥΡΝΟΙ . Μετὰ δὲ Ἴστρους Λιβυρνοί
ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν [ τινα ] καταπιεῖν : ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει ,
τοῦ συμβαίνοντος διχομηνίαν ἐκάλεσαν : καὶ καθόλου δὲ πάσας τὰς ἡμέρας ἀπὸ τῶν τῆς σελήνης φωτισμῶν προσωνόμασαν : ὅθεν καὶ
ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν
4646250 ἑφθου
προσκαλουμένοις , οἷον πηγάνου σπέρματος καὶ κυμίνου ἴσῳ μετὰ μέλιτος ἑφθοῦ καὶ νίτρου ὀλίγου : ἀσιτία δὲ ἀναγκαία τῷ πάθει
ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς
ϲυντίθεται καὶ διὰ κυμίνου καὶ πηγάνου καὶ νίτρου καὶ μέλιτοϲ ἑφθοῦ , ἐφ ' ὧν μᾶλλον πνευμάτωϲιϲ ἐνοχλεῖ . καὶ
: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος , ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα . λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι , ὁ λαλῶν σοι
4641955 προσθες
κυητήριον : ἐκ νίτρου καὶ λιβανωτοῦ βάλανον ποιήσας ἐν μέλιτι πρόσθες . Προσθετὸν καθαρτήριον μαλθακτικόν : ἰσχάδα λαβὼν , ἑψήσας
Διδάσκαλε , εἰπέ , φησίν . δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι : ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια , ὁ δὲ
. Ἢ κυμίνου φύλλα ἐν οἴνῳ τρίψας , ἐν εἰρίῳ πρόσθες . Ἢ γῆς λευκῆς ὅσον πόσιν . Ἢ λευκὴν
καὶ μὴ ἐγκακεῖν , λέγων , Κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν θεὸν μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος
4638992 μηνας
Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς τὴν ἐκ τῆς βίας ἅλωσιν ,
Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα καὶ μὴ ἀφῇ τέκνον , ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς
τοῦ Ἑρμοῦ ἔλαβεν Ἀφροδίτη μῆνας ηʹ , ἑξῆς Ἄρης ἐνιαυτὸν μῆνας γʹ , εἶτα Τοξότης ἐνιαυτὸν αʹ : καὶ τὸ
. ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος
4630349 ἁπλοος
ἐς πάμπαν αὐτῆς μνήσεαι . Ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς οὐκ ἁπλόος ἐστίν , ἀλλὰ ἐν αὐτῷ θάλαμος ἄλλος πεποίηται .
καθαρισθήσομαι , πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι . καὶ πάλιν εἶπεν : πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται , καὶ πᾶν ὄρος
, ἀλλὰ παράγωγα ἁπλᾶ , ἀπὸ τοῦ ἅπαξ κατὰ παραγωγὴν ἁπλόος καὶ ἐν συναιρέσει ἁπλοῦς , καὶ ἀπὸ τοῦ δίς
ἐπεὶ εἰς προφήτην αὐτὸν εἶχον . Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λέγων , Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία
4606486 ἐμεετω
ἂν ἱδρῷ μάλιστα , καὶ ὁκόταν ἔμετος αὐτὸν ἔχῃ , ἐμεέτω προθύμως καταματτευόμενος πτερῷ : ἢν δὲ μὴ δύνηται ἐμέσαι
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
πτισάνης χυλόν : ἢν σφόδρα δὲ εὐημὴς ᾖ , καὶ ἐμεέτω : κλυσμὸς δὲ ἄριστος ὁ διὰ ναρκίσσου : προσθετὸν
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
4604832 δυοκαιδεκα
ἀριστεύοντα μάχας . . Αἴας δ ' ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας . στῆσε δ ' ἄγων , ἵν '
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη ; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι ; ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν , Οἴδαμεν ὅτι οὗτός
' Ἀθάνας ἑστᾶσιν καλὸν δῶρον Ἰτωνιάδος , πᾶσαι χάλκειαι , δυοκαίδεκα , Φράδμονος ἔργον , καὶ πᾶσαι γυμνῶν σκῦλον ἀπ
ἀπαγγέλλων ὅτι Ὄντως ὁ θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν . Τί οὖν ἐστιν , ἀδελφοί ; ὅταν συνέρχησθε , ἕκαστος ψαλμὸν
4604484 καταπασσε
β , ἀρσενικοῦ ⋖ α . ὃ βούλῃ σῆψαι ξηρῷ κατάπασσε : εἰ δὲ χοιράδας ἀναιρεῖν ἢ καρκινώματα βούλῃ ,
ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα ἐπ ' ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ . Μετὰ δὲ
φακοὺς καὶ ὀρόβους ἑψήσας ἐν ὕδατι , τρίψας λείους , κατάπασσε πέντε ἢ ἓξ ἡμέρας : τῇ δὲ ἑβδόμῃ σπόγγον
σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν , ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
4602220 κυαθου
. ποτήματα δὲ τούτοιϲ ἁρμόζει ὄξουϲ κύαθοϲ α μετὰ κεδρίαϲ κυάθου α καὶ χυλοῦ κράμβηϲ ὠμῆϲ κύαθοι β : μιγέντα
Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς : συντρίψασα τὴν
δὲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποτηρίου κατὰ μικρόν , οὐ πλεῖον κυάθου : πυκνότερον δὲ τοῦτο ποιοῦσι . περιφέρει δὲ ὁ
ἔθαψαν . Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς εἰσῆλθεν . ἀπεκρίθη δὲ
4600941 τριωβολον
βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν
. καὶ καθίσας ἐφώνησεν τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων
τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ
προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν , ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ
4599749 ἑψησαι
ὅτι ἴσον εἴη πεῖσαι , ὅπερ ἂν τὸ λεγόμενον λίθον ἑψῆσαι , Ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς λόγους , ἦν δ
πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων
τε τὴν οἰκίαν προδραμεῖν καὶ φακῆν εἰς τὴν χύτραν ἐμβαλόντα ἑψῆσαι , ἐκεῖνος ἀπελθὼν κόκκον ἕνα φακῆς εἰς τὴν χύτραν
μαρτυρῆσαι . Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντες συστροφὴν οἱ Ἰουδαῖοι ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πίειν ἕως οὗ ἀποκτείνωσιν τὸν
4593457 ἀμβολαδην
τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει , τηνικαῦτα δὲ ζέει ἀμβολάδην : παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες καὶ ψύχεται μέχρι ἐς
δοῦλον , ἀδελφὸν ἀγαπητόν , μάλιστα ἐμοί , πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν κυρίῳ . Εἰ
ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται δέ οἱ ὕδωρ ἀμβολάδην : φαίης κεν ὑπ ' οἴδμασι πᾶσαν ἀϋτμὴν κευθομένην
οἱ ἀρχιερεῖς . οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς . ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν
4580333 ἐπιπινειν
πίνειν , καὶ πτισάνης χυλὸν δὶς τῆς ἡμέρης , καὶ ἐπιπίνειν οἶνον λευκὸν ὑδαρέα : ᾗ δ ' ἂν ὀδύνη
τῆς ἐπισκοπῆς ἐδέξατο . Ἐὰν μάγος ᾖν καὶ φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον
ῥοφάνειν δὲ χυλὸν πτισάνης μέλι ὀλίγον παραμίσγων , καὶ οἶνον ἐπιπίνειν λευκὸν οἰνώδεα : ἐπὴν δὲ δέκα ἡμέραι παρέλθωσιν ,
ἐγίνετον διὰ τῆς θερμῆς μετανοίας . Ἐὰν ᾖ πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους
4578389 ῥοφανετω
: αὗται γὰρ κρίνουσιν , εἰ θανάσιμον ἢ οὔ : ῥοφανέτω δὲ πτισάνης χυλὸν , κάθεφθον μέλι παραχέων : οἶνον
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
ἢν δὲ μὴ ὑποχωρέῃ , κράμβας ἐσθιέτω καὶ τὸν χυλὸν ῥοφανέτω : ἢν δὲ μὴ , τῆς ἀκτῆς τῶν φύλλων
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
4576003 ξεστην
, ἀλόης γραμμάρια ἑπτά , μαστίχης γραμμάρια δώδεκα , μέλιτος ξέστην ἕνα , οἴνου ξέστας πέντε . Ἄλλο [ μελαγχολικοῖς
ἀγαθὰς παυσάτω τὴν γλῶσσαν ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον , ἐκκλινάτω δὲ ἀπὸ κακοῦ καὶ ποιησάτω ἀγαθόν
ἐκτίθεται βοήθημα ἐκλεκτόν . Μύρτων μελάνων χωρὶς τῶν γιγάρτων ἰταλικὸν ξέστην ἕνα , ῥόδων ἄνθους τὸ ἴσον , φοινίκων σάρκας
, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων , κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσιν λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν , εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας
4565117 λουε
τὴν ῥίζαν κόψας , ἐς ὕδωρ ἐμβαλὼν , ἀπὸ τούτου λοῦε : χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε , ὡς μὴ
. ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται . Ἔλεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν ,
αἱ τρεῖς πτισάνης χυλοῦ : κλυζέτω δὲ πλαγίην , καὶ λοῦε ὀλίγῳ . Προστιθέσθω δὲ καὶ βαλάνους ἑπτὰ , τῆς
, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας
4565022 πολλαπλασιασῃς
, ἐπειδὴ ἴσαι εἰσὶν ἀλλήλαις , μονάδες γάρ , καὶ πολλαπλασιάσῃς , διάστημα οὐ ποιήσεις , ἀλλὰ τὸ αὐτὸ γενήσεται
. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἀνάβλεψον : ἡ πίστις σου σέσωκέν σε . καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψεν , καὶ
δύο ἐπὶ τὰ ΑΠ , ΠΗ ὁμοίως δύο δεύτερα ποιῶν πολλαπλασιάσῃς , ἕξεις τὸ ΑΤ χωρίον γινόμενον λεπτῶν δ τετάρτων
ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν
4558588 σιτιοισιν
ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . ὥστ ' οὖν ἐσθίων τοῖς σιτίοισιν ἥδομαι . ἅπαντα δ ' εἶναί μοι δοκεῖ ῥοδωνιὰ
ἐσθίει , καὶ εὐχαριστεῖ τῷ θεῷ . οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ , καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει : ἐάν τε
καὶ ὀῤῥὸν τὴν ὥρην καὶ γάλα ὄνου πιπίσκειν , καὶ σιτίοισιν ὡς μαλθακωτάτοισι χρῆσθαι καὶ ψυχροῖσιν , ἀπεχόμενον τῶν δριμέων
ἀπὸ τῆς μάστιγος . καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ
4558550 δραχμῃ
τέτταρα τάλαντα : οἷς τὸ ἔργον ἂν προσθῆτ ' ἐπὶ δραχμῇ μόνον τῶν δέκ ' ἐτῶν , ὀκτὼ τάλανθ '
πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ . Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν
κύτταροι μάλευρον νυμφόβας . ὁ Σιληνός πανόπτης Ζεύς ἀλιάποδα ? δραχμῇ παχείᾳ ? οἴνη θρηνῶν . . . τῶν Καρκίνου
καὶ λήμψεσθε , ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη . Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν : ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι
4552756 κυουσι
κεχήνασι , καὶ τὸ πνεῦμα ἐσρέον πληροῖ αὐτάς , καὶ κύουσι τριῶν ἐτῶν . λέγουσι δὲ νεοττιὰν μὴ ὑποπλέκειν γῦπα
καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω
δὲ πᾶσαν ὥραν ὀρθός , τῆς θηλείας ὑποτιθείσης ἑαυτήν . κύουσι δὲ καὶ τίκτουσι καθὼς καὶ οἱ κύνες . ζῇ
ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ .
4551940 λιτραν
' ὧν ἡ πάνυγρος ὀνομαζομένη καὶ αἱ παραπλήσια . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου καὶ οἴνου ἀνὰ λίτρας γ :
πᾶσαι χωνευθήσονται καὶ γενήσονται ὡσεὶ κονιορτός , καὶ κατακαήσονται πᾶν δένδρον καὶ πᾶν κτῆνος καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἕρπον ἐπὶ τῆς
προσφέρεται τὸ φάρμακον . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου παλαιοῦ λίτραν μίαν καὶ ἡμίσειαν , ἀρσενικοῦ οὐγγίαν α : ἕψε
ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται
4547828 Τιθυμαλλου
: μελίκρατον , ὀξύμελι , οἶνος λεπτὸς καὶ ὑδατώδης . Τιθυμάλλου σπέρμα τοῦ χαρακίου , μελάνθιον , κύμινον , θύμον
εἶπεν αὐτῷ , Μακάριος εἶ , Σίμων Βαριωνᾶ , ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέν σοι ἀλλ ' ὁ πατήρ
κύπερον μετὰ βουτύρου καὶ σουσίνου χρῖε κατὰ τῆς ἐκφύσεως . Τιθυμάλλου ῥίζας ἑψήσας ἐν οἴνῳ μέχρις ἡμίσους δὶς τοῦ μηνὸς
τῷ θεῷ : διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ , διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας .
4540180 δραχμων
σύ , ἔφησεν , ἐκείνῳ προσέχεις , ὃς οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἱμάτιον ἔχει ; Σχολαστικὸς ἵππον ἐπίπρασκεν . ἐλθόντος δέ
εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ . Διὰ τοῦτο κἀγώ , ἀκούσας τὴν καθ ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ κυρίῳ Ἰησοῦ
νομίζοντες ἐν τῷ ἑκατόμβοι ' ἐννεαβοίων , ὡς πρὸς ἀριθμὸν δραχμῶν τὴν ἀξίαν τῶν ὅπλων ἀντιτιμώμενον , ὑπό τι εὔηθες
βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι . Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν , καὶ
4539110 εἰκοσιεννεα
ἦγον τοὺς μῆνας . ὁ δὲ τῆς σελήνης μήν ἐστιν εἰκοσιεννέα τέταρτον ἡμερῶν . τρίτῃ δὲ εἰκάδι . τοῦ πατριάρχου
ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω . ἀποκρίνεται Ἰησοῦς , Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις ; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι
ἡ σελήνη , ὁ καλούμενος μήν : ἔστι γοῦν ἡμερῶν εἰκοσιεννέα τέταρτον , ὥστε εὐλόγως τὴν τριακάδα κοινὴν γενέσθαι τῶν
διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει
4530366 ἐννεα
μέρει , τὴν ἐκ τῶν μερῶν καὶ οὕτως οἴονται ποιεῖν ἐννέα τοὺς βίους , οὐχ ὁρῶ πῶς ἂν ἑαυτοῖς ἢ
: ἀνάγκη γὰρ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα , πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ δι ' οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται . Εἰ δὲ
κλίσιν : ἔστι δὲ σύνθετον , εἰνάνυξ γάρ ἐστιν ὁ ἐννέα νυκτῶν , οἱονεὶ ὁ ἐννεάνυξ : τοῦτο δὲ τοῦ
ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους , Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ . οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν
4528697 ἀρτιακις
, καί εἰσι πάλιν ἀρτιάκις ἄρτιοι . γένεσις δὲ τοῦ ἀρτιάκις ἀρτίου . περὶ τῆς γενέσεως τοῦ ἀρτιάκις ἀρτίου λέγει
παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα . εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά
ἓξ ἀριθμὸν ἔλεγον κρίσιν , ὃς καὶ ἔστιν ἀρτιοπέριττος . ἀρτιάκις γὰρ ἄρτιός ἐστιν ἀριθμὸς ὁ ἀναλυόμενος μέχρι μονάδος αὐτῆς
πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον . μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν , Ἰδοὺ ὁ νυμφίος , ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ . τότε
4522526 σεσησμενον
καὶ παραχρῆμα κενοῖ . ἄλλο . κόκκον Κνίδιον κεκομμένον καὶ σεσησμένον ἀναλάμβανε μέλιτι , ποιῶν πάχος γλοιοῦ καὶ δίδου κοχλιάριον
με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπεν , Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος
. διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασι , δίδυμοι
ἡμέρᾳκαὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησεν , βέλτιον σὺ γινώσκεις . Σὺ οὖν , τέκνον μου , ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι
4522310 τριακις
τε δίς καὶ τρίς , ἐκ δὲ τοῦ δυάκις καὶ τριάκις συγκεκόφθαι , ἐπειδὴ τὰ εἰς ς λήγοντα μετὰ βραχείας
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
ριδ . Ἐπεὶ μο εἰσὶν αἱ ιη , εἰκοσάκις καὶ τριάκις τὰ ιη γίνεται υιδ : ἡ δὲ λεῖψις τῶν
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ
4518705 ἡμικοτυλιον
ἁπαλοῖϲ φύλλοιϲ ὅϲον ⋖ β μετ ' οἴνου αὐϲτηροῦ ὅϲον ἡμικοτύλιον . ἐπειδὴ δὲ καὶ ταῦτα λυμαίνεται τῶν ἀνθρώπων τὰ
ἐν τῷ οὐρανῷ , καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα
μὴ θέλῃ ἡ κόπρος διαχωρέειν , ἐν τούτοισι : μέλιτος ἡμικοτύλιον καὶ νίτρου Αἰγυπτίου ὁκόσον ἀστράγαλον οἰός : ταῦτα τρίψας
κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν
4517054 μιξαι
. Τὸν δ ' ἐξάκουστον Ἥφαιστον ἐκέλευσεν ὕδωρ καὶ γῆν μίξαι , καὶ ποιῆσαι ἀνθρώπου φωνὴν καὶ δύναμιν , ἀντὶ
πέραν . Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ
, ἄρου τοῦ μεγάλου ῥίζης χηραμίδα καὶ ἔλαιον σὺν μέλιτι μίξαι , ἐπιῤῥοφεῖν δὲ ὄξος κεκρημένον . Ἄλλο ἰσχυρόν :
καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν , καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ
4503639 ἐνιαυτου
ἡ δὲ τελευταία χειμῶνι ἔοικεν . ὅσα οὖν αἱ τοῦ ἐνιαυτοῦ ὧραι ἐπιφέρουσι , τοσαῦτα καὶ παρὰ τῶν μηνιαίων ἡγητέον
ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . Τὸ λοιπόν , ἀδελφοί , ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ , ὅσα σεμνά , ὅσα δίκαια ,
, ἀνίησιν ἁλμυρὰν νοτίδα . εἶτα ἐάσας διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ τῷ φθινοπώρῳ κοπρίσεις αὐτὴν κόπρῳ βοείᾳ καὶ ἱππείᾳ γλυκυτέραις
Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἔτι ἕν σοι λείπει : πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς , καὶ ἕξεις θησαυρὸν
4501626 δραχμιδας
, προνηστεύσασαν ἐπὶ δύο ἡμέρας . Σταφίδος ἀγρίης ὅσον δύο δραχμίδας διεὶς μελικρήτῳ δοῦναι πιεῖν . Πειρητήριον : μώλυζαν σκορόδου
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
σέλινα , ὅσον τρὶς τῇ χειρὶ περιλαβεῖν , καὶ γλήχους δραχμίδας δύο ἑψῶν ἐν ὄξους κοτύλῃσι δέκα ἕως τρίτον μέρος
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
4501074 χοεα
καὶ τοῖσι πρόσθεν : τῇ δὲ ὑστεραίῃ ὀνείου γάλακτος ἑφθοῦ χοέα διδόναι δὶς ἐκπιεῖν ἅλας παραβάλλων : ἐς ἑσπέρην δὲ
τὸ συμφέρον . ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας , ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ
, τρίτον μέρος μελικρήτου παραμίσγων , πινέτω δὲ τοῦ γάλακτος χοέα : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τὴν κάτω τῶν φαρμάκων
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω , τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι . ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι , ἅλατι ἠρτυμένος , εἰδέναι
4499922 μετρει
τὸ ΓΕ μετρείτω . Ἐπεὶ οὖν τὸ ΑΖ τὸ ΓΕ μετρεῖ , ἀλλὰ τὸ ΓΕ τὸ ΖΒ μετρεῖ , καὶ
ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ
. μετρείτω ὁ Γ . ἐπεὶ ὁ Γ τὸν Β μετρεῖ , ὁ δὲ Α τὸν Β οὐ μετρεῖ ,
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς
4497093 διηθησας
στύρακος , ὀποβαλσάμου ἀνὰ # δ . διπλώματι τηκέσθω . διηθήσας ἐπίβαλλε τὸ ὀποβάλσαμον . Πρὸς τὰς ἐξ ὁδοιπορίας ψύξεις
ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς , Διὰ τί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν ; ὁ γὰρ
, ἐπιχέας ὕδατος ὀμβρίου ξέστας τρεῖς ἀποτριτωθέντων δὲ ἐκθλίψας καὶ διηθήσας , ἕψε πάλιν τὸ ὑγρὸν καθ ' ἑαυτὸ μέχρι
δὲ καθιστάνοντες τὸν Παῦλον ἤγαγον ἕως Ἀθηνῶν , καὶ λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν καὶ τὸν Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα
4494924 ἑψων
βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ
ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ , ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου ,
διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας
ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ , αὐτὸς μόνος μένει : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ,
4492384 συγχριε
ὅταν δὲ θέλῃς δοῦναι διεὶς ἕνα ἐν κυάθῳ γάλακτος ὀνείου σύγχριε καθάπερ καὶ τοὺς τεταρταίζοντας . γίνεται δὲ καὶ ἄκοπον
ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ
ἡμέρας , εἶτα ἀπόκλυζε . ἄλλο . λίνου μίξας τρύγα σύγχριε εἰς τὸν ἥλιον , μέλλων πορεύεσθαι προεκνιτρώσας τὸ σῶμα
τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν : ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν . ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ
4487857 δειλης
Ἀθηναῖοι ἀνταναγαγόμενοι ἐναυμάχησαν περὶ Ἄβυδον κατὰ τὴν ᾐόνα , μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ . καὶ τὰ μὲν νικώντων , τὰ
ἢ ἄμπελος σῦκα ; οὔτε ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ . Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν ; δειξάτω ἐκ τῆς
νέφη . Ὁ δὲ ζέφυρος λειότατος τῶν ἀνέμων καὶ πνεῖ δείλης καὶ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ψυχρὸς , τῶν ἐνιαυσίων
Αἴγυπτον . Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν , ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες , Τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν ; τοῦτον ὁ θεὸς

Back