| ὅμοιός ἐστι ταῖς θριξίν , ἤγουν κατὰ τὰς τρίχας τῆς τευθίδος . ἄλλως : ὑπ ' ὀστλίγγεσσιν : ἐπεὶ γλινώδης | ||
| αἰγάγρου , λαγωοῦ , θαλασσίων δὲ ὀνίσκου , πέρκης , τευθίδος , τρίγλης : ἀποζέννυσθαι δὲ ἕκαστον ὀξυκράτῳ , συνεψουμένων |
| χειμεριναῖς ἐαριζούσης τροπαῖς καὶ τῶν μὲν πρὸς θαλάττῃ μόναις ψεκάσιν ἀραιαῖς λιπαινομένων , τῶν δ ' ὑπὲρ Μέμφιν , τὸ | ||
| . ὃς δ ' ἤτοι ῥυπόεις μὲν ὑπ ' ὀστλίγγεσσιν ἀραιαῖς τευθίδος ἐμφέρεται νεαλὴς γόνος ἢ ἅτε τεύθου , οἷά |
| ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Λημνίαις διὰ μακροῦ τοῦ α τὸ νεαλὴς τέθεικεν ἐπὶ τοῦ νέου καὶ ἀκμάζοντος . νουμηνία : | ||
| σπέρμα τὸν αὐτὸν κατασκευαζόμενα τρόπον ὠφελεῖ . καὶ τυρὸς ἁπαλὸς νεαλὴς μετὰ σελίνου φύλλων καταπλασσόμενος , καὶ ἄρτος ἐξ οἴνου |
| τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
| , ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |
| σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός . ἀλλά , Πόσειδον , σῷζε διὰ γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ | ||
| μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ ' |
| ἔνιοι πλεῖστα φέρουσι τῶν φύλλων , αὐτὸς δὲ ὥσπερ ἐκ θάμνου πέφυκε . σχεδὸν δέ τινές φασι καὶ τῶν λιμναίων | ||
| πέλοι καταμέστιος οἴνης σὺν δὲ καὶ ἁβροτόνοιο ταμὼν ἄπο καυλέα θάμνου ἢ χλοεροῦ πρασίοιο τὸ δὴ μελίφυλλον ὑδεῦσι : καί |
| πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος : οὔτε γὰρ ἱστάνει κοιλίαν | ||
| μέν ἐστι καὶ ἥκιστα κακόχυλος , σαρκωδὴς , τρόφιμος , εὔπεπτος , εὐανάδοτος κατὰ πάντα , τοῦ μύλλου κρείσσων : |
| καὶ οἱ στάχυες δὲ τῶν μὲν μεγάλοι καὶ μανότεροι ταῖς κριθαῖς τῶν δὲ ἐλάττους καὶ πυκνότεροι , καὶ ἀπέχοντες δὲ | ||
| μὲν τοῖς χεδροποῖς ὅμοια τὰ δὲ τοῖς πυροῖς καὶ ταῖς κριθαῖς . ἐρέβινθος μὲν γὰρ καὶ φακὸς καὶ τἆλλα τὰ |
| . αʹ . περὶ ἀναδενδράδων . βʹ . ἄλλο περὶ ἀναδενδράδων . γʹ . πῶς ἔστιν εὐμαρῶς καὶ ταχέως ἐνρίζους | ||
| ἀρκεῖσθαι προσήκει . Τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς κλάδους τῶν τελείων ἀναδενδράδων τοὺς ἀπῃωρημένους , καὶ μὴ ἔχοντας καρπόν , ἀποτεμεῖν |
| [ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ | ||
| φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται |
| ' ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιὸν ἢ τὰ βάλλοντα ταῖς θριξίν , οἷον αἱ ὕστριχες . . . . Μασσαγέται | ||
| , ἐπὶ μὲν ὑστερικῶν πνιγμῶν καστορίῳ ὄξει πεφυρμένῳ , κεκαυμένοις θριξίν , ἐρίοις κεκαυμένοις , σπόγγῳ ὁμοίως , ἐλλυχνίῳ ἄρτι |
| ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν | ||
| νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ ' |
| εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς | ||
| Κρατῖνος δ ' ἐν Πλούτοις φησίν : ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἡ μέλαινά σοι καὶ θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος |
| , ἀρτεμισία , νάρκισσος , ἀδίαντον , σιδήρου λεπίς , κυκλάμινος , αἷμα βοὸς καὶ τὸ τῶν ὑῶν ὁμοίως , | ||
| δὲ δυνάμεως ὅσα δριμέα τέ ἐστι καὶ γεώδη πάντα , κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα |
| δὲ τὸ οὐραῖον : φλέγματος δ ' ἐστὶ δραστικὸς καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία | ||
| μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος καὶ εὐέκκριτος . κεστρεὺς πελάγιος ἄριστος |
| ξυλωδέστερον πολὺ τοῦτο καὶ ξηρότερον καὶ αὐχμωδέστερον . Ὁ δὲ ἀμάρακος ἀμφοτέρως φύεται , καὶ ἀπὸ παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος | ||
| ἀγρίᾳ πρὸς τοὺς ὑδεριῶντας . θύμον δὲ καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος ἢ κονίλη μελάνων εἰσὶ καὶ φλεγματωδῶν κάθαρσις |
| ἀδήκτωϲ . Ἀκαλήφηϲ ἢ κνίδηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα ἀμόργη ἀναγαλλίδεϲ ἀμφότεραι βρόμοϲ ἀρνόγλωϲϲον ἔλαιον γλυκὺ ἄναλον πλυθέν : | ||
| , ἢ ἔλαιον θερμὸν ὠμοτριβὲς , ἢ σχίνινον , ἢ ἀμόργη . ξηρὰ δὲ προσαπτόμενα συμφέρουσι , ἰὸς σιδήρου ἢ |
| τοῦ ἰσχίου κοιλότης , καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ | ||
| δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων |
| καὶ τῶι κάλλει διαφέροντες , καὶ τὸ πλεῖστον τῆς χώρας ἐλαίαις κατάφυτον , ἐξ ἧς παμπληθῆ κομιζόμενοι καρπὸν ἐπώλουν εἰς | ||
| τῆς δεδολωμένης οἴνης ἐν τῷ ὄξει , ἔτι δὲ κολυμβάσιν ἐλαίαις οἷόν τι λίπος κολλῶδες . ἔνθεν οὖν λαπώδη ῥητέον |
| αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι . γίνεται | ||
| ψῆνας . Τούτων οἱ γεωργοὶ λαβόντες ἀφάπτουσι τῶν κλάδων ταῖς συκαῖς , ὅπως αὐτῶν ὁ καρπὸς μὴ ἀποῤῥέῃ . Ἐνδυόμενον |
| μὲν ἁπαλὴ καὶ εὔστομος καὶ εὔπεπτος , ἔτι δ ' εὐκοίλιος : ὁ δ ' ἀπ ' αὐτῆς χυλὸς λεπτυντικός | ||
| χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ δὲ καλουμένη κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος : ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ |
| εἰς ταύτην εἰσέλθοι τὸ πιότατον τοῦ αἵματος , τουτέστιν ὁ μυελός . οὐχ ὁμοίως δὲ ἐν πᾶσι τοῖς ὀστέοις ἐποίησε | ||
| μηδὲ θερμῷ χέοιτο ἄν . πλησίον δὲ τούτων καὶ ὁ μυελός ἐστι τῇ φύσει : αὐτοῦ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου τὰ |
| σαρκώδεσι ῥᾳθυμίαν καὶ οἰνοφλυγίαν παρεῖναι λέγε , ταῖς δὲ ἄγαν λεπταῖς κακοήθειαν καὶ πανουργίαν . βάσκανοι δὲ καὶ ὅσοις παχεῖαι | ||
| ἐφίστησι τῶν πάλαι ᾑρημένων , τυφλώσας καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν λεπταῖς ἀποδήσας σπάρταις , δι ' ὧν αὐτὰς κινῶν συναναγκάσει |
| ὁ δὲ λευκὸς οἶνος ἀσθενὴς καὶ λεπτός . ὁ δὲ κιρρὸς πέττει ῥᾷον ξηραντικὸς ὤν . περὶ Ἰταλικῶν οἴνων φησὶν | ||
| κεφαλαλγῆ , φοίνικες πάντες , εὔζωμα , τῆλις . ὁ κιρρὸς καὶ αὐστηρὸς οἶνος κεφαλαλγὴς καὶ γνώμης ἅπτεται μᾶλλον τοῦ |
| ἡ μείζων καὶ ἡ μικροτέρα , κύμινον , λιβανωτοῦ ὁ αἴθαλος , μάραθον , μελάνθιον , μήου αἱ ῥίζαι , | ||
| ' ἀπεχεύατο χαίτην : ῥίζα δέ οἱ βριαρή τε καὶ αἴθαλος , ἠδ ' ὑπὸ κνημοῖς σκοιοῖς ἐντελέθει φυξήλιος ἢ |
| τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ , δενδρώδης , βαρύοδμος ἰσχυρῶς : ἄνθη κράμβῃ ἐοικότα : καρπὸς ἐν κερατίοις | ||
| τῷ μικρῷ , περιπληθὴς σπερματίων , ὑπόπικρος , κακοστόμαχος , βαρύοδμος , στύφουσα μετὰ ποσῆς θερμασίας . Σέσελι Μασσαλεωτικὸν φύλλα |
| ὀφθαλμῶν καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα σὺν λιβάνῳ καὶ μέλιτι . ἀρνόγλωσσον δύναμιν ἔχει τηκτικὴν καὶ ἀφλέγμαντον : κοπεῖσα γὰρ μετὰ | ||
| , ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη ἐπιτεταμένης , ἄνηθον , ἀρνόγλωσσον καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ , βάλσαμον , γίγαρτα , |
| βαρεῖα καὶ τῇ χρόᾳ πισσώδης ἄχρηστος . Σμύρνα στακτὴ καλὴ εὐώδης λίαν ἐστὶ καὶ ἀμιγὴς ἐλαίου . Στύραξ διαφέρει ὁ | ||
| λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος λεπτὸς εὐώδης λευκὸς μετὰ τὰ σιτία παραλαμβανέσθω . ὕπνος ὁ μεθ |
| εἶναι , φησὶν ὡς ὁ τρίτος μεγέθει καὶ εὐσαρκίᾳ διαφέρων ὁλόσχοινος καλεῖται . Ὁμηρεύοντας : Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος | ||
| σιδηρῖτις , σίκυς ἐδώδιμος , σόγχος , στρατιώτης ἔνυδρος , ὁλόσχοινος , τρίβολος , ὑπήκοον , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν |
| καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ ' ἐν μὲν Ἱππολύτῳ φησίν : | ||
| εὑρών , ἀηδιζόμενος ὁ Δῆμός φησιν . Γ βύρσης κάκιστον ὄζων : ἀηδισθεὶς ὁ Δῆμος καὶ μυσαττόμενος τὴν ὀσμὴν τοῦ |
| ἄνδρες εἰσίν , ἐπεὶ κεφαλὴν καὶ γούνατα Σείριος ἄζει , αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' | ||
| ἐπιδευέες : ἀμφὶ δ ' ἄρα σφιν ἴδεϊ θαλπομένοισι μελαίνεται αὐαλέος χρώς : αὕτως , οἷά τε θῆρες , ἀλώμενοι |
| , λιθάργυρος μετρίως , Φρύγιος λίθος , Ἀράβιος λίθος , ὀστρακίτης πάνυ , λίτρον , μέλαν ᾧ γράφομεν , ὄστρακον | ||
| εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα . ἄλλα πλακούντων γένη : ὀστρακίτης , ἀττανῖται , ἄμυλον , τυροκόσκινον . τυρὸν ἐκπιάσας |
| οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
| παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
| . οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ | ||
| περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν |
| ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ ζωγρείοις ἐγκεκλεισμένος πολλοῖς ἐγκάτοις εὔστομος , ἐπιπολαστικός , εὔφθαρτος . σινόδους σκληρόσαρκος μέν , | ||
| εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης σάρξ , δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις |
| πρὸς ἔκκρισιν τὰς δυνάμεις σκόροδον , χαμαιδάφνης ἀσπάραγοι , βρυωνίας ἀσπάραγος , σκίλλης τὸ τρίτον ἀφέψημα , προαποχυθέντος τοῦ πρώτου | ||
| δέ ἐστιν ἐπὶ τούτων καὶ ἡ καυκαλὶς καὶ ὁ ἕλειος ἀσπάραγος καὶ τὰ σκόρδα πλείονα πάντων . ἴσασι δὲ τοῦτο |
| κόλαξ , παράσιτος , εἰκονικός , Σικελικός . ὁ μὲν πάγχρηστος ὑπέρυθρος , γυμναστικός , ὑποκεχρωσμένος , ῥυτίδας ὀλίγας ἔχων | ||
| καὶ μαλάξας χρῶ . Τραυματική , διαλυτικὴ πάσης σκληρίας , πάγχρηστος , διαφορεῖ ἀποστήματα διὰ τῶν ἀδήλων πόρων τὸ ὑγρὸν |
| τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
| ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
| ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
| ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
| ὡς φάσσα ὑπὸ γυπὸς ἀντὶ τοῦ Αἴαντος καὶ ὡς ἄμπελος δρεπάναις ἑλκυσθήσομαι τότε δηλονότι , ὅταν ἡ πόλις πορθηθῇ . | ||
| ὅτε ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις τῶν τρυγητῶν ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις παρὰ τὸ εἶναι λίαν ἀγκύλας ὀπώρην ] σταφυλήν ῥυσαλέην |
| σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ πυρί , ὀρύγμασί | ||
| οὕτως Αἰγύπτιοι κατασκευάζουσι : καὶ τοὺς τοίχους δὲ λευκαῖς καὶ μελαίναις διαποικίλλουσι πλινθίσιν , ἐνίοτε δὲ καὶ τοῖς ἀπὸ τῆς |
| , τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι | ||
| καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες |
| ] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος | ||
| κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος |
| εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι πειρωμένους ὠφελεῖ | ||
| διὰ τί ἰχθύς ; διότι ἄκανθαν ἔχει . διὰ τί σηπία ; διότι σηπίον ἔχει . ταῦτα δὲ πάντα ἀνάλογον |
| ἡ κρατίστη τῆς Αἰγύπτου πᾶσα σχεδὸν ἱππάσιμος οὖσα καὶ ταῖς συνωρίσιν εὔβατος ἀπ ' ἐκείνου τοῦ χρόνου διὰ τὸ πλῆθος | ||
| Βρεττανικαῖς καλουμέναις τῆς ἔξω τῆς μεγάλης θαλάσσης . οὗτοι γὰρ συνωρίσιν τὸ πολὺ ἐχρῶντο ἵππων καὶ σμικρῶν καὶ πονηρῶν , |
| βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , | ||
| ' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν |
| ὧν ὀκτωκαιδεκαπήχεις δοκοὶ κατηρτίζοντο : ἀντὶ δὲ τῶν κεράμων ταῖς φολίσι τῶν ζῴων τὰς στέγας κατεκάλυπτον . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος | ||
| Τοῦτον δὲ αὐτὸν καὶ κατάστικτον εἶναί φασιν ὥσπερ τὸν λέοντα φολίσι πυρσαῖς , ἢ καὶ ποικίλαις ἀναμεμιγμένας ἐχούσαις καὶ λευκὰς |
| ἡδυσμάτων , οὓς ὁ καλετας ἀξιοῖ τοῦ μηθενός . Νικοφῶν Σειρῆσιν : ἀλλᾶς μαχέσθω περὶ ἕδρας παροψίδι . Ἀριστοφάνης Δαιδάλῳ | ||
| λέγειν ἀγανακτῶ μάλιστα . Ἀφομοιοῖ γάρ μου τὴν φύσιν ταῖς Σειρῆσιν ὡς ἔοικε . Καὶ γὰρ ὑπ ' ἐκείνων οὐ |
| ἀπαρκτίαις : ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : | ||
| ὑπὲρ Καλυδνῶν λευκὰ φαίνουσαι πτίλα , ἄφλαστα καὶ φώσσωνας ὠργυιωμένους ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα |
| λευκοῖς τε ἅμα καὶ μετρίως αὐστηροῖς . ὁ δὲ κιρρὸς αὐστηρὸς ἁρμόττει καὶ αὐτὸς τοῖς κατὰ γαστέρα ῥεύμασιν : διττὸς | ||
| κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος καὶ ὁ λευκὸς καὶ αὐστηρὸς |
| δέ ἐστι καὶ τὸ ναρθηκοπλήρωτον , ὤφειλε γὰρ εἰπεῖν ἐντὸς νάρθηκος . ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα ὀνόματα , τό τε | ||
| Ἄγρει δ ' ἑξάμορον κοτύλης εὐώδεα πίσσαν , καὶ χλοεροῦ νάρθηκος ἀπὸ μέσον ἦτρον ὀλόψας , ἠὲ καὶ ἱππείου μαράθου |
| , ἔλυμον ἤτοι μελίνη , κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος | ||
| ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος |
| πλάσας κολλύρια χρῶ . Σκολοπένδρης θαλασσίας δραχ . ηʹ : καρίδων ποταμίων δραχ . ηʹ : σησάμου δραχ . αʹ | ||
| μετὰ τὸ προοίμιον περὶ νάρκης , βατράχου , σηπίας , καρίδων καὶ λάβρακος , περὶ βοὸς , καρκίνου , πίννης |
| εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον . ὑγρὸς ἄκανθος : ὁ ἄκανθος εἶδός ἐστι φυτοῦ χαμαιζήλου , ὑγρὸς | ||
| πλέγματι γαθεῖ . παντᾷ δ ' ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος , αἰπολικὸν θάημα : τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι |
| τὸ ω μέγα ποιητικῶς εἰς ο μικρόν . ἠερόεσσα : διαυγὴς , ἢ μελανοειδὴς ἀπὸ τοῦ ἀερῶδες τὸ σκοτεινόν : | ||
| δὲ τὸ διὰ τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος |
| ὄζει ἴων , ὄζει δὲ ῥόδων , ὄζει δ ' ὑακίνθου ὀδμὴ θεσπεσίη , κατὰ πᾶν δ ' ἔχει ὑψερεφὲς | ||
| τῶν τεττάρων στοιχείων σύμβολά ἐστιν : ἐκ γὰρ βύσσου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου δημιουργοῦνται , τεττάρων , ὡς |
| ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ δὲ πέρκη τούτοις προσεοικυῖα κατὰ τόπους ὀλίγῳ διαλλάττει . οἱ δὲ | ||
| θαλαττίας ὕλης , καθάπερ ὁ Νειλαῖος κορακῖνος καὶ ἐν Ῥήνῳ πέρκη καὶ Τίβουρι λάβραξ , ὅς ἐστιν ἐπεστιγμένος . καὶ |
| πείθειν τὸν πολὺν λεών . σπαργῶσι . Ὅμηρος : “ οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ” τοὺς μαστοὺς πλήρεις ἔχουσι γάλακτος | ||
| τὴν ὅλην , ὅ ἐστιν ὁλοπόρφυρον . οὖδας ἔδαφος . οὔθατα ὁ μὲν Ἀπίων μαστοί . ὅταν δὲ λέγῃ “ |
| καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
| , καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| . χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ | ||
| μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ |
| θύννακος , οὐδὲ κρανίον λάβρακος , οὐδὲ γόγγρον , οὐδὲ σηπίας , ἃς οὐδὲ μάκαρας ὑπερορᾶν οἶμαι θεούς . Ἐκπεπίῃ | ||
| . μειράκιον ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ παρέθηκα σηπίας καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , |
| ὁ τρόπος μοχθηρίας ὑπεργέμων : φύκει γὰρ καὶ ψιμυθίῳ καὶ παιδέρωτι δευσοποιοῦσι τὰς παρειὰς ὑπὲρ τοὺς δεινοὺς τῶν ζωγράφων . | ||
| ἐπεμελεῖτο δὲ καὶ τῆς ὄψεως τήν τε τρίχα ξανθιζόμενος καὶ παιδέρωτι τὸ πρόσωπον ὑπαλειφόμενος καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλείμμασι ἐγχρίων ἑαυτόν |
| καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , | ||
| δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ |
| , ἀετοὶ δὲ τὸν λίθον , ὅσπερ οὖν ἐξ αὐτῶν ἀετίτης κέκληται . λέγεται δὲ οὗτος ὁ λίθος καὶ γυναιξὶ | ||
| πηγνύμενον προστεθεὶς ὁ ἐν τῇ Σαμίᾳ γῇ εὑρισκόμενος λίθος , ἀετίτης λίθος περιαπτόμενος , μαλάχης ἀγρίας ῥίζα ὁμοίως . τηρεῖ |
| πτίσσεσθαι δέ ἐστι τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ πτισάνη παρὰ τὸ πτίσσεσθαι . πτισσόμενος δὲ τοῦτο ἔφη : | ||
| ἑορτή ὁρτή , ἐκεῖνος κεῖνος : στοιχείου δέ , οἷον πτισάνη * τισάνη , γαῖα αἶα , λείβω εἴβω . |
| . θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον | ||
| κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ |
| θέρμος , λάχανον , * * γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , | ||
| , τὰ δὲ προμηκέστερον , οἷον ὁ πισὸς καὶ ὁ λάθυρος καὶ ὁ ὦχρος καὶ τὰ τοιαῦτα . καὶ τὰ |
| φύλλα ἔχει κισσῷ ὅμοια , μᾶλλον δὲ πρὸς τὰ τῆς σμίλακος : καὶ ὁ καυλὸς δέ : μείζονα δὲ πάντα | ||
| : λιτὸς δὲ οὗτος ὁ στέφανος καὶ ἀπέριττος . ⌈ σμίλακος / [ μίλακος ] ] βοτάνη οὕτω καλουμένη πρέπουσα |
| ῥοδοδάφνη ἀρχομένης , οἶνος ὁ ἱκανῶς παλαιός , ὀνωνίδος ὁ φλοιός , ὀρίγανοι πᾶσαι , ὀποπάναξ , παρωνυχία , πετροσέλινον | ||
| κνίδης σπέρμα ἢ κύμινον Αἰθιοπικὸν ἢ κράμβης ῥίζα ἢ ὁ φλοιός : καὶ γὰρ ταῦτα ἀποκτείνει τὰς ἕλμινθας , τὸ |
| ” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων | ||
| οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου |
| φίλον φάγροισι δέλετρον καὶ βῶκες συνόδοντι καὶ ἱππούροισιν ἴουλοι : τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , | ||
| κατὰ φυκότριχος πέτρης λευκὸν τρέφει ὕδωρ ψῆττά τε χονδροφυὴς καὶ τρίγλη μιλτοπάρῃος . τῇ δ ' ἐγὼ ἐν πρώτοις ἐπέχον |
| ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
| τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
| οἱ μὲν ἔνθεν , οἱ δὲ ἔνθεν ἔβαλλον ἡμᾶς σηπίαις ξηραῖς καὶ ὀφθαλμοῖς καρκίνων . τοξευόντων δὲ ἡμῶν καὶ ἀκοντιζόντων | ||
| : οὐδὲ γὰρ τὸ ἴον τὸ λευκὸν ἐν ταῖς ἄγαν ξηραῖς καὶ λεπταῖς εὔοσμον οὐδ ' ὅπου θερμὸς σφόδρα καὶ |
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , | ||
| ἀλαζόνας λόγους καὶ δόξας , δῆλον ὅτι ἀλληγορικῶς . ὁ λῶτος δένδρον ἐστὶν ἐν Λιβύῃ κατὰ τὴν Μέμφιν φυόμενον , |
| τουτέστι τὸν αὐλὸν , τῷ δὲ στόματι ἑλκύει ποτὲ τοῦ μέθυος , ἕλκων αὐτὸ ἐξ ὑποστροφῆς ἐκ τοῦ ἀγγείου εἰς | ||
| κηρῷ τε λυθέντι ἰᾶται σπληνός τε πόνον λειεντερίην τε πινόμενον μέθυος πολιοῦ ἰσορρεπὲς ἄχθος . τοὺς δ ' αἱμοπτυικοὺς προποτιζόμενον |
| ὥραν δεικνύντος φυτοῦ τοῖς αἰγιαλοῖς ἐνθείη τις , πλεῖστον τῶν σηπιῶν ἑσμὸν ὡς ἐπί τι συλλέξει δωμάτιον , μίξει τε | ||
| τῶν ἐχίνων , καὶ Σηπιὰς ἄκρα ἀπὸ τῶν περὶ αὐτὴν σηπιῶν , . . . Προσαγορεύεται δὲ , φησὶν Ἐπαρχίδης |
| γαλεῶν , πολυπόδων , σαργῶν , ἱππούρων , πομπίλων , τευθίδων , ἐγχελύων , ἐγγραυλῶν , πηλαμύδων , καὶ σκιαίνης | ||
| Ἀμβρακίᾳ παμπληθέας ὄψει . παρὰ δὲ Ἀλέξιδι μάγειρός φησι περὶ τευθίδων : τὰ πτερύγια αὐτῶν τεμών , στεατίου μικρὸν παραμίξας |
| θύμα , καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι ἀμφότεραι , κνήκου τὸ σπέρμα , κόνυζα | ||
| ἑλξίνη , θαψία , καλάμου φραγμίτου φλοιὸς καυθεὶς ἱκανῶς , κασία , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα λειούμενα καὶ |
| Κηφισιακῶν δὲ γογγυλίδων μνημονεύει Κράτης ἐν Ῥήτορσιν οὕτως : κηφισιακαῖσι γογγυλίσιν ὅμοια πάνυ . Θεόφραστος δὲ γογγυλίδων φησὶν εἶναι γένη | ||
| νειφομένους σύκων ὁμοῦ τε μύρτων : ἔπειτα κολοκύντας ὁμοῦ ταῖς γογγυλίσιν ἀροῦσιν . ὥστ ' οὐδὲ εἷς ἔτ ' οἶδ |
| βοτάνην ὡς γλῶσσαν οὖσαν , ἐν εἰρίῳ ποιεῖν προσθετόν . Ῥόου ὕδατος προσθετὸν καὶ ἔγχυτον : ἢν γυναικὶ ὕδωρ ῥέῃ | ||
| σμύρνης ὀβολὸν ἐν οἴνῳ τρίβειν αὐστηρῷ μέλανι καὶ πιπίσκειν . Ῥόου καὶ πάσης νούσου ποτὸν , ὅσαι ἀπὸ τῶν ὑστερέων |
| ἀλιπεῖς . αἱ δὲ χάνναι ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς | ||
| ἐπισπωμένων . Κροῖσος γὰρ ἑαυτῷ πολέμιον ἐπεσπάσατο Κῦρον . Ἀντὶ πέρκης σκορπίον : ἐπὶ τῶν τὰ χείρω αἱρουμένων ἀντὶ τῶν |
| παύει , καὶ ἀβλεψίαν ἰᾶται . ὅλος δὲ ὁ ἰχθὺς ἐσθιόμενος ὠφέλιμος καὶ εὐστόμαχός ἐστιν , κἂν αἰτιῶνται τοῦτόν τινες | ||
| , λόφον ἔχον ἐν τῇ κεφαλῇ . οὗτος ἑψηθεὶς καὶ ἐσθιόμενος συνεχῶς σὺν τῷ ζωμῷ , κοιλιακοὺς ὠφελεῖ καὶ δυσεντερικούς |
| ὑπόπικρον ἔχει λεπτύνει τε καὶ τέμνει καὶ διαφορεῖ . Κάλαμος ἀρωματικὸς καὶ στύψεως βραχείας : καὶ δριμύτητος ἐλαχίστης μετέχει : | ||
| ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλάμους |
| ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα τῶν ἐκπωμάτων , ὡς δύνασθαι δι ' αὐτῶν καὶ | ||
| γενομένῳ φῶς τε λαμπρότερον φαίνεται καὶ ἥλιος καθαρώτερος καὶ ἄστρα διαυγέστερα καὶ τὸ πᾶν ἡμέρα καὶ χρυσοῦν τὸ δάπεδον . |
| χαλκέων , σκάρων , γλαύκων , τριγλῶν , ἀμιῶν , ῥαφίδων , καλλιχθύων , θύννων , τραχούρων , σακούτων , | ||
| σκορπίων μόνων . λβʹ . φάγρων θαλασσίων . λγʹ . ῥαφίδων μόνων . λδʹ . θύννων μόνων . λεʹ . |
| , κριθαί , ὀροβάκχη , πλάτανος , ῥάμνος συμπληρουμένης , σέρις , ἥν τινες πικρίδα καὶ κιχόριον προσαγορεύουσι : καὶ | ||
| λάχανα , θριδακίνη , χονδρίλη , σκάνδιξ , γιγγίδιον , σέρις , κιχώριον . οἴνων οἱ παχεῖς ἅμα καὶ δυσώδεις |
| “ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν . | ||
| “ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν . |
| νηός , ᾧ ἐπιβαίνουσιν οἱ κυβερνῆται . καὶ ὑποπόδιον . θρύον : φυτόν , πόαν . πόλιν . θυμός εʹ | ||
| προπαροξύτονα , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , θρύον : βρύον : πτύον : θύον , ὃ καὶ |
| θυία μὲν φύεται καὶ εἰς ὕψος , ἐλάτη δὲ καὶ ἄρκευθος φύεται μὲν οὐκ εἰς ὕψος δέ , καθάπερ καὶ | ||
| φάρμακον κομίσαι τὸν δράκοντα ἐπάιδουσαν . . . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες Ἀπόλλωνος ἴδιον ὡς ἱστορεῖται ἐν γ |
| , προσήκει σοι ταύτην ἰδεῖν : ὥσπερ γὰρ ὁ πλούτῳ κομῶν καὶ περιουσίαν ἔχων τοῖς ἐξαιρέτοις τῶν κτημάτων ὡραΐζεται , | ||
| καὶ τὸ ἄδικον . οὐδὲ ἐφ ' ὧν τὸ μὴ κομῶν , καὶ τὸ φαλακρόν . οὐδαμῶς οὖν τὸ εἶναι |
| καὶ θρυπτομένη . θνησείδιον : μᾶλλον ῥητέον ἢ κενέβριον . ἰσῆλιξ : καινότερον τοῦ ἡλικιώτης . ἰδιάζειν : ἴδιον πρᾶγμα | ||
| ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι , καὶ ἐχρώμην αὐτῷ : |
| ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ||
| * * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα |
| διάφορα ἐξανθήματα . τοῖς μὲν γὰρ οἷον ὑπὸ κνίδης ἢ κωνώπων δηχθεῖσι κατὰ τὸ δέρμα φαίνεταί τινα ἐξανθήματα , ἃ | ||
| δὲ γένεσιν τῶν ζῴων τοιαύτην εἰκάζουσιν , οἵαν τὴν τῶν κωνώπων ἐκ τῆς ἐν τοῖς μετάλλοις φλογὸς καὶ τοῦ φεψάλου |
| σὺν τῷ ἐλαίῳ , ἁλὸς ἄνθος συγκιρνώμενον ἐλαίῳ , ὀπὸς Κυρηναϊκὸς ὕδατι διειμένος εἰς ἀνάτριψιν τοῦ σώματος παραλαμβανόμενος καὶ πινόμενος | ||
| ὄλυνθοι , ὀποβάλσαμον ἄνευ τοῦ θερμαίνειν ἐπιφανῶς , ὀπὸς ὁ Κυρηναϊκὸς σφοδρότατα , παλιούρου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , |
| ὥρας ἐμφυσᾶσθαι καὶ παίδων ὄρχεις . τὰς σπαργανώσεις τῶν μαστῶν ἀποκαθίστησι φακὸς ἑψηθεὶς ἐν θαλάσσῃ καταπλασσόμενος ἢ ἡδύοσμος σὺν ἀλφίτῳ | ||
| τοὺς ἄνδρας παρανομίας . καὶ ταῦτα μὲν μικρὸν ὕστερον . ἀποκαθίστησι δὲ καὶ τῆς Πόλεως ἔπαρχον τότε καὶ τῶν περὶ |
| δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται , καθάπερ ὁ κύαμος καὶ μᾶλλον ὁ τεράμων : ταχὺ δ ' ἡ | ||
| πρὸς οἷς ῥᾶγές εἰσιν ἐκ πλαγίου μέλαιναι τὸ μέγεθος ἡλίκος κύαμος γλυκεῖαι : ἔχουσι δὲ ἐντὸς γιγαρτῶδές τι μαλακόν : |
| , ἀργίαν , κόπον , συνουσίαν , πολυοινίαν . Σύγχρισμα παραλυτικοῖς ἁρμόζον ἐν ἀρχαῖς . Γλευκίνου , ἰρίνου , κυπρίνου | ||
| τρομώδεσι , καὶ ψυγμένοις , ποδαγροῖς , στομαχικοῖς , καὶ παραλυτικοῖς τοῖς ἀπὸ κενώσεως σπωμένοις . Ἡ δὲ καρδία αὐτοῦ |
| δὲ οἱ πετραῖοι σχεδόν τι πάντες , οἷον κίχλη , φυκὶς , ἐλεφιτὶς , κωβιός : οἱ τοιοῦτοι δὲ καὶ | ||
| εἰμὶ γὰρ τέλειος , ἀλλά με πρῴην πρὸς τῇδε πέτρῃ φυκὶς ἔπτυσεν μήτηρ . νῦν οὖν ἄφες με , μὴ |
| ἔμπροσθεν δὲ αὐτοῦ ἵστατο τράπεζα κρυσταλλοειδὴς ὅλος διὰ χρυσοῦ καὶ βύσσου : ἐπάνω δὲ τῆς τρα - πέζης ἦν βιβλίον | ||
| λῶμα καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίου . Λωτεῦντα : οἷον : |
| ὅλως γὰρ ἡ χολὴ πόθεν γίνεται , ὅτι ἐκ τῶν πιόνων . πίονα δὲ καλεῖ τὰ γλυκέα . ταῦτα μὲν | ||
| δὲ τῶν μὲν ἀπιόνων κύβια καὶ ὡραῖα , τῶν δὲ πιόνων θυνναῖα καὶ κορδύλη . τὰ δὲ παλαιὰ κρείττω καὶ |