, λιθάργυρος μετρίως , Φρύγιος λίθος , Ἀράβιος λίθος , ὀστρακίτης πάνυ , λίτρον , μέλαν ᾧ γράφομεν , ὄστρακον | ||
εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα . ἄλλα πλακούντων γένη : ὀστρακίτης , ἀττανῖται , ἄμυλον , τυροκόσκινον . τυρὸν ἐκπιάσας |
ὑπόπικρον ἔχει λεπτύνει τε καὶ τέμνει καὶ διαφορεῖ . Κάλαμος ἀρωματικὸς καὶ στύψεως βραχείας : καὶ δριμύτητος ἐλαχίστης μετέχει : | ||
ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλάμους |
ἀδήκτωϲ . Ἀκαλήφηϲ ἢ κνίδηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα ἀμόργη ἀναγαλλίδεϲ ἀμφότεραι βρόμοϲ ἀρνόγλωϲϲον ἔλαιον γλυκὺ ἄναλον πλυθέν : | ||
, ἢ ἔλαιον θερμὸν ὠμοτριβὲς , ἢ σχίνινον , ἢ ἀμόργη . ξηρὰ δὲ προσαπτόμενα συμφέρουσι , ἰὸς σιδήρου ἢ |
, ἰτέας ὀπός , καλαμίνθη , κάλαμος ἀρωματικός , καλάμου φραγμίτου φλοιὸς καυθείς , κασία ἱκανῶς , καρύων τὸ ἐδώδιμον | ||
, ἐπίθυμον , μίνθη , καλαμίνθη , θύμα , καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι |
φάρμακα δ ' ἐπιτήδεια πίτυος φλοιὸς μετὰ κηρωτῆς , ἢ καδμεία μετ ' ἐλαίου , ἢ λιθάργυρος , ἢ ψιμύθιον | ||
τῇ συγκρίσει τοῦ χρώματος , ἔχων δὲ διαφύσεις λευκὰς ὡς καδμεία . καίεται δ ' οὕτως : βρέξας αὐτὸν καλλίστῳ |
δέ ἐστι καὶ τὸ ναρθηκοπλήρωτον , ὤφειλε γὰρ εἰπεῖν ἐντὸς νάρθηκος . ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα ὀνόματα , τό τε | ||
Ἄγρει δ ' ἑξάμορον κοτύλης εὐώδεα πίσσαν , καὶ χλοεροῦ νάρθηκος ἀπὸ μέσον ἦτρον ὀλόψας , ἠὲ καὶ ἱππείου μαράθου |
, καὶ ταῦτα εἰς οὐλὴν ἄγει , οἷον σμύρνα , λιθάργυρος , καὶ εἰ καυθείη , ὄστρεον , πίτυος φλοιὸς | ||
συγκιρνᾶσθαι καὶ συνουσιοῦσθαι οὐ δύνανται . Τοιοῦτον δὲ καὶ ἡ λιθάργυρος καὶ ἡ καδμία καὶ τὸ ψιμύθιον , ἴδια ὄντα |
Ῥυπτικὴν δὲ δύναμιν ἔχει μετρίαν πάνυ Σελινουσία τε γῆ καὶ Χία καὶ χωρὶς θάλψεως ἢ ψύξεως ἐπιφανοῦς . Ἡ δὲ | ||
φύλλα , λάδανον , λινόζωστις , μαλάχη ἀγρία , μαστίχη Χία , μέλι , περσικῆς οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ φύλλα |
καθ ' ἑαυτήν , ἢ ὁ καλούμενος τρίφυλλος , ἢ ποταμογείτων , ἢ ἔνθα σχοῖνος καθ ' ἑαυτὴν φαίνεται , | ||
ψᾶρα , χαραδριὸν ἄσφαλτος , τὸν δὲ ἐχῖνον ὁ καλούμενος ποταμογείτων . ἐχῖνος δὲ αἰθυίας χολὴν οὐχ ὑπομένει . κίρκος |
θύμα , καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι ἀμφότεραι , κνήκου τὸ σπέρμα , κόνυζα | ||
ἑλξίνη , θαψία , καλάμου φραγμίτου φλοιὸς καυθεὶς ἱκανῶς , κασία , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα λειούμενα καὶ |
ἡ ῥίζα ὁμοίως καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς , ῥῆον , κόστος , βδέλλιον σὺν ὀξυμέλιτι πινόμενον . Πρὸς στρέμματα καὶ | ||
ὁμοιότητι τὴν θερμότητα . καὶ καλαμίνθη ἐπισπᾶται καταπλασσομένη : καὶ κόστος ἀποτριβόμενος μετ ' ἐλαίου τοὺς ἐκ τοῦ βάθους ἕλκει |
γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι : εἴρηται δὲ παρὰ ἀσπάλαθος ' . . . . ἀσπαλιεύω : τὸ ἁλιεύω | ||
: εἶδος ἀκάνθης , ᾗ πληγέντες οἱ ἔλαφοι ἀποθνήσκουσιν . ἀσπάλαθος δὲ διὰ τὸ μὴ ῥᾳδίως ἀπὸ τῶν πληγέντων ἀφαιρεῖσθαι |
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ γλαύκιον αἵ | ||
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ τεῦτλον καὶ |
μελίλωτα ἑφθὰ μετὰ ἀμύλου αὐτοὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς κατάπλασον , ἢ ἄμυλον σὺν οἴνῳ λευκῷ , ἢ ὠοῦ λευκῷ . [ | ||
καὶ ὅλως δακνομένων τὸ ἔντερον : ὕλη δ ' αὐτῶν ἄμυλον καὶ ἀστὴρ Σάμιος καὶ πομφόλυξ καὶ κόμμι καὶ τραγάκανθα |
. . . . . χρήσιμοι δέ εἰσι καὶ οἱ τρίβολοι , οἷς ἀλοῶσι , καὶ αἱ ἀγκυρωτοὶ δοκίδες καὶ | ||
, ῥόδινον , πάτος ὁ ἀπὸ παλαίστρας , σέρις , τρίβολοι ἀμφότεροι , φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς καὶ ὁ |
ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀψίνθιον , βράθυ , βαλαύστιον , τῶν βατίνων ὁ ἄωρος καρπός , | ||
ἀρνόγλωϲϲον ξηρὸν ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ κεκαυμένη βάλϲαμον βράθυ πάνυ βάτου ἡ ῥίζα γλυκυρρίζηϲ ἡ ῥίζα ἔλαιον παλαιὸν |
, ἀρτεμισία , νάρκισσος , ἀδίαντον , σιδήρου λεπίς , κυκλάμινος , αἷμα βοὸς καὶ τὸ τῶν ὑῶν ὁμοίως , | ||
δὲ δυνάμεως ὅσα δριμέα τέ ἐστι καὶ γεώδη πάντα , κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα |
τὰ σπλάγχνα τούς τε παχεῖς καὶ γλίσχρους λεπτύνει χυμούς . καρπήσιον , πόλιον , χαμαίδρυς ἐκφράττει καὶ πάχος ἐκτέμνει . | ||
κόπρου , περιστερᾶς κόπρος . Δ . Ἀντὶ δαμασσωνίου , καρπήσιον ἢ καλαμίνθη ἢ ἠρύγγιον . ἀντὶ δαύκου σπέρματος , |
μελίνη , κέγχρος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , φακός , βῖκος , σήσαμον , ἐρύσιμον , κάστανα , βάλανοι , | ||
σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ ὁ φακὸς καὶ ὁ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς καὶ μέλανες . Κεράτια |
ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία , ἄγνος , κόστος , λωτός , | ||
καὶ ὕστερον μὲν φαίνεται , πρῶτον δὲ παύεται . ὅτι ἑλίχρυσον τὸ ἄνθος ἀπὸ τῆς πρώτης δρεψαμένης Ἑλιχρύσης νύμφης ἔσχε |
, πέπερι , κόκκος Κνίδιος , δαφνίδες , βάλσαμον , ἀνεμώνη , ἀμμωνιακόν , τρὺξ ξηρὰ κεκαυμένη . Ἐλατήριον , | ||
καὶ γὰρ ἀνθεῖ πολλὰ τούτων κατὰ χειμῶνα καθάπερ καὶ ἡ ἀνεμώνη : φαίνεται δὲ οὐδ ' ἡ μηλέα πρωϊανθεῖν δι |
φλοιὸς καὶ τὰ σφαιρία μετρίως , πολύγονον , πολεμώνιον , πολυπόδιον , πτέρεως ἡ ῥίζα καὶ ἡ θηλύπτερις , τὸ | ||
, ἀφέψημα στρουθίου ἢ τιθυμάλλου ἢ κόκκον Κνίδιον λεπτὸν ἢ πολυπόδιον ἢ τὴν λεγομένην ἄποιον , ἥν τινες χαμαιρέφανον καλοῦσιν |
κεκαυμένη , ψιμύθιον , πομφόλυξ , σπόδιον , χρυσοκόλλα , στίμμι κεκαυμένον , διφρυγές , σαρκοκόλλα : μετὰ δὲ τοῦ | ||
, μέλαν ᾧ γράφομεν , ὄστρακον , σκωρία πᾶσα , στίμμι , χρυσοκόλλα , πυτία πᾶσα , κόπρος πᾶσα , |
τὰ ἀρώματα χρῶνται σχεδὸν τάδε ἐστί : κασία κινάμωμον καρδάμωμον νάρδος ναῖρον βάλσαμον ἀσπάλαθος στύραξ ἶρις νάρτη κόστος πάνακες κρόκος | ||
λελειωμένου . ὠφελεῖ δὲ καὶ τὸ ἀμαράκινον καὶ ἡ ἀρίστη νάρδος καὶ πηγάνινον ἐκ λεπτομεροῦς καὶ μὴ στύφοντος ἐλαίου . |
ὀφθαλμῶν καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα σὺν λιβάνῳ καὶ μέλιτι . ἀρνόγλωσσον δύναμιν ἔχει τηκτικὴν καὶ ἀφλέγμαντον : κοπεῖσα γὰρ μετὰ | ||
, ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη ἐπιτεταμένης , ἄνηθον , ἀρνόγλωσσον καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ , βάλσαμον , γίγαρτα , |
καὶ ἡ ῥίζα ξηρανθεῖσα , τῆλις , ὑακίνθου ῥίζα , χαμαιλεύκη . Αἶρα πληρουμένης , ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη | ||
. ἀντὶ πολυποδίου ῥίζα χαμελαίαϲ ἢ χαμαιλέοντοϲ . ἀντὶ περιϲτερεῶνοϲ χαμαιλεύκη . ἀντὶ πολυτρίχου ἀψίνθιον . ἀντὶ ῥητίνηϲ πευκίνηϲ ῥητίνη |
, σῦκα ξηρά . Ἀμόργη , ἄνηθον , ἀρτεμισίαι , βάλσαμον , ἐλαφόβοσκον , κάλαμος ἀρωματικός , κρόκος , λιβανωτός | ||
θερμοτάταις ἡμέραις ἐντέμνειν : ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ ἐν Συρίᾳ βάλσαμον . Ἀκριβεστέρα δὲ καὶ ἐλάττων ἡ καὶ τούτων ἐντομή |
κεφαλαλγῆ γινομένην , ὥσπερ ἡ διὰ γάρου . ἐσθίεται δὲ τῆλις καὶ πρὶν ἐκκαρπῆσαι εἰς ὄξος καὶ γάρον , ἔνιοι | ||
τερμίνθου ὁ φλοιὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπός , τῆλις , χαμαιλέοντος ἑκατέρου ἡ ῥίζα , χαμαιπίτυς , ὤκιμον |
, λάπαθον μετρίως , λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , λινοζῶστις , μαστίχη Χία , μέλι , περσικῆς οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ | ||
ξηρόν , βραχὺ ἔλαιον πρόσμιξον . καλὸν δὲ καὶ ξηρὰ μαστίχη μασωμένη . τοὺς δὲ τριβομένους ὀδόντας , ὡς ἂν |
μὲν νάρθηξ τὸ δὲ νυκτερὶς τὸ δὲ εὐνοῦχος τὸ δὲ κίσηρις . . . . : Κλεάρχου γρῖφος : αἶνός | ||
' ἔτι ἕλξει δι ' αὑτῆς νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν |
. Τὰ εἰς ΙΝΟΣ δισύλλαβα βαρύνεται : Νῖνος πίνος δῖνος σχῖνος . τὸ δὲ κλεινός αἰνός δεινός ὀξύνεται μὴ ἔχοντα | ||
τῷ ὕδατι μυρρίναι τε ἡψήσθωσαν , καὶ δάφνη καὶ ἁπαλὴ σχῖνος τὰ πρῶτα εἰς ἑπτὰ ἡμέρας . ὅταν δ ' |
βοὸς καὶ τὸ τῶν ὑῶν ὁμοίως , μίλτος Σινωπική , σανδαράκη Μηλεία , ὤχρα , τρὺξ ὀξηρὰ καὶ οἰνηρὰ κεκαυμένη | ||
, καὶ ἁπλῶς ὅσα ψύχει μὴ ξηραίνοντα . Ἀρσενικόν , σανδαράκη , χρυσοκόλλα , πιτυοκάμπη , κεδρία , μέλας ἐλλέβορος |
καὶ στρογγύλη καὶ ὑγρά . ἀρίστη δ ' ὑπάρχει ἡ σχιστὴ καὶ ταύτης ἡ πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος | ||
: πρὸς δὲ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ αἰδοίοις ὑπεροχὰς στυπτηρία σχιστὴ μετὰ χαλκάνθου καὶ σμύρνης στακτῆς . Διαφοραὶ τῶν μαλαγμάτων |
τό τε μύρσινόν ἐστι καὶ τὸ ῥόδινον σχῖνός τε καὶ κύπερος καὶ οἱ φακοί : ἔνια δὲ . . . | ||
ἡ μαστίχη , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος |
. Δ . Ἀντὶ δαμασσωνίου , καρπήσιον ἢ καλαμίνθη ἢ ἠρύγγιον . ἀντὶ δαύκου σπέρματος , σίου σπέρμα . ἀντὶ | ||
καὶ μᾶλλον ὁ καρπὸϲ κύπρινον ἔλαιον δάφνινον δᾴδινον ἔλυμοϲ καταπλαϲϲόμενοϲ ἠρύγγιον ἰϲάτιϲ ἰτέαϲ τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰϲχυρῶϲ καννάβεωϲ ὁ |
λιβανωτός , μίσυ , χαλβάνη , τρύξ , γλήχων , χάλκανθος , ὕδωρ ἀπ ' ἀρωμάτων . πίνεται δὲ πρὸς | ||
τῷ μεγέθει τὰ σμηκτικὰ δαπανᾷ , ὡς χαλκὸς κεκαυμένος ἢ χάλκανθος ἅμα χορείᾳ χολῇ . ἄλλο δραστικώτερον . χαλκάνθου μέρος |
, ὀποβάλσαμον , πήγανον , πίσσα , πιστακίου καρπός , πρόπολις , τερεβινθίνη , ῥόδινον ἔλαιον , σαγαπηνόν , σάμψυχον | ||
ἀντὶ ἀμυγδάλων πικρῶν , ἀψίνθιον . ἀντὶ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , πρόπολις . ἀντὶ ἀμώμου , ἄκορος . ἀντὶ ἀνίσου , |
, γεντιανῆς ἡ ῥίζα πάνυ , ἑλενίου ἡ ῥίζα , ἐρυσίμου σπέρμα , ἐρέβινθοι , ἐρέβινθος ἄγριος , εὐπατόριος ἡ | ||
, νάρδου στάχυος Γρʹ γʹ , φύλλου Γρʹ γʹ , ἐρυσίμου Γρʹ Ϛʹ , πεπέρεως Γρʹ ιβʹ , μέλιτος # |
σὺν ἐλαίῳ ἢ κορίου χυλῷ χρίομεν : [ σκόλοπας ἐμπεπηγότας πυτία ἢ κόπρος οὑτινοσοῦν ζῴου περιχριομένη ἀνάγει ] τὰ δὲ | ||
καὶ μετ ' οἴνου αὐστηροῦ ἢ διὰ τοῦ αὐτοῦ ὑγροῦ πυτία λαγωοῦ ἢ ἐρίφου ἢ ἀρνὸς ἢ μόσχου ἢ ἐλάφου |
' ἐλαίου [ πρόπολιϲ ] , ἰϲχυρῶϲ δὲ ἕλκει ὁ ἰξόϲ . Ὅϲα διαφορητικά . Ἀβρότονον ἀγαρικὸν ἀδίαντον αἰγίλωψ ἀκαλήφηϲ | ||
' ἐλαίου [ πρόπολιϲ ] , ἰϲχυρῶϲ δὲ ἕλκει ὁ ἰξόϲ . Ὅϲα διαφορητικά . Ἀβρότονον ἀγαρικὸν ἀδίαντον αἰγίλωψ ἀκαλήφηϲ |
φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα | ||
φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα |
σῦκα ξηρὰ συμπληρουμένης . Ἀμόργη ἐπιτεταμένης , ἄνηθον ἐπιτεταμένης , ἀρτεμισίαι ἀμφότεραι , βάλσαμον , ἐλαφόβοσκον , κάλαμος ἀρωματικός , | ||
ἄλλων , αἷμα , χολή , ἀμόργη , ἄνηθον , ἀρτεμισίαι ἀμφότεραι , βάλσαμον , ἐλαφόβοσκον , κρόκος , λιβανωτός |
, βούτυρον , ῥητίνη τερμινθίνη , πήγανον , κύμινον , δαφνίδες , ἄνηθον , ἄσφαλτος . δριμεῖς δ ' ἅλμη | ||
χαλκὸς κεκαυμένος , κόκκος Κνίδιος , χάλκανθος , χαμελαία , δαφνίδες , κεδρέα , θεῖον , ἐλελίσφακον , κιννάμωμον , |
τις τρίψας ἐμβάλῃ καὶ θῇ ὑπαίθριον : ἔχει δὲ ἡ ἀλθαία φύλλον μὲν ὅμοιον τῇ μαλάχῃ πλὴν μεῖζον καὶ δασύτερον | ||
ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν . ἔβισκος ἢ ἀλθαία φυμάτων ἀπέπτων ἐστὶ πεπτική , καὶ ἡ ῥίζα δ |
καὶ πολυτρίχου μίξας κατάχριε τὰς τρίχας , ἢ ἀδίαντον καὶ λάδανον ἴσα λειώσας μετ ' ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ μυρσίνου ἢ | ||
, ἀψίνθιον . Ἄμωμον , σταφὶς ἥμερος , κηρός , λάδανον , κόλλα ἡ εἰς τὰ βιβλία , κρόκος , |
καταφανῶς πικρά . πρὸς δὲ τούτοις ἔτι χαμαιπίτυν τε καὶ πράσιον ἑλένιον δαφνόκοκκα κασσίαν θύμον γλήχωνα καρπησίας κύπερον πολυπόδιον ἶριν | ||
, ἢ σκίλλαν μετὰ ἁλῶν , ἢ πολύγονον , ἢ πράσιον κοπὲν ἐπιθετέον . Ψώραν καὶ ἐξανθήματα οὔρῳ βοείῳ παλαιῷ |
πηγνύντα ἐπέχει τὸ σπέρμα , οἷον θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτράφαξυς , κολοκύνθη , μόρα , μηλοπέπονες , σίκυες : | ||
ἐξυγραίνει ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός |
ἐστι δυνάμεως , ἀλλ ' οὐκ ἰσχυρᾶς , ὥσπερ τὸ δρακόντιον . ἔστιν οὖν τῷ θερμαίνειν καὶ τῷ ξηραίνειν τῆς | ||
Τοξότου ἀναγαλλὶς πυρρὰ καὶ κυανή , Αἰγοκέρωτος λάπαθον , Ὑδροχόου δρακόντιον , Ἰχθύων βοτάνη ἀριστολοχία . ταύτας τὰς βοτάνας δεῖ |
. ἐν ἀμφοτέραις δὲ ταῖς ὥραις τῶν χεδροπῶν , καθάπερ ὄροβος ἐρέβινθος : οἱ δὲ καὶ τὸν κύαμον ὀψὲ σπείρουσιν | ||
πικρότητα χυλοῦ καθάπερ ὁ θέρμος καὶ ὁ ἐρέβινθος καὶ ὁ ὄροβος : μόνα γὰρ δὴ καὶ οὐ ζωοῦται τῶν χεδροπῶν |
ὄγκον ἔρχεται πλείονα . Πρὸς τοὺς ἀρχομένους αἰγίλωπας καλῶς ποιεῖ γλαύκιον καὶ κρόκος ἅμα χυλῷ περδικιάδος ἐπιχριόμενα . ἀλλάσσειν δὲ | ||
ἴβεως . ἀντὶ ἀλόης Ἰνδικῆς , ἀλόης χλωρᾶς φύλλα , γλαύκιον , λύκιον ἢ κενταύριον . ἀντὶ ἀλώπεκος στέατος , |
, πύρεθρον καὶ ὁ βασιλικὸς ἀσπάραγος καὶ ὁ ἕλειος καὶ ὀξυμύρσινος καὶ χαμαιδάφνης ὀξυακάνθης τε καὶ βρυωνίας . βολβοὶ εἰς | ||
ῥίζα , ἀσπάραγος ὁ βασιλικὸς καὶ ὁ ἕλειος ὅ τε ὀξυμύρσινος καὶ ὁ ὀξυακάνθινος , βδέλλιον Ἀραβικόν , βούνιον , |
Σαβῖνον , ἐλαφόβοσκον , εὐπατόριος ἡ πόα , εὐφόρβιον , ζύμη , ἠρύγγιον , ἰτέας ὀπός , καλαμίνθη , κάλαμος | ||
, ἐπειδὴ ἀναζυμοῦνται ἔσωθεν μὴ πεττόμενοι , ἢ ὅτι ὥσπερ ζύμη εἰσὶ τῆς γῆς ζύμωμα ] οὖθαρ , μαστός . |
ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως : καὶ τῶν ὀστρέων δὲ τὸ ὄστρακον καυθὲν ὁμοίας ἐστὶ δυνάμεως , ᾧ χρῶμαι πρὸς τὰς ἐκ | ||
αἰγείρου μετὰ διπλοῦ μέλιτος ἔγχριε . Ἄλλο . σηπίας ὄστρακον καυθὲν καὶ λειωθὲν ἅμα ἁλσὶν ὀρυκτοῖς ἀποτήκει τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς |
δὲ ἀπὸ κρεῶν καιομένων : λιγνὺς , ἀπὸ αἰλαιωδῶν : αἰθάλη ἀπὸ ἀσβέστου : καπνός . μαπία , σπονγγίστρα , | ||
πύλης ἐπιτίθου ἐπ ' ἀνθράκων , ἕως οὗ ἔλθῃ ἡ αἰθάλη . Ὁμοίως καὶ τὴν σανδαράχην ποίει . Σὺ μὲν |
. Τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖ καὶ ἀρσένικον ξανθὸν καὶ σανδαράχη οἰκονομηθεῖσα , καὶ κιννάβαρις πάνυ ἡ ἐκστραφεῖσα . Τὸν | ||
χολῆς , πέρδικος χολή . Φ . Ἀντὶ φέκλης , σανδαράχη . ἀντὶ φοῦ , σφάγνος . ἀντὶ φύκου , |
τὸ σπέρμα , ἀμύγδαλα πικρὰ καὶ τὸ δένδρον αὐτό , ἀδίαντον , ἄρου αἱ ῥίζαι , γλήχων , δρακόντιον , | ||
πυρέσσουσι δὲ μετ ' εὐκράτου . ποτήματα δὲ ἁπλᾶ μὲν ἀδίαντον παλιούρου φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , σχοίνη λεία καὶ |
α , φρυκτῆς # α # γ . Ὄρυζαν , κυάμινον ἄλευρον , πτισάνην ἕψε ἐν ὕδατι καὶ τῷ χυλῷ | ||
καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματος καιομένου ἱδρούμενον ὑγρόν , κυάμινον ἄλευρον καταπλασσόμενον . Ἡ πιτυρίασις ὑπὸ μοχθηρῶν χυμῶν συνίσταται |
τὰ φύλλα ϲφοδρῶϲ καὶ μᾶλλον ὁ καρπὸϲ κύπρινον ἔλαιον δάφνινον δᾴδινον ἔλυμοϲ καταπλαϲϲόμενοϲ ἠρύγγιον ἰϲάτιϲ ἰτέαϲ τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα | ||
φηγοῦ καὶ πρίνου , ἔλαιον δάφνινον , καὶ μᾶλλον τὸ δᾴδινον , ἔλυμος ἡ καὶ μελίνη καταπλασσομένη , ἐχίνου τῆς |
ὁ ὀξυακάνθινος , βδέλλιον Ἀραβικόν , βούνιον , ψευδοβούνιον , βρυωνία , δάφνη ἡ πόα καὶ ἡ χαμαιδάφνη καὶ τὸ | ||
ἀριστολοχείας ῥίζα , ὀρίγανος , πόλιον , κολοκυνθὶς ἀγρία , βρυωνία , κυκλά - μινος , χαλκοῦ ῥινήματα ἐν οἴνῳ |
τὴν ὀλκὴν εἰς ὀβολοὺς δύο , καὶ ὅρμινον ἡ βοτάνη ὑπέρικόν τε δὴ τὸ ἐν τοῖς ὄρεσι τρεφόμενον , καὶ | ||
τὴν ὀλκὴν εἰς ὀβολοὺς δύο , καὶ ὅρμινον ἡ βοτάνη ὑπέρικόν τε δὴ τὸ ἐν τοῖς ὄρεσι τρεφόμενον , καὶ |
ἔλαιον ποιεῖ ἴσα μαλάγματι . Ἄλλο . Αἴρινον ἄλευρον καὶ ἐρύσιμον μετὰ μέλιτος ἔχοντος ἀντὶ τοῦ ἐλαίου πίσσαν ὑγράν . | ||
σβέσαι . Καὶ κολοκύντη ἀγρίη , λινόζωστις , νίτρον καὶ ἐρύσιμον . Θᾶσσον κατασπᾷ καὶ μανδραγόρου ῥίζα , κανθαρὶς , |
κόμμι διηνάμενος καὶ μαράθοιο σπέρμα καὶ Ἰδαῖον κραδάμωμον ἠδ ' ἄκορον στήσαις παρθέμενος σέσελι , δάκρυον εὖ μίσγοιο βαλὼν κυανωπὸν | ||
κατὰ τὴν δύναμιν ἀκόρῳ , πλὴν ὅσον ξηρότερόν ἐστι τὸ ἄκορον , πεπτικώτερον δέ πως τὸ ἄμωμον . Ἀναγαλλὶς ἑκατέρα |
ἐκ φατνωμάτων χρυσῶν , τὸ δὲ δῶμα ποιῆσαι χαλκοῦν ἀπὸ κεραμίδων χαλκῶν , χαλκὸν χωνεύσαντα , καὶ τοῦτον καταχέαντα . | ||
ἐν κύστει λίθους θρύπτει . Λίθος ὀστρακίτης τὸ ἐκ τῶν κεραμίδων ῥυπτικῆς ἐστι δυνάμεως : καὶ μᾶλλον ὁ ἐκ τῶν |
. ἡ ῥητίνη δ ' αὐτῆς θερμοτέρας δυνάμεώς ἐστιν . Ἀκακία ξηραίνει μὲν σφοδρῶς , ψύχει δ ' ἱκανῶς ἐπειδὰν | ||
: καὶ ἡ χονδρίλη δ ' εἶδός ἐστι σέρεως . Ἀκακία πεπλυμένη , ἀρνόγλωσσον καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ , βλίτον |
οὔτε ἄλλη τις διαφθορὰ ἢ στρόφος ἀπαντᾷ . νεκταρέα ἐστὶν ἑλένιον . Ἐνοχλοῦσι πταρμοὶ πλεονάκις ἐμπίπτοντες ἐν πυρετοῖς : καὶ | ||
ἡ ἰωνία καὶ τὸ σισύμβριον καὶ ὁ ἕρπυλλος καὶ τὸ ἑλένιον . κοινοτάτη μὲν οὖν ἐστὶ πᾶσιν ἥ τε ἀπὸ |
καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον , ἐν ᾧ ἀφήψηται γλήχων μάλιστα | ||
, καὶ ἡ ῥίζα , ἣν καὶ μαγύδαριν ἐκάλεσαν , σαγάπηνον , ὀποπάναξ , πευκεδάνου ὀπὸς , ἀριστολοχία μακρὰ , |
μᾶλλον τὸ καυθέν , ἀκακία , ἄκορον , ἀλόη , ἄμι , ἄνηθον καυθέν , ἀννήσου σπέρμα , ἄρκευθος , | ||
ἴρεως Ἰλλυρικῆς ἀφέψημα ἀποτριτωθὲν ἢ σεσέλεως ῥίζαν ἢ σπέρμα ἢ ἄμι ἢ πετροσέλινον : ἐσθίειν δὲ κεδρίδας . καὶ πρόσθετα |
μὴ ξηραίνοντα . Ὅϲα ϲηπτικά . Ἀρϲενικὸν ϲανδαράχη χρυϲοκόλλα κανθαρὶϲ πιτυοκάμπη κεδρία μέλαϲ ἐλλέβοροϲ . Ὅϲα καταϲταλτικὰ τῶν ὑπεροχῶν . | ||
ὀλίγον . εἰς δὲ τὰς καυστικὰς ἔοικε παραλαμβάνεσθαι κανθαρίς , πιτυοκάμπη , βούπρηστις , ἄσβεστος , διφρυγές , τρὺξ κεκαυμένη |
πλάσας κολλύρια χρῶ . Σκολοπένδρης θαλασσίας δραχ . ηʹ : καρίδων ποταμίων δραχ . ηʹ : σησάμου δραχ . αʹ | ||
μετὰ τὸ προοίμιον περὶ νάρκης , βατράχου , σηπίας , καρίδων καὶ λάβρακος , περὶ βοὸς , καρκίνου , πίννης |
αὖον , ῥοῦν , κύμινον , κάππαριν , ὀρίγανον , γήτειον , ἄννισον , θύμον , σφάκον , σίραιον , | ||
ὀψωνεῖν ἔοιχ ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι . ” ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι , ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά |
Ἔνθα πεφύκασι λύγοι αἱ ὑπό τινων λεγόμεναι ἄγνοι , ἢ κόνυζα , ἢ ὄθλεις , ἢ κάλαμοι , ἢ κολύμβατος | ||
ἄγνου βρύον καὶ τὸ ὀνόγυρον . Ἔτι μὴν καὶ ἡ κόνυζα ἰσχύει τὰ αὐτὰ καὶ ῥοιᾶς δὲ ὁμοίως κλάδοι , |
: ἤτοι ἡ μυρίχη ἤγουν ὁ μύριγγας . ἐθιοπὶς ἤτοι φλόμος μικρός . ἐβίσκου : ἡ ἀλθαία ἤτοι ὁ ἄγριος | ||
καὶ ἀρνόγλωσσον ἡμέρα δʹ , ὥρα αʹ , Ἑρμοῦ , φλόμος καὶ πεντάφυλλον ἡμέρα εʹ , ὥρα αʹ , Διός |
μάλιϲτα τοῦτο δρῶϲιν ἐπιτιθέμεναί τε καὶ πινόμεναι . Νήριον ἢ ῥοδοδάφνη ἔξωθεν μὲν καταπλαϲϲομένη διαφορητικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , εἴϲω δὲ | ||
, κιτρίου τὸ σπέρμα καὶ τὰ φύλλα , νήριον ἢ ῥοδοδάφνη καταπλασσομένη , ξανθίου ἢ φασγάνου ὁ καρπός , ξύρεως |
ἡ ῥίζα , ἀριστολοχίαι , ἀσφοδέλου ῥίζαι , δαῦκος , χαμαιδάφνη , δρακοντίου ἡ ῥίζα , ἔλαιον ῥαφάνινον , ἐρέβινθοι | ||
, ψευδοβούνιον , βρυωνία , δάφνη ἡ πόα καὶ ἡ χαμαιδάφνη καὶ τὸ δαφνοειδὲς καλούμενον , ἐρέβινθοι καὶ μάλιστα οἱ |
θυία μὲν φύεται καὶ εἰς ὕψος , ἐλάτη δὲ καὶ ἄρκευθος φύεται μὲν οὐκ εἰς ὕψος δέ , καθάπερ καὶ | ||
φάρμακον κομίσαι τὸν δράκοντα ἐπάιδουσαν . . . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες Ἀπόλλωνος ἴδιον ὡς ἱστορεῖται ἐν γ |
γʹ γρ . ἐξ αὐτῆς τῆς ῥίζης . καὶ τῆς πενταφύλλου τὸ ζέμα μᾶλλον ποιεῖ καὶ τοῦ ἐρυσίμου καὶ ἑρπύλλου | ||
μεθ ' ὕδατος καταπλασσόμενα , ἀλόη σὺν γλυκεῖ καταχριομένη , πενταφύλλου ῥίζα καταπλασθεῖσα , κυδώνια ἑφθὰ σὺν ἄρτῳ ἢ ἀλφίτῳ |
κατασπᾷ καὶ προσκαλεῖται γάλα πτισάνη ἑφθὴ σὺν μαράθῳ ῥοφουμένη , καρδάμωμον μετὰ κράματος πινόμενον , ἄνησσον μετὰ ῥοφήματος ἢ μετ | ||
τὸν χρῶτα τῶν ἐργαζομένων ἀφελκοῖ . Δηκτικὸν δὲ καὶ τὸ καρδάμωμον μετὰ θερμότητος . Τοῦ δὲ βαλσάμου ὁ μὲν ὀπὸς |
παλαιὸϲ ὄξοϲ ὀρίγανον πενταφύλλου ἡ ῥίζα πετροϲέλινον ϲμύρνα πήγανον ἥμερον πράϲιον ῥοῦϲ ϲάμψυχον ϲέριφον ὕϲϲωπον χαμαίδρυϲ χαμαιλέοντοϲ ἑκατέρου αἱ ῥίζαι | ||
κάλαμοϲ ἀρωματικὸϲ κρόκοϲ λιβανωτὸϲ μαϲτίχη λεῖα μέλι οἶνοϲ πίϲϲα μελιϲϲόφυλλον πράϲιον πρόπολιϲ ϲικύου ἀγρίου ὁ χυλὸϲ ϲκάνδιξ ϲκίλλα ϲκολύμου ἡ |
, ἐναφηψημένου αὐτῷ καὶ πηγάνου . κοπτέσθω δ ' ἡ ἐντεριώνη καὶ σηθέσθω λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ , ἔπειτα λεανθεῖσα πολλάκις πάλιν | ||
' ὄξους ἑφθοῦ δίς , γίγαρτα ναρδοστάχυος νάρθηκος χλωροῦ ἡ ἐντεριώνη , ὀξυακάνθης ὁ καρπὸς , ἀκάνθης λευκῆς κορωνοποδίου ἡ |
πτίσσεσθαι δέ ἐστι τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ πτισάνη παρὰ τὸ πτίσσεσθαι . πτισσόμενος δὲ τοῦτο ἔφη : | ||
ἑορτή ὁρτή , ἐκεῖνος κεῖνος : στοιχείου δέ , οἷον πτισάνη * τισάνη , γαῖα αἶα , λείβω εἴβω . |
τοῦ δριμυτέρου . δοκεῖ δ ' ἐν τού - τοις ῥαφανὶς εὐδοκιμεῖν καὶ εὔζωμον καὶ τάριχος παλαιὸν καὶ ὀρίγανις χλωρὰ | ||
ἐν ταῖς θερμημερίαις σπαρέντα θᾶττον ἐκκαυλεῖ καὶ ἐκσπερματοῦται , καθάπερ ῥαφανὶς γογγυλίς . ἔνια δὲ οὐκ ἐνιαύσια φέρει τὸν καρπὸν |
ἰᾶται , καὶ θηριοδήκτους καὶ σκορπιοπλήκτους . σὺν μέλιτι δὲ καταπλασσόμενος ἕλκη ἐπιπόλαια ἀναπληροῖ . μετ ' ἐλαίου δὲ χριόμενος | ||
ἀποτίθενται φάρμακον τῶν στοματικῶν ποιοῦν πρὸς τὰς σηπεδόνας . Βρόμος καταπλασσόμενος ξηραίνει καὶ διαφορεῖ μετρίως καὶ ἀδήκτως : ἔστι δὲ |
ἰόνθους σβέννυσιν : ὠφελεῖ δὲ καὶ σπληνικοὺς μεθ ' ἁλὸς καταπλασσομένη . τὸ δ ' ἀφέψημα αὐτῆς κνησμοὺς λουόμενον παύει | ||
δράσῃ ταῦτα , τὸ διὰ σάνδυκος κολλύριον χρήσιμον . ῥάφανος καταπλασσομένη ποιεῖ : ἀφαίρει δ ' αὐτήν , ὅταν ἄρξηται |
ἐπιχριόμενος , κυπαρίσσου σφαιρία λειωθέντα σύκου σαρκὶ καὶ ἐντεθέντα , ἐλελίσφακος καταπαστή , ὀπὸς σιλφίου μετὰ χαλκάνθου ἢ ἰοῦ . | ||
αὐτὸν τρόπον ποιέων , πυριῇν : ἀγαθὸν δὲ καὶ ὁ ἐλελίσφακος τὸν αὐτὸν τρόπον γινόμενος . Ἐλελίσφακον καὶ ὑπερικὸν ἀφεψῶν |
ἡ μείζων καὶ ἡ μικροτέρα , κύμινον , λιβανωτοῦ ὁ αἴθαλος , μάραθον , μελάνθιον , μήου αἱ ῥίζαι , | ||
' ἀπεχεύατο χαίτην : ῥίζα δέ οἱ βριαρή τε καὶ αἴθαλος , ἠδ ' ὑπὸ κνημοῖς σκοιοῖς ἐντελέθει φυξήλιος ἢ |
θερμὰ ἐγχέοντας , τὴν χεῖρα ἐναποδῆσαι . Καὶ ὄμματα , δακρύου παρηγορικὸν καταλείφοντα , πρὸς τὰ δριμέα λίπος προσηνὲς , | ||
καὶ χρώματι : εὐῶδες σφόδρα καὶ τοῦτο καὶ μᾶλλον τοῦ δακρύου . Τὸ δὲ δάκρυον ἀπὸ ἐντομῆς συλλέγειν , ἐντέμνειν |
ἔθος : ἐδόκουν γὰρ ἐν τοῖς γάμοις σήσαμον διδόναι . σησαμὴ : πλακοῦς γαμικὸς ἀπὸ σησάμων πεποιημένος διὰ τὸ πολύγονον | ||
ἔθος : ἐδόκουν γὰρ ἐν τοῖς γάμοις σήσαμον διδόναι . σησαμὴ : πλακοῦς γαμικὸς ἀπὸ σησάμων πεποιημένος διὰ τὸ πολύγονον |
γεννητική . Δαμασώνιον ῥυπτικὴν ἔχει δύναμιν . Δαῦκος ὁ καὶ σταφυλῖνος ὁ μὲν ἄγριος τοῦ ἡμέρου σφοδρότερος ἐν πᾶσι , | ||
, ὤκιμον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , βολβοὶ ὠμότεροι , σταφυλῖνος , δαῦκος , κάρω καὶ πᾶσαι αἱ ῥίζαι τῶν |
. Ἐρεθίσας ὦν τοὺς Πέρσας ἤθελε ὡς ἀσθενέστατα ποιῆσαι τὰ Σάμια πρήγματα καὶ οὕτω παραδιδόναι , εὖ ἐξεπιστάμενος ὡς παθόντες | ||
τὰ στρώματα γίνεσθαι . ἁ Μίλατος : τὰ Μιλήσια καὶ Σάμια ἔρια . τὴν δὲ κατὰ ἀναστρεπτέον : ἔστι γὰρ |
ϲμίριϲ ἱκανῶϲ κέραϲ ἐλάφου καὶ αἰγὸϲ κεκαυμένον ὀρόβων ἄλευρον ναρκίϲϲου βολβὸϲ τραγάκανθα μετρίωϲ ὠῶν τὸ λευκόν . Ὅϲα ἀναϲτομωτικά . | ||
ϲπέρμα μελάνθιον πέπερι πήγανον πόλιον πράϲιον δαφνίδεϲ καϲϲία ἄρον δρακόντιον βολβὸϲ κρόμμυον ϲκόρδον μάλιϲτα κόϲτοϲ ἄμωμον ναρδόϲταχυϲ θεῖον ϲτύραξ χαλβάνη |
, κόνυζα . καταπλάσσεται δὲ πρὸς λόχια καὶ ἔμμηνα κινεῖ ἀρτεμισία πολλὴ κατὰ τῶν ὑποχονδρίων . ἐπιτεταμένως δ ' ἄγει | ||
ἔλαιον , κύπερος , ἀφρόνιτρον , στύραξ , ἀψίνθιον , ἀρτεμισία , σάμψυχον , ἐλλέβορος μέλας , κόκκος Κνίδιος , |
πίσσα , πολύκνημον , πταρμικὴ τὸ θαμνίον χλωρὸν ἔτι , ῥάμνος , ῥαφανίς , σκάνδιξ ἐπιτεταμένης , σκολύμου ἡ ῥίζα | ||
δένδρον πάρυδρον . ] φυλλοβόλον δὲ καὶ οὐχ ὥσπερ ἡ ῥάμνος ἀείφυλλον . Ἔτι δὲ καὶ τοῦ βάτου πλείω γένη |
σῶν ἐργάζεται τὸν τέως νοσοῦντα τὴν νόσον τὴν προειρημένην . καυθεὶς δὲ ἄρα ὀστράκοις αὐτοῖς ἐκκαθαίρει τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων | ||
ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ ἐχῖνος καυθεὶς καὶ λειωθείσης τῆς τέφρας καὶ σμηχομένης λέπραν ἰᾶται , |
ἰσχάδες λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν , ὅθεν καὶ νεφροὺς ἐκκαθαίρουσιν . ἀρκευθίδες ἐκκαθαίρουσι τὰ καθ ' ἧπαρ καὶ νεφροὺς καὶ λεπτύνουσι | ||
ἰσχάδες λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν , ὅθεν καὶ νεφροὺς ἐκκαθαίρουσιν . ἀρκευθίδες ἐκκαθαίρουσι τὰ καθ ' ἧπαρ καὶ νεφροὺς καὶ λεπτύνουσι |
καστορίου , ὀποπάνακος , πεπέρεως ἀνὰ # β . ὁ ὀποπάναξ , εὐφόρβιον , καστόριον , πέπερι ὄξει λειοῦται . | ||
βοηθεῖν . Πάνακεϲ Ἡράκλειον . Ἐκ τούτου καὶ ὁ καλούμενοϲ ὀποπάναξ γίγνεται . ἐϲτὶ δὲ ὁ ὀπὸϲ οὗτοϲ θερμὸϲ μὲν |
φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας | ||
φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου δείπνου γὰρ ὅστις ὑστερεῖ , τοῦτον |
ϲὺν γάλακτι πίνειν ἢ πολυγόνου χυλὸν ἢ ἀμπέλου ἀκρεμόνων ἢ βάτων ἢ νάρθηκοϲ ἁπαλοῦ τῆϲ ἐντεριώνηϲ ἢ μύρτων μετ ' | ||
ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ τέφρα βαλαύϲτιον πάνυ τῶν βάτων ὁ ἄωροϲ καρπὸϲ δρυὸϲ πάντα τὰ μόρια φηγοῦ ὁμοίωϲ |
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην | ||
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην |
μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀτράφαξυς ἠρέμα , βολβός , βούφθαλμον μᾶλλον ἀνθεμίδος , βράθυ , ὅ τινες ἀντὶ κινναμώμου | ||
ἀνεμωνῶν ῥίζαι καὶ ἀσφοδέλου , βρυωνίας ῥίζα , βδέλλιον , βούφθαλμον , γεντιανῆς ῥίζα , γλήχων , δρακοντίου ῥίζα , |
τὰ μὲν ἰσχυρότερα εἰς τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει | ||
, ὤκιμον . Ἀβρότονον , καὶ μᾶλλον τὸ καυθέν , αἶρα ἀρχομένης , αἰγείρου ἄνθη καὶ ἡ ῥητίνη , ἄκορον |
τῶν μυκτήρων ἀνέλκειν : ἀπορρεῖ γὰρ χολῶδες πολύ : ἢ μελάνθιον ἐν ὄξει δριμεῖ δια - βρέχων πρὸ μιᾶς , | ||
μαράθρων ῥιζῶν ἑψήσας τὸ ὕδωρ δὸς πιεῖν . ἄλλο . μελάνθιον διεὶς ἐν μελικράτῳ οἷον ὀλκὴν δίδου πιεῖν . ἄλλο |