| ἄνδρες εἰσίν , ἐπεὶ κεφαλὴν καὶ γούνατα Σείριος ἄζει , αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' | ||
| ἐπιδευέες : ἀμφὶ δ ' ἄρα σφιν ἴδεϊ θαλπομένοισι μελαίνεται αὐαλέος χρώς : αὕτως , οἷά τε θῆρες , ἀλώμενοι |
| ἴσως μανίας ἀρχή . πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης . οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει | ||
| ᾐὼν δὲ πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή . ῥὶς καὶ μυκτὴρ καὶ μυκτῆρες , καὶ παρὰ τοῖς ἰατροῖς ῥώθωνες : |
| στηθέων ἀρύσασα ψυχὴν ἐγγυάλιξεν ἀγαιομένη χατέοντι : τοῖος ἀπὸ ξανθοῖο καρήατος Αἰσονίδαο στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς | ||
| , διὰ δ ' ἄνδιχα τρηχὺν ἔαξα αὐτοῦ ἐπὶ λασίοιο καρήατος ἀγριέλαιον θηρὸς ἀμαιμακέτοιο . πέσεν δ ' ὅγε πρὶν |
| ' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν | ||
| ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . . |
| ἀπὸ τοῦ ω ὀρθὸν τμῆμα κύκλου ἐφέστηκε τὸ ωΥΜ καὶ ἀφῃρημένη ἐστὶν ἡ Υω ἐλάσσων ἢ ἡμίσεια οὖσα τοῦ ἐφεστῶτος | ||
| ὑπὸ τῆς τύχης προυδόθη : ὀλίγῳ γὰρ ὕστερον ὑπὸ κυνηγετῶν ἀφῃρημένη τὰ ἑαυτῆς βρέφη ἄρκτος ἧκε , σφριγώντων αὐτῇ τῶν |
| αἰχμάζων : κόπτων . δαχμάζων : δάκνων , τρώγων . γενύεσσι : στόμασιν . παθῶν : ἕνεκα . ἀπετίσατο : | ||
| ἀλόχοισιν : αἶψα δ ' ἐπιθύσας ὁ μὲν ἔλπεται ἐν γενύεσσι τίνυσθαι καρῖδος ἐπήλυσιν , οὐδ ' ἐνόησεν ὃν μόρον |
| πείθειν τὸν πολὺν λεών . σπαργῶσι . Ὅμηρος : “ οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ” τοὺς μαστοὺς πλήρεις ἔχουσι γάλακτος | ||
| τὴν ὅλην , ὅ ἐστιν ὁλοπόρφυρον . οὖδας ἔδαφος . οὔθατα ὁ μὲν Ἀπίων μαστοί . ὅταν δὲ λέγῃ “ |
| κόκκυγας ἐρινάδος , οἵ τε πρὸ ἄλλης γογγύλοι ἐκφαίνουσιν ἀνοιδείοντες ὀπώρης . λάζεο καὶ πυράκανθαν ἰδὲ φλόμου ἀργέος ἄνθην , | ||
| δαμάσσῃ , οἳ δ ' ἄρ ' ἀποπνείουσι πάρος γεύσασθαι ὀπώρης : ὣς τοὺς αἶψ ' ἐδάμασσε πρὶν ἔντεα ληίσσασθαι |
| νηός , ᾧ ἐπιβαίνουσιν οἱ κυβερνῆται . καὶ ὑποπόδιον . θρύον : φυτόν , πόαν . πόλιν . θυμός εʹ | ||
| προπαροξύτονα , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , θρύον : βρύον : πτύον : θύον , ὃ καὶ |
| ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ . | ||
| Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον |
| . Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα | ||
| γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα |
| ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Λημνίαις διὰ μακροῦ τοῦ α τὸ νεαλὴς τέθεικεν ἐπὶ τοῦ νέου καὶ ἀκμάζοντος . νουμηνία : | ||
| σπέρμα τὸν αὐτὸν κατασκευαζόμενα τρόπον ὠφελεῖ . καὶ τυρὸς ἁπαλὸς νεαλὴς μετὰ σελίνου φύλλων καταπλασσόμενος , καὶ ἄρτος ἐξ οἴνου |
| χειμερίαν πάχνην , τέμνοις , εὑρήσεις δὲ καὶ τὴν πρασινίζουσαν ἴασπιν . Ἑξῆς δὲ ὁ Ἶρις ποταμὸς τὸ καθαρὸν ὕδωρ | ||
| δίδου δὲ πρὸς τὴν δύναμιν ἑκάστου . Εἰς δὲ τὸν ἴασπιν λίθον γλύψον ἰκτῖνα διασπαράσσοντα ὄφιν , καὶ ὑπὸ τὸν |
| . Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς | ||
| δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν : |
| οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη : | ||
| ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε |
| ὃ τὸ γάλα ἀμέλγουσι : τὸ δὲ γάλα τῶν αἰγῶν σβεννυμενάων ἔχει τι διαφέρον , ὡς μήτε ὀρῶδες μήτε πνευματῶδες | ||
| βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη γάλα τ ' αἰγῶν σβεννυμενάων καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ |
| ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ | ||
| : εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος |
| ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ||
| * * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα |
| αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
| ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
| κάρη θείνοντες ἐς οὖδας ὠτειλὴν ἔρρηξαν , ἀποπτύουσι δ ' ἀκωκήν . Ἀλλ ' ὁπόταν καθέτοισι πελώριοι ἀμφιχάνωσιν ἰχθύες , | ||
| γὰρ δὴ πέπρωτο μιγήμεναι αἵματι κείνου δυσμενέων στονόεσσαν ἐνὶ πτολέμοισιν ἀκωκήν . Αἴας δ ' οὐκ ἀλέγιζεν Ἀμαζόνος , ἀλλ |
| ἐμπειρίαν . “ τούτου ἐστὶ καὶ τὸ ” λόγος ἔργου σκιή . “ Δημήτριος δὲ ὁ Φαληρεὺς ἐν τῇ Σωκράτους | ||
| πέδον μαλακαί τ ' ἔπι ποῖαι καὶ λασίαις πτελέῃσιν ὕπο σκιή : ἄγχι δ ' ἄρ ' αὐτῶν ὕδωρ ἀέναον |
| δὲ σαρκί πυθεδόνας κατέχευε δυσαλθέας , αἱ δ ' ἐπὶ γυίοις ἰοβόροι βόσκονται : ἀεὶ δ ' ὑπὸ νηδύσιν ὕδρωψ | ||
| τελίσκει : ἀντὶ τοῦ ὑγραίνων καὶ σκορπίζων τὸν σπόρον τοῖς γυίοις ἤγουν τοῖς μέλεσιν , ἀποτελεῖ ἀγόνους τοὺς φαρμακευθέντας , |
| : τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
| ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
| κ ' ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης πτώσσοντα νοήσω , οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας . κἂν μὴ παρῶσι δὲ οἱ | ||
| περισπῶσι , πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ |
| ' ὅτ ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο | ||
| ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν . ἔϲτω δὲ |
| Ἐγκέφαλός ἐστι λευκὸς , μαλακὸς , ὥσπερ ἐξ ἀφροῦ τινος πεπηγὼς , ὑγρὸς καὶ θερμός . λθʹ . Παρεγκεφαλίς ἐστιν | ||
| ἐξεχύθη καὶ τέθνηκεν , ὁ δὲ δημιουργικὸς αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ |
| ' ὅταν ἢ δοῦπον νέον οὔασιν ἠέ τιν ' αὐγήν ἀθρήσῃ , νωθῆ μὲν ἀπὸ ῥέθεος βάλεν ὕπνον , ὁλκῷ | ||
| βρέφος εὐθὺς ἐτύχθη : κἢν μὲν Ζεὺς Μήνην σφετέραις ἀκτῖσιν ἀθρήσῃ , ἀνήρ , ὅς μιν ἀνείλεθ ' , ἑὸν |
| κτῆσίν τε θοίναις Πρωνίων λαφυστίαν πρὸς τῆς Λακαίνης αἰνοβακχεύτου κιχὼν σῦφαρ θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις | ||
| . . . τί μὰν ξύσιλος ; τί γάρ ; σῦφαρ ἀντ ' ἀνδρός . καθαιρημένος θην καὶ τῆνος ὑπὸ |
| Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . | ||
| , ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ ' αὐτῆς , ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων . τὴν δ ' |
| , πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι | ||
| αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες |
| : Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες | ||
| ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] |
| μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς , | ||
| ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν , |
| οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι | ||
| , δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν |
| που καὶ σπλάγχνα συῶν περὶ θερμὰ λέλειπτο Ἡφαίστου μαλεροῖο περιζείοντος ἀυτμῇ . Ἄλλοι δ ' αὖ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι θοῇσιν | ||
| : ῥώθωνος * ἐπισπέρχοντες : κινούμενοι κατεπειγόμενοι ἕλκοντες σπεύδοντες * ἀυτμῇ : πνοῇ ἄσθματι ἀναπνοῇ * νιφόεσσα : χιονώδης χιονιζομένη |
| ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν στράπτουσιν : ἀτὰρ δέμας ἔπλετο | ||
| κορύμβοις : ἀπομέττι . Φολίδεσσιν : σκάρδᾳ . Ψολόεσσαν : πυρόεσσαν . Γυρώσας : περιστρεφούσης . Στυφελόν : δυνατόν . |
| ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ | ||
| οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα |
| ἄνευ τοῦ ι , ἐπεὶ καὶ Ὀλυμπίαζε καὶ Ὀλυμπίαθεν . ὁμαρτῇ Ἀρίσταρχος ἄνευ τοῦ ι γράφει καὶ ὀξύνει ὡς ἀπὸ | ||
| βυσσὸν ἴῃ θοὰ κύματα τέμνων , δὴ τότε πουλὺς ὅμιλος ὁμαρτῇ ποντοπορεύων ἰχθυόεις ἕπεται , κατὰ δ ' ἅψεα λιχμάζονται |
| , ὄρκυνες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἀφάτων πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , στρουθοί , κίχλαι , | ||
| , ὄρκυνες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἄφατον πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , στρουθοί , κίχλαι , |
| Λυγιζόμενος , στρεφόμενος , καμπτόμενος , ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν | ||
| πλευροῖσι χαμευνάς , ἐγγύθι πὰρ προμάλου δέμνιον ἐνδαπίης , καὶ λύγος , ἀρχαῖον Καρῶν στέφος . ἀλλὰ φερέσθω οἶνος καὶ |
| : ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων | ||
| * ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ |
| ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπ ' αὐτῆς στρωμνή . λαβεῖν καὶ δέξασθαι διαφέρει . λαβεῖν μὲν γάρ | ||
| γάρ ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπὶ ταύτης στρωμνή . φησὶ γοῦν Πηνελόπη ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκνὸν λέχος |
| Οὐτήσει : τρώσει . οὐτῆσαι : τρῶσαι , τρωματίσαι . ἄπνοον : νεκρὸν , ἄψυχον . παρείη : παρυπάρχει . | ||
| , κόλακές εἰσιν . Πνεῦμα τὸ ἀεὶ ἀτρεμοῦν , ὡς ἄπνοον ἐοικέναι , φροντιστοῦ ἀνδρός . ποταπὴ δὲ ἡ φροντίς |
| ἐσθίουσιν . Γ Ἡσίοδος κηφήνεσσι κοθούροις ἵκελος ὁρμήν , οἵτε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . ὡσανεὶ ἔφη τὸν γόνον | ||
| , ὡς ὅταν λέγῃ “ μυιάων ἀδινάων ” καὶ “ μελισσάων ἀδινάων . ” καὶ ὅτε φησὶ “ μῆλ ' |
| ὡς δ ' ὅταν ἀπροφάτως ἱστὸν νεός , εὖτε μάλιστα χειμερίη ὀλοοῖο δύσις πέλει Ὠρίωνος , ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο | ||
| δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ |
| . Ἐν δέ : τούτοις δηλονότι , σὺν τούτοις . ζαμενές : λίαν ὀργίλον , ἄγαν ὀργίλον , ἄγριον , | ||
| τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς * κοτέουσα : ὀργιζομένη * πίσυρες |
| κακὸν δ ' ἀποήρυγε δειρῆς , σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα | ||
| ταῦτα ὄψομαι , ἀλλά με δεῖ τυρῷ καὶ μάζῃ ὀτρηρῇ νηδὺς δ ' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' |
| καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
| , καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
| δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς | ||
| φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους |
| αὖον , ῥοῦν , κύμινον , κάππαριν , ὀρίγανον , γήτειον , ἄννισον , θύμον , σφάκον , σίραιον , | ||
| ὀψωνεῖν ἔοιχ ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι . ” ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι , ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά |
| ἄκρης ὑψηλὴ ψαύουσα πρὸς οὐρανόν . Ἀμφὶ δὲ πάντῃ ἀτραπιτοὶ θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν ἀνθρώπων ἀπέρυκον ἐὺν πάτον , οὕνεκα πολλοὶ | ||
| , βαθυτάτοις τόποις , λάκκοις . διαῤῥωγάδας : ἐσχισμένας . θαμέεσσι : ἐν , πυκνοῖς . Δουρί : τῇ νηῒ |
| χόλον , ἐκ δ ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν , ἐπιζάφελον κοτέουσα . Ζεῦ πάτερ , ἦ μέγα δή μοι ἐνὶ | ||
| ' εἰδυῖαν Λερναίην , ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ . καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο |
| ταχέως δύνειν . τῆμος ἀδηκτοτάτη : ἀβρωτάτη , ὅτι τότε σκώληξ οὐκ ἐσθίει τὴν ὕλην , ἀλλὰ παραμονωτέρα ἐστί , | ||
| αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων θυμὸν ἀποπνείων , ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς : ἐκ δ ' αἷμα |
| . Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες . | ||
| τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν |
| τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * | ||
| ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν . |
| καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας , γλήχων , ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος | ||
| ἔτι προσέχοντες τὸν νοῦν , ἀλλὰ μὴ φυγὴ εἴη ἡ ἄφοδος , εἰ καταλιπόντες τὰ χρήματα ἀπίοιεν , καὶ οἵ |
| Μῆτις : μηχανὴ , βουλή . φορβήν : τροφήν : φορβὴ ἡ τροφὴ ἀπὸ τοῦ φέρειν , ἤως συνιστάνειν τὸν | ||
| . φερβομένης δὲ λέγει , οὐ τρεφομένης , ὥσπερ καὶ φορβὴ ἡ τροφὴ , ἀλλὰ μειουμένης καὶ νεμομένης καὶ ἀπολλυμένης |
| μέχρι βάθους μάλκης ] νάρκης , ψύξεως μάλκης ] ἀσθενείας δάμναται ] φθείρεται δάμναται ] κατατείνεται ἐμβαρύθων ] ἐμπίπτων αἰακώς | ||
| αἰνὸν ἐπὶ ξιφίῃσι φέρων μόρον , ἄλλοθε δ ' ἄλλον δάμναται ὅν κε κίχῃσι , φόνῳ δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ |
| . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι | ||
| ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν |
| καταλιμπάνει ἔξωθεν ὀλίγην ὁ βάτραχος πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος | ||
| ; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς |
| , ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων | ||
| , ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων |
| Ἅπαντες γὰρ οἱ κράτιστοι ἦμεν οἱ τρέχοντες . Οἱ δὲ κόρυδοι οὐ πολλῷ τινι θᾶττον ὑμῶν διέρχονται τὸ στάδιον ; | ||
| ' ὀλολυγών τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις : ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες , ἔστενε τρυγών , πωτῶντο ξουθαὶ περὶ |
| , κωλύσει , οἷον κεφαλή ἀκέφαλος , ψυχή ἄψυχος , ὀδμή ἄοδμος , σοφία ἄσοφος : οὕτως οὖν καὶ ἐκ | ||
| δριμεῖα λέγεται καὶ ἰσχυρὰ καὶ μαλακὴ καὶ γλυκεῖα καὶ βαρεῖα ὀδμή : κοιναὶ δ ' ἔνιαι τούτων καὶ τῶν κακωδῶν |
| εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ ' | ||
| βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ |
| , φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον | ||
| κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ |
| μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
| μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
| ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται , ἀντία δ ' ἐχθρήν δῆριν ἄγει γενύεσσιν ὅταν βλώσκοντα καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ | ||
| δυστερπέα πορσύνουσι ταύρειον μέλαν ἧπαρ ἀπόκριτον ἠὲ καὶ ὦμον ταύρειον γενύεσσιν ἐοικότα δαινυμένοιο . πολλαὶ δ ' ἀγρευτῆρσιν ὁμόστολοι ὥστ |
| ϲκοτόδινοϲ , καὶ τὰ γυῖα λύονται : κεφαλῆϲ πόνοϲ , καρηβαρίη : τὰϲ φλέβαϲ τὰϲ ἑκάτερθεν τῆϲ ῥινὸϲ ἀλγέει ἡ | ||
| κορυφῆς . πυρετὸς πρὸς χεῖρα ὀξὺς , ὑποδάκνων : δευτεραίῳ καρηβαρίη , γλῶσσα ἐπεκαύθη , ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν : |
| ἐστὶ τά τε ἐκφρακτικὰ πάντα ὅσα ἔμπροσθεν ἀναγέγραπται καὶ προσέτι στρόβιλος ὅλος χλωρός , πιτυΐδες , βούτυρον , χρυσοκόμης ἡ | ||
| καταξῆναι ναστοκόπος παιδοφιλῆσαι ποδάρια ποδοκάκη ὁ πρόσωπος ῥᾴδια ῥακετρίζειν σπαρνόν στρόβιλος συκοφαντεῖν σωμάτια τερᾴζεις τριταρτημόριον ψυχορροφεῖν ὁ βασιλεὺς ἐπιώψατο ἀρρηφόρους |
| καὶ ζυγὸν ὀρθὸν ἔχουσι σελασφόρον αὐχένι κοῦραι χερσὶν ἐπισφίγγουσαι : ἐπειγομένοιο δὲ ταρσοῦ ἐκταδὸν ἀΐσσουσι καὶ ἠερίηισι κελεύθοις ἱπτάμεναι προθέουσιν | ||
| : ἀστεμφὴς ὁ ἀμετακίνητος ἀπὸ τοῦ στέμπω τὸ μετακινῶ . ἐπειγομένοιο : σπουδάζοντος , διωκομένου ὑπὸ τοῦ φόβου . βαρύνει |
| πηγνύντα ἐπέχει τὸ σπέρμα , οἷον θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτράφαξυς , κολοκύνθη , μόρα , μηλοπέπονες , σίκυες : | ||
| ἐξυγραίνει ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός |
| ἥν τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀμφιχέῃ πρώνεσσι Νότου μένος ἢ Ζεφύροιο χείματος ἐγρομένου , ὁπότ ' οὔρεα δεύεται ὄμβρῳ . | ||
| ἀράων ἀΐουσα μετάγγελος ἦλθ ' ἀνέμοισιν . οἳ μὲν ἄρα Ζεφύροιο δυσαέος ἀθρόοι ἔνδον εἰλαπίνην δαίνυντο : θέουσα δὲ Ἶρις |
| αἰόλα γυῖα : ποικίλα μέλη . Δινεύων : συστρέφων . πυκινῇσι : πυκναῖς , πυκνοῖς κυλινδόμενος : κινούμενος , κυλιόμενος | ||
| Κοπιώδεες , λυγγώδεες , κάτοχοι , κακοί . Ἐκ νώτου πυκινῇσι καὶ λεπτῇσι φρίκῃσιν ἐφιδροῦντες , δύσφοροι : οὔρου ἀπόληψιν |
| αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
| φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
| ὅτ ' ἐς χορὸν ἐντύνοιτο ἢ ὅτε φαιδρύνοιτο χρόα προχοῇσιν ἀναύρων ἢ ὁπότ ' ἐκ λειμῶνος ἐύπνοα λείρι ' ἀμέργοι | ||
| τῶν ἐλεφάντων ἀποξύουσιν , ἄλλοι δὲ ἐπὶ ταῖς προόδοις τῶν ἀναύρων , ὅ ἐστι τῶν μὴ ἐχόντων ποταμῶν , αὔρας |
| συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
| τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
| δῶτορ ἑάων , ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖς ' ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ ; ” | ||
| , θοὰ πάντα , θοὴν ἵνα βάξιν ἀκούῃ . ἵπποισι κρατεροῖσι δ ' ὁμήθεες ἀγρευτῆρσιν ἐξέτι νηπιάχων ἔστων , μερόπεσσί |
| παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὁ | ||
| τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὃ |
| παρὰ Κενταύροισι . ὕαλος : διὰ τοῦ α , οὐχὶ ὕελος , καὶ θηλυκῶς ἡ ὕαλος , καὶ ὑάλινον . | ||
| κεκαυμένος , κήρυκες , τὰ ὀστρεώδη πάντα , πορφύραι , ὕελος , κίσηρις , σπεκλάριον , γύψος κεκαυμένη , ψιμύθιον |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| παρὰ πατρὶ γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο | ||
| ἀνακιρνάμενος τῇ ψυχῇ , ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρεῖ , ἠΰτ ' ἔλαιον ; Ταύτην μοι διήγησαι τὴν γεωργίαν , |
| , ὑψικάρηνον , πιαλέον νώτοις καὶ λεπταλέον κώλοισιν : οὐτιδανὴ δειρὴ καὶ βαιοτάτη πάλιν οὐρή : τετράδυμοι ῥῖνες , πίσυρες | ||
| βαιὰ δ ' ὕπερθεν οὔατα λεπταλέοισι περιστέλλοιθ ' ὑμένεσσι : δειρὴ μηκεδανή , καὶ στήθεα νέρθε κραταιά , εὐρέα : |
| καὶ ὁλκίμου ὕλης γόνιμοι , εὐτράπεζοι δέ . σαργοί , μελάνουροι , κάνθαροι εὐστόμαχοι , εὔχυλοι , εὐδιοίκητοι , τροφώδεις | ||
| : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ μοσχίται οἱ οὐροῦντες μέλαν , ἢ τὰ |
| Ἅιδης × – ˘ – οἱ δ ' ἀμφινίσονται Νέδαν ἐσκληκότα ἐς μέσον συνῄεσαν εὔπλουτον κανοῦν θαλάμων ἄνασσα ἱππικὴ βάσις | ||
| , τροχοκουράδες : αὐτὰρ ὕπερθεν ἵππων δαρτὰ πρόσωπ ' ἐφόρευν ἐσκληκότα καπνῶι . νηῦς δέ τις ὠκύπορος Σαμίη , συὸς |
| βαρβαρικόν . βριμοῦσθαι : τὸ μετά τινος ἀπειλῆς ἐκφοβεῖν . βρόμος : κυρίως ἦχος ἐπὶ ἀνέμου καὶ ἐπὶ πυρός : | ||
| μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων |
| τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ; | ||
| ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά . |
| ὀφθαλμόϲ : καὶ εἰ μὲν τὸ βλέφαρον μόνον παραλυθείη , μέμυκε διηνεκῶϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ καὶ ἀναιϲθητεῖ τὸ βλέφαρον . εἰ | ||
| ὡς δάμαλιν ἂμ πέτραις ἠλιβάτοις , ἵν ' ἀλκᾷ πίσυνος μέμυκε φράζουσα βοτῆρι μόχθους . ὁρῶ κλάδοισι νεοδρόποις κατάσκιον νεύονθ |
| ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα | ||
| , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς |
| ἀεξόμενον φυτὸν ὥραις , θαλλοῖς τ ' εὐφυέεσσι καὶ εὐκάρποισι γονῇσι , νέρθεν ὑπὸ ῥίζῃσιν ἀναιδέϊ τύμματι κείνῳ οὐτήσῃ , | ||
| λ τρίγλαι . τρίγλαι δὲ τριγόνοισιν : παρήχησις . τριγόνοισι γονῇσι : ταῖς τρισὶ γοναῖς , ταῖς τρισσαῖς γένναις . |
| δ ' ἐνὶ πέτρον ἐχέφρονα πίδακι λούων , φάρεσιν ἐν λιπαροῖσιν , ἅτε βρέφος , ἀλδήσασκε , καὶ θεὸν ὣς | ||
| δ ' ἦν ἠέλιος ὥς : ποσσὶ δ ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ |
| ποινητῆρες ἔασι καὶ ἀλλήλων ὀλετῆρες . Ἄλλοι δ ' ἰοφόροι νεπόδων , στομάτεσσι δ ' ἀεικὴς ἰὸς ἐνιτρέφεται στυγερός τ | ||
| : τοῦ δ ' ὅσσον τριπάλαιστον ἀναψάμενοι καθύπερθε μαλθακὸν ἀργεννῶν νεπόδων ἕνα χείλεος ἄκρου δῆσαν ἐπισταμένως : ξιφίης δ ' |
| ἔστι καὶ τὸ τοὺς μὲν ἄνδρας μελανειμονεῖν καὶ μακρο - κομεῖν , τὰς δὲ γυναῖκας λευχειμονεῖν καὶ βραχυκομεῖν . καὶ | ||
| : χαλεπὴ δ ' ὑπόπορτις ἔριθος : καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν , μὴ φείδεο σίτου , μή ποτέ ς ' |
| οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
| παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
| μυδόεν τεκμήρατο νύγμα : γράφεται καὶ δῆγμα : τὸ γὰρ μυδόεν , ὅ ἐστι δίυγρον , ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ | ||
| παρέχουσα . * πιτναμένη : ἀραιουμένη * μυδόεν : σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύχμα : τουτέστι δίυγρον ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ |
| δὲ καθαρά ἐστι , καὶ μήθ ' ἕλκος μηδὲν μήτε μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι | ||
| οὐ νενόμισται οὐδ ' ἀπομύξασθαι , ὅλος ὢν πτύσμα καὶ μύξα ; Τί οὖν ; καλλωπίζεσθαί τις ἀξιοῖ ; μὴ |
| αὖτε μάχην ἔχον . αἳ δὲ μετ ' αὐτοὺς Κῆρες κυάνεαι , λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας , δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί | ||
| δὲ νώτοις κράατος ἐξ ὑπάτοιο καὶ αὐχένος ἔνθα καὶ ἔνθα κυάνεαι δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραι . Οὐδὲ μὲν οὐδ ' |
| ἐπερρώοντ ' ἐλάτῃσιν . οἷοι δὲ πλαδόωσαν ἐπισχίζοντες ἄρουραν ἐργατίναι μογέουσι βόες , πέρι δ ' ἄσπετος ἱδρώς εἴβεται ἐκ | ||
| φθινύθουσα τόκον προὔφηνεν ὀπώρη . καὶ τοὶ μὲν λυκάβαντι μίαν μογέουσι γενέθλην οἱ πλεῖστοι , λάβραξ δὲ δὶς ἄχθεται Εἰλειθυίαις |
| . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ συνεχές , οἷον „ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὅπα ἀρνῶν „ . δηλοῖ δὲ καὶ | ||
| ἐστι σεβαστόν . ἀζηχές ἀδιηχές , ἀδιάλειπτον : “ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν ” καὶ “ ἀζηχὲς φαγέμεν |
| συνδεῖν ἤθελον . Ἐνταῦθα οἱ κωμῆται ταραχθέντες ἐπιπηδῶσιν αὐτοῖς ὡσεὶ ψᾶρες ἢ κολοιοί : καὶ ταχὺ μὲν ἀφαιροῦνται τὸν Δάφνιν | ||
| δ ' ἠκολούθει σφενδόνην ἔχων κοίλην παιδίσκος . οἱ δὲ ψᾶρες ἐκ συνηθείης ἤκουον εἰ τὴν σφενδόνην ποτ ' ᾐτήκει |
| τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
| , ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |
| αἵματος ἐμπρέπει : ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τεῖσαι . καὶ τήνδ ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν | ||
| τὰς μασχάλας . φησὶ δὲ ὅτι καὶ βδέλλας πρόσβαλλε τῷ τύμματι , ἵνα τὸ βλαβὲν μέρος αἷμα ἀφῇ . μίγδην |
| τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα | ||
| συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον , |