δύναιτο , τὸν δ ' ἄνω τε καὶ κάτω λόγοις ταράσσων πολλάκις λυμαίνεται . , Εὐριπίδου Πειρίθωι : οὐκ οὖν | ||
κακά . ὑπ ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις . . . . . ὁρᾶτε τούσδε τοὺς |
δὲ χρηστὸς ἀσφαλέστερος νόμου : τὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ἂν διαστρέψαι ποτέ ῥήτωρ δύναιτο , τὸν δ ' ἄνω τε | ||
δὲ χρηστὸς ἀσφαλέστερος νόμου : τὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ἂν διαστρέψαι ποτέ ῥήτωρ δύναιτο , τὸν δ ' ἄνω τε |
' Ἰσίδωρος οὐκ ἀποδέων τὴν μοχθηρίαν , ἄνθρωπος ὀχλικός , δημοκόπος , ταράττειν καὶ συγχέειν πράγματα μεμελετηκώς , ἐχθρὸς εἰρήνῃ | ||
συγκυκῶν , θορυβῶν , στρέφων , συγχέων , συνταράττων , δημοκόπος , θρασύς , προωθῶν ἅπαντας , ἐλαύνων , φύρων |
. δεινὸν γὰρ ἡ στάσις πανταχῆ καὶ θορυβῶδες καὶ τῇ φθόῃ παραπλήσιον . ἕλκει γὰρ ἁπάσας τὰς δυνάμεις καὶ προσπεφυκὸς | ||
καὶ μὴ τῇδε ἔστω . ἐάν τις ἀνδράποδον ἀποδῶται κάμνον φθόῃ ἢ λιθῶν ἢ στραγγουριῶν ἢ τῇ καλουμένῃ ἱερᾷ νόσῳ |
δὲ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις ἄνευ ἐπιστήμης ἴστε που καὶ αὐτοὶ ὅτι ἀμαθίᾳ πράττεται . ὥστε τοῦτ ' ἐστὶν τὸ ἡδονῆς ἥττω | ||
, ὅμως δέ , ἐπειδὴ μόνω ἐσμέν , ῥητέον . ἀμαθίᾳ γὰρ συνοικεῖς , ὦ βέλτιστε , τῇ ἐσχάτῃ , |
ἰδίους ὁτὲ μὲν ἐξοτρύνοντος καὶ παρακαλοῦντος τὸ λείψανον τῆς νίκης ἐκπονῆσαι , ὁτὲ δ ' ἐπιπλήσσοντός τε καὶ ὀνειδίζοντος , | ||
οὗ δ ' ἐς κράνος βλέψαντα καὶ λόγχης ἀκμὴν χρῆν ἐκπονῆσαι δειλὸς ὢν ἐφηυρέθης . μὴ δῆτ ' ἐμός γ |
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον , | ||
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς |
τῶν Σικελιωτῶν . διὰ πολλοῦ : διαστήματος . καὶ μὴ κατορθώσας . . . : πρῶτον μὲν γὰρ μὴ ἐπιχειρήσαντες | ||
τὰς ἀπειλὰς ἐνεχθέντες ἀνδρείως λογισάμενοί τε καλῶς , ὅτι ταύτην κατορθώσας τὴν αἴτησιν ἕτερον εὐθὺς ἐπιτάξει δεινότερον καὶ πάλιν ἄλλο |
τὴν ὁρμὴν ἐλάμβανεν ἐπιθυμίᾳ γνώσεως τῶν ὑπ ' αὐτοῦ λεχθησομένων προαχθείς , πολλάκις ἐπιστρέψας τὸ πρόσωπον τῇδε καὶ τῇδε καὶ | ||
τοῦ πατηθῆναι τὴν σταφυλὴν ῥεύσας . πεπολέμωται ὁ εἰς ἔχθραν προαχθείς . πίτυρα Ἀττικοί . πεττύκια τὰ λεπτὰ περιτμήματα τῶν |
καινὸν κακόν , εἴ γε τῷ πάντα μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν . ὑπερθεῖτ ' ἂν οὗτος ἥλιον | ||
θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει τίς ἀτιμόθεος ] [ καὶ ] [ βαρυδαίμων ] [ ] [ ὃς ] τάδε λεύσσων οὐ |
' ἂν ὀρθοῖτο ἐνορῶν : προσέχων . πλεῖστ ' ἂν ὀρθοῖτο : ἐπὶ πλεῖστον νικήσαι ἄν . τῶν ἐν Ἰωνίᾳ | ||
ἡνίκ ' ἂν ἀφυλάκτους αὐτοὺς ὁρῴη , μάλιστ ' ἂν ὀρθοῖτο ἐνορῶν : προσέχων . πλεῖστ ' ἂν ὀρθοῖτο : |
καὶ ἡγεμονίαν . φανεὶς δ ' ὁ ἄρχων ἔτι μᾶλλον εὐεργετεῖ τὸν ἀκροατὴν καὶ θεατὴν φάσκων : „ ἐγώ εἰμι | ||
παροῦσαν ἐνέργειαν ὤν . εἰ μὲν γὰρ ὁ εὐεργέτης νῦν εὐεργετεῖ καὶ νῦν ἐνήργει τὴν πρὸς τὸν εὖ πεπονθότα εὐεργεσίαν |
οὐκ ἀμφίβολον εἶναι τὴν κρίσιν , ἀλλ ' ὥστε τὸν ἑαλωκότα καὶ πάσχειν καὶ τοῦ δικαστοῦ θαυμάζειν τὴν ψῆφον . | ||
, καὶ τῷ ἵππῳ προσαρτήσας ἕκαστος ἄγει ὡς αἰχμάλωτον τὸν ἑαλωκότα . ὅτι δὲ μικροὶ μὲν ἰδεῖν εἰσιν οἱ Λίβυες |
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς | ||
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ |
καλῶς καὶ καθιστῶν ἕνα ἕκαστον , ᾗ δεῖ , καὶ παραγγέλλων , ὅπως χρὴ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι καὶ φυλάττειν τὸ | ||
τοῖς ἀνθρώποις καὶ πρὸς τὰ ὁμογενῆ ζῷα αὐτοὺς συνέστησε , παραγγέλλων οἰκεῖα νομίζειν αὐτοὺς ταῦτα καὶ φίλα , ὡς μήτε |
ἐκείνων : ἀλλὰ τὸ σύνολον καὶ τὸ σύνθετον ἅπαν τίνι γνωριεῖ ἢ αἰσθήσεται , οἷον τί ἄνθρωπος ἢ ἵππος ἢ | ||
, ἢ τοῖς ἔργοις αὐτῆς ἐπιβάλλων ἀπὸ τούτων καὶ αὐτὴν γνωριεῖ , καθάπερ τὴν μὲν ἰατρικὴν διάθεσιν ἀπὸ τῶν ἰατρικῶς |
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής | ||
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν . |
μηδείς . ὁ δὲ ἀμφισβητῶν ἔν τισι λόγοις ἄλλος ἄλλῳ διδασκέτω καὶ μανθανέτω τόν τε ἀμφισβητοῦντα καὶ τοὺς παρόντας ἀπεχόμενος | ||
ἢ ὡς ἂν νῦν ἐλαύνωμεν , ἐπειδὰν πάλιν ἔλθωμεν , διδασκέτω με : ὅπῃ γὰρ ἂν κάλλιστον καὶ ἄριστον ὑμῖν |
ἀδικουμένην | τὴν χώραν . . . . . . ἔτρεψας ] , ᾗ ποταμῷ φύσις κομίζεσθαι , τῇ πόλει | ||
Τρῶας πονεῖν καὶ ἐνεργεῖν . καὶ ὅτι ἐφόβησας εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο |
τὸ ἀγαθὸν καὶ οὐκ ἀγαθόν , ἀλλὰ πρὸς μὲν τὸν τυμβωρύχον καὶ τὸν λῃστὴν ἀγαθόν ἐστιν , ἁπλῶς δὲ οὐκ | ||
χρησάμενος ἀντὶ τοῦ δικαστηρίου τῇ χειρί , οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τυμβωρύχον οὐδὲ προδότην οὐδὲ τῶν τὰ ἄλλα ἀδικούντων οὐδένα οὔτε |
: τὰ μὲν γὰρ μελαγχολικώτερα φύσει , τὰ δ ' ὑδατωδέστερα , τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις ἐστίν . καὶ | ||
καὶ ὄγκος ἐν γαστρὶ ἔνεστι καὶ φῦσα , καὶ οὐρεῖ ὑδατωδέστερα , οἷς χρὴ τεκμαιρομένην μηδὲν διδόναι , ἔστ ' |
κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους ἐμβαλόντα . Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , | ||
, , , , , , , . , : Ἕτερος μὲν οὖν ἀποχρῆν ἂν ὑπέλαβε καὶ αὐτὰ τὰ νῦν |
ἄνευ σωμάτων , ὁποίους συμβέβηκεν εἶναι τοὺς ἀστέρας ; οἷς προσομιλῶν καὶ συνδιαιτώμενος εἰκότως ἐν ἀκράτῳ διέτριβεν εὐδαιμονίᾳ : συγγενής | ||
ἁπλῶς τοὺς λό - γους ἀποτεινόμενος ἔλεγεν , ἀλλὰ διαλογικῶς προσομιλῶν καὶ ζητητικῶς . οἶμαι δ ' ὅτι οὐκ ἀπεικότως |
. μεταρίθμιος : σύνοικος . αἰδώς : αἰσχύνη , καὶ ἐντροπή . Οὐ : οὔτε . ἀνάρσιοι : πολέμιοι , | ||
. αἰδὼ καὶ αἰσχύνη διαφέρει . ἡ μὲν γὰρ αἰδὼ ἐντροπή ἐστιν εἰς ἕκαστον ᾧ ἔχει τις σεβασμίως : αἰσχύνη |
λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκυνῶν δὲ σέλινα , γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα | ||
νομίζων οὐδαμοῦ τότ ' ηὔχετο λιταῖσι , γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν . ἐπεὶ δὲ πολλὰ θεοκλυτῶν ἐπαύσατο στρατός , περᾷ |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ | ||
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι , |
, φησίν , οἴην οἴης οἴη κατὰ τὸ φρονοίην φρονοίης φρονοίη , φιλοίην φιλοίης φιλοίη καὶ τὰ τοιαῦτα , εἶτα | ||
τις τοιούτους δύναιτο ἐξεργάζεσθαι ὧν προστατοίη , δικαίως ἂν μέγα φρονοίη ἐπὶ τῇ τέχνῃ καὶ δικαίως ἂν πολὺν μισθὸν λαμβάνοι |
τῶν ὀφθαλμῶν μαχαίρᾳ συντεμόντες ἠνεῳγμένους εἴασαν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκείνου . μικρᾷ δὲ τοῦτον εἴρξαντες καλύβῃ στενωτάτῃ , ἄγριον ἐξοιστρήσαντες ἐλέφαντα | ||
ὅσον μὲν τὸ ἐν τῇ μεγάλῃ Ἀρμενίᾳ διέξεισι καὶ τῇ μικρᾷ , ὅσον δὲ τὸ ἐκ τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας καὶ |
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ | ||
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν |
αὐτοῖς . Λοκρῶν δὲ τῶν Ἐπιζεφυρίων ἑλόντων τὴν πόλιν , Εὔθυμον μυθεύουσι τὸν πύκτην καταβάντα ἐπ ' αὐτὸν κρατῆσαι τῇ | ||
Ἀμυμώνῃ φησὶ γενέσθαι , ἄλλων λεγόντων πρὸς τῇ Λέρνῃ . Εὔθυμον ] τὰ κατὰ Εὔθυμον τὸν πύκτην , οὗ καὶ |
εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε , τίνα τε ἔπραξεν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει , καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς νεανίσκους . | ||
ἐπιφοιτήσει , τοῦτο ἤδη μαθητέον ἐστί : εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσει γε συνεχέως , φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῖον εἶναι |
ἀπαιτούμενον . ἱκανὸν οὖν ἑκάστῳ εἰ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην κατορθοῖ . γένος δὲ ἐνταῦθα ὁ Ἀριστοτέλης τὸ ὑποκείμενον ἐκάλεσε | ||
, πῶς οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ ; πῶς δὲ οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ τὸ ἕνεκά του ἡ τέχνη ; ἀλλὰ καὶ τὸ |
οὐδὲ τὰ τῆς εὐγλωττίας ἐπεφρόντιστο , φύσεως δὲ ὅ γε δεξιότητι διέπρεπε καὶ παραστῆσαι οἷός τε ἦν λόγῳ τὰ βεβουλευμένα | ||
φιλοκινδύνους , ταῦτα δὴ τὰ σά , τὰ μὲν φύσεως δεξιότητι , τὰ δὲ εὐθυνῶν φόβῳ . ὧν ὃν ἔφην |
ἂν οὐδὲ αἰχμάλωτον περιέκειρα τιμῶν τὸ κάλλος ὡς οὐχ ἡδέως ἀμελούμενον . ἀλλ ' ἐπεὶ τετέλεσται τὰ δεινά , κἂν | ||
Κριτίαι καὶ προσετετήκει καὶ παρήγαγεν αὐτὸν ἐς ἤθη Ἑλλήνων τέως ἀμελούμενον καὶ περιορώμενον . . , Κριτίαν εἴτε τὸν ἕνα |
φλοιοῦ τοῦ περὶ αὐτὴν ἡ αὐτή . ἄνθος δὲ λευκὸν ἀπίῳ καὶ μεσπίλῃ ὅμοιον , ἐκ μικρῶν ἀνθῶν συγκείμενον κηριῶδες | ||
φλοιὸν δ ' ὅμοιον φιλύρᾳ , ἄνθος δὲ λευκόν , ἀπίῳ καὶ μεσπίλῃ ὅμοιον , ἐκ μικρῶν ἀνθῶν συγκείμενον , |
ἢ ὁ λόγος τὸ ποιοῦν . Προσελθοῦσα οὖν ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην ; Οὐδαμῶς : οὐδὲ γὰρ | ||
οὐ θεῖ , δεῦρο δὲ καὶ ἐκεῖσε παρακλίνει , καὶ ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ , ἐκπλήττων τοὺς κύνας καὶ ἀπατῶν |
ψευδῆ ἄρα τὰ αὐτὰ ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ | ||
καὶ τά γε δικαστήρια τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ψεύσταν καὶ ἀλαθῆ κρίνοντι . ἔπειτα τοὶ ἑξῆς καθήμενοι αἰ λέγοιμεν μύστας |
ἐμοί . . μέμψῃ ] Ἀττικῶς γράφεται δίφθογγον . . ναυκληρεῖν πόλιν ] περιέπειν , φροντίζειν τῆς πόλεως . . | ||
, οὐκ ἀσφαλὲς εἶναι λέγοντες ἀναθεῖναι αὑτοὺς πολιτείᾳ . καίτοι ναυκληρεῖν μὲν ἢ δανείζειν ἢ γεωργεῖν οὐδεὶς ἂν ἱκανῶς δύναιτο |
αὐτόν τε τὸν ἄρρωϲτον πειθήνιον καὶ μηδὲν ἐν τῇ διαίτῃ ἁμαρτάνοντα περιγένοιτο ἂν τῆϲ νόϲου : ϲυνεργοὺϲ δὲ εἶναι χρὴ | ||
ἐν αὐτῇ καὶ τῆς ποσότητος ἀστοχοῦντα , εἰκότως ἂν ὡς ἁμαρτάνοντα διέβαλλεν . ὃ δὲ τούτων μὲν οὐδέτερον ἔχει δεικνύναι |
τῶν οἰκείων , προσκολλώμενος καὶ ἑνούμενος τῇ ἑαυτοῦ γυναικί , εὐνοῶν μᾶλλον αὐτῇ ; διὸ καὶ μέχρι θανάτου πολλάκις ὑπεύθυνοι | ||
δι ' ἐλευθερίαν : ἀπὸ τῆς γνώμης , οἷον εἰ εὐνοῶν , ἢ δύσνους ὤν : ἀπὸ ποσότητος κατὰ πρόσωπον |
δίκρουν ξύλον : οὔτ ' εὔρυθμος γάρ ἐστιν οὔτ ' ἀχρήματος . Ἀγορὰν ἰδεῖν εὔοψον εὐποροῦντι μὲν ἥδιστον , ἂν | ||
ἐνειργάσατο τὴν ἑκούσιον αἵρεσιν . ἄναυδος γὰρ καὶ ἀκτήμων καὶ ἀχρήματος μόνος οὗτος βασιλεὺς ἡμῖν ἀνεγράφη , πρὸ τοῦ τυφλοῦ |
κακουργεῖ : τῶν δὲ ἀκρατῶν ὁ μὲν βουλευόμενος καὶ μὴ ἐμμένων * * * χρῆσθαι βούλεται , ὥστε οὐδέτερος ἐπίβουλος | ||
' , ἄναξ , ἔθ ' ὧδ ' ἐφάλοις κλισίαις ἐμμένων κακὰν φάτιν ἄρῃ . Ἀλλ ' ἄνα ἐξ ἑδράνων |
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ | ||
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ |
πρεσβείας θεσμῷ λυμαίνεσθαι ἐδόκει , καὶ ταύτην αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἀναιδείᾳ καὶ τῇ τῶν λόγων ἰταμότητι ἐπιθεῖναι δίκην : φυγάδας | ||
αὐτοῦ πιστευθέντα ἀδικῆσαι τὰ μὲν τέχνῃ , τὰ δὲ καὶ ἀναιδείᾳ , ὥστε ἤδη τι λαβών , ὡς ἀποδώσων , |
. . ἀφειδεῖς ] καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν . τρίβωι ] διατριβῆι . βριθύτερον ] ἐπαχθέστερον . ἄναξ δ | ||
καὶ ἀμαυρωθέντος ἐν τῆι ὁδῶι . τρίβωι ] ἐν . τρίβωι ] ἤγουν ἐν ὁδῶι προβεβλημένου καὶ ἐρριμμένου . μελαμπαγὴς |
ποιητῇ , Ὀδυσσέα δὲ ψέγων . ἄλλως . παρέλιπε τίνα τετίμηκεν Ὅμηρος , νοητέον δὲ ὅτι τὸν Ὀδυσσέα : ὁ | ||
μὲν γὰρ βιάζεσθαι πανταχοῦ ζητεῖ , ἡ δὲ τὸ πείθειν τετίμηκεν . ὥσθ ' ὅμοιον ποιεῖ τούτοις ἐκεῖνό γ ' |
αὐτῶν οὐ τὸ νουθετεῖν , ἀλλ ' ἅπερ ἂν ἄλλον νουθετῶν εἴποι τις , φαίνεσθαι ταῦτα αὐτὸν δρῶντα διὰ βίου | ||
τὴν αὐτὴν γνώμην , ὅς γε πολλάκις περὶ τούτων αὐτὸς νουθετῶν με διδάσκεις . ἀλλ ' εἰ καὶ σὺ μή |
: ἅπερ ἐπ ' ὠφελείᾳ ‖ γενόμενα , οὐδὲν ἧττον ἀμύνεται τοὺς πονηρούς : εἶτα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν θηρίων | ||
Κουρήτων αὐτῶν ἐκμαίνεται δεινῶς καὶ τοὺς τὸν πολέμιον αὐτῷ ζωογονήσαντας ἀμύνεται καὶ θηριοῖ μὲν αὐτίκα τοὺς ἄνδρας καὶ εἰς λεόντων |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
τοῦ βιωσίμου , κατὰ τοῦτ ' ἂν δικαίως ἅπαντα περιειληφέναι νομίζοιτο καὶ πάντα οἷον κυβερνᾶν ἡμῶν τὸν βίον . οἱ | ||
ἐκλύειν τὰ σώματα . ὁ δὲ βορέας δικαίως ἂν ἄριστος νομίζοιτο , διικνούμενος εἰς πάντα τόπον τῆς οἰκουμένης καὶ διαμένων |
ποθὲν ἀκούσας ἢ περιτυχὼν φαρμακίοις ἰατρὸς οἴεται γεγονέναι , οὐδὲν ἐπαΐων τῆς τέχνης . Τί δ ' εἰ Σοφοκλεῖ αὖ | ||
φοβεῖσθαι αὐτὴν ἢ τῇ τοῦ ἑνός , εἴ τίς ἐστιν ἐπαΐων , ὃν δεῖ καὶ αἰσχύνεσθαι καὶ φοβεῖσθαι μᾶλλον ἢ |
. συνεργὸς μὲν γὰρ ὀξυτόνως ὁ περί τι ἔργον ἀνεπιτήδειον συμπονῶν , σύνεργος δὲ προπαροξυτόνως ὁ τὸ αὐτὸ μετιὼν οἷον | ||
εὐχαριστίας , τῇ συστρατήγου προσδραμὼν κατοικίᾳ . Τοιαῦτα μὲν σὺ συμπονῶν τοῖς οἰκέταις : ἐπεὶ δὲ ποινῆς ἐξεπληρώθη στόμα ποινὴ |
ἀλλὰ συνεπικουφίσαι καὶ συνεγεῖραι , πόρρωθεν ἀναδιδάσκων τὸ μὴ τοῖς ἀβουλήτοις τῶν ἐχθρανάντων ἐφήδεσθαι , βαρύμηνι πάθος ἐπιχαιρεκακίαν εἰδώς , | ||
τὸν θεὸν ἀναφέροντος τὰ τέλη τῶν κατορθουμένων καὶ μηκέτι ταῖς ἀβουλήτοις ἀρχαῖς καὶ πρώταις ἐνστάσεσι τῶν μὴ κατὰ γνώμην δυσχεράναντος |
' ἄμνηστον ἀφήκατε τὸν μέγαν ὑμέων . ἀπορούντων δὲ αὐτῶν ὁποίᾳ μηχανῇ τοῦ Θεαγένους τὴν εἰκόνα ἀνασώσωνται , φασὶν ἁλιέας | ||
: Πῶς ; ἐγὼ ἔφην , ὅστις μήτ ' ἐν ὁποίᾳ τῇ γῇ δεῖ φυτεύειν οἶδα μήτε ὁπόσον βάθος ὀρύττειν |
κατηναγκασμένους τὴν σωφροσύνην καὶ βιαίῳ τέχνῃ ἐς τὸ μὴ ἐρᾶν ἠγμένους . σωφροσύνη γὰρ τὸ ὀρεγόμενόν τε καὶ ὁρμῶντα μὴ | ||
ἡνίοχος ἡμῖν ἦσθα καί σοι παρεδίδομεν ἵππους ἐπὶ παιδείᾳ κακῶς ἠγμένους , οὐκ ἂν ἔφυγες τὸ ἅρμα κατηγορῶν τοῦ κακοὺς |
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν | ||
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε |
ἦν . ἐννέπω ] λέγω . . ἀναυδάτῳ μένει ] ἀκαθέκτῳ ὀργῇ ἀνῄρηνται ὑπ ' ἀλλήλων , ἰσχύϊ μεγάλῃ καὶ | ||
φορὰς μεγάλων ἐξευμαρίζειν κακῶν . ἢ κἂν μεμηνότες τινὲς ᾄττωσιν ἀκαθέκτῳ καὶ ἀπαρηγορήτῳ χρώμενοι τῇ τοῦ πολεμεῖν ἐπιθυμίᾳ , μέχρι |
τὴν διὰ τοῦ γάλακτος ἀποστρεφόμενον . ἐὰν οὖν τις εἴξας ἀλαζονείᾳ | θεράποντος ὀδόντα ἐκκόψῃ τὸν ὑπηρέτην καὶ ὑποδιάκονον τῶν | ||
ἅπαντες ἴδωσι γένος εἰς δουλείαν μετανιστάμενον πολλῇ κατ ' Ἀθηναίων ἀλαζονείᾳ χρησάμενον : πλήρωσον τῶν τριηρῶν , ὦ Μιλτιάδη , |
περίπλουν ἀπὸ Κανῆς καὶ τῆς Εὐδαίμονος Ἀραβίας οἱ μὲν * μικροτέροις πλοίοις περικολπίζοντες ἔπλεον , πρῶτος δὲ Ἵππαλος κυβερνήτης , | ||
' ἂν τοὺς ὁμοίους μὲν κατὰ τὸ ὄνομα , ἐπὶ μικροτέροις δὲ ἐγκαλουμένους τιμωρίας τυχόντας ἀποδείξωμεν : καθόλου γὰρ τὰς |
κάτοπτρον , εἰ ὁρῷτο τὰ εἴδωλα τῶν ἐνορωμένων καὶ ἕως ἐνορᾷ ἐκεῖνα ; Καὶ γὰρ εἰ ἐνταῦθα ἀνέλοις τὰ ὄντα | ||
ταῦτα προαγορεύω : εἰ δέ τίς τι καὶ ἄλλο δέον ἐνορᾷ , πρὸς ἐμὲ σημαινέτω . καὶ ὑμεῖς μὲν ἀπιόντες |
θεράπων , οὐκ οἶδ ' ὅ τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ | ||
θεράπων , οὐκ οἶδ ' ὅ τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος , ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . οὐδεμίαν |
ἐξ ἀρχῆς ἀναμαρτήτους φῦναι θεῶν καὶ τῶν ἐπὶ γῆς οὐδεὶς ἀναμάρτητος , τὸ δὲ τοῖς εὖ λέγουσιν ἐθελῆσαι πεισθῆναι πρέπον | ||
εἰ μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶντες θανάτῳ ζημιούμεθα ; Φάσκων δὲ ἀναμάρτητος εἶναι , καὶ ἀξιῶν τὰς συμφορὰς τῶν ἁμαρτόντων εἶναι |
οἴκῳ . . αἰδώς ἐστιν ἐντροπὴ πρὸς ἕκαστον ὅν τις σεβασμίως ἔχει : αἰσχύνη δὲ ἐφ ' οἷς ἕκαστος ἁμαρτάνων | ||
γὰρ αἰδὼ ἐντροπή ἐστιν εἰς ἕκαστον , ᾧ ἔχει τις σεβασμίως : αἰσχύνη δὲ ἐφ ' οἷς ἂν ἕκαστος ἁμαρτὼν |
τὸ δ ' ἡδὺ πάντως ἡδύ , κἀκεῖ κἀνθάδε . Φιλεῖ γὰρ ἡ μακρὰ συνουσία καὶ τὰ συμπόσια τὰ πολλὰ | ||
τῇ πόλει , βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ . Φιλεῖ γοῦν , ἦ δ ' ὅς , οὕτω γίγνεσθαι |
. ἐὰν τῆς Σελήνης ἐν τῇ κατὰ πάροδον τῶν σχημάτων ἀμείψει ἐρχομένης ἐπὶ τὸ ἴδιον τετράγωνον ἢ τὸ διάμετρον σχῆμα | ||
τοὺς γονεῖς καὶ ἔσται ἐν ζημίαις καὶ τόπους ἐκ τόπων ἀμείψει καὶ κτημάτων κυριεύσει καὶ πολλὰ χαρίσεται , ἐὰν δὲ |
αὐλητὴς ἐγένετο μὴ πάνυ τοῖς αὐλητικοῖς ἐμμένων νόμοις , ἀλλὰ παρακινῶν : ὅθεν ἡ παροιμία . Τὸ δέ τοι κλέος | ||
ἐπέρχεταί μοι ἔννοιά τις καὶ λόγος ἡδὺς ὑπὲρ σοῦ , παρακινῶν με λέγειν τοῦτο πρὸς σέ . ὥσπερ γὰρ ἡ |
θορύβοις καὶ ταῖς ἐναντιουμέναις κραυγαῖς . τὸ δ ' ἔσχατον πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες εἰς τὸ δεσμωτήριον ἤγοντο τὴν ἐπὶ θανάτῳ | ||
ἀναγιγνώσκεσθαι πρὸς τῶν πεπαιδευμένων ἦν ἄξιον , ἀλλ ' ἐν πανδήμῳ τινὶ μεγίστῳ θεάτρῳ ὁρᾶσθαι ὑπὸ πιθήκων ἢ ἀλωπέκων σπαραττόμενον |
ἀργία γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος καὶ τῇ σπουδαίᾳ καὶ τῇ φαύλῃ ψυχῇ . πλὴν εἰ μή τις ἐκεῖνο εἴποι , | ||
ξυνέπλευσαν . ἀλλὰ ἐπί τε βραχεῖ πλῷ ὡρμήθησαν καὶ παρασκευῇ φαύλῃ , οὗτος δὲ ὁ στόλος ὡς χρόνιός τε ἐσόμενος |
μοχθηρὰς φύσεις , φιλοτιμία δὲ τὰς λαμπρὰς ἐγείρει , καὶ βασκαίνει μέν τις τὰ μὴ ἑαυτῷ ἐφικτά , ἃ δὲ | ||
καὶ δυσχεραίνειν . „ ἐάν τι δύσκολον συμβῇ , τοῦτο βασκαίνει „ , Φερεκράτης : ” ὁ λαγώς με βασκαίνει |
καὶ ἁπλῶς ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἔτι μᾶλλον ὁ κεχρωματισμένος καὶ συντιθεὶς ὁ ἐρυθρὸς χαλκὸς ἢ ὁ μέλας χαλκός . τοῖς | ||
δόσιν , ὅ ἐστι τὰ δάκρυα . ὁμοῦ τιθείς ] συντιθεὶς μέλος θρήνει , ἀντὶ τοῦ εὐρύθμως . ἔρεσσε ] |
πορείαν ἐποίησάν σφισιν οἱ Αἰτωλοὶ τοῖς τε ἀκοντίοις ἐς αὐτοὺς ἀφειδέστερον καὶ ὅτῳ τύχοιεν καὶ ἄλλῳ χρώμενοι , ὥστε ἐς | ||
ἄθλων ἐτάχθην κοσμῆσαι τὸν τάφον , ὅσῳπερ ἂν προθυμότερον καὶ ἀφειδέστερον ταῦτα παρεσκευάσμην , τοσούτῳ μᾶλλον ἂν προσήκοντ ' ἔδοξα |
ὃ δὲ ὀνίναται , καὶ τὸ μηδὲν ἀδικῆσαι τὸν τροχίλον λογίζεταί οἱ μισθόν . Κολοιοὺς δὲ εὐεργέτας νομίζουσι καὶ Θετταλοὶ | ||
ὁ δὲ ὀνίναται , καὶ τὸ μηδὲν ἀδικῆσαι τὸν τροχίλον λογίζεταί οἱ μισθός ⋮ Κειμένῳ δὲ καὶ ὑπνώττοντι τῷ κροκοδείλῳ |
δῆθ ' ] ἀντισπαστικὰ ἡμιόλια βʹ καὶ ἓν μονόμετρον . ἀναυδάτῳ μένει ] ὅμοια ἡμιόλια γʹ . διήκει δὲ καὶ | ||
πλαγὰν ] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους , [ ἐννέπω ] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ ' , ἐκ πατρὸς δ ' |
οὐκ ἐκ μεταβολῆς πραγμάτων ἐσομένην , ἀλλ ' ἐν τῇ καθεστώσῃ πολιτείᾳ : καὶ τὴν κρίσιν ἐπιτελεσθῆναι συνέβη . προειρημένων | ||
. . . : μήτι γε ἐν Σικελίᾳ πάσῃ πολεμίᾳ καθεστώσῃ στρατοπέδῳ τε : λείπει χρώμενοι ἀναγκαίας παρασκευῆς : οὐ |
πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν : | ||
σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν |
κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . τίς γὰρ οὑτοσὶ κακοδαίμων ἔφυ , | ||
ἀκούσας ; Ἀλλ ' οὐδὲν ἧττον ἐπιστάμενος χρᾷς , ἔπειτα περιορᾷς διαμαρτάνοντα . Ἀλλ ' ἀμφίβολος ἡ στενύγρη , ὅπως |
, ὁ δὲ Πηλεὺς ἐν Φθίᾳ . ἀφραδίῃ δὲ ἤτοι ἀνοίᾳ ἢ κακοβουλίᾳ . λιασθείς : ἀντὶ τοῦ φυγών . | ||
τὸν δειλὸν ὡς ἀνδρεῖον θαυμάζων , οὗτος δικαιότατα χρῆται τῇ ἀνοίᾳ τοῦ κολακευομένου : τάχιστα γὰρ ἂν οἶμαι ἀπόλοιτο πειθόμενος |
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης καὶ οἷς οὐ χρὴ πειθομένων . Κακὸς μὲν κόρος , δεινὸς δὲ λιμός . Κάριος αἶνος | ||
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἀφ ' οὗ δεῖ χάζεσθαι . Κακὸς , ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . παρὰ τὸ χάζω χάζομαι |
. γινώσκει ἡ τέχνη ὅτι χυμός ἐστι κολλώδης , ὅστις ἐνισχόμενος ἐν τῇ τραχείᾳ ἀρτηρίᾳ καὶ πλείονας ὥρας μένων συσχηματίζεται | ||
δυσαίσθητός ἐστι . πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τράχηλον ὑπὸ μεγέθους ἐνισχόμενος εἰς ἔσχατον κίνδυνον ἄγουσι τῇ τῶν πόνων ὀξύτητι καὶ |
. Γ οἷον ὄψομαί ς ' ἐγώ : ἀντὶ τοῦ οἵως . Ὅμηρος “ οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται ” , | ||
περὶ ταῦτα δεινοὶ λέγουσιν . 〛 ἑτέρᾳ φράσω : Διδάσκω οἵως ἐρῶ , ὑποβαλών σοι τὸν ἔρωτα τοῦ ἔτνους . |
γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος ἢ κατ ' ἄλλην τινὰ αἰτίαν δουλεύσας εἶτα ἐλευθερωθείς : ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς | ||
θέμενος καὶ ταύτην μίαν ἡδονὴν προστησάμενος , μηδεμιᾷ δὲ ἑτέρᾳ δουλεύσας , εἶτα δύναιτο ταύτης σὺν θεῷ βοηθῷ κατατυχεῖν . |
ἐξηγητὴς τῶν νόμων , καθάπερ οἱ παρὰ Ῥωμαίοις νομικοί . διέθηκε δὲ φαύλως αὐτοὺς Τιγράνης ὁ Ἀρμένιος , ἡνίκα τὴν | ||
κακῶς τοὺς Ἕλληνας ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς ἔτι χεῖρον διέθηκε , τοὺς μὲν ἐξαπατῶν , τοῖς δὲ διδούς , |
ἀπολεῖν τὴν πόλιν . τοῖς μὲν γὰρ πολεμίοις μέρος ἑκάστοις ἐκινδύνευεν , αὐτοῖς δὲ καὶ τοὔδαφος τῆς πόλεως συνυπέκειτο τῷ | ||
γὰρ τὸν ταρσὸν τοῦ ποδὸς Ἀρριχίων , ὑφ ' οὗ ἐκινδύνευεν αὐτῷ τὰ δεξιὰ κρεμαννυμένης ἤδη τῆς ἀγκύλης , ἐκεῖνον |
δὲ μειζόνως , σφηνῶν τὴν κεφαλὴν καὶ ἀνάρροπον τὴν ὕλην ἐργαζόμενος . Θερμὸν μὲν ὕδωρ πᾶσι τοῖς νοσοῦσιν ὁπωσοῦν ἐν | ||
. ὅπου δὲ θεῶν ὄχλος καὶ δῆμος κοινῇ δημιουργῶν καὶ ἐργαζόμενος οὐχ οἷός τε ἐγένετο καλῶς τε καὶ ἀμέμπτως ἐργάσασθαι |
καὶ νῦν εἴρηκε περὶ ἐμοῦ φλαῦρον οὐδέν , τῇ αὐτῇ βασάνῳ βασανιζόμενος . Τοῦτο μὲν γὰρ οὐκ ἦν αὐτῷ ἐλευθερίαν | ||
ἔοικεν , αὐτὸς αὑτῷ πεποίηκεν εὐθέως : διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ . . . : παῖς δὲ ὢν ὁ Πίνδαρος |
καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η δήϊος . φυσιόων : ἀλαζονευόμενος , γαυριῶν , ἀναβαλλόμενος , ἐπαιρόμενος , κενοδοξῶν . | ||
οὐκ αἰσχύνῃ , ” εἶπεν , “ ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀλαζονευόμενος ; ” ἐρωτηθείς ποτε τίνι διαφέρει ὁ σοφὸς τοῦ |
ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις | ||
κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη |
τῆς τοιαύτης ἐπιτηδεύσεως . Μετὰ δὲ Ὀρθωσίαν ἐστὶ καὶ τὸν Ἐλεύθερον Τρίπολις ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος τὴν ἐπίκλησιν εἰληφυῖα : τριῶν | ||
δυσκαίρῳ ληφθείς , Καὶ τοὺς τυχόντας ἄνδρας τοκέας λέγε . Ἐλεύθερον ἀδύνατον εἶναι τὸν πάθεσι δουλεύοντα . Ἕκαστον ὑπεύθυνον ὧν |
κύημα καὶ οἷον ἔμψυχον ἄγαλμα γίγνεται : τῆς δὲ γονῆς μαραινομένης θερμότητος ἐνδείᾳ καὶ τῆς ὕλης ἐπανισταμένης ὑγρότητος περιουσίᾳ , | ||
, ἥ δὴ καὶ πέττειν τε καὶ ἀλλοιοῦν πεπίστευται , μαραινομένης τῇ γενομένῃ ψυχρότητι . Ἐπιταθείσης δ ' ἤδη τῆς |
θαμίζεται κημοῖσι πλεκτοῖς πορφύρας φθείρει γένος τούτοις γὰρ ὄντες δεσπόται δουλεύομεν , καὶ τῶνδ ' ἀνάγκη καὶ σιωπώντων κλύειν τειχέων | ||
. τρυφή καὶ βίος ἀληθῶς . ἀλλ ' ἀπαιδεύτῳ τύχῃ δουλεύομεν . Καὶ κλείεθ ' ἡ θύρα μοχλοῖς : ἀλλ |
μελῳδοῦσα τὸ φίλιον σπουδῇ τε τῇ πάσῃ καὶ προθυμίᾳ τῇ πρεπούσῃ πρὸς φωνὴν ἡμετέραν προθυμουμένη παιδεύειν . καὶ γὰρ ἔννομόν | ||
δὲ διαδεχόμενος τοὺς λόγους τούτους ἐστὶν Ὀδυσσεύς , παρρησίᾳ τῇ πρεπούσῃ χρώ - μενος καὶ τοὺς μὲν ἀρίστους λόγοις προσηνέσι |
τὸ τοιόνδε , ὅπερ ἐν ὑποκειμένῳ ἐστὶ τῷ σώματι . Ποτέρα οὖν φύσις ἐστὶ προτέρα ; ἡ γὰρ συναμφότερος ἐνδεής | ||
τὸ τοιόνδε , ὅπερ ἐν ὑποκειμένῳ ἐστὶ τῷ σώματι . Ποτέρα οὖν φύσις ἐστὶ προτέρα ; ἡ γὰρ συναμφότερος ἐνδεής |
, Γ παίζει ἐνταῦθα σμικρολόγον αὐτὸν καὶ ὀξύθυμον λέγων : κυμινοπρίστας γὰρ τοὺς φειδωλοὺς καὶ σμικρολόγους ἐκάλουν . συνέθηκε δὲ | ||
μὲν ὑποδιακόνους ἔχων πρὸς τὸν ἰδιώτην καὶ μαθητὰς εἰσίῃ , κυμινοπρίστας πάντας ἢ λιμοὺς καλῶν , ἔπτηξ ' ἕκαστος εὐθύς |
οὐκ ἔστι χαλεπώτερον οὐδέν , ἢ ὅταν τις τὰ μέγιστα ἠδικηκὼς ἔτι καὶ φιλοτιμῆται τοῖς πραχθεῖσιν . Ἄλλο . Ἐν | ||
δεινὰ πάσχοντ ' ἐλεήσετε ; εἰ δέ τις πένης μηδὲν ἠδικηκὼς ταῖς ἐσχάταις συμφοραῖς ἀδίκως ὑπὸ τούτου περιπέπτωκε , τούτῳ |
τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν . ] Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων , ὁ δὲ ἄγροικος | ||
οἱ φίλιπποι . Γεωργικὰ ὀνόματα : γῆ , γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , |
κῆρι μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων , ὅς κέ ς ' ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ ' ἀγάγηται . οὐ γάρ πω τοιοῦτον ἴδον | ||
τὰς παχείας καὶ πολυαίμους τῶν φλεβῶν πολὺς ἀὴρ βρίσῃ , βρίσας δὲ μένῃ , κωλύεται τὸ αἷμα διεξιέναι : τῇ |
. αὐτὴ δ ' οἴη ἴσθι : τὰ δ ' ἁθρόα πάντα τετύχθω : ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι , ὁππότε | ||
φρένας Αἰγίσθοιο πεῖθ ' ἀγαθὰ φρονέων : νῦν δ ' ἁθρόα πάντ ' ἀπέτεισε . ” τὸν δ ' ἠμείβετ |
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκˈμὰν φρενῶν . συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει . ὃς δὲ διδάκτ ' ἔχει , | ||
ἄλλοις ὑπερέχειν ἐκ περιττοῦ κάλλει καὶ ὀρθότητι καὶ ἀρετῇ καὶ εὐδοξίᾳ , ὥστε τὸν ἔχοντα αὐτὸν ζῆν εὐδαιμονέστερον ἀπεργάζεσθαι τοῦ |