| καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία . ἐπιθυμῶ ] ὀρέγομαι , ἐθέλω . . ἐκεῖν | ||
| ἐνδεικνύμενος ὅτι μέγιστόν ἐστι τῶν κακῶν ἡ περὶ τὸ ζῆν ταλαιπωρία καὶ ὁ πόνος . διόπερ καὶ Μεγακλείδης ἐπιτιμᾷ τοῖς |
| γλυκυθυμία τις ἡ διὰ τῶν ἀπὸ τῆς ὕλης ἀτμῶν δελεάζουσα ἀπόλαυσις , ἐχρῆν ἀκέραιον τὴν ὕλην εἶναι : πλείων γὰρ | ||
| καὶ διὰ τοῦτ ' εὐθὺς εὐδαιμονῶ . χρῆσις γὰρ καὶ ἀπόλαυσις ἀρετῆς τὸ εὔδαιμον , οὐ ψιλὴ μόνον κτῆσις : |
| Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς | ||
| Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται |
| ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν | ||
| θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν |
| ἦθος οὐδὲ στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ | ||
| φύσιν τὸ μινύθημα καὶ διὰ χρόνου . Φευκτέη δὲ καὶ θρύψις ἐπικρατίδων διὰ προσκύρησιν ἀκέσιος , ὀδμή τε περίεργος : |
| τοῦτο , ὃς ἀγαπᾷ μόνος γενέσθαι . Μεγαλοψυχία δὲ δὴ ὑπεροψία τῶν τῇδε . Ἡ δὲ φρόνησις νόησις ἐν ἀποστροφῇ | ||
| τὸ βραβεῖον πλάτους νάρκη συμβολικῶς : ἀλαζονεία μὲν γὰρ καὶ ὑπεροψία | διὰ τοῦ πλάτους ἐμφαίνεται , χεομένης τῆς ψυχῆς |
| μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας | ||
| ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς |
| . συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν | ||
| δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή . |
| , ἅ , κἂν ἡσυχάζητε , ἑτέρων λεγόντων ἀκούσεσθε : προπέτεια τοίνυν ἐστὶ μετὰ ἀναισχυντίας , ὕβρις μετὰ βίας , | ||
| ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε . Καλὸν ἡσυχία . Ἐπισφαλὲς προπέτεια . Ἀεὶ αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί , αἱ δὲ |
| ὑπεροψία , προπέτεια βαρύτης , πληγαί , αἰκίαι αἰκισμός , προπηλακισμός . κακήγορος , κακολόγος αἰσχρολόγος , βλάσφημος , λοίδορος | ||
| . λέγεται καὶ δισυλλάβως πρωΐ . προπηλάκισις : οὐ μόνον προπηλακισμός . Ῥαδάμανθυς τοὺς τρόπους : ῥηθείη ἂν ἐπί τινος |
| ' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα | ||
| ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει |
| Μεσσηνίοις δὲ † ἐς ἅπαντα ἐς τὸ ἴσον ἥ τε ἀπόνοια καὶ τὸ ἐς τὸν θάνατον εὔθυμον : καὶ ὁπόσα | ||
| τόξα καὶ ἵπποι καὶ αὐθάδεια Σκυθικὴ καὶ τόλμα Ἀλανῶν καὶ ἀπόνοια Μασσαγετῶν , καὶ ταύτην πάλαι καλῶς ποιοῦντας τοὺς ποιητὰς |
| πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων | ||
| κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ |
| μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ | ||
| : πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ |
| πάρεστι καὶ πέφυχ ' ἡμᾶς τρέφειν ; ὧν οὐκ ἀπαρκεῖ πλησμονή : τρυφῇ δέ τοι ἄλλων ἐδεστῶν μηχανὰς θηρεύομεν . | ||
| δὲ τοιαύτη φύσις πόνου πλείονος δέεται ἢ σίτου . Ἑτέρα πλησμονή : πάσχουσι δέ τινες καὶ τοιάδε : διαχωρέει τὸ |
| μέν , οἷς ἐπόνουν , ἐτρέφοντο : τοῖς δὲ ἡ τέρψις ἐτελεύτα πρὸς ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα | ||
| ἐτὸς ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ |
| τὰ πράγματα ἀνασκησία , ἀμελετησία , ἀμέλεια , βλακεία , νώθεια , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ὀλιγωρία , ἀνανδρία , | ||
| ὄκνος , ἔκλυσις , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ἀνανδρία , νώθεια , νωθρότης , ὀλιγωρία , ἀμέλεια , ὑπτιότης . |
| καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι | ||
| δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια |
| ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς | ||
| εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ |
| ἀποδόμενος τὸν ἀγρόν . συηνία καὶ ὑηνία : ἀμαθία , σκαιότης παρὰ Φερεκράτει . καὶ συηνεῖν Πλάτων ὁ φιλόσοφος τὸ | ||
| ἀνισότης , ἀγριότης , δωροδοκία , παραγωγή , ἑτερορρέπεια , σκαιότης , πλάνη . καὶ τὰ ῥήματα ἀδικεῖν , παρανομεῖν |
| τοῦ Σωφρονίσκου : οὐ γὰρ αὐτὰ ἦσαν βλάβαι , ἀλλὰ μοχθηρία . τί δέ ἔφην , ἀλλὰ ταῦτα ἔδρα ἡ | ||
| ἄκοντας ἔπειτα κεχειρωμένους ἀπολύοις . συμφεύξεται γὰρ τοῖς φυγοῦσιν ἡ μοχθηρία ἅμα καὶ ἡ δουλεία , συναπολειφθήσεται δὲ τοῖς συμμένουσί |
| Σελήνην , τὴν μὲν Σελήνην εἰς τὸν δανείζοντα ὅταν ᾖ αὐξίφως , τὸν δὲ Ἥλιον εἰς τὸν δανειζόμενον ἤτοι χρεώστην | ||
| θορύβων καὶ ἐναντιωμάτων καὶ ἐχθρῶν ἐνστάσεως περιγίνονται τῶν φαύλων , αὐξίφως δὲ ἐπὶ ἡμέρας κακὴ καὶ ἀηδής : κινδύνους γὰρ |
| , ἐπειδὴ περὶ τὴν δεκάτην ἡμέραν τὰ τῆϲ ῥινὸϲ ὀϲτέα κρατύνεται . ἔξωθεν δὲ τῷ λιχανῷ καὶ μεγάλῳ δακτύλῳ δεῖ | ||
| καὶ θνητῶν ἔκ τε προέσεως καὶ ὑποδοχῆς καὶ τρίτον ἀνταποδόσεως κρατύνεται , σπερμαινόντων μὲν τρόπον τινὰ τῶν αἰθερίων , ὑποδεχομένων |
| δέ , φόβος μελλούσης ἐνεργείας : ἀγωνία δέ , φόβος διαπτώσεως , καὶ ἑτέρως , φόβος ἥττης : ἔκπληξις δέ | ||
| ηʹ Ψοφοδέεια δὲ φόβος κενός . θʹ Ἀγωνία δὲ φόβος διαπτώσεως : ἢ φόβος ἥττης : ἢ φόβος ἐμποιητικὸς τῶν |
| Κρόνου καὶ Ἄρεως καὶ Ἡλίου καὶ τῶν ἐκλειπτικῶν εὑρεθῶσιν , ἄλυπος ὁ περὶ τέκνων ἔσται λόγος , ἐπάνπερ μὴ ἐπὶ | ||
| ' ἔστι περὶ ὃ ἐσπούδακας ; οὐ μανθάνειν , ὥστε ἄλυπος εἶναι καὶ ἀτάραχος καὶ ἀταπείνωτος καὶ ἐλεύθερος ; πρὸς |
| μὴ πιστὸν διὰ τὸ ἀπεχθές : ἀσφαλὴς γὰρ οὗτος καὶ προμηθής , ὃς οὐδὲ βουληθεῖσι τοῖς πολεμίοις ἐπιθέσθαι τὸν τοῦ | ||
| τι τοὺς ἐχθροὺς ῥᾳθυμοῦντας εἰσενέγκαιτο . φόβος γὰρ εὔκαιρος ἀσφάλεια προμηθής , ὡς καὶ καταφρόνησις ἄκαιρος εὐεπιβούλευτος τόλμα . Ἀνοχὰς |
| δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ | ||
| πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη |
| ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν , | ||
| καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν |
| διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐπὶ πᾶν τὸ σῶμα ἡπλωμένη , αἰσθητῶς βλάπτουσα τὴν ἐνέργειαν . Ἡ δὲ οὐσία τοῦ πυρετοῦ ἐστιν | ||
| μὲν ἡ ὠφελοῦσα , χείρων δὲ κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἡ βλάπτουσα . παραδείγματα δὲ ἑκατέρας τοῖς δυναμένοις ὁρᾶν ἀνέθηκε Μωϋσῆς |
| αὐτὴν ἐξ ἀντικειμένων συγκεκροτῆσθαι : ἰατρική ἐστι γνῶσις ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν καὶ οὐδετέρων . ἀλλὰ μὴν καὶ τῷ ὅρῳ τῆς | ||
| ἄνθρωπον τοῦ νοσήματος , ἐπικρατῆσαι δ ' ἤδη πάμπαν τῶν νοσερῶν τὴν δύναμιν . Ἐπεὶ γὰρ τοῖς καθ ' ἕκαστον |
| στρατευμάτων : ἐφάνη δὲ καὶ ἄλλοτε , ὅτε Νέρων ἐκεῖνος ἀβέβαιος καὶ δόλιος ἤρχετο τῆς μανίας . Πρὸς τούτου ἀνατέλλουσιν | ||
| ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , τῆς πατρίδος ὅτε μετανίστατο , συνεξεληλυθώς , ἀβέβαιος , ὑπαμφίβολος , ἀντιρρέπων ὧδε κἀκεῖσε , τοτὲ μὲν |
| ὁδοὺς μήτε ὁλοσχερῶς τὰς ἰδιότητας τῶν τόπων θεωρεῖσθαι . διόπερ ἀθυμία τὸ στρατόπεδον ὑπεδύετο καὶ δέος , ἀνακάμπτειν μὲν εἰς | ||
| ὄκνος , δέος , ὀρρωδία , εὐλάβεια , δειλία , ἀθυμία , ἀνανδρία , ἔκπληξις , φρίκη , τρόμος , |
| σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | ||
| ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ |
| ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ | ||
| ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν |
| δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν | ||
| ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ; |
| κατὰ τὸ ἁρμόζον ἀνθρωπίνῃ φύσει , οἷς ἡ ἐν βίῳ διαγωγὴ ἐν διηνεκεῖ ῥύσει καὶ μεταβολῇ παντοίᾳ ὑπάρχει , ἐπεὶ | ||
| τις τῷ βίῳ : Ἐπιτήδευμα , ἀσχόλημα , δίαιτα , διαγωγὴ , πρόφασις , ἀφ ' ἧς μέλλομεν περὶ τὰ |
| χρόνος γὰρ ὑπηκόων εὔνοιαν οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ προμήθεια καὶ φιλοπονία καὶ τὸ μηδὲν τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος προὔργου ποιεῖσθαι , | ||
| , ; , ; , ; , . . στοιχεῖα φιλοπονία ἔρως ἀγχίνοια ἄτρυτος ) τρία τὰ ὁμολογούμενα στοιχεῖα πρῶτα |
| γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως | ||
| στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| ὁ τῆς Ἀφροδίτης . ἐπιτιμῶντος δέ μου καὶ πόθεν ἡ ῥᾳθυμία πυνθανομένου λέγειν μὲν ἠρυθρίων τὴν πρόφασιν , ἡδέως δὲ | ||
| τὴν ἐκκλησίαν τὴν Ἀττικὴν αὐτοῦ μὲν ἀπόντος σύγχυσις εἶχε καὶ ῥᾳθυμία καὶ ταραχή , καὶ κόσμος ἦν οὐδεὶς τῶν ποιουμένων |
| ? [ ] [ ] ! ! ! τοῦ πατρὸς ὀλιγωρία [ ! ! ! ] [ ] μενα ? | ||
| , καὶ ταῦθ ' ὑπὸ τῶν σοφωτάτων εἶναι δοκούντων , ὀλιγωρία τοῦ νόμου τοῖς φαύλοις ἐγγίγνεται , ὥστ ' οὐδὲν |
| πονηρία , μοχθηρία , φαυλότηςφλαυρότης δὲ σκληρόν , σκαιότης , ἀπαιδευσία , πανουργία , ἀμαθία , μισολογία , ἄνοια , | ||
| τῦφος καὶ μαλακία καὶ ἡδυπάθεια καὶ ἀσέλγεια καὶ ὕβρις καὶ ἀπαιδευσία . δεῖται δή σου ἐπ ' ἐκεῖνα μὲν οὐδαμῶς |
| [ ὅτι ] τὸ ὑγιαίνειν . καὶ ταύτῃ οὔτε ἡ ὑγεία προηγμένον ἐστὶ πάντως οὔτε ἡ νόσος ἀποπροηγμένον . ὥσπερ | ||
| ψυχῆς νόσου σώματος . Ὑγεία μὲν σώματος τέχνης ἔργον , ὑγεία δὲ ψυχῆς , ἀρετῆς ἔργον : νόσος ψυχῆς μοχθηρία |
| τουτέστιν , ὁμοῦ προσεγένετό μοι καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ θλίψις διὰ σέ . Ἄλλως . τὸ δισσὸν μέλος ἐπῆλθε | ||
| . . ταῦτά τοι πλανωμένη ] οὐκέτι ἡ ὑποκειμένη μοι θλίψις περὶ ἓν ἵσταται , ἤτοι οὐκ ἐφ ' ἑνὶ |
| καὶ παχυχύμων ἐδεϲμάτων ϲυνεχὴϲ προϲφορὰ πληϲμονή τε καὶ ἀπεψία καὶ ἀργία καὶ τὰ τούτοιϲ ϲύμφωνα . τοῖϲ δὲ διὰ πνεῦμα | ||
| πάθους καὶ κάμνει πονοῦσα καὶ ὕπνου δεῖται : οὗτος γὰρ ἀργία αἰσθήσεως . ὧν οὐδὲν περὶ τὴν ἄυπνον καὶ ἄυλον |
| τοῦ ἐναντίου . ἡ μὲν οὖν περὶ τὰς ἡδονὰς ὑπερβολὴ ἀκολασία ἐστίν , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ ἔλλειψις ὄνομα | ||
| νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι . φαίνεται δὲ ὅτι καὶ ἡ ἀκολασία χείρων τῆς ἀκρασίας ἐστί . φανερὸν γὰρ πᾶσιν ὡς |
| μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην | ||
| δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : |
| φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ βίος κεκραμένος δίκαιός ἐστιν , αὐτάρκεια γὰρ πρὸς πᾶσιν ἡδονὴ δικαία . Πλειστάκις ἀδικούμενός τις | ||
| σὺ σῶσον νῦν τὴν Πολυξένην : ἀντὶ τοῦ παρατίθημι : αὐτάρκεια τῶν ἀποθανόντων μου τέκνων : † ταύτῃ γέγηθα : |
| . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : ἤτοι ἃ ἔφαγες ἀποδώσεις . Ἀπήντησε κακοῦ βουλὴ πρὸς ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων | ||
| Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : ἤτοι ἃ ἔφαγες , ἀποδώσεις . Ἀπήντησε κακοῦ βουλὴ πρὸς ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων |
| , ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ . Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία . Κόλαζε τὸν πονηρόν , ἄνπερ δυνατὸς ᾖ . | ||
| ' οὖν καὶ ὃ δημοκρατία ὁρίζεται ἀγαθόν , ἡ τούτου ἀπληστία καὶ ταύτην καταλύει ; Λέγεις δ ' αὐτὴν τί |
| τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
| : σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
| περὶ τὰς ἁψιμαχίας τὰς ἐκ καιροῦ συμπεσούσας γίνεσθαι φιλεῖ , προθυμία τοῖς ἡγεμόσι τῶν στρατοπέδων ὁμοία παρέστη διαβαίνειν τὸν ποταμόν | ||
| . τί δ ' ἔστιν , ὦ ξύνδουλε ; τίς προθυμία ποδῶν ἔχει σε καὶ λόγους τίνας φέρεις ; θηρώμεθ |
| : Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους | ||
| σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ |
| ὑπ ' ἀμουσίας ἤθους γελᾶν φάσκοντες : εἴσω γάρ τις ἐξάγεται , ἢ ἔμπαλιν εἰσέρχεται ἔξω ; ναί , φαίην | ||
| θιγ ? [ [ ] ν ? οἴκοις [ ] ἐξάγεται [ [ ] ον γένος [ [ ] εἶπέ |
| , οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις | ||
| μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον |
| καὶ ἐν ψυχικῇ μὲν δυνάμει γίνεται , ὅταν λύπη , χαρά , φόβος , δειλία , ἔκλυσις , ὀργὴ γένηται | ||
| τῷ δὲ κατ ' εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ ' ἀρετὴν φθάσαντι χαρά : χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα |
| ἁμαρτωλὸν ἢ πλάνον . Ἄλη γὰρ ἡ πλάνη καὶ ἡ ἁμαρτία . Ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντες ἄνδρες οὔποτε τρόπαιον ἐστήσαντο . | ||
| σε ἐν τῷ σκηνώματί σου , οὐ γὰρ γέγονέ σοι ἁμαρτία . Ἀνάψυξον ἐν τῷ σκηνώματί σου ἐν τῇ παρθενικῇ |
| μοχθηρῶν : ταῦτα δ ' ὑπάρχει γέλως καὶ ἐπιχαιρεκακία καὶ μισανθρωπία , ἃ καὶ ἐπιτεινόμενα καὶ ἀνιέμενα καὶ ὁπωσποτοῦν ἔχοντα | ||
| αὐτοῦ τρόπου μισολογία τε καὶ μισανθρωπία . ἥ τε γὰρ μισανθρωπία ἐνδύεται ἐκ τοῦ σφόδρα τινὶ πιστεῦσαι ἄνευ τέχνης , |
| τὴν ὑγείαν ἐφ ' ἑκατέρου σκόπει . Ἡ μὲν πάντων ἀδεής , ἡ δὲ πάντων ἐνδεής : ἡ μὲν εὐδαιμονίαν | ||
| τὸ τῆς παρδάλεως πάθος : ὁ δὲ κάτεισιν οὐ παντελῶς ἀδεής , ἀλλὰ ὀλίγον καταδραμὼν εἶτα ὑπέστρεψε τοῦ φόβου ἀναστείλαντος |
| δὲ προμηθής : τὸ μέλλειν καὶ ἀναβάλλεσθαι μετὰ προμηθείας . μέλλησις δέ . . . : τὴν δ ' εὐλάβειαν | ||
| σπουδή , τάχος : τοῦ δὲ σχολή , σχολαιότης , μέλλησις , μελλησμός , βραδυτής , ἀναβολή , νώθεια , |
| μὲν εἴη [ ἔτι ] αὐτῷ ὁ πατὴρ ἐρρωμένος , ἔχθρα αὐτῷ πρὸς τὸν πατέρα ἔσται διὰ τὴν καὶ ἐπὶ | ||
| ἄνδρες , οἱ ἀντιλογικοί , καὶ ἐρήσονται εἰ οὐκ ἐναντιώτατον ἔχθρα φιλίᾳ ; οἷς τί ἀποκρινούμεθα ; ἢ οὐκ ἀνάγκη |
| ἔφη . καὶ τὸ πρᾶγμα συκοφαντία , ἐπηρεασμός ἐπήρεια , ψευδολογία , ψευδομαρτυρία : Κρατῖνος δὲ καὶ ψευδομαρτύριον εἴρηκεν . | ||
| πολυτροπία , κακουργία , ῥᾳδιουργία , πονηρία , πανουργία , ψευδολογία , καπηλεία , πρᾶσις , μεταβολή , μισθαρνία μισθοφορία |
| καταβέβλητο ἡ δύναμις , ἐγίνετό τις ἐν τῷ μέσῳ ὀλίγη ῥᾳστώνη , προσεδόκα ἡ φύσις ἀνακτήσασθαι ἑαυτὴν , ἐπιγενόμενον δὲ | ||
| πόλις οὐ λυσιτελής ; οὐκ ἐνταῦθα χρηματισταῖς μὲν ἐπὶ πλοῦτον ῥᾳστώνη , σοφίας δὲ μετόχοις μὲν εἰς δόξαν , ἐπιθυμηταῖς |
| τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ ὁμαλός . ἀνεπαφρόδιτος , ὁ μὴ ἐπιχαρής : καὶ ἀηδής : καὶ ἐπαφρόδιτος , ὁ ἐπιχαρὴς | ||
| ταῦτα καὶ ἀνεπαφρόδιτα προσμάττεις φιλήματα : ὁ ἀηδὴς καὶ μὴ ἐπιχαρής , ἀπὸ τοῦ Ἀφροδίτη . . . . ἀνέῳγε |
| τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον | ||
| γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε |
| . . . , . ] : ἀνήρης : οὐκ ἀνδρώδης , οἱ δὲ ἀνάρμοστος . ἀνήρεις : ἀνάνδρους , | ||
| Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν . ὁ δὲ βακχεῖος ἀνδρώδης πάνυ καὶ εἰς σεμνολογίαν ἐπιτήδειος , οἷον Σοὶ Φοῖβε |
| , ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
| Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
| καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες , | ||
| πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος : |
| τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον | ||
| τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ |
| πλεονεξία τις ἀγαθῶν εἶναι , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ πλεονεξία τοῦ ἀγαθοῦ λέγεται . διὰ μὲν τοῦτο καλεῖται πλεονέκτης | ||
| ἀλλ ' οὐδὲ μέμνηται . Ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται , τοσαύτη |
| καὶ κινδύνους περὶ τὴν ζωὴν ποιήσει . Σελήνη Ἀφροδίτῃ ἐπιμερίζουσα λειψιφαὴς ἐπὶ νυκτὸς ἀγαθὴ καὶ ὠφέλιμος καθέστηκεν , αὐξίφως δὲ | ||
| ἀπὸ μητρὸς τοῖς ἔχουσιν ἢ θηλυκοῦ προσώπου ὠφελείας παρέξει , λειψιφαὴς δὲ οὖσα ἀτονώτερον ποιεῖ καιρόν . ἐπὶ δὲ ἡμέρας |
| δόξῃ τῇ θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα ἀκράτειαί τε ἡδονῶν καὶ λυπῶν προσπέσωσι , μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μαθήσεις ὀξεῖαι παρῶσι | ||
| ἠδυνάμην , οὔτε κοινῇ τὸν δῆμον ἀδικῶν οὔτ ' ἰδίᾳ λυπῶν οὐδένα τῶν ἐν τῇ πόλει , πειρώμενος δ ' |
| ] ἡ νύξ . ἡ ἀνοία παροξυτόνως Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἄνοια διὰ δὲ τὸ μέτρον ἐξέτεινεν . ὁ δὲ νοῦς | ||
| φαύλους τε καὶ μοχθηροὺς καὶ ἀναιδεῖς γενέσθαι , πᾶσά τε ἄνοια καὶ ψυχῆς ἀμαθία διὰ λήθην ἐμπίπτει . ὁ δὲ |
| μὲν οὖν ἐστιν εὐλάβεια ὀρθοῦ ψόγου . βʹ Ἁγνεία δὲ εὐλάβεια τῶν περὶ θεοὺς ἁμαρτημάτων . Ἐπαινετὰ μέν ἐστι τὰ | ||
| ᾧ τὸ καθαρὸν χρυσίον δοκιμάζεται . ὄκνος . ἀνάδυσις , εὐλάβεια , ἀναβολή . δυνατή ἡ τῶν ἀρχόντων φύσις . |
| δίαιτα . Τὰ εἰς ΜΑ θηλυκὰ σπάνια ὄντα βαρύνεται : τόλμα Θέρμα : ἀττικῶς δὲ τόλμη καὶ Θέρμη . Τὰ | ||
| μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην , |
| ' οἴδμασιν ἀλλ ' ἐπὶ χέρσου λύετ ' ἀνερχομένῃ γαστρὸς μόγος , ὥριος ὠδίς : μίμνει δ ' ἤματα πάντα | ||
| ἀγαθὸν ἐργάζεται . Τὰ εἰς ΟΓΟΣ διβράχεα βαρύνεται : λόγος μόγος ψόγος . Τὰ διὰ τοῦ ΑΓΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ καὶ |
| χρήσιμα εἶναι πρὸς τοῦτο . φαίνοιτο γὰρ ἂν ἡμῖν ἡ ἀμαθία πρὸς ἐπιστήμην χρήσιμος οὖσα , καὶ ἡ νόσος πρὸς | ||
| ὦμεν παλίμβουλοι καθεστήξει : ἔσται . ἀκινήτοις : ἀμεταθέτοις . ἀμαθία τε μετὰ σωφροσύνης . . . : τὴν μὲν |
| θερμὰ , κἂν ἄλλοις ἄλλως περὶ τοῦ ἀέρος δοκῇ . χολῶν δὲ ἡ ξανθὴ καὶ θέρος καὶ πῦρ θερμὰ καὶ | ||
| τὸ ἀφέψημα προϲαντλούμενον ἐν ἀρχαῖϲ ὀνίνηϲιν καὶ τὰ διὰ τῶν χολῶν καὶ ὀποβαλϲάμου , μέλιτοϲ καὶ ἐλαίου παλαιοῦ καὶ τῶν |
| ζῇ καὶ οὐχ ὥσπερ ἐκεῖνα διεσχισμένα : τῆς δ ' ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης καὶ ἡ φύσει μανότης : τροφήν | ||
| τέλος μαρτυρικὸν ἀπενέγκωνται , ὡς ἂν ἐπιδαψιλεύσηται τούτοις τὰ τῆς ὑπομονῆς γέρα καὶ τῶν ἀρρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν τὴν ἀντίδοσιν : |
| . τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς | ||
| τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , |
| ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ μαλθακία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . παίζων ποτὲ μὲν λέγει ἄνδρα , ποτὲ δὲ | ||
| καὶ εἰς ἔθος ἕκαστον κατακεχωρισμένον δεῖν εἶναι , ὅπως μήτε ὁμιλία μηδεμία ὀλιγώρως τε καὶ εἰκῆ γίνηται , ἀλλὰ μετ |
| ἄγειν : ἄλυπός ἐστι καὶ ἄφοβος καὶ ἀκοινώνητος κακῶν , ἀνένδοτος , ἀνώδυνος , ἀκμής , εὐδαιμονίας ἀκράτου μεστός : | ||
| σιδηρόφρων ] στερεός . σιδηρόφρων ] ἀπηνής . σιδηρόφρων ] ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ |
| πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | ||
| ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις |
| δυτικῶν ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν φερομένης . Καὶ οὕτως περιπίπτουσα αὐτῇ στέρεται τῶν ἀπὸ τοῦ ἡλίου αὐγῶν , ὥσπερ καὶ ἡμεῖς | ||
| : καὶ αἱμυλία ἀσινότης ἐπίχαρις . χήτει . ἀπορεῖ , στέρεται . ἔνδεια , σπάνη . ἥλικα γὰρ κτλ . |
| ' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ | ||
| , μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος |
| εἰμὶ δειλότατος . οὐδαμῶς πάντων ] ἀπὸ Πενία ] ἡ πτωχεία καὶ ἔνδεια παραχρηστικῶς ἐξωλέστερον ] ἐξολοθρευτικώτερον παρὰ πολύ ] | ||
| ἐστὶν ἵνα ἔχῃ τὴν ἐφήμερον ζωήν : ὥστε ἄλλο ἐστὶ πτωχεία καὶ ἄλλο πενία . παράξενος γὰρ ἔνι ὁ βίος |
| τὴν προπετῆ ἐάν τε τὴν ἀσθενῆ ἔχῃ ἀκρασίαν . ἡ μεταμέλεια δὲ διὰ τὸ παρὰ προαίρεσιν πράττειν : διό φησιν | ||
| ἤθους καὶ τὸ εὐμετάβολον καὶ ἡ μικρολογία [ καὶ ἡ μεταμέλεια ] καὶ τὸ ἐπὶ μικροῖς λυπεῖσθαι [ καὶ ἥδεσθαι |
| . τὸ δὲ ὄνομα τοῦ πράγματος κρίσις , γνῶσις κατάγνωσις ἀπόγνωσις , καταδίκη ἄφεσις . καὶ ἐπαινῶν μὲν ἂν δικαστὴν | ||
| δάκρυα , στεναγμοί , παραμυθία , φόβος , θάρσος , ἀπόγνωσις , ἐλπίς . Ἀρίστων δέ , ὁ Χαιρέου πατήρ |
| τοῦ ἔγχους πορθοῦσα τὰς πόλεις . . ὕβριν ] καὶ μεγαλαυχίαν . . εἴρξει ] κωλύσει αὐτὸν ἀπὸ τῶν πολιτῶν | ||
| γὰρ τὰς ψυχὰς ταπεινοῦν δεκάτῃ τοῦ μηνός , ὅπερ ἐστὶ μεγαλαυχίαν ἀποτίθεσθαι , ἧς ἡ ἀπόθεσις ἀδικημάτων ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων |
| τῆς ψυχῆς τῷ λόγῳ ἐποχουμένη , μετ ' αὐτὴν ἡ ἀνδρία ὡς ἐν τῷ θυμοειδεῖ ἐποχουμένη , καὶ τετάρτη ἡ | ||
| πλείω κατατείνει τὸν λόγον : μάλιστα γὰρ περὶ ταῦτα ἡ ἀνδρία . Εἰπὼν ἃ δεῖ τὸν ἀνδρεῖον φοβεῖσθαι , λέγει |
| ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων | ||
| . ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ |
| λύκον προσίεντο καὶ ὑπέμενον , νομίσαντες πρόβατον : ἡ γὰρ ἄγνοια τοιαῦτα ἐργάζεται τοὺς οὐκ εἰδότας καὶ ἀναγκάζει τἀναντία φεύγειν | ||
| ' ὧν ὁ πολὺς καὶ βαθὺς ζόφος , ὃν κατέχεεν ἄγνοια τῶν πραγμάτων , ἀνασκίδναται . τοῦτο τῆς ψυχῆς τὸ |
| διὰ τὸ συνεργεῖν ταῖς πράξεσι . καλὸν οὖν , ὅκα εὐτυχία παρῇ τῷ νόῳ , ὥσπερ ὠρίῳ ἀνέμῳ θέοντα , | ||
| νόσος πασῶν : φθειρῶν γὰρ ἤνθησεν , ἥ τε πρότερον εὐτυχία δοκοῦσα ἐς τοιοῦτο περιῆλθεν αὐτῷ τέλος . τὸ δὲ |
| οἷα πρότερον ἦν πρὸ τῆς πόλεως , οἷον ὑγίεια , εὐεξία , καὶ ὁποῖα τὰ νῦν . Τὸ δὲ κεφάλαιον | ||
| , ὀρεξία : ἔχω , ἕξω , ἔξια , καὶ εὐεξία : πέψω , πεψία , καὶ ἀπεψία . Τὰ |
| ἐγένετο . Ἀταλή : ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : | ||
| Πυρόεντι , φυγὴν ἀνεμώλιον ἴσχει δοῦλος ἀνὴρ κενεῇσιν ἐπ ' ἐλπωρῇσι γεγηθώς : ἦ γὰρ ἂν ἐς δόμον αἶψα λυγρῇ |
| ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
| ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
| αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν | ||
| αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν |
| . . . ποττὰς ἱερὰς ? βλ ? [ καὶ τύχ ' ἀμπυρίξας [ . ἔληγ ' ὁ μῦθος : | ||
| ΒΓ περιφερείας ὡς εὐθείας νοουμένης . Ἐγχάλασμα . , ] τύχ κοίλωμα . Εὐθεῖαι γίνονται . , ] περιφερειῶν μὲν |
| ἀρήγει : τῇ νεότητι μὲν βοηθεῖ ἡ περὶ τὸ πολεμεῖν θρασύτης . τοῦτο δὲ ἐν τῷ καθόλου γνωμικῶς ἀναπεφώνηκεν . | ||
| φίλε , ἐγὼ ἤδη ἠπόρουν , καί μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο , ἣν εἶχον ἐγὼ ὡς πάνυ ῥᾳδίως αὐτῷ |
| , ὁ ταραχώδης καὶ κακόχαρτος ἐπακολουθήσει τοῖς ἀνθρώποις . δυσκέλαδος κακόχαρτος : ἀντὶ τοῦ οἱονεὶ ὁ ταραχώδης καὶ στασιώδης ἢ | ||
| ὅρκον ὀμεῖται . ζῆλος δ ' ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης . καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ |
| . καὶ ὁ λιμὸς οὖν , εἴτε ἑκούσιός ἐστιν εἴτε ἀκούσιος , τῷ λόγῳ τῆς ἐνδείας καὶ τῆς ἀσιτίας δύναται | ||
| τούτων , εἴη ἂν οὐχ ἑκούσιος , οὐκέτι μέντοι καὶ ἀκούσιος . ἐπιζητήσειε δ ' ἄν τις , πῶς ὄντος |