ὡροσκόπος καὶ οἱ τούτων οἰκοδεσπόται τυγχάνωσιν ἠρρενωμένοι τῷ τηνικάδε τὸ συλληφθὲν ἄρρεν γίνεται , καὶ μάλιστα ἐὰν ὦσιν ἄρρενες καὶ
: τὴν φυτικὴν δ ' ἀρχὴν ἁπάντων πρώτην ἔχει τὸ συλληφθὲν δημιουργοῦσαν οὐκ ἐξ αἵματος , ἀλλ ' ἐξ αὐτοῦ
5963450 ἐμβρυον
ἐστι θάλλειν καὶ αὔξεσθαι , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει
λευκῷ πίνειν , καὶ τὰ καταμήνια καταῤῥήγνυσι τωὐτὸ προσθετὸν καὶ ἔμβρυον ἐκβάλλει . Μητρέων καθαρτικὸν , ὅταν τοῦ παιδίου ἐναποθανόντος
5549140 χοριον
' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα :
, ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί
5289956 ἡτοιμασμενον
αὐτὴν ῥαγέντος τοῦ χορίου τὸ πρὸς τὴν τῆς ἀποτέξεως χρείαν ἡτοιμασμένον ὑγρὸν ἔμπροσθεν τοῦ δέοντος ἀποκρίνηται . τὸν δὲ ὄγκον
κρατήσας ἰσχυρότερον εὕρισκε τὸ τεῖχος τὸ διὰ τῶν οἰκιῶν αὐτομάτως ἡτοιμασμένον . πρὸς δὲ τούτοις ἐκ τοῦ Βυζαντίου πάντων τῶν
5210830 γεννωμενον
ἐλευθεροῦσαι ἄρτι ε οὐχ ὑβρίζῃ . μὴ ἀγωνία Ϛ τὸ γεννώμενον σώζεται ζ σώζῃ τῆς κατηγορίας η δίδεις τοὺς λόγους
πάντων ; τολμήσει δὲ τίς εἰπεῖν ἀνάξιον τὸν ἐξ ἐμοῦ γεννώμενον , κρείττονα τοῦ πατρὸς ἔχοντα τὸν πάππον ; ”
5209703 γεννασθαι
Λάτμῳ ὄρυγμα . . . . . Ἐν ὄρει Βερεκυνθίῳ γεννᾶσθαι λίθον καλούμενον μάχαιραν , ὃν ἐὰν εὕρῃ τις ,
ἐκ τῶν αὐτῶν ἀρχῶν οἷόν τε καὶ μεγέθη καὶ ἀριθμοὺς γεννᾶσθαι ; φαμὲν οὖν ὅτι συμβολικῶς ταῦτα ὁ Πλάτων ἔλεγε
5088599 αὐξεσθαι
βούλεται τιμὰς ἔχειν κοινάς , διαριθμῶν δ ' οὐδέν ' αὔξεσθαι θέλει . ἐπεὶ σὺ φέγγος , Τειρεσία , τόδ
. Βλαστός : παρὰ τὸ βλώσκειν , ὃ σημαίνει τὸ αὔξεσθαι , . , . , . Βλάσφημος : παρὰ
5046390 γονιμον
αἰτίαν τῷ ὄνῳ προσάπτειν πρὸς τοῖς προειρημένοις . πᾶν τὸ γόνιμον τετίμηται , ἐναντίως δὲ ἄρα πρὸς ταῦτα πέφυκε τὸ
ἀνασπᾷ ἑωυτὸ καὶ μένει αὐτοῦ . Ὁκόταν [ οὐ ] γόνιμον γένηται τὸ παιδίον , τουτέου ἡ σὰρξ ὑπερέχει τῶν
5022868 κινουν
καὶ γνώσεσθε τοῦ λοιποῦ ἐν τῷ ἀσφαλεῖ καθεστῶτες κατασπέρχον : κινοῦν εἰς δειλίαν , ἐκπλῆττον . οἱ τοιοῦτοι . .
ἐστι τὸ μὴ ὄν . καὶ μὴν τὸ διδασκόμενον φαντασίαν κινοῦν εἰς μάθησιν ἡμῖν ἔρχεται , τὸ δὲ μὴ ὂν
4975959 φθειρομενον
: % οὔτε γὰρ ἄφθαρτόν [ ] ἐστιν , ἐπεὶ φθειρόμενον [ ] ὁρῶμεν αὐτό , % οὔτε δύναται ?
ζῆν διὰ τὰς πλεονεξίας καὶ τὴν τρυφήν : τὸ μὴ φθειρόμενον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας ἄφθαρτόν ἐστιν , ἐπειδὴ πᾶν
4968453 κινουμενον
οὕτω διωρισμένων φανερόν , ὅτι πᾶσα μεταβολὴ καὶ πᾶν τὸ κινούμενον ἀνάγκη κινεῖσθαι ἐν χρόνῳ : τὸ γὰρ θᾶττον καὶ
ἀληθῶν οὐσῶν τῶν προτάσεων . ἄνθρωπος παντὶ κινουμένῳ ὑπαρχόντως , κινούμενον παντὶ ἵππῳ ἐνδεχομένως , καὶ συνάγεται ἄνθρωπος οὐδενὶ ἵππῳ
4936547 κακωδες
ἐπὶ πᾶσι τοῖς διαφθειρομένοις σαπρότης . Ἅπαν γὰρ τὸ σηπόμενον κακῶδες , εἰ μή τις τὴν ὀξύτητα λέγει τοῦ οἴνου
. Ἁπλῶς δὲ πᾶν τὸ πολύοδμον ἄντ ' εὐῶδες ἄντε κακῶδες ἄντ ' ὀξὺ ἄνθ ' ὁποιονοῦν τυγχάνῃ κινούμενον ἐμφανέστερον
4910705 μετοπωρινον
ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ
, τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα
4907260 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
4906539 νευρον
τῶν οὕτω δριμέων οὐδενὶ χρήσῃ : γυμνὸν γὰρ ὂν τὸ νεῦρον οὐκ οἴσει τὴν δύναμιν αὐτῶν σφοδρὰν οὖσαν . τίτανον
, Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ Θυτήριον ἄκρον
4904545 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
4880681 χρωμα
τὸ χρῶμα δημιουργεῖ , καὶ οὐκ ἔστι σῶμα μὴ ἔχον χρῶμα . τοῦτο οὖν τὸ ὁμοῦ συνημμένον , φημὶ δὲ
ὀξύ , ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ ἐναντίως , τὸ δὲ χρῶμα ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ κατὰ ἡμιτόνιον καὶ ἡμιτόνιον καὶ
4856782 γινομενον
: ὅπερ καὶ ἐπὶ τῆς κατ ' οὐρανὸν ἴριδος ὁρᾶσθαι γινόμενον ὑπὸ τοῦ περὶ τὸν ἥλιον φωτός . ἐκ δὲ
τὸ ΕΖΗ τρίγωνον , ἴσον καὶ ὅμοιον ἐξ ἀνάγκης αὐτῷ γινόμενον . καὶ γὰρ τὰς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἐκπεμπομένας πρὸς
4834241 ὑγρον
καὶ ἰδίως ἔτι μᾶλλον κατὰ τὸ θερμὸν καὶ ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν ἢ τὸ ποιόν τι τούτων εἶδος , ἢ τὴν
δὲ ξηρὸν οὕτω λέγομεν τὸ παντελῶς ἐστερημένον ὑγρότητος , οὔτε ὑγρὸν τὸ ξηρότητος τῆς ὁπωσοῦν ἀνεπίδεκτον οἷον τὸ ὕδωρ ,
4831931 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
4830894 παχυνεται
σφηνουμένου τοῦ πλήθους αὐτόθι δυσλύτως : πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις παχύνεται καὶ γλίσχρον γίνεται τῇ θερμότητι καὶ ξηρότητι τῶν δριμέων
ὁμοίως τοῖς ῥιπίζουσι λεπτυνούσης ἅμα καὶ ψυχούσης τὸν ἀέρα . παχύνεται δ ' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον
4816461 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
4805766 τηκεσθαι
παρὰ Διὸς εὕρετο μήτε σήπεσθαί τι Ἄττῃ τοῦ σώματος μήτε τήκεσθαι . τάδε μὲν ἐς Ἄττην τὰ γνωριμώτατα : ἐν
οἱ δ ' ἅλες λειότατοι ἔστωσαν : ἐν ἐλαίῳ γὰρ τήκεσθαι οὐ πεφύκασιν . ποιοῦσι δὲ καὶ πρὸς δοθιῆνας καὶ
4801201 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
4800993 περιεχον
καὶ ὁ τοῦ σώματος κλύδων , ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ περιέχον : ἥσυχος μὲν γῆ , ἥσυχος δὲ θάλασσα καὶ
λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον ἐμφαίνεται . ἐλάττονος δὲ καὶ ἧττον λεπτῆς ὑπαρχούσης ὑπόπυρός
4788852 σκεπασμα
, ἀλλ ' ὑπὸ πλήθους ἀνδρῶν προωθούμενον ἐποίησε [ ὑπότροχον σκέπασμα ] . Γήρας δὲ ὁ πρῶτος εὑρὼν τὸ ὑπότροχον
ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἄνω τὸ ὀστρακῶδες καὶ κοῖλον ἔχων αὐτοῦ σκέπασμα , μήπως αὐτὸν γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει :
4774671 ἀγονον
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς
4761881 ἀλγημα
καὶ μάλιστα ἱππασίαι συνεχεῖς καὶ σφοδραί . Παρακολουθεῖ δὲ αὐτοῖς ἄλγημα σφυγματῶδες ὄπισθεν κατὰ τὸν πρῶτον τοῦ μεταφρένου σπόνδυλον ἀνωτέρω
ἄλλαι προφάϲειϲ , ἐφ ' αἷϲ ϲυγκόπτονται , τέϲϲαρεϲ , ἄλγημα ϲφοδρόν , ἀγρυπνία , κένωϲιϲ ἄμετροϲ , ἐπὶ δὲ
4745020 σπαρεν
ἰδίας ἐνεργείας τὸ σπέρμα , καὶ ἐκύησεν ὁ νοῦς τὸ σπαρέν , μοιχείας , φόνους , πατροτυπίας , ἱεροσυλίας ,
θηλείας πάσης ἐν ᾗ μὴ βούλοιο ἄν σοι φύεσθαι τὸ σπαρέν . ὁ δὴ νόμος οὗτος διηνεκὴς μὲν γενόμενος ἅμα
4743889 συριγγωδες
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον .
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος
4730367 κινηθεισης
Ἴκτεροι τέσσαρες : ὅδε μὲν τοῦ θέρεος μάλιστα ἐπιλαμβάνει χολῆς κινηθείσης : ἵσταται οὖν ἡ χολὴ ὑπὸ τῷ δέρματι καὶ
Λαρίσσῃ , ἡλκώθη κοιλίην καὶ τὸ ἔντερον ὑπὸ χολῆς αὐτομάτως κινηθείσης , καὶ ἐξεχώρεε καὶ ἄνω καὶ κάτω χολὴ καὶ
4715127 πλασσεται
κύμινον . τούτων δ ' αὐτῶν ἃ μὲν πυρῆνι ὅμοια πλάσσεται , ἃ δὲ κολλυρίοις , καὶ ἃ μὲν αὐτὰ
θέρους ὥρᾳ μετ ' ὄξους ἐφ ' ἱκανὰς ἡμέρας καὶ πλάσσεται εἰς τροχίσκους , καὶ ἐπὶ τῆς χρείας λειοῦται ὄξει
4668686 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
4652804 ἀγονους
ἐξυγραίνεσθαι τὸ σπέρμα ὥστε καὶ ἐκ τοῦ αὐτομάτου ῥεῖν : ἀγόνους φησὶ τοὺς πίνοντας γίνεσθαι διὰ τὸ διαλύεσθαι τὸ σπέρμα
φύσεις τῶν γυναικῶν καὶ ποιεῖ τεκνοσπορῆσαι , ὥστε καὶ τὰς ἀγόνους καὶ στεῖρας συλλαμβάνειν . Ἡ δὲ σκευὴ τοῦ ξηρίου
4650051 χρωματος
λύσις ἐστὶν ἐπιχειρηματικὴ , ἀλλ ' οὐ τὰς ἀφορμὰς ἀπὸ χρώματος ἔχουσα : ἐρεῖ οὖν οὐκ εἴ τις φίλος ,
Φωκέων , ὅτι ἠπατήθην , ὅρα πῶς ἐκβολὴν ἐποιήσατο τοῦ χρώματος : ἔδει τοίνυν μισεῖν τὸν ἀπατήσοντα , ἀλλὰ μὴν
4647042 ἀνθρακοϲ
: πόνοϲ μὲν δριμὺϲ καὶ θερμόϲ , ὡϲ ἐπ ' ἄνθρακοϲ : ἀναπνοὴ κακή : ἀναπνέουϲι γὰρ ὀδωδὸϲ ϲηπεδόνα καρτερήν
- τρον θερμότητα ὥϲπερ ῥῆξίν τινα ὑπομένει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἄνθρακοϲ καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτοῦ δριμὺ καὶ δηκτικὸν ὑπάρχον
4625417 ἐπικαυμα
τῶν περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί εἰσιν ἄργεμον , νεφέλιον , ἐπίκαυμα , βόθριον , φλυκτὶς , λεύκωμα , ἄνθραξ ,
, κατὰ δὲ τὸ ἔνδον λευκόν . τὸ δ ' ἐπίκαυμα ἕλκος ῥυπαρόν ἐστι καὶ ἀκάθαρτον καὶ ἐσχαρῶδες , οὗπερ
4624629 συνιστασθαι
τοῦ κερατοειδοῦς . δεῖ γινώσκειν οὖν αὐτὸ μᾶλλον διὰ τὸ συνίστασθαι οὕτως : κωνώπια μικρὰ παρέπεσθαι δοκεῖ καί τινα πολλάκις
τῷ δὲ τοῦ τελείου ὀνόματι κατεχρήσατο , ἵνα ἅμα τῷ συνίστασθαι καὶ ζῷα εἶναι νοῶμεν . φιλοτιμότατον δὲ καὶ ἀμαχέστατον
4623625 καταβληθεν
ἡ σύλληψις , ὡς ἔμπροσθεν εἰρήκαμεν . κίνδυνος γὰρ τὸ καταβληθὲν σπέρμα συλληφθῆναι μικρομεγέθους ἔτι τῆς μήτρας ὑπαρχούσης καὶ διὰ
τῶν ἀδυνάτων ἐστὶ λέγειν πρὸς ἀκρίβειαν τὸ πότε συνέσχηται τὸ καταβληθὲν σπέρμα , ἵνα καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου στήσωσιν
4623623 μεσεντεριον
μεσάραιον ἀπὸ τῶν συμβεβηκότων αὐτῷ τὰς προσηγορίας ἀμφοτέρας θέμενοι , μεσεντέριον μὲν ἀπὸ τῆς θέσεως , μεσάραιον δ ' ἀπὸ
, μάλιστα περὶ βουβῶνάς τε καὶ μασχάλας καὶ σιαγόνας καὶ μεσεντέριον , περὶ ἃ καὶ αἱ χοιράδες συνίστανται . τῶν
4612918 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
4599529 πασχον
χαλάσματος μία καὶ δευτέρα ἀγκύλη γίνεται μετὰ χαλάσματος περὶ τὸ πάσχον κῶλον : ἡ δ ' ἀντικειμένη τοῦ ἱμάντος ἀρχὴ
' ἄμφω δρᾷ , καὶ κατ ' ἄμφω πάσχει τὸ πάσχον , οὐκ ἔστι τοῦτο αἰσθάνεσθαι , ἀλλὰ πάθος ἁπλῶς
4596890 ἀναθολουμενον
ἐν φλεψὶ χυμοῦ . τὸ δὲ οὐρούμενον λεπτὸν καὶ ὕστερον ἀναθολούμενον δηλοῖ τὴν φύσιν ἐπαναστᾶσαν , ἄρχεσθαι δὲ κινεῖν καὶ
ἀναθολούμενον . τὸ δὲ λεπτὸν οὐρούμενον καὶ μετὰ ταῦτα ἔξω ἀναθολούμενον , ἄπεπτόν ἐϲτι διὰ περιουϲίαν πνεύματοϲ παχέοϲ . δηλοῖ
4590750 εὐαερον
' εὐθείας τὰς ἐφ ' ἑαυτῇ ἑκάστη ἔχουσα ὁδούς , εὐάερον τὴν πόλιν παρέχουσιν εὐήλιόν τε καὶ καθαρὸν καὶ εὐήνεμον
τὸν κατὰ θάλατταν λιμένα καὶ εἰς τὸν λιμναῖον καὶ τὸ εὐάερον ἄξιον σημειώσεώς ἐστιν , ὃ καὶ αὐτὸ συμβαίνει διὰ
4589770 πανδεχες
γε περὶ ὕλης λέγωμεν . Ταύτην τοίνυν ἐκμαγεῖόν τε καὶ πανδεχὲς καὶ τιθήνην καὶ μητέρα καὶ χώραν ὀνομάζει καὶ ὑποκείμενον
βούλεται ποιεῖν , τὸ μὲν ὑποκείμενον ὡς ὕλην ὃ προσαγορεύει πανδεχὲς , τὸ δ ' ὡς αἴτιον καὶ κινοῦν ὃ
4584282 σκεπαζειν
οὗ ὁ ὄγκος ὅλος ἐν τῷ κόλπῳ γένηται , καὶ σκεπάζειν ἔξωθεν σπόγγῳ τὸ ἦτρον ἀποτεθλιμμένῳ ἐξ ὀξυκράτου κατακλίνειν τε
τὰς τρίχας καὶ ἀνατρίβειν ὀθόνῃ τὸ πεπονθὸς δέρμα καὶ οὕτω σκεπάζειν τῷ φαρμάκῳ , ἐκ τῆς τρίψεως ἐρεύθους ἐπιγενομένου .
4574683 ἐμβρυου
μὴ κατὰ τὴν γαστέρα τάμῃς , καὶ ψιλώσῃς τι τοῦ ἐμβρύου , ἔξεισι γὰρ ἡ γαστὴρ καὶ τὰ ἔντερα καὶ
, ὡς μηδὲ παντάπασί τι παραδέχεσθαι : ἀπολυομένου δὲ τοῦ ἐμβρύου τῆς μήτρας διΐσταται ὁ πόρος οὗτος , ἔστι δὲ
4573251 διπλωματος
, προσήκει ἐμβαλεῖν τῷ ἐλαίῳ τὸ σπέρμα καὶ ἑψεῖν ἐπὶ διπλώματος , προσεμβαλεῖν δὲ αὐτῷ ἢ ὕδατος ἢ οἴνου ,
αὐτὸ προανωθοῦντα τοὺς κατὰ σκέλη τόπους : ἀνίσου δὲ τοῦ διπλώματος ὄντος στρέφειν αὐτὸ πρῶτον καὶ τὸ δίπλωμα πρὸς τὸν
4557619 ὑγρου
ἐς πολὺ ἀνεστῶτες , ὅση δὲ ἡ κεφαλὴ σκολιοῦ καὶ ὑγροῦ τοῦ αὐχένος ἐξιοῦσα . μέγεθος δὲ ἄπιστον μὲν εἰπεῖν
, ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος ἐνδείᾳ καὶ θερμοῦ ἀπορίᾳ καὶ ὑγροῦ περιττοῦ ἐπιρροίᾳ . εὐαλωτότερα τοίνυν τῶν ἀνδρείων καὶ ταῖς
4555872 ἀποτελεισθαι
τουτέστιν περὶ ὃ τὴν μέσην φαμὲν τοῦ ἐπικύκλου πάροδον ὁμαλῶς ἀποτελεῖσθαι , τὸ Η , καὶ διήχθωσαν αἱ ΒΗΘ καὶ
τοῦ σημείου τοῦ περὶ ὅ φαμεν τὴν τῶν ἐπικύκλων κίνησιν ἀποτελεῖσθαι : μάχεται γὰρ τὰ φαινόμενα . ὥστε μηδὲν ἀεὶ
4552491 τικτομενον
μὴ ἀντάρῃ κατὰ τῆς φύσεως , ὅμοιον τῷ πατρὶ τὸ τικτόμενον γίνεται . καὶ ἐπὶ μὲν τῶν ἐνύλων ἐνδεχόμενα ταῦτα
, Μηδείᾳ δὲ παῖδας μὲν γίνεσθαι , τὸ δὲ ἀεὶ τικτόμενον κατακρύπτειν αὐτὸ ἐς τὸ ἱερὸν φέρουσαν τῆς Ἥρας ,
4544617 σπερμα
μίξεσι σωζομένου τοῦ νόμου τῆς φύσεως ἐπικρατεῖ τὸ τοῦ ἄρρενος σπέρμα , δῆλον ὡς ὅταν ἡ ὕλη μὴ ἀντάρῃ κατὰ
. ὅτι μὲν γὰρ ἐκ τῆς χειρὸς δεῖ ῥίπτεσθαι τὸ σπέρμα καὶ σύ που οἶσθα , ἔφη . Καὶ γὰρ
4540290 συνισταται
ὅλον γινώσκομεν : καὶ γὰρ ὥσπερ γινώσκοντες ἐκ ποίων μερῶν συνίσταται ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς τὸ ὅλον γινώσκομεν , οὕτω καὶ
ἀποδείξεως νόησις οὐ χωρὶς τῶν αὐτῆς λημμάτων καὶ τῆς ἐπιφορᾶς συνίσταται ; εἰ δὲ ἔχει ἑκάτερα , τουτέστι τὰ λήμματα
4535990 ἐνερευθης
ἥ γε μὴν πτίλωσις , παχύτης οὖσα βλεφάρων , τυλώδης ἐνερευθής , ἀπὸ παχυτέρων καὶ πλέον διεφθορότων χυμῶν γινομένη ,
] Τοῖς μὲν ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένοις αὐτὸς μὲν ὁ τόπος ἐνερευθής ἐστι καὶ ὅμοιος κεντήμασιν , οὔτε διῳδηκὼς , οὔτε
4514980 προστιθεται
ἡ προστιθεμένη καθόλου εἴη , ἀδιαφόρως καὶ ἄνωθεν καὶ κάτωθεν προστίθεται : εἰ δὲ μερική , πάντως κάτωθεν , ἵνα
εἴγε κατὰ τὸν δέοντα λόγον τῷ δύο καὶ τὸ ἄρθρον προστίθεται , καθὸ καὶ τοῖς ἑξῆς ἅπασιν ἀριθμοῖς , οὐ
4512098 κυουσης
τὴν τῶν μυῶν γένεσιν : ἤδη γάρ ποτε τῆς θηλείας κυούσης καὶ ἐναποληφθείσης ἐν ἀγγείῳ φανῆναι μετ ' οὐ πολὺν
διὰ πάντων δὲ τὸ τῆς εὐβουλίας καλὸν ἐπανθεῖ νῦν μὲν κυούσης τὰς ἀρετάς , νῦν δὲ ἐκτρεφούσης καὶ φρουρούσης ἐκ
4509945 καιεται
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ
4506612 σπειρει
γεωργὸς τὴν γῆν προεκκαθάρας καὶ τὴν ἀλλοτρίαν ὑπεξελόμενος ὕλην τότε σπείρει , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡμεῖς παραινοῦμεν προαποθεραπευθέντος
ἐοικὼς ὠκέι φασσοφόνῳ . Ὁ κάνθαρος ἄθηλυ ζῷόν ἐστι , σπείρει δὲ ἐς τὴν σφαῖραν ἣν κυλίει : ὀκτὼ δὲ
4504776 ἐπιφερεσθαι
μετὰ τὴν ἀνακάθαρσιν , ἣν ἐπιγνωσόμεθα ἐκ τοῦ μηκέτι πύον ἐπιφέρεσθαι , κομισάμενοι τοὺς τελαμῶνας , ἐγκλύσομεν πάντα τὸν κόλπον
τοῦ ἀφέτου συναγομένοις καὶ οὐκ ἀναιροῦσι διὰ τὸ μὴ αὐτοὺς ἐπιφέρεσθαι τῷ ἀφετικῷ τόπῳ ἀλλ ' ἐκεῖνον τοῖς αὐτῶν .
4501489 ἀρρενος
ἡ κύων . ἔστι δὲ καὶ ἡ θήλεια ἀνδρειοτέρα τοῦ ἄρρενος . λέγεται δὲ φωλεύειν τὸ ζῷον τοῦτο ἡμέρας τὰς
, ἐπιδειχθέντων αὐτοῖς τῶν φανέντων , γνῶναι ὅτι κατεκέκρυπτο φύσις ἄρρενος ἐν ᾠοειδεῖ τόπῳ φύσεως θηλείας , καὶ δέρματος περιειληφότος
4501136 ἐκβαλλει
ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει , καὶ τὰ στήθεα αὐτῷ ἀείδειν δοκέει καὶ βάρος
δυνάμεωϲ , ὧν τὸ ἀφέψημα καταμήνιά τε κινεῖ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει . ἡ δὲ ἐν τοῖϲ ἐνύδροιϲ χωρίοιϲ φυομένη δυϲωδεϲτέρα
4495625 ἀποτελειται
οὐδαμῶς ἀγαθόν : ἀναυξῆ γὰρ ὑπὸ τῆς παρὰ καιρὸν σκληρότητος ἀποτελεῖται τὰ σώματα . καὶ οἴνου δὲ τὸν οὕτως πεφυκότα
τοίνυν ἡ τῆς σφαίρας στροφὴ περὶ τοὺς τοῦ ἰσημερινοῦ πόλους ἀποτελεῖται , φανερόν , ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ τό
4494543 πηγνυται
' ἀφαυροῦ : ἀμφότερα διὰ τὸ ψυχρὸν τῶν τόπων : πήγνυται γάρ . καὶ λέγεται Κρόνιος πόντος , ὡς μέν
ἐστι , καὶ ἐπειδάν τις ἀρύσηι τὸ ὕδωρ αὐτῆς , πήγνυται ὥσπερ τυρός . τούτου οὖν τοῦ πηκτοῦ ὅσον τρεῖς
4492675 Πλουτωνιον
, καθάπερ ἐν τοῖς Πλουτωνίοις . καὶ τοῦτο τὸ χωρίον Πλουτώνιόν τι ὑπελάμβανον , καὶ τοὺς Κιμμερίους ἐνταῦθα λέγεσθαι .
ἐν τοῖς Πλουτωνίοις . καὶ τοῦτο [ τὸ ] χωρίον Πλουτώνιόν τι ὑπελάμβανον καὶ τοὺς Κιμμερίους ἐνταῦθα λέγεσθαι : καὶ
4490770 ἠτρον
ἦτρον ψυχρὸν ἔχει : ἢν δὲ ζώῃ , τό τε ἦτρον θερμὸν ἔχει , καὶ ἡ μὲν γαστὴρ ὅλη μεταπίπτει
Ἕλληνες . ἥλω καὶ ἑάλω Ἀττικοί , ἐλήφθη Ἕλληνες . ἦτρον τὸν ὑπὸ τῷ ὀμφαλῷ τόπον Ἀττικοί , ὑπογάστριον Ἕλληνες
4480192 ποιουν
δὲ τὰ ἄλλα πολλά : καὶ ἓν μὲν ὄν , ποιοῦν δὲ ἑαυτὸ ἐν τῇ οἷον κινήσει πολλά : καὶ
ταῦτα συνυφίστασθαι , τό τε πάθος αὐτὸ , καὶ τὸ ποιοῦν , καὶ τὸ πάσχον . Ὁ τοίνυν ἀντιλαμβανόμενος τοῦ
4472894 λουομενους
ὀδυνᾶσθαι καὶ καταψύχεσθαι καὶ θερμαίνεσθαι τὸ μόριον : ἀλλὰ καὶ λουομένους σμήχειν τοῖς δι ' ἀδάρκης καὶ ἁλκυονίου καὶ πεπέρεως
: κατελάμβανον δὲ τοὺς ἐν τῷ τείχει πολεμίους τοὺς μὲν λουομένους , τοὺς δ ' ὀψοποιουμένους , τοὺς δὲ φυρῶντας
4463013 ϲκαμμωνιᾳ
περὶ νεφρὸν ἢ κύϲτιν ἐϲχηκόϲι διάθεϲιν . Ἐλατήριον παραπληϲίωϲ κενοῖ ϲκαμμωνίᾳ : ἐκλεκτέον δὲ τὸ πραϲίζον καὶ κοῦφον καὶ μὴ
μετὰ γάλακτοϲ κοτύληϲ α . Τιθύμαλλοϲ ἄγει χολὴν ἐλατηρίῳ καὶ ϲκαμμωνίᾳ παραπληϲίωϲ . δίδοται δὲ τοῦ ὀποῦ ϲταγόνεϲ δ ἢ
4461725 ἀποτελειν
' εὐχάριστοι προαιρέσει καὶ εὐνοίᾳ τὴν ὁμοιότητα τῆς εὐεργεσίας ὀφείλουσιν ἀποτελεῖν . Τοῖς μὲν μαινομένοις πολλάκις τὰ τέκνα φαίνεται πολέμια
τι ποιεῖν : συνελθὸν δὲ ἑτέρῳ τρίτον οὐκ ἂν δύναιτο ἀποτελεῖν , ὃ μὴ πρότερον ἐν τῷ εἶναι ὑπῆρχεν .
4452275 συνεχομενη
. Ἅτε δέ , οἶμαι , διττῷ βίῳ ἡ ψυχὴ συνεχομένη , τῷ μὲν καθαρῷ καὶ διαυγεῖ καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς
ἐστι καὶ τῇ ἰσότητι καὶ τῷ ὅρῳ καὶ τῷ πέρατι συνεχομένη , ἡ δὲ κάθετος εἰκών ἐστι ζωῆς ἐπὶ τὰ
4444648 πεπηγος
Ἥρων ἐν μηχανικοῖς καὶ καταπαλτικοῖς . ] Ἔστω οὖν πλινθίον πεπηγὸς τὸ ΑΒΓΔ , καὶ ἐν αὐτῷ τρίγωνα ὀρθογώνια ἴσα
, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ αἷμα συνεστραμμένον καὶ πεπηγὸς τίκτει , ὕστερον δὲ τοῦτο θαλπόμενον ἐν τοῖς ἰδίοις
4444348 διπλασιονος
: ποιήσαντος δὲ ταῦτα τοῦ Διὸς καὶ τῆι τέχνηι φανέντος διπλασίονος , τὰ ὀστᾶ δὲ τῆς αἰγὸς καλύψαντος ἄλληι δορᾶι
: ποιήσαντος δὲ ταῦτα τοῦ Διὸς καὶ τῇ τέχνῃ φανέντος διπλασίονος , τὰ ὀστᾶ δὲ τῆς αἰγὸς καλύψαντος ἄλλῃ δορᾷ
4443914 ἐπισημηναμενοι
τὰ νυνὶ προτεινόμενα : διὸ περὶ τῆς τάξεως μόνον τοσοῦτον ἐπισημηνάμενοι , ὅτι τάχα τοῦτο τρίτον ὤφειλε τετάχθαι , μέτιμεν
' ἕνα ἕκαστον τῶν πλανωμένων ποιητικῆς ἰδιοτροπίας , ἐκεῖνο κοινῶς ἐπισημηνάμενοι ὅτι οὐ μόνον ἐν ταῖς συγκράσεσι τὴν πρὸς ἀλλήλους
4438946 τυπουντος
περιλαβεῖν τῷ μὴ ὁρίζεσθαι καὶ οἷον τυποῦσθαι ὑπὸ ποικίλου τοῦ τυποῦντος ἐξολισθάνει καὶ φοβεῖται , μὴ οὐδὲν ἔχῃ . Διὸ
Ὁμοίως καὶ τὸ τυποῖμι ὅπέρ ἐστι βʹ μέλλοντος ἀπὸ τῆς τυποῦντος γίνεται μετοχῆς . Τὰ μὲν οὖν εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ τοιαῦτα
4436009 τριγωνιζομενον
μάλιστα περὶ τὴν ιθʹ μοῖραν , οἶκον δὲ Ἄρεως , τριγωνιζόμενον δὲ σὺν τῷ Λέοντι καὶ τῷ Τοξότῃ : τὸ
τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης , τριγωνιζόμενον δὲ σὺν τῷ Σκορπίῳ καὶ τοῖς Ἰχθύσιν : ἔστι
4434753 ἀνθρωποειδες
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος
4431187 ἀρρεν
ναί . οὐχὶ τὸ θῆλυ οὐδέτερον ; ναί . τὸ ἄρρεν ἄρα καὶ θῆλυ ταὐτόν . τοῦ δὲ ὅτι τὸ
χρῆν ἔμ ' ἐξ ἐκκλησίας εἰληφέναι ; μὴ φροντίσῃς : ἄρρεν γὰρ ἔτεκε παιδίον . ἡκκλησία ; μὰ Δί '
4431097 ἡμερινον
, εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν ,
καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν ,
4430933 πυκνοτερον
τροπικὸν ἢ δίσωμον τὸ ζῴδιον , ἔτι μᾶλλον ποιεῖ : πυκνότερον γὰρ ἁμαρτάνουσιν , ὀφθαλμοβόλοι γὰρ γίνονται καὶ οὐκ ἐπιτευκτικοί
μὲν ἀκμὴν παιδοτροφίας ἀγύμναστοι καὶ παιδικὸν ἔτι καὶ ἀμέγεθες καὶ πυκνότερον τὸ σύγκριμα τῶν μαστῶν ἔχουσιν , αἱ δὲ πολλάκις
4430418 παχυμερες
μὲν γὰρ ὀμφάκιον κἂν εὐστόμαχον ᾖ , ἀλλ ' οὖν παχυμερὲς ὂν καὶ ψυχρὸν καὶ γαστρὸς ἐφεκτικόν , οὐ πᾶσι
τρεφομένῳ παρεχέτω : διατμίζεται γὰρ τὸ περισσὸν καὶ λύεται τὸ παχυμερὲς ἐκ τῆς τοιαύτης προδιακινήσεως . μικρὸν δ ' ἐν
4424687 ἀγκωνας
ἄρθρα ἀλγοῦντας , οἷον γόνατα , ὤμους , σφυρά , ἀγκῶνας , καὶ μάλιστα εἰ χρονίσειαν . Κηροῦ πιτυΐνης ,
τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν . Τὸ ὦν δὴ τεῖχος ἑκάτερον τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται : τὸ δὲ ἀπὸ τούτου
4422475 ξηραινεται
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ
4414886 ἀντιλαμβανομενον
ἐν τῷ μεταξὺ δὲ γεύσεως καὶ ἀκοῆς τὸ τῶν ὀσμῶν ἀντιλαμβανόμενον πνεῦμα , ἀτμῶδες οἷον πεφυκός , γεῶδες δὲ τὸ
θεῖον σῶμα πολλῷ ἄμεινον καὶ θειότερον καὶ ἄλλον ἴσως τρόπον ἀντιλαμβανόμενον τῶν αἰσθητῶν , ὅνπερ τὰ γεννῶντα τῶν γεννωμένων .
4410217 ὑγροτερῳ
σύμμετρον εἰς ἐπίχρισιν , θεραπεύσεις ἐπ ' ἀλφοῦ μὲν ἐπιχρίων ὑγροτέρῳ μᾶλλον , ἐπὶ ψώρας δὲ παχυτέρῳ , παχυτάτῳ δὲ
δὲ τρία καὶ ἥμισυ , λεπτοτέρῳ δ ' ὑπάρχοντι καὶ ὑγροτέρῳ τρία τοῦ ὕδατος , καὶ τό γε τοῦ κηροῦ
4404133 θρεπτικον
τοῦ δὲ τετάρτου μορίου τῆς ψυχῆς , ὅ ἐστι τὸ θρεπτικόν , οὐκ ἔστιν ἀρετὴ τοιαύτη , περὶ ἧς ἡμῖν
νοητικόν , ἢ τί τὸ αἰσθητικόν , ἢ τί τὸ θρεπτικόν , πρότερον ἐπισκεπτέον τί τὸ νοεῖν καὶ τί τὸ
4400852 ἀντιτυπιας
, πάλιν οὕτω τῆς ὕλης ἐπὶ τὰ ἄνω φερομένης μετὰ ἀντιτυπίας . καὶ ὅτι συμβαίνει καὶ ἐν τῇ βιαίᾳ κινήσει
πρὸ τοῦ καὶ τῇ χειρὶ κρατῆσαι τοῦτον καὶ ἐκ τῆς ἀντιτυπίας τε καὶ σκληρότητος κατὰ ἀλήθειαν ἐπιγνῶναι . Θαυμαστὴν δὲ
4399641 ὑδεροϲ
ὥϲπερ ἐν ἀϲκῷ τινι φυλαϲϲόμενον : ὅθεν τὸ πάθοϲ ἀϲκίτηϲ ὕδεροϲ ὀνομάζεται , ϲυνιϲτάμενοϲ καὶ αὐτὸϲ ἐκ τῶν εἰρημένων αἰτίων
, ἀποτυχία τῆϲ ἐξαιματώϲεωϲ γίνεται , καὶ καλεῖται τὸ πάθοϲ ὕδεροϲ , ἐφ ' οὗ ποτὲ μὲν πλῆθοϲ πνεύματοϲ μετ
4393848 ἐμβροχη
τοῖϲ τόποιϲ μετ ' οἰϲυπηρῶν ἐρίων . χρήϲιμόϲ ἐϲτιν ἡ ἐμβροχὴ αὕτη καὶ πολλάκιϲ μόνη διεφόρηϲεν . ἐφ ' ὧν
δὲ αὐτοῦ τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ κατὰ τὸν σπλῆνα πρῶτον μὲν ἐμβροχὴ τούτου γίγνεται τῇ τε ζέσει καὶ τῇ τάσει δηλουμένη
4393821 συστελλεσθαι
τὸν Νεῖλον εὐλόγως κατὰ μὲν τὸν χειμῶνα μικρὸν εἶναι καὶ συστέλλεσθαι διὰ τὸ τὴν μὲν κατὰ γῆν θερμασίαν τὸ πολὺ
ἀνῄρηται τὰ κοινὰ καὶ δέδεικται τὸ ἐκτείνεσθαι μόνον αὐτὰ ἢ συστέλλεσθαι , ἀκολουθήσει καὶ τὸ δισσὸν ὑπάρχειν ἕκαστον , τὸ
4392879 μαλακου
τοῦ πυρὸϲ πρόϲβαλλε λεῖον τὸν χαμαιλέοντα ἐπιπάϲϲων καὶ ἐπίθεϲ ἐπὶ μαλακοῦ πυρόϲ , ὅπωϲ τὴν δύναμιν ὁ χαμαιλέων προϲδῷ τῷ
. ἡ λεύκη ὁμοία πλατάνῳ . ψιθυρίζῃ : ἀνέμου πνέοντος μαλακοῦ καὶ ἠρέμα διὰ τῶν φύλλων εἰσιόντος ὥσπερ προσλαλεῖ τὰ
4386406 δεχομενον
ἔδει δεῖξαι . Ἐπὶ τῆς δοθείσης εὐθείας γράψαι τμῆμα κύκλου δεχόμενον γωνίαν ἴσην τῇ δοθείσῃ γωνίᾳ εὐθυγράμμῳ . Ἔστω ἡ
τι ἡ ψυχή , ποῖον δέ τι τὸ σῶμα τὸ δεχόμενον αὐτὴν οὐκέτι προσδιορίζουσιν , ὥσπερ ἐνδεχόμενον κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς
4384302 ξηρον
ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον διὰ τῶν ῥοιῶν κολλύριον ξηρόν , λειότατον γενόμενον καὶ ἐμφυϲώμενον ἢ διὰ πυρῆνοϲ μήληϲ
εἰσι φύσει , συμμέτρως δ ' ἔχουσι τῆς κατὰ τὸ ξηρόν τε καὶ ὑγρὸν κράσεως , ἐπεγείρειν τε αὐτῶν καὶ
4381989 ἐρρωμενου
ἀπειλοῦσι , τὸν δ ' ἤδη πρὸς λειτουργίαν ἕλκουσι δεομένην ἐρρωμένου σώματος . Ἀγροίκιος δὲ οὕτω σφόδρα ἔρρωται , ὥστε
τὸ ἔθος : ἀνδρῶν γάρ τοι ἡ φύσις , καὶ ἐρρωμένου καὶ ἄρρενος ὡς ἀληθῶς λογισμοῦ ἕπεσθαι φύσει . καταπέπληγμαι
4381478 ἑλκομενου
αὖ Τιτῆνος ὑπὲρ βροτέης τροχάοντος αἰνοῦ τ ' ἐς δύσιν ἑλκομένου κατέναντα Κρόνοιο , καὶ δὲ Σεληναίης μετ ' ἀριγνώτου
δὲ Δομνίνου , τοῦ παιδὸς δὲ εἰς ἃ μὴ ἐκεῖνος ἑλκομένου , σαφὲς γὰρ δὴ τοῦτό γε , δεόμεθα πάντες
4380363 αἰσθητικον
γὰρ μέρη ψυχῆς : τὸ μὲν θρεπτικόν , τὸ δὲ αἰσθητικόν , τὸ δὲ λογικόν . Τοῦ μὲν οὖν λογικοῦ
ἀσύστατοι . καὶ συνιστάμεναι μὲν αἱ δύο ὑπάλληλοι , ἔμψυχον αἰσθητικόν , ἄψυχον ἀναίσθητον , καὶ μία διαγώνιος ἔμψυχον ἀναίσθητον
4377697 φλεβωδους
, ἐν δὲ τοῖς ἀριστεροῖς κατὰ τὴν τῆς ἀρτηρίας τῆς φλεβώδους . ἀναπτύξαντος δέ σου ταυτὶ τὰ ὦτα , τό
καὶ νόσον καὶ σύμπτωμα εἶναι . σημεῖον ἐσχάτης ἀπεψίας τοῦ φλεβώδους γένους τὸ ἐξουρεῖσθαι λεπτὸν καὶ μένειν οὕτως . σημεῖον
4359166 κινημα
λεγομένων ἀγαθῶν ἢ συμβαίνει τι περὶ ἡμᾶς ἐξ αὐτοῦ ἀστεῖον κίνημα καὶ ἀποδεκτὸν κατάστημα καὶ ἀγαστὸν πάθος , ἢ οὐδὲν
τὰς τοῦ α Αἰγυπτιακοῦ ἔτους ἡμέρας τξε ἕξομεν ἐνιαύσιον μέσον κίνημα μοιρῶν τνθ με κδ με κα η λε .
4357898 φθειρεται
τὸ μὴ ὄν . τὸ μὲν οὖν οὐκ ὂν οὐ φθείρεται : πάσχειν γάρ τι δεῖ τὸ φθειρόμενον . ἀλλ
' ἃς ὀλισθοῦσα , ἡνίκα ἀπὸ τῆς κρήνης ἐπανῄει , φθείρεται . καὶ τῷ ἀδελφῷ μηνύει τὸ γεγονός : ὁ
4355492 ὠον
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν
4353934 ἐαρινον
οὐρανῷ μὲν τοὺς παραλλήλους κύκλους , τούς τε ἰσημερινούς , ἐαρινὸν καὶ μετοπωρινόν , καὶ τοὺς τροπικούς , θερινόν τε
ἦλθέ που σίδηρος : ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἐαρινὸν διέρχεται : αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις ὅσοις διδακτὸν
4349484 ἀπορρεον
' ἀπορροίας αἰσθανόμεθα , οὔτε ἔτι μᾶλλον τῶν χρωμάτων τι ἀπορρέον ποιεῖ τὴν ὅρασιν , ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν ὁρᾶται .
λαμβάνων ἐπί τινος ἄκμονος ἐπιτίθει τοὺς πυρούς , καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτῶν ὑγρὸν ἔτι θερμὸν λαμβάνων ἐπίχριε τοὺς λειχῆνας

Back