| ὦσιν ὡς δύο ἐπιτάσεις , ἀπὸ τοῦ ἄγαν καὶ τῆς συγκριτικῆς παραγώγως . Ἀσπίς , παρὰ τὸ σπῶ , οὗ | ||
| τὸ χερείων χερείονος : ἀρείων ἀρείονος : ἀμείνων ἀμείνονος , συγκριτικῆς ὕλης ὄντα , καὶ πλὴν τοῦ ὀλίζονος , τοῦτο |
| οἷον ἐφ ' ᾧ ἄγαν θέομεν . ἔνθεν οὐ λέγομεν ἀγαθώτερος , οὔτε ἀγαθώτατος , ὡς ἐγκειμένου ἐπιτατικοῦ μορίου τοῦ | ||
| οὐχ ἡπήσασθαι . Ἀγαθὸς μᾶλλον καὶ ἀγαθὸς μάλιστα , μὴ ἀγαθώτερος καὶ ἀγαθώτατος . Γλωττοκομεῖον , οὐ γλωσσόκομον . Βραδύτερον |
| : τοῦ γὰρ υ καὶ ι εἰς τὴν υι δίφθογγον συναιρεθῆναι μὴ δυναμένοις , διὰ τὸ μηδέποτε τὴν οι δίφθογγον | ||
| τούτων μὴ κωλυομένης συναιρεθῆναι , εἰκότως οὔτε ἡ γενικὴ κωλύεται συναιρεθῆναι . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ἰστέον δὲ ὅτι |
| ὕδωρ μὴ προσεπιλαμβανόμενον μήτε διάστημα μήτε τόπον , ὅμως οὐ κωλύεται κινεῖσθαι τῶν μορίων ἀλλήλοις ἀντιμεθισταμένων ὥσπερ ἐν ταῖς δίναις | ||
| ὑλικὸν αἴτιον , ὃ κατὰ μὲν τὸ προσεχὲς θεωρούμενον οὐ κωλύεται εἶναι γενητόν , ἀναλυόμενον δὲ εἰς ἔσχατον καὶ εἰς |
| . . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [ | ||
| τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ |
| , Ὀρέστα , δυστυχεῖς . ἥκω κλυὼν τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια δισσοῖν λεόντοιν : οὐ γὰρ ἄνδρ ' αὐτὼ καλῶ | ||
| μὲν ὑπερέχοντα τῶν αἰσθητῶν , γόνιμα δὲ καὶ τελεσιουργὰ καὶ δραστήρια καὶ πᾶσιν ἐξ ἴσου παρόντα καὶ τοῖς μὲν ψυχικοῖς |
| ἀμείνων ἀμείνονος , συγκριτικῆς ὕλης ὄντα , καὶ πλὴν τοῦ ὀλίζονος , τοῦτο γὰρ διὰ τοῦ ι γράφεται : τὰ | ||
| καὶ αὐτῆς πείρατα γαίης καὶ μορφήν : οὐ μὲν γὰρ ὀλίζονος ἔμμορε τιμῆς : οὐδὲ μὲν οὐδ ' ὀλίγη μέγεθος |
| ἐν τόνῳ δέ , καθὸ οὐδεμία λέξις εἰς ο λήγουσα τόνου ἔχεται τοῦ ὀξέος , καὶ ἕνεκά γε τούτου τὸ | ||
| λοιπὸν ἐκ τοῦ τεθὲν ἐπὶ γῆς εὐθέως αὐτὸ κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος : τὸ γὰρ ἕως πλείονος ἀκλαυστὶ διάγον |
| γενικῇ , οἷον μείζων μείζονος , κρείσσων κρείσσονος , χερείων χερείονος , βελτίων βελτίονος , γλυκίων γλυκίονος , ἡδίων ἡδίονος | ||
| . καὶ μεῖος μείων , ῥᾷος ῥᾴων . τοῦ δὲ χερείονος δοτικὴ χερείονι , συγκοπῇ χέρειϊ , ὅπερ διὰ τὴν |
| μὲν γὰρ εἰς τὰ πλάγια παρεγκλίσει τοῦ καταλλήλου μηροῦ γίνεται τάσις καὶ πόνος καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία | ||
| γενικῶν ἐν τῷ περὶ πτώσεων εἴρηται . Προσῳδία ἐστὶ ποιὰ τάσις ἐγγραμμάτου φωνῆς ὑγιοῦς κατὰ τὸ ἀπαγγελτικὸν τῆς λέξεως ἐκφερομένης |
| ἄναχος καὶ ἄνακτος : καὶ ἐπεὶ ψιλὸν ψιλοῦ καὶ δασὺ δασέος προηγεῖται , ἐτράπη τὸ χ εἰς κ , καὶ | ||
| ψιλὰ , δασέα , μέσα προηγοῦνται τῶν τῆς τρίτης συζυγίας δασέος , ψιλοῦ , μέσου , οἷον τὸ π τὸ |
| Ἀγαθὸς μᾶλλον λέγε , μὴ ἀγαθώτερος , καὶ ἀντὶ τοῦ ἀγαθώτατος ἀγαθὸς μάλιστα . Ἀρχῆθεν ποιηταὶ λέγουσιν , τῶν δὲ | ||
| . Ἀγαθὸς μᾶλλον λέγεται καὶ ἀγαθὸς μάλιστα , ἀλλὰ μὴ ἀγαθώτατος καὶ ἀγαθώτερος . Ἀρχῆθεν οἱ ποιηταὶ λέγουσιν , τῶν |
| κρᾶσις καὶ συναίρεσις , σύνθετα δὲ ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις , ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , ἔκθλιψις καὶ | ||
| ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , καὶ [ ἔκθλιψις ] κρᾶσις καὶ συναίρεσις . ἁπλᾶ μὲν ἔκθλιψις ὡς |
| οὐκέτι δὲ τὸ ἑνικὸν τοῦ πληθυντικοῦ . καὶ ἔτι ἐπὶ δυϊκοῦ . διὸ πάλιν τὸ δυϊκὸν οὐκ ἔστιν ἐπὶ πληθυντικοῦ | ||
| φαύλων . τὸ γὰρ ἕτερος ἐλέγχει παρακείμενον , ὅπερ ἐπὶ δυϊκοῦ μόνου ἀριθμοῦ λέγεται , τῶν δύο τὸ ἕτερον . |
| πολλὴ οἴνου καὶ ψυχροῦ : τούτοις οὖν ἡ τοῦ αἵματος ἀφαίρεσις ὠφέλιμος καὶ πάντα τὰ ἀναχαλῶντα . ♄ δὲ τὸ | ||
| ἀφαιροῦν ἄρμενον ἔστω . κείσθω δὲ τὸ ἐξ οὗ ἡ ἀφαίρεσις ἐπείγει , ὡς τὸ περιχαράσσον ἢ τὸ ἀποπρῖον ἀνεμποδίστως |
| κατανοεῖν τὴν τοῦ γάλακτος διάχυσιν , εἰ μήτε ταχεῖα μήτε βραδεῖα τελέως γίνεται , μέσως δέ : θεωρεῖν δὲ ταῦτα | ||
| δῆλον ὅτι ἁ ταχεῖα κίνασις ὀξὺν ποιεῖ , ἁ δὲ βραδεῖα βαρὺν τὸν ἆχον . ἀλλὰ μὰν καὶ τοῖς ῥόμβοις |
| τὸ ἐν κακίᾳ εἰρημένον παρατρέψει . τοιοῦτον οὖν πάλιν τι παρακολουθήσει καὶ ἐπὶ τῆς προκειμένης τηρήσεως : ἀμφιβαλλομένων γάρ τινων | ||
| ἢ τἆργον , δῆλον ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ταὐτὸν παρακολουθήσει , καὶ ἡ ἀπολογία περιίσταται εἰς σολοικισμόνἄμεινον . οὖν |
| , . . α . . Ἄμφις : τοῦτο οὐ συγκοπή , ἀλλὰ μετασχηματισμός : ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀμφιάραος Ἄμφις | ||
| ἀναστῆσαι , ἐπᾶραι . Ἀμπετάσαι : ἀνοῖξαι , ἀναπετάσαι , συγκοπή . βλεφάρων : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ |
| μὴ λεπτή τις , ἀλλ ' οὐδὲ φλαῦρον ἀπ ' οὐδετέρου οὐδὲν ἄξιον λόγου . Τὸ μέλι ξὺν μὲν ἑτέροις | ||
| Δημοσθένεος . Ὁμοίως καὶ τὸ Εὐθυκράτης καὶ Ἀριστοκράτης ἐπεὶ ἀπὸ οὐδετέρου ὀνόματος τοῦ κράτος συντέθεινται διὰ τοῦτο διὰ τοῦ εος |
| ὑπάρχοντα δουλείας ἀρχὴν νομίσαντες εἶναι , τὴν δὲ τῶν ὄντων στέρησιν ἀφορμὴν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ποιησάμενοι , καὶ τοὺς ἔχοντας | ||
| τὸ ἄνευ ἕδους : Αἰσχύλος : φεύγειν ἀνέδην : κατὰ στέρησιν τοῦ ἑδράσαι , ὅ ἐστιν ἱδρύσαι , οἷον ἀναστάτους |
| στέρησιν διὰ τὸν ἀνεπιτήδειον τοῦ χρόνου : ἵνα γὰρ γένηται στέρησις , χρεία χρόνου ἐπιτηδείου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων | ||
| . ἀλλὰ καὶ εἴ τις πανσελήνου οὔσης εἴποι ὅτι ἐπειδὴ στέρησις ἐγένετο τοῦ ἐξ αὐτῆς φωτός , ἐξέλιπε , τούτου |
| Δίδυμος ἔφη , καὶ παραλαμβάνει αὐτὸ παρὰ τὸ ἔτης μετὰ μορίου τοῦ ὦ κλητικοῦ . Πρὸς ὅν φησι Τρύφων , | ||
| ἀπὸ μελαίνης χολῆς , αὖαι δὲ ἀπὸ λιγνύος καὶ μητρῴου μορίου , λευκαὶ δὲ ἀπὸ φλέγματος . Σημειώσεις τινὰς θέλει |
| γόνατα κόπος : Ἀντὶ τοῦ οὐδὲ τὰ γόνατά μου ἔλαβε καματηρὸς πόνος . ἐθέλω δ ' ἐπὶ πᾶν ἰέναι : | ||
| βληθεὶς πρὸς οὐδενός , ἀλλὰ ὑπὸ καύματος τε καὶ ἡλικίας καματηρὸς γενόμενος , πολλὰ δὲ πρόσθεν ξυγκαμών τε καὶ συγκινδυνεύσας |
| ἐπὶ τῶν τριῶν ἀριθμῶν . εἶτα ἡ τέχνη , ἡ κρᾶσις ἠθῶν καὶ πραγμάτων . εἶτα ἡ λέξις , τὸ | ||
| διαλάμπει μᾶλλον τῆς νυκτός . ἔτι δ ' οἷς ἡ κρᾶσις ἐξ ἴσων , ἀνάγκη συναύξεσθαι κατὰ μέρος ἑκάτερον : |
| , ἔκπληξις , φρίκη , τρόμος , πτοία πτόησις , συστολή , θόρυβος , ταραχή . καὶ τὰ ῥήματα φοβοῦμαι | ||
| ἐπιθυμία , ἡδονή . αʹ Λύπη μὲν οὖν ἐστιν ἄλογος συστολή : ἢ δόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας , ἐφ ' |
| τοῦ ὅτι τὸ ὥς ὀξύνεταιτὰ . πύσματα ἢ φύσει θέλει βαρύνεσθαι ἢ δυνάμει . τὰ γοῦν ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , | ||
| , ὅκως μὴ κοιλοτέρων τῶν πόρων γινομένων πλησμονῆς πληρῶνται , βαρύνεσθαι γὰρ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τὴν κίνησιν ὑπὸ τῶν τοιούτων |
| δὲ καὶ τούτων ἡ πληθὺς μὴ δυσεύρετος , ἀλλ ' εὐλόγιστος ᾖ καὶ φανερά , βωμοὺς ἐκέλευσεν αὐτοῖς ἱδρύσασθαι θεῶν | ||
| ἢ τὰ προειρημένα πάντα , ἀφ ' ὧν καὶ ἡ εὐλόγιστος τῶν ἀλγεινῶν ἡδονὴ καὶ ἡ θεραπευτικὴ μέθοδος ὑποδείκνυται ; |
| δὲ αὐξηθεὶς καταλύσει τοὺς ἄλλους βασιλεῖς , δι ' οὓς σώζεται Χερρόνησος . ὡς δ ' ἂν καὶ ἐξ αὐτῶν | ||
| τὴν μάχαιραν , ὑπὸ τῶν Κενταύρων καταληφθεὶς ἔμελλεν ἀπόλλυσθαι , σώζεται δὲ ὑπὸ Χείρωνος : οὗτος καὶ τὴν μάχαιραν αὐτοῦ |
| αὐτοῦ κατηγορηθέντων πλειόνων ὀνομάτων τε καὶ πραγμάτων τὰ μὲν δύναται συντιθέμενα ἀλλήλοις καὶ ὥσπερ συμφυόμενα ἕν τι ποιεῖν ἅπαν τὸ | ||
| οἱονεὶ δεχὰς ὑπάρχει : πάντας γὰρ τοὺς ἀριθμοὺς ἐδέξατο . συντιθέμενα γὰρ τὰ τρία μετὰ τοῦ δέκα , τριάκοντα ποιοῦσι |
| ὑπάρχοι , οἷον : Παφλαγών Λαιστρυγών ἀρηγών , πλὴν τοῦ καταπύγων : τὰ γὰρ ἀπὸ συνθέτων εἰς ΟΣ παραχθέντα κατὰ | ||
| ἀσελγής δάνος . . . . ὁ . . . καταπύγων ] δράματα ἦσαν τοῦ Ἀριστοφάνους , τὸ ἐμὸν δηλονότι |
| οἴονται ἄνω ἔντερ ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν , ἀλλᾶντα τέμνω , παραφέρω χορδῆς τόμον , ῥύγχος εἰς ὄξος πιέζων | ||
| πάλιν ἀνακύψει , ὡς ἔνια ἐπὶ δύο πτώσεις φέρεται , τέμνω σέτέμνω σοί , γυμνάζω σέγυμνάζω σοί : καὶ πῶς |
| , παρὰ τὸ ἀΐσσω , ἀΐξω , ἀκτός . καὶ παρώνυμον ἀκτίς . ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν . Ἀκῶ , τὸ | ||
| φοινὸν δηλοῦν τὸ ἐρυθρόν , ἤγουν τὸ πυρρόν , γίνεται παρώνυμον φοῖνιξ : „ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἔην |
| κυρία . Τί μήν ; Οὐδ ' ἂν αὖ περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου ἐσομένου παιδοτρίβης ἂν βέλτιον δοξάσειεν μουσικοῦ | ||
| καὶ ἀνδρεία ἡ ψυχή ; Πάνυ γε . Τοῦ δὲ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ; Καὶ μάλα . Οὐκοῦν ὅταν |
| : κακίων κακίονος : ἐπιστατέον οὖν τὸ μείζων μείζονος : ὀλίζων ὀλίζονος : χείρων χείρονος : καὶ τὸ χερείων χερείονος | ||
| Ῥίζων Ῥίζωνος , Ἄζων Ἄζωνος : τὸ μείζων μείζονος , ὀλίζων ὀλίζονος συγκριτικά . Τὰ εἰς ξων μὴ ὄντα μετοχικὰ |
| ὀξύνεται καὶ τὸ αἰγιαλός περιεκτικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΑΛΟΣ τριγενῆ ἔχοντα τὴν τρίτην βραχεῖαν ὀξύνεται : ἁπαλός χθαμαλός τροχαλός | ||
| ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ εἰς υς τριγενῆ διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως κλίνονται καὶ οὐ |
| λαμβάνειν ἑπόμενον αὐτῷ ἀλλὰ ζῶον , καὶ ἔτι πρὸ τοῦ ζώου τὴν οὐσίαν τὴν ἔμψυχον , καὶ ἔτι πρὸ τούτου | ||
| ἐλαίῳ ἑψήσας ἀλείψῃς τὰ δρέπανα , οὔτε ἀπ ' ἄλλου ζώου , ἢ πάχνης ἀδικηθήσεται ἡ ἄμπελος . Ἢ στέατι |
| ἀντωνυμιῶν παραλαμβανομένων , συνήθους τε ὄντος τοῦ κατὰ τὸ ε πλεονασμοῦ . Οὐκ ἔστι παρὰ Δωριεῦσιν ἐν τρίτῳ ἡ διὰ | ||
| τὸ νοσοῦν . ἔσται δὲ ἀπὸ ἐμέτων πυκνοτέρων καὶ χολῆς πλεονασμοῦ . δυσπνοοῦσιν οὖν καὶ τὰ πλευρὰ ἐπαισθάνονται ῥυπτιζόμενοι πάνυ |
| δόντες τὸ λοιπὸν εὐτυχῆ με θήσετε . Φοίνισσα Σιδωνιὰς ὦ ταχεῖα κώπα , ῥοθίοισι Νηρέως εἰρεσία φίλα , χοραγὲ τῶν | ||
| στρατιὰν τὸν ἕτερον τῶν ὑπάτων Σερούιον Φούριον : καὶ ἐγίνετο ταχεῖα ἀμφοῖν ἡ ἔξοδος . οἱ δ ' Αἰκανοὶ μαθόντες |
| . Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ | ||
| ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν |
| ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή κέπφου ] οἰωνοῦ τῷ γὰρ δὴ | ||
| τοῦ Αἴας , λέβης λέβητος ἐπὶ τῆς πρώτης , ταχύς ταχέος , ὀξύς ὀξέος ἐπὶ τῆς δευτέρας , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλέως |
| χαλεπὸν εἶναι καὶ ἐλέφαντι ἐνεγκεῖν : καὶ ἄνωθεν ἡ κατάβασις ὀξεῖα ἦν : ὁ δὲ καὶ ἐνταῦθα ἔπαιεν . εἰ | ||
| ὀφείλει εἶναι , οὐ περισπωμένη γίνεσθαι : ἄτοπον γάρ . ὀξεῖα τοίνυν ὀφείλει τίθεσθαι καὶ ἐνταῦθα ἐπὶ τῷ δείν ' |
| αὐτόν , Ἑάλωκας , ὦ Νέβιε , φενακίζων ἡμᾶς καὶ καταψευδόμενος τοῦ δαιμονίου καταφανῶς , ὁπότε καὶ τὰς ἀδυνάτους πράξεις | ||
| ἢ τοῦτον τὸν τρόπον . οὕτω τοίνυν φανερῶς τῶν μαρτύρων καταψευδόμενος καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων οὐδὲν ζημιούμενος καὶ τὴν δίκην |
| εἰς θηλυκόν . ἀπὸ γὰρ τοῦ δέμας μεταπλάσας εἶπεν ἡ δομή . * παλεύσῃ ἀπατήσῃ τοὺς δυσμενεῖς ἤτοι τοὺς Τρῶας | ||
| τρόπος τροπή , νόμος νομή , γόνος γονή , δόμος δομή , στρόφος στροφή , πόθος ποθήπερὶ τούτου οὖν ἐν |
| ὀνόμασιν ὀνομάζονται : ἰδοὺ γὰρ ἡ τυφλότης καὶ κωφότης , στερητικὰ ὄντα , στερητικοῖς ὀνόμασιν οὐκ ὀνομάζονται , ὡς τὸ | ||
| νο , καὶ νω , καὶ νε , καὶ νη στερητικὰ ἐπιῤῥήματα , καθ ' ἑαυτὰ εἶναι μὴ δυνάμενα , |
| τὴν ἐντολὴν ταύτην . Λέγει μοι : Ἁπλότητα ἔχε καὶ ἄκακος γίνου καὶ ἔσῃ ὡς τὰ νήπια τὰ μὴ γινώσκοντα | ||
| ὀξυτόνων προπαροξύνονται : δμητός ἄδμητος , κτητός δορίκτητος , κακός ἄκακος . τὰ δὲ παρασύνθετα καὶ φυλάττει καὶ ἀναβιβάζει : |
| τὸ καλῶς τῷ καλός παράκειταιΤοῖς ; δὴ τοιούτοις συμπαράκειται ἐπιρρήματα ὀξυνόμενα , εἰς α λήγοντα , πυκνός πυκνῶς πυκνά , | ||
| ] βαρύνεται : Ἕρμων Σάλμων Τίμων Σίμων . τὰ μέντοι ὀξυνόμενα τοπικά ἐστιν , ἢ ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται , ἢ |
| , καὶ ὁ θαλάττιος , καὶ ὁ σοφὸς καὶ ὁ ἄσοφος : κἂν ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ ἔλθῃς τὰς ἠϊόνας , | ||
| καὶ ᾠδῇ ᾑρημέναι πρῶτον . Ὄρκυνος ὄνομα κητώδης ἰχθὺς οὐκ ἄσοφος ἐς τὰ αὑτοῦ λυσιτελέστατα , δῶρον λαχὼν φύσει τοῦτο |
| ἐν παντὶ γὰρ πράγματι ὁ σπουδαῖος κρίνει ἕκαστα ὀρθῶς καὶ κανών ἐστι τῆς ἑκάστου φύσεως : καθ ' ἑκάστην γὰρ | ||
| κείσθω τοίνυν ἡμῖν τὸ εὐκρατότατον σῶμα τῆς τῶν φαρμάκων δυνάμεως κανών , καὶ τὸ μὲν ὁμοίαν τῇ τούτου κράσει θερμασίαν |
| ' ἄν τις εἰς τὸ τῶν εἰκόνων πλῆθος ἀπιδών : μοχθηροῦ δὲ ἄλλως κατεσχηκότος ἔθους ἔκ τινος χρόνου , καὶ | ||
| δοῦλον λέγεται ἀγαθὸν καὶ λέγεται καὶ τούτου , ἤτοι τοῦ μοχθηροῦ , εἴη ἂν ἅμα , ἤγουν τὰ δύο μόνα |
| φαμὲν γὰρ , ὅτι οὔτε , ἐὰν ἀγκῶνάς τις πλείονας ἐνθῇ τῷ ὀργάνῳ διὰ τοῦ ἴσου τόνου καὶ τῆς ὁμοίας | ||
| καὶ ὕδατος πλῆθος ῥυτοῦ : ἀμυγδαλῆ δὲ ὅταν πάτταλόν τις ἐνθῇ , καὶ τὸ δάκρυον ἀφαιρῇ τὸ ἐπιρρέον πλείω χρόνον |
| ἀμέτοχον γένους οὐδετέρου , παρα - τελευτῶντος τοῦ υ , ὀξυτονεῖται , ἀλλὰ πάντα τὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρυτονεῖται κατὰ | ||
| πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος κόγχη , καὶ οὐκ ὀξυτονεῖται , φίλος φίλη , μόνος μόνη , μύλος μύλη |
| . οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν | ||
| μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν |
| : τὸ τρισκαιδέκατον ἐκ χοριάμβου καὶ σπονδείου : τὸ ιδʹ σπονδειακὴ ταυτοποδία : τὸ ιεʹ ἐκ παίωνος τετάρτου καὶ ἰάμβου | ||
| βραχείας διὰ τῶν τριῶν μακρῶν πλεκομένης . εἰ δὲ ἡ σπονδειακὴ συνθήκη μᾶλλον ἐπιπρέπει τῇ σεμνότητι διὰ τὸ πλῆθος τῶν |
| ἀνατραφέντα παρὰ τῶν γονέων λαμβάνει , τὰ δὲ θηλυκὰ προικὸς ἐπιδεῖται . οἶδα δέ τινα , ὃς ἔδοξε θυγάτριον αὐτῷ | ||
| ὁ κόσμος , καὶ φθαρήσεται : ἀλλὰ μὴν οὐδεμιᾶς τινος ἐπιδεῖται τροφῆς : διὰ τοῦτο καὶ ἀίδιος . Πλάτων αὐτὸν |
| , φύϲει ϲκληρὸν καὶ ἰϲχνὸν ἔχουϲι τὸ ϲῶμα καὶ λευκὸν ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον καὶ ἄτριχον ἁπτομένοιϲ τε ψυχρόν . | ||
| , φύσει σκληρὸν καὶ ἰσχνὸν ἔχουσι τὸ σῶμα καὶ λευκὸν ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον καὶ ἄχρουν καὶ ἄτριχον ἁπτομένοις τε |
| κατὰ μέγεθος , ἤτοι ὡς τά τε σύμφωνα καὶ ὁ τόνος ἢ ὡς τὰ τούτοις σύμμετρα , τὸ δὲ κατὰ | ||
| . δεύτερον τὸ ὑπὸ μεσοπύκνων περιεχόμενον , οὗ δεύτερος ὁ τόνος ἐπὶ τὸ ὀξύ : ἔστι δὲ ἀπὸ παρυπάτης ὑπάτων |
| πονηρός , ζωηρός , ὀκνηρός , ξηρός , καματηρός , πηρός διὰ τοῦ Η πλὴν τοῦ κιῤῥός , σιῤῥός ὁ | ||
| καὶ ἐξερρίφησαν ἄταφοι . Δέκιος δὲ φυλασσόμενος ἀμελῶς , οἷα πηρός , ἑαυτὸν διεχρήσατο . . . , . . |
| ἐγκλιτικόν , οὐ μὴν τὸ ἴσθι προστακτικόν , καθὸ οὐκ ἐγκλιτικόν , καίτοι πάλιν τῶν εἰς θι ληγόντων προστακτικῶν ὁμοτονούντων | ||
| . τοῦτο τὸ μὲν εἰμί ὀξύνεται ὁριστικὸν ὄν , καθὸ ἐγκλιτικόν , οὐ μὴν τὸ ἴσθι προστακτικόν , καθὸ οὐκ |
| . τοῦ μὲν γὰρ προτέρου ὕπαρξιν διασαφεῖ , τοῦ δὲ ἐπιφερομένου ἀναίρεσιν , βούλομαι πλουτεῖν ἢ πένεσθαι , βούλομαι φιλολογεῖν | ||
| ψιλὸν λήγουσι καὶ ἐν ταῖς δοτικαῖς τῶν πληθυντικῶν καὶ συμφώνου ἐπιφερομένου ἐνίοτε προστιθέασι τὸ ν διὰ τὴν τοῦ μέτρου ἀνάγκην |
| κίνησις , ὡς χείρων δὲ τῆς κινήσεως οὖσα ἡ αἴσθησις ὑποτάττεται τῇ κινήσει . ἴσως δὲ ἀπορήσει τις λέγων πόθεν | ||
| σκιὰ , σπῶ , στῆναι , σφαῖρα , σχίζω : ὑποτάττεται δὲ ὧν οὐ προηγεῖται , οἷον Ἄπυς , Τίρυνς |
| βάθους εἰς τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν καὶ θερμαίνει σύμπαν τὸ ἄρθρον ἐπικαίει τε σαφῶς τὸ δέρμα καὶ τὰ καταμήνια πινομένη τε | ||
| πυρώδης καὶ τραχεῖα καὶ τὴν ἀρτηρίαν ἀναχαράσσει καὶ τῇ γεύσει ἐπικαίει οὐχ ἧττον πεπέρεως . καρδάμῳ : τὸ δὲ κάρδαμον |
| νοσερός : νωθὴς ὁ στερημένος τοῦ θέειν : νήστης ὁ ἐστερημένος σιτίων : νέπους ὁ ἐστερημένος ποδῶν . Εἰς νω | ||
| + . ἄνηστις : παρὰ τὸ νῆστις ἄνηστις , ὁ ἐστερημένος τῶν σιτίων . . . . ἀνῆκεν : ἵημι |
| ἐστὶ τοῦ κλῶ . κλάσιν γὰρ ὥσπερ λαμβάνει τῆς ὀρθότητος στερισκόμενα τὰ κλινόμενα . κατ ' ἔνδειαν τοῦ μ . | ||
| ἐστι τοῦ κλῶ : ὥσπερ γὰρ κλάσιν λαμβάνει τῆς ὀρθότητος στερισκόμενα τὰ κλινόμενα . † κατ ' ἔνδειαν τοῦ μ |
| χολώδεα , ὅταν μέλλῃ λήγειν , τὰ πάνυ ξανθὰ βραχέα γίνεται : οἷα τὰ ἐν ἀρχῇσιν ἐόντα τοιαῦτα ἐπιφαίνεται , | ||
| οὖν ὦσιν ἀνθρωπόμορφα ὑπὸ λῃστῶν καὶ ἁπλῶς ἀνθρώπων τὰ κακὰ γίνεται , ἐὰν δὲ τετράποδα ὑπὸ θηρίων , εἰ δὲ |
| Δωρικὴν γίνεται φάζω ὡς βῶ βάζω , καὶ Αἰολικῶς κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ φαύζω : οἱ γὰρ Αἰολεῖς εἰώθασι τῷ | ||
| ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Νωνακρίτης , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Νωνακριάτης , ὁ Ἑρμῆς . Λυκόφρων „ |
| οὐδαμῶς ἀγαθόν : ἀναυξῆ γὰρ ὑπὸ τῆς παρὰ καιρὸν σκληρότητος ἀποτελεῖται τὰ σώματα . καὶ οἴνου δὲ τὸν οὕτως πεφυκότα | ||
| τοίνυν ἡ τῆς σφαίρας στροφὴ περὶ τοὺς τοῦ ἰσημερινοῦ πόλους ἀποτελεῖται , φανερόν , ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ τό |
| φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ | ||
| Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς |
| βοτάνη . τὸ δὲ Δρυμός καὶ ἐπὶ τοῦ κυρίου καὶ προσηγορικοῦ ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΩΜΟΣ δισύλλαβα προσηγορικὰ ἀρχόμενα ἀπὸ | ||
| τε ὀξύνοιντο : οἷον , λήθη : ἐπί τε τοῦ προσηγορικοῦ καὶ τῆς πόλεως : σήθη : πλήθη . Τὰ |
| : μέγαρον βλέφαρον γάργαρον ἔντερον ἔλλερον . τὸ μέντοι πτερόν δισύλλαβον , καὶ τὸ σαυρόν ἀττικῶς . Τὰ εἰς ΡΟΝ | ||
| γένους λάβωμεν ἀλλὰ τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ , τὸ εἶναι αὐτὸ δισύλλαβον , τὸ καλεῖσθαι αὐτὸ γένος , τὸ καθολικῶς αὐτὸ |
| ὁ ἀσπάραγος αὐτῆς ξηραίνει . τῶν δ ' ἄλλων λαχάνων ξηρότερος ὁ καυλός ἐστιν : ἔμπαλιν δὲ ῥαφανίδος καὶ γογγυλίδος | ||
| τὸν θῆλυν ἄκρως ἐπέχει φθόγγον . ὁ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρότερος καὶ καυστικὸς διόλου τε θερμὸς καὶ δραστικὸς ἠχεῖ τὸν |
| εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ | ||
| τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ ' |
| πόλεσιν , ὅπως μήτε αὐτὸς κίβδηλός ποτε φανεῖται ὁτῳοῦν , ἁπλοῦς δὲ καὶ ἀληθὴς ἀεί , μήτε ἄλλος τοιοῦτος ὢν | ||
| ἡμέτερα + ὅστις δέ , φησίν , ἐστὶν ἀγαθὸς καὶ ἁπλοῦς καὶ ἄκακος τὴν γνώμην , ἢ ἀγαθὸς καὶ ἐπιτήδειος |
| ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ | ||
| πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν |
| βʹ ποδὸς διαλελυμένου εἰς τρίβραχυν , εἶτα χορίαμβος , εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . Τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : ἡ | ||
| ἀντικαταδύνει καὶ οὐχ , ὡς οὗτοί φασιν , ὁ δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . Ἠγνοήκασι |
| τῷ τινος εἴδους μεταλαμβάνειν ; ὅτι φησί , καὶ τότε ἐνυπάρχει περὶ αὐτήν : ἄλλου γὰρ ἐστέρηται πάντως ἡ ὕλη | ||
| ἄλλων συντεθὲν ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον : εἰ δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐνυπάρχει τῷ λόγῳ τοῦ ζῴου , τὸ ὅλον ἐνυπάρξει τῷ |
| κατὰ συγκοπὴν κράσω : ῥηματικὸν ὄνομα κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος , ἐξ οὗ καὶ κρατήρ , ἀφ | ||
| καὶ πλεονασμῶ τῆς λι συλλαβῆς σπαλιεύς : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπαλιεὺς . ἀφροντιστήσας : ἀμεριμνήσας , ἢ ἀμελήσας |
| τοῦ τυφλοῦ τῶν ἀγελαίων ἀνθρώπων γένους , ὃ βλέπειν δοκοῦν πεπήρωται . πῶς γὰρ οὐ πεπήρωται , ὅτε κακὰ μὲν | ||
| ὡς οὐδὲ ὁ τυφλὸς ὁδηγεῖν ποτε δύναται τὸν βλέποντα : πεπήρωται γὰρ ὁ ἰδιώτης εἰς τὰ τῆς τέχνης θεωρήματα , |
| τοῖς δυσὶ καιροῖς ἀπὸ τετραγώνου καὶ ὑπάρχουσιν ἄμφω κεκακωμένοι , ἐξενεχθήσεται εἰς ἔριδας καὶ νόσους καὶ διαφθαρήσεται ὁ βίος αὐτοῦ | ||
| ὁ τρόπος , πῶς κατὰ τὴν ὀμοτικὴν προφορὰν ἡ διήγησις ἐξενεχθήσεται : τὴν δὲ προσαγορευτικὴν παραιτούμεθα , ὅτι καὶ πρότερον |
| γίνεται . Τόνος δὲ λέγεται τετραχῶς : καὶ γὰρ ὡς φθόγγος καὶ ὡς διάστημα καὶ ὡς τόπος φωνῆς καὶ ὡς | ||
| τἀναντία συνισταμένῃ : ὅτε γὰρ τῷ διὰ τεσσάρων τινὸς βαρύτερος φθόγγος τῷ διὰ πέντε τοῦ ὁμοφώνου αὐτῷ κατὰ τὸ βαρύτερον |
| πλεονασμῷ τοῦ δ δαίμων . Τὰ ἀπὸ τῆς ζε συλλαβῆς ἀρχόμενα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ζέλεια | ||
| σφυρήλατος : θεήλατος : ἱππήλατος . Τὰ ἀπὸ τοῦ α ἀρχόμενα ὀνόματα ἐν τῇ συνθέσει τρέπει τὸ α εἰς η |
| παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ | ||
| ὑφ ' ἃ τὸ μὲν ἡμικύκλιον ἐμπεριφερὲς εἰς ὀξὺ ἐπανεστηκὸς ξυστὴρ ὀνομάζεται , τὸ δὲ ὑπὸ τὴν τούτων ὀξύτητα κοῖλον |
| , τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν | ||
| , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε |
| ὀμφαλωτοί . Εὔπολις : σὺν φθοῖσι προσπεπωκώς . ἔδει δὲ ὀξύνεσθαι ὡς Καρσί , παισί , φθειρσί . ΦΙΛΟΤΗΣΙΑ κύλιξ | ||
| παῖς γραῦς πᾶς : μὴ δυνάμενον οὖν τὸ εἷς μήτε ὀξύνεσθαι ὡς ἔχον οὐδετέρου παρασχηματισμόν , μήτε βαρύνεσθαι ὡς μονοσύλλαβον |
| Σελήνη Ἥλιον , πατήρ : ἐὰν δὲ μηδέτερος τὸν ἕτερον καθυπερτερήσῃ καὶ ἀσχημάτιστοι γένωνται , λαμβάνω Κρόνον καὶ Ἀφροδίτην : | ||
| δύσιν τύχῃ , ὀλιγοχρόνιος : εἰ δὲ κακοποιὸς συμπαρῇ ἢ καθυπερτερήσῃ τὴν Σελήνην , ἄχρηστα τὰ βρέφη ἔσονται . Ἐν |
| χρεία ἐπὶ τούτων οὔτε μὴν ἐκλύειν ϲυμφέρει : ϲπληνὸϲ δὲ φλεγμαίνοντοϲ ἐν ἀρχαῖϲ τὰ ϲτύφοντα μικτέον , κεκενωμένου δὲ τοῦ | ||
| ἀρχομένων φλεγμονῶν παϲῶν ἀντιϲπαϲτικῶϲ ποιεῖϲθαι τὴν φλεβοτομίαν , οἷον ποδὸϲ φλεγμαίνοντοϲ ἐκ τῆϲ χειρὸϲ φλεβοτομεῖν : ἐπὶ δὲ τῶν κεχρονιϲμένων |
| τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου κατάφασιν ποιεῖ , τοῦτο δὲ ἀναιρεθέντος τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου ὄνομα μὲν ποιεῖ κατάφασιν δὲ οὐ ποιεῖ , | ||
| ὡς δύο λαμβάνεσθαι [ τὸ οὐχ ὑγιαίνει ] , τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου τὸ διακεκρίσθαι τὸ κατηγορούμενον ἀπὸ τοῦ ὑποκειμένου ἐμφαίνοντος |
| ἀνταγωνιστάς . ἠγνόηκε δὲ ὅτι ὁ ἀγὼν πρὸς τὸ ἐπαγόμενον νοεῖται . ἄνω μὲν οὖν περὶ τῆς νίκης λέγομεν αὐτοὺς | ||
| : οὕτω δ ' ἂν καὶ τὸ δαιμόνων γένος ἐπίμικτον νοεῖται καὶ θεοῖς τε καὶ ἀνθρώποις . Τοῦτο γάρ ἐστιν |
| συμφώνου κατ ' αὐτοὺς καὶ ταύτας κἀκείνας καὶ πλείους ἄλλας ἐπιδεχομένου , κἀν ταῖς τῶν γενῶν , κἀν ταῖς τῶν | ||
| ἄγαν ἀπολύτως ἐχρήσατο ὅτῳ παρῇ , τοῦ δικαίου οὐ διαστολὴν ἐπιδεχομένου πλουσίου καὶ πένητος ἢ εὐγενοῦς καὶ εὐτελοῦς , ἀλλὰ |
| ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ | ||
| ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου , |
| ἡμετέρᾳ δεσμὸς τὸ σῶμα , καὶ τῇ τοῦ παντὸς ἔσται δεσμός , καὶ εἴπερ ἡ μεριστὴ ψυχὴ πρὸς τὸ σῶμα | ||
| τοῦ ι γράφονται : οἷον , κτένιον : πέδιον ὁ δεσμός : ἐπὶ γὰρ τῆς γῆς παροξύνεται : πτύχιον : |
| καὶ ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ : ἡ δὲ σωφροσύνη ἀδυνατεῖ κυκλώσασθαι | τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἡδονήν : χαλεπαὶ γὰρ | ||
| πολὺς ἄνθρωπος ἐνταῦθα κατὰ φύσιν μὲν ἐφίεται τοῦ ἀγαθοῦ , ἀδυνατεῖ δὲ διακρῖναι καὶ εὑρεῖν τὸ ὄντως ἀγαθὸν , οὕτω |
| ὅτι τινὲς τῶν νεωτέρων ἀνέγνωσαν χωρὶς τὸ ο , ὡς ἄρθρου ὄντος , εἶτα Ἰλῆος . Ὁ δὲ Ὅμηρος σὺν | ||
| καὶ ἐπιμόνου τρίψεωϲ μετὰ τοῦ ἀποπειρᾶϲθαι καὶ τῆϲ τοῦ πεπονθότοϲ ἄρθρου κάμψεώϲ τε καὶ ἐκτάϲεωϲ . Χαλᾶται τὰ ἄρθρα πολλάκιϲ |
| τοῖς τοιούτοις τροπὴ τοῦ ε εἰς ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ : | ||
| ἐστιν αὕτη καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ |
| ἐστίν , δηλοῖ συνοχὰς καὶ ἔριδας : εἰ δὲ καὶ κλιμακτὴρ πρόκειται τῷ ἔτει ἐκείνῳ , ἴσως καὶ τεθνήξεται . | ||
| βιώσιμοι χρόνοι κατὰ τὰς προκειμένας αἱρέσεις συντρέχωσιν , ἀπαραβάτως ὁ κλιμακτὴρ ἐπακολουθήσει : ἐὰν δὲ ἡ μὲν ὑπόστασις διάστασιν ἔχῃ |
| ἀκριβὲς καὶ καθαρὸν οὔτε τὸ ἀπέριττον καὶ εὔρυθμον , ἀλλὰ κεχηνυῖά πώς ἐστιν αὐτοῦ ἡ ἰδέα τοῦ λόγου καὶ ἄτεχνος | ||
| , [ οὔτε τὸ ] ἀπέριττον καὶ εὔρυθμον , ἀλλὰ κεχηνυῖά πως ἐστὶν αὐτοῦ ἡ ἰδέα τοῦ λόγου , καὶ |
| ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται | ||
| ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς |
| βάζω βάξω , ἀφαιρέσει τοῦ ω βάξ , ὡς ἄλκω ἄλξω ἄλξ , καὶ ἐν διπλασιασμῷ βάβαξ . πολλὰ δὲ | ||
| ἐπίῤῥημα καὶ ἀντίης . Ἀλκή , παρὰ τὸ ἄλκω καὶ ἄλξω μέλλων . ἀφ ' οὗ ἀλκτήρ : ὡς παρὰ |
| ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαὶ πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν , [ | ||
| ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν † οὔτε |
| τὸ ὂν ἀγένητον ἀπολείπει : λέγει δὲ τὴν γῆν τοῦ πυκνοῦ καταρρυέντος [ ἀέρος ] γεγονέναι . . . καὶ | ||
| ἄστρα καὶ τὸν ἥλιον ἐκ πυρός φησι καὶ τοῦ πρώτου πυκνοῦ συγκεῖσθαι , τὴν δὲ σελήνην ἐκ τοῦ δευτέρου πυκνοῦ |
| , οὐ πρὸς μητρός , αὐτὸ μόνον κληρωσαμένη συγγένειαν , θήλεος γενεᾶς ἀμέτοχος . εἶπε γάρ πού τις : „ | ||
| ἅτε τοῦ ἄρρενος μὲν ἐκ πεπεμμένου γεγονότος , τοῦ δὲ θήλεος ἐξ ἀπέπτου , ὥστε ὑπὸ δύο ταῦτα καταβολὰς γεγενῆσθαι |
| : οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος | ||
| προσλαμβάνει , ταῦτα ἀφαιρέσει τοῦ τ δασύνεται , τόσοςὅσος , τηλίκος ἡλίκος : καὶ ἐπεὶ τούνεκα , οὕνεκα δασέως . |