, οὐ πρὸς μητρός , αὐτὸ μόνον κληρωσαμένη συγγένειαν , θήλεος γενεᾶς ἀμέτοχος . εἶπε γάρ πού τις : „ | ||
ἅτε τοῦ ἄρρενος μὲν ἐκ πεπεμμένου γεγονότος , τοῦ δὲ θήλεος ἐξ ἀπέπτου , ὥστε ὑπὸ δύο ταῦτα καταβολὰς γεγενῆσθαι |
ἡ κύων . ἔστι δὲ καὶ ἡ θήλεια ἀνδρειοτέρα τοῦ ἄρρενος . λέγεται δὲ φωλεύειν τὸ ζῷον τοῦτο ἡμέρας τὰς | ||
, ἐπιδειχθέντων αὐτοῖς τῶν φανέντων , γνῶναι ὅτι κατεκέκρυπτο φύσις ἄρρενος ἐν ᾠοειδεῖ τόπῳ φύσεως θηλείας , καὶ δέρματος περιειληφότος |
ναί . οὐχὶ τὸ θῆλυ οὐδέτερον ; ναί . τὸ ἄρρεν ἄρα καὶ θῆλυ ταὐτόν . τοῦ δὲ ὅτι τὸ | ||
χρῆν ἔμ ' ἐξ ἐκκλησίας εἰληφέναι ; μὴ φροντίσῃς : ἄρρεν γὰρ ἔτεκε παιδίον . ἡκκλησία ; μὰ Δί ' |
τὸ δὲ σῶμα τὸ μὲν ἄρσεν αὔξεται , τὸ δὲ θῆλυ μειοῦται καὶ διακρίνεται ἐς ἄλλην μοίρην . Καὶ οὗτοι | ||
ἰσχυρότερον ἔλθῃ , ἄρσεν γίνεται : ἢν δὲ ἀσθενὲς , θῆλυ : ὁκότερον δ ' ἂν κρατήσῃ κατὰ πλῆθος , |
λαμβάνειν ἑπόμενον αὐτῷ ἀλλὰ ζῶον , καὶ ἔτι πρὸ τοῦ ζώου τὴν οὐσίαν τὴν ἔμψυχον , καὶ ἔτι πρὸ τούτου | ||
ἐλαίῳ ἑψήσας ἀλείψῃς τὰ δρέπανα , οὔτε ἀπ ' ἄλλου ζώου , ἢ πάχνης ἀδικηθήσεται ἡ ἄμπελος . Ἢ στέατι |
τελειότατος : ταχέως δ ' ἀπο - χωρήσας ἀπὸ τοῦ ζῴου καὶ διὰ δέος ἤδη πρὸς φυγὴν ὁρμῶν μετακαλεῖται καὶ | ||
καὶ τοῦ θώρακος , ἔμπαλιν ἢ ὡς ζῶντος ἔσχε τοῦ ζῴου . πεποίηκε γὰρ ἡ φύσις , οὐχ ὡς ἀναπνευστικὸν |
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ | ||
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς |
κρύπτεται . κατ ' ἔννοιαν δὲ σύλληψίς ἐστιν κράτησις ἐπίμονος σπέρματος ἢ ἐμβρύου ἢ ἐμβρύων ἡ ἐν ὑστέρᾳ διὰ φυσικὴν | ||
, καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # α , λιγυστικοῦ ⋖ Ϛ |
αἰτίαν τῷ ὄνῳ προσάπτειν πρὸς τοῖς προειρημένοις . πᾶν τὸ γόνιμον τετίμηται , ἐναντίως δὲ ἄρα πρὸς ταῦτα πέφυκε τὸ | ||
ἀνασπᾷ ἑωυτὸ καὶ μένει αὐτοῦ . Ὁκόταν [ οὐ ] γόνιμον γένηται τὸ παιδίον , τουτέου ἡ σὰρξ ὑπερέχει τῶν |
λευκώματα δόκιμον : καὶ γὰρ πολλοὺς ὤνησεν . ] Πέρδικος ἄῤῥενος χολὴν μετὰ μέλιτος χρῖε . ἄλλο . λαδάνου γο | ||
Δεῖ δὲ ἰσάζειν τὴν φύσιν καὶ τὴν ἡλικίαν τοῦ τε ἄῤῥενος , καὶ τῆς θηλείας , φυλάττεσθαι δέ , μή |
ὕπνος . οὐ γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος ἡτισοῦν ἀδυναμία τοῦ αἰσθητικοῦ , καθάπερ εἴρηται : καὶ γὰρ ἔκνοια καὶ πνιγμός | ||
νεκρὰ τῶν σωμάτων , διότι ἀεὶ διαφανῶς τινος θερμοῦ καὶ αἰσθητικοῦ μετέχει τοῦ πλείονος διαπνεομένου . Πλάτων Δημόκριτος ἐν ὅλῃ |
δὲ τοῦ σπουδαίου ζωὴ ἀγαθὴ καὶ ἡδεῖα , ἡ τοῦ σπουδαίου ἄρα ζωὴ αἱρετή : τὸ ζῆν ἄρα τῷ σπουδαίῳ | ||
αὐτῷ πάντα ταῦτα „ . τοῦτ ' ἔπαινός ἐστι τοῦ σπουδαίου , τὴν ἱερὰν ὧν ἔλαβε παρακαταθήκην , ψυχῆς , |
λύσις ἐστὶν ἐπιχειρηματικὴ , ἀλλ ' οὐ τὰς ἀφορμὰς ἀπὸ χρώματος ἔχουσα : ἐρεῖ οὖν οὐκ εἴ τις φίλος , | ||
Φωκέων , ὅτι ἠπατήθην , ὅρα πῶς ἐκβολὴν ἐποιήσατο τοῦ χρώματος : ἔδει τοίνυν μισεῖν τὸν ἀπατήσοντα , ἀλλὰ μὴν |
μίξεσι σωζομένου τοῦ νόμου τῆς φύσεως ἐπικρατεῖ τὸ τοῦ ἄρρενος σπέρμα , δῆλον ὡς ὅταν ἡ ὕλη μὴ ἀντάρῃ κατὰ | ||
. ὅτι μὲν γὰρ ἐκ τῆς χειρὸς δεῖ ῥίπτεσθαι τὸ σπέρμα καὶ σύ που οἶσθα , ἔφη . Καὶ γὰρ |
τις ἔλαχεν ἔλαχεν , ὅτε ς ' ἐτέκετο ματρόθεν χιονόχρωι κύκνου πτερῶι Ζεὺς πρέπων δι ' αἰθέρος . τί γὰρ | ||
καὶ τὸ πρῶτον τῷ ἐσχάτῳ ἐνεῖναι , οἷον εἰ τοῦ κύκνου † λευκοῦ ὄντος , τὸ δὲ χρῶμα , οὐκ |
θυμικὸν καὶ τὸ ἐπιθυμητικόν , ἡνιοχῶνται καθάπερ ἵπποι ὑπὸ τοῦ λογικοῦ , τότε γίνεται δικαιοσύνη : δίκαιον γὰρ τὸ μὲν | ||
τὴν πρώτην ἑβδομάδα . ἔστι δ ' ἐννόημα φάντασμα διανοίας λογικοῦ ζῴου : τὸ γὰρ φάντασμα , ἐπειδὰν λογικῇ προσπίπτῃ |
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ | ||
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος |
καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς | ||
ποτε Λήδαν ὤιον εὑρεῖν . καὶ πάλιν : ὠίου πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς |
ἡ γονὴ σφαῖρα . νῦν εἰς τὰ μεθόρια καθέστηκε τοῦ βρέφους καὶ τῆς σφαίρας . λοιπὸν γὰρ γίνεται ἡ σφαῖρα | ||
ἀνίδρυτον δὲ καὶ τὸ σῶμα , ὡς μηνύουσιν αἱ ἐκ βρέφους ἄχρι γήρως τῶν ἡλικιῶν ἁπασῶν τροπαί , ἀνίδρυτα δὲ |
ἐπειδὴ οὐσιωδῶς τοῦ γένους , τοῦτ ' ἔστι τῆς οὐσίας ἐμψύχου αἰσθητικῆς , οὐ κατηγορεῖται . ὁ αὐτὸς λόγος καὶ | ||
τὸ τοῦ Κριοῦ καὶ τῶν ὅλων ἀρχὴν ὑποτίθενται , καθάπερ ἐμψύχου ζῴου τοῦ ζῳδιακοῦ τὴν ὑγρὰν τοῦ ἔαρος ὑπερβολὴν προκαταρκτικὴν |
καὶ ἄλλαι δύο : ἄλλο καὶ ἀλλοῖον , χωριστὸν καὶ ἀχώριστον . πᾶσαι δὲ ἕξ εἰσι , καὶ τούτων αἱ | ||
χωριστόν , οἷον τὸ λογικὸν εἶδος , καὶ τὸ πάντη ἀχώριστον , οἷον ἡ ποιότης : ἐν μέσῳ δὲ ἡ |
κάθειρξις , σύλληψίν τε εἰρῆσθαι τὸ πάθος διὰ τὸ ἁρπαγῇ πτηνοῦ ἐοικέναι τὰ γιγνόμενα . ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς μύθους | ||
δὲ ζῷον ἅπαν ἢ ὁλόπτερον ἢ σχιζόπτερον , ὡς τοῦ πτηνοῦ ζῴου τῆς διαφορᾶς ταύτης οὔσης , ἀλλ ' οὐχὶ |
, μηδὲ γνάθου τὸ λεπτὸν , μηδὲ τὸ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δέρμα . Ἀρχὴ δὲ ἰήσιος ἀποδεδειγμένη μὲν οὐκ ἔστιν | ||
τῆϲ τῶν οὔρων ἐκδόϲεωϲ , οὐδενὸϲ τῶν εἰρημένων ἀλλὰ τοῦ αἰδοίου δηλοῦται ἡ ἕλκωϲιϲ . προποτιϲτέον τοίνυν τοὺϲ ἑλκωθένταϲ τὰ |
, ὁ δὲ ἑῷος , καὶ πρὸς ἄρρενας καὶ πρὸς θηλείας οἰκείως ἔχοντας , οὐχ ὑπερπαθῶς μέντοι γε πρὸς οὐδέτερα | ||
καὶ ἡ Μελία , ὅπερ καὶ βέλτιον : θήλεια γὰρ θηλείας εὐλόγως συγκαλεῖ . ὁ δὲ νοῦς : καὶ νῦν |
ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ | ||
ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου , |
Ὑψιπύλη ἐν Νεμέᾳ : ὡρισμένου παρὰ τῶν Λημνιάδων πᾶν τὸ ἄρσεν ἀναιρεθῆναι γένος , ἐκ πασῶν Ὑψιπύλη τὸν πατέρα Θόαντα | ||
, εἰ δὲ περισσοσυλλάβως τῇ κλητικῇ , τὸ ἄρσεν ὦ ἄρσεν , τὸ σῶφρον ὦ σῶφρον : οὕτως οὖν ἔσται |
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν | ||
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν |
τῶν μεγίστων σχεδὸν εἴρηται : λέγω δ ' οἷον ῥίζης καυλοῦ τῶν ἄλλων : αἱ γὰρ δυνάμεις καὶ ὧν χάριν | ||
σμύρνιον . λοβοὺς δέ τινας ἀνίησιν ἐπ ' ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους , ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί |
τοῦ πυρὸϲ πρόϲβαλλε λεῖον τὸν χαμαιλέοντα ἐπιπάϲϲων καὶ ἐπίθεϲ ἐπὶ μαλακοῦ πυρόϲ , ὅπωϲ τὴν δύναμιν ὁ χαμαιλέων προϲδῷ τῷ | ||
. ἡ λεύκη ὁμοία πλατάνῳ . ψιθυρίζῃ : ἀνέμου πνέοντος μαλακοῦ καὶ ἠρέμα διὰ τῶν φύλλων εἰσιόντος ὥσπερ προσλαλεῖ τὰ |
τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστήν , τοσούτων , σώματος οὖσα ὄντως ἀψύχου μεταβολή ; Ὀρθῶς . Ὀρθῶς ἄρα καὶ κυρίως ἀληθέστατά | ||
ἀνενδεὴς καὶ οὐδὲν ἐπιποθοῦσα οὐδὲ ἐπιθυμοῦσα οὐδενὸς οὔτε ἐμψύχου οὔτε ἀψύχου πρὸς ἡδονῶν ἀπολαύσεις ; οὐδὲ χρόνου , ἐν ᾧ |
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου | ||
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈ |
ἥξω φέρων δεῦρο τὸν Πάρνηθ ' ὅλον . Ἔστι φύσις θήλεια βρέφη σώζους ' ὑπὸ κόλποις αὑτῆς , ὄντα δ | ||
νεμόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὕλαις ἀγεληδόν , εἰ φανείῃ θήλεια , διίστανται καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις , καὶ γίνεται τοῦ |
Φαῦνος , Ἄρεος ὥς φασιν ἀπόγονος , ἀνὴρ μετὰ τοῦ δραστηρίου καὶ συνετὸς , καὶ αὐτὸν ὡς τῶν ἐπιχωρίων τινὰ | ||
οἰκήσειαν : τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον , οὐδὲ ἐν ἀρχούσῃ πόλει ξυμφέρει , ἀλλ |
καὶ μορίοις πρὸς ἕτερόν τι μεταβαλλούσης κατὰ τὴν ἐπικράτειαν τοῦ πλεονάζοντος ἢ περιττεύοντος καὶ φθείρειν πως ἢ πρὸς ἑαυτὸ τρέπειν | ||
ἀντὶ τοῦ οὗ κατῴκισε , κατοικίσαι . ὁ δὲ λόγος πλεονάζοντος τοῦ μέν οὕτως : οὗ κατοικίσαι μὲν καὶ οἱονεὶ |
φίλη καὶ προσφιλὴς ἡμῖν κούρα καὶ παρθένε Λητογένεια καὶ τὸ γέννημα τῆς Λητοῦς , εὖ καὶ καλῶς καὶ ἐπιστημόνως τὸ | ||
δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον . Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις , τὸ διανοούμενον : τοῦτο |
, καὶ ἔχουσιν ἰοῦ τὸ στόμα ἔμπλεων καὶ ὅτου ἂν ἰχθύος ἀπογεύσωνται , ἄβρωτον ἀπέφηναν αὐτόν . ἤδη δὲ καὶ | ||
. Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ θάνατος . Κίνδων |
πέμπτον . . . . , καὶ τέσσαρες ἀρχαὶ τοῦ ζώιου τοῦ λογικοῦ , ὥσπερ καὶ Φ . ἐν τῶι | ||
: τὸ σπέρμα εἶναι θερμόν , κατασκευαστικὸν δὲ τοῦτο τοῦ ζώιου : καὶ ὁ τόπος δέ , εἰς ὃν ἡ |
φυσικῆς γενέσεως , τὸ δὲ πῦρ , ὡς εἴρηται , γεννητικὸν μὲν αὑτοῦ , φθαρτικὸν δὲ ὡς ἐπὶ πᾶν τῶν | ||
αὐτό φασι καταφέρεσθαι οἱ περὶ τὸν Σφαῖρον , πάντων γοῦν γεννητικὸν εἶναι τῶν τοῦ σώματος μερῶν . τὸ δὲ τῆς |
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον | ||
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω |
κινῶνται : οὕτω γὰρ βράδιον ἐξανθήσουσιν . ὥσπερ οὖν καὶ ἵππουρις ἄμπελος πεπίστευται ἔλαττον φροντίζειν πάχνης , ὅτι , οἶμαι | ||
ἄγρωστις , ἀρνόγλωσσον , ἡλιοτρόπιον , βούτομον , βάτοι , ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος |
ἡ μὲν ὡς τελείως διαστᾶσα , ἡ δὲ ὡς ἀπὸ τελείου γενομένη τέλος ἐπάγουσι τοῖς κατειργασμένοις ἐν αὐταῖς . ὀγδοάτη | ||
, θεωρεῖ τίνες ἀριθμοὶ πεπόνθασι τοῦτο , ἁπλῶς δὲ περὶ τελείου οὐκ οἶδε : μόνου γὰρ τοῦ φιλοσόφου τὸ τούτων |
, καὶ καίει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον . ὁ οὖν ἄρρην τὰ κοινὰ τέκνα ἐσθίων εἰς ἑτέρων παίδων πόθον κινήσας | ||
ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἑστώς , πτηνὸς οὗτος |
θῆλυ , προστάσσον , λογικόν , φωνῆεν , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , δίσωμον , πτερωτόν . καὶ καθόλου μέν ἐστι | ||
θυμικόν , δυσυπότακτον , ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου |
εἶναι τὸν ἡλιακὸν κύκλον . Παρμενίδης τὸ τοῦ πυκνοῦ καὶ ἀραιοῦ μῖγμα γαλακτοειδὲς ἀποτελέσαι χρῶμα . Ἀναξαγόρας τὴν σκιὰν τῆς | ||
συνθήματος . Ἔστω δὲ ἡ τοιαύτη ὀπὴ ἐσκεπασμένη μετὰ πανίου ἀραιοῦ ἐπιλεγομένου χαρερίου : καὶ ἐπίθες ἐν ἡλίῳ αὐτὸ , |
εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ | ||
τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ ' |
ἢ ἐνταῦθα ἕν τι τοῦτο ὁ θυμός , οὐκέτι παρὰ φυτικοῦ ἢ αἰσθητικοῦ . Ἐκεῖ μὲν οὖν καθ ' ὅλον | ||
; Οὐ γὰρ δὴ ἀπαιτητέον ὄμματα . Εἰ οὖν τοῦ φυτικοῦ συγχωρουμένου ἦν συγχωρεῖν , ἢ ἐν πνεύματι ὄντος τοῦ |
ἐλευθεροῦσαι ἄρτι ε οὐχ ὑβρίζῃ . μὴ ἀγωνία Ϛ τὸ γεννώμενον σώζεται ζ σώζῃ τῆς κατηγορίας η δίδεις τοὺς λόγους | ||
πάντων ; τολμήσει δὲ τίς εἰπεῖν ἀνάξιον τὸν ἐξ ἐμοῦ γεννώμενον , κρείττονα τοῦ πατρὸς ἔχοντα τὸν πάππον ; ” |
γε μάλιστα , καταλειωθείσης : κοτύλη δὲ οἴνου καὶ ταῦτα μέλανος ἐπίμεστος μέτρον ὑπαρχέτω : εἰς ὃ τὴν χεῖρα τῆς | ||
ἴσῳ , οὐκ ἂν οἱ τοῦ λευκοῦ ἀριθμοὶ τῶν τοῦ μέλανος πλείους λέγοιντο οὐδ ' ἂν οἱ τοῦ μέλανος τῶν |
ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν | ||
νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν |
. Βούγλωσσον ἔοικε φλόμῳ : φύλλον χαμαιπετές , τραχύτερον καὶ μελάντερον καὶ μικρότερον , ὅμοιον βοὸς γλώσσῃ . Βούνιον καυλὸν | ||
Κυάνεος : μέλας . δνοφερώτερος : σκοτεινότερος , μελανώτερος , μελάντερον . ἀχλύος : σκότους , μελανίας . Φάρμακον : |
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . | ||
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος |
Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . Υ : ὅτι δὲ ἀθὴρ καὶ ἡ ἐπιδορατὶς λέγεται , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀσταχύων | ||
βλεφάρου , ἔδυ δὲ ἡ ἀκὶς ἱκανῶς : ὁ δὲ ἀθὴρ προσυπερεῖχεν . Τμηθέντος τοῦ βλεφάρου , ἤρθη πάντα : |
. τρυγόνιον τόδε πάντες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν , ἄλλοι δ ' ἀρρενικόν τ ' ἰδ ' ἀριστερεῶνα τὸν ὀρθόν , ὕπτιον | ||
χάραξ ἐρεῖς τὸ τῆς ἀμπέλου στήριγμα , οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι |
πνεύμονα ὀπτήσας φάγε . ι . ὁδοιποροῦντα μὴ διψᾶν : ὠιὸν ὠμὸν εἰς οἶνον ἀνακόψας ῥόφα . ια . πολλὰ | ||
τῶι ἱρῶι . κομίζειν δὲ οὕτω : πρῶτον τῆς σμύρνης ὠιὸν πλάσσειν ὅσον τι δυνατός ἐστι φέρειν , μετὰ δὲ |
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς | ||
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς |
καὶ πάλιν ταυτὸν μέσον ὃ μέσον ἐστὶ τοῦ τε ἀμερίστου ταυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τὰ σώματα μεριστοῦ ταυτοῦ : ὁμοίως | ||
λέγειν τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς , τουτέστι τὸν νοῦν , ταυτοῦ δὲ κύκλον καὶ ἀμείνονα ἵππον λέγειν τὴν διανοητικὴν ψυχὴν |
ἐγένετο Μώτ . τοῦτό τινές φασιν ἰλύν , οἱ δὲ ὑδατώδους μίξεως σῆψιν . καὶ ἐκ ταύτης ἐγένετο πᾶσα σπορὰ | ||
: διὰ γὰρ τὴν τελέωσιν καὶ διὰ τὸ κεχειμάσθαι τοῦ ὑδατώδους ἀφῃρημένου τὸ λοιπὸν ἐκπέττεσθαι μᾶλλον : ὁ μὲν οὖν |
πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς ῥάξ λέγεται θηλυκῶς . | ||
γὰρ διὰ τοῦ γ ἐκλίθη : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου , τουτέστιν εἶδος σκορπίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς |
ἦν : Ἐρέβους δ ' ἐν ἀπείροσι κόλποις τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ὠιόν , ἐξ οὖ περιτελλομέναις ὥραις | ||
, οὐκ ἀδύνατον ἡγησάμενος οὐδὲ ἀπίθανον τοῖς ἀνθρώποις φανῆναι ἵππων ὑπηνέμιον γένος , τὸν Βορρᾶν ἔφη ἐρασθέντα Τρωικῶν τινων ἵππων |
τῆς αὐτῆς ἁψῖδος . μετὰ ταῦτα δὲ ὁ Ὀιστὸς ὅλος ἐναπολαμβάνεται τῷ γάλακτι , καὶ ὁ μὲν ἐπὶ τῆς ἀκίδος | ||
πύκνωσιν ἐμφαίνει . ἐφεξῆς δὲ τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ Περσέως ἐναπολαμβάνεται τῷ γάλακτι , πάλιν δὲ τὴν μὲν ἀπ ' |
καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ τεχνικὸν αὐξητικόν τε καὶ τηρητικόν , οἷον ἐν τοῖς φυτοῖς ἐστι | ||
περιφραστικῶς , ἥτις ἀμαυροῖ τοὺς ἔχοντας . . ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ |
ὀφρύων καὶ ῥινὸς σχήματος χαρακτῆρες τινὲς ἐγκάθηνται τοῦ τῆς ψυχῆς ἰδιώματος : ὀφθαλμοὶ γάρ φησιν ὁ Πολέμων “ ὑγροὶ λάμποντες | ||
ἕνεκα . Ἔπειτα καὶ ἡ κίνησις κινεῖ : τοῦ γὰρ ἰδιώματος τούτου μεταδοτικὴ ἡ κίνησις , ὡς τοῦ ἱστάνειν ἡ |
μήτε ἐφιέντες αὐτοῖς ἀνέδην χρῆσθαι τῇ γενναιότητι . Οἰκονομεῖ δὲ πώλου μὲν θυμὸν χαλινός , καὶ ῥυτῆρες , καὶ ἱππέως | ||
. θηλυτέρης γὰρ πώλοιο νέας γυναικός φησι , καὶ οὐ πώλου ἵππου . ὅτι δὲ χρήσιμον τὸ γυναικεῖον γάλα καὶ |
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης | ||
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου : |
, πρὸς οἷς δὲ καὶ βλάπτει , καὶ θηρία πλεῖστα γεννᾷ . ἡ δὲ τριετής , καὶ τετραετὴς σφόδρα καλή | ||
, ἐπειδὴ κατὰ τὸν γεννῶντά ἐστι καὶ τὸ σώζειν ἃ γεννᾷ [ καὶ τοῦ Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] |
: πρόρριζον γὰρ ἀνατραπῆναι τὸν βίον καὶ τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἰδόντος σημαίνει ὥσπερ καὶ τὸ τὴν ἰδίαν κόπρον ἐσθίειν . | ||
ἑαυτοὺς ὅτι μὴ ἐγνώκασι τὸ αἴτιον : οὐ γὰρ ἑνὸς ἰδόντος ἀπέβη ποτὲ ἰδιώτου ὄνειρος εἰς τὸ κοινόν , ἀλλὰ |
δύναμις , ᾗ συμβέβηκε τὸ ἀόρατον . ἀλλ ' ὡς στοιχείου καὶ ἀρχῆς ἐδεήθησαν τοῦ ἀπείρου . θαυμαστὸν δὲ ἀριθμὸν | ||
, ὦ ἑταῖρε , δοκεῖ , καὶ ἀποδέχῃ τὴν διὰ στοιχείου διέξοδον περὶ ἑκάστου λόγον εἶναι , τὴν δὲ κατὰ |
ὑπὸ ἀνθρώπου φυσιολόγου , ὡς ἂν καὶ ὑπὸ τέκτονος καὶ σκυτέως γελασθείης καταγινώσκων ὅτι ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ ξέσματα καὶ περιτμήματα | ||
καὶ συντεθέντα ἀληθεύεσθαι κατ ' αὐτοῦ , ὡς ἐπὶ τοῦ σκυτέως τοῦ ἀγαθοῦ ἐδείχθη ἐν τῷ Περὶ ἑρμηνείας , μήτε |
ἐουσέων , φθοραὶ οὐκ ἐγγίγνονται οὐδὲ κακώσιες ἐν τῇ τοῦ γόνου ξυμπήξει , ἢν μή τινος ἀνάγκης βιαίου τύχῃ ἢ | ||
ἀριθμοίη καὶ γενεαλογοίη ὁ ἐρευνῶν ἀπὸ τοῦ Ἐπάφου τοῦ πρώτου γόνου , τοῦ γεννηθέντος ἐκ τῆς Ἰοῦς , ποιούμενος τὴν |
τοῦ ὁρατοῦ πεπτωκὸς σῶμα οὐκ ἐᾷ τὴν ὄψιν ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ ὁρατοῦ , οὕτως εἰ μεταξὺ τῆς διανοίας καὶ τοῦ ἐκτὸς | ||
τοιαῦται ψυχαὶ εἴδωλα , αἱ μὴ καθαρῶς ἀπολυθεῖσαι ἀλλὰ τοῦ ὁρατοῦ μετέχουσαι , διὸ καὶ ὁρῶνται . Εἰκός γε , |
κακοηχεστέρα καὶ βληχωδεστέρα ἀναίσθητον ἄνδρα δηλοῖ . ὅσοις δὲ ἀπὸ βαρέος ἀρξαμένοις φθόγγου εἰς ὀξὺ τελευτᾷ , τραχεῖς τε καὶ | ||
οὖν τοῦ σώματος ὄντος ἡ συνουσία παραλαμβανέσθω μήτε δὲ πάλιν βαρέος , [ καὶ ] ὁποῖον ἐν ἀπεψίαις ἐστὶ καὶ |
ὁ ἄρσην τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι καὶ τὸ ἄρσεν τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι : εἰ δὲ ἐποίησαν ἐπὶ τῶν οὐδετέρων | ||
τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα πάλαι τεκοῦσαν ἢ νεωστὶ δή ; |
συμπέπτωκεν ὁ ὀφθαλμὸς , ξηρανθείσης τῆς ὀχούσης αὐτὸν ὑγρότητος καὶ ἀερώδους οὐσίας . εἰ δὲ οὕτως ὁ ὑγρὸς ὀφθαλμὸς συμπέπτωκε | ||
σύνεστι δέ τις αὐτῷ καὶ θερμότης , καὶ μὴν καὶ ἀερώδους τινὸς οὐσίας μετέχει λεπτομεροῦς . ὅσοι δὲ τὸ ῥῆόν |
εἰσι τῷ εἴδει , καὶ οὐκ ἔστιν ἡσθῆναι τὴν τοῦ μουσικοῦ ἡδονήν , μὴ ὄντα μουσικόν , ἢ τὴν τοῦ | ||
ἀλλὰ τῷ λόγῳ : ἄλλος γὰρ ἀνθρώπου λόγος καὶ ἄλλος μουσικοῦ . ἔστι δὲ τὸ ὑποκείμενον , ὅταν αὐτὸ νοῆται |
συμβαίνει τοῖς διαιρουμένοις τὸ μὲν ἄπτερον τὸ δὲ πτερωτόν , πτερωτοῦ δὲ τὸ μὲν ἥμερον τὸ δ ' ἄγριον , | ||
ἂν ἀποδοθῇ οἰκείως , καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ |
ὁμαλῆ , καθάπερ σχοῖνος . ὁ δὲ τοῦ κυπείρου καὶ βουτόμου καυλὸς ὁμαλότητά τινα ἔχει παρὰ τούτους : ἔτι δὲ | ||
. Οἱ δὲ τῷ σπέρματι προσφάτως ληφθέντι παρατρίψαντες σειρὰν ἐκ βουτόμου πεπλεγμένην , εἰς τάφρον ἐμβάλλουσιν . Οἱ δὲ κάλλιον |
καὶ τὸ δυνάμει , ὥσπερ ἴσα ἀντιδιδόντων κατὰ μὲν τὸ ἐντελεχείᾳ τὸ ἀντιποιεῖν , κατὰ δὲ τὸ δυνάμει τὸ πάσχειν | ||
παρ ' ἅ ποτέ ἐστιν ἐξ ἀρχῆς : τὰ δὲ ἐντελεχείᾳ τε καὶ δυνάμει , οἷον τὰ σύνθετα ἐξ ὕλης |
τὰ ἐμψύχοντα δέ ἐϲτιν ἁρμόδια οἷον ἕλικεϲ ἀμπέλων λειωθεῖϲαι ϲέριϲ πολύγονον ἀρνόγλωϲϲον ξύϲματα κολοκύνθηϲ θρῖδαξ ὀξυλάπαθον : παραπλεκέϲθωϲαν δὲ ἑκάϲτῳ | ||
καὶ μέταλλα παντοδαπὰ καὶ θηρίων ἄγρας ἀφθόνους καὶ θαλάττης φύσιν πολύγονον ἄλλα τε μυρία , τὰ μὲν εὔχρηστα , τὰ |
. πάλιν δὲ λέγεται ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐκ τοῦ συνθέτου , οἷον ἐκ τῆς ὕλης καὶ τῆς μορφῆς , | ||
τε τῆς λύπης καὶ τῆς ἡδονῆς κακίζεται . σώματος γὰρ συνθέτου ὥσπερ χυμοὶ ζέουσιν ἥ τε λύπη καὶ ἡ ἡδονή |
δὲ τὴν ἁπτικὴν ἔχουσι μόνην . εἰ τοίνυν καὶ ἡ μήτρα τὴν ὀσφραντικὴν ἔχει , δηλονότι ἔχοι ἂν καὶ τὴν | ||
, ὅτι τὸ μὲν μητέρα , ἵνα μὴ συνεμπέσῃ τῇ μήτρα εὐθείᾳ , τὸ δὲ πατέρα οὐ γίνεται κατὰ συγκοπὴν |
δὲ τοῦ παρόντος βιβλίου τὸ ἐπάγγελμα : διαφέρει δὲ τοῦ εἴδους τῆς ῥητορικῆς τὸ ὁμώνυμον εἶδος , ὅ ἐστιν ἡ | ||
ἐνταῦθα οὐ τὴν τοῦ συμφέροντος φύσιν ὑπογράφομεν , ὥστε συμβουλευτικοῦ εἴδους τὸν μῦθον εἶναι , ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν . γυμνάζει |
, ἀλλ ' ὅτι καλλίων ἐστὶ πατὴρ τοῦ τῇ φύσει γεννῶντος ὁ τῇ γνώμῃ προαιρούμενος . καὶ ἀμφοῖν ἴσος ὁ | ||
ἐκείνων ἢ κατ ' ἐκείνους , ἀριθμοῦντος ἅμα καὶ ἀριθμὸν γεννῶντος καὶ ἐν τῇ ἐνεργείᾳ ὑπόστασιν ποιοῦντος ποσοῦ , ὥσπερ |
τοῖς σχήμασιν * . ἔπειτα βαρέος μὲν καὶ κούφου καὶ σκληροῦ καὶ μαλακοῦ καθ ' αὑτὰ ποιεῖν φύσεις , θερμὸν | ||
γὰρ τὸ εἰπεῖν τί ἤσθιον . Ἀδάμας δέ ἐστιν εἶδος σκληροῦ λίθου σίδηρον τέμνοντος . . ΟΥΔΕ ΤΙ ΣΙΤΟΝ ΗΣΘΙΟΝ |
ἀπὸ τῶν δένδρων πίπτοντα οὐκ ἂν ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐδὲ πλεονάσαντος παρενεχθείη . ὃ δὲ οἶδα ἐν τῇ πρὸς θαλάσσῃ | ||
μελαγχολιῶν καὶ πτωματισμῶν καὶ ἀναφορικῶν νοσημάτων καὶ ὁπόσα τοῦ ξηροῦ πλεονάσαντος ἢ φθαρέντος συνίσταται . Ἰδίοις μὲν οὖν τελευτῶσι θανάτοις |
ἀντὶ τοῦ κασιγνήτου : τὸ γὰρ προσηγορικὸν ἔλαβεν ἀντὶ τοῦ κτητικοῦ . Τρωϊκόν ἐστι τὸ τῇ αἰτιατικῇ χρᾶσθαι ἀντὶ γενικῆς | ||
. πρόσκειται „ εἰ μὴ ἔχῃ ἔνδειαν τοῦ Ι ἀπὸ κτητικοῦ ὀνόματος „ διὰ τὸ δαιδάλειος δαιδάλεος , κονισάλειος κονισάλεος |
τὴν ἰλύν : ἐξ αὐτῆς γὰρ ἔχει τὸ εἶναι . ζῶον , ἀπὸ τῆς ἐν ἡμῖν ζέσεως τοῦ θερμοῦ : | ||
πᾶν ζῶον ἔμψυχον , πᾶν ἔμψυχον οὐσία , πᾶν ἄρα ζῶον οὐσία , συνάγει οὖν τὴν οὐσίαν κατὰ τοῦ ζώου |
οἷον τοῦ θερμοῦ ὡς θερμοῦ , διακρίσεως μόνης αἰσθάνεται καὶ πυρώδους οὐσίας : ὅταν δὲ μετὰ φαντασίας ὡς πρὸς τὸ | ||
τοῦτο γλυκύτατον εἶναι πάντων τῶν ποταμῶν , ἅτε φύσει τοῦ πυρώδους πᾶν τὸ ὑγρὸν ἀπογλυκαίνοντος . οὗτος δ ' ὁ |
πραθεὶς τῇ ἀρχιμαγείρῳ τοῦ συγκρίματος ἡμῶν ἡδονῇ καὶ ἐξευνουχισθεὶς τὰ ἄρρενα καὶ γεννητικὰ τῆς ψυχῆς μέρη πάντα , σπάνει κεχρημένος | ||
' οὐδὲν ἄλλο ὅμοιον εἰ μὴ ἡ βουνιάς , ἣν ἄρρενα καλεῖ γογγυλίδα Θεόφραστος , ὃς καὶ δύο γένη φησὶ |
Ἀττικοί , ὡς καὶ Ὅμηρος . ὡς δ ' ὅτε πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , ἀνάλογον : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ | ||
τοῖς μυχοῖς τοῖς ἑαυτοῦ . τὸ δὲ ἄπυρον εἶναι τοῦ πολύποδος τὸν οἶκον νοεῖν ὡς ψυχρόν : καὶ ἐν ἤθεσι |
Βοιωτοῖς διὰ Θηβαίων . θής , λάτρις , ἀμφίπολος καὶ ἄτμενος διαφέρουσιν . θὴς μὲν γὰρ ὁ ἐπὶ μισθῷ δουλεύων | ||
. ἀμφίπολος δὲ κοινὸν ἄρρενος καὶ θηλείας ὄνομα δούλου . ἄτμενος δὲ οὐ μόνον ὁ δοῦλος , ἀλλὰ καὶ ὁ |
: τὸ δὲ ξύλον ἐντεριώνην ἔχει , εὔφθαρτον δὲ καὶ κοπτόμενον . ἐν πᾶσι δὲ γίγνεται τοῖς τόποις , εὐθενεῖ | ||
γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι |
, διηγηματικόν , δραματικὸν καὶ μικτόν , τὸ βουκολικὸν ποίημα μῖγμά ἐστι παντὸς εἴδους , ὥσπερ συγκεκραμένον [ τῇ ποικιλίᾳ | ||
διηγηματικόν , δραματικὸν καὶ μικτόν . τὸ δὲ βουκολικὸν ποίημα μῖγμά ἐστι παντὸς εἴδους καθάπερ συγκεκραμένον : διὸ καὶ χαριέστερον |
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί | ||
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ |
δὲ καὶ ἐκτρέφειν . Ὅθεν καὶ θῆλυς ἐέρση , ἡ πολύγονος καὶ τροφίμη . Διαπεραιοῦσθαι δὲ ὑπὸ τῶν ἀπογινομένων τὸν | ||
καὶ κοίλωμα τοῦ Ἄρεος πρὸς εἰκοστὴν ὀγδόην : ἀμφίβιος , πολύγονος , ὀχλικὸς δὲ τὸ πλεῖστον , ἡμέρας μὲν τὸ |
ἔκειτο δ ' ἀργὸς ὥσπερ ὗς ἀποθνῄσκων , γέροντος ἀνδρὸς ποικίλου τε τὴν γνώμην σοφίῃ διδαχθεὶς ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν | ||
ὡς πολλῶν ὁμοῦ πάσας νοήσεις . Τοῦ γὰρ θεάματος ὄντος ποικίλου ποικίλην καὶ πολλὴν τὴν νόησιν ἅμα γίγνεσθαι καὶ πολλὰς |
ἀμφοτέροις δὲ Κρόνος συνεργεῖ . Ἑξῆς δὲ τοῦ ἑπομένου τριγώνου γεώδους ὑπάρχοντος Ταύρου Παρθένου Αἰγόκερω Σελήνη περίγειος οὖσα τὴν οἰκοδεσποτείαν | ||
εἰς γῆν . Ζῷα γίνεσθαι ἐξ ὑγροῦ καὶ θερμοῦ καὶ γεώδους , ὕστερον δὲ ἐξ ἀλλήλων : καὶ ἄρρενα μὲν |
συμπλακεῖεν ἄριστα κύνες ἑτερόφυλοι : πολὺ μέντοι κρείττων τοῦ συνθέτου μίγματος μονοφυὴς κύων καὶ ἄκρατος . Ἀλλὰ κύνας μὲν τῶν | ||
ἔχειν ὅ τι εἴπῃ πάντη ἀγομένη , καὶ ἐκ τοῦ μίγματος τούτων ἄλλα . Ἀλλ ' εἰ καὶ τὸ βέλτιστον |
μετεωρότερα καὶ συμβαίνει ἐπὶ πλεῖον λεπτοποιουμένης τῆς ὕλης ἐκ τῆς συντόνου ἀγρυπνίας ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἀνάδοσιν γίνεσθαι . συμβαίνει | ||
καὶ σπασμώδους ἐφίεται καὶ ἐπ ' ἐνίων οὐκ ἠρεμίας ἀλλὰ συντόνου καὶ σφοδρᾶς κινήσεώς ἐστι χρεία . Τὸ δὲ „ |
δὲ λέγει , ὥσπερ Ἡγέλοχος . . . ἐκκαλύψας τὸ αἰδοῖον εἶπε τοῦτο πρὸς τὸ ἐπυρρίασε παίζων . πυρρὸν γὰρ | ||
γυναικί , συλλαβεῖν αὐτὴν ἐργάσεται : πλὴν προτοῦ πᾶσσαι τὸ αἰδοῖον , ὀφείλει χρῖσαι τοῦτο μέλιτι : εἰ γὰρ μὴ |
. δεσμὰ δέ εἰσιν οἱ σειραὶ λεπταὶ χρυσοῦ καὶ ἠλέκτρου εἰργασμέναι ὅρμοις ἐοικυῖαι τοῖς καλλίστοις . καὶ ὅμως ὑφ ' | ||
τὴν ἔσοδον ἐς τὸ ἱερὸν γυναικῶν εἰκόνες λίθου τέ εἰσιν εἰργασμέναι καὶ ἔχουσαι τέχνης εὖ : ἐλέγοντο δὲ ὑπὸ τῶν |
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν , | ||
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν |