φροῦδος μὲν , ὁ προοδοῦ φύλαξ . φρουρὸς δὲ ὁ προορῶν : φροῦδος οὖν συναλοιφῆ τοῦ πρόοδος : οἷον ὁ | ||
ἐτυμολογεῖται τὸ τοῦ Προμηθέως ὄνομα . Προμηθεὺς γάρ ἐστιν ὁ προορῶν τὰ μήδεα καὶ τὰ βουλεύματα : καὶ τροπὴ τοῦ |
: ἀλλὰ μὴν ὁ σοφὸς οὐ τοιοῦτος : οὐκ ἄρα πολυπράγμων ὁ σοφός ἐστι . ἔστι δὲ καὶ καλῶς καὶ | ||
: τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ Σαγχουνιάθων , ἀνὴρ πολυμαθὴς καὶ πολυπράγμων γενόμενος καὶ τὰ ἐξ ἀρχῆς , ἀφ ' οὗ |
περὶ τῆς πρεσβείας . ὁ πολλάκις ἐπ ' ἐμπολῇ μεταβεβλημένος παλίμπρατος παλίμβολος λέγεται , ὡς δῆλόν ἐστιν ἔκ τε τοῦ | ||
Φλάκκον ἤδη τιμῶν ἀθλίων ἐωνημένοι , ἃς ὁ δοξομανὴς καὶ παλίμπρατος ἐλάμβανεν οὐ καθ ' αὑτοῦ μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς |
ῥηματικὰ ὄντα βαρύτονα διὰ τοῦ ο κλίνεται , οἷον κτήσω ἀκτήμων ἀκτήμονος , Εὐκτήμων Εὐκτήμονος , τλήσω τλήμων τλήμονος , | ||
λίμνην . ζῇ ὡς ἀληθῶς θεῷ ὁμοίως ὁ αὐτάρκης καὶ ἀκτήμων καὶ φιλόσοφος καὶ πλοῦτον ἡγεῖται μέγιστον τὸ μὴ δεῖσθαι |
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν | ||
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
παλαιῶν . Ἄπαγ ' ἐς κόρακας : ἀρὰ Βοιώτειος . Ἅπαντα τοῖς καλοῖσιν ἀνδράσι πρέπει : δήλη . Ἀπόλογος Ἀλκίνου | ||
ἐχθρὰν οὖσαν ταῖς ἐμπούσαις καὶ τοῖς δαίμοσιν ἢ φάσμασιν . Ἅπαντα δέ σοι ἔθνη λέξω , ὅσα τὴν Ὑρκανίαν ἢ |
ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής , | ||
μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ |
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
λῶρος , ὁ ὀλισθηρὸς καὶ διαβατικός . μάσθλης οὖν ὁ πολυγνώμων , ὁ ἄλλο μὲν νοῶν , ἄλλο δὲ ποιῶν | ||
] τρυπάνη , δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν |
καὶ ὕδατι . ” ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξ ἀνελπίστου χαρᾶς πλησθείς , ἀναστὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἠσπάσατο τὸν Ἕρμιππον καί | ||
, ἢν τοιοῦτο γένηται , τάμνειν ἢ καίειν . Πλεύμων πλησθείς : ἢν πλησθῇ ὁ πλεύμων , βὴξ ἴσχει καὶ |
– – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν | ||
εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς |
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ] | ||
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες |
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν | ||
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν |
τῆς ἑτέρας τάξεως τῆς ἐναντιουμένης τοῖς δημοτικοῖς αὐθαδέστατος εἶναι καὶ δυνατώτατος . οὗτος ἐκ παρασκευῆς διεξῆλθε λόγον κατὰ τῶν δημοτικῶν | ||
ἐλέχθη γέ τοι καὶ τοῦτο . Ἆρ ' οὖν καὶ δυνατώτατος εἶ ἀληθῆ λέγειν περὶ λογισμῶν ; Πάνυ γε . |
παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ ἀπαίδευτος : Ὅμηρος ἦ δὴ ἀλιτρός τ | ||
δειλαίων εἷλεν ἀπὸ πραπίδων . Οὐ μέ τις ἐξ ὀρέων ἀποφώλιος ἀγροιώτης αἱρήσει κλήθρην αἰρόμενος μακέλην , ἀλλ ' ἐπέων |
' ὑπολειπομένου μετ ' αὐτοὺς ἀνδρὸς ἀξίου λόγου . καὶ διατετέλεκεν ἐτῶν πεντεκαίδεκα χρόνον λόγους συγγράφων τοῖς βουλομένοις , ἕως | ||
, ἀεὶ δὲ τῶν παρεπιδημούντων Συρακοσίων φροντίζων καὶ πρόξενος ὢν διατετέλεκεν ; ἄτοπον οὖν Νικίαν κολάζεσθαι τὸν ὑπὲρ ἡμῶν Ἀθήνησι |
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης | ||
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης |
ἢ βροτοῖς χάριν φέρειν . Ἐκ τοῦ αʹ Θυέστου : Σοφὸς γὰρ οὐδεὶς πλὴν ὃν ἂν τιμᾶ θεός . ἀλλ | ||
ἃ μὴ πρέπει . Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τρόποις ἐλεύθερον . Σοφὸς γὰρ οὐδεὶς ὃς τὰ πάντα προσκοπτεῖ . Σοφοῦ παρ |
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
παρ ' αὐτά , ἀπερισκέπτως , ἐκ τοῦ σύνεγγυς . αὐτοσχεδιάζειν . αὐτομάτως , ἀσκέπτως εἰπεῖν . Ἀσπασίαν . Ἀσπασία | ||
Ἡρώδης τότε καὶ ὑπὸ τῷ πατρὶ ἔτι , τοῦ δὲ αὐτοσχεδιάζειν ἤρα μόνου , οὐ μὴν ἐθάρρει γε αὐτό , |
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | ||
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . |
αὐτὸ ζῷον εἶναι . εἰ ἄρα ἀληθεύει ἡ ἀπόφασις , ψεύσεται ἡ κατάφασις . οὕτω δὲ μεταχειρισάμενος τὴν ἀπόδειξιν ὁ | ||
τῆς δεούσης σπουδῆς : πράττων : πρὸς γάμον διδούς : ψεύσεται * * τινὲς οὕτως : ψευδῆ σε νομίσει ὁ |
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν | ||
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος |
χρήμασι περιουσίαν . ὁ μὲν γὰρ ἢ ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς ὀβολοστάτης καὶ τοκογλύφος , βαρυδαίμων ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν | ||
τὸ γένος ὤν . περιτυχὼν δ ' ἡμῖν ὁδὶ κηρυττομένοις ὀβολοστάτης ὢν ἐπρίατο , ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν , τοιοῦτος |
οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ δεῖν ' , ὁ δεῖνα | ||
Μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά σε , Μοσχίων , μήτηρ ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . |
εἰ τήμερον ἐκθεὶς κατ ' ἐμοῦ λόγον , ὡς εἴην ἀνοσιώτατος καὶ σὸς ἐχθρός , ἔπειτα ἠξίους με εἰδέναι χάριν | ||
τεθνεῶσιν ἔλεος ἐπιεικὴς θεός , τοῖς ζῶσι δ ' ἕτερον ἀνοσιώτατος φθόνος . ἀνοίγετ ' ἤδη τὰς θύρας , ἵνα |
ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν : ἀμφότερον : νίκης τε στέρεται πρός τ ' | ||
σοὶ καὶ προλέγειν τὰ μέλλοντα , ἐρῶ . ἢ τὸ ἀντιφερίζειν ἀντὶ τοῦ ἐναντίον σου ἤγουν ἐνώπιόν σου φέρεσθαι καὶ |
μόνα ἐκεῖνα πράττοντα ὧν ἕνεκα τὴν ἀρχὴν παρελήφθης καὶ ὧν ἔμμισθος εἶ . ἐχρῆν μὲν οὕτως , ὦ Τιμόκλεις , | ||
ἄν , ὡς ἔοικεν , ἐγὼ κατὰ τούτους ἕτερον τρόπον ἔμμισθος θηρευτής , οὐκ ἐπειδὴ λαμβάνω μισθόν , ἀλλ ' |
. κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . . | ||
καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ |
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , | ||
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος , |
φωτῶν ἀθλίων ἱκτήρια . Οὔκουν ἔγωγ ' ἄν , σῆς ἐπεμβαίνων χθονός , οὐδ ' εἰ τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα | ||
μορμολυττομένους τοὺς ἐκφοβοῦντας λέγουσιν . ἐπιτωθάζων . ἐπιλοιδορούμενος , ἢ ἐπεμβαίνων , ἢ χλευάζων ὡς νῦν , ἢ καυχώμενος . |
δὲ τῇ ἐλπίδι , τότε γίγνεται ἡ τῆς ψυχῆς ἀγωνία ἐπιτυχὴς καὶ τελεσιουργὸς καὶ νικηφόρος : ἔστιν δὲ τοῦτο οὐκ | ||
εἰσί τινες πρὸ τῆς ἀποβάσεως ἄκριτοι , οὓς κρίνων μὲν ἐπιτυχὴς παρά γε ἐμοὶ εἶναι δόξεις , μὴ κρίνων δὲ |
: ὁ πολλοῖς χαριζόμενος . χειρωναξία : πολὺ μὲν τὸ χειρῶναξ , τὸ δ ' ἔργον οὐχ οὕτως , κἂν | ||
ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ὧν ἕκαστος ἄρχει [ ὅθεν καὶ ὁ χειρῶναξ ] . . . . , : ἀνακτορίας δὲ |
γὰρ μάλιστα συμβαίνειν εἴωθενἢ καὶ ἄλλως πως ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθεὶς ὁ ἄνθρωπος , δίψα δ ' αὐτὸν ἔχει , | ||
λόγον ἐκίνησε καὶ τὰς τιμωρίας αὐτοῦ διεξῆλθεν , ὥσπερ φόβῳ διατεθεὶς πρὸς τὰ διηγήματα κατεύχεται τὸν Δία ἔχειν εὐμενῆ . |
ἀκροώμενος καὶ κηλούμενος , ἡγούμενος ἐν τῷ παραχρῆμα μείζων καὶ γενναιότερος καὶ καλλίων γεγονέναι . καὶ οἷα δὴ τὰ πολλὰ | ||
, ὅθεν εὐκλεέστερος μὲν Ὀλυμπιονίκης ὁ ἐξ Ὀλυμπιονικῶν οἴκου , γενναιότερος δὲ στρατιώτης ὁ μὴ ἀστρατεύτων ἡδίους τε τῶν ἐπιτηδεύσεων |
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν ὡς οὐχὶ μικροῖς ἥδεται ποτηρίοις . | ||
ἀρίστου βίου κατέστρεφεν . . Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν , ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ τὸ ἀλγοῦν κατ |
στρατοῦ , οἵας λατρείας ἀνθ ' ὅσου ζήλου τρέφει . Τοιαῦτ ' ἐρεῖ τις , κἀμὲ μὲν δαίμων ἐλᾷ , | ||
σοι εἰς τὰς πλευρὰς πολλῇ στρατιᾷ κἀδενδροτόμησε τὸ νῶτον ; Τοιαῦτ ' ἀφελὼν κακὰ καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ ' ἀγεννῆ |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας . Τοιαῦτα λέξας ἐπεψήφιζεν αὐτὸς ἔφορος ὢν ἐς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Λακεδαιμονίων | ||
καὶ μὴ ταχέως οὕτως ἐπιδραμεῖν σου τῇ διαβολῇ , ἐκεῖνο λέξας τἀληθέστατον ἂν εἴποιμι , ὦ Φιλοστέφανε , διότι θορυβεῖσθαι |
γηρῶν ἐνδεής του γίνεται , ῥεμβόμενος ἐχθροὺς εὗρ ' , ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . | ||
γηρῶν ἐνδεής που γίνεται , ῥεμβόμενος ἐχθροὺς ηὗρ ' , ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . |
διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , Ἀθηνόδωρος : μεγαλόδωρος : αἰχμάλωτος : ἀνάλωτος . Τὰ παρὰ τὸ καριν | ||
αὐτοὶ τοῖσδεσιν ἐμπελάζουσι διὰ νοῦ τυφλότητα καὶ ἀγνωμοσύνην . τύχη μεγαλόδωρος , ἀλλ ' ἀβέβαιος , φύσις δὲ αὐτάρκης : |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
ἐξ ἀρχῆς ἀναμαρτήτους φῦναι θεῶν καὶ τῶν ἐπὶ γῆς οὐδεὶς ἀναμάρτητος , τὸ δὲ τοῖς εὖ λέγουσιν ἐθελῆσαι πεισθῆναι πρέπον | ||
εἰ μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶντες θανάτῳ ζημιούμεθα ; Φάσκων δὲ ἀναμάρτητος εἶναι , καὶ ἀξιῶν τὰς συμφορὰς τῶν ἁμαρτόντων εἶναι |
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς | ||
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
γε ἀληθής ἐστιν ὁ περὶ τοῦ Παλαμήδους λόγος , ὁ συνετώτατος τῶν Ἀχαιῶν κἀν τοῖς ἄλλοις ἄριστος τὴν ἐπιβουλὴν καὶ | ||
βουλευόμενος ἀλλ ' ἐν βάθει . ἀντὶ εὐθείας δὲ ὁ συνετώτατος Χείρων , ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : ἱππότα |
: καὶ γὰρ εἰς σῶμα βλάπτεσθαι καὶ εἰς ψυχήν . διέβαλλε δὲ καὶ τὸν Σωκράτην , λέγων ὡς εἰ μὲν | ||
ἐφύλαττε καὶ περὶ τὴν ἕω καλέσασα τὸν εἰς τοῦτο ἐπιτεταγμένον διέβαλλε πάλιν τὰς κλεῖς , ὅπως ἀνοίξειε . ταύταις οὖν |
καίτοι ταλάντου τοῦτ ' ἔμαθεν Ὑπέρβολος . ἀμέλει δίδασκε . θυμόσοφός ἐστιν φύσει . εὐθύς γε τοι παιδάριον ὂν τυννουτονὶ | ||
σοφός : ⌈ τουτέστιν ὁ ὀξυμαθὴς καὶ ὁ εὐφυής . θυμόσοφός ] ὀξύνους . , κατὰ τὸν θυμὸν σοφὸς ἐκ |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
παλαιὰ δώμαθ ' , οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε : νῦν γὰρ κακός τ ' ὢν κἀκ κακῶν | ||
. , ἀνέλαβε . , ἀνέθρεψε , ἐβάστασε . . ἐξεθρέψατε ] ἐπαιδεύσατε , ἐπῃνέσατε , ἀνεθρέψατε , ἐκ μεταφορᾶς |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
τὴν ἀλληλουχίαν καὶ συνέλευσιν Ἡλίου καὶ Σελήνης : οὕτως γὰρ συμπαθὴς καὶ παράνομος ὁ γάμος κριθήσεται . ἐὰν οὖν τῷ | ||
εἰς τὰ μέρη καθήκει τις ἀπὸ τῶν ὅλων ἡ μὲν συμπαθὴς καθ ' ὁμοιότητα τῶν δυνάμεων ἡ δὲ κατ ' |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
ὅτι τὰς προλήψεις οὐκ ἐφαρμόζει . ὁ δ ' ὅτι πτωχός ἐστιν , ὁ δ ' ὅτι πατέρα χαλεπὸν ἔχει | ||
πράττων , τῶν ἐπιτηδείων σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , |
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων | ||
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
, ἐπιδεικνύσθω . ἐπεὶ δ ' αὖ καὶ πρὸς τοῦτο ἐσίγα ὁ Κυαξάρης , Ἀλλ ' εἰ μηδὲ τοῦτο , | ||
Σινωπεῖς ὑπισχνοῦντο ὥστε ἐκπλεῖν . ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐν τούτῳ ἐσίγα . ἀναστὰς δὲ Φιλήσιος καὶ Λύκων οἱ Ἀχαιοὶ ἔλεγον |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
γείτονας ποιήσεις . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσι καὶ ἐπίρρητον . διπλοῦν καὶ διπλάσιον , φησίν , διαφέρει . | ||
καὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἱερῶν τε ὄντων καὶ θεοφιλῶν , ἐπίρρητον δὲ καὶ θῆλυν σοφίαν προελόμενος . καὶ ὡς οὐ |
κἀκείνως φενακίζειν ἐπιχειρῶν οἴει λανθάνειν , τούτοις οὐδὲν ἧττον ἁλίσκει πονηρευόμενος καὶ κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ μᾶλλον ἢ ἡμῶν αὐτῶν | ||
τὸν Διόνυσον , ὦ παμπόνηρος ἐγὼ , ὁ εἰς πάντα πονηρευόμενος καὶ πάντα ἐξετάζων , οἷα ἐφενακιζόμην ὑπ ' αὐτοῦ |
οἰκίαν διοικῇ ὀρθῶς , τί ὄνομα τούτῳ ἐστίν ; οὐκ οἰκονόμος τε καὶ δεσπότης ; Ναί . Πότερον οὖν καὶ | ||
οὐδὲν ἀνήλωσε . διὸ καὶ γενόμενος οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα |
δ ' ἡμῖν ὁδὶ κηρυττομένοις ὀβολοστάτης ὢν ἐπρίατο , ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν , τοιοῦτος οἷος μηδὲν εἰς τὴν οἰκίαν | ||
[ συνοικία ] θητῶν ἐστὶ , μεταβόλων ἐργασία , τελωνῶν ἀνυπέρβλητος πλεονεξία , ἐκ πολλῶν χρόνων ἀνεπιθέτῳ πονηρίᾳ συντεθραμμένη : |
, οὐδὲ ἀνή - λισκον οὐδέν . Ἀνθεμίων δὲ ὁ Διφίλου καλλωπίζεται δι ' ἐπιγράμματος ὅτι ἀπὸ τοῦ θητικοῦ τέλους | ||
ἔστιν ἐν ἀκροπόλει ἵππος ἀνδρὶ παρεστηκώς : καὶ τὸ ἐπίγραμμα Διφίλου Ἀνθεμίων τόνδ ' ἵππον ἀνέθηκεν θεοῖς , θητικοῦ ἀντὶ |
ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήιος * * * ὃς ἀλαζονεύεται μὲν ἁλιτήριος περὶ τῶν μετεώρων , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . | ||
, ὅν γ ' ἔστιν λέγειν ; ὁ Βουζύγης ἄριστος ἁλιτήριος . τί κέκραγας ὥσπερ Βουζύγης ἀδικούμενος ; ὁ νόθος |
Ῥωμαίων ἐλεύσομαι συγγραφεῖς . παλαιὸς μὲν οὖν οὔτε συγγραφεὺς οὔτε λογογράφος ἐστὶ Ῥωμαίων οὐδὲ εἷς : ἐκ παλαιῶν μέντοι λόγων | ||
τὴν καθ ' ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν ; ἐκ τριηράρχου λογογράφος ἀνεφάνη , τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος : ἄπιστος δὲ |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
ἑβδόμης , ἅπερ σύμπαντα τείνει πρὸς εὐσέβειαν καὶ ὁσιότητα , μέτειμι ἐπὶ τὸ πέμπτον τὸ περὶ γονέων τιμῆς , ὅ | ||
ἁπλοῖς ἐπιδέσμοις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς χρώμεθα . ἐπὶ τοὺς ποικίλους μέτειμι . Οὗτος ὁ ἐπίδεσμος εὐθετεῖ ἐπὶ τῶν κατὰ τὰς |
τοῦ στρατοῦ πλῆθος , ἐάσας ῥεῖ ὁρμᾷ χέεται κινεῖται : ἀσυνδέτως ταῦτα . πείθει δέ με ταῦτα σκοπεῖν ὁ ἐν | ||
ἀσυνδέτως εἰώθαμεν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνόματα πλείονα συνείροντες ἀλλήλοις ἀσυνδέτως , οὐ συμπλεκόμενα πρὸς ἑνός τινος σημασίαν , καθάπερ |
πρεσβύτερος μὲν οὖν καὶ πρῶτος ἔστι τε καὶ λεγέσθω ὁ ἀστεῖος , νεώτερος δὲ καὶ ἔσχατος πᾶς ἄφρων , τὰ | ||
† ὁ ἐν ἄστει διατρίβων , λέγεται * * * ἀστεῖος ὁ διὰ χρηστὸν ἦθος ἐπαινούμενος , ὡς καὶ ὁ |
φίλιον ἐν δόμοις : θάνατος οὐ πόρσω . βοᾶι φόνου φροίμιον στενάζων ἄναξ . ὦ πᾶσα Κάδμου γαῖ ' , | ||
ἐγώ νιν οἷδα καὶ σὺ χοἰ πεπονθότες . Μενέλαε , φροίμιον μὲν ἄξιον φόβου τόδ ' ἐστίν : ἐν γὰρ |
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον , | ||
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς |
γὰρ δήπου καὶ εἰς ἐκείνας τὸ πολέμιον καθ ' ἡμῶν ἀφῖκται κήρυγμα : φιλοῦσι τοὺς Ἀπόλλωνός τε καὶ Ἑρμοῦ προστάτας | ||
τὸ κλέος τῆς ἐν ἰητρικῇ σοφίης πεφοίτηκε καὶ ἐς ἡμέας ἀφῖκται . Τί δὲ χρέος , ἑταῖρε , δεῦρό σε |
παρήρχετο . παρέτρεχεν , ὑπεχώρει . λίαν . ἔξοδον , ἐκφυγὴν . ἔξοδον καὶ φυγὴν . ἔκπλευσιν . οὐδαμῶς . | ||
ἔνθεν κἀκεῖθεν , μανικῶς ὁρμωμένων . σκέπας : ἀποκοπὴν , ἐκφυγὴν , σκέπασμα . ὄμβρων : ὄμβρος παρὰ τὸ ὁμοῦ |
οὐδεὶς ὅλως ; οὐκ οἶδ ' ἔγωγε Δαιτυμόν ' . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ | ||
κατάλοιπον μέροπαϲ ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην : οὐδεὶϲ παρέϲται , φημί . τί λέγειϲ ; |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
Ἡλίῳ καὶ ὑγιασθεὶς ἀνῆλθεν ἐπὶ τὸν Οἰνοπίωνα . ὁ δὲ Οἰνοπίων ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὑπὸ γῆν ἐκέκρυπτο : ἀπελπίσας δὲ | ||
ἐμὸς υἱός , οἷον ἀρτίως εἴδετε , τοιοῦτος γέγονεν , Οἰνοπίων τις ἢ Μάρων τις ἢ Κάπηλος ἤ τις Τιμοκλῆς |
: ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος ἠθέτηκεν αὐτόν . ἀναγκαῖος δέ ἐστι : προδιασυνίστησι γὰρ , ὅτι ἥττων ἐστὶ | ||
. ἐπὶ δὲ τῶν καθ ' ἕκαστον οὐ πάνυ τι ἀναγκαῖος ὁ πολὺς περὶ τῆς πατρίδος λόγος : ἰτέον οὖν |
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν | ||
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος . |
. . ἀρεστός : ἀρῶ ἀρέσω ἤρεκα ἤρεσμαι ἤρεσαι ἤρεσται ἀρεστός . . . . Ἄρειος : ὁ φιλόσοφος ὁ | ||
: ἔδει γὰρ ἀρεκτὸς εἶναι . ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ ἀρέσω ἀρεστός . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . ἄσχετος |
μοί τι τέκνοις ἀποθύμιον ἕρπῃ . εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη , | ||
Ἡφαίστοιο : αἰεὶ δὲ προπάροιθεν ἑοῦ χροὸς ἠύτε γέρρον νώμασκεν μακέλην , περὶ δ ' ὄμμασιν ἔνθα καὶ ἔνθα πάπταινεν |
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς | ||
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος |
πεποιημένον δὲ τοῦτο παρὰ τὸ φιλεῖν τὰς Κλέωνος πράξεις : φιλόδικος δὲ οὗτος καὶ συκοφάντης . φίλο ] φιλόδικος . | ||
τὰ δικαστήριά ἐστι διατριβόντων δικαστῶν ἢ καὶ συκοφαντῶν , ἤγουν φιλόδικος καὶ γράφων ψηφίσματα . πανδελετίους : Πανδέλετος συκοφάντης καὶ |
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε | ||
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται |
Φ . . : ἡ Νιόβη διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν λύπην ἐσιώπα , καὶ οἷον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως , ὅταν ἐστάλησαν | ||
μήλῳ κέχρημαι : ἐκεῖνο Ἔριδος , τοῦτο Ἔρωτος , ἐκεῖνο ἐσιώπα , τοῦτο φθέγγεται . μὴ ῥίψῃς , μὴ φάγῃς |
, καὶ τὸν σχέδιον ὅσος ἐστὶν ἐξάρας λόγον , ἀνέστη θαρραλέως ἐπὶ τὸν ἀγῶνα . ἐνταῦθα ὁ μὲν ἀνθύπατος ὅρον | ||
περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων , ἀλλὰ μάλα μέγα καὶ θαρραλέως λέγοντος περὶ ὅτου τύχοις τῶν παίδων ὡς πονηρός τε |
τῷ δόξαντι τιμήματι τῷ δικαστηρίῳ διπλῇ . ἐὰν δ ' ἐπίτροπος ἀμελεῖν ἢ κακουργεῖν δοκῇ τοῖς οἰκείοις ἢ καὶ τῶν | ||
βουλομένῳ γράφεσθαι . Ὁ ἡταιρηκὼς τοῦ βήματος εἰργέσθω . Ὁ ἐπίτροπος τῇ τῶν ὀρφανῶν μητρὶ μὴ συνοικείτω . Εἰς ὃν |
προαίρεσις ἐλεύθερον φύσει καὶ ἀνανάγκαστον , τὰ δ ' ἄλλα κωλυτά , ἀναγκαστά , δοῦλα , ἀλλότρια , φαντάζονται ὅτι | ||
τὰ δὲ οὐκ ἐφ ' ἡμῖν ἀσθενῆ , δοῦλα , κωλυτά , ἀλλότρια . μέμνησο οὖν , ὅτι , ἐὰν |
, ῥεμβόμενος ἐχθροὺς ηὗρ ' , ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . παύσασθε νοῦν λέγοντες : | ||
δουλοπρεπέστατα δυσβράκανον δυσθαλής δωδεκέται ἐθέλεχθρον ἐλλοπίδας ἐναύεσθαι ἐπιλησμονή ἐρρῶσθαι εὐζωρότερον εὐθανάτως εὐπινής ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται |
σοβαρῶς πορευομένων . Συνῆλθον Ἀτταβὰς καὶ Νουμήνιος : ἐπὶ δύο κλεπτῶν τοῦτο . Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρας κίνει : χρησμόν | ||
συνεληλυθότων : φασὶ δὲ γραῦν τοῦτο εἰπεῖν Ἐπιδαύρῳ ἐπὶ δύο κλεπτῶν . Σύρβα τύρβα : ἐπὶ τῶν ἀτάκτως καὶ μετὰ |
ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων , | ||
ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν |
τῷ πρώτῳ τῶν Ἀπομνημευμάτων . Ἦν δὲ καὶ ἰσχυρογνώμων καὶ δημοκρατικός , ὡς δῆλον ἔκ τε τοῦ μὴ εἶξαι τοῖς | ||
ἐνθυμηθῆναι χρὴ ὅτι οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε ὀλιγαρχικὸς οὔτε δημοκρατικός , ἀλλ ' ἥτις ἂν ἑκάστῳ πολιτεία συμφέρῃ , |
ἵετο ἐπὶ αὐτὸν ὑπὸ ὀργῆς : ὃ δ ' ἀντεπήλασεν γεγηθώς , καὶ ἀγῶνος πολλοῦ περὶ ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ | ||
, φυγὴν ἀνεμώλιον ἴσχει δοῦλος ἀνὴρ κενεῇσιν ἐπ ' ἐλπωρῇσι γεγηθώς : ἦ γὰρ ἂν ἐς δόμον αἶψα λυγρῇ πεπεδημένος |
καθιεμένην εἰς τὸ μύρον Ἀριστοφάνης εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν , | ||
τὰ ξύλινα ἀγγεῖα . Θ ἐπώλει τοὺς λύχνους : ὅτι λυχνοπώλης ἦν . Θ καθελκύσας ] εἰς τὴν θάλασσαν . |
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως | ||
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν |