τῷ δόξαντι τιμήματι τῷ δικαστηρίῳ διπλῇ . ἐὰν δ ' ἐπίτροπος ἀμελεῖν ἢ κακουργεῖν δοκῇ τοῖς οἰκείοις ἢ καὶ τῶν
βουλομένῳ γράφεσθαι . Ὁ ἡταιρηκὼς τοῦ βήματος εἰργέσθω . Ὁ ἐπίτροπος τῇ τῶν ὀρφανῶν μητρὶ μὴ συνοικείτω . Εἰς ὃν
7626814 ἀρξας
. ὁμοίως δὲ καὶ Ἀγησίπολις ὁ τῶν Λακεδαιμονίων βασιλεὺς μετήλλαξεν ἄρξας ἐνιαυτόν , τὴν δὲ ἀρχὴν διαδεξάμενος Κλεομένης ὁ ἀδελφὸς
Μύλης ἐκ Κλεοχαρείας ἴσχει Εὐρώταν καὶ Πελίαν . Εὐρώτας δὲ ἄρξας μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τὸ λιμναζόμενον ἐργασάμενος καὶ ποταμὸν ποιήσας
7593282 ὀρφανος
εἰς Ρ λῆγον ἐπιφερομένου δασέος ψιλοῦται : ἄρχω ἔρχομαι ὀρχός ὀρφανός . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσι τὸ : εἱρκτή εἱρχθῆναι .
Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΟΣ τριγενῆ ὀξύνεται : στεγανός πιθανός ἱκανός ὀρφανός . Τὰ διὰ τοῦ ΜΕΝΟΣ μετοχικὰ ὀξύνονται , εἰ
7374261 παρειληφως
. ʃ σημείωσαι ἐπὶ τῆς ἑσπέρας νῦν μόνον τὸ ὀψέ παρειληφώς : δεξάμενος . ἢ καὶ ἀναχωρῶν διασωθήσεται : ἀπὸ
ἧς ἤρα , τυχὼν οὔτε πόλιν , ἣν ἐπολιόρκει , παρειληφώς . ὠθήσας τοίνυν ὑμῖν ἔρωτα καὶ τυραννίδα καὶ πόλεμον
7355487 ἀπεβιω
τῆς Ἑσπέρας , ὅπως τε Θευδέριχος ὁ τῶν Γότθων βασιλεὺς ἀπεβίω καὶ Ἀμαλασοῦνθα ἡ τοῦδε παῖς ὑπὸ Θευδάτου ἀνῄρηται καὶ
ἐπεπτώκει , καὶ μόλις φοράδην ἐς τὰ οἰκεῖα ἠγμένος αὐθημερὸν ἀπεβίω . διαδέχεται δὲ τὴν ἀρχὴν Θευδίβαλδος ὁ παῖς ,
7340584 κληρονομησας
ἀτυχὴς ἀμπελῶνα κτησάμενος τῷ τρυγητῷ ἀπέθανεν . Ἀτυχὴς μέθυσος ἀμπελῶνα κληρονομήσας ἐν καιρῷ τοῦ τρυγητοῦ ἀπέθανεν . Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας
πρεσβύτην γενόμενον τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει καὶ ἀποθανόντα κληρονομήσας παρέγγραφος Ἀθηναίων πολίτης ἐγένετο . γήμας τε παιδισκάριον εὔμορφον
7289163 Μεγακλης
μάλιστα πάντων Ἀθηναίων . Καὶ γὰρ ὁ τῆς μητρὸς πατὴρ Μεγακλῆς καὶ ὁ πάππος Ἀλκιβιάδης δὶς ἐξωστρακίσθησαν ἀμφότεροι , ὥστ
φίλων . Ἀγαθοκλῆς συνήγαγε τοὺς φίλους . ἐπὶ τούτων ὁ Μεγακλῆς διεξελθὼν τὰ δίκαια τῆς πατρίδος τελευταῖον ἔφη εἰ δὲ
7269062 προδοτης
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ
7247546 Φαλαικος
τοὺς Ἀμφικτύονας , ὥστε ἀπολογίας τυχεῖν . Ὁ μὲν γὰρ Φάλαικος ὑπόσπονδος ἀφεῖτο , οἱ δὲ ἀναίτιοι ἀποθνῄσκειν ἔμελλον ,
περιεχώρησεν ἡ ἐν Φωκεῦσι δυναστεία : καὶ ἐπεὶ ἔσχεν ὁ Φάλαικος αἰτίαν ἰδίᾳ περιποιεῖσθαι τῶν ἱερῶν χρημάτων , ἐπαύθη τῆς
7240436 πρεσβυτερος
ὡς καὶ Λυσιμαχίδης φησὶν , ὁ μὲν Προμηθεὺς πρῶτος καὶ πρεσβύτερος , ἐν δεξιᾷ σκῆπτρον ἔχων , ὁ δὲ Ἥφαιστος
οἳ μακροβιώτατοι γεγόνασιν , οὐδὲ εἷς , οὑτοσὶ δὲ ἀναγέγραπται πρεσβύτερος : φασὶ γοῦν οἱ χρησμοί , ὅτι ” Ἀβραὰμ
7207156 παππος
παιδός σου παῖς τοιοῦτός ἐστιν , οἷον εὔξαιτο ἂν ὁ πάππος , λόγων ἐραστής , σωμάτων οὐκ ἐραστής , θράσους
τοῦ Ἀσκληπιοῦ οὗτος ὁ ἔτι νῦν ὢν καὶ ὁ τούτου πάππος , ἐφ ' οὗ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ὡς
7179599 αἰχμαλωτος
ἡμᾶς ὁ παρὼν πόλεμος ἐκφοβεῖ καὶ δέδοικα μὴ καὶ δεύτερον αἰχμάλωτος γένωμαι . εἴθε οὖν , φησὶ , παρ '
εἶναί τινας ἱστορεῖν . : Ἐξ Ὑκκάρων . . . αἰχμάλωτος γενομένη ἧκεν εἰς Κόρινθον , ὡς ἱστορεῖ Πολέμων ἐν
7170403 ἐπιβουλευσας
τεκνοῖ ἐκ ταύτης παῖδα τὸν Φῶκον ὃν ὁ Πηλεὺς ἀνεῖλεν ἐπιβουλεύσας διὰ τὸ ἐν τοῖς ἀγῶσι διαφέροντα αὐτὸν εἶναι Πηλέως
βασιλέως , ὃς ἐπὶ ξένια καλέσας τοὺς τῶν Γαλατῶν ἡγεμόνας ἐπιβουλεύσας αὐτοῖς καὶ αὐτὸς διεφθάρη , φησὶν οὕτως , εἰ
7162751 κηδεμων
καιρούς ; καὶ ἐν οἷς τις ἂν φιλόπολις ἀνὴρ καὶ κηδεμὼν τῆς πόλεως προείλετό τι πρᾶξαι , τοσοῦτον ἐδέησεν ὁ
ἱκανὸς θεραπεῦσαι τὸν κάμνοντα , οὔθ ' ὁ τῆς ψυχῆς κηδεμὼν μὴ διακαθήρας πρότερον τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αἰτίας τῆς
7161723 καταλειφθεις
στρατιάν . Κάσσιος δ ' ὁ ἕτερος τῶν ὑπάτων ὁ καταλειφθεὶς ἐν τῇ Ῥώμῃ τὸν νεὼν τῆς τε Δήμητρος καὶ
δ ' εἰς Ῥώμην περὶ τούτων ἀγγελίας Κόιντος Φάβιος ὁ καταλειφθεὶς ἐπὶ τῆς πόλεως ἔπαρχος ἀπὸ τῆς σὺν αὐτῷ στρατιᾶς
7144890 φιλοπλουτος
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος ,
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς
7130441 εὐεργετης
. ὁ δὲ τῶν φίλων καὶ τῶν συμμάχων καὶ ὧν εὐεργέτης ἦν χαλεπωτέρων ἢ τῶν πολεμίων ἀπῄει τυχὼν , καὶ
πολίτης . ἀναθημάτων ἄριστον ἐν πόλει πολιτῶν ἀνδραγαθία . πατρίδος εὐεργέτης ἀνὴρ σοφός . οὐ σῴζεται μέρος ἄνευ τοῦ ὅλου
7124798 ἀπαις
παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν μὲν Αὔγην γυναῖκα ποιεῖται , τὸν δὲ
πατρός , ἀποδοχῆς ἐτύγχανε τῆς μεγίστης . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν ἀρρένων παίδων τὴν θυγατέρα Ἀργιόπην συνῴκισε τῷ Τηλέφῳ
7116169 ἀξιουμενος
ἡδέως ἂν ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο τὰς ἐντεύξεις καὶ πάντα ἂν ἀξιούμενος συνεχώρησεν : ἐπεθύμει γὰρ τὰς κατὰ τὴν Ἑλλάδα ταραχὰς
, ἀρχοντικός , ἀγχίνους καὶ εὔγαμος , ἐπιτροπῶν καὶ παρακαταθηκῶν ἀξιούμενος . τὸ δὲ σημεῖον : τὸ πρόσωπον πλατύ ,
7112594 μεγαλογνωμων
ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων ,
ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν
7105076 βοηθησας
πολιορκούμενος ἐπεκαλέσατο τὸν Ἡρακλέα βοηθὸν ἐπὶ μέρει τῆς γῆς . βοηθήσας δὲ Ἡρακλῆς ἀπέκτεινε Κόρωνον μετὰ καὶ ἄλλων , καὶ
λόγον . ἀλλ ' οὐκ ἠδίκησεν ὁ πατὴρ σοὶ δεομένῳ βοηθήσας : οὐκοῦν οὐδὲ σὺ ἀδικήσεις ἐν καιρῷ τὴν ἀμοιβὴν
7094551 ἐτελευτησε
γάρ κω λόγῳ οἶδα ἀκούσας ὅστις ἐς τέλος οὐ κακῶς ἐτελεύτησε πρόρριζος , εὐτυχέων τὰ πάντα . σὺ ὦν νῦν
δ ' ἤδη καὶ στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ . Ἐπειδὴ δ ' ἐτελεύτησε μὲν Φίλιππος , Ἀλέξανδρος δ ' εἰς τὴν ἀρχὴν
7075459 ἐπιρρητος
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης
7052488 ἀτιμωρητος
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον
7033002 δημαγωγος
Ὑπέρβολος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . ἦν δὲ δημαγωγὸς ὃν Θουκυδίδης ἐν τῇ ηʹ ἐξωστρακίσθαι φησίν . Ὑπερήμεροι
τινὸς πάλιν αὐτὰ ποιῆσαι στρατιωτικά . βουλόμενος Εὔβουλος ὁ πολιτευόμενος δημαγωγὸς ὢν πλείονα εὔνοιαν ἐπισπάσασθαι τοῦ δήμου πρὸς ἑαυτόν ,
7016020 ἐνδοξος
γαμετὴν παρ ' ἧς τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι ' ἣν ἔνδοξός ἐστιν οὕτως ἀτίμως ἀπέλιπεν , καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων
, ὁ μετὰ τοῦτον Νάευ , Τουβίου δὲ ὁ τρίτατος ἔνδοξός τε καὶ μέγας . Καὶ γὰρ εἰ λάχῃ πρώτιστος
6998847 Πολυκρατεϊ
μιν διανοεύμενον ὁ Ὀροίτης πέμψας ἀγγελίην ἔλεγε τάδε : Ὀροίτης Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Πυνθάνομαι ἐπιβουλεύειν σε πρήγμασι μεγάλοισι καὶ
γινομένης γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον : Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ
6986801 αὐτομολος
τε ἦν . Ζώπυρος Δαρείου σατράπης ἀκρωτηριάσας τὸ πρόσωπον ἧκεν αὐτόμολος ὡς ταῦτα δὴ ὑπὸ Δαρείου παθών . Βαβυλώνιοι πιστεύουσι
ἐν Πλαταιῇσι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι , ἐνθαῦτά σφι ἐπῆλθε γυνὴ αὐτόμολος : ἣ ἐπειδὴ ἔμαθε ἀπολωλότας τοὺς Πέρσας καὶ νικῶντας
6977963 αὐτοκρατωρ
, ὧν ἐστιν ἀντίγραφον τόδε . Πομπήιος Γναΐου υἱὸς Μέγας αὐτοκράτωρ τὴν παράλιον τῆς οἰκουμένης καὶ πάσας τὰς ἐντὸς Ὠκεανοῦ
καὶ συνέβη γενέσθαι . ὁ δ ' οὖν Ὀνόμαρχος στρατηγὸς αὐτοκράτωρ ᾑρημένος ἐκ μὲν τοῦ χαλκοῦ καὶ σιδήρου κατεσκεύασεν ὅπλων
6975184 ἀποθνῃσκων
μηκέτι σπῶ : οὐ δέδοται . ἀλλ ' ὡς ἤδη ἀποθνῄσκων ὧδε ἐπινοήθητι : γέρων εἶ : μηκέτι τοῦτο ἐάσῃς
ἢ ὅτι αὐτὴν ἀναλαβὼν ὁ ἰατρὸς Νικόστρατος [ καὶ ] ἀποθνῄσκων κατέλιπεν αὐτῇ πολὺν ἐλλέβορον , ἄλλο δὲ οὐδέν .
6973268 ἐπιτροπευων
. Λεύκιος δὲ Πείσων , ὁ τῷ Ἀντωνίῳ τὴν ἀποδημίαν ἐπιτροπεύων , ἀνὴρ ἐν τοῖς μάλιστα Ῥωμαίων ἐπιφανής , ὅσοι
καὶ εἰς τὰς τῶν ὀρφανῶν δίκας οἱ ἐπίτροποι εἰςίτωσαν : ἐπιτροπεύων τις ὀρφανοῦ ἠτιμώθη : ἐγράψατό τις ὡς ὑβριστὴν τὸν
6970606 κληρωθεις
' οὕτως ἐδίκαζεν . εἰ δέ τις δικαστὴς εἰσῄει μὴ κληρωθεὶς εἰς τὸ δικαστήριον , διαφόρως ἐζημιοῦτο . ὁ δὲ
ἱστορικῶν . υἱοὶ δὲ Κόδρου ἦσαν Νηλεὺς καὶ Μέδων . κληρωθεὶς οὖν ὁ Μέδων βασιλεύων , ἐλθὼν ὁ Νηλεὺς εἰς
6970014 πολεμιστης
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · ,
6968346 ἀδελφος
: ὁ Χῖος ῥήτωρ Καύκαλος , ὁ Θεοπόμπου τοῦ ἱστοριογράφου ἀδελφός . . . . : φασὶ δὲ αὐτόν τε
. τοιοῦτος ἦν καὶ Ἀλέξαρχος ὁ Κασσάνδρου τοῦ Μακεδονίας βασιλεύσαντος ἀδελφός , ὁ τὴν Οὐρανόπολιν καλουμένην κτίσας . ἱστορεῖ δὲ
6962587 ἀξιωθεις
ὡς οἶσθα καὶ σύ , φίλων ἄριστε , ἀνεβαλλόμην πολλάκις ἀξιωθεὶς τὸν λόγον , καὶ ἀπεσχόμην δ ' ἂν τελέως
κατέφυγε μὲν ἐπὶ Διονύσιον τὸν Σικελίας τύραννον , μειζόνων δὲ ἀξιωθεὶς ἢ τὸν φεύγοντα εἰκὸς ξυνῆκε μὲν τοῦ τυράννου καὶ
6958869 ἠξιωθη
ἐπαινετῶν ὄντων αὐτὸς μόνος διήνεγκεν : οὗτος γοῦν καὶ μόνος ἠξιώθη τῆς βασιλείας : εἶτα ἐξ ἱστορίας παραδείγματα , ὅτι
ἄλλως δὲ οὐκ ? [ ] σώματι κεχρημέν [ ] ἠξιώθη παρ [ ] τὼν τοιούτων [ ] σιων αφ
6954288 ἀπετισε
αὑτοῦ δωροδοκίας καὶ προδοσίας καὶ ἐς πάντα ἀπιστίας τὴν ἀξίαν ἀπέτισε δίκην . διαλαμβάνει δὲ καὶ ὡς Θίβρων ὁ Λακεδαιμόνιος
τῶν ἐν Κρότωνι Πυθαγορείων , ὑπὲρ τοῦ μὴ ὀμόσαι χρήματα ἀπέτισε , καίτοι εὐορκήσειν μέλλων . ἀναφέρεταί γε μὴν εἰς
6953399 Βασσος
τροφὴ δὲ αὐτῷ νόμοις ἰατρῶν ἔτι περιγέγραπται . ταῦτα μαθέτω Βάσσος , ταῦτα ἀπολογίαν ποιοῦ καὶ φύλαττε τὸ σχῆμα τῷ
Ἀγρίππας ἐν Ἀκυτανίᾳ πολλὰ κατώρθωσε καὶ μεγάλα . Καὶ Βεντίδιος Βάσσος ἐν Συρίᾳ Πέρσας τε τρισὶν ἐνίκησε μάχαις καὶ τὸν
6943417 Τυρρηνῳ
ἐγὼ βιώσομαι ; Ἀξιόνικος δ ' ὁ κωμικὸς ἐν τῷ Τυρρηνῷ Γρυλλίωνος τοῦ παρασίτου ἐν τούτοις μνημονεύει : οἶνος οὐκ
ἄλφιτ ' , οὐ Κόρυδος ἀσύμβολος κινεῖν ὀδόντας . Ἀντιφάνης Τυρρηνῷ : ἀρετὴ τὸ προῖκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν . λέγεις
6941343 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
6937355 Συλοσων
. . . . . . . . . α Συλοσῶν . . . . . . . . .
ἐπεθύμησε τῆς χλανίδος καὶ αὐτὴν προσελθὼν ὠνέετο . Ὁ δὲ Συλοσῶν ὁρέων τὸν Δαρεῖον μεγάλως ἐπιθυμέοντα τῆς χλανίδος , θείῃ
6934135 Ἀφιδναιος
? καὶ ] Δημοκράτης ? [ αὐτοῖς ] ? ὁ Ἀφιδναῖος [ ἀεὶ παρακαθήμενος ] ? ? καὶ ! !
. Τελευταῖον δ ' εἰς τὴν βουλὴν εἰσελθὼν Δημοκράτης ὁ Ἀφιδναῖος , ἔπεισε τὴν βουλὴν ἀνακαλέσασθαι τὸν Ἀριστόδημον : εἷς
6927282 ἀδελφεος
Ἕκτωρ καὶ τῷ δ ' ἅμ ' Ἀλέξανδρος κί ' ἀδελφεός . . Οὐ λέληθε δέ με ἡ ὑπαρκτικὴ τῶν
ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος [ ὁ ] Ἀναξανδρίδεω , Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός . Ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν
6926370 φιλοδημος
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός ,
6925923 διαδεξαμενος
βασιλείαν καὶ γήμας Ἰτώνην τὴν Λυκτίου Λύκαστον ἐγέννησεν , ὃς διαδεξάμενος τὴν ἀρχὴν καὶ γήμας Ἴδην τὴν Κορύβαντος ἐγέννησε Μίνωα
, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι . μετὰ δὲ τὴν Αἰγέως τελευτὴν Θησεὺς διαδεξάμενος τὴν βασιλείαν ἦρχε τοῦ πλήθους νομίμως καὶ πολλὰ πρὸς
6910201 νοημων
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις
6909854 βουλευτης
τῆς γυναικός ε οὐ λήσεται σου ὁ δρασμός Ϛ γενήσῃ βουλευτής , ἄρτι δὲ οὔ ζ πρεσβεύσεις , οὐ μόνος
προκόπτεις ἄρτι ι ἐὰν κοινωνήσῃς , βλάπτῃ α οὐ γίνῃ βουλευτής β πρεσβεύεις . ἑτοιμάζου γ οὐ φυγαδεύῃ . μὴ
6909509 διεδεξατο
ἡμῖν συναγαγεῖν , φιλοπόνως διειλήσασι τὰ λεγόμενα περὶ τἀνδρός . διεδέξατο δ ' αὐτὸν Σπεύσιππος Εὐρυμέδοντος Ἀθηναῖος , τῶν μὲν
τε τοὺς ἄλλους καὶ Μήδου αὐτοὺς , τήν τε Ῥωμαίων διεδέξατο βασιλείαν Ἰουστῖνος ὁ νέος , ἀδελφιδοῦς αὐτῷ γεγονὼς ,
6908929 δημοτικος
τὰ καλά . Περίανδρος ὁ Κορινθίων δυνάστης κατ ' ἀρχὰς δημοτικὸς ὢν ὕστερον εἰς τὸ τυραννικὸς εἶναι μετῆλθεν , καὶ
δὲ ἐν Οἰδίποδι : ὁ πρῶτος εὑρὼν τἀλλότρια δειπνεῖν ἀνὴρ δημοτικὸς ἦν τις , ὡς ἔοικε , τοὺς τρόπους .
6906980 νομοθετικος
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν ,
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός
6902419 δολιῳ
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . [
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . αὐχεῖς
6898228 ὠνησατο
μήποτ ' οὖν διὰ ταῦτα καὶ ἡ παροιμία Χῖος δεσπότην ὠνήσατο παρ ' Εὐπόλιδι . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ τῆς τῶν
' οὖν διὰ ταῦτα καὶ ἡ παροιμία Χῖος δεσπότην [ ὠνήσατο ] , ᾗ κέχρηται Εὔπολις ἐν Φίλοις . Ἀθηναῖοι
6897394 Κλωδιος
τάδε πράξας ἀνήγετο ταῖς τε ἰδίαις καὶ ταῖς τριάκοντα , Κλώδιος δὲ ἐκ Βρούτου πεμφθεὶς ἐς Ῥόδον ἐπὶ νεῶν τρισκαίδεκα
μάλιστα Καίσαρος ἐχθροί , Καννούτιός τε καὶ Γάιος Φλάυιος καὶ Κλώδιος ὁ Βιθυνικὸς καὶ ἕτεροι . τοῦτο μὲν δὴ τέλος
6893350 φευγετω
τρία δὲ ἔτη , καθάπερ ἅτερος ἔφευγεν τὰ δύο , φευγέτω , μεγέθει θυμοῦ πλείω τιμωρηθεὶς χρόνον . καθόδου δὲ
ὅστις οὖν ἐλεύθερος εἶναι βούλεται , μήτε θελέτω τι μήτε φευγέτω τι τῶν ἐπ ' ἄλλοις : εἰ δὲ μή
6888173 ἀπαιδος
μὲν Ῥωμύλος πολέμῳ τοὺς τότε κατασχόντας ἀφελόμενος , ἐκείνου δὲ ἄπαιδος ἀποθανόντος Πομπίλιος Νόμας ὁ μετ ' ἐκεῖνον βασιλεύσας ἐκαρποῦτο
, εἰ δὲ βούλει , τοῦ Λεωκράτους : τετελευτηκότος γὰρ ἄπαιδος αὐτοῦ , οὐδεὶς ἡμῶν γένει ἐγγυτέρω ἐστί . καὶ
6885089 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
6881199 Θερσανδρος
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
6875220 συνηγορος
καλεῖται ἀλλ ' ἔτι μένει σύνθετον , ὡς ἐπὶ τοῦ συνήγορος εὐσυνήγορος , σύμβουλος εὐσύμβουλος , κένταυρος ἱπποκένταυρος : ἔστι
ὑπὲρ τοῦ δὴ ταῦτα καὶ τί τὸ ἀδίκημα ; ὁ συνήγορος , φησίν , οὐκ εἶπεν , ἥτις ἦν ἡ
6874953 ἑξηκοντουτης
Ῥουτιλιανὸς ἔπεμπεν εὐθὺς ἐπὶ τὴν κόρην καὶ τοὺς γάμους συνετέλει ἑξηκοντούτης νυμφίος καὶ συνῆν , τὴν πενθερὰν Σελήνην ἑκατόμβαις ὅλαις
. ἁλωνευόμενος . ὃς δὲ πρῶτος ἐξῆρχε τοῦ πόνου , ἑξηκοντούτης ὢν καὶ βαρὺς τὸ σῶμα καὶ πιμελής . .
6862714 πολιτης
σωτηρίας τῆς πολιτείας ἐχομένοις συντελῶν καὶ ἔστιν ἀνήρ τε καὶ πολίτης ἀγαθὸς ὁ αὐτός : μοχθηρᾶς δὲ πολιτείας ὁ τὴν
ὑφορᾶται τῶν ἀστειοτέρων τὰ σκώμματα πάντων ἀσχολουμένων τοῖς ὁρωμένοις . πολίτης γὰρ ξένον παραλαβὼν ὅ τι θέας ἄξιον ὑποδείκνυσι .
6860896 αἱρεθεις
ἀρχῆς τάξαι τὸν ὑπ ' Ἀριστείδου πάντων δικαιότατα τεταγμένον , αἱρεθεὶς ἐπὶ τούτῳ δέκατος αὐτὸς μάλιστα διπλάσιον αὐτὸν ἑκάστοις τῶν
κατὰ νόμον αἱρεθεὶς κριτής , διαιτητὴς δὲ ὁ κατὰ σύμφωνον αἱρεθεὶς συμβάσεως χάριν . Μένανδρος ἐν Παιδίῳ : εἴ τις
6856372 ἀρχετω
καὶ οἱ ἀπὸ τῆς πρώτης Ῥαιτικῆς . συμπάντων δὲ τούτων ἀρχέτω Δημήτριος . ἐπὶ τούτοις δὲ οἱ Κελτοὶ ἱππεῖς ,
ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀρχόντων τῶν ἑλομένων , πλὴν νομοφυλάκων , ἀρχέτω ἔτη πέντε , ἕκτῳ δὲ κατὰ ταὐτὰ ἄλλον ἐπὶ
6852316 Μονος
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως
6849453 Ἀρταξερξης
. Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο , πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης , νεώτερος δὲ Κῦρος : ἐπεὶ δὲ ἠσθένει Δαρεῖος
ὑπάτους Μάρκον Γάιον καὶ Πόπλιον Οὐαλέριον . ἐπὶ δὲ τούτων Ἀρταξέρξης ὁρῶν μεγάλας ἑαυτῷ παρεσχημένον χρείας ἐν τῷ πρὸς Αἰγυπτίους
6849152 νεωτερος
εἰ γὰρ συνετάχθη τῷ πρεσβυτάτῳ χρηστὰ καὶ φιλάνθρωπα βουλευομένῳ , νεώτερος μὲν ἐκείνου , τῶν δ ' ἄλλων πρεσβύτερος ὤν
ὦ βουλή , καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι , ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ . ἐγὼ δὲ
6846335 ἰσοτελης
ἰσοτελὴς διαφέρει . μέτοικος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ὑπόφορος , ἰσοτελὴς δὲ ὁ μὴ τελῶν τι ἢ ἄρχων . μεταβάλλεσθαι
ἔλαττον : ἐτέλει δὲ ὁ μέτοικος κατ ' ἐνιαυτόν . ἰσοτελὴς δέ ἐστιν μέτοικος τετιμημένος ἐν τῷ ἴσῳ τάγματι τοῖς
6839752 γεγενημενος
κτῆμα ὁ πλοῦτος , ὁ πολλοῖς πολλάκις αἴτιος ἀνηκέστων συμφορῶν γεγενημένος : εἰ γάρ μοι πείθοιο , μάλιστα μὲν ὅλον
τε ἀποχρώντως ἔχων καὶ τοῦ τῶν Φλωριδῶν γένους ἄριστον ἐγκαλλώπισμα γεγενημένος . οὗτος δὴ οὖν ὁ ἀνήρ , περὶ πλείστου
6837894 καταδικος
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ
6826227 ἐκοσμηθη
πέφυκε . Καὶ τὰ μὲν ἓξ ἀνὰ μέσον ἐντὸς φύσις ἐκοσμήθη . Οἰσοφάγος δὲ ἀπὸ γλώσσης τὴν ἀρχὴν ποιεύμενος ἐς
Παλαιστίνης ἄρχοντα πεποιηκὼς πέμψας ἐκεῖσε Κλημάτιον , καὶ οἷς Ἀρισταίνετος ἐκοσμήθη , ταῦτα εἰς ἡμᾶς γεγενῆσθαι . πρόσθες δὴ ταῖς
6823631 Σωτηρ
ὃς ὡμήρευεν ἐν Ῥώμῃ καὶ τῆς ὁμηρείας ἐκφυγὼν ἐβασίλευσε , Σωτὴρ καὶ ὅδε πρὸς τῶν Σύρων , δεύτερος ἐπὶ τῷ
' ἐπιφανὴς καὶ ἔντιμος ἡ χρεία . Πτολεμαῖος γοῦν ὁ Σωτὴρ ἐλέατρος ἀπεδείχθη Ἀλεξάνδρου . μήποτε δὲ ὃν νῦν καλοῦσι
6821936 Ἀρτοξερξης
αὐτῆι ἐπαύσατο διὰ τὴν πολλὴν τοῦ Ἀρτοξέρξου δέησιν . ὡς Ἀρτοξέρξης δῶρα ἔδωκε τῶι ἐνέγκαντι τὸν Κύρου πῖλον : καὶ
δὲ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , κάρτα γραῦς γενομένη . καὶ Ἀρτοξέρξης ἀποθνήσκει , μ καὶ β ἔτεα βασιλεύσας . τελευτᾶι
6814369 πολιτευομενος
, ἔφη , νόμιμος μὲν ἂν εἴη ὁ κατὰ ταῦτα πολιτευόμενος , ἄνομος δὲ ὁ ταῦτα παραβαίνων ; Πάνυ μὲν
τὸν ἰδιώτην , ὁ δὲ ἰδιώτης ὀρέγεται βασιλείης , ὁ πολιτευόμενος τὸν χειροτεχνεῦντα ὡς ἀκίνδυνον , ὁ δὲ χειροτέχνης ἐκεῖνον
6806791 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
6804517 ἀτιμος
αὐτῷ τούτων τῶν κινδύνων ἐμέλησεν , ἀλλ ' ἐβουλήθη καὶ ἄτιμος εἶναι [ καὶ τὰ χρήματ ' αὐτοῦ δημευθῆναι ]
πάρεστι ] ἡ Ἑλένη . πάρεστι ] ἰδεῖν αὐτήν . ἄτιμος ] πολύτιμος . ἀλοίδορος ] οὐ γὰρ λοιδοροῦμεν αὐτὴν
6804406 θεραπευτης
ἁπάντων ἡδονήν . ἀφ ' ἧς ἐξαναστὰς ὁ ἱερεὺς καὶ θεραπευτὴς τοῦ μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων
σύμβολον ὁ βραχίων πόνου καὶ κακοπαθείας : τοιοῦτος δὲ ὁ θεραπευτὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἁγίων , ἀσκήσει καὶ πόνῳ χρώμενος
6798695 Ἀμυτις
, σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς καὶ Ἄμυτις ἡ γυνὴ καὶ Ἀρτοξάρης , ἐτῶν ἤδη ὢν εἴκοσι
Ξέρξου ἐτύγχανεν , ὡς μεμοιχευμένης λόγους ἐκίνει : καὶ ἐπιτιμᾶται Ἄμυτις λόγοις ὑπὸ τοῦ πατρός , καὶ ὑπισχνεῖται σωφρονεῖν .
6793286 Συρος
ὑψαυχενήσει , φυσώμενος ταῖς τυχηραῖς εὐπραγίαις : μεταληφθεὶς γὰρ ὁ Σύρος ἐστὶ μετέωρος . νυνὶ δὲ τοῦ Σύρου Λάβαν οὐχὶ
, ἐρρωμένοις δὲ θάνατόν τινος τῶν οἰκείων προαγορεύει . ὁ Σύρος ἔδοξε τῷ δεσπότῃ περίδειπνον παρατιθέναι , καὶ οὐκ εἰς
6792763 τυραννος
πέφυχ ' , ὃς Ἑλλάδος ἦρξ ' ἀξιωθείς , οὐ τύραννος , ἀλλ ' ὅμως ῥώμην θεοῦ τιν ' ἔσχ
ταύτης , κἂν ἐλεγχθῇ μεμοιχευμένη , δι ' ἣν ὁ τύραννος ἀνῄρηται . Συριανοῦ καὶ Σωπάτρου . Ἠπόρησαν ἐνταῦθά τινες
6782105 ὑπερηφανος
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους ,
6781486 ἐδολοφονησεν
ἀπέκτεινεν ἀπέκτονεν , ἀπέσφαξεν , ἀπεχρήσατο διεχρήσατο , καθεῖλεν , ἐδολοφόνησεν , ἀνελών , ἀποσφάξας , ἀποκτείνας , ἀποχρησάμενος διαχρησάμενος
διὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατιωτῶν φρουροῦντα , κρίνας αὐτὸν ἀλλότρια φρονεῖν ἐδολοφόνησεν . ἐστράτευσε δὲ καὶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πολλοὺς ἔσχε
6781165 ἐπισημος
[ ] ἑορτὴ ἡμέρας [ ] ιαʹ ιβʹ ιγʹ , ἐπίσημός [ ἐστι ] δὲ ἡ ιβʹ , [ ὡς
. ” τοσοῦτον ἄρα καθίκετο αὐτοῦ ἡ μίμησις τῆς ὀρχήσεως ἐπίσημός τε καὶ σαφὴς φανεῖσα . Ἡ δὲ πλείστη διατριβὴ
6777534 διαδοχος
μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα , πρὶν ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ , θελήσῃ τ ' εἰς
. Ἀποπλέοντι δὲ Ἀναξιβίῳ ἐκ Βυζαντίου συναντᾷ Ἀρίσταρχος ἐν Κυζίκῳ διάδοχος Κλεάνδρῳ Βυζαντίου ἁρμοστής : ἐλέγετο δὲ ὅτι καὶ ναύαρχος
6776129 δωροδοκος
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης ,
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος
6776028 μετοικος
πρὸς ἄργος κατῆλθεν . φησὶν οὖν ὅτι ὁ ἀνὴρ οὗτος μέτοικός ἐστιν ἐξ Ἀρκαδίας , Ἄργει δὲ ἐκτίνων καὶ ἀποδιδοὺς
ἔτη δεδεμένος ἐκτινέτω ταύτην αὐτὴν τὴν δίκην , ὁ δὲ μέτοικός τε ὢν καὶ ἀπειθῶν τοῖς νόμοις τρία ἔτη δεδέσθω
6775550 πολυπαις
, πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος
ἀντίπαλον : οὗτός ἐστιν ὁ τρίτος τῶν ἀρχηγετῶν , ὁ πολύπαις τε καὶ μόνος εὔτεκνος , ἀσινὴς ἐν ἅπασι τοῖς
6775237 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
6775005 προτιμων
, ἀνακῦψαι τὰς ἀρχὰς ἐπὶ τὰ πάτρια ἠξίουν , οὐ προτιμῶν οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς πατρίδος , ἀλλ ' ἐλπίζων
, φίλου τε ἀποθανόντος ἀμνημονῶν καὶ τῶν συνθηκῶν τὸν πλοῦτον προτιμῶν . Ὅτι Ἀθηναῖοι τοὺς ἐς Ἀρκαδίαν ἀποσταλέντας πρεσβευτάς ,
6772331 ἐπιψογος
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια ,
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος ,
6771686 τετελευτηκε
Κόπρειος τοῦ Πύρρου κλήρου λαχεῖν τὴν λῆξιν ἠξίωσεν , ὃς τετελεύτηκε πλείω ἢ εἴκοσιν ἔτη , τρία τάλαντα τίμημα τῷ
τε ὁ μάγος εἴη ὁ βασιλεύων καὶ Σμέρδις ὁ Κύρου τετελεύτηκε : καὶ αὐτοῦ τούτου εἵνεκεν ἥκω σπουδῇ ὡς συστήσων
6767208 ἐχορηγει
ἐκεῖνος , ἐπειδή οἱ ὁ πάππος εἰς Μήδους ἀφικομένῳ δαῖτα ἐχορήγει βασιλικήν , τότε γὰρ οὐ μετρίως ἐτρύφα τὸ Μηδικόν
κατετίθετο , ἀλλ ' ἰδίᾳ ἐθησαύριζεν : οὔτε τοῖς στρατιώταις ἐχορήγει τὰς μισθοφορίας , οὔτε τοῖς ἡγεμόσι μετεδίδου τούτων ,
6764131 συναγωνιστης
μόνον ὠφέλειαν , ἣν ὁ μὴ δρῶν σύμβουλος ἢ ὁ συναγωνιστὴς ἥσυχος , ἀλλ ' ἀμφοτέρας . οὐ γὰρ ἡμίεργον
κέχρηνται . ὁ δὲ ταύτης τῆς πίστεως αὐτῷ συνεργὸς καὶ συναγωνιστὴς καὶ ὁ δεῦρ ' ἀπαγγείλας τὰ ψευδῆ καὶ φενακίσας
6761555 μαγος
οὔτε γὰρ ἐν τῷ παραδόξῳ , οὗ παράδειγμα τοῦτο : μάγος ὑπέσχετο ἐν τρισὶν ἡμέραις τύραννον καθελεῖν : σκηπτοῦ κατενεχθέντος
αὐτὸς υἱὸν πενθοῦντι καὶ ἐν σκότῳ ἑαυτὸν καθείρξαντι προσελθὼν ἔλεγε μάγος τε εἶναι καὶ δύνασθαι ἀναγαγεῖν τοῦ παιδὸς τὸ εἴδωλον
6759713 κηδεστης
τὸν ξένον γενόμενον , ἀλλ ' ὡς τοῦ Διὸς ἐπεθύμησε κηδεστὴς γενέσθαι , καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς Ἑλένης , ὡς
πεζοὺς μισθοφόρους ἔχων [ αὑτῷ ] συστρατεύοντας : ὁ δὲ κηδεστὴς τοῦ Δατάμου τῶν ἱππέων ἀφηγούμενος , χάριν βουλόμενος καταθέσθαι
6756726 κοινωνησας
ἄνδρα φίλον ἐν νυκτὶ ἐκπεσόντα ἐς πέλαγος οὕτως ἠγριωμένον ἢ κοινωνήσας τοῦ θανάτου ; καί μοι ἐπ ' ὀφθαλμῶν λαβὲ
ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας κοινωνήσας στρατείας οὐκ ἄνευ γνώμης βασιλέως , καὶ ἦν εὐδαίμων
6750688 Μοσχιωνος
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος
6747529 ξενος
τὸν ξενίζοντ ' οὐδεὶς πώποτ ' ᾐτιάσαθ ' ὡς εἴη ξένος . καί μοι λαβὲ τὰς μαρτυρίας . Περὶ μὲν
τὴν πόλιν ταύτην λίθον προσενέγκηι , ἐλεύθερος γίνεται , κἂν ξένος ἦι . ἔστι καὶ ἑτέρα Ἱεροδούλων , ἐν ἧι
6745931 Παρυσατιδι
σατραπείαν , καὶ μελετᾶι ἐπανάστασιν . διαβάλλει Σατιβαρζάνης Ὀρόνδην ὡς Παρυσάτιδι μίγνυται , καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται
καὶ ἀναίρεσις . καὶ ἔτι σύλληψις Γίγγης , ἡ ὠικείωτο Παρυσάτιδι : καὶ κρίσις ἐπ ' αὐτῆι , καὶ ἀθώωσις
6743674 φιλοπαις
Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς
παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς .
6733000 Κρεων
: καὶ τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων καὶ τῶν Οἰδίποδος κακῶν ὁ Κρέων ἀπέλαυσεν : ἀπολαύειν μετέχειν : λυπηρῶς : ἀλλ '
ἴτω : παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι , Κρέων , προσθῇ μέριμναν : ἄνδρες εἰσίν , ὥστε μὴ
6725365 φιλολογος
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν
6724430 ἀπεστερημενος
, ἀρρωδέων μὴ ἑωυτὸν ἐκφήνας τὸ παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ
λωποδύται , καὶ τεκμήριον ὁ Δημοσθένους νεκρὸς τῆς ἐσθῆτος οὐκ ἀπεστερημένος . καὶ ἐν τοῖς συνεζευγμένοις δὲ στοχασμοῖς πολλὰ ἐμπίπτει

Back