| γὰρ ὄμβρου προϋπάρξαντος οὔτε νεφῶν ἀθροισθέντων , σεισμοῦ δὲ ὀλίγου προγενομένου γῆς , εἴτε σκηπτοῦ νύκτωρ κατενεχθέντος , εἴτε καὶ | ||
| πάθοϲ ἐν ἀνθρώπου φύϲει ϲυϲταίη ποτὲ μὴ οὐχὶ ϲημείου τινὸϲ προγενομένου . ϲὺ δὲ πειϲθεὶϲ τοῖϲ ὑφ ' ἡμῶν λεγομένοιϲ |
| : ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
| τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
| ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη | ||
| . . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ . |
| . καὶ εἰσὶ ταῦτα τῶν νοημάτων τῶν ἡμετέρων σημαντικά . στεναγμοὶ δὲ καὶ καγχασμοὶ καὶ αἱ τῶν παιδίων ἢ τῶν | ||
| Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ τῶν πόνων ἐρείσματα λαμπραῖσιν ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει ἔφριξ ' |
| ' ἐνιαύσιοι ἑπτὰ : εἰσὶ δὲ αὗται : σποράτος : χειμὼν : φυταλίαι [ ] : ἔαρ : θέρος : | ||
| . οἷον , ὥς φησιν αὐτός , ἐὰν ὑπὸ κύνα χειμὼν γένηται καὶ πάγος , τοῦτο κατὰ συμβεβηκός φαμεν , |
| : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι ξουθόπτεροι μέλισσαι , θαμιναὶ θέρεος ἔριθοι λιπόκεντροι βαρυαχεῖς πηλουργοὶ δυσέρωτες ἀσκεπεῖς τὸ γλυκὺ νέκταρ | ||
| πωτῶντο ξουθαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι . πάντ ' ὦσδεν θέρεος μάλα πίονος , ὦσδε δ ' ὀπώρας . ὄχναι |
| : δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν | ||
| σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ |
| , εἰ μὲν ἀπὸ ψύξεως γένηται , καλὸν , εἰ ἐπιγένηται πυρετὸς , εἰ δὲ ἀπὸ θερμασίας , οὔ . | ||
| λύτρα κατατιθέναι δυναμένοις , αὖθις δὲ τοῖς ἀπόροις ἢ ὅταν ἐπιγένηται ὁ ἀπ ' ἀρχῆς δουλείας ἕβδομος ἐνιαυτὸς ἢ ὅταν |
| καὶ πνεύμονος καὶ νήστεως : ἡ μὲν γὰρ διὰ πνεύμονα δίψα οὐ τοσοῦτον ὑπὸ τῶν ψυχόντων ὠφελεῖται , ὅσον ὑπὸ | ||
| εἰσβολῇ , οὐδὲ γὰρ φρίκη , φλέγματος ἔμετος : οὐκέτι δίψα , οὐδὲ πολλὴ ζέσις : οἱ σφυγμοὶ μικρότεροι τῶν |
| . ] τὸν τοῦ Τιμαίου πρόοδον . Ὥρη ἐρᾶν , ὥρη δὲ γαμεῖν , ὥρη δὲ πεπαῦσθαι . Τίς δ | ||
| τὰ πολλὰ περιγίγνεται ὁ ἄνθρωποϲ . φέρει δὲ τὴν νοῦϲον ὥρη μὲν χειμὼν μάλιϲτα πάντων , δεύτερον φθινόπωρον , ἦρ |
| Λιπάρας ἐκ Σικελίας πλέουσιν εὐώνυμός ἐστι . πολλάκις δὲ καὶ φλόγες εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ πελάγους τοῦ περὶ τὰς νήσους | ||
| καρποῖο μελιχροτέρου πλήθουσαν . θρίων δ ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ |
| πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα : | ||
| ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα |
| δ ' εὐξαμένου ζοφερὸς ἐξαίφνης ἀὴρ συνέδραμε νεφούμενος πάντοθεν , βρονταί τε γίνονται καὶ ἀστραπαὶ συνεχεῖς : τοσοῦτος δὲ κατερράγη | ||
| συνήντησε πάλιν ἐν ἀέρι τάδε τοῖσδε , καὶ συνέρραξαν , βρονταί τε ἀπετελέσθησαν καὶ ἀστραπαὶ , καὶ πρὸς τὸν πάταγον |
| ἐὰν πηδῶσιν αἱ ἀκτῖνες ἐπ ' αὐτὸν , καὶ ἐὰν σπινθῆρες ἐπιγένωνται . Ὄρνιθες λουόμενοι μὴ ἐν ὕδατι βιοῦντες ὕδωρ | ||
| : φεῦγ ' ἐς κόρακας . φέψαλοι καὶ φεψάλυγες : σπινθῆρες ἀναφερόμενοι ἐκ τῶν καιομένων ξύλων . φθοῖς : πέμματα |
| μάχην στρατῶν ἢ διοσημία φανῇ αἰφνίδιος ἢ τῆς γῆς γένηται σεισμός , ἀποστρέφονται εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀποχωροῦσιν ἀπ ' | ||
| φρέατος ὕδατος πιόντα προειπεῖν , ὡς εἰς τρίτην ἡμέραν ἔσοιτο σεισμός , καὶ γενέσθαι . ἀνιόντα τε ἐξ Ὀλυμπίας ἐς |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι πάροιθεν . Ἔρχεται : ἐξέρχεται . ἄησιν : ἀναπνέει , πνέει , ἢ ἀνατέλλει , λάμπει | ||
| βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν ἡσσον – |
| : καὶ τοῦ βορέου τὸ χρῆμα ἀμύθητον ἦν καὶ ὁ κρυμὸς ἐπηύξητο , οὐχ οὕτως πυκνὴν εὗρες ἂν ἐσθῆτα ὥστε | ||
| εἰς τὰς νύμφας . μετὰ δὲ χρόνον ὀλίγον ἐξαίφνης ἐγένετο κρυμὸς καὶ ἐπάγησαν αἱ χαράδραι καὶ πολλὴ κατέπεσε χιών , |
| φασμάτων ἢ ἀκουσμάτων , ἅπερ Κριτίαν ἐξέπληξαν . πόσοι γὰρ ἐμβρόντητοι ποιηταὶ καὶ τερατολογίαι φιλοσόφων οὐκ ἐξέπληξάν σου τὴν διάνοιαν | ||
| ἥξομεν . εἰ δὲ περὶ τῆς βροντῆς μὲν ὅτι τινὲς ἐμβρόντητοι γίνονται , περὶ δὲ τῆς ἐκλείψεως τῆς σελήνης ὅτι |
| παρὰ τὸ ἄζω , τὸ ξηραίνω , γίνεται ἀχμός καὶ αὐχμός , . , , . , . * * | ||
| ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός . καὶ γὰρ ὁ αὐχμός , νόσος , καὶ ἡ ἐπομβρία , νόσος . |
| . διὰ τί μετὰ ἡμέρας ἑβδομήκοντα τῶν χειμερινῶν τροπῶν οἱ ἐτησίαι νότοι οἱ καλούμενοι ὀρνιθίαι πνέουσι ; ἢ μάλιστα φαίνεται | ||
| δὲ καὶ τοὺς σικύους καὶ τὰς κολοκύντας , ὅταν οἱ ἐτησίαι πνεύσωσι , σκάλλοντες κονιορτοῦσι καὶ οὕτω γλυκυτέρους καὶ ἁπαλωτέρους |
| ' εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν εὐρεῖαν : φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή , ὅσσον τ ' ἠὲ δύω ἠὲ | ||
| διαμπερές : ὣς ἄρα πυκνὴ ἦεν , ἀτὰρ φύλλων ἐνέην χύσις ἤλιθα πολλή . τὸν δ ' ἀνδρῶν τε κυνῶν |
| ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι , | ||
| καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι |
| ὄντα καθ ' Ὅμηρον ταλασίφρονα ὁ κατακλυσμὸς ἐκεῖνος καὶ ἡ ζάλη καὶ ἡ τρικυμία , ἀωρὶ μὲν ἀρξαμένη , πολλὴ | ||
| . τὰ δὲ ἐναντία χειμών , κλύδων , κλυδώνιον , ζάλη , τρικυμία , θάλαττα τραχεῖα , κοίλη θάλαττα καὶ |
| τόπων ὡρμημένοις ἠπίστατο κρύος μὲν καὶ χιόνα φέρειν δυναμένους , καῦμα δὲ καὶ ἥλιον οὐδαμῶς . ἦν μὲν δὴ μὴν | ||
| μέσοι εἰσίν , ὦτα δὲ ἔχουσι μικρά , καὶ πρὸς καῦμα ἀπαγορεύουσι δυσπνοίᾳ . Σαυρομάται δὲ ἵπποι μείζους τῶν Ἰβήρων |
| τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα | ||
| τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος |
| τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ , | ||
| γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ |
| ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος | ||
| ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα |
| σύναις : ὠς γὰρ ὀΐγοντ ? [ ] ? ' ἔαρος πύλαι ? [ [ ἀμβροσίας ] ? ὀσδόμενοιαις ? | ||
| ξένη καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀηδὼν τοῦ ἔαρος καὶ ἡ χελιδὼν τῆς οἰκίας καὶ ὁ Γανυμήδης τοῦ |
| οὐχ ὑπὸ τοῦ συμμάχου καθῃρῆσθαι Ποσειδῶνος : ἀλλ ' ὡς ὑετοῦ δαψιλοῦς γενομένου καὶ τῶν ἀπ ' Ἴδης ποταμῶν πλημμυράντων | ||
| ἐν δὲ τοῖς Μετεώροις τὸ τῆς ψεκάδος καὶ τὸ τοῦ ὑετοῦ , καὶ ὅσα μέντοι τιθέντα αὐτὸν ὀνόματα ἴσμεν , |
| ἐπὶ τὸν Καύκασον κατέφυγεν ὁ Τυφὼς διωκόμενος , καὶ ὅτι καιομένου τοῦ ὄρους ἔφυγεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν , ὅπου | ||
| δάκρυον ϲὺν ἐλαίῳ ἀλειφόμενον καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματοϲ καιομένου ἱδρούμενον ὑγρόν . Ἄλλο ἄτριχον . τιθυμάλλου κιβωρίτου χυλοῦ |
| , ἡ δεικνύουσα τὸ πῦρ . ἢ παρὰ τὸ λίαν ἱκνεῖσθαι . Λίθος : παρὰ τὸ λίαν θέειν . Λικμᾶν | ||
| , ὁ δέ μ ' οὐκ ἐλεήσει . ” ἱκάνειν ἱκνεῖσθαι , παραγενέσθαι . καὶ ἵκανε παρεγένετο . ἰλαδόν ἐν |
| ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω | ||
| αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει : |
| ὁριζόμενοι λέγομεν , ἄλλως δ ' ἀποδεικνύντες . ἀποδεικνύντες γὰρ βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς | ||
| τοῦ πνεύματος πειρωμένου διαφορηθῆναι , κτύπος γίνεται , καὶ καλεῖται βροντή . ἐκεῖνο δὲ τὸ πνεῦμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν |
| ] ἤγουν διὰ ταῦτα αἰθάλουσα φλόξ ] καυστικός , ἤγουν ἀστραπαί τε καὶ κεραυνός λευκοπτέρῳ ] ἤγουν λευκῇ νιφάδι ] | ||
| παρέχουσιν , οἳ Κύκλωπες , ἤγουν αἱ βρονταί , αἱ ἀστραπαί , καὶ οἱ κεραυνοὶ τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιοι τοῖς |
| δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν | ||
| ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ |
| καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύνθη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα | ||
| καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύντη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα |
| χρόνια δὲ φθόη , ἐπίληψις , ἀρθρῖτις , νεφρῖτις , ὕδρωψ , ἀτροφία καὶ τὰ τούτοις ἐοικότα . ἔτι τῶν | ||
| ὑπ ' αὐτῶν ἀπόλλυσθαι , ὅταν γένωνται : φθίσις , ὕδρωψ ὑποσαρκίδιος , καὶ γυναῖκα ὁκόταν ἔμβρυον ἔχουσαν περιπλευμονίη ἢ |
| , ἤγουν φόβου ἄξια , εἰσῆλθε δὲ τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς νεφέλη πλήρης δακρύων , εἰσιδούσῃ τὸ σὸν σῶμα πρὸς τῇ | ||
| δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ |
| θαλίαις ἡ πόλις ἦν ὥσπερ εἰκός : καὶ πᾶς ὁ χειμέριος χρόνος ἀμφὶ ταῦτα ἐδαπανήθη . ἀρχομένου δ ' ἔαρος | ||
| . . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος : Εὐδόξῳ καὶ Δοσιθέῳ χειμέριος ἀήρ . . . . . ἐν δὲ τῇ |
| ἀφελκοῦσι . πλὴν ἐκεῖνό γε φανερὸν ὅτι ὧν αὐτόματος ἡ πῆξις τούτων πλείων ἡ ἐπιρροὴ τῆς ὑγρότητος . οὐ τὴν | ||
| εἶπε , τῷ δὲ κατηγορουμένῳ , τῷ φυλλορροεῖν , ἡ πῆξις τοῦ ὑγροῦ , ὅπερ καὶ ὁρισμός ἐστι τοῦ κατηγορουμένου |
| ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται | ||
| ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν |
| σφηνουμένου τοῦ πλήθους αὐτόθι δυσλύτως : πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις παχύνεται καὶ γλίσχρον γίνεται τῇ θερμότητι καὶ ξηρότητι τῶν δριμέων | ||
| ὁμοίως τοῖς ῥιπίζουσι λεπτυνούσης ἅμα καὶ ψυχούσης τὸν ἀέρα . παχύνεται δ ' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον |
| μὲν ἐξ ἡλίου τοῖς σώμασιν περιχεόμενον συμμέτρως αὐτὰ παρεμυθεῖτο , αὖραι δὲ ἐκ ποταμῶν ὥρᾳ θέρους ἐπιπνέουσαι ἀνέψυχον αὐτοῖς τὰ | ||
| εἰς τὴν θάλατταν καὶ τοῦ πελάγους ἐγγὺς ὄντος ἀναδιδόμεναι συνεχεῖς αὖραι , λεπταὶ μὲν αἱ ἐκ τοῦ πελάγους , παχεῖαι |
| σιτίων ἀφεκτέον ἐστίν , ἔστ ' ἂν πεφθῇ τε καὶ διαχωρήσῃ κάτω . ἄμεινον οὖν ἕωθεν πίνειν νεόβδαλτον καὶ ἀσιτεῖν | ||
| καὶ ποτῶν ἀφεκτέον ἐστίν , ἔστε ἂν πεφθῇ τε καὶ διαχωρήσῃ κάτω : καὶ γὰρ εἰ σμικρὸν οὑτινοσοῦν μίσγοιτο αὐτῷ |
| ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ δ ' ἄλλη σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως | ||
| . ξηρᾶς μὲν οὖν ἄγαν καὶ λεπτῆς ἀναθυμιάσεως οὔσης λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον |
| αὐτὴν τελέσωσι καὶ ὑποστρέψωσιν . ὅτι βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ ὑετοὶ οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ | ||
| ἐὰν ᾖ ἄλυτα , συνίστησι καὶ σῴζει . οἱ δὲ ὑετοὶ κατακλύζουσι καὶ αἱ ψακάδες , καὶ ἡ σελήνη ἀμαυροῖ |
| Β , τὴν τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσιν , τοῦ Γ τοῦ νέφους , ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ πυρὸς ἀποσβεννυμένου . τούτου | ||
| . Σοφοκλῆς Πολυξένῃ : ἀπ ' αἰθέρος δὲ κἀπὸ λυγαίου νέφους . Ἄργος δὲ παροίτατος : εἷς τῶν Φρίξου παίδων |
| τοιαύτη . Φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ μετὰ τὸ μετόπωρον , πλὴν τὸ μὲν θᾶττον τὸ δὲ βραδύτερον ὥστε | ||
| δὲ τὸ θέρος αὐχμηρὸν γένηται καὶ βόρειον , τὸ δὲ μετόπωρον ἔπομβρον καὶ νότιον , κεφαλαλγίας ἐς τὸν χειμῶνα καὶ |
| τῷ οὔρῳ ὑφίσταται οἷον ὀρόβιον πυῤῥὸν , καὶ πυρετὸς καὶ φρίκη βληχρὴ ἔχει : ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ ἱμάτιον οὐκ | ||
| τοῦ ι γράφονται : οἷον , νίκη : δίκη : φρίκη : σεσημείωται τὸ βήκη διὰ τοῦ η γραφόμενον , |
| ταῖς ἀπὸ τῆς ἱστορίας αἰτίαις , ἐὰν ἔχωμεν : οἷον σείεται ἐν τῷ πολέμῳ τῷ Πελοποννησιακῷ Δῆλος , καὶ γράφει | ||
| δυναμένων ἄλλοθεν ἐξελθεῖν , ἡ γῆ στενοχωρεῖται ὑπὸ τούτων καὶ σείεται . . καὶ τοὺς μὲν κατέπινε μέγας Κρόνος . |
| με στρωτῶν λεχέων ὕπερ ἐν θαλάμοισιν ἡδὺ μάλα κνώσσουσαν ἀνεπτοίησαν ὄνειροι ; τίς δ ' ἦν ἡ ξείνη τὴν εἴσιδον | ||
| μιν ἠπεροπῆες , οἷά τ ' ἀκηχεμένην , ὀλοοὶ ἐρέθεσκον ὄνειροι : τὸν ξεῖνον δ ' ἐδόκησεν ὑφεστάμεναι τὸν ἄεθλον |
| οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀστραπὴ διαΐξασα καὶ βροντὴ καταρραγεῖσα καὶ ὑετὸς ἢ χιὼν ἢ χάλαζα κατενεχθεῖσα καὶ ταῦτα δυσείκαστα πάντα | ||
| βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ὑετοί , χειμαίνει . Εὐδόξῳ ὑετὸς καὶ ἄνεμος μεταπίπτων . Δοσιθέῳ ἐπισημαίνει . ηʹ . |
| ἔθρεψαϲ , πυρετὸϲ μὲν οὐκ ἐγένετο , θερμαϲία δὲ αὐτοῖϲ ἐπιγίγνεται ὀλίγη : ὡϲ εἴ γε ἐπὶ πλέον βραδύνειϲ θρέψαι | ||
| εἴη τοῦ θεοῦ δωρεά . μετὰ δὲ ταῦτα ἕτερον τοιόνδε ἐπιγίγνεται . ἦν Ἐπάγαθος τῶν τροφέων τῶν ἐμῶν , ὃς |
| τὸ λάμπειν τὴν σελήνην : εἶπεν γάρ , ὅτι διχόμηνος ἔλαμπεν . ἄσθματι : τῷ ἐκ τοῦ δρόμου γενομένῳ φυσήματι | ||
| γὰρ εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων |
| ἶδαι , ὗλαι , νάπαι , ὄρη , ἄντρα , θάμνοι , φωλεοί , ἕλη , ὀργάδες , πεδία , | ||
| . καὶ φυτῶν δὲ τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα . |
| . αʹἐν ἄλλῳ εὗρον δραχ . βʹ μεθ ' ὕδατος ψυχροῦ κοτύλην αʹ . πρὶν δὲ δοῦναι τὸ φάρμακον , | ||
| τὰ ἄκρα καὶ τὸ μέσον , ὡς ἐπὶ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ τοῦ χλιαροῦ , ἢ τὰ μὲν ἄκρα ὥρισται |
| τῷ φρουρίῳ καὶ πειρᾶσαι , εἰ δύναιτο , πνεύματος ἐπιφόρου ἐπιγενομένου καταφλέξαι αὐτό . κελεύει τοίνυν φακέλους ὕλης παντοδαπῆς , | ||
| κρισίμῃσι : καὶ ἐὰν , ἐκλελοιπότος τοῦ πυρετοῦ καὶ ἱδρῶτος ἐπιγενομένου , πυῤῥὸν οὖρον οὐρήσῃ , λευκὴν ὑπόστασιν ἔχον , |
| τῶν νοσημάτων τὰ μέν ἐστιν ὀξέα καὶ συνεχῆ ὡς οἱ καῦσοι καὶ φρενίτιδες καὶ πλευρίτιδες : καὶ γὰρ ὀξέα ταῦτα | ||
| ἀκράτων , ἰωδῶν τε καὶ συγκεκαυμένων δίψαι τε συνεχεῖς καὶ καῦσοι , γλῶσσαί τε κεκαυμέναι καὶ ἐπῃρμένα ἐνίοτε ὑποχόνδρια . |
| δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ ὀρέξει καὶ ἤδη | ||
| Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ ζεῖ καὶ πλεῖ Ἀττικά |
| Ἡ ἑνδεκάτη ὥρα τῆς νυκτὸς καλεῖται Σάλτου , ἐν αὐτῇ ἀνοίγονται αἱ πύλαι τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωπος προσευχόμενος ἐν | ||
| ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται : ἐξήπλωνται , ἐξηνέῳκται , ἀνοίγεται , ἀνοίγονται , ἐξήπλωται : ἀπὸ τοῦ πῶ τὸ κεῖμαι , |
| καὶ ὑποστρεφομένης τῆς νούσου ἀπόλλυται . Ὁκόσας γεραιτέρας λαμβάνει ἡ νοῦσος αὕτη , κατασήπονται αἱ ὑστέραι , ἐκφεύγουσι δὲ πάνυ | ||
| δ ' ἄρα συμφορέοιτο Δίκῃ πανδῖα Σελήνη , δηρὸν ἀμυδρὴ νοῦσος ἐφημερίοις κε πέλοιτο ἀνθρώποις : πότμον δ ' ὑπαλεύεται |
| χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς | ||
| , καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ |
| τρόπιν αἰθέριον πῦρ πόντον ἀμειβομένην , νέμεται δέ μιν αἰθαλόεσσα ῥιπή , τὴν δ ' ἔτι μᾶλλον ἐποτρύνουσα κορύσσει μισγομένη | ||
| τῇ θαλάσσῃ . τοιαύτη ἐπ ' ἐμοὶ ἐπέρχεται καὶ κινεῖται ῥιπή , καὶ κίνησις καὶ ζάλη καὶ τρικυμία , ἀπὸ |
| καὶ τῆλιν . εἰ δ ' οἷον σκιρρώδης τις ἡ φλεγμονὴ τυγχάνοι διὰ πάχος ἢ γλισχρότητα τῶν ἐν αὐτῇ χυμῶν | ||
| δεῖ πρὸς ἄμφω ἁρμόζεσθαι , ὡς εἴρηται . Φρενῖτίς ἐστι φλεγμονὴ τῆς μήνιγγος μετὰ πυρετοῦ : ἅμα δὲ καὶ παραφρονοῦσιν |
| : ἁρπάζεται τοίνυν ἡ τοιαύτη ψυχὴ παρὰ τοῦ ἄνωθεν καταπνέοντος Βορρᾶ : εἰ δὲ καὶ κατὰ κρημνοῦ φέρεται , καὶ | ||
| τῶν ὁδευόντων πρῶτος ἐκδύσει αὐτοῦ τὸν χιτωνίσκον . Τοῦ δὲ Βορρᾶ πνέοντος ἰσχυροτάτως , ἄνθρωποι μᾶλλον ψυχρωθέντες εὐθέως μᾶλλον ἠμφιέννυντο |
| ' ὅτ ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο | ||
| ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν . ἔϲτω δὲ |
| . ἄπυρον πινακίσκον : καινόν , μήπω πυρὶ προσενηνεγμένον . ἀλέα : ἡ θέρμη . ἀλεαίνοιμι : ἀντὶ τοῦ ἀλεαινοίμην | ||
| δέκα καὶ ὀροβίου χοίνικα καὶ θαλάσσης κοτύλας εἴκοσι , πυριῆσαι ἀλέα πουλὺν χρόνον : ἔπειτα φακίον ποιῆσαι , καὶ μέλι |
| πρὶν ξυμπεσεῖν τὸ στόμα , προσκείσεται θάτερον δαίδιον ἔτι ὀρθοῦ ἐόντος καὶ ἀνεῳγμένου : οὕτω δὲ τοῦτο ἔσται , ἢν | ||
| : εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ ' ἔτ ' ἐόντος , νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν σῆμά |
| “ γάρ φηϲιν ” ἐν πλευριτικοῖϲι πτύελον ἢν μὲν αὐτίκα ἐπιφαίνηται , ἀρχομένου μὲν βραχύνει , ἢν δὲ ὕϲτερον , | ||
| χώρα αὐτῶν , καὶ οἱ τελευταῖοι , ἤν τι ὄπισθεν ἐπιφαίνηται , ἐπιστάμενοι ὅτι αἰσχρὸν λιπεῖν τὴν τάξιν . ἄτακτοι |
| οὐ νεφριτικὰ , ἀλλὰ τουτέοισιν ἀντ ' ἄλλων ἄλλα : ἔμετοι χολώδεες , φλεγματώδεες , καὶ σιτίων ἀπέπτων ἀναγωγαί : | ||
| ἀπὸ τοῦδε ψυχρότερος αὐτῷ τοῦ κρυστάλλου περιχεῖται ἱδρώς , καὶ ἔμετοι χολώδεις ἀκριβῶς γίγνονται , χρῶμα δὲ ἀμείβει ἐκ χρώματος |
| λέγεται : ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι , Σαπφώ . ἦρ ' ἔστι θ ' ὕδωρ ς . . . | ||
| ' ὥσπερ οἶμαι τὴν ἡμέραν ἠριγένειαν ὀνομάζει , τὴν τὸ ἦρ γεννῶσαν , ὅπερ ἐστὶν ὄρθρον , οὕτω λυκηγενῆ προσηγόρευσε |
| ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
| ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
| δεσπότης οὗτός ἐστιν . ἢ ὅτι ἐκ τῆς θαλάσσης οἱ ὄμβροι ἀναδίδονται , εἶθ ' οὕτως ῥήγνυνται , ἐκ δὲ | ||
| δὲ τῆς πρὸ θʹ καλανδῶν Σεπτεμβρίων ἀλοήσομεν , οὐ γὰρ ὄμβροι οὐδὲ δρόσοι οὐδ ' ἐν ταύταις γίνονται ταῖς ἡμέραις |
| τὸ οἰνῶδεϲ ἐκλύειν . τροφὴ μὲν ὦν ὡϲ ἔποϲ εἰπεῖν τοιήδε . τέγγειν δὲ τὴν κεφαλὴν ἐϲ ἔμψυξιν λίπαϊ ἐλαίηϲ | ||
| φέροντας τῷ βασιλέϊ αὐτῶν . Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Ἡλίου τοιήδε τις λέγεται εἶναι . Λειμών ἐστι ἐν τῷ προαστείῳ |
| αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ | ||
| προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί , |
| ἐκ τούτων καὶ τῶν τούτοις παραπλησίων , ὡς λόγωι θεωρητοὶ πόροι ἐν ἡμῖν καὶ παντὶ ζῴωι . τούτων δὴ οὕτως | ||
| γὰρ ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν συναχθέντες σφοδρῶς οἱ περὶ τὴν μήτραν πόροι , ἢ σκληρίαν ἢ ἕλκωσιν ἐπήνεγκαν , ὡς μηκέτι |
| ἀνάγκας ἀποφανῶ , δι ' ἃς ἕκαστον αὔξεταί τε καὶ φθίνει ἐν τῷ σώματι . Πρῶτον μὲν οὖν ἀνάγκη τὴν | ||
| τέλος σχήσει : ἄσημα δ ' οὐκέτ ' ἔστιν οἷ φθίνει τύχα : ὅπου μέλλει τελεῖσθαι ἡ τύχη τῆς Κύπριδος |
| τοὺς Αἰθίοπας , ὡς εἴρηται , ὅτι ἀφ ' ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δύσεως ἐφ ' ἑκάτερα παροικοῦσι τῷ ὠκεανῷ Αἰθίοπες | ||
| γράφων „ οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος , οἱ δ ' ἀνιόντος , „ ὁ δὲ Κράτης ” ἠμὲν δυσομένου Ὑπερίονος |
| εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
| ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
| ὁρᾶν . πλείστης δὲ καὶ παχυτάτης ἀναθυμιωμένης ὑγρότητος ἀτμὶς ἀναχεῖται δροσώδης τῷ περιέχοντι , ὡς καὶ διάβροχα ποιεῖν τὰ προσπελάζοντα | ||
| Ὠρίων ; ἔργων δὲ τίς σε πρωινῶν ἀναμνήσει , ὅτε δροσώδης ταρσός ἐστιν ὀρνίθων ; ” κἀκεῖνος εἶπεν : “ |
| σάκος οὔτασε δουρὶ ἐγγύθεν ὁρμηθείς : πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ , τόν ῥ ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα : τόν | ||
| βίῃ , ϲμικρόν , λευκόν , ϲτρογγύλον , χαλαζῶδεϲ . θώρηξ εὐρύτεροϲ μέν , ἀδιάϲτροφοϲ δὲ ἠδὲ ἀνέλκωτοϲ . εἰ |
| δὲ τὸ τῶν εἰσφορῶν πλῆθος βαρύνεσθε , μεμνῆσθαι χρὴ πόσοι πόνοι σὺν τοῖς διδομένοις ὑφ ' ἡμῶν ἀνα - λίσκονται | ||
| ὀδμῆς καὶ τῶν ἄλλων καὶ πείνης , ὀργάνων ἄσκησις : πόνοι , λουτρὰ , σῖτα , ποτὰ , ὕπνος . |
| σαφῆ δείσας ὄλεθρον οὕτως εἶπεν : “ ὦ λύκε , θνῄσκω , μέλλω τ ' ἀποπνεῖν . σοὶ δὲ συμβαλὼν | ||
| δὲ ἐλευθερίας εἰσάγει δι ' ὧν φησιν : „ ἑκοῦσα θνῄσκω , μή τις ἅψηται χροὸς τοὐμοῦ : παρέξω γὰρ |
| οἴκῳ . Ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μέν ἐστιν ἄημα συνεστραμμένον , θύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . | ||
| τῶν νεκρῶν δελεάτων . πνέει : ἔχει , πέμπει . ἄημα : ὀσμὴν , νεῦμα . Σύεσσι : χοίροις . |
| ἦσαν , ἤδη νικωμένης τῆς ἐμφύτου δυνάμεως . χροιὰ δὲ σιδιοειδὴς καὶ πρὸς τὸ τῶν ἰκτεριώντων οἷον ἀπεστραμμένη χρῶμα , | ||
| τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ διαφέρει τῆς πρόσθεν , σιδιοειδὴς γάρ ἐστιν . Ἐν δὲ τῷ καιρῷ τοῦ θέρεος |
| ἢ κάτω ἢ ἄνω , χαλεπωτέρα παύειν : ἡ γὰρ αὐτομάτη ὑπὸ βίης γινομένης τῷ σώματι βιᾶται : ἢν δ | ||
| : ταύτῃ δὲ πολλῷ ὑπερφέρει ἡ κάνναβις : αὕτη καὶ αὐτομάτη καὶ σπειρομένη φύεται . Καὶ ἐξ αὐτῆς Θρήικες μὲν |
| λαῦραι : ῥῦμαι , κῶμαι , στενωποί , ὑπόνομοι . Λείβηθρα : ὄρος Μακεδονίας , οὗ τὸ ἐθνικὸν οἱ Λειβήθριοι | ||
| Βηφύρου γάνος : Βήφυρος ποταμὸς Μακεδονίας * . Λειβηθρίην : Λείβηθρα δὲ . . . . ὄρος ἐν Ἑλικῶνι . |
| ἔχεις οὖν τὸν ὁρισμὸν τῆς σεληνιακῆς ἐκλείψεως : ἔστι γὰρ ἔκλειψις σελήνης φωτὸς τοῦ ἐν αὐτῇ στέρησις διὰ τὴν τῆς | ||
| τοῦ διὰ τί ἐν ἑτέρῳ ἔστι . τί γάρ ἐστιν ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ἀπὸ σελήνης ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως . |
| ερόν μοι ἐπὶ κνέφας [ ] [ σκοπέλοιο ] ? φανήμεναι [ ] [ ] τον ? ἦμαρ ἐπαντέλλε [ | ||
| τε καὶ ἠελίοιο σελήνη . Οὐδ ' ὅτε οἱ ἐπέχοντι φανήμεναι ἠῶθι πρὸ φαίνωνται νεφέλαι ὑπερευθέες ἄλλοθεν ἄλλαι , ἄρραντοι |
| οἷον οἱ θηρίων πρὸς ἀνθρώπους ἀγῶνες , ὅταν τὰ μὲν ἄφυκτα εἶναι δοκῇ , τοῖς δὲ ὑπὸ σοφίας ἐκείνων ὑπάρχῃ | ||
| ἀλλὰ ὤκιστα : ἐὰν δὲ ἔλαττον λάβηι τοῦ φαρμάκου , ἄφυκτα μὲν αὐτῶι καὶ ἐντεῦθέν ἐστι , χρόνωι δὲ ἀπόλλυται |
| ] ἀρίστα ? ? [ , παίδων δ ' εὔκαρπον τελέθει [ ] ? γένος , οἷσιν ? [ ἐκεῖναι | ||
| ἐξ ἀρχῆς . Οὐ γάρ τι θεῶν γένος Οὐρανιώνων ἄπρηκτον τελέθει καὶ ἀμήχανον , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἕσπετ ' ἀπειρεσίη |
| ' ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνεις , ὁπλίζῃ δὲ καὶ ἐν νεπόδεσσι κελαινοὺς ἀτράκτους , ὡς μή τι τεῆς ἀδίδακτον ἀνάγκης | ||
| εἰσδέξασθαι ἀναπνοὴν , οὔτ ' ἐκβαλεῖν . Καὶ γὰρ καὶ νεπόδεσσι : ἐνταῦθα γενόμενος μέμφομαι τὸν ποιητὴν κακῶς εἰρηκότα ὅτι |
| δὲ πῦον ξυνεστήκῃ , ὅ τε πόνος ὁμοίως ἔχει , βήξ τε γίνεται , καὶ ἐπαναχρέμπτεται πῦον , καὶ πνεῦμα | ||
| . Τέλος δὲ κατάῤῥοος , καὶ ἀπόχρεμψις ἐπικατῆλθε , καὶ βήξ : ἡ δὲ ἀπόχρεμψις , παχέα καὶ ὠχρὰ πῦα |
| . χρονίζομεν ] βραδύνομεν . μελλούσης ] τυραννίδος δηλονότι . καθεύδουσιν ] οὐχ ἡσυχάζουσιν , ἀλλ ' ἐνεργοῦσιν . Οὐκ | ||
| . οὗτοι γὰρ ἀπελθόντες ἐν ταῖς αὐτῶν οἰκίαις πρὸς ἑσπέραν καθεύδουσιν , ἀρασσομένων δὲ μετὰ μικρὸν αἰσθάνονται τῶν θυρῶν καὶ |
| ὤν . Κεῖνος γὰρ ἄκρας νυκτός , ἡνίχ ' ἕσπεροι λαμπτῆρες οὐκέτ ' ᾖθον , ἄμφηκες λαβὼν ἐμαίετ ' ἔγχος | ||
| γραφήν , πλείω ἐν αὐτοῖς ὄψει . σκόπει γάρ : λαμπτῆρες οὗτοι χορηγοὶ φωτόςἐν νυκτὶ γὰρ ταῦτά πουκρατῆρες δ ' |
| ' ἀμφιδέδρομεν χάρις . οὐδ ' ἐν γυναιξὶν ἥδεται καθημένη ὅκου λέγουσιν ἀφροδισίους λόγους . τοίας γυναῖκας ἀνδράσιν χαρίζεται Ζεὺς | ||
| τῆς φύσιος : φύονται μὲν γὰρ μέγισται καὶ πλεῖσται , ὅκου τοῦ σώματος ἡ ἐπιδερμὶς ἀραιοτάτη ἐστὶ καὶ ὅκου ἡ |
| καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς ἐδίδαξαν ἀριστερὰ γράμματα Μοῦσαι ἔστειχε δ | ||
| . δʹ Οὐενέφης υἱὸς ἔτη κγʹ : ἐφ ' οὗ λιμὸς κατέσχε τὴν Αἴγυπτον μέγας . Οὗτος τὰς περὶ Κωχώμην |
| ὥστε τοξότης ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια , τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμῇ . Ὦ παῖ , σὺ δ ' | ||
| ὁκοίη ἂν ἡ ὥρη , ταύτῃ ὁμοίως , οἷον ἀνώμαλον θάλπος ἢ ψῦχος τῆς αὐτῆς ἡμέρης , ὅταν τοιαῦτα ποιέῃ |
| , καὶ τοσούτῳ μείζονας ὅσῳ ἂν ἐκ πλειόνων μερῶν καὶ ἐπιπολὺ ἡ σύστασις γένηται . αἱ δὲ διαδρομαὶ καὶ οἱ | ||
| τῶν ὄντων εἶναι καὶ οὐκ ἀνεχομένη ἐν τῷ μὴ ὄντι ἐπιπολὺ ἑστάναι . Καὶ τί δεῖ τινος ἄλλου πρὸς σύστασιν |
| νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὴν παραζωννύῃ εὐδιεινόν . Καὶ ὅταν ὕσαντος πρὸς δυσμὰς χαλκῶδες τὰ νέφη χρῶμα ἔχῃ : εὐδία | ||
| γεωργοί , καὶ ἄριστα μαντεύσαιντ ' ἂν ἡμῖν περὶ αὐτῶνὅτι ὕσαντος μὲν τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα , ἢν |
| Πολυδεύκεα Πολυδεύκη , τείχεα τείχη , βέλεα βέλητὸ γὰρ ἔαρος ἦρος καὶ κέαρος κῆρος διὰ τὸ εἶναι φύσει μακρὰν πρὸ | ||
| θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει † μέλπειν . |