, φιλούμενον ἀτύχημα , ἐπιβουλευόμενον πρᾶγμα , ἀπλήρωτος ἐπιθυμία , πολυπόθητον ταλαιπώρημα , ὑψηλὸν πτῶμα , ἀργυρικὸν σύνθεμα , παρερχόμενον
διόπερ καὶ τὸ Ἄργος πολυδίψιον ὁ ποιητὴς ἔφη , τὸ πολυπόθητον διὰ τὸν χρόνον . τὸ δίψος γὰρ πᾶσιν ἰσχυρὰν
5304403 ἀνανδρου
ἀγκῶνές τε ἀρθρώδεις ἀρίστου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ ἐξίτηλα ἀνάνδρου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ πολὺ σαρκώδη ἀμαθοῦς τε
μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν
4921654 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
4862733 ἐκπληκτικον
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα
4807070 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
4782468 ἀργαλεον
τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ '
4772361 χαλεπαν
. Εὖ : καθόρα πέλαγος : παρὰ γᾶν ἔκφευγε Νότου χαλεπὰν φοβερὰν [ διαποντοπλανῆ ] μανίαν . Χαίρετε συμπόται ἄνδρες
? : καθόρα πέλαγος , παρὰ γᾶν | ἔκφευγε νότου χαλεπὰν φοβερὰν [ διαποντοπλανῆ ] μανίαν ? . [ ἐκ
4717750 κρεαος
ἡ δὲ τῶν Ἰώνων καθ ' ὑποστολὴν τοῦ τ , κρέαος γήραος , ἡ δὲ τῶν Ἀττικῶν συναιροῦσα τὸ αο
κατὰ συναίρεσιν αἱ Ἀττικαί , οἷον κρέατος ὑποστολῇ τοῦ τ κρέαος καὶ κράσει κρέως : αἱ δὲ λοιπαὶ πτώσεις πρόδηλοι
4654550 γραφεται
πρόσπολον ] θεράποντα . πρόσπολον ] ὑπουργόν . πρόσπολον : γράφεται πρόσπορον , ἤγουν τὸν ἐκ τῆς αὐτῆς σπορᾶς γεννηθέντα
: ἀσθενέσι . ὀφέλλειν : εὐεργετεῖν . διὲξ ἁλός : γράφεται διαμπερές . ἀντιάοιτε : περιτύχοιτε . νόσφι δὲ Τυνδαρίδαις
4620037 βαινω
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω
4615687 παρακελευσεως
τοῦ πράγματος παρακελεύστους καθημένους φοβοῦμαι : παρακέλευστοι , οἱ ἐκ παρακελεύσεώς τι λέγοντες . ʃ παρακεκλημένους οἷσπερ νῦν ὅροις χρωμένους
τοῦ πράγματος παρακελεύστους καθημένους φοβοῦμαι : παρακέλευστοι , οἱ ἐκ παρακελεύσεώς τι λέγοντες . ʃ παρακεκλημένους οἷσπερ νῦν ὅροις χρωμένους
4613947 διχρονου
σχοινία παρὰ τὸ οἴω τὸ κομίζω οἶσα καὶ τροπῇ τοῦ διχρόνου εἰς δίχρονον καὶ ἰωνικῶς οὖσα . ἢ τὰ ἀπὸ
γάρ ἐστιν ὁ λέγων : τὰ εἰς Σ λήγοντα μετὰ διχρόνου ἀποβολῇ τοῦ Σ τὸ οὐδέτερον ποιοῦντα συνεσταλμένον ἔχουσι τὸ
4556011 ἐφιαλτου
τε ἀποπληξίαι καὶ ὅτι , σύνεγγυς , αὐτοῦ θαμίζοντος τοῦ ἐφιάλτου , προσημαίνεται . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἐφάλλεσθαί
Περὶ μελαγχολίαϲ καὶ μανίαϲ καὶ ἐνθεαϲτικῶν . ιεʹ . Περὶ ἐφιάλτου . ιϚʹ . Περὶ λυκάονοϲ ἢ λυκανθρώπου . ιζʹ
4529593 τρειν
μετὰ φόβου δουλεύουσα , παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ τρεῖν : ἵνα ὅπως : ἐν ἴσῳ τῷ κακόγαμον :
φρονήσει γεννηθεῖσα ἐκ τῆς τριτοῦς καὶ τῆς κεφαλῆς . ἢ τρεῖν παρέχουσα τοῖς ἐναντίοις . ἢ ὅτι κατὰ Δημόκριτον τρία
4521820 ἐτυμολογειται
, ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν , ὁ αὐχμός . αὐχμὸς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αὔειν ἤγουν ξηρότητα χέειν . πιέζειν ]
εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ , κορακῖνος δ ' ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰς κόρας ἤτοι τοὺς ὀφθαλμούς .
4482670 ἐστρωται
ἃ δὴ καὶ ἥδιστα σύκων δοκεῖ . καρύοις δὲ ἅπαν ἔστρωται τοὔδαφος , ὧν τὰ μὲν παρατέτρι - πται τοῦ
ἐντεῦθεν Ὀστρεώδης ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ὠνόμασται : βύθιόν τε γὰρ ἔστρωται κατὰ τῆς θαλάσσης ἕρμα πλήθει τῶν ὀστρέων ἐπιλευκαινόμενον :
4478164 στειχοντος
' οὓς νῆσος Φάρος Παρίων ἄποικος . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος : ἀντὶ τοῦ μετὰ πολὺν χρόνον . Τίμαιος δέ
ἔτι σφι θέμις μεμνῆσθαι ὀδόντων , οὐδ ' εἴ κεν στείχοντος ἐνιχρίμπτοιντο πόδεσσιν . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ μένειν περ ἔτι
4463568 ἐρραισθη
, πλῆξεν ἐπαΐξας στῆθος μέσον , ἀμφὶ δὲ δουρί ὀστέον ἐρραίσθη : ὁ δ ' ἐνὶ ψαμάθοισιν ἐλυσθείς μοῖραν ἀνέπλησεν
' ἐπέβασε πυρᾶς Δωρόθεον : Φθίᾳ γὰρ ἐλεύθερον ἦμαρ ἰάλλων ἐρραίσθη Σηκῶν μεσσόθι καὶ Χιμέρας . Δηρίφατον κλαίω Τιμοσθένη ,
4451473 νωθρον
πρώτου βιβλίου . Ἄρκτος θηρίον ἐστί , ζῷον δασὺ καὶ νωθρόν , κατὰ πάντα ἐοικὸς τῷ ἀνθρώπῳ , συνετὸν καὶ
μετ ' ὀλίγον ἰχῶρα δυϲώδη , οἴδημά τε καὶ ἄλγημα νωθρόν . τὰ δὲ πεπονθότα μέρη | ϲηπόμενα λευκαίνεται ,
4425653 χαιτη
νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ . τῆς μὲν ἀμαρακόεσσα χυτὴ περιδέδρομε χαίτη , ἄνθεα δὲ χρύσεια φαείνεται : ἡ δ '
ἑλλανοδίκης τοῦ ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ
4405541 ἐπιθυμημα
ὀφθαλμῶν μου : οἶνον εἰς ἀποπλάνησιν οὐκ ἔπιον : πᾶν ἐπιθύμημα τοῦ πλησίον οὐκ ἐπόθησα : δόλος οὐκ ἐγένετο ἐν
πανοικεσίαι ἔφη . κακόνους ὡς Ἀ . Ἀ . δὲ ἐπιθύμημα . ἐπὶ δὲ τοῦ ἀπολογουμένου ἀπελογήσατο , ἀπελύθη ὡς
4387583 λογ
[ [ ] ! νο ! [ [ ] σι λογ [ . . . . . . [ ]
] Μοίσαι σεσοφισμέναι [ ] εὖ Ἑλικωνίδες [ ] ἐμβαίεν λογ ? [ : θνατὸς δ ' οὔ κεν [
4386212 δειματος
ἐν ᾗ κατεστρατοπέδευσαν , ὃν ἐπὶ τοῦ κατασχόντος αὐτοὺς τότε δείματος ὠνόμασαν , ὡς ἡ πάτριος αὐτῶν σημαίνει γλῶσσα ,
νέος πολεμεῖν ἤρξατο . γέγραπται δὲ βωμός τε καὶ ὑπὸ δείματος παῖς μικρὸς ἐχόμενος τοῦ βωμοῦ : κεῖται δὲ καὶ
4357228 θορειν
ἀγκοίνῃσιν ἑλισσόμενοι δονέονται . χρειὼ δ ' ἐκ πέτρης τε θορεῖν πέτρην τ ' ἀνοροῦσαι ῥηϊδίως : χρειὼ δὲ πόνου
ἀνάπαυσιν ταχεῖα . θούριδος ἀλκῆς τῆς πηδητικῆς , παρὰ τὸ θορεῖν , ὅ ἐστι πηδᾶν . θρέξαι δραμεῖν . θρασυμέμνονα
4352989 ἡδεος
τῆς ἀρετῆς ἐστιν ἀλλ ' οὐ τοῦ χρησίμου ἢ τοῦ ἡδέος καὶ ἔστιν ἡ μὲν φίλησις ἀεὶ μετὰ συνηθείας ,
ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκ τοῦ χρησίμου καὶ ἐκ τοῦ ἡδέος , οἷον Ὅμηρος ἐπὶ τῶν Ἀχιλλέως ὅπλων ἐποίησεν ,
4346980 λαιψηρον
τὸν ἄγοντα : ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα κιχήσατο κῦμα ῥόοιο καὶ λαιψηρὸν ἐόντα : θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν . ὁσσάκι
δή ποτ ' αἴθων πρῶτα καινίσει δόρυ κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρὸν δικών , Γραικῶν ἄριστος , ᾧ πάλαι τεύχει τάφους
4346896 τετραχοινικον
ἢ τὸ ἀηδές : οὕτω Σώφρων . ἄδδιξ : μέτρον τετραχοίνικον . Ἀριστοφάνης : ἀλφίτων μελάνων ἄδδιχα . ἄδην :
, ἀρτάβη ὡς Ἡρόδοτος . ἡ δ ' ἄδδιξ μέτρον τετραχοίνικον , μάρις δ ' ἑξακότυλον , κοτύλη δὲ τὸ
4334682 πιοτατον
ὁ κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκεῖος . πῖαρ τὸ λιπαρὸν καὶ πιότατον . πιδηέσσης καθύγρου , πιδακώδους . συνήθως δὲ τὴν
ἀρίστους , ἐξελθεῖν καὶ ἀμῦναι ὑποσχόμενοι μέγα δῶρον : ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς , ἔνθά μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς
4323281 ελη
βαρύτονον : ἔστιν δὲ ὄνομα πόλεως . Τὰ διὰ τοῦ ελη δισύλλαβα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : οἷον , ἔλη
τὸ σμιλὴ ὀξύτονον διὰ τοῦ ι . Τὰ διὰ τοῦ ελη ὑπὲρ δύο συλλαβὰς μονογενῆ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται
4321419 βελλω
κρᾶσιν βελτίω . . . . βέλτερος : παρὰ τὸ βέλλω , ὅθεν , βέλτερος : βέλτερον ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον
ὤφειλεν εἶναι , ὥσπερ θάλλω θάλλος , ἀλλὰ πραὰ τὸ βέλλω , ὅθεν καὶ βολή καὶ βέλος , γίνεται ῥηματικὸν
4306174 καιρω
Ἐπιτρεπόντων Μενάνδρου : Μὴ καταφρονήσης θεῶν : ἐν παντὶ δεῖ καιρῶ τὸ δίκαιον ἐπικρατεῖν ἁπανταχοῦ , καὶ τὸν παρατυγχάνοντα τούτου
Ἐπιτρεπόντων Μενάνδρου : Μὴ καταφρονήσης θεῶν : ἐν παντὶ δεῖ καιρῶ τὸ δίκαιον ἐπικρατεῖν ἁπανταχοῦ , καὶ τὸν παρατυγχάνοντα τούτου
4304165 χθαμαλον
λεπτὸν ἐπιζέειν τὴν ὀργὴν μηνύει , παχὺ δὲ πάνυ καὶ χθαμαλὸν μιαρίαν ἤθους κατηγορεῖ . ῥινὸς τὸ ἄκρον ἁδρὸν καὶ
εἰσιν , οἰνόφλυγας δηλοῦσιν . Στόμα μήτε προπετὲς μήτε πάνυ χθαμαλὸν . . . . . δειλίας καὶ παλιμβουλίας σημεῖον
4293095 ὁρωμαι
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . * * * * Ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν
4292819 καταπραξασθαι
πολιτικὴν διέποντος ἀρχήν , ἀνὰ τὴν ἱπποδρομίαν ἁλισθέντα , ὥστε καταπράξασθαι αὐτοῖς τὴν τοῦ σιτηρεσίου χορηγίαν , ἥνπερ παρ '
, ἐν οἷς ἐστιν ἐλπὶς ἔτι μᾶλλον τελέσαι τι καὶ καταπράξασθαι ἡδύ : καὶ γὰρ οἱ παῖδες τὸ παρὸν ὄντες
4292631 φυλοπιδος
ἐγγὺς ἱκάνει , στὰς δὲ κατὰ προβλῆτος ὑπερφίαλον πόνον ἀνδρῶν φυλόπιδος βυθίης θηήσατο καὶ τέλος ἄγρης εὐπάγλου : τοὺς δ
“ οὐ μέν τοι κείνω γε πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἔσεσθον φυλόπιδος κρατερῆς , ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι
4289924 παρετυμολογει
* * * νύκτα μὲν ἀέσαμεν . καὶ Ὅμηρος οὕτως παρετυμολογεῖ : αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω : ἡ διπλῆ ὅτι παρετυμολογεῖ τὴν ναῦν ἀπὸ τοῦ νῆσαι , ὅ ἐστι σωρεῦσαι
4286263 ζωω
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφεται : οἷον , ζώω : χώω : γνώω : σώω : πλώω :
βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω :
4270227 ἀση
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν :
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός
4264646 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
4259887 χονδριον
κοιλίην εἶναι καὶ πολλῆς ἄσης μεστὴν , καὶ ὑπο - χόνδριον ἐντεταμένον , καὶ ῥιπτασμὸν τοῦ σώματος διὰ τὴν ἔνδον
προκαρδίῳ χόνδρος , τὸ δὲ ὑπὸ τῷ χόνδρῳ ὑπο - χόνδριον . τούτοις δὲ πλευραὶ πρόσκεινται ὀκτώ , περιαγόμεναι εἰς
4258466 ἐστεψαντο
πολλὸν ἄδην στεφέων ἐριθηλέα κόσμον ἔθεντο : αὐτοὶ δ ' ἐστέψαντο κάρη : μέγα δ ' ἤπυε λαὸς ἀλλήλοις ἐπικεκλομένων
χηλῷ δῖον γένος ἐγκατέθεντο , νεβρίσι δ ' ἀμφεβάλοντο καὶ ἐστέψαντο κορύμβοις ἐν σπέϊ , καὶ περὶ παῖδα τὸ μυστικὸν
4256688 θρασυ
θρασὺ ποιεῖν κοινὴν ὑμῖν πέμπων ἐπιστολήν , εἰ μὴ κἀκεῖνο θρασὺ τὸ πάντας ὑμᾶς φιλεῖν . εἰ δ ' ἥκιστα
ἔτι δὲ καὶ γοργὸν ὄμμα ἔχων . . ὠμὸν ] θρασὺ , φονικόν . . παρθένων ἐπώνυμον ] τουτέστι χαῦνον
4255802 πενω
Ἐπαφρόδιτος . Πόνος . ἐπὶ τοῦ πολέμου , ἀπὸ τοῦ πένω . Πότμος . ὁ θάνατος , καὶ ἡ ἐσχάτη
, ἐπὶ γὰρ τοῦ ὀργίζομαι διὰ τῆς αι διφθόγγου : πένω : ψένω τὸ τύπτω : φένω τὸ φονεύω ,
4254954 παραδοθεντος
τινος ἢ προσώπου δηλωτικόν , τοῦ μὲν γένους αὐτοῦ νῦν παραδοθέντος , τῶν δὲ πρότερον νῦν ἐν ὁρισμοῦ τάξει ῥηθέντων
ἀνδροφόνος εἶ . Τὸ παραγραφικὸν οὐ δώσω λόγον ὑπὲρ τοῦ παραδοθέντος μοι πρὸς ἀναίρεσιν ὑπὸ τοῦ δήμου . Ἡ μετάληψις
4254664 ἀχος
ν ἀχνύς ' . . . . ἀχνύμενος : ἔστιν ἄχος , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ
ἄχος λύειν : ἰατρὸς γὰρ ἦν . ἢ διὰ τὸ ἄχος , ὅ ἐστι λύπην , ἐπενεγκεῖν τοῖς Ἰλιεῦσιν .
4242160 ἐκχυτο
διὲκ μεγάροιο βεβήκει οἰσομένη ποδάνιπτρα : τὰ γὰρ πρότερ ' ἔκχυτο πάντα . αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ
. γνύξ : ἐπὶ γόνυ . τοῦ δ ' ἀθρόος ἔκχυτο θυμός : ἀντὶ τοῦ ταχέως ἐξέπνευσεν . οὐδ '
4234480 μεσσηγυ
ἐπιθήσει , ἀλλὰ τὸ μὲν τελέει , τὸ δὲ καὶ μεσσηγὺ κολούει . τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος εἶμι καὶ
πεδόθεν δόσαν ἀμφιβαλέσθαι : αὐτὰρ ὁ εὖ ἐνέδησε λόφοις , μεσσηγὺ δ ' ἀείρας χάλκεον ἱστοβοῆα θοῇ συνάρασσε κορώνῃ ζεύγληθεν
4233814 Δυρραχιου
Καῖσαρ ἀριστείοις πολλοῖς ἐτίμησεν , αὐτὸς δ ' , ἐκ Δυρραχίου τινὸς αὐτῷ πρασσομένης προδοσίας , ἧκε μέν , ὡς
. οἱ δ ' ἐκ τῶν Λιβυρνῶν ἐξελαθέντες ἀπὸ τοῦ Δυρραχίου Κερκυραίους ἐπαγόμενοι θαλασσοκρατοῦντας ἐξέβαλον τοὺς Λιβυρνούς : καὶ αὐτοῖς
4229316 λαθραια
πικροὶ καὶ . . . . . . . . λαθραῖα βουλευόμενοι : οἱ δὲ ταχυκίνητοι ἅμα μὲν ὀρθότητι καὶ
: πορευόμενος , διανοούμενός πως . ἀΐδηλα : ἀφανῆ , λαθραῖα , κλεπτικὰ , ἢ ἀδηλοποιὰ καὶ ὀλέθρια . σέβας
4228595 τηνα
πατρί . κάλλει ἀριστεύουσα θεάων πότν ' Ἀφροδίτα , σοὶ τήνα μεμέλητο : σέθεν δ ' ἕνεκεν Βερενίκα εὐειδὴς Ἀχέροντα
ποιμένα κῶμον ἄγοντι ἀντὶ σελαναίας τὺ δίδου φάος , ὥνεκα τήνα σάμερον ἀρχομένα τάχιον δύεν . οὐκ ἐπὶ φωράν ἔρχομαι
4226724 ἐπιῤῥημα
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος ,
4223375 ἐλελευ
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι
4221320 φωνᾳ
. Κατέσταν ] Ἐγένοντο . Πραῢν δ ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ] Πρὸς τῇ ὑφειμένῃ φωνῇ μιγνύων καὶ λόγον πρᾳότατον
ἑκάεργος Ἀπόλλων . αὐτίκα δ ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ : σεμνὸν ἄντρον , Φιλλυρίδα προλιπὼν θυμὸν γυναικὸς καὶ
4214506 Ἀνδρος
ἧς ἐναντία : Ἔννους ὁ μακρὸς λῆρος ἡ παροιμία . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ κρανίον : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν
ὠὰ ἀφανίζει κυλίων . Ἀνδρὸς γέροντος αἱ γνάθοι βακτηρία . Ἀνδρὸς καλῶς πράσσοντος ἔγγιστα φίλοι . Ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν
4214414 σιδηρομητορα
τὰ ἐκ πετρῶν ἐστεγασμένα , ἐλθεῖν εἰς τὴν γῆν τὴν σιδηρομήτορα , τὴν γεννῶσαν τὸν σίδηρον . λέγει δὲ τὴν
αὐτόκτιστα ἄντρα καὶ πετρηρεφῆ , ἐλθεῖν εἰς τὴν γῆν τὴν σιδηρομήτορα ; λέγει δὲ τὴν Σκυθίαν : οἱ γὰρ Χάλυβες
4207026 ἰωη
τοῦ ζῶ ζωή χωρὶς τοῦ ι καὶ ἀπὸ τοῦ ἰῶ ἰωή , σημαίνει δὲ τὴν ἐκπεμπομένην φωνήν , τὸν αὐτὸν
. καὶ δυνατός . ἶφι : ἰσχυρῶς . προηγουμένως . ἰωή : φωνή . πνοή . φλόξ . καθεύδειν :
4206710 διετρεχεν
αἰτίας αὐτῷ γενομένης , εἰ μὲν ὑπὸ τοῦ παιδοτρίβου καλούμενος διέτρεχεν , ὁ παιδοτρίβης ἂν ὁ ἀποκτείνας αὐτὸν εἴη ,
Φήμη δὲ ἄγγελος τοῦ πάθους καθ ' ὅλην τὴν πόλιν διέτρεχεν , οἰμωγὴν ἐγείρουσα διὰ τῶν στενωπῶν ἄχρι τῆς θαλάττης
4206043 ἀναινομενη
ἐρῶν οὐδενὶ ἤθελε καταινεῖν πρὸς γάμον : ἡ δ ' ἀναινομένη ἔφευγε τὸν πατέρα . Ὡς δὲ ἦλθεν εἰς Πίσαν
? ῥα ? ποδώκης [ δῖ ' Ἀταλάντη ἵετ ' ἀναινομένη δῶρα ? ? [ χρυσῆς Ἀφροδίτης , τῶι δὲ
4201542 ἠλεματον
καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ τοῦ γῆ καὶ πέδον γήπεδον , τὸ
εἰσκατέδυνεν . οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῦκα πέρι σπίζαι τερατοῦντο ἠλέματον δεικνύντες , ὁθούνεκεν ὀχλοάρεσκος . οὐ μέγα πρῆγμα ,
4201344 στενοτης
τοῦ ῥοῦ τὸ τάχος , ἐκ πλαγίου δ ' ἡ στενότης . καὶ τὰ μὲν καθόλου , βουλομένοις μὴ μακρὰν
ἐς τὸ πέλαγος οὔτε ὅσον ἀλλήλων διαστῆναι : ἡ γὰρ στενότης ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ
4192812 ἀναφερουσα
ἀρχῆς ἀρξαμένη εἰς τοιοῦτόν τε ἅμα τὸν οἰκιστὴν καὶ μάρτυρα ἀναφέρουσα ; γνοίη δ ' ἄν τις καὶ πρὸς τὴν
: καὶ ἡ πλοκή , περιποιοῦσα μὲν τὴν διάνοιαν , ἀναφέρουσα δὲ εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα , οἷον ἡμεῖς τοι
4189510 ὁρμω
ἀνδρῶν ἠΐθεος . ἠΐθεος ὁ νέος ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω τὸ ὁρμῶ καὶ τοῦ θέω τὸ τρέχω : ἡ γὰρ ἡλικία
ἀναίνετο : ἀπηρνεῖτο : ὥσπερ παρὰ τὸ λιπῶ λιπαίνω καὶ ὁρμῶ ὁρμαίνω καὶ ὑφῶ ὑφαίνω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
4188739 ὀχθιζων
πλατεῖς . Πεπληθότας : γέμοντας . Δυομένῳ : κατερχομένῳ . ὀχθίζων : στενάζων . ὀχθίζων ὀδύνῃσι : λυπούμενος . Ῥινῶν
πικρὸν ἀχεύων , αὐτίχ ' ὑποβρυχίης εἴσω καταδύεται ἅλμης , ὀχθίζων σφακέλῳ τε καὶ ἀργαλέῃσιν ἀνίαις : οἱ δέ μιν
4185606 ὀγμος
τάξιν , καὶ ὄρδινον , νόμον , ἢ ἦχον : ὄγμος σημαίνει βʹ τὴν ἐπίστιχον φυτείαν , καὶ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ
ὡς Ὅμηρος : ὄγμον ἐλαύνει . οὐ τεὸν ὄγμον : ὄγμος κυρίως ἡ [ ἀπὸ ] τοῦ ἀρότρου τομή ,
4179188 ἐυκνημιδας
γὰρ χρυσηλακάτῳ ἐοικυῖαν αὐτὴν καλεῖ καί Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν
ἐχρήσατο . Ζηνόδοτος δὲ Αἰνείωο γράφει . . μετ ' ἐυκνήμιδας : ἀντὶ τοῦ πρός . . . . .
4178390 στυγος
φίλους ἔχε : Κακοῖς δὲ μὴ χαρίζου τὸ πρὸς σὲ στύγος . Καλὸν ἀεὶ τῷ κρείττονι τὸ χεῖρον ἀκολουθεῖν ,
θῆρα . Σχέτλι ' Ἔρως , μέγα πῆμα , μέγα στύγος ἀνθρώποισιν , ἐκ σέθεν οὐλόμεναί τ ' ἔριδες στοναχαί
4175008 ἐνοησα
μέσου ἀορίστου οἱ Συρακούσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται : ἐνοήσω ἐνοήσα , ἐγράψω ἐγράψα : ὁμοίως καὶ τὸ ἐπάξα ἀντὶ
μέσου ἀορίστου οἱ Συρακούσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται : ἐνοήσω ἐνοήσα , ἐγράψω ἐγράψα : ὁμοίως καὶ τὸ ἐπάξα ἀντὶ
4172777 χειν
τὸ γὰρ αἰχμὴ σύνθετον οἱ παλαιοὶ ἔφασαν ἐκ τοῦ αἷμα χεῖν : παρ ' αὐτὸ δὲ καὶ τὸ αἰχμάζω αἰχμήτης
, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν . ΓΘ κατασπένδειν : χεῖν . χεῖσθαι δὲ λέγεται οὐ μόνον τὰ ὑγρά ,
4164963 αἰνου
. ποτέ ” . , , ) μῦθος δ ' αἴνου διαφέρει τῷ . . . πεποιηκώς . τὸ δὲ
αὐτοὶ τόδε γ ' ἴστε : τί με χρὴ μητέρος αἴνου . ” αἰναρέτης ἐπὶ κακῷ τὴν ἀρετὴν κεκτημένος :
4164181 γραφονται
τὴν ὦπα διὰ τοῦ ιον οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ι γράφονται τὴν δεύτεραν ἀπὸ τέλους , καὶ τὴν πρὸ αὐτῆς
τοῦ εινω ῥήματα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται , ἀλεείνω φαείνω , πλὴν τοῦ ὀρίνω , καὶ
4155697 λιτης
τὸ μὴ μόνιμον ἐπὶ Σωκράτει ἤλεγξεν ἔρως τυραννίδος καὶ ἀντὶ λιτῆς διαίτης Σικελιῶτις γαστρὸς ἀμέτρου τράπεζα . Εὖ γὰρ ἴσθι
καὶ γάρ ῥα ποτὶ ζόφον ἠερόεντα νείατον εἰς κευθμῶνα , λιτῆς εἰς πυθμένα γαίης , μοῦνον ἀπ ' ἀνθρώπων πελάσαι
4152608 κελαιναι
ὄλβος οὔτ ' Ἄρης , οὐ πύργος , οὐχ ἁλίκτυποι κελαιναὶ νᾶες ἐκφύγοιεν . Ζεύχθη δ ' ὀξύχολος παῖς ὁ
μέριμνα νυκτηρεφές . τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι θεοί . κελαιναὶ δ ' Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρὸν ὄντ ' ἄνευ δίκας
4152048 ἱκανω
. οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν ὄσσων προορωμένη ,
κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης Ἕκτορα : τοῦ νῦν εἵνεχ ' ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενος παρὰ σεῖο , φέρω δ '
4146830 καμοντες
πολλὴν αὐτοῖς πάντα συμβεβηκέναι . περὶ τίνων οὖν λέγει : καμόντες οἳ πολλά ; περὶ τῶν Θήρωνος προγόνων . τούτους
καὶ οἱ σύμμαχοι ἀνῄεσαν ἐπὶ τοὺς Πέρσας . Ἔνθα δὴ καμόντες ὑπὸ τοῦ πλήθους οἱ Πέρσαι ἔφευγον ἐπὶ ἄκρον τὸ
4144798 δολος
ἔσω ἐπήδησεν . τὸν μέν : τὸν κύνα . Κρυπτὸς δόλος : ἡ πάγη . βόθρῳ : λάκκῳ , .
. . . ἀτεχνῶς : ἀδόλως : τέχνη γὰρ ὁ δόλος : Ὅμηρος : ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες . ἰστέον
4141687 λαθαν
τε Μοῖσαι . . . . ἔμεθεν δ ' ἔχηισθα λάθαν . . . ἤ τιν ' ἄλλον ἀνθρώπων ἔμεθεν
κρίσιν : Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων . ἐκράτησε δὲ καί ποθ ' Ἕλλανα στρατὸν
4139514 γηδιον
, ὧν τελευταῖος καὶ τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ διὰ χρόνου τὸ γήδιον . ἐπὶ τῷ τέλει διπλῆ ἔξω νενευκυῖα , καὶ
ἑτέρων : οὐδέ γε περὶ τῆς πενίας , ὅτι μοι γήδιον μικρόν ἐστι κομιδῆ καὶ φαῦλον οἰκίδιον καὶ οὔτ '
4133334 ἐπιτεταμενη
βαρβάρων φρονεῖ . οὕτως Πλάτων . . βούλιμος : ἡ ἐπιτεταμένη λιμός . . , . Γ γρύξαι : βραχύτατον
ἑκάστη ξυνάγουσα , ἐνταῦθ ' ἐξερεύγεται . Αὕτη δὲ ἡ ἐπιτεταμένη διὰ τῶν καθειμένων πλεκτανέων ἐς ταὐτὸ ξυνάγει : ἐντεῦθεν
4128508 κατατεθνηωτων
χοὴν χεόμην . χεάμην . . ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων νύμφαι τ ' ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες ,
κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω : οὐ γάρ τις φειδὼ νεκύων κατατεθνηώτων γίγνετ ' ἐπεί κε θάνωσι πυρὸς μειλισσέμεν ὦκα .
4128363 ἑρμα
εἰκῆι ? δὲ ? ? διὰ ? τὸ μὴ ἔχειν ἕρμα . καὶ οἱ τοιοῦτοι οὖν τῶν νέων ? μανικώτεροι
τοσοῦτον θηρίον ἐπιβῆναι προμηνύει , ἵνα μή ποτε ἄρδην ἐς ἕρμα περισχεθὲν ἀπόληται , ἡ τοίνυν τοῦ βίου ὑπόθεσις τῷ
4124205 Ἰλιακος
διὰ τοῦ ] εἰς ΑΚΟΣ κτητικὰ ὀξύνεται : Δηλιακός Φρυγιακός Ἰλιακός . Τὰ εἰς ΕΚΟΣ ἕν ἐστιν : ἀλώπεκος ἀπὸ
καὶ θηλυκὸν Ἰλιάς , καὶ Ἴλιος καὶ Ἰλία . καὶ Ἰλιακός . οὐδετέρως δὲ παρὰ πᾶσι τὸ Ἴλιον , παρ
4116005 οἰμωγην
: ἀπὸ τοῦ βάθους , ἐκ βάθους τῆς καρδίας . οἰμωγήν : στεναγμὸν , φέρει . σπλάγχνοις : ἐν ,
Μηδαμῶς , ὦγαθέ : οὐ γὰρ πάντες εἰσὶν ἐπιτήδειοι πρὸς οἰμωγήν . ἀλλ ' ἔα τὰ ὀργίλα ταῦτα καὶ μειρακιώδη
4114815 πεπληγον
κραιπνοῖσι πέδον ῥήσσωσι πόδεσσιν ὧς οἱ ὑπ ' Ὀρφῆος κιθάρῃ πέπληγον ἐρετμοῖς πόντου λάβρον ὕδωρ , ἐπὶ δὲ ῥόθια κλύζοντο
συγκοπὴν Αἰολικὴν εἰλήλουθμεν . . . , : τὸ δὲ πέπληγον Ἰώνων καὶ Συρακουσίων λέξις : οὗ ἐνεστὼς πεπλήγω ἐκ
4114261 τεθορυβημαι
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ
4112839 βοην
ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει , καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν : Ὦ παῖδες Ἑλλήνων , ἴτε , ἐλευθεροῦτε πατρίδ
μᾶλλον : ἢ οὐκ ἠκούσατε Αἴαντος , οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν ; Ἰώ μοί μοι . Ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν
4111968 σοφης
ποτ ' ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενὸς [ ἀλλ ' ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματον ἐκμαθεῖν ] γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ '
ὃν ἐγὼ μετὰ τῆς ἐμαυτοῦ τέχνης καὶ τῆς Ἠλείων πόλεως σοφῆς καὶ ἀγαθῆς βουλευσάμενος ἱδρυσάμην , ἥμερον καὶ σεμνὸν ἐν
4111408 Ἀτρειδαο
ἐπανέρχεται ἐπὶ τὸ πρῶτον ὣς ὀξεῖ ' ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο . οὕτω καὶ Θουκυδίδης : ἐκ δὲ τεκμηρίων ,
ὁρμήματά τε στοναχάς τε , ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο , Κύκλωπος κεχόλωται , καὶ ἄλλα πλεῖστα , ἔχοντος
4110739 ὀδωδε
ποιούμενοι τὸν λόγον ἀρξόμεθα ἀπὸ λαχάνων . τῶν λαχάνων ὅσα ὄδωδε μετὰ τὸ βρωθῆναι , τὰ κρυπτὰ ἐλέγχει καὶ πρὸς
δόλῳ παρὰ χείλεσι πῶμα οὐλόμενον λήσειεν ὅ τ ' ὠκιμοειδὲς ὄδωδε . τοῦ μὲν ὑπὸ γλώσσης νέατος τρηχύνεται ὁλκός νέρθεν
4107244 ἑλκεος
πάσχει τοιαῦτα : μετὰ δὲ πῦον πτύει , καὶ οἷα ἕλκεος κρότωνας , καὶ αὖθις βὴξ , καὶ ἐῤῥάγη οὖν
' ὀθόνιον φυλάσσειν : τὰ δ ' ἔξω μὲν τοῦ ἕλκεος τὸ κατάπλασμα ὠφελέει . Τὴν μὲν οὖν χρῆσιν αὐτέων
4105942 ελος
οι ? [ [ ] ν [ [ ] ! ελος [ . . . . . . ] σερμ
περὶ τούτων κἂν τοῖς καθολικωτέροις κανόσι . Τὰ διὰ τοῦ ελος , εἴτε τρισύλλαβα , εἴτε ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ,
4105030 διηνεκες
ἐλλίσσετο νειὸν ὅππηι σοι δείμειεν ἀριφραδέως καταλέξαι ἔννυχον ὑπνώοντι , διηνεκὲς ὄφρα κε μίμνοις σηκῶι ἐνιδρυθείς , μηδ ' ἄλλυδις
εἴη τῷ φιλοσόφῳ δρᾶμα , ἀληθέστερον μὲν τῇ ὑποθέσει , διηνεκὲς δὲ τῷ χρόνῳ , διδασκόμενον δὲ ὑπὸ ποιητῇ τῷ
4101822 ἐπιθυ
ἄρχεις οὐδενός , ὦ Λύσι , οὐδὲ ποιεῖς οὐδὲν ὧν ἐπιθυ - μεῖς . Οὐ γάρ πω , ἔφη ,
ἢ εἴ τι ἄλλο , οἷον λῦπαι , δυσοργησίαι , ἐπιθυ - μίαι : τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης ,
4100374 συνεσταλμενου
: οὕτως οὖν καὶ ὁ τίς καὶ τὸ τί διὰ συνεσταλμένου τοῦ ι : ὅθεν τὰ εἰς ις τὰ ἔχοντα
. Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ΟΣ διὰ τοῦ ΙΟΣ προπαροξύνεται συνεσταλμένου τοῦ Ι , εἰ μὴ τριβραχέα ἐπὶ κυρίων εἴη
4098703 μαψιδιως
πλεῖθ ' ὑγρὰ κέλευθα ; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα , τοί τ
〚 ! ! μ ? 〛 ἄλλο [ ? ] μαψιδίως ? ? ? εμα [ ] ἐξότε ? ?
4096185 ἀφροντιστον
] ἔξω τοῦ πρέποντος . . ἀκήδει ] καταφρόνει καὶ ἀφρόντιστον ἔχε . . ἀμέλει . ὡς ] ὅτι .
ἠχῶδες τῆς συγκρούσεως ἴσως ἔσται δεινότερον . Καὶ γὰρ τὸ ἀφρόντιστον αὐτὸ καὶ τὸ ὥσπερ αὐτοφυὲς δεινότητα παραστήσει τινά ,
4093216 λαγχανω
: φθείρω , φθορά : σεσημείωται τὸ λήχω ἐπὶ τοῦ λαγχάνω , διὰ τοῦ η γραφόμενον , καὶ τρέπον τὸ
ἢ τὸ ἀδολεσχεῖν . λέβης . τὸ κοινῶς χερνίβιν . λαγχάνω . ἀττικῇ τὸ κληροῦμαι : μεταλαγχάνω δὲ τὸ ἑξῆς
4092858 εων
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] εων ? ἐπιδευέα κηδεμονήων [ ] τοῖς [ ! !
τει [ ] ψυχει ε [ ] [ ! ] εων : λέγομεν οὖν [ ] [ ! ! ]
4092283 πρωτισθ
καὶ κυπαττίδες . τῶν οὐκ ἔστι λαθέσθ ' , ἐπειδὴ πρώτισθ ' ὑπὸ ἔργον ἕσταμεν τόδε . καίτοι μᾶλλον ἴσως
ἀλλ ' αἰὲν ἔχων ἀλάλημαι ὀϊζύν , ἐξ οὗ τὰ πρώτισθ ' ἑπόμην Ἀγαμέμνονι δίῳ Ἴλιον εἰς εὔπωλον , ἵνα
4091681 ἀκαμπες
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς
4089980 ιον
? ? [ [ ] δες ? [ [ ] ιον ? [ [ ] ` [ . . .
, ὅπως ὁ ⃞ος προσλαβὼν τὸν ἐν τῷ ἐμβαδῷ ποιῇ ιον ⃞ου . πεπλάσθω τὸ τρίγωνον ἀπὸ ʂ α καὶ
4089662 ἀμερσαι
ἀδελφὸς Τάφιος , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ νῆσος . ἀμέρσαι : στερῆσαι . δηριόωντες : ἀγωνιζόμενοι . ὁ γὰρ
ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . * . Ἀμένης

Back