τοῦ πράγματος παρακελεύστους καθημένους φοβοῦμαι : παρακέλευστοι , οἱ ἐκ παρακελεύσεώς τι λέγοντες . ʃ παρακεκλημένους οἷσπερ νῦν ὅροις χρωμένους
τοῦ πράγματος παρακελεύστους καθημένους φοβοῦμαι : παρακέλευστοι , οἱ ἐκ παρακελεύσεώς τι λέγοντες . ʃ παρακεκλημένους οἷσπερ νῦν ὅροις χρωμένους
6185375 θεραπευμα
δεσμοῖς . Ἀμφιβαλών : περικυκλώσας , περικρατήσας . ἄκος : θεράπευμα . ἀλεωρή : ἐκφυγὴ , ἀποφυγή . Ἀμφιπεσόντος :
αἱρετόν . Ἀθανασία οὐσία ἔμψυχος καὶ ἀίδιος μονή . Ὅσιον θεράπευμα θεοῦ ἀρεστὸν θεῷ . Ἑορτὴ χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους
6137846 μαινομενου
πλησίον ὥσπερ ὁ κλέπτης , ἀλλὰ τέλος ἔχει τὴν τοῦ μαινομένου σωτηρίαν . πᾶσα δὲ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ τέλους τὸ
δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι μαινομένου . τοσοῦτον οὖν , φησὶν , ἔξω γενήσομαι μανίας
6061798 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
5803248 παιουσιν
ἀποκρινόμενοι θηράσεις , ἀλλ ' οὐ λήψει σκύτεσι βυβλίνοις αὐτὸν παίουσιν , ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται . ἡ δ '
δὲ αὐτῶν ἐλλοχῶσιν . εἶτα ὅταν ἕλωσι τὸν φῶρα , παίουσιν αὐτὸν πεφεισμένως καὶ ἐξωθοῦσι , καὶ ἐκβάλλουσι φυγάδα εἶναι
5780076 ὀλεκῃ
τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ; . ὀλέκῃ ] πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ .
οὕτως , εἰ δὲ βαρύνεται , οὕτω : τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ἀμπλακίας ] ἁμαρτίας ποινὰς
5761307 ἀνανηψῃ
τὸ τελικὸν αἴτιον , ἀλλὰ δεῖ αὐτῷ μελέτης , ἵνα ἀνανήψῃ ἀπὸ τοῦ πάθους καὶ ἀπλανῶς ἐντρανίσῃ τῷ ἀγαθῷ .
: καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ μὲν ἔπαισε τὸν ἐξεστηκότα ἑαυτοῦ ἵνα ἀνανήψῃ : ἔλαθε δ ' ἀποκτείνας , οὐκ ἐπὶ τοῦτο
5729806 ὀα
στερηθείς , τοκέης δ ' ἄπαιδες δαιμόνι ' ἄχη , ὀᾶ , δυρόμενοι γέροντες τὸ πᾶν δὴ κλύουσιν ἄλγος .
σκύλλονται πρὸς ἀναύδων , ἠέ , παίδων τᾶς ἀμιάντου , ὀᾶ . πενθεῖ δ ' ἄνδρα δόμος στερηθείς , τοκέης
5727536 βαβαιαξ
ἐχθροὺς παρεισάγει ἐκ τοῦ πολέμου συντριβομένους εἰς τέλεον . βαβαὶ βαβαιὰξ : σχετλιαστικὰ ἀντὶ τοῦ “ φεῦ φεῦ ” .
ἐχθροὺς παρεισάγει ἐκ τοῦ πολέμου συντριβομένους εἰς τέλεον . βαβαὶ βαβαιὰξ : σχετλιαστικὰ ἀντὶ τοῦ “ φεῦ φεῦ ” .
5698040 προσελθοντος
ὀρθὰ εἴη ἢ πλάγια , καὶ ἐκ τούτων διανοεῖς τοῦ προσελθόντος τὸν νοῦν . ἀγαθοποιοῦ δὲ ὄντος ἐπὶ τοῦ ὡροσκόπου
ὡς λόγος λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . Οὐδαμῶς . ὄνομα ἐστὶν
5685470 βεβλημαι
. . . βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβλησο ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον
. . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι βεβλῆσθαι καὶ ἀφαιρέσει τῆς βε βλῆσθαι . . .
5620710 σαυρωτηρ
θυρῶν στροφεῖς . Στρυφνόν . στερεόν . Στύραξ . ὁ σαυρωτὴρ καλούμενος . ἡ τοῦ δόρατος ἀρχή , ἐφ '
δὲ τὸ ἔσχατον τοῦ δόρατος ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί
5599397 ταυρηδον
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς
5579777 παρασκευαζοντος
καὶ τά τε δὴ τῆς ἄλλης δυνάμεως ἦν οἷα θεοῦ παρασκευάζοντος , καὶ ἔδοξεν ὁ τοῦ ἐνιαυτοῦ χρόνος οὐ σιωπῆς
ὁ στρατιώτης Κλεόνικος εἱστιῶντο τὴν εὐωχίαν σὺν ἐμοί , ἐμοῦ παρασκευάζοντος . ἱπποδιώκτας : ὁ ἱππικός . τὸ δὲ θηλάζοντα
5575750 παραφρων
παντὸς γὰρ λόγου μακροῦ μεῖζον εἰς ἐγκώμιον τὸ δεῖσαι μὴ παράφρων τῇ λύπῃ γενοίμην . ἔδει μέντοι σε τὸν τοῦτον
μεθυσκόμενον , τῆς Ἥρας αὐτῷ τὸ μεθύσκεσθαι εἰσηγησαμένης ἵνα γένηται παράφρων . ὠργίζετο γὰρ αὐτῷ ἡ Ἥρα ὡς υἱῷ τοῦ
5571911 βοωσιν
εἰπεῖν ; Ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος . Αἱ κνῆμαι δέ σου βοῶσιν ἰοὺ ἰού , τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι
. Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , ἀπειλοῦσιν . θ πόλει ] τῇ ἡμετέρᾳ .
5565243 ἰαλλω
ποικίλλω . παρὰ τὸ δαίω παράγωγον δαιάλλω , ὡς ἴω ἰάλλω , ἄγω ἀγάλλω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ δαιδάλλω
τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ , τὸ πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ ,
5561795 ἀμπλακιας
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι ,
5484630 ἀναιδους
καὶ πλεονεκτικόν , ταῦτα καὶ παρ ' ἑκόντος λαμβάνειν ὁμοίως ἀναιδοῦς τινὸς καὶ φιλοκερδοῦς ἀνδρὸς καὶ πλεονέκτου : αἰτεῖν δέ
τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ ' ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου .
5480903 ῥιπτω
ὡς αὐτίκα ὀπτήσομαι , ἐν τῇ ὁδῷ τέλματι βαθεῖ ἐντυχὼν ῥίπτω ἐμαυτὸν τοῦ τέλματος ἐς τὸ ὑγρότατον : εἶτα ἐκύλιον
φλῶ ἐγένετο , ἀφ ' οὗ παράγωγον φλάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω καὶ ἐνθουσιῶ ἐνθουσιάζω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παφλάζω
5470607 βαλλω
δ ' ἁ δύστανός σοι κοῦρον , τὸν φρίκαι ματρὸς βάλλω τὰν σὰν εἰς εὐνάν , ἵνα μ ' ἐν
: ἄφωνος : εὔφωνος : σύμφωνος . Τὰ παρὰ τὸ βάλλω συγκείμενα διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται : ἑκηβόλος :
5466546 ἀνανδρου
ἀγκῶνές τε ἀρθρώδεις ἀρίστου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ ἐξίτηλα ἀνάνδρου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ πολὺ σαρκώδη ἀμαθοῦς τε
μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν
5452233 ἐσειδομεν
ἀρτίως πόντου σάλον παύσαντ ' ἀφίγμεθ ' Ἄργος , ὡς ἐσείδομεν σφαγὰς ἀδελφῆς τῆσδε , μητέρος δὲ σῆς . δίκαια
τῆι ξένηι καθίεσαν . ἡμεῖς δ ' ἀφειδήσαντες , ὡς ἐσείδομεν δόλια τεχνήματ ' , εἰχόμεσθα τῆς ξένης πρυμνησίων τε
5450364 θριψ
ἐβλάστησαν * . . τὰ δ ' ἄλλα θριπόβρωτος : θρὶψ ὁ σκώληξ , ὅστις γίνεται ἐν τοῖς ξύλοις ἐπειδὴ
, τὸ δ ' ἱμάτιον οἱ σῆτες , ὁ δὲ θρὶψ τὸ ξύλον . σὲ δὲ τὸ κάκιστον τῶν κακῶν
5420405 σιελου
κίνδυνον ἔχοντες πνιγμοῦ περὶ μὲν τὴν ἀρχὴν τῆς καθάρσεως ὀλίγον σιέλου ἀποπτύουσι , προθυμίας δ ' αὐτοῖς σφοδρᾶς πρὸς ἔμετον
μετὰ ἐλαίου , ἄλειφε τοὺς βόας , ἢ ἐκ τοῦ σιέλου τοῦ βοὸς κατάχριε τούτους . ταῦροι τοὺς μυκτῆρας ῥοδίνῳ
5410797 ἐλελευ
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι
5391092 νυγματος
νενυγμένοις νεύροις ἐπιτήδειόν ἐστιν οὐ συγχωροῦν μῦσαι τὸ στόμιον τοῦ νύγματος , ὥσπερ οὐδὲ τῶν λυσσοδήκτων συνουλωθῆναι τὸ ἕλκος :
τέλλεται ἄκρης ἐκ κεφαλῆς : λάβραξ δὲ φίλης κεκορημένος ἄγρης νύγματος οὐκ ἀλέγει : τὸ δέ μιν νέμεταί τε καὶ
5381631 φακελος
τῶν ὀστέων , καὶ σφακελίσαι τὸ κατασαπῆναι καὶ ἀπονεκρωθῆναι . φάκελος καὶ ἡ συλλογὴ τῶν ξύλων . διαφέρει δὲ σφάκελος
δὲ τέχνῃ . οἷον τέχνῃ μὲν ὑπάρχουσι συνεχῆ , οἷον φάκελος τῷ δεσμῷ καὶ τὰ ξύλα τῇ κόλλῃ , οἷον
5379993 βαινω
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω
5379428 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
5374408 ἀχρης
: ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔχραε , τὸ ἐπεβάρυνεν ἀχρής καὶ ἀχρεῖος καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀχρεῖον τὸ οὐδέτερον τὸ
εἰς τὸ η , ὥσπερ τὸ φοβούμενος φοβήμενος , γίνεται ἀχρής . ἢ παρὰ τὴν χροιὰν γίνεται μελαγχροίης , οἷον
5360494 κανθος
μὲν γὰρ τύχῃ ὑπερσαρκούμενος ὁ πρὸς τῇ ῥινὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ κανθός , ἐγκανθὶς τὸ πάθος λέγεται : φθίνων δὲ καὶ
μὲν γὰρ τύχῃ ὑπερσαρκούμενος ὁ πρὸς τῇ ῥινὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ κανθός , ἐγκανθὶς τὸ πάθος λέγεται : φθίνων δὲ καὶ
5347717 λαβου
κλιτικὴν ἔκτασιν συστείλας τὸ ἴδιον προστακτικὸν ποιεῖ , ἐλαβόμην ἐλάβου λαβοῦ , ἐπραθόμην ἐπράθου πραθοῦ : ταῦτα δὲ παραλόγως Ἀττικοὶ
. . πυθοὺ ] περισπῶσιν Ἀττικοὶ τοῦτο , καὶ τὸ λαβοῦ καὶ ἐμοῦ καὶ τὰ ὅμοια . ἔστι δὲ δεύτερος
5340189 ἀλαζω
τὸ σημαῖνον τὸ πλανῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ
ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς σκευάζω σκευαστός , καὶ ἐξ αὐτοῦ
5335718 ἐπελευσις
τοῦ νοουμένου , τοῦτο δὲ ὥσπερ κίνησις περὶ αὐτὸ καὶ ἐπέλευσις καὶ ἀσθένεια τοῦ κατασχεῖν ἄθρουν , ὥσπερ καὶ οἱ
ἀκολουθῇ . Εἰ μέντοι ὡς εἰκὸς ἐν τῷ ὁδοιπορεῖν ἀδοκήτως ἐπέλευσις παρ ' ἐχθρῶν γίνηται καὶ οὐ φθάζει ἀπληκεῦσαι καί
5312896 πηθω
τὸ πάντα τὰ φάη περιάγειν . Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα
τὸ Ν , συστέλλουσι τὴν ἄρχουσαν οἷον λήθω λανθάνω , πήθω πανθάνω : οὕτως οὖν καὶ λείπω λιμπάνω . εἰ
5312258 φθεγγομενου
, λιλαίετο [ ] δ ' ἐγγὺς [ ] ἀκούειν φθεγγομένου , καὶ ἔμελλεν ἀκούεμεν ? [ ] : ἦλθε
ἐγενέσθην πλήθους τοῦ πρὸ τοῦ δικαστηρίου τί τῶν ἁπάντων οὐ φθεγγομένου καινὰς ἐπὶ ταῖς εἰωθυίαις δεήσεσιν εὑρίσκοντος . καὶ ὁ
5305956 ταρσος
καὶ νεύρων συγκείμενον : οὗ τὸ ἔμπροσθεν μετὰ τοὺς δακτύλους ταρσός , τὸ δ ' ἀπολῆγον τοῦ ποδὸς κατόπιν πτέρνα
; ἔργων δὲ τίς σε πρωινῶν ἀναμνήσει , ὅτε δροσώδης ταρσός ἐστιν ὀρνίθων ; ” κἀκεῖνος εἶπεν : “ οἶσθα
5279580 ἀπεκοψεν
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα .
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί
5278953 παραιρειν
πάνυ κιβδήλως : τὸ γὰρ περισπᾶν καὶ περισπᾶσθαι ἐπὶ τοῦ παραιρεῖν καὶ παραιρεῖσθαι τάττουσιν οἱ ἀρχαῖοι . δέον οὖν ἄσχολος
τοῦ λυπεῖσθαι . ὅμως δὲ χρὴ θαρρεῖν καὶ τῆς λύπης παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον , καὶ μεμνῆσθαι μὴ μόνον τοῦ
5275283 χθαμαλον
λεπτὸν ἐπιζέειν τὴν ὀργὴν μηνύει , παχὺ δὲ πάνυ καὶ χθαμαλὸν μιαρίαν ἤθους κατηγορεῖ . ῥινὸς τὸ ἄκρον ἁδρὸν καὶ
εἰσιν , οἰνόφλυγας δηλοῦσιν . Στόμα μήτε προπετὲς μήτε πάνυ χθαμαλὸν . . . . . δειλίας καὶ παλιμβουλίας σημεῖον
5270123 ῥυσιον
' οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν : φόνον φόνου δὲ ῥύσιον τείσω τάλας πρὸς τοῦ δοκοῦντος οὐδὲν εἰδέναι κακόν .
ἀφήσω , τῶνδέ γ ' ἐστερημένος . Καὶ μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα θήσεις : ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν
5264729 ἀπριξ
δὲ ἐντυχὼν προσκειμέναις ταῖς θύραις , καὶ τῶν ἐπισπαστήρων λαβόμενος ἀπρὶξ εἴχετο . ἐπεὶ δὲ ἀποσπώντων βίᾳ ἀπέκοψαν τὸ πᾶν
οὗτοι οἱ οὐδὲν ἄλλο οἰόμενοι εἶναι ἢ οὗ ἂν δύνωνται ἀπρὶξ τοῖν χεροῖν λαβέσθαι , πράξεις δὲ καὶ γενέσεις καὶ
5262940 ἐξεκενωσε
φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δέ , οἷον οὐδέπω
καὶ προτρέψασιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον , εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ
5262415 κακοηθους
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ
5254209 δελεατος
. ἄλλο πρὸς κορακίνους μόνους ὑπερμεγέθεις διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ δελέατος . ιʹ . πρὸς ποτάμια ὀψάρια , ᾧ Ἄνος
μὲν ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἅπαντα διὰ τοῦ τος κλίνεται , δελέατος ὀνείατος : τῶν δὲ δισυλλάβων τὰ μὲν μακρᾷ παραληγόμενα
5253592 ἀραχνου
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ
5252821 ἀγχονη
στρατευόμενον καὶ πονοῦντα οὐ ξενίζουσιν . ταῦτα δῆτ ' οὐκ ἀγχόνη ] ἀγανακτῶν ὡς ξενιζομένων τῶν πρέσβεων τοῦτο λέγει .
βρόγχον ὑγροῦ παχέος καὶ γλίσχρου , μάλιστα ἐπὶ παιδίων . ἀγχόνη πυώδης ἀπόστασις μεταξὺ ἐπιγλωττίδος καὶ ῥίζης γλώττης . παρίσθμια
5247707 εὐτραπελου
τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιηταὶ οὐχ ὑποθέσεως ἀληθοῦς , ἀλλὰ παιδιᾶς εὐτραπέλου γενόμενοι ζηλωταὶ τοὺς ἀγῶνας ἐποίουν : καὶ φέρεται αὐτῶν
καὶ τοῦ σίτου ἤ τινος ἄλλου . σκῶμμα γελοίου καὶ εὐτραπέλου διαφέρει . σκῶμμα μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐπὶ διασυρμῷ
5238143 πταισματος
διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις τάδε ] τίνος πταίσματος τὴν τιμωρίαν πάσχεις , τουτέστι τί ἁμαρτὼν πάσχεις ταῦτα
Ἤτοι οὖν περὶ ἀδίκου ὅρκου ἢ καὶ περὶ ἄλλου τινὸς πταίσματος ὅτι μέλλει ὁ θεὸς ἐξετάζειν , καὶ αὐτοὶ σχεδὸν
5237716 ὑπνηλον
χωρὶς ὀδύνης ἀπόλλυται ὁ ἀνήρ . * ὄλλυται : θνήσκει ὑπνηλόν : καὶ γὰρ τὸ ὑπνηλὸν νῶκαρ ἐπάγει τὴν τοῦ
σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς , οὐ δεδορκότες , κίνησις
5231337 σφαγεις
μὲν δῆμος παντελῶς κατηθύμησε καὶ ἡσυχίαν εἶχεν , οἱ δὲ σφαγεῖς πάντ ' ᾤοντο πεπραγμένα εἶναι , καὶ οἱ ὁμογνώμονες
ἀποσφάττειν . Καὶ ἐνίκα ταῦτα . Ἐξαΐξαντες δὴ τοὐντεῦθεν οἱ σφαγεῖς ἔφευγον θέοντες διὰ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὸ Καπιτώλιον ,
5220566 ἀλαστω
θηλυκόν . ἀλαστήσας : σχετλιάσας , δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής :
, ὡς σκευάζω σκευαστός , καὶ ἐξ αὐτοῦ παράγεται ῥῆμα ἀλαστῶ , τὸ σημαῖνον τὸ χαλεπαίνω : οἱ γὰρ πλανώμενοι
5219840 κραυγη
ὀϊστοῖς καὶ δορατίοις καὶ λίθοις σφοδρῶς καὶ μάλιστα ἐπιτυγχάνοντες , κραυγή τε πολλὴ καὶ τραύματα καὶ φόνος παρ ' ἀμφοτέρων
ζώου , ἥντινα καλοῦσιν ἀλωποχῆνα . Ἀϋτή : βοή . κραυγή . Ἐΐσκω : ἀπεικάζω . Ἄσιος : ὁ ξηρός
5217655 Κᾀθ
εἰς τὸν κοπρῶν ' οὖν ἔρχομαι . Βάδιζέ νυν . Κᾆθ ' ὁ μὲν ἔτριβε κεδρίδας , ἄννηθον , σφάκον
τάδε ; Ἄμφω γ ' ὁμοίως , κἀξεπίστασθον καλῶς . Κᾆθ ' οἱ κάκιστοι τῶνδ ' ἀκούσαντες πάρος τοὐμοῦ πόθου
5216140 ἀνεως
ἐδείκνυτο γὰρ τὸ προκείμενον , ὡς ἀπὸ Ἀττικῆς γραφῆς τῆς ἄνεως ἐσχημάτιστο : ἦν δὲ τὸ παρὰ Ἀττικοῖς ἄνεως τρίτην
ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄνιος ἄνεος : καὶ Ἀττικῶς ἄνεως . ἢ ἀπὸ τοῦ αὔω τοῦ σημαίνοντος καὶ Ἀττικῶς
5215150 φθινυθουσι
' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν : τῆς δ ' ἐλεεινοτάτῳ ἄχεϊ φθινύθουσι παρειαί : ὣς Ὀδυσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ ' ὀφρύσι δάκρυον
μοι ἔσσυται ἤδη ἠδ ' ἄλλων ἑτάρων , οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ ἀμφ ' ἔμ ' ὀδυρόμενοι , ὅτε
5214420 ἀγνοουντος
. τὸ δὲ κρεῖσσον ἦν καὶ μάγων πανουργούντων καὶ βασιλέως ἀγνοοῦντος αὐτό . τοιγάρτοι τὸ δαιμόνιον τὰ αἰσιώτερα τῷ στρατῷ
στρώμασι . τοῦ δ ' Αἰσώπου τὰ ὐπ ' αὐτῶν ἀγνοοῦντος σκαιωρηθέντα , ἐξελθὼν ἐπορεύετο εἰς Φωκίδα . οἱ Δελφοὶ
5201896 βουπαις
μέγεθος τοῦ ὑποκειμένου δηλοῦν . ἀπὸ μὲν τοῦ βοὸς βούσυκον βούπαις βούλιμος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον καὶ :
, ἡ λαμυρίς : λαιφύη τὸ πρυτανεῖον : λαίσπης ὁ βούπαις : λαίσθη , ἡ αἰσχύνη : λαίσθα ἡ ἀκολασία
5199814 περσιστι
, ὡς τοῦ Σκύθης σκυθίζειν . ἀφ ' οὗ τὸ περσιστί ἐπίρρημα , ὡς τοῦ δωρίζω δωριστί καὶ σκυθιστί .
Ἡρόδοτος δὲ : “ οἱ εὐεργέται βασιλέως , ὀροσάγγαι καλέονται περσιστί . ” Νύμφις δὲ ὁ Ἡρακλεώτης ἐν δευτέρῳ Περὶ
5199507 παθοντος
παθήματι , τὸ μίασμα ὡς εἰς αὐτὸν περιεληλυθός , τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην , ὁ βουλόμενος ἐπεξελθὼν τούτῳ δίκην
ἄκοντ ' ἀπεκτονότα , ἔκδοτον λαβών , εἰς τὴν τοῦ παθόντος βίᾳ πατρίδα . ἆρ ' οὐ πάντα συγχεῖς τἀνθρώπινα
5198567 βησομαι
θήσεται καθ ' Ἑλλάδα . ἀλλ ' ἐς δαφνώδη γύαλα βήσομαι τάδε , τὸ κρανθὲν ὡς ἂν ἐκμάθω παιδὸς πέρι
βῆμι βήσω , εἶτα μετάγεται εἰς ἐνεστῶτα , ὁ παθητικὸς βήσομαι , ὁ παρατατικὸς ἐβησόμην , τὸ τρίτον ἐβήσετο καὶ
5197238 δορκας
δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος ἐμπορεύεται . μὴ πρὸς λέοντα δορκὰς ἅψωμαι μάχης . ἁλῶν μέδιμνον ἅμα φαγὼν . πέπων
καθάρῃς κἀλέσῃς , οὐ μὴ φάγῃς . μὴ πρὸς λέοντα δορκὰς ἅψωμαι μάχης . λέγε δὲ σὺ κατὰ πόδα νεόχυτα
5187965 κυμαινοντος
κἀκεῖσε ἐπὶ τὰ Σκυθικὰ ὁρμῶν ἐπιτρέχει πεδία . Τούτου δὲ κυμαίνοντος ἀπὸ τοῦ βορρᾶ , ἄπειρον καὶ πολὺν προσβλέψειας ἀπὸ
δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν . Ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ
5185525 παταγος
μελλόντων δ ' ἀριστο - ποιεῖσθαι , τὸ μὲν πρῶτον πάταγος ἐξηχεῖτο πολύς , ἅτε τοσούτων ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ ὑποζυγίων
] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον . πάταγος ] θόρυβος . πάταγος ]
5184525 ἐλπισαντος
οὐδαμῶς . τοιοῦτο δέ τι δοκεῖ λέγειν , ὅτι , ἐλπίσαντός τινος μετὰ βραχύν τινα χρόνον γενέσθαι αὐτῷ ἀγαθόν τι
οὐδαμῶς . τοιοῦτο δέ τι δοκεῖ λέγειν , ὅτι , ἐλπίσαντός τινος μετὰ βραχύν τινα χρόνον γενέσθαι αὐτῷ ἀγαθόν τι
5181681 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
5179465 καπηλειου
, καὶ προέκειτο τὸ ἀργύριον . ἡ δὲ προεστῶσα τοῦ καπηλείου τὸ κέρδος ὁρῶσα , πρὸς τὴν ὑπηρεσίαν παρεσκευάζετο ,
λουτρὸν αὖ τὸ δεύτερον . βλέφαρα κέκλῃταί γ ' ὡς καπηλείου θύραι . ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον
5164022 δυσμενους
† νέαι τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον † ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων
ἀναλογίζεται ἤδη καὶ σκοπεῖ , ὡς οὐ τῷ φόνῳ τοῦ δυσμενοῦς τὸν οἰκεῖον ἀπείληφε ζῶντα . ταῦτα μὲν εἰκόνος χωρὶς
5162792 ἐρεσσοντες
τυγχάνειν τὴν μουσικήν . καθάπερ δ ' οἱ ἀχθοφοροῦντες ἢ ἐρέσσοντες ἢ ἄλλο τι τῶν ἐπιπόνων δρῶντες ἔργων κελεύουσιν εἰς
τὸ βάθρον τῆς νεὼς , ἐφ ' ὁ καθέζονται οἱ ἐρέσσοντες : τραγάλιον : οἰνοπώλιον : ἀρτοπώλιον . Τὰ διὰ
5162027 τετυπεναι
γὰρ τέτυφε προσλαβὸν τὴν ναι συλλαβὴν τετυφέναι γίνεται . Τὸ τετυπέναι χρόνου μέν ἐστι μέσου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου : γίνεται
πεποιηκέναι . Τετυπέναι : ὁμοίως καὶ αὐτὸς γίνεται , τέτυπε τετυπέναι , νένυγε νενυγέναι . τύψαι : ὁ εἰς α
5145776 ἐπειγομενου
, ἐπὴν Νότος ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο : Εὔρου δ ' ἱσταμένοιο ποτὶ Ζεφύροιο κέλευθα
λόγους καὶ Βοιωτῶν , οὐχ ὥσπερ νῦν συντέμνοντος οὐδ ' ἐπειγομένου , ἀλλ ' ὡς ἐδυνάμην κατὰ ῥῆμα ἀκριβέστατα ,
5142975 θρους
ἁπλᾶ μὲν ὄντα περισπῶνται , οἷον βοῦς νοῦς πλοῦς χροῦς θροῦς θυγατριδοῦς ἀδελφιδοῦς χαλκοῦς χρυσοῦς πλακοῦς Σιμοῦς , χωρὶς τοῦ
χροῦς , χοῦς , νοῦς , πλοῦς , φλοῦς , θροῦς , χαλκοῦς , Σιμοῦς , ἀργυροῦς , σεσημειωμένου τοῦ
5140527 ἀπεμορξατο
ε εἰς τὸ ο καὶ τοῦ λ εἰς τὸ ρ ἀπεμόρξατο , τὸ ἀπεπίασεν . . . . . ἀπεστύπαζον
ἀμέτοχον , οἷον : ἀλγήσας δ ' ἀχρεῖον ἰδὼν † ἀπεμόρξατο δάκρυ , ἀντὶ τοῦ ἀσθενῶς καὶ ταπεινῶς . ἐπὶ
5139779 ἐπισπευδοντες
ἐκλήρουν δικαστήριον τῷ φονεῖ , διὰ τὴν πρὸς Ἑρμοκράτην τιμὴν ἐπισπεύδοντες τὴν κρίσιν . ἀλλὰ καὶ ὁ δῆμος ἅπας εἰς
οὗ δὴ καὶ μίαν ἄλλην ἡμέραν προσδιατρίψαντες τομῶς ὑπέστρεψαν , ἐπισπεύδοντες τὰ πρὸς τὸν πλοῦν , καλοῦντος αὐτοὺς ἤδη τοῦ
5134308 πολυστενακτα
κήδε ' ] ἔπαθεν δῆλον πάθη κακά . δύστονα ] πολυστένακτα . δύστηνα ] δυσστένακτα . κήδε ' ] συγγενικά
εἰς τὸν Κεχηνότα Διόνυσον Εὐφορίωνος . Λυκόφρων δὲ ἀντὶ τοῦ πολυστένακτα , μεμπτά : δύσζηλος ἀστέμβακτα τιμωρουμένη . βοῶσα δ
5133961 βησω
βάσκε ἀπὸ τοῦ βάσκω , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ βῶ βήσω , πλεονασμῷ τοῦ κ βήσκω καὶ τροπῇ τοῦ η
, ὡς τὸ ἀπεβήσετο παρατατικὸς ἐκ τοῦ βήσω , ἐνεστὼς βήσω καὶ βήσομαι : καὶ ἐκ τοῦ νίω νίσω ,
5131317 σητες
, ῥιγοῦν κοινόν , ῥιγοῖν Ἕλληνες . σέες Ἀττικοί , σῆτες Ἕλληνες . σείραιον Ἀττικοί , ἕψημα Ἕλληνες . σφεῖς
σίδηρον , ἂν σκοπῇς , τὸ δ ' ἱμάτιον οἱ σῆτες , ὁ δὲ θρὶψ τὸ ξύλον . σὲ δὲ
5126199 ἱεμαι
καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' . . . . ἀφ
τῆς καινίδος καὶ ῥήξας τὸν ἱμάντα ᾧ διηγόμην καὶ ἀνασκιρτήσας ἵεμαι δρόμῳ εἴσω ἔνθα ἐδείπνουν οἱ κίναιδοι σὺν τῷ δεσπότῃ
5119031 αἰολλω
αἰολοπώλους : ταχυπώλους ποικίλως ἱππαζομένους . γίνεται δὲ ἐκ τοῦ αἰόλλω , ὃ σημαίνει τὸ κινῶ , καὶ † τὸ
παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα , τὸ κινῶ : καὶ ἀπὸ τοῦ αἰόλλω
5118242 ληματος
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ :
5114359 ἁπτηται
εἰς κύκλον ἐγγράφεσθαι λέγεται , ὅταν ἑκάστη γωνία τοῦ ἐγγραφομένου ἅπτηται τῆς τοῦ κύκλου περιφερείας . Σχῆμα δὲ εὐθύγραμμον περὶ
τὰ δύο δεδομένα ᾖ , τὰ δὲ λοιπὰ πλὴν ἑνὸς ἅπτηται θέσει δεδομένης εὐθείας , καὶ τοῦθ ' ἅψεται θέσει
5112961 προσφθεγμα
. τὸ ” βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι
θρηνεῖ . αἴλινα : ἤτοι θρηνητικά . ἱὴ παιῆον : πρόσφθεγμα καταφρονοῦντος ? ? . ἀναβάλλεται : ὑπερτίθεται . πέτρος
5110859 ἀλυς
μὴ λυπούμενος . λέγεται δὲ καὶ ἀλύπητος . Θεόπομπος . ἄλυς : ἡ ἄλη καὶ ὁ ῥιπασμός . καὶ ἀλύειν
τὸ ἀλῶ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω , ἐξ οὗ καὶ ἄλυς , ἡ πλάνη τῆς διανοίας . ἢ παρὰ τὴν
5108754 φορτιου
τέχνης ἢ ἱερῶν ἐνεργείας ἢ χρηματισμῶν , τὸ θʹ περὶ φορτίου πράσεως ἢ καματηρᾶς ξενιτείας , τὸ ιʹ περὶ ἐπηρείας
τῷ φορτίῳ ἰσόρροπός ἐστιν . ἐὰν δὲ ἑλκύσαντες ἐκ τοῦ φορτίου τὸ ὅπλον τὴν μὲν μίαν αὐτοῦ ἀρχὴν ἐκδήσωμεν ἔκ
5108531 φθεγματος
θήλειαν διώκοντος σὺν ὕβρει τε τῇ ἄλλῃ καὶ τραχύτητι τοῦ φθέγματος , ὡσαύτως δὲ καὶ τοῦ ἀνδρὸς ὃς τὸν ὄνον
ἐμὴν ἀηδόνα , καλοῦμεν αὐτούς : οἱ δὲ νῷν τοῦ φθέγματος ἐάνπερ ἐπακούσωσι θεύσονται δρόμῳ . Ὦ φίλτατ ' ὀρνίθων
5104980 δυσμορως
, κλύουσα καὶ ἀκούουσα αὐτοὺς καὶ μαθοῦσα νεκροὺς αἵματι βεβρεγμένους δυσμόρως θανόντας ὑπὸ δορὸς ἀλλήλων . ἔτευξα τύμβῳ μέλος :
. στάζοντας τὸ αἷμα . . δυσφόρους ] γράφεται καὶ δυσμόρως . . ἦ δύσορνις ] ὄντως δύσορνις καὶ δυσοιώνιστος
5102208 ἀπορραγεν
. προυκεχωρήκει : προαπεληλύθει ʃ εἰς τὸ ἔμπροσθεν ἦλθεν . ἀπορραγέν : ἀποσπασθὲν τῆς ἄλλης τάξεως ὁ Βρασίδας . .
. προυκεχωρήκει : προαπεληλύθει ʃ εἰς τὸ ἔμπροσθεν ἦλθεν . ἀπορραγέν : ἀποσπασθὲν τῆς ἄλλης τάξεως ὁ Βρασίδας . .
5098458 ἀδω
, τότε ὁ μέλλων διὰ τοῦ ς ἐκφέρεται , οἷον ἄδω ᾄσω , πείθω πείσω , ἀνύτω ἀνύσω , ἀκούω
, δῆρις . Δαύω , τὸ κοιμῶμαι . ἐκ τοῦ ἄδω ἐστὶ , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ δ , δεύω
5095175 ἑλισσω
] Βασιλεύειν τοῦ Διός . : Ἐλιννύω , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω καὶ τοῦ ἀνύω : εἰώθασι γὰρ οἱ μέλλοντες ἀνύσαι
δέ ἐστιν ἡ λεγομένη τοῦ κλήματος ψαλὶς , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω τὸ συστρέφω γινομένη : συνεστραμμένη γάρ ἐστι καὶ ἐπικαμπής
5093208 ἐπαταξε
ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ πάντων
Κάσσιος ἐς τὸ πρόσωπον ἔπληξε καὶ Βροῦτος ἐς τὸν μηρὸν ἐπάταξε καὶ Βουκολιανὸς ἐς τὸ μετάφρενον , ὥστε τὸν Καίσαρα
5087766 γωρυτος
δηλοῦν τὸ χωρῶ ἢ δέχομαι καὶ λαμβάνω , ὅθεν καὶ γωρυτός , ὁ δεχόμενος τὸ ῥυτόν , τουτέστι τὸ τόξον
: “ ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα . ” γωρυτός ἡ τοξοθήκη , οἱονεὶ χωρυτός , παρὰ τὸ τὸ
5087739 κτεινω
γὰρ ὁ μέλλων : ὁμοίως μείνω , μενῶ γάρ : κτείνω , κτενῶ : θείνω τὸ τύπτω , θενῶ γάρ
, ἐπὶ γὰρ τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει
5086530 ἐξαπτεται
τε καὶ καρτεραῖς ταῖς πληγαῖς : ὃ δὲ ὥσπερ οἰστρηθεὶς ἐξάπτεται , καὶ ᾗ ποδῶν ἔχει φυγῆς ἄρχεται . καὶ
καὶ δεσμοῖς διαλάβῃς , ἔτι καὶ μᾶλλον ἐς τὸν θυμὸν ἐξάπτεται , καὶ δεσπότην οὐχ ὑπονέμει . Ἀλλ ' οἱ
5083002 χαινειν
καθίϲτανται . καθίϲαντεϲ τοίνυν τὸν ἄνθρωπον πρὸϲ αὐγὴν ἡλίου καὶ χαίνειν κελεύϲαντεϲ ὑπηρέτου διακρατοῦντοϲ τὴν κεφαλὴν ἑτέρου τε τῷ γλωϲϲοκατόχῳ
οὐδ ' ἄν γε χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς
5080754 ἀκουσματος
ὑπὸ δὲ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀτιμάζει : τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος , ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ
πάντες ὑποσιγήσουσιν αὐτοῖς καὶ μήτε ὅραμα μηδὲν ἄλλο ἔσται μήτε ἀκούσματος ἀκούειν μηδενός , οὐκ ἄρα οἵα τε ἔσται ἡ
5079990 ἐκκρουεται
γὰρ τὸ πλοῖόν , φησι , τῇ βίᾳ τοῦ ἀνέμου ἐκκρούεται , ἤγουν ἀποπέμπεται ἔξω τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ πλάγιον
ἐπὶ τῶν ἐρωμένων ὥρας ταῖς ἐπιθυμίαις ἔχοντες χαίρουσιν αὐτοῖς . ἐκκρούεται γὰρ ὑπὸ τῆς τούτων παρουσίας ὁ τῶν ἐρωμένων πόθος
5078541 ἐξευρισκουσιν
ἀλλοτρίους . δόμους : οἰκίας . ἐπιμηχανόωνται : εὑρίσκουσιν , ἐξευρίσκουσιν , ἐπικτῶνται . Ἀβληχροῖς : ἀσθενέσιν . νόθον :
Καὶ τὰ σμικρὰ ἄρα , εἶπον , δοκοῦντα εἶναι νόμιμα ἐξευρίσκουσιν οὗτοι , ἃ οἱ πρότερον ἀπώλλυσαν πάντα . Τὰ
5074594 προσηρτημενου
τόπων καθυποστρέψαι . ὁ δὲ Ἀπίων πυλάρταο τοῦ ταῖς πύλαις προσηρτημένου , ἢ πύλας ἀπαρτίζοντος , ἢ πυλωροῦ ἰσχυροῦ .
, ὡς λέγει Κτησίας . καὶ ὅτι ὑπὲρ τοῦ τέως προσηρτημένου κρέως αὐτοῖς τὰ σπλάγχνα τῶν ᾑρημένων δεῖπνόν ἐστιν ,
5073729 αἰβοι
ἀλλὰ τίς ; Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί ' ἐξεληλακώς . αἰβοῖ : τί ληρεῖς ; ἴσθι τοῦθ ' οὕτως ἔχον
μοὐδόκει δημηγορεῖν φάλλαινα πανδοκεύτρια , ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός . αἰβοῖ . τί ἐστι ; παῦε παῦε , μὴ λέγε
5072024 χοη
χεύσω : καὶ τρέπει τὸ ε εἰς ι ἐν τῷ χοὴ καὶ προχοή : σημειωτέον τὸ κέω , ἐξ οὗ
βαρύνεται , ἐξ ἑτέρας ἐστὶν εὐθείας , ἥτις ἐστὶν ἡ χοὴ θηλυκῶς , καὶ κλίνεται τῆς χοῆς . τὸ ”

Back