| ἔπεσιν πιστεύους ' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν | ||
| ποῦ ' στιν ; Ἀπολιπών μ ' ἀποίχεται , ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις . Ποῖ γῆς ὁ τλήμων |
| δὲ ποιηταὶ Αἰσχύλος , Σοφοκλῆς , Εὐριπίδης , Ἀρίων , Θέσπις , Φρύνιχος , Ἴων , Ἀχαιὸς καὶ ἕτεροι νέοι | ||
| τραγῳδίᾳ πρότερον μὲν μόνος ὁ χορὸς διεδραμάτιζεν , ὕστερον δὲ Θέσπις ἕνα ὑποκριτὴν ἐξεῦρεν ὑπὲρ τοῦ διαναπαύεσθαι τὸν χορὸν καὶ |
| ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ | ||
| ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων |
| ὁ δὲ νοῦς πέπαικται εἰς τραγῳδίαν : ὁ γὰρ χαρακτὴρ τραγικὸς , ὡς ἐν Ὀρέστῃ [ ] ἀναβοάσομαι πατρὶ Ταντάλῳ | ||
| Σωτίων τε καὶ Ἀγαθοσθένης οἱ φιλόσοφοι , καὶ Εὐριπίδης ὁ τραγικὸς οὑτωσὶ λέγων : ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν |
| ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
| : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
| τοῦ ποιητοῦ . Χρεμύλος γὰρ ἀπὸ τοῦ χρέος καὶ τοῦ αἱμύλος ὁ ἀπατεών , ὁ ἀπατῶν τοὺς χρεοφειλέτας : καὶ | ||
| δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί . εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν , ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα |
| δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς Ἀχερδούς . . Ἀμύνων : Ῥήτωρ ἡταιρηκὼς , οὐκ ἰατρὸς ὁ Ἀμύνων . Ἀντισθένην : ἰατρὸς | ||
| ὅτι καταψηφιοῦνται αὐτοῦ τὸ εἶναι προαγωγὸν , ἢ ὅταν ὁμολογουμένως ἡταιρηκὼς κρίνηται , ὅπερ Αἰσχίνης κατασκευάζει ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου |
| ἃ δ ' οὗτοι πλείους ὄντες ἐνίκων , ἅπαντ ' ἀπόλωλεν . καίτοι καὶ τἄλλ ' ἂν ἅπαντ ' ἀκολούθως | ||
| ἐπὶ Πλαταιὰς ἔλθῃς , ἀπόλωλέ σοι Μῆλος νῆσος γείτων , ἀπόλωλεν Αἴγινα νῆσος φίλη , ἀπόλωλεν Σκιώνη πόλις σύμμαχος , |
| τε πολλοῖς καὶ καλοῖς κἀγαθοῖς ταὐτὰ μαρτυροῦσι πιστεύητε μᾶλλον . Ξενοκλῆς τοίνυν Βήσαζε μὲν ἰὼν εἰς τὸ ἐργαστήριον τὸ ἡμέτερον | ||
| Θ Ξενοκλῆς καὶ Ξενότιμος : καὶ ὁ μὲν χορευτής , Ξενοκλῆς δὲ τραγῳδίας ποιητής . Θ τῶν Καρκίνου τις Θ |
| δὲ καὶ ὀνειδίζει αὐτοῖς ἐν τῶι Παλαμήδει λέγων ἐκάνετ ' ἐκάνετε τὰν πάνσοφον , τὰν οὐδὲν ἀλγύνουσαν ἀηδόνα Μουσᾶν . | ||
| λέγοντα , τὸ δὲ ἀληθὲς πρὸς Ἀθηναίους διὰ Σωκράτην ” ἐκάνετε , ἐκάνετε τῶν Ἑλλήνων τὸν ἄριστον , “ ὅ |
| τῶν παρασίτων ὃν Μένανδρος πτερνοκοπίδα καλεῖ . Μάχων τε ὁ κωμικὸς μέμνηται Κορύδου λέγων : τὸν Κόρυδον ἠρώτησεν Εὐκράτης πῶς | ||
| δούλους , διὰ πολέμου δ ' ἡλωκότας , Θεόπομπος ὁ κωμικὸς ἀποχρησάμενος τῇ φωνῇ φησι : δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια |
| θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , | ||
| ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν |
| δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ | ||
| δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ |
| : τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι | ||
| συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ |
| καὶ ταῦτα ἄμφω παρὰ σοὶ πάλαι δὴ τιμωμένω . Οὐ συνίστημί σοι Θεόδωρον , ὃν αὐτὸς ἐξέθρεψας , οὐδ ' | ||
| πάντως ὅ τι ἂν γνῷς , στέρξομεν . Οὐκ ἀγνοουμένους συνίστημί σοι τοὺς ἰατρούς , ἀλλὰ δι ' ἀνδρῶν ἐγνωσμένων |
| Δωρίχαν αὐτὴν καλεῖ . σάκος : ὅπλον . σάκτας : θύλακος , μάρσιππος . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν ὡς πολυγράμματος | ||
| δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς οὐ μικρὰ |
| γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε | ||
| ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ |
| βαρυτόνους ἢ βαρυφώνους τοὺς ἀμφὶ Σωκράτη καὶ Σιμύλον ὑποκριτάς , σκώπτων ἐκάλεσε βαρυστόνους . Γόης . Ὁ ἀπατεὼν καὶ ψεύστης | ||
| ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Θεόφιλος δ ' ἐν Ἰατρῷ ἅμα σκώπτων αὐτοῦ καὶ τὸ ἐν λόγοις ψυχρόν : πᾶς δὲ |
| οὕτως ἐκάλουν τοὺς φιλοσόφους . Χαιρεφῶν : ἑταῖρος Σωκράτους ὁ Χαιρεφῶν , ὃς ἐκαλεῖτο καὶ νυκτερὶς διὰ τὸ μέλας εἶναι | ||
| οὐκ ἐφείδετ ' , ἀλλὰ παρέτρεφε τὸν βουλόμενον . ὁ Χαιρεφῶν μὲν παντελῶς οἴκαδε βαδίζειν ᾤετο ὦ ταλάντατος . καὶ |
| πρεσβυτῶν φαίνεται τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . ταῦτα ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιζεν διὰ τὰς πολυθρυλλήτους | ||
| μόνος τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . Ταῦτα καὶ ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιξε διὰ τὰς πολυθρυλήτους |
| μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ | ||
| ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς |
| αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας : ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης , ὁ μελοποιός , ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον , ἐν | ||
| πρῶτον Στησίχορον τὸν Ἱμεραῖον . καὶ Ξάνθος δ ' ὁ μελοποιός , πρεσβύτερος ὢν Στησιχόρου , ὡς καὶ αὐτὸς ὁ |
| τὸ καλὸν ἐρευνῶν : λέγεται σοφιστὴς καὶ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ | ||
| , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών Ἐλεῶνος Β οἵ |
| ἀληθές : ὅταν γὰρ δάκνωσι σφόδρα ὕδατος σημεῖον . Σπίνος φθεγγόμενος ἕωθεν μὲν ὕδωρ σημαίνει ἢ χειμῶνα , δείλης δὲ | ||
| ἔστιν αὕτη ἡ αἰτιατικὴ πρὸς τὸ φθέγξαιο : ὁ γὰρ φθεγγόμενος ἔγκαιρα , καιρὸν φθέγγεται . τῶν λόγων . καταβάλλει |
| τῶν ψοῶν , προϲέτι δὲ καὶ τοῖϲ ἐντατικοῖϲ χρηϲόμεθα : ἀθετεῖ δὲ γάλα , τυρὸϲ καὶ τὰ λοιπὰ πέμματα , | ||
| ἔτι πλεονέσσι τότ ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων . . : ἀθετεῖ Ἀριστοφάνης : πρός τί γὰρ ἅπαξ δεδεμένον πάλιν δῆσαι |
| , ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈ | ||
| ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν . |
| ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου . . . , : μιαρός : παρὰ τὸ † μίασμα καὶ † μιαίνω ῥῆμα | ||
| τὸ ὕστατον . τὴν δὲ ἐπίδειξιν ταύτην οὐχ ἅπαξ ὁ μιαρός , ἀλλὰ πολλάκις ποιῆσαι λέγεται , καὶ μάλιστα εἴ |
| ' Ἱερωνύμου : οὗτος ὁ Ἱερώνυμος μελῶν ἐστι ποιητὴς καὶ τραγῳδοποιὸς ἀνώμαλος καὶ ἀνοικονόμητος , διὰ τὸ ἄγαν ἐμπαθεῖς γράφειν | ||
| τραγῳδὸς λέγεται ὁ χορευτὴς καὶ ὑποκριτής , κωμῳδοποιὸς δὲ καὶ τραγῳδοποιὸς οἱ ποιηταί . ἐνίοτε δὲ συγχέουσι τὴν διαφοράν . |
| ἄρρενα ὄντα . Ἀμυνίαν τινὰ πάνυ δειλότατον κωμῳδεῖ τε καὶ λοιδορεῖ , ὡς ἀδόκιμον ὄντα ἐν στρατείᾳ καὶ μηδέποτε ἐν | ||
| Χαβρίας εἰπόντος αὐτῷ τινος : ” ὁ φίλος σε λάθρα λοιδορεῖ ” εἶπε : „ μὴ ἔλεγχε αὐτόν , ἵνα |
| . τὴν πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται | ||
| . τὴν πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται |
| μυττωτὸν ὅσον ἀπώλεσα . Ἀλλ ' ἐκ Λακεδαίμονος γὰρ Ἀμφίθεος ὁδί . Χαῖρ ' Ἀμφίθεε . Μήπω γε πρίν γ | ||
| περισπωμένης . τὰ δὲ ἐπέκτασιν πάσχοντα ὀξύνεται : οὑτοσί ἐκεινοσί ὁδί . μονο - πρόσωποι δὲ λέγονται ὡς μὴ ἔχουσαι |
| γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς | ||
| ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι |
| ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
| τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
| ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ ' | ||
| αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ |
| . [ μεγαλείως δέ . ] λευκὸς Ἀφροδίτης εἰμὶ γὰρ περιστερός . ὁ δὲ Διόνυσος οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον : | ||
| περιστερὸν καλοῦσιν . Ἄλεξις Συντρέχουσιν : λευκὸς Ἀφροδίτης εἰμὶ γὰρ περιστερός . ὁ δὲ Διόνυσος οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον : |
| μονοσύλλαβα διὰ τὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , οἷον διὰ τὸ χαρίεις χαρίεντος : πρόσκειται ὀνόματα διὰ τὰς μονοσυλλάβους μετοχάς , | ||
| Ἄρτος δ ' ἀναλαβὼν ἐξένισεν ἡμᾶς καλῶς . ξένος γε χαρίεις ἦν ἐκεῖ μέγας καὶ λαμπρός . Λακεδαιμόνιοί θ ' |
| ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ ἵππου . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . | ||
| ' ἄγαν : ἀναιρείσθω γάρ , φησίν , ὁ ποιητικὸς λῆρος σὺν Καλλιμάχῳ τῷ λέγοντι : εἰ θεὸν οἶσθα , |
| τῆς ὅλης Σικελίας ἐγκεχαραγμένον μεγάλως , ὃν βασιλεὺς ὁ Περσῶν θαυμάζει καὶ φιλεῖ , πέμπει δὲ αὐτῷ κατ ' ἔτος | ||
| Ἐρεχθέως πολιτῶν , τουτέστι τῶν Ἀθηναίων : οἱονεὶ πᾶσα πόλις θαυμάζει τὰς Ἀθήνας καὶ τὰς ἀνδραγαθίας τῆς πόλεως . Ἄπολλον |
| τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
| τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
| : μισόδημος μισόπολις , μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , | ||
| ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , μισάνθρωπος , μικρόφρων , ὀλιγόφρων , ἢ κατὰ Ξενοφῶντα μικροπρεπής |
| . Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως . | ||
| : Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ |
| ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις | ||
| κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη |
| βοήσω . νέρθεν ] ὑποκάτω ὢν δηλονότι . κλύει ] ἀκούει . ἀντιστροφὴ κώλων ζʹ . γᾶ ] η . | ||
| ἐμφθορέων αἰζηῶν , ὕλη δ ' ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . . ἀτμεύειν δὲ δουλεύειν , ὑποκεῖσθαι : ἀτμένες |
| ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι | ||
| οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ |
| εἶναι τὸν Ἀριστοφάνην . ΓΘ λάμποντι μετώπῳ ] ἱλαρῷ καὶ χαριέντι προσώπῳ , ἢ διὰ τὸ εἶναι φαλακρὸν τὸν ποιητήν | ||
| τοῦτο Δημητρίου τοῦ Ἁλικαρνασέως φασὶν εἶναι λέγοντος , Οἶνός τοι χαριέντι πέλει ταχὺς ἵππος ἀοιδῷ : ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν |
| κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
| ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
| δοῦναι , ἔπειτα τὸν ἕτερον ἀπολαβεῖν : καὶ οὕτως ἀπορούμενον διήλεγξεν . ἀπετείνετο δὲ πρὸς Ἀρκεσίλαον : ὅτε θεασάμενος ταῦρον | ||
| μὲν οὖν ἐν ἑκάστου τῇ ψυχῇ τῶν ἐθελοκακούντων τὸ ὕποπτον διήλεγξεν ἡ μεγαλουργηθεῖσα ὄψις , ὡς μηκέτι νομίζειν ἀνθρώπων σοφίσματα |
| ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον | ||
| ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε |
| τοῦτο μαρτυρεῖ , ὅτι οὐ περιέχεται : οὐ γὰρ ὁ ἐπιτάττων χρῆσθαι γραμματικῇ ἤδη καὶ γραμματικός ἐστιν , οὐδὲ ὁ | ||
| . Ἔμοιγε δοκεῖ . Ψυχὴν ἄρα ἡμᾶς κελεύει γνωρίσαι ὁ ἐπιτάττων γνῶναι ἑαυτόν . Ἔοικεν . Ὅστις ἄρα τῶν τοῦ |
| ] παρεκίνησε . διήγησις . ἄγροικος κυρίως ὁ ἰδιώτης , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ οἰκῶν . οἱ Ἀττικοὶ | ||
| δώδεκα κυάθους , ἕως κατέσεισε φιλοτιμούμενος . Ἐγὼ δ ' ἀγροῖκος , ἐργάτης , σκυθρός , πικρός , φειδωλός . |
| ὁ δυστυχής , ὥστε βελτιῶσαι τὸν Γάιον . ὁ δὲ φίλερις καὶ φιλόνεικος ὢν ἐπὶ τἀναντία τὴν διάνοιαν ἔτρεπεν , | ||
| ὁ μὲν μὴ τιμῶν ἀπειθής , ὁ δ ' ἀτιμάζων φίλερις . καὶ πάλιν τοῦ τὴν πατρίδα σῴζειν ὄντος δικαίου |
| μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν : ἢ ἴσως καὶ τῶν φιλοσόφων ὁ κωμῳδοποιὸς ⌈ οὗτος ⌈ μετ ' εἰρωνείας καθαπτόμενος . ἀναιροῦμαι | ||
| Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα |
| οἴνου ” ἀντὶ τοῦ “ ἀλάβαστρον μεστὸν μύρου ” . δαιμονίως : ἤγουν ὡς εἷς τῶν ἱερείων δηλαδὴ ὄφεων . | ||
| ἔκπληξιν καὶ θάμβος ἔφερεν . . ἐφ ' ἣν ἐπεθύμουν δαιμονίως ἐφερπύσαι : 〚 Περισσὴ ἡ μία ἐπί . ὡς |
| ποιητήν , ὃς ἂν ἡμᾶς ὅτι μάλιστα οὕτω διαθῇ . Οἶδα : πῶς δ ' οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν | ||
| ἔτνος ἥψουν τοῖς Κρονίοις δύο τόμους τοῦ ἀλλᾶντος ἐμβαλών . Οἶδα : τὸν σιμόν , τὸν βραχύν , ὃς τὸ |
| δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
| κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
| Χαλκηδονίου [ ] σθένος , ὀργίσαι τε αὖ πολλοὺς ἅμα δεινὸς ἁνὴρ γέγονεν καὶ πάλιν ὠργισμένοις ἐπάιδων κηλεῖν , ὡς | ||
| ἐξέπληττε , τῷ τρόπῳ δὲ ἔθελγεν αὐτὸς ὢν καὶ ῥήτωρ δεινὸς καὶ ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| αὖ τι λῆμα τοῦτο κομψότερον ἔτ ' ἢ τὸ πρότερον ἀναπέφηνεν . Οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα , φρένας ἔχουσα καὶ | ||
| ζωμὸς κατωνόμασται : χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : |
| τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας , ὅτι καὶ τῆς εἰρημένης τοῦ Θεόγνιδος ὑποθήκης λανθανόντως ἐμνήσθη καὶ ᾐνίξατο εἰπὼν τὸ δικαιότερον : | ||
| ἐπίσης . ἐνταῦθα δ ' ὀρθῶς ἄν τις εἴποι τὸ Θεόγνιδος οἶνος πινόμενος πουλὺς κακός : ἢν δέ τις αὐτὸν |
| οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν | ||
| τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν |
| νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει , | ||
| καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ |
| γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου , | ||
| ' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος , |
| τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
| καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
| ταῦτα μηδενὸς ἀγαθοῦ . τοῦ δὲ Κριτίου τοῖς τοιούτοις οὐχ ὑπακούοντος οὐδὲ ἀποτρεπομένου , λέγεται τὸν Σωκράτην ἄλλων τε πολλῶν | ||
| Μένανδρος δ ' ἐν τῇ Ὀργῇ περὶ φίλου λέγων οὐχ ὑπακούοντος γάμων δείπνῳ φησίν : τοῦθ ' ἑταῖρός ἐστιν ὄντως |
| εἰμι . Χαίροις , ὦ νύμφα : χαίροις , εὐπένθερε γαμβρέ . Λατὼ μὲν δοίη , Λατὼ κουροτρόφος , ὔμμιν | ||
| εἰς τὴν ἰαμβικὴν κατάκλειδα , ἡ αὐτὴ ποιήτρια , ὄλβιε γαμβρέ , σοὶ μὲν δὴ γάμος , ὡς ἄραο . |
| ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
| , οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
| στήθεσι , καὶ κεντέουσιν ὀδύναι ὀξεῖαι , καὶ τρίζει οἷον μάσθλης , καὶ τὴν πνοιὴν ἐπέχει : καὶ ἐπὶ μὲν | ||
| καταπραΰνει ἀπάγων τὴν ὀργὴν ἅπασαν τὴν πρὸς αὐτόν . ΓΘ μάσθλης ] ὁ μεμαλαγμένος καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ |
| φάτο γὰρ τίσεσθαι ἀλείτην : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀλείτας , τὰς ἁμαρτίας ἐκλαμβάνων . κρεῖττον δὲ | ||
| , τόξων εὖ εἰδώς : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει τῶν αὖ ἡγεμόνευε Φιλοκτήτης ἀγὸς ἀνδρῶν , ὁ |
| φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν , ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις | ||
| ὤλετο δὲ προτέροις πεπονημένον ἡμιθέοισιν ἔργον : ὃ δ ' ἀργαλέος καὶ ἀπεχθὴς αὐτίκα πᾶσιν , ᾧ κεν ἐπωνυμίην λαοὶ |
| . καὶ μὴν κἀκείνων ἠκούετε τῶν νόμων οἷς ἐναντίος ὢν ἐφαίνεθ ' ὁ τούτου : καὶ τούτους ὅτι πρὶν λῦσαι | ||
| δ ' ἐν Μετιόντι ἢ Ζωμίῳ : ἰχθὺς τί σοι ἐφαίνεθ ' οὑφθός ; μικρὸς ἦν , ἀκήκοας ; ἅλμη |
| φησι Σωτίων ἐν δευτέρῳ τῶν Διαδοχῶν . πρὸς οὖν τοὺς μεμφομένους αὐτῷ ἔφη , “ ἔχω [ Λαΐδα ] , | ||
| σαφῶς νοήσας : καὶ ὡς ἔφερεν ἐκεῖνος τοὺς ἀδίκως αὐτῷ μεμφομένους μὴ ἀντιμεμφόμενος : καὶ ὡς ἐπ ' οὐδὲν ἔσπευδεν |
| ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν | ||
| ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην |
| ἐν τοῖς πλείοσι . Ἀρίσταρχος δὲ περὶ μὲν τῆς ἀθετήσεως διστάζει , γράφει δὲ διὰ τοῦ υ ὑπεδύσατο , ἐν | ||
| δαμάσασθαι ἔδωκαν . , . . . ὁ δὲ Διονύσιος διστάζει μὴ πρὸς τὴν ἀπόλειψιν τοῦ χρόνου : παρασκευάζει γὰρ |
| ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ | ||
| τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός |
| τοῦ λέγοντος . τοὺς μὲν οὖν ἀμφὶ τὸν Ἀρίστιππον καὶ λοιδορῆσαι ἴσως ἀκινδύνου ὄντος ἐν σχήματι ὁ Πλάτων ἐλοιδόρησεν . | ||
| . Εὐπρεπείας μέν , οἷον ὡς Πλάτων Ἀρίστιππον καὶ Κλεόμβροτον λοιδορῆσαι θελήσας , ἐν Αἰγίνῃ ὀψοφαγοῦντας δεδεμένου Σωκράτους Ἀθήνησιν ἐπὶ |
| ] γνώστης νόμων , μνήμων , μνημονικός , νόμιμος , λάλημα , νομομαθής . , μηδαμῶς πίπτων ἐν τῷ διαλέγεσθαι | ||
| ' αὐτοῦ δριμύλα καὶ φλογόεντα : κακαὶ φρένες , ἁδὺ λάλημα : οὐ γὰρ ἴσον νοέει καὶ φθέγγεται : ὡς |
| δάμαλιν Σοφοκλῆς ἔφη γηγενῆ βούβαλιν , καὶ Αἰσχύλος λεοντόχορτον βούβαλιν νεαίρετον . χ : σάκος γέρον ] λέγει δέ που | ||
| Σοφοκλῆς ἔφη γηγενῆ βούβαλιν , καὶ Αἰσχύλος : λεοντοχόρταν βούβαλιν νεαίρετον . καὶ ὅτι αἶγες καὶ ὄιες θήλειαι κέρατα πολλάκις |
| ἐφ ' ᾗ Δημήτηρ ὅτε τὴν κόρην ἐζήτει ἐκάθισεν . Ἀγαθῶν θάλασσα : καί : Ἀγαθῶν θησαυρός : καί : | ||
| προδοὺς , ηὐπόρησεν . Ὅμοιον , Ἀπὸ νεκρῶν φορολογεῖν . Ἀγαθῶν θάλασσα : ἐπὶ πλήθους ἀγαθῶν . Ὡς καὶ τὸ |
| ἀνδράσι καὶ σώφροσιν ἁρμόζουσαν εἵλετο , οὐ μὰ Δί ' ἀγνοήσας , ὡς Ἀριστόξενός φησιν ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Μουσικῶν | ||
| καὶ ὁπόσον , εὐδαιμονεῖ , ὁ δὲ τὰ μέτρα τούτων ἀγνοήσας ἄθλιος . οὕτως οὖν ὁ μὲν οἰήσεως καθαρεύων βίος |
| ἐγκαλεῖν ταῖς διδασκαλίαις , ὅτι φέρουσιν ὕστερον τρίτῳ ἔτει τὸν Μαρικᾶν τῶν Νεφελῶν , σαφῶς ἐνταῦθα εἰρημένου , ὅτι πρῶτος | ||
| τζαλαπατοῦσι . τὴν μητέρα ] ὡς κατὰ τὴν κοιλίαν . Μαρικᾶν ] δρᾶμα ⌈ κατὰ τοῦ Ὑπερβόλου [ οὕτω καλούμενον |
| εἰς Σικελίαν ἐστράτευον . Γ μέμνηται δὲ αὐτοῦ καὶ Εὔπολις Πόλεσιν ὡς οὖν τίν ' ἔλθω δῆτά σοι τῶν μάντεων | ||
| : στρατηγὸς ἦν τοῦ ναυτικοῦ . καὶ Εὔπολις μέμνηται ἐν Πόλεσιν οὕτως περὶ τοῦ Ἀδειμάντου οὐκ ἀργαλέον δῆτ ' ἐστὶ |
| περὶ ἐμοῦ φρονεῖς , καὶ πλείω με ἀδικεῖς ἢ ὁ συκοφάντης , ἃ γὰρ ἐκεῖνος διδάξειν ἔφη , σὺ πρὶν | ||
| ἀδικίας πεπληρωμένον . Γ Νίκαρχος : ὁ Νίκαρχος κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν ” δὲ ἀντὶ τοῦ κατηγορήσων . |
| . φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ | ||
| μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ |
| . Εἴρων : ὁ τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει λέγειν ὑποκρινόμενος . Ἐὰν δὲ προαιρῆται ἐκκλητευθῆναι μᾶλλον . Ἐκκλητευθῆναι : | ||
| κατάβαλε λοιπὸν , ὦ Μίκων , παίζειν ταυτηνὶ τὴν κρίσιν ὑποκρινόμενος : ἔξεστι , λέγεις , μετὰ Μαραθῶνα καὶ τρόπαιον |
| παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον | ||
| γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” . |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως | ||
| εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ] |
| ' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ | ||
| ; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ |
| μὲν ἄλλων οὐκ ἐμέλησέ μοι μελῶν , Εὐριπίδου δὲ δρᾶμα δεξιώτατον διέκναις ' Ὀρέστην , Ἡγέλοχον τὸν Κυντάρου μισθωσάμενος τὰ | ||
| Αἰγινήτου Γλαυκίου . τούτῳ τῷ Φίλωνι Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπους ἐλεγεῖον δεξιώτατον ἐποίησε : πατρὶς μὲν Κόρκυρα , Φίλων δ ' |
| . πορθήσας δὲ τὴν χώραν καὶ τῇ πόλει προσβολὰς ποιησάμενος κατεπλήξατο τῶν Ἀρκάδων τοὺς ἐναντιοπραγοῦντας . Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις | ||
| τὴν Ἀρμενίαν ἐμβαλὼν καί τινας τῶν πόλεων ἀναστάτους ποιήσας , κατεπλήξατο τοὺς ἐγχωρίους : διόπερ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν Βαρζάνης ὁρῶν |
| ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι θεοὶ νοέοντι πονηρόν , αἰδόμενός με κρύπτε : καὶ ὣς οὐκ | ||
| Ὀδυσσεύς : “ γινώσκω , φρονέω : τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις . ἀλλ ' ἔρχευ προπάροιθεν , ἐγὼ δ |
| σου . οὐ φροντίζω , φησὶ , κἂν λέγῃς ὅτι ἥμαρτεν . 〚 οὐ δῆτ ' ἐκεῖνον : Τὸν δόλιον | ||
| αἰτίαν ἐπήνεγκεν ἐρωτικὴν ἢ τούτῳ : ὁ δὲ ἀνὴρ γενόμενος ἥμαρτεν ἃ ἐν παισὶν ἔφευγεν . ὁ μὲν οὖν κατήγορός |
| ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν | ||
| ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως : |
| ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : φοβήσω . δυσώνυμος δὲ ὁ Νικίας . ἐμφαίνει δὲ ὅτι καὶ αὐτὸς | ||
| ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν |
| δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν | ||
| γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ |
| : ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην . | ||
| : ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην . |
| περὶ τὰς θυσίας αὐλητῶν ἦν ὁ Χαῖρις . ὁ Χαῖρις αὐλητὴς ἐπὶ ταῖς θυσίαις . ἦν δὲ καὶ ἕτερος κιθαρῳδός | ||
| . περὶ δὲ τοῦ τήνελλα Ἐρατοσθένης φησὶν ὅτι ὅτε ὁ αὐλητὴς ἢ ὁ κιθαριστὴς μὴ παρῆν , ὁ ἔξαρχος αὐτὸ |
| καὶ πόλλ ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν . πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ ; | ||
| , πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ ' ἀνδρὸς τοῦδε , κοὐδὲ μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι , τῶν δ ' ὑπαὶ |
| τὸ ἁρμόζον καὶ ὁ νόμος . κυβιστῶσι . κυβιστὴρ ὁ ὀρχηστὴς καὶ κυβιστῶσι τὸ ὀρχοῦνται . ἀσκωλιάζοντες . ἀσκωλιάζοντες κυρίως | ||
| πηγὰς ἀνοίξας τὰς πάλαι κεκρυμμένας . Καὶ δὴ καταίθει γαῖαν ὀρχηστὴς Ἄρης , στρόμβῳ τὸν αἱματηρὸν ἐξάρχων νόμον . ἅπασα |
| κόλλοψ : ἦν γὰρ δερμάτινος . ἐκπηνιεῖται : ἐξειλήσει εἰς πηνίον . ἐκστέψαι : ποτοῦ ἐκκενῶσαι καὶ τὸ ἀποθέσθαι τι | ||
| περιστροφὴν τοῦ λίνου Εὐριπίδης ὠνόμασεν λίνου κλωστῆρα περιφέρει λαβών . πηνίον , ἀγαθίς , ὅθεν καὶ παροιμία ἀγαθῶν ἀγαθίδες , |
| γέρων ὤν . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ ' , ἆρ ' ἀκούεις ἅ με λέγει ὁ πανοῦργος υἱός ; ἀτράφαξυν ἕψους | ||
| , χρυσὸν , ὁ δὲ ἄργυρος τὸν ἄργυρον . Οὐκ ἀκούεις τὸν ἀρχαιότατον λέγοντα : Ὁ σπείρων σῖτον , σῖτον |