βαρυτόνους ἢ βαρυφώνους τοὺς ἀμφὶ Σωκράτη καὶ Σιμύλον ὑποκριτάς , σκώπτων ἐκάλεσε βαρυστόνους . Γόης . Ὁ ἀπατεὼν καὶ ψεύστης | ||
ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Θεόφιλος δ ' ἐν Ἰατρῷ ἅμα σκώπτων αὐτοῦ καὶ τὸ ἐν λόγοις ψυχρόν : πᾶς δὲ |
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈ | ||
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν . |
[ ] , Ἀν - δοκίδην [ ] Κυδαθηναιέα , Κρατῖνον Σφήττιον , Εὐβουλίδην Ἐλευσίνιον . οὐκοῦν ὅτι μὲν οὐκ | ||
τὸ “ ῥεύσας ” εἶπε σκώπτων πρὸς τὸ ἐνουρεῖν τὸν Κρατῖνον . ΓΘ ὃς πολλῷ ῥεύσας : οἱ γὰρ ποταμοὶ |
' εὐθέως ἡ σὴ γυνὴ ὅτι λῆρός ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν . Ἴθι νυν κάλεσον αὐτήν . Τί οὖν ; | ||
, ὁ δὲ Κλεόκριτος μοχθηρός . φησὶν οὖν ὅτι Κλεοκρίτῳ Κινησίαν παραβάλοι , ὥστε φέρεσθαι μεταρσίους , συμβήσεται αὐτοὺς ὀλέσθαι |
αἰτίαν ἀπώσαιτο καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν βίον μισῶν τε καὶ λοιδορῶν τοὺς λόγους διατελοῖ , τῶν δὲ ὄντων τῆς ἀληθείας | ||
λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος μὴ προσποιῆται , λοιδορεῖται λοιδορῶν . πρόχειρον ἐπὶ τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν |
ἀπὸ δὲ τῶν κοπρίων παρὰ τοῖς πλείστοις οἱ βολεῶνες . Στράττις ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ φησὶν οὐδ ' ἐν κοπρίᾳ θησαυρὸν | ||
κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι ἐχρήσαντο . Στράττις : ἡ σφύραινα δ ' ἐστὶ τίς ; κέστραν |
] , ἐπ ' ὄψει . χαριεντίζεται . εὐτραπελεύεται , σκώπτει . ὦ τάν . ὦ οὗτος , ὦ τάλαν | ||
. ΓΘ ταῖς κόμαις ] ἤγουν τῷ ἐγκεφάλῳ . Γ σκώπτει τοὺς ἱππέας ὡς κομῶντας καὶ ἀνοήτους . ὅτε ] |
Γ τὸν ὀδελόν ] λέγει δὲ τὸ τοῦ ἀνδρὸς μόριον παίζων . τὸν Ποτείδα ] ἀντὶ τοῦ τὸν Ποσειδῶ . | ||
ἠπήσασθαι ” , σὺ δὲ λέγε ἀκέσασθαι τὸ ἱμάτιον : παίζων γὰρ τὰς Ἡσιόδου ὑποθήκας Ἀριστοφάνης εἶπε τοῦτο . Ἀγαθὸς |
ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος . . . § . : Καὶ κοράσιον , ἡ κόρη . . . . . : | ||
] οὔ νιτάριον ] νεόττιον , κοράσιον . νεόττιον καὶ κοράσιον ζηλότυπος ] φθονερός ἐσθίων ] τὰ σὰ ἀγαθά ὄζειν |
: ἀράσαντο δὲ πάμπαν ἐσλὰ τῷ γαμβρῷ . Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : στολὴν δὲ δὴ τίν ' εἶχεν ; τοῦτό | ||
. * . Ἄνηστις : ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν |
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς | ||
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ |
τις γραμματεὺς οὗτος : τῶν πάνυ σπανίων ὄνομα κύριον . κωμῳδεῖ δὲ αὐτὸν ὡς φιλόδικον . Φαεινὸς δέ : φανὸς | ||
δὲ ὡς φιλοδίκους καὶ πρὸς τὸ καταδικάζειν ἑτοίμους τοὺς Ἀθηναίους κωμῳδεῖ . Γ ψήφῳ δακεῖν ] καταδικάζειν . Γ ψήφῳ |
, Λυσιμάχῳ παραδοὺς ὕστερον αὑτὸν καὶ τὰ χρήματα , Φιλέταιρον Παφλαγόνα εἶχεν εὐνοῦχον . ὅσα μὲν δὴ Φιλεταίρῳ πεπραγμένα ἐς | ||
γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . Καὶ μὴν ἐγώ ς ' , |
ᾧ ἐνεκάθευδον οἱ περὶ τὸν Ἀπολλώνιον , καὶ τὸν σκίμποδα ἐπιψηλαφήσας προσεῖπέ τε τὸν ἄνδρα , καὶ ἤρετο αὐτόν , | ||
λαβών : καὶ Πλάτων ὁ φιλόσοφος Πρωταγόρᾳ : καὶ ἅμα ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος , ἐκαθέζετο παρ ' ἐμέ . ὁ |
, πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα , ποδάρια , ῥύγχη τινά | ||
, οἷον ὁ Τυφῶς τοῦ Τυφῶ καὶ ὁ ταῶς τοῦ ταῶ , ὥσπερ ὁ ὀρφῶς τοῦ ὀρφῶ καὶ ὁ λαγῶς |
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδιοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα | ||
' Ἐρυθραῖς ἀγαθὴ θηρεύεται αἰγιαλῖτις . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς τρίγλας λέγων : μετ ' αὐτῶν |
ἐν Ἀτάκτοις . . ἀμόραι . τὰ μελιτώματα Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις ἀμόρας φησὶν καλεῖσθαι . μελιτώματα δ ' ἐστὶν πεπεμμένα | ||
. στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις Γλώσσαις ἀπέδωκε ὄμπνιον στάχυν τὸν εὔχυλον καὶ τρόφιμον . |
ἐπὶ ἄρχοντος Ἰσάρχου , ὅτε Κρατῖνος μὲν ἐνίκα Πυτίνῃ , Ἀμειψίας δὲ Κόννῳ . διόπερ Ἀριστοφάνης ἀπορριφεὶς παραλόγως ᾠήθη δεῖν | ||
τὴν κεφαλήν . σκότος καὶ σκότον : ἑκατέρως . οὕτως Ἀμειψίας . στάδια καὶ σταδίους : ἑκατέρως λέγουσιν . ὁ |
ἀλλ ' εἰπεῖν αὐτόνἐν τῇ κάτω γὰρ αὐτοῦ τὸν ἰατρὸν Ἐρυξίμαχον κατακεῖσθαιὮ ” Ἐρυξίμαχε , δίκαιος εἶ ἢ παῦσαί με | ||
δ ' ἀπορήσοιμι ; Τὸ μὲν ἕτερον , φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον , μαντικῶς μοι δοκεῖς εἰρηκέναι , ὅτι Ἀγάθων εὖ |
ἄρρενα ὄντα . Ἀμυνίαν τινὰ πάνυ δειλότατον κωμῳδεῖ τε καὶ λοιδορεῖ , ὡς ἀδόκιμον ὄντα ἐν στρατείᾳ καὶ μηδέποτε ἐν | ||
Χαβρίας εἰπόντος αὐτῷ τινος : ” ὁ φίλος σε λάθρα λοιδορεῖ ” εἶπε : „ μὴ ἔλεγχε αὐτόν , ἵνα |
: δεινὰ γὰρ κατηγόρηκεν . Ἀλλ ' ὅπως , ὦ γεννάδα , μὴ πρὸς ὀργὴν ἀντιλέξεις , ἀλλὰ συστείλας ἄκροισι | ||
πιον ὡς ἀμαθῆ πάντων ὧν δεῖ πράττειν τὸν ἀνδρικὸν καὶ γεννάδα τὸ ἦθος . ἀλλ ' ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα |
τὰς μεσημβρίας : κᾷτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης : ὡς καλοὶ καὶ φιβαλέοι . καὶ μυρρίνας δὲ | ||
, ἐργοδότας εἴρηκε Ξενοφῶν . τοὺς δὲ ἐργολάβους καὶ ἐργολήπτας Τηλεκλείδης ὁ κωμικός . οἱ μέντοι ῥήτορες τὸ ἐργολαβεῖν ἐπὶ |
τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις ἐναβρυνόμενον καὶ | ||
. ὅπως ] σκόπει . Σωστράτην ] καὶ τοῦτον ὡς θηλυδρίαν κωμῳδεῖ . ὀρθότερον ] ἢ ἐγὼ εἶπον . ἦν |
καὶ Ἴωνες τὸν ἀρτοποιόν . ἔστι δὲ τὸ ἀρτοποπεῖν ἐν Μονοτρόπῳ Φρυνίχου . , . † ἀρτοσιτεῖν : τὸ ἐναντίον | ||
σικυοὺς τέτταρας . σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία |
διξ πέρδικος , τὰ δὲ εἰς γος ὡς τὸ τέττιξ τέττιγος , τὰ δὲ εἰς χος ὡς τὸ καλλίθριξ καλλίτριχος | ||
δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα τοῦ ὄφεως καὶ τοῦ τέττιγος . Κυρίως δὲ λεβηρὶς , ᾧ περιέχεται τὸ ἔμβρυον |
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας | ||
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ; |
τε καὶ ἡδείη ἀκαλήφη καὶ φθεῖρες σμαρίδες τε καὶ ἀνθήεις βασιλίσκος τρηχαλέη ῥίνη τε καὶ ἀργινόεις ἁλιπλεύμων καὶ τυτθαὶ μαινῖδες | ||
περὶ τοῦ βασιλίσκου ῥητῶς οὕτω φησί : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκνῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται : οὐκ ἀλόγως δὲ |
πρὸς τὸ τὴν κοιλίαν ὑπαγαγεῖν καὶ πρὸς τοῦθ ' ὑπήκουσεν ἀστείως . ἀλλά τοι κἀνταῦθα μετ ' ὀλίγα πάλιν αὐτὸς | ||
Ἀχιλλέως ἀγωνισάμενος πρὸς τὸν Ὀδυσσέα . ἡττηθεὶς δὲ εὖ μάλα ἀστείως ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν συναχθόμενον αὐτῷ τῶν ἑταίρων ὁ Παρράσιος |
ἐνδόξων τε καὶ πλουσίων , διαβληθέντας αὐτῷ ὡς ἀπαρεσκομένους καὶ σκώπτοντας αὐτοῦ τὸν βίον . ἠγάγετο δὲ γυναῖκα τὴν εὐγενεστάτην | ||
μὲν τὸν Διόνυσον , ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην , οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας , πάντες |
κάταγμα κροκυδίζουσαν αὐτὴν κατέλαβον . ἦ τις κάμηλος ἔτεκε τὸν Φιλωνίδην . ᾠά , κάρυ ' , ἀμυγδάλαι καὶ λύχνον | ||
Τοῦ Ὀδυσσέως ὤφει - λεν εἰπεῖν . σκώπτων δὲ τὸν Φιλωνίδην , οὗ ἤρα Λαΐς τις ἐν Κορίνθῳ πόρνη , |
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον , | ||
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην |
” φορέουσι κυπάσσεις Περσικούς , “ καὶ Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . Κύρβεις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας | ||
τιν ' ἔνθεσιν . ταῦτα δὲ καπανικὰ εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : τί πρὸς τὰ Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν |
πατὴρ ὁ Κορίσκος . τί οὖν ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι : τοῦτον οἶσθα ; τί φήσεις ; δηλαδὴ | ||
ἦν δὲ καὶ οὗτος διαλεκτικός , πρῶτος δόξας εὑρηκέναι τὸν ἐγκεκαλυμμένον καὶ κερατίνην λόγον κατά τινας . οὗτος παρὰ Πτολεμαίῳ |
τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω : πρὸς ναρὰ κρηναῖα χωροῦμεν ποτά . νῶ τὸ νήθω : ἐξ | ||
καὶ τὸ οὐδέτερον ναρόν . Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ : „ πρὸς ναρὰ καὶ κρηναῖα χωροῦμεν ποτά „ . οὕτως Φιλόξενος . |
δή , ἔφη , ὦ Κῦρε , τἆλλα μιμούμενος τὸν Σάκαν οὐ κατερρόφησας τοῦ οἴνου ; Ὅτι , ἔφη , | ||
, ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ τἆλλά τε |
. τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον . ὅστις γαμεῖν βουλεύετ ' , | ||
κούφως ἀνήλλετο . Ἀναξανδρίδης δ ' ἐν Θησαυρῷ : ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : . |
τὸ ἔμπροσθεν μόριον ἐπισείειν . σφόδρα δὲ ἄσεμνον τὸ βαδίζουσαν ἐγκρούειν τῷ πρωκτῷ . πρωκτὸν : Κῶλος . . κεκράτητο | ||
' ἂν κατ ' Ἀριστοφάνην λέγοντα ἐν Ὁλκάσι καὶ παττάλους ἐγκρούειν , καὶ σκύταλον ὑποσίδηρον καὶ σμινύδας καὶ ἀγκαλίδας , |
† , οὐχ † ἱστοριογράφον † λέγουσιν οἱ Ἀττικοί . καθεδοῦμαι : τὸ καθεδοῦμαι καὶ καθεδῇ καὶ καθεδεῖται Ἑλληνικά , | ||
παρὰ τοῦ πνεύματος δύναμιν τοῦ λόγου λαβών , ἐγὼ δὲ καθεδοῦμαι δέγμενος Αἰακίδην ὁπότε λήξειεν ἀείδων . Ἀπῄειν ἐπὶ τὴν |
τοῖς πόνοις , συνηχθόμην δὲ τῇ πόλει πολλοὺς τρεφούσῃ τοὺς Ἀκεσίας . συγγνώμην δὲ εἶχον , εἰ σοῦ κάμνοντος οἶνος | ||
ὅλην δὲ Ἀριστοφάνης ἐν τετάρτῳ ἀμέτρων ἐκφέρει , λέγων : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκεσίας γάρ τις ἐγένετο ἰατρὸς |
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ | ||
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει : |
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ | ||
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην , |
νόμῳ κατακλῇσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ Διογείτων νὴ Δία ἅπαντας | ||
νόμῳ κατακλεῖσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ δὴ Διογείτων νὴ Δία |
ἀφίκετο παρ ' αὐτὸν καὶ ἠλείψατο ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἀναξάρχου . καὶ πυθόμενος τὴν προμήθειαν ὑπερεπῄνεσε , καὶ ὧν | ||
ὥς φησι Κλέαρχος ἐν πέμπτῳ βίων . : περὶ δὲ Ἀναξάρχου Κλέαρχος ὁ Σολεὺς ἐν πέμπτῳ βίων οὕτω γράφει : |
Παρμενίσκωι . ἀπὸ τῶν ἐκείνου καὶ τὰ κυντερώτατα . Φερεκράτης Λήροις ) : ἔπειτα ἕτερα τούτων ποιοῦντα πολλὰ κυντερώτερα . | ||
: τήγανον δέ , ὦ βέλτιστε , εἴρηκεν ἐν μὲν Λήροις Φερεκράτης οὕτως : ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας |
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν | ||
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην |
κατεσκευασμένον . , : . . τὰ γὰρ Ἀναξάρχου σιωπῶ πτίσσε ἐπιβοῶντος τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : Ἀνάξαρχον γὰρ οὐ πτίσσεις | ||
κατασήπεται , τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον : |
ὁ τόπος , ἐν ᾧ Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν ἐκρίθησαν . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται | ||
ὁ Συρακόσιος ἔν τινι τῶν δραμάτων ἐπ ' ὀλίγον καὶ Κρατῖνος ὁ τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιητὴς ἐν Εὐνείδαις , καὶ |
, πελειὰς δ ' ἔλαττον , καὶ ὅτι ἡ πελειὰς τιθασὸν γίνεται , περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ | ||
μὴ ἔχων , ὅτι αὐτῷ παραθείη , ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου |
καὶ τοὺς δακτύλους , ἐθέλω κρέμασθαι δεκάκις . . . ἔσκωψε δὲ αὐτὸν Κρατῖνος [ . ] μὲν ἐν Πυθαγοριζούσηι | ||
οἱ ἔμποροι τὰ δείγματα τῶν πωλουμένων ἐτίθεσαν . ἅμα δὲ ἔσκωψε τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων . ΓΘ ἐν τῷ δείγματι |
ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε | ||
λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ; |
Μύσωνα Κλεόβουλον Περίανδρον Ἀνάχαρσιν Ἀκουσίλαον Ἐπιμενίδην Λεώφαντον Φερεκύδην Ἀριστόδημον Πυθαγόραν Λᾶσον . . . Ἀναξαγόραν . . . . , | ||
Εὐφρόνιος ἐν τοῖς ὑπομνήμασί φασι τοὺς κυκλίους χοροὺς στῆσαι πρῶτον Λᾶσον τὸν Ἑρμιονέα : οἱ δὲ ἀρχαιότεροι Ἑλλάνικος καὶ Δικαίαρχος |
μορίων τὴν φάβα οὐκ ὀνομάζει , καίτοι Αἰσχύλου ἐν τῷ σατυρικῷ Πρωτεῖ οὕτω μνημονεύοντος τοῦ ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν | ||
στενόστομον αὐτὸ καλεῖν , εἴρηται δὲ τοὔνομα ἐπὶ ἀμφορέως ἐν σατυρικῷ δράματι Κήρυξι τοῖς Αἰσχύλου στενόστομον τὸ τεῦχος . ἔξεστι |
προέλεγον ; τένθης , λίχνος καὶ γαστρίμαργος : Αἰλιανός ” τένθης καὶ ὀψοφάγος “ : τένθειν δὲ τὸ ἐσθίειν . | ||
γαστριβόρος , γαστριμαργία , λίχνος λιχνεία , λαίμαργος λαιμαργία , τένθης τενθεία , δεινὸς φαγεῖν καὶ ἀγαθὸς φαγεῖν . καὶ |
σκώληκας ἔτι τούτους δ ' ἔμ ' ἔασον καταγαγεῖν . βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ μῆλα καὶ ῥόας λέγεις . | ||
ἐν Ἐκκλησιαζούσαις : ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν . : βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Δαιταλεῦσιν |
μεσούσης ἡμέρας , καὶ καταλαβὼν αὐτὴν καθεύδουσαν , ὑποδὺς ὑπὸ θοιμάτιον καὶ παρακλιθεὶς ἠρέμα , ἀψοφητὶ ἔμενεν αὐτὸς μὲν ἀτρεμῶν | ||
αὐτῶν καταγῆναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα μάλα , κἂν θοιμάτιον διεσχίσθαι , διεσχισμένον ἔσταιοὕτω μέγα ἐγὼ δύναμαι ἐν τῇδε |
Μίδας . 〛 ὡς ἥδομαι : Λίαν εὐφραίνομαι . . θρεττανελὸ τὸν Κύκλωπα : 〚 Ἡ τοῦ Κύκλωπος ἱστορία δήλη | ||
. κιναβρώντων ] δυσωδῶν . κι - τράγοι ] ά θρεττανελὸ ] α βληχώμενοι ] λέγοντες τουτονὶ ] ὶ καλλαβόντες |
νόει Πάριον Ἀρχίλοχον , αἰσχρὸν ἐν λόγοις , καὶ δεινὸν Ἱππώνακτα πικρίας πλέων , οὗπερ παρεισέγραψέ τις τύμβῳ τάδε : | ||
, Μαρσύας δ ' ὁ νεώτερος ἐν χλόῃ κριθῶν . Ἱππώνακτα δὲ τετρακίνην τὴν θρίδακα καλεῖν Πάμφιλος ἐν Γλώσσαις φησί |
ὡς κύριον ἥρπασεν : καὶ γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐκωμῳδεῖτο ὡς πόρνος . ⌈ καὶ Εὔπολις ⌈ ἐν Πόλεσιν : ἔστι | ||
ὁ ἀναίσχυντος , ὁ ὅμοιος κυνί : κίναιδος δὲ ὁ πόρνος , ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ αἰδοῖα . κίναιδος καὶ |
δὲ κεστρεύς ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . Ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν | ||
οἰναρίου ἀνατρέπει τὸν ψυκτῆρα . Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα . Διώξιππος Φιλαργύρῳ : παρ ' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους |
τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα καὶ γύλιον αὐτοῦ . δύ ' ἐστί , Ναυσίνικε , παρασίτων | ||
' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι . Ἡράκλεις , πνίγεις γύλιον τύ . μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
ὅτι δὲ οὗτός ἐστιν ὁ ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν | ||
δὲ περὶ αὐτῶν ἀμφοτέρων ὅτι κομπασταί . Τηλεκλείδης δὲ ἐν Ἡσιόδοις ὡς παρειμένον τῷ σώματι κωμῳδεῖ αὐτόν . ὅσον ὁ |
τοῦτον ἠγάπησεν ὁ Ἀπόλλων σφόδρα ὥστε καὶ συγγυμνάζεσθαι αὐτῷ καὶ συμπαίζειν . δισκευόντων οὖν αὐτῶν ποτε λαβὼν ὁ Ἀπόλλων τὸν | ||
συνέρπειν καὶ πρὸς τὸ συμψελλίζειν ; ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῖται συμπαίζειν ἢ συνογκᾶσθαι ; καὶ γὰρ εἰ μικρόν , ὅμως |
' , Ἀργείοισι δ ' ἄχος γένετ ' εὐξαμένοιο , Ἀντιλόχῳ δὲ μάλιστα δαΐφρονι θυμὸν ὄρινεν : ἀλλ ' οὐδ | ||
ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν . Ἀτρεΐδης δ ' ἔδεισε καὶ Ἀντιλόχῳ ἐγεγώνει : Ἀντίλοχ ' ἀφραδέως ἱππάζεαι , ἀλλ ' |
φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
: παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
τελείου τέθεικε τοὔνομα εἰπών : τοὺς μὲν ὀρεινόμους ὑμῶν ποιήσει δέλφακας ὑλιβάτους , τοὺς δὲ πάνθηρας , ἄλλους ἀγρώστας λύκους | ||
παχεῖαν καὶ μεγάλην οὐράν : τοὺς γὰρ μείζονας λοιπὸν χοίρους δέλφακας ἐκάλουν . ἅμα δὲ καὶ ὡς ἐπὶ κόρης παίζει |
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ | ||
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά |
παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ | ||
εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν |
ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον , ὡς ἂν διθυραμβοποιὸν εὐτελῆ , καὶ κοῦφα | ||
οὕτω κληθέντα . Γ πανθοινίαν δὲ ἔλεγον , ὥς φησιν Εὐφρόνιος , ὁπότε εἰς κοινὸν ⌈ κατατιθέντες [ καταθέντες Γ |
ἱππικώτατοι καὶ ἀκοντιστικώτατοι καὶ τοξικώτατοι καὶ φιλοπονώτατοι . ταῦτα δὲ ἐξειργάζετο ἐπὶ τὰς θήρας ἐξάγων καὶ τιμῶν τοὺς κρατίστους ἕκαστα | ||
περ ἐόντε . ὅτι δὲ Ἀμφίων ᾖδε καὶ τὸ τεῖχος ἐξειργάζετο πρὸς τὴν λύραν , οὐδένα ἐποιήσατο λόγον ἐν τοῖς |
κρατούμενον ἀνάγκῃ ἀφύκτῳ , τὸν δὲ Φουφέττιον ἀγανακτοῦντα ἔτι καὶ κεκραγότα μόνον τάς τε συνθήκας ἀνακαλούμενον , ἃς αὐτὸς ἐξηλέγχθη | ||
πήραν ἔχοντα , ἀντὶ δὲ τῆς βακτηρίας ὕπερον , καὶ κεκραγότα καὶ λέγοντα ὅτι Ἀντισθένους καὶ Κράτητος καὶ Διογένους ἐστὶ |
τοῦ Μενάνδρου Σικυωνίου . Παλληνεύς : Ὑπερείδης ἐν τῇ ὑπὲρ Χαιρεφίλου ἀπολογίᾳ . Παλλήνη δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος . τὸ δὲ | ||
υἱούς , ὥς φησιν Ἄλεξις ἐν Ἐπιδαύρῳ οὕτως : τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι εἰσήγαγεν τάριχος , |
μὲν ἄλλων οὐκ ἐμέλησέ μοι μελῶν , Εὐριπίδου δὲ δρᾶμα δεξιώτατον διέκναις ' Ὀρέστην , Ἡγέλοχον τὸν Κυντάρου μισθωσάμενος τὰ | ||
Αἰγινήτου Γλαυκίου . τούτῳ τῷ Φίλωνι Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπους ἐλεγεῖον δεξιώτατον ἐποίησε : πατρὶς μὲν Κόρκυρα , Φίλων δ ' |
ὄρνιθος ἀηδοῦς ἥσει δύσμορος , ἀλλ ' ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς θρηνήσει , χερόπλακτοι δ ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι καὶ | ||
ὁ κλαυθμός , ὁ υἱὸς ὁ μὴ γενόμενός μοι , θρηνήσει σῃ τὸ πρᾶγμα . . ἐγχανὼν ] κατακλαύσας ῶν |
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς | ||
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
: „ τοῦ χάριν , ὦ δέσποτα , οὕτω διατελεῖς ἀθυμῶν ; ἐμοὶ προσανάθου , χαίρειν εἰπὼν τῷ λυπεῖσθαι : | ||
. ταῦτα ἔγραφον ἀσθενοῦντος Κλεο - βούλου , νοσεῖ δὲ ἀθυμῶν , ὅτι αὐτοῦ καταθέουσι δύο κανθάρω . ἢν οὖν |
. Εἴρων : ὁ τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει λέγειν ὑποκρινόμενος . Ἐὰν δὲ προαιρῆται ἐκκλητευθῆναι μᾶλλον . Ἐκκλητευθῆναι : | ||
κατάβαλε λοιπὸν , ὦ Μίκων , παίζειν ταυτηνὶ τὴν κρίσιν ὑποκρινόμενος : ἔξεστι , λέγεις , μετὰ Μαραθῶνα καὶ τρόπαιον |
δημώδης : Πολυκράτης δὲ τὴν γενῆν Ἀθηναῖος , λόγων τι παιπάλημα καὶ κακὴ γλῶσσα , ἔγραψεν ἅσς ' ἔγραψ ' | ||
τὸν Κολωνὸν ἵεσο : παροιμία λέγεται ἐπὶ τῶν μισθαρνούντων . παιπάλημα : τὸν πανοῦργον καὶ ποικίλον ἐν κακίᾳ καὶ παμπόνηρον |
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον | ||
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ |
τῶν ἀλαζόνων τις ἦν ὁ Προξενιάδης , ὡς καὶ ἐν Ὄρνισι δηλοῖ . ἐπεὶ ” καπνὸν “ εἶπεν , ἐπήγαγε | ||
Διονύσῳ δὲ κιττόν , Ἀφροδίτῃ φαλαρίδα , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρνισι , κατὰ συνέμφασιν τοῦ φαλλοῦ . καὶ τὴν νῆτταν |
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου | ||
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου |
τοῦ χαίρειν , ὡς τὸ ” ἢ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας „ . μέση γὰρ ἡ λέξις . . . | ||
ὅτι ἐνθάδε μηδὲν ἐθρασύνθη . ἢ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας . ἀλύεις νῦν ἀντὶ τοῦ χαίρεις , γαυριᾷς . |
λεπάδας . . παρέθηκέ μοι . τὸ δ ' ἐν Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ | ||
κατασημαίνεσθαι κηρὸν οἱ παλαιοὶ ῥύπον ὠνόμαζον , καὶ ῥύπους ἐν Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνης : καὶ μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάνθαι τὸ μὴ |
ποταμόν , αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ ἔχων δέλφακα ζωὴν ταύτην τύπτει . ἐπακούσας δὲ τῆς φωνῆς ὁ | ||
κεφαλὴν ἐκπηδῶν , τὸ δὲ μέγεθός ἐστι τοῦ τικτομένου κατὰ δέλφακα τὴν μεγίστην . μιᾷ δὲ μητρὶ πλείω ἐλεφαντίσκια ἕπεται |
ἀντὶ τοῦ διαμωκᾶσθαι καὶ διαπαίζειν . διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ | ||
δὲ αὐτὸ ψύχειν καλῶς καὶ μετὰ τὸ ψυγῆναι κόπτειν καὶ σήθειν καὶ οὕτω διδόναι τοῖς ἔχουσι λίθον . καὶ τοὺς |
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα | ||
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων |
ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . ἓξ χοᾶς χωρήσεται . οὔτοι | ||
. τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε : τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
αὐτῷ τοῦτο γίνεται λαβεῖν . ὠμολίνου δὲ μέμνηται Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ὠμολίνοις κόμη βρύους ' ἀτιμίας πλέως . Σαπφὼ | ||
καὶ Ὅμηρος „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . |
ἀφανισθῆναι , μικροῦ , φαύλου καὶ οὐδενὸς ἀξίου καὶ εὐκόλως ἀντιλέγεσθαι δυναμένου , γλισχροῦ καὶ ἀντιλογίαν ἔχοντος κατατετριμμένην , οὐδαμινοῦ | ||
Ἔνδειξις φάσεως διαφέρει , ὅτι τῇ μὲν ἐνδείξει οὐ δύναται ἀντιλέγεσθαι , οἷον ἐνέδειξεν Ἀριστογείτονα Δημοσθένης ὅτι λέγει ὀφείλων τῷ |
καὶ ὡς πανούργους δὲ τούτους κωμῳδεῖ καὶ τὸν Γέρητα τὸν φαλακρὸν καὶ τὸν Θεόδωρον ὄντα ἐκ τοῦ δήμου τῶν Διομείων | ||
Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . Σχολαστικῷ ἐκ δούλης τεκνώσαντι ὁ πατὴρ συνεβούλευε |
δὲ † Ὀμφάλῃ τύραννον αὐτὴν καλεῖ , † χείρων Εὔπολις Φίλοις : ἐν δὲ Προσπαλτίοις Ἑλένην αὐτὴν καλεῖ : ὁ | ||
Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν ἀνέχου . Ὅρκῳ |
καὶ ὑπερβὰς τὴν αἱμασιὰν τὰ μὲν ἀνώρυξε , τὰ δὲ κατέκλασε , τὰ δὲ κατεπάτησεν ὥσπερ σῦς . Καὶ ὁ | ||
δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν γε αὐτοῦ Σωκράτους . Ἐκεῖνος δέ |
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους | ||
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα |
ἀτάρ , ὦ Μεγάκλεες , οἶσθά που Παάπιδος Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν . Ἀτὰρ ὁ Μεγάκλεες ὑσθάτου Παάπιδος Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν | ||
ὅσον ἀκροκώλι ' ἕψειν ῥύγχη , πόδας . Τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ ' ἀπόλλυμαι |
ἐστὶν Ἑλένης βρώματα , ἅ φησιν οὗτος , μαινίδας καὶ τριγλίδας . Κογχίον τε μικρὸν ἀλλᾶντός τε προστετμημένον . Πατάνια | ||
μὲν δεῖ ἐγκρασιχόλους ἢ ἴωπας ἢ ἀθερίνας ἢ κωβιοὺς ἢ τριγλίδας μικρὰς σηπίδιά τε καὶ τευθίδια καὶ καρκίνια . ΕΨΗΤΟΣ |
εἰς στος ὑπερθετικὰ ἢ συγκριτικά . ] καὶ Πλάτων δὲ Κλεοφῶντι ” ἵν ' ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου ” . καὶ | ||
λέγουσα . οὗτος οὖν ὁ Μανδρόβουλος πάλιν πτωχεύσας πεποίηται τῷ Κλεοφῶντι λέγων πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα ὡς τὸ ζῷον ὡς χρυσοῦν |
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ καὶ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς | ||
ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς , προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ ' , ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ |
οἱ φιλομαθοῦντες , ἧς χωρὶς οὐδὲν σεμνὸν ἐξευρίσκεται κατὰ τὸν κωμικόν . τούτου δ ' ἕνεκεν καὶ ἐπὶ ἐννέα νύκτας | ||
ἐφηβεῦσαι Ἀθήνησι : γενέσθαι δ ' αὐτῷ συνέφηβον Μένανδρον τὸν κωμικόν : Σάμιος δ ' ἦν καὶ Κρεώφυλος , ὅν |
. διὰ τοῦτό φησιν ὁ ποιητὴς τὸν Ἀχιλλέα μὴ θελῆσαι γηράσαντα ἀποθανεῖν οἴκοι , καὶ τὸν Ἕκτορα μόνον στῆναι πρὸ | ||
ὁ νεώτατος . καὶ νέον μὲν ὄντα μὴ γῆμαι , γηράσαντα δ ' ἑταίραι συνεῖναι ἧι ὄνομα ἦν Λαγίσκη . |
αὐτὸν εἰς τοῦτο διαλύεσθαι τὸ ζῷον . ᾧ καὶ φαίνεται Φιλητᾶς προσέχειν , ἱκανῶς ὢν περίεργος : προσαγορεύει οὖν αὐτὰς | ||
καλούμενον . ΑΜΦΩΞΙΣ ξύλινον ποτήριον , ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλητᾶς φησι , [ τοὺς ] ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ |