ἅπαντας τοὺς εἰσιόντας τοῦτον ἀπέφαινον τὸν πρῶτον πατάξαντα καὶ τὰ πλεῖσθ ' ὧν ὑβρίσμην διαπεπραγμένον , τότ ' ἂν εὐθέως
ἀλλ ' ἐξ οὗ φίλος εἶναι προσποιεῖται , ἐκ τούτου πλεῖσθ ' ὑμᾶς ἐξηπάτηκεν , εἰ μὴ καὶ δι '
6405818 τεταμενου
πνεύσαντος , τὸ ἱστίον ὑποχαλᾶν , ἵνα μή , ὄντος τεταμένου , ὑπὸ τοῦ ἀνέμου εἰς τοὔμπαλιν ἀνατραπείη τὸ σκάφος
, εὐθέως ἐπιχειροῦσι λύειν φαρμακείῃ , τοῦ μὲν ξυν - τεταμένου καὶ φλεγμαίνοντος οὐδὲν ὠφελέουσιν , οὐδὲ γὰρ διαδίδωσιν ὠμὸν
6327307 ἐφελκυσασθαι
⌈ σίσυρναν [ σισύρναν Γ ] . Γ προσέσθαι : ἐφελκύσασθαι . νενουθέτηκεν αὑτὸν : ὁ χορὸς ἀναδέχεται τὸ πρόσωπον
στῆσαι ῥεῦμα , ἐπισχεῖν , προκαλέσασθαι ἐκκαλέσασθαι , ἐπισπάσασθαι , ἐφελκύσασθαι . τὸ δὲ κενῶσαι διὰ καθάρσεως καὶ ἐξινῶσαι λέγουσιν
6313901 ἀχθοφορουντας
: ἐπὶ τῶν βαρέα βασταζόντων : πολλαχοῦ γὰρ οἱ ποιηταὶ ἀχθοφοροῦντας τοὺς Αἰγυπτίους φασίν . Ἄχθομαι αὐτοῦ τῷ ῥύπῳ :
ὅσα δούλους ἀργυρωνήτους [ αἰσχύνης ἄξια ] ταλαιπωρεῖν λατομοῦντας ὑλοτομοῦντας ἀχθοφοροῦντας , ἐν ταρτάροις καὶ βαράθροις δαπανωμένους , ἀνάπαυσιν τῶν
6291149 ὑβρισμενους
αὐτοὺς ἀποστερηθέντας τῶν πατρῴων μηδ ' εἰς πτωχείαν καταστάντας , ὑβρισμένους ὑφ ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν , ἀλλὰ βοηθῆσαι καὶ
οὐ τοῦτο μόνον ᾠήθη πρὸς ἀπολογίαν ἀρκεῖν καὶ ταῦτα τοὺς ὑβρισμένους εἰδὼς μετρίαν πολλάκις θεραπείαν νομίζοντας τὴν ὁμολογίαν τοῦ πλημμελήσαντος
6224891 κρυπτοντων
τὸ φῶς ἄγει ἀλλ ' οὐ γὰρ ἂν τὰ θεῖα κρυπτόντων θεῶν μάθοις ἄν , οὐδ ' εἰ πάντ '
καί : Ἀστέρας ἀριθμεῖς . Ἄϊδος κυνῆ : ἐπὶ τῶν κρυπτόντων ἑαυτοὺς διά τινων μηχανημάτων : τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ
6190517 μακελλαν
κρήνης μελανύδρου † ἀμφυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν
. ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . ” ἐχόμην
6182803 ὠλλυσαν
: ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
, ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
6162823 μελετᾳς
δὲ ποιοῦντας οὐδένα ; Ἀλλ ' εἰ καὶ ἑρμηνεύειν τοιαῦτα μελετᾷς , τοῦτό μοι , ἔφην ἐγώ , ἔτι ,
καὶ τοὺς μηροὺς , θαρσέων κατασχᾷν . Τοῦτον ἢν οὕτω μελετᾷς , τάχιστα ὑγιῆ ποιήσεις . Ὕδερος ἀπὸ τοῦ ἥπατος
6092027 ἐπιεσαν
Βοιωτῶν καὶ μέχρι μέσου ἡσσᾶτο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων , καὶ ἐπίεσαν τούς τε ἄλλους ταύτῃ καὶ οὐχ ἥκιστα τοὺς Θεσπιᾶς
: ῥεύματα ὑδρηγά . ξυνειστήκει : ἑκατέρωθεν ἑστῶς ἐμάχετο καὶ ἐπίεσαν : οἱ Ἀθηναῖοι . αὐτοῖς : τοῖς Ἀθηναίοις .
6033744 καταλιμπανομενα
καὶ τούτοις συγκαλυπτόν - των αὐτήν : εἰώθασι γὰρ τὰ καταλιμπανόμενα ἀφ ' ἑκάστου ἄρτου μιγνύντες ποιεῖν ἄρτον . φησὶν
εἰσπλεῖν ἢ τὰ εἰσπλεύσαντα μὴ δύνασθαι ἐκπλεῦσαι , τά τε καταλιμπανόμενα ἐν τῇ χώρᾳ ἑκουσίως , εἰς χρείαν δὲ φέροντα
6011416 παροδευοντων
ἔπεμψεν : ὁ δὲ Σύλλας αἰσθόμενος καὶ ἐφεδρεύσας ἔκτεινεν αὐτῶν παροδευόντων ἐς δισχιλίους , καὶ Καρρίνας δὲ νυκτός , ὕδατός
ἐποίει τοῖς ἀεὶ θεωροῦσιν αὐτὴν ἔλεον . οὐδεὶς γὰρ τῶν παροδευόντων αὐτὴν παρῆλθεν ἄδακρυς , καίπερ ὁρῶν λείψανα βραχέα τῆς
6009312 ἐλλυχνια
ἐλλυχνίων ” . ἢ ἀπὸ τοῦ θρύου τὸ παλαιὸν τὰ ἐλλύχνια . μετὰ ταῦθ ' ὅπως νῶιν : : μετὰ
φράσω διὰ τοὺς παρεστῶτας . Γ θρυαλλίδας : διὰ τὰ ἐλλύχνια , ὡς ἀπορρήτου τούτου ὄντος καὶ δεινοῦ , εἰσφέρειν
6003169 ἡταιρηκοτων
Τιμάρχου , λέγων τοὺς Τιμάρχου τοὺς κατηγόρους ἢ ἐκ τῶν ἡταιρηκότων ἢ ἐκ τῶν χρωμένων τοῖς παισὶν , ἢ ἐκ
Τιμάρχου . Λέξει γὰρ τοὺς Τιμάρχου συνηγόρους ἢ ἐκ τῶν ἡταιρηκότων , ἢ τῶν συγγινομένων τοῖς παισὶν , ἢ τῶν
6003042 ἐσφοραις
ταμιεῖα κεκενωκότες καὶ τὰ ἔθνη σεσυληκότες καὶ τὴν Ἰταλίαν αὐτὴν ἐσφοραῖς καὶ τέλεσι καὶ δημεύσεσι καταβαρήσαντες οὐκ ἐς πολέμους οὐδ
ἐπίφθονα : οὐδ ' ἑτέρωθεν εὐποροῦσι , τετρυμένης στάσεσι καὶ ἐσφοραῖς καὶ προγραφαῖς τῆς Ἰταλίας . ἡμῖν δὲ ἐκ πολλῆς
6002445 ἐζωσατο
. ὁ δὲ νοῦς : δι ' ἀνάγκην τέως τοῦτον ἐζώσατο μὴ ἔχουσα πολυτελέστερον . Γ πῶς οὖν ξυνοίσει Γ
τὸ σχοινίον καὶ τὸν σάκκον ἐκ τῆς ὀσφύος αὐτῆς καὶ ἐζώσατο διπλῆν ζώνην λαμπρὰν τῆς παρθενίας αὐτῆς , μίαν ζώνην
5999895 θωμιγγος
μάχης ] τῆς ναυμαχίας . ἀμηχανεῖν ] τοὺς Πέρσας . θώμιγγος ] θῶμιγξ κέκληται τὸ λεπτὸν σχοινίον . κακῶν ὁρῶν
λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι , ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας
5978986 ὑποφευγοντα
ἡ δὲ μεσεύουσα τῶν ἡμερῶν διαφεύγειν μὲν τὸν ἀντίπαλον , ὑποφεύγοντα δὲ μὴ ἀνιέναι . καὶ τὴν τοιάνδε ἰδέαν πᾶσαν
μετουσίαν πυρός . πόθεν γὰρ ἂν τὰ ἰλυσπώμενα τὴν βίαν ὑποφεύγοντα τοῦ χείματος καὶ τοὺς χηραμοὺς καταλαβόντα τῆς γῆς ἔμενε
5977632 Ἀθαμανιας
Τέμπεσιν , ὡς Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Ἀθαμανίας ἀπὸ Κράννωνος τοῦ Πελασγοῦ . . Φωτίναιον : προπαροξυτόνως
' εἰς αὐτὴν συντελεῖ καὶ [ τἆλλα μέχρι ] τῆς Ἀθαμανίας . κατὰ δὲ τὸν Ἀντρῶνα ἕρμα ὕφαλον ἐν τῷ
5972502 ὑστατους
, ἔφη , ὁ τοῦ τελευταίου λόχου τὸν λόχον , ὑστάτους ἔχων τοὺς πρώτους τεταγμένους εἰς μάχην : ἔπειτα ὁ
πορεύεσθαι , καὶ τὰς ἁμάξας τὰς ἑαυτῶν καὶ τοὺς οἰκέτας ὑστάτους εἶχον . στρατεύονται γὰρ δὴ οἱ κατὰ τὴν Ἀσίαν
5965829 ἀπεμαχετο
συγκάμψας τὸ γόνυ καὶ προβαλὼν τὴν ἀσπίδα πρὸς τοὺς ἐπιόντας ἀπεμάχετο , μέχρι καὶ αὐτὸς καὶ πολὺ πλῆθος ἀμφ '
δέομαι μὴ δεῖσθαι ἀνόμων . ὃ μὲν δὴ λέγων ταῦτα ἀπεμάχετο . . . , ὃ δ ' ἠμείβετο τοῖςδε
5960889 αὐτοκινητα
, ὥσπερ ἐπὶ τῶν ζῴων ὁρῶμεν : ταῦτα γάρ ἐστιν αὐτοκίνητα καθ ' ὃν διωρισάμεθα τρόπον καὶ ἔστιν ἐν αὐτοῖς
λάβῃ , ἐπὶ τοῦτο λοιπὸν φέρεσθαι ἐξ αὐτῶν καὶ οἷον αὐτοκίνητα γίνεσθαι χρόνον τινὰ κινούμενά τε ἅμα καὶ κινοῦντα ,
5948709 οἰκιστου
ἐπίκλημα , ὡς δὴ Θευδερίχου πάλαι τοῦ ἡμετέρου ἡγεμόνος καὶ οἰκιστοῦ οὐ προσηκόντως τῆς Ἰταλίας ἐπιλαβομένου , ἀφῄρηνται μὲν ἡμᾶς
οὗ καὶ Καλλίμαχος μέμνηται . Δυρράχιον ] οὐκ ἀπὸ τοῦ οἰκιστοῦ , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ τόπου .
5945306 Καρδιης
. Καρδιαλγικὰ καὶ μετὰ στρόφου , κοιλίης θηρία καταῤῥήγνυται . Καρδίης ἄλγημα , πρεσβυτέρῳ πυκνὰ ἐπιφοιτέον , θάνατον ἐξαπίναιον σημαίνει
. ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα , καὶ ἀφικομένη ἡ αὐλητρὶς εἰς τοὺς Βισάλτας
5940975 Τευθρανιας
ἦν πρότερον μὲν δι ' αὑτὴν ἡ χώρα Μυσία μέχρι Τευθρανίας , νῦν δὲ Λυδία . Μυσοὶ δ ' ἐξανέστησαν
τοῦ ἔργου : συνεβοήθει δὲ καὶ Προκλῆς ἐξ Ἁλισάρνης καὶ Τευθρανίας ὁ ἀπὸ Δαμαράτου . οἱ δὲ περὶ Ξενοφῶντα ἐπεὶ
5935776 μεταλλευοντων
δ ' ἀντιδίδωσι πᾶσι . περὶ δὲ τῶν μυρμήκων τῶν μεταλλευόντων χρυσὸν ἐν Ἰνδικοῖς πολλοὶ ἱστορήκασιν . σὺν ἄλλοισιν γεράεσσι
τῆς θαλάττης , τὰ ἀθήρατα ἐκθηρωμένων , καὶ τὰ ἀφανῆ μεταλλευόντων , καὶ τὰ πόρρω διωκόντων , καὶ τὰ σπάνια
5934167 ἀμαρης
φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ
. ἀμάρη ἡ ὑδρορόη : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξαίχματα βάλλων . ” ὁ δ ' Ἀπίων ὁμοῦ
5920906 σαπερδας
ἦλθ ' αὐτοῖσιν ὀρφὼς τοῦ θεοῦ . Τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . Ἐκήρυξεν βόαξ , σάλπης δ '
λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν ἀλλήλων ,
5916180 νενικημενου
κεκακουργηκότι . ὥστε μετὰ μείζονος ἀπῄει λύπης ὁ νενικηκὼς τοῦ νενικημένου , ὁ μὲν εἰς γῆν , ὁ δὲ εἰς
δεξιωσάμενος ἐκ τοῦ ὕδατος ἐξάγει , δύο παλαίσματα τοῦ Θερσάνδρου νενικημένου . μέλλων δὲ καὶ τὸ τρίτον ἡττᾶσθαι , ὑπεκδὺς
5906142 κεραμικη
ἀγωνιστὰς γέλωτος χάριν . λέγεται καὶ Κεραμεὺς Ἀθηναίων νομοθέτης καὶ κεραμικὴ μάστιξ ἡ δι ' ὀστράκου : μάστιξ μὲν γὰρ
μὲν γὰρ διὰ τὸ βασανίζειν τοὺς ὀστρακιζομένους καὶ κολάζειν , κεραμικὴ δὲ διὰ τὸ ἐκ κεράμου τὰ ὄστρακα εἶναι .
5905467 ῥυσηται
καὶ τὸν θεὸν ποτνιώμενος , ἵνα τοὺς μὲν ἐξ ἀμηχάνων ῥύσηται συμφορῶν , τοὺς δὲ μηδὲν παραλιπόντας τῶν εἰς ἐπήρειαν
ἀγριαίνεται ἡ θάλασσα . αἴκεν τὸν Λυκίδαν ὀπτεύμενον ἐξ Ἀφροδίτας ῥύσηται : τὸ αἴκεν ἀντὶ τοῦ ἵνα : ἵνα ,
5892032 γραφωσιν
ὀρθὰς καὶ ἀποληφθῶσιν ἴσαι περιφέρειαι αἱ ΖΗ ΗΘ , καὶ γραφῶσιν παράλληλοι κύκλοι οἱ ΚΛ ΜΝ ΞΟ , γίνεται μείζων
καὶ διὰ τῶν γενομένων σημείων καὶ τοῦ πόλου μέγιστοι κύκλοι γραφῶσιν , ἀνίσους ἀπολήψονται περιφερείας τοῦ μεγίστου τῶν παραλλήλων τὰς
5891703 ἐκπλευσαντας
, ὅπως παραφυλάττωσι τοὺς Ἀθηναίους ὑπὲρ τοῦ μὴ λαθεῖν αὐτοὺς ἐκπλεύσαντας δίωξιν : φυγήν . ἐποκείλασαν : εἰς γῆν ἐπώσασαν
ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας . . . . , : Ἀλέξανδρος δὲ ἐν
5887744 φυγοντας
, ἐπεὶ πολὺ λώιόν ἐστι θαρσαλέως ἀπολέσθαι ἀνὰ κλόνον ἠὲ φυγόντας ζώειν ἀλλοδαποῖσι παρ ' ἀνδράσιν αἴσχε ' ἔχοντας .
ἂν ὑφ ' ἡμῶν δικαίως . ἔπειτα οὐδ ' εὔλογον φυγόντας ἂν τότε τοὺς Θηβαίους τοῖς Λακεδαιμονίοις συγκαταδουλοῦν , συνανελεῖν
5886096 Πηλιωτης
ιον οὐδέτερα διὰ τοῦ ωτης ποιεῖ τὰ ἐθνικά , Σικελιώτης Πηλιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή .
ἐθνικῶν τὰ πολλὰ τὸ ι πρὸ τοῦ ω ἔχει , Πηλιώτης Φθιώτης , σπάνια δὲ τὸ ε καὶ σχεδὸν ἀπὸ
5882072 ἱκοιτ
δ ' ἄρ ' ἑκὼν Βούνωι παρέδωκε φυλάσσειν εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος , ἢ παῖς
' ἄρ ' ἑκὼν Βούνῳ παρέδωκε φυλάσσειν , εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος ἢ πάις ἢ
5873763 ἐσβαλων
, ὡς δὲ Ἀθηναῖοι μοῦνοι λέγουσι , διότι ἐς Ἐλευσῖνα ἐσβαλὼν ἔκειρε τὸ τέμενος τῶν θεῶν , ὡς δὲ Ἀργεῖοι
Ἰβηρίᾳ γενόμενα ἡ Ἰβηρική , καὶ ὅσα Ἀννίβας ἐς Ἰταλίαν ἐσβαλὼν ἔπραξεν , ἡ Ἀννιβαϊκή : τὰ δ ' ἐν
5863946 ἀπωθησαι
τοῦτο γὰρ οἶδε καὶ ῥῶσαι τὸν στόμαχον καὶ λεπτῦναι καὶ ἀπωθῆσαι τὸ περιττὸν ἐν αὐτῷ περιεχόμενον . οὕτω μὲν διαιτᾶν
ἀσθενής τε ἡ δύναμις , τότε μὴ ἰσχύουσα ἡ φύσις ἀπωθῆσαι ἐπὶ τοὺς φυσικοὺς ὑπονόμους τὴν ὕλην , ἐξ ἀνάγκης
5859896 δινευοντες
φορέουσιν [ ὑπὸ ζόφου ] ἀερόεντος [ ] ! λα δινεύοντες [ ἐπὶ νῶτα ] ? δαφοινοὶ ? ? [
φορέουσιν [ ζόφου ] ? ἀερόεντος [ ] ! λα δινεύοντες [ ] τα ? δαφοινοί ? ? [ ]
5852410 ὀχης
οὐρανὸν εἰσανιδόντες ἀπ ' αἰθέρος ὀσφρήσαντο : καὶ κοίλης μύρμηκες ὀχῆς ἒξ ὤεα πάντα θᾶσσον ἀνηνέγκαντο : καὶ ἀθρόοι ὦφθεν
, μετὰ τοῦ θ , ἤτοι χαίρων , πληθύων τῆς ὀχῆς : ὀχὴ δὲ ἡ τροφή . εἴρηται δὲ κατὰ
5848874 ἀρχαγγελου
τοῦ τρικλίνου ἔνθα ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἦν κοιμώμενος μετὰ τοῦ ἀρχαγγέλου . φθάσας οὖν Ἰσαὰκ πρὸς τὴν θύραν ἔκραζεν λέγων
δόξης τοῦ θεοῦ . Καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠκούσαμεν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ σαλπίζοντος ἐν τῇ σάλπιγγι αὐτοῦ , καλῶν τοὺς
5848022 θρεπτικα
κεφαλὴ καὶ πνεύμων καὶ ἧπαρ καὶ ὅλως τὰ ἀναπνευστικὰ καὶ θρεπτικά : τὰ δὲ οὐ τοσοῦτόν εἰσιν ἀναγκαῖα , οἷον
ὑμὴν εἰς δύο , διαχωρίζων τά τε ἀναπνευστικὰ καὶ τὰ θρεπτικά . ἐπὰν δὲ παρασπασθῇ τι καὶ μεταπέσῃ , οὗτος
5844426 μυσας
βελτίω τρέπου . τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον ἐπὶ τὸν ὕστερον μύσας παρᾷξον κἀπόλυσον , ὦ πάτερ . οὐ δῆτα :
σου ] οὐκ ἐάσω σε λέγειν . ἀσκαρδάμυκτος : μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς . σκαρδαμυκτεῖν γὰρ τὸ σκαίρειν καὶ μύειν
5843165 ἀνασπων
. καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην . πότε σὺ δῆτ
καὶ μάλιστα τὴν ἁλμυράν λεληθότως γὰρ ἀπὸ γῆς τὸ δίυγρον ἀνασπῶν τῆς ἀτμίδος τούτῳ μάλιστα τὴν πυρώδη φύσιν αὔξει ,
5842795 θηραθεντα
θηρίου , τοῦδε τὸ μέλος διασαπῆναι ἀνάγκη πᾶν . οὐκοῦν θηραθέντα αὐτὸν ἐκ τοῦ οὐραίου μέρους ἐξαρτῶσι , καὶ οἷα
καὶ τιμὰς ὁ ἰχθὺς ἔχει ὁ αὐτός . ἀγκίστρῳ δὲ θηραθέντα ἰχθὺν οὐκ ἄν ποτε φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες ,
5834886 ἀγειρειν
Ῥόδῳ θυσιῶν , γράφων οὕτως : Εἶδος δέ τι τοῦ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῦσιν , ὃ γίνεται τῷ Βοηδρομιῶνι
. . . . οὐδ ' ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἀγείρειν ἀλλὰ μάλ ' ἐσσυμένους πολεμίζειν : τὸν λαόν ,
5828786 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
5819049 αὐρᾳ
ἐκπορίζοντας , ἐν εὐθηνίᾳ κοινῇ λιμὸν ἐξαίρετον ἔχοντας , ἀρετῆς αὔρᾳ , καθάπερ ἀέρι φασὶ τοὺς τέττιγας , τρεφομένους ,
? [ . . . . . . [ ] αὔρᾳ ? ? ? θέλομεν [ [ σμύρνας ] καπν
5817016 χωρησαντας
τριακοσίοις , ὃν ᾤετο μᾶλλον ἂν ἑλεῖν τῶν λόφων , χωρήσαντας πρὸς αὐτὸν δρόμῳ , ὡς τάχιστα ἕκαστος δύναται ,
οὐ διαμελλήσειν περισκοποῦντας ὁπότεροι κρατήσουσιν . ναύσταθμον δὲ ἐπανα - χωρήσαντας καὶ ἐφορμηθέντας Μέγαρα ἔφη χρῆναι ποιεῖσθαι , ἃ ἦν
5802148 δημοκοινος
εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν
αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης .
5799974 ᾠκισμενην
δὲ χώραν ἐν τόποις Βορειγόνων ὑπὲρ Λατίνους Δαυνίους τ ' ᾠκισμένην , πύργους τριάκοντ ' ἐξαριθμήσας γονὰς συὸς κελαινῆς ,
ἐνακισχιλίους . ἀπὸ δὲ Παντικαπαίου εἰς κώμην Καζέκα ἐπὶ θαλάττῃ ᾠκισμένην στάδιοι εἴκοσι καὶ τετρακόσιοι . ἐνθένδε ἐς Θεοδοσίαν πόλιν
5798570 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
5797861 κοτταβια
ἣν θέλει φιλήσει . δευτερίας Ὁ διαγρυπνήσας πυραμοῦντα λήψεται τὰ κοττάβια καὶ τῶν παρουσῶν ἥν * * θέλει φιλήσει .
τούτων : ὁ διαγρυπνήσας [ τὸν πυραμοῦντα ] λήψεται τὰ κοττάβια καὶ τῶν παρουσῶν ἣν θέλει φιλήσει . ἐγίνετο δὲ
5791861 εὐβλαστη
θῆναι πάλιν τῆς τροφῆς καὶ ταύτην πέψαι καὶ κατασχεῖν εἴπερ εὐβλαστῆ καὶ εὔκαρπα μέλλει γενήσεσθαι . Τροφῆς μὲν οὖν πλῆθος
πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυτευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι . Ὁ αὐτός φησι καὶ ὅτι ἡ Ἰνδικὴ
5791630 Λασου
ἀνθρώποις . ταῦτα σημειώσαιτ ' ἄν τις πρὸς τοὺς νοθεύοντας Λάσου τοῦ Ἑρμιονέως τὴν ἄσιγμον ᾠδήν , ἥτις ἐπιγράφεται Κένταυροι
Ὀνομάκριτος ἐξ Ἀθη - νέων ἐπ ' αὐτοφώρωι ἁλοὺς ὑπὸ Λάσου τοῦ Ἑρμιονέος ἐμποιέων ἐς τὰ Μουσαίου χρησμόν , ὡς
5789403 Ταυρισκους
. τοὺς δὲ Σκορδίσκους ἔνιοι Σκορδίστας καλοῦσι : καὶ τοὺς Ταυρίσκους δὲ Τευρίσκους καὶ Ταυρίστας φασί . Λέγει δὲ τοὺς
, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρῳ καὶ Ταυρίσκους . πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε
5784826 Δηιλοχος
. Ἐπεχείρησαν γὰρ οἱ Πελασγοὶ χῶσαι αὐτὸν , ὥς φησι Δηίλοχος , κατὰ ἔχθος τὸ πρὸς τοὺς Θεσσαλοὺς , ὑφ
ἔστι δὲ Φωκαέων κτίσμα , πάλαι Πιτύουσα λεγομένη , ὡς Δηίλοχος ὁ Κυζικηνός . . . : Βέσβικος , νησίδιον
5783438 ᾐσθομεθα
ἡσυχάζειν στρατεύσονται ; καὶ νῦν μὲν ἀφυλάκτους ὄντας ἡμᾶςοὐ γὰρ ᾐσθόμεθα προσβαλλόντωνπολιορκοῦντες ἀπεῖπον εἴξαντές μου τοῖς λόγοις : ἡγούμενοι δὲ
παρὰ τὴν ἡμετέραν ῥᾳθυμίαν . ἡμεῖς δὲ εἴ τι τοιοῦτον ᾐσθόμεθα , πάντως ἂν ἦν ἡμῖν στόμα : ἀλλ '
5777487 μεγαλογνωμονα
, ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον ἱππομανῆ ἱππογνώμονα , τὸν μεγαλογνώμονα . τὸ γὰρ βοῦς καὶ ἵππος ἐπὶ τῶν μεγάλων
μὴ ξυγκείμενον , ἅμα δὲ ἐπαινῶν ὡς μεγαλόφωνόν τε καὶ μεγαλογνώμονα . καὶ λόγον τῷ Ἡρώδῃ ἀποθανόντι ἐπεφθέγξατο ἐπάξιον τοῦ
5776281 κλωνος
γράφει τὴν παραλήγουσαν τῆς γενικῆς : οἷον , κλὼν , κλωνός : πρὼν , πρωνός : Χὼν , Χωνὸς ,
καὶ φυλάττουσι τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον κλών κλωνός , πρών πρωνός , ἐξ οὗ καὶ Π πρώονες
5773505 ΗΘΜ
ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ τῶν ΑΕΒ γωνία τῇ ὑπὸ τῶν ΗΘΜ . ἀλλ ' ἡ μὲν ὑπὸ ΑΕΒ τῇ ὑπὸ
ἐστιν ἴση , καὶ ἡ ὑπὸ ΘΚΖ ἄρα τῇ ὑπὸ ΗΘΜ ἐστιν ἴση . κοινὴ προσκείσθω ἡ ὑπὸ ΚΘΗ :
5773243 Κωρυκιων
. . . . Ἀῷος . . . – ˘˘ Κωρυκίων σεύμενος ἐξ ὀρέων οὐδὲ πόροι ῥίζης δρύψελα Ποντιάδος δρύψελον
τοῦ ἄντρου . ἱερὸν δὲ αὐτὸ οἱ περὶ τὸν Παρνασσὸν Κωρυκίων τε εἶναι Νυμφῶν καὶ Πανὸς μάλιστα ἥγηνται . ἀπὸ
5770902 ἐπιπτεν
τοῦ κοιλάσματος , ἐξέπιπτεν τὸ βέλος ἐκ τοῦ κυλίνδρου καὶ ἔπιπτεν ἐπὶ τὴν διώστραν ἔχουσαν ἐν αὑτῇ χώραν βραχὺ κεκοιλασμένην
γυναικός : οὐ γάρ πω κείνοισιν ἐπ ' ὄμμασιν ὕπνος ἔπιπτεν , ἀλλὰ Κύπρις πεπότητο περὶ φρένας , ὄφρα παλαιοῦ
5769259 Λιγυας
παλαιῶν ἀβασανίστως τὰ λεγόμενα δέχεσθαι , μὴ ταχεῖς ἔστωσαν μηδὲ Λίγυας ἢ Ὀμβρικοὺς ἢ ἄλλους τινὰς βαρβάρους αὐτοὺς νομίσαι ,
κρεῖττον ὄν , φησὶν ὁ Ποσειδώνιος , εἰς αὐτοὺς τοὺς Λίγυας ἐμβαλεῖν τοὺς λίθους καὶ καταχῶσαι πάντας ἢ τοσούτων δεόμενον
5768725 ἀνελαμβανεν
πάντα ; οὐ περιεποιεῖτο τὰ ἐναντία ; τὸν δειλὸν οὐκ ἀνελάμβανεν , τὸν ἀγεννῆ , τὸν μισόπατριν , τὸν φιλόψυχον
καὶ τοῖς ἀμυνομένοις . Γάιος δὲ πρὸς τίνα χρείαν πέδιλα ἀνελάμβανεν ; ἢ ἵνα τὰ δύσφημα καὶ δυσώνυμα , δέον
5767830 μεταπιπτοντα
τοῖσι φρενιτικοῖσιν ἐν ἀρχῇσι τὰ ἐπιεικῶς ἔχοντα , πυκνά τε μεταπίπτοντα , κακόν . Τῶν ἐξισταμένων μελαγχολικῶς , οἷς τρόμοι
τὰ θανάσιμα , καὶ τὰ μὴ θανάσιμα , καὶ τὰ μεταπίπτοντα καὶ τὰ αὐξανόμενα καὶ τὰ μαραινόμενα , καὶ τὰ
5764380 φαυλοτερου
. . . . Δημοσθένους . Τοῦ πλείονος βίου καὶ φαυλοτέρου τὸν ἐλάσσω καὶ ἀμείνονα ὄντα παντὶ πάντως προαιρετέον .
ὥσπερ γὰρ ἔμπορος ἐκ λιμένος εἰς λιμένα πλέων , ἐκ φαυλοτέρου περὶ τὰ κέρδη πρὸς τὸν μᾶλλον συναγωνιζόμενον ταῖς ἐμπορίαις
5761118 Γρανικον
' οὗ Γραικοὶ οἱ Ἕλληνες . Κεφάλων δὲ καὶ τὸν Γράνικον ποταμὸν ἐντεῦθεν κληθῆναι . : ; , [ ]
τὰς μὲν λοιπὰς πράξεις αὐτοῦ ἐξηγοίμεθα , ὡς διέβη τὸν Γράνικον , ὡς μέχρι Κιλικίας προῆλθεν , ὡς τὰ μέχρι
5759239 εὐφημησαι
ὡς παιδεραστὴς οὗτος ὁ πρεσβύτης διεβάλλετο . Βακχέβακχον ᾆσαι : εὐφημῆσαι τὸν Διόνυσον καὶ ἀνυμνῆσαι . Βάκχον δὲ οὐ τὸν
τὴν πήραν ἐνθέμενος οὐ πρόσθεν ἀπῆλθε , πρὶν τὰς Νύμφας εὐφημῆσαι καὶ αὐτὴν τὴν θάλασσαν : καίπερ γὰρ αἰπόλος ὤν
5751871 ἐχθιων
νομιεῖ ἀκούων τὸν ἐπαινοῦντα καταγελῶντα λέγειν ; Οὕτω μὲν γὰρ ἐχθίων τ ' ἂν εἴη καὶ ἀπελαύνοι τοὺς ἀνθρώπους ἀφ
δ ' αὕτως ἐγώ . Οἴμοι , καταύδα : πολλὸν ἐχθίων ἔσῃ σιγῶς ' , ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε
5750281 νεοττιαν
, ὥς φασιν . οὐκοῦν ὅταν τίκτῃ , οὔτε αὐτὸς νεοττιὰν ὑποπλέκει οὔτε τιθηνεῖται τὰ βρέφη , φυλάττει δὲ ἄρα
μύρμηξ θησαυρίζει αὑτῷ τροφὰς ἐν χειμῶνι , καὶ χελιδὼν ποιεῖ νεοττιὰν διὰ τὴν διαδοχήν , ὁμοίως δὲ καὶ ἡ μέλιττα
5741039 Ῥοδοπης
Ἀγρίαι : . . . ἔθνος Παιονίας μεταξὺ Αἵμου καὶ Ῥοδόπης . παρὰ Πολυβίωι δὲ διὰ τοῦ α . .
ὅτι Ἕβρος κάλλιστος ποταμός , Διοκλῆς δὲ καταφέρεσθαι αὐτὸν ἀπὸ Ῥοδόπης καὶ ἐξερεύγεσθαι κατὰ πόλιν Αἶνον . τετραμμένος : γράφεται
5740443 πατεισθαι
σαρκώδης , καὶ τὸ ὅλον εὔζωον : φιλεῖ δὲ καὶ πατεῖσθαι καὶ γίνεται καλλίων κατατριβομένης πάτῳ τῆς ῥίζης : δι
” οὐκ ἐρῶ πρὸς τὰς χειμερίους σφῶν : τὸ γὰρ πατεῖσθαι αὐτὰς ὑπὸ τῶν Ὡρῶν ποιήσει ἄσταχυν . αἱ ξανθαὶ
5740001 Κυθηριου
μὴ δυναμένων . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου ἱστοροῦσι καὶ Ἀρχύτου καὶ ἄλλων πλειόνων , ὧν
οἶδας ὅτι τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις . ὁ δὲ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου Κύκλωψ ἐρῶν τῆς Γαλατείας καὶ ἐπαινῶν αὐτῆς τὸ
5738812 κρεμασασθαι
ἐπάρμενα πάντα τεῷ ἐνικάτθεο οἴκῳ , ἕως τοῦ ὑπὲρ καπνοῦ κρεμάσασθαι : τὰ μὲν ὅπλα δηλοῖ τῆς νεὼς πάντα ὧν
[ τὸν ] Ἀντωνεῖνον ? [ ] κολάζειν καὶ [ κρεμάσασθαι ] ὑπὸ ξύλον καὶ ὑποκαίειν [ πυρὶ τὰ αὐτοῦ
5737036 σπουδασον
, ἀλλὰ μάλιστα μέν , ἐὰν οἷόν τε ᾖ , σπούδασον ἀποδρᾶναι : ἐὰν δέ που πρὸς ἐρρωμενεστέρας δυνάμεως βιασθεὶς
καὶ διὰ τοῦτο φιλούμενον , ἔφη “ ὦ μειράκιον , σπούδασον τοὺς τοῦ σώματος ἐραστὰς ἐπὶ τὴν ψυχὴν μεταγαγεῖν .
5736956 Ἀμαντιαν
εἰς Ὀθρωνὸν καὶ κατοικήσας ἐκεῖσε πάλιν μετανάστης ἐγένετο ἐκεῖθεν εἰς Ἀμαντίαν : ὄφις γὰρ δρακοντοειδὴς αὐτοὺς ἠνάγκασεν , μεταναστῆναι *
ναίουσα σκύλαξ . ὅθεν πεφευγὼς ἑρπετῶν δεινὴν μάχην δρακοντομόρφων εἰς Ἀμαντίαν πόλιν πλώσει . πέλας δὲ γῆς Ἀτιντάνων μολὼν Πράκτιν
5733136 Ὠφελει
, ὥσπερ καὶ τάριχος καὶ ἐγκατηρᾶ λεγομένη καὶ κορίαξος . Ὠφελεῖ δὲ τούτοις καὶ ἔμετος μετὰ τροφὴν καὶ ἡ κάθαρσις
παρέχει ἑαυτὴν ἡ ῥίζα γεύσασθαι καὶ οὐ πάνυ λευκήν . Ὠφελεῖ δὲ ὁ μὲν μέλας ἥκιστα χαμαιλέων , ὁ δὲ
5723766 περιεστελλετο
ἐπινέφελον : παρέκρουσεν . Ἑπτακαιδεκάτῃ , πρωῒ ἄκρεα ψυχρά : περιεστέλλετο : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσε δι ' ὅλου :
, πνεῦμα ἐνεδιπλασιάζετο , οὐ μὴν μέγα : παρεφέρετο , περιεστέλλετο : φῦσα ἐνεοῦσα : οὐ διῄει κάτω οὐδὲν ,
5714393 μασχαλισματα
. . . ἀπάργματα λέγεται τὰ ὑπὸ τῶν τραγωιδῶν λεγόμενα μασχαλίσματα : ταῦτα δέ ἐστι τὰ τοῦ φονευθέντος ἀκρωτήρια .
Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον μαίμακον μασχαλίσματα μοιρολογχεῖν νεηλάτης οἰκοδέγμων ὄμπνιος λειμών ὀροτύπους ὄσσος πέλλη περίστασις
5712503 καταχει
δίκην . ἡ δὲ δίκη , ἀμφορέα τις ὕδατος κομίσας καταχεῖ τῆς τοῦ παιδὸς κεφαλῆς , ἢν παῖς οὗτος ᾖ
δὲ βουκόλια , ὁ μὲν κιθάραν πονεῖ , ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα
5712290 κυκλουν
πλείονα κύκλωσιν . . . : πρὶν τοὺς πολλοὺς τῶν κυκλοῦν τοὺς Λακεδαιμονίους μελλόντων παρεῖναι τῶν ἐπὶ τοῦ λόφου :
τοὺς μισθοφόρους θεώμενος τοῖς πολεμίοις προσχωρήσαντας καὶ σπεύδοντας τὴν φάλαγγα κυκλοῦν ἧς κατῆρχεν ὁ καῖσαρ , δέον βοηθεῖν , ὁ
5709252 προσεχεστατον
τὸ σύμβολον τὴν τῶν φρενῶν πηγὴν καὶ τὸ τῷ νοεῖν προσεχέστατον ὄργανον , δι ' οὗ θεωρίαν τε καὶ ἐπιστήμην
τοῖς ἑκατόν . ἡ δὲ Φάρος νησίον ἐστὶ παράμηκες , προσεχέστατον τῇ ἠπείρῳ , λιμένα πρὸς αὐτὴν ποιοῦν ἀμφίστομον .
5707147 ἀγρευτηρα
' ὑπ ' ἀνάγκης οἴγεται , ὄφρα θάνῃ τε καὶ ἀγρευτῆρα κορέσσῃ . Τῷ δ ' ἴσα τεχνάζουσι καὶ ἀστέρες
ἀπέφυγεν , ἔφυγεν , ὑπεχώρησεν . κενόν : ἄγρας . ἀγρευτῆρα : ἁλιέα . Σθένος : δύναμιν . γενέθλη :
5707070 τροχμαλα
κινωπησταῖς : ἑρπησταῖς κινουμένοις ἑρπυστικῶς * ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους
* ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους καὶ πετρώδεις , ἢ τὰς
5698806 ἡκαν
οὐδέ σφι παραπλώσεσθαι ἔμελλον φθογγὴν οὐλομένην , χειρῶν δέ οἱ ἧκαν ἐρετμά : Ἀγκαῖος δ ' ἴθυνεν ἐπὶ προβλῆτα κολωνόν
, ἁλὸς πόρος ἔνθα βάθιστος , ἐς βυθὸν ἠερόεντα περικρατὲς ἧκαν ἔνερθε πυθμένος εἰλατίνου κρατερὸν σθένος : αἶψα δὲ ῥιπῇ
5696451 Πυλαγορας
τὴν συνοίκησιν πυκνουμένην εἶναι . ” Πύλαι καὶ Πυλαία καὶ Πυλαγόρας : Πύλαι μὲν καλοῦνται αἱ Θερμοπύλαι : Δημοσθένης Φιλιππικοῖς
ταμιεύεται . Ἀγαθὰ μεγάλα τῇ πόλει ἥκειν φέροντάς φασι τοὺς Πυλαγόρας * * * * * καὶ τὸν ἱερομνήμονα .
5696431 ὀρυττομενην
τοῦτο ἐπὶ ποδιαῖον ἢ ἐπὶ πηχυαῖον βάθος , καὶ τὴν ὀρυττομένην γῆν ἀφελών , λαβὼν κεραμίδας καὶ ταύτας καταστρώσας κατὰ
μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην δὲ λευκήν , καὶ καρπὸν ἐρυθρότερον κρόκου , φύλλον
5694193 Βοιωτιους
Βοιωτοί τινες ἀφείλοντό μου τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν . Γ Βοιωτίους ] πολέμιοι γὰρ αὐτῶν ἦσαν . ὅτι πολέμιοι ἦσαν
Βοιωτίοισιν ἐν σκύφοισιν οἶνος ἡδύς . διήνεγκαν δὲ μετὰ τοὺς Βοιωτίους οἱ Ῥοδιακοὶ λεγόμενοι Δαμοκράτους δημιουργήσαντος . τρίτοι δ '
5692487 πιστωσαιτο
τις : ἄνθρωπος . ἐνὶ φρεσίν : ἐν λογισμοῖς . πιστώσαιτο : πιστεύσει , πιστωθῇ . Αἰεὶ γάρ : γνώμη
τοῦ μὴ ῥᾴδιον εἶναι ὁρισμῷ ἢ καὶ ἀδύνατον εἶναι λαβεῖν πιστώσαιτο . Ἀλλὰ πῶς εἶδός τι , ὅταν πρὸς τὸ
5690506 ὑπερβαλειν
καὶ ἄρχεταί γε εὐθὺς ἐκ τοῦ ὀνόματος . οὔτε γὰρ ὑπερβαλεῖν οὔτ ' ἐνδοτέρω τῆς ἀξίας ἐλθεῖν ἐᾷ , ἀλλ
αὖθις ὁ ἥλιος ἐξέτηκεν , οὐκ ἂν εἶχον εἰς ὕψος ὑπερβαλεῖν διὰ τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποδιδόντος ἀεὶ τοῦ πληρουμένου κατὰ
5689829 ἀβλεμεως
ἀλλ ' ὅτε τις μοίρης τριτάτης πρὸς μέτρον ἐλαύνοι πίνων ἀβλεμέως , τότε δ ' Ὕβριος αἶσα καὶ Ἄτης γίνεται
ἀμελέως καὶ ἐν ὑπερθέσει ἀλεμέως καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ β ἀβλεμέως . οὕτως Ὠρίων . . . . , .
5686667 Λαχηϲ
τ [ ὦ πραγμ [ τοϲοῦτο [ ἔαϲον . [ Λάχηϲ δ [ ϲχολὴν κ ? [ νῦν ἥδιον [
Ϲώϲτρατοϲ Ϲιμίκη Ϲμικρίνηϲ Ϲαμία Χαιρέαϲ Χαιρήμων Φανοϲτράτη Χαρίϲιοϲ ] Χαιρέϲτρατοϲ Λάχηϲ Ϲίκων Γοργίαϲ Δημέαϲ ] Δάρδανοϲ ] ? Κλεινίαϲ Ναύκληροϲ
5685983 ἐμπορευεσθαι
καὶ ψάμμος καὶ φορυτός , νῦν δὲ ὥρα ἐξάγειν καὶ ἐμπορεύεσθαι παρ ' ὑμῶν οὐ μὰ Δί ' οὐ χρυσὸν
καὶ τὰς προσόδους ἂν αὔξοιεν . Ὥς γε μὴν καὶ ἐμπορεύεσθαι ἡδίστη τε καὶ κερδαλεωτάτη ἡ πόλις , νῦν ταῦτα
5684399 Δαρδανους
ὕστερον κληθεῖσαν Τροίαν συστήσασθαι καὶ τοὺς λαοὺς ἀφ ' ἑαυτοῦ Δαρδάνους ὀνομάσαι . ἐπάρξαι δ ' αὐτόν φασι καὶ πολλῶν
ὑλώδης δέ ἐστιν ἡ Παιόνων καὶ ἐπιμήκης ἐξ Ἰαπόδων ἐπὶ Δαρδάνους . καὶ οὐ πόλεις ᾤκουν οἱ Παίονες οἵδε ,
5683998 κυναρια
φησιν ὁ Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια
ὁ Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας , καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια
5682575 μηχανω
τὴν βασιληίην . Νῦν ὦν εἴ τινα ἔχεις σοφίην , μηχανῶ ὡς ἂν ἡμεῖς σχῶμεν τοῦτο τὸ γέρας καὶ μὴ
παροιμιακόν . φησὶν οὖν , πάντα κίνει πράγματα καὶ πάντα μηχανῶ περὶ τοῦ Κλέωνος , ἵνα αὐτοῦ περιγένῃ . εἴρηται
5681831 σωσειν
τε αὐτοῖς καλῶς χρήσεσθαι ἐν εἰρήνῃ συμπολιτευομένους καὶ ἐκ πολέμου σώσειν τὴν πόλιν καὶ ἐλευθέραν καὶ εὐδαίμονα διαφυλάξειν . Τὴν
καὶ λυμαίνῃ τὰ τῶν ἑταίρων καὶ φίλων καὶ οἷς ὑπέσχου σώσειν τὰ περὶ τὸν Εὐφράτην . ἴθι δή , τὰ
5681693 θεριστης
ὑπὲρ δύο συλλαβάς , ὀξύνεται , εἰλαπιναστής , λιθαστής , θεριστής : τὰ δὲ διὰ μόνου τοῦ της ἐκφερόμενα μετὰ
ὅμοιος . Χειῆς : μένοντα ἔξω φωλεοῦ . ἀμαλητόμος : θεριστής . Δαμασάμενος : σφαζόμενος . Ἐκ ληΐοιο : κείρεσθαι
5679782 ὠφληκοτα
καὶ πρὸς τὴν αὑτοῦ ἐρωμένην κωμάζειν πυρέττουσαν . καὶ δίκην ὠφληκότα ἐγγύης προσελθὼν κελεῦσαι αὑτὸν ἀναδέξασθαι . καὶ μαρτυρήσων παρεῖναι
οὐχὶ τὸν πονηρότατον καὶ πλεῖσθ ' ἡμαρτηκότα καὶ δικαιότατ ' ὠφληκότα καὶ ἐπὶ δεινοτάτοις καὶ ὅτι οὐδ ' εἰ πᾶσι
5678443 ὀκειλαι
περισωθῆναι , καί τινα ἐπὶ λάρνακος ὀχούμενον ἐπὶ τὴν ἀκρώρειαν ὀκεῖλαι , καὶ τὰ λείψανα τῶν ξύλων ἐπὶ πολὺ σωθῆναι
τούς τε ἄλλους τοιαῦτα ἐπέσπερχε καὶ τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν ἐχώρει ἐπὶ τὴν ἀποβάθραν : καὶ πειρώμενος

Back