. ὁ δὲ νοῦς : δι ' ἀνάγκην τέως τοῦτον ἐζώσατο μὴ ἔχουσα πολυτελέστερον . Γ πῶς οὖν ξυνοίσει Γ | ||
τὸ σχοινίον καὶ τὸν σάκκον ἐκ τῆς ὀσφύος αὐτῆς καὶ ἐζώσατο διπλῆν ζώνην λαμπρὰν τῆς παρθενίας αὐτῆς , μίαν ζώνην |
καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ | ||
πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα |
ὄρος περὶ τὴν Λυδίαν . ἀγλαοτρίαιναν : τὸν Ποσειδῶνα . χρυσέαισιν : ἀντὶ τοῦ ἐπὶ χρυσῶν ἵππων . μεταβιβάσαι , | ||
ἔτυχον ἕλικά τ ' ἀνὰ χλόαν φοίνικας ἁλίωι † πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς θάλπους ' † ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν : ἔνθεν |
' ὑπ ' ἀνάγκης οἴγεται , ὄφρα θάνῃ τε καὶ ἀγρευτῆρα κορέσσῃ . Τῷ δ ' ἴσα τεχνάζουσι καὶ ἀστέρες | ||
ἀπέφυγεν , ἔφυγεν , ὑπεχώρησεν . κενόν : ἄγρας . ἀγρευτῆρα : ἁλιέα . Σθένος : δύναμιν . γενέθλη : |
πενεστέροισιν ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν τῶν ἰχθύων τὰ οἰκία ποιέεται . Κήτεα δὲ μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται , καὶ | ||
ἐκ προτόνων , τὰ δ ' ὄπισθε χαλινωτήρια νηῶν . Κήτεα δ ' ὀβριμόγυια , πελώρια , θαύματα πόντου , |
' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' | ||
γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ |
ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα , ἢ σῦν χαυλιόδοντ ' ἢ καρχαρόδοντα λέοντα ἢ κρυερῶν ἄρκτων ὀλοὸν θράσος , αὐτίκ ' | ||
τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα , ὃς πρὸ σέθεν χάσκων καὶ ὑπὲρ σοῦ δεινὰ |
ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων , | ||
πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν |
φέρων τὸ κάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' , ἣν φορέεσκεν ἀγαλλομένη περὶ δειρήν , εἰς λέχος ἥνικ ' ἔβαινε | ||
ἐρεμνὴν δίπτυχα λώπην αὐτῇσιν περόνῃσι καλαύροπά τε τρηχεῖαν κάββαλε τὴν φορέεσκεν ὀριτρεφέος κοτίνοιο . αὐτίκα δ ' ἐγγύθι χῶρον ἑαδότα |
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα | ||
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει . |
ἐγγὺς ἰών , καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ , καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων , εἶθαρ δ | ||
Ἔνθ ' ἄρα Δηίφοβος κρατερὸν κτάνεν ἡνιοχῆα – ˘ ˘ Ἱππασίδην , ὃ δ ' ἀφ ' ἅρματος αἰψηροῖο ἤριπεν |
ναῦται . θοῶς : ταχέως . βουπλῆγος : πελέκυος . τυπῇσιν : τύψεσι , ταῖς πληγαῖς . Γενύων : ἐξ | ||
ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην ] δαψιλῶς | ||
γινώσκει νέκυος δεδαϊγμένος αἰχμῇ . Ἔστι δέ τις πηλοῖσιν ἐφέστιος ὠμοφάγος βοῦς , εὐρύτατος πάντεσσι μετ ' ἰχθύσιν : ἦ |
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ , | ||
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι |
. . Π . . . . , . . ἄραξε ἔαξεν . . . . ἐπίτονος βέβλητο . , | ||
τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα . ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτὶ τρόπιν : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἐπίτονος βέβλητο |
τοῦ Ἀχιλλέως . καὶ τὰ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ εἰρημένα : σεύατ ' ἔπειτ ' ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , | ||
ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν σεύατ ' ἐφ ' ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα ἀκροτάτας κορυφάς |
καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη Νησώ τ | ||
, ἐγένετο παῖς αὐτῷ τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιος , οὐκ ἄμωμος δέ , ὅτι καὶ σπίλους εἶχεν . Ἔδοξέ τις |
ἄνθος ἀτιζόμενος πώλων , Σιμόεντι δ ' ἐπ ' εὐρείται πλάταν ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ ' ἀνήψατο πρυμνᾶν καὶ χερὸς | ||
Ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας , ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν , σέ τοι , σέ τοι μόνον δέδορκα πημονὰν |
, ὥστε περιττεύειν τινὰ μέρη αὐτοῦ καὶ ὑπερκεῖσθαι . ἃν πλαγαὶ σιδάρου : ἥντινα τὴν ναῦν συνεπέρανον αἱ τοῦ σιδήρου | ||
ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : |
καὶ ξηρὰν τόρμαν καὶ αὔλακα διαγράφων τυπωτὴν * καὶ * κεχαραγμένην ἐν ῥαιβῷ καὶ ῥαιβῇ καὶ σκολιᾷ καὶ ἀγκύλῃ βάσει | ||
δακτύλιος ἐκπέσῃ . καὶ ἡ μὲν εὗρεν ἄγκυραν ἐν σιδήρῳ κεχαραγμένην , ὃ δὲ τὴν σφραγῖδα τήνδε ἀπώλεσε κατὰ τὸν |
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς | ||
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ : |
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος | ||
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ |
τιμὴν ἑλικώπιδι Νηρηίνῃ . Ζεὺς δὲ μέγ ' Ἀργείοισι καὶ ἄτρομον ἔμβαλε θάρσος , ὄφρα μὴ ἐσθλὸν ὅμιλον ὑποδδείσωσι θεάων | ||
ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι μάλ ' ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσιν , ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσι λίην καὶ χάλκεος |
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
καὶ νᾶμα καὶ ναύτης καὶ ναῦς καὶ νάουσαν ἀκρότομον . νασμός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω , ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ | ||
Σάον , ὅτ ' ἠμάθυνε πᾶσαν ὀμβρήσας χθόνα Ζηνὸς καχλάζων νασμός . οἱ δὲ πρὸς πέδῳ πύργοι κατηρείποντο , τοὶ |
ἐξ Ὀλύμπου χθονὸς μέσον καὶ οὐρανοῦ ἁλύσεσι χρυσαῖς καὶ φερομένην δίναισι καὶ αἰωρήμασιν . ὁ δὲ λόγος : εἴθε παραγενοίμην | ||
ἀγκῶνα στυφελὸν καὶ νήνεμον ἀκτήν , ἔνθα περ ἀμβλύζων ποταμὸς δίναισι βαθείαις θείει χρυσορόας Ἀχέρων κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς |
τὸ γῆρας ἐν κόποις ἀνηλώθη . Γλύψας ἐπώλει λύγδινόν τις Ἑρμείην . τὸν δ ' ἠγόραζον ἄνδρες , ὃς μὲν | ||
τ ' ἀκοίτας . ἐξ ὥρης δ ' ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην κατέναντα κοσμεῖ μὲν πλούτῳ μύθοισί τε καὶ σοφίῃσιν , |
πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα | ||
, καὶ παλάμην ἐδίηνε χυτὸς ῥόος ἐκ νεφελάων δίψιον ἐκ νιφετοῖο διάβροχον ἄνθος ἀέξων . Καὶ χθονίου γυάλοιο θεμείλια νέρθεν |
Πισαίοις ποθέσασαι ἐνὶ κλήροισιν ὄρεξαν . ἤνυσε γὰρ χλούνηνδε μετεσσύμενος σκυλάκεσσιν , Ἀλφειῷ καὶ λύθρον ἑῶν ἐπλύνατο γυίων , ἑσπέριος | ||
ποιμενίων τε καὶ αἰπολίων ὀλετῆρα , τὴν δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς |
' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα γόον φλέγουσαν . ἰὼ μοίρας ἄτεγκτε δαίμων : ὦ κατάρατος ἐγώ | ||
βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ Σκάνδειαν |
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν | ||
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι |
δὲ κατὰ ποιότητα ψιλὴν , ἀλλὰ καὶ καθ ' ὕλην ἐπίρρυτον ὡσαύτως συνίσταται παντὸς τοῦ ἐπιρρέοντος χυμοῦ ἢ θερμὴν ἢ | ||
μέθῃ , νῦν δὲ ὅπου πεδίον ἑώρα μέγα τε καὶ ἐπίρρυτον καὶ φέρον ἅπαντα ὅσα φύουσιν ὧραι . οὕτως ἄρα |
ὀλοφύρετο καί οἱ ὕπερθε λαμπρὸν παμφανόωσα μακρὰς ἀνέφαινε κελεύθους . Ἵκετο δ ' ἐμμεμαυῖα δι ' οὔρεος , ἧχι καὶ | ||
ἄμβροτος Αἰὼν χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισιν ἀτειρέος ἐξ ἀδάμαντος . Ἵκετο δ ' Οὐλύμποιο ῥίον μέγα : σὺν δ ' |
ὁ ἀχυρών . * * : ˘ ˘ – Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρόν . ἀωρόλειος : ὁ παρὰ | ||
ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ ξυνωρίδες . Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρμόν . Ὃς τόνδ ' ἔχεις |
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν | ||
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα |
ἀπ ' εὐθείας τῆς εἰς σ ληγούσης : ἡ μέντοι Φόρκυνα αἰτιατικὴ ἀπ ' εὐθείας τῆς εἰς ν . τὸ | ||
, Φόρκυν Φόρκυνος , οἷον Ρ Αἴας δ ' αὖ Φόρκυνα δαΐφρονα : ἡ γὰρ αἰτιατικὴ ἡ Φόρκυν , ὡς |
θοώκους . Πόθεν ἦλθε Φοῖβος , ἄνδρες , κράτος Ἄρεος κεράσσας ; ὁ δὲ Φοῖβος ἄλλος ἐγγύς πάλιν εἴκελος φαάνθη | ||
χορδῆς : φέρε μοι κύπελλα θεσμῶν , φέρε μοι νόμους κεράσσας , μεθύων ὅπως χορεύσω , ὑπὸ σώφρονος δὲ λύσσης |
δὲ σμυγερώτατοι ἀνδρῶν , τρηχείην Χάλυβες καὶ ἀτειρέα γαῖαν ἔχοντες ἐργατίναι , τοὶ δ ' ἀμφὶ σιδήρεα ἔργα μέλονται . | ||
θημῶνας νήησαν , ἀπειρεσίην χύσιν ἄγρης . οἷον δ ' ἐργατίναι Δηοῦς πόνον ἐκτελέσαντες , πνοιῇς χερσαίοις τε διακρίναντες ἐρετμοῖς |
δὲ καλὸς Ἀρχέστρατός φησι : κεστρέα δ ' Αἰγίνης ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε , ἀνδράσι τ ' ἀστείοισιν ὁμιλήσεις . Διοκλῆς | ||
δὲ καλὸς Ἀρχέστρατός φησι : κεστρέα δ ' Αἰγίνης ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε . ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστις δῆλον |
Τρώων πολέας κτάνεν , ὃς δ ' ἄρ ' Ἀχαιῶν δάμνατο μυρία φῦλα . Δαϊκταμένων δ ' ἐνὶ χάρμῃ οἰωνοὶ | ||
ἀτειρέα θυμὸν Ἄρηι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι καὶ ἔγχεϊ μαιμώωντι δάμνατο δήια φῦλα . Νεκρῶν δ ' ἐστείνετο γαῖα κτεινομένων |
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ | ||
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ |
ἐνὶ χερσὶν ἑαῖς προυφαίνετ ' ἰδέσθαι : φαίνετο δ ' ἠερόεν στόμα Βοσπόρου ἠδὲ κολῶναι Μύσιαι : ἐκ δ ' | ||
ἐπιτελέσασθαι πράξεις . . . . : φαίνετο δ ' ἠερόεν στόμα Βοσπόρου ἠδὲ κολῶναι Μυσίαι : ἐκ δ ' |
ὄψεως ] ἐμμανὴς οὖσα : τὴν κροκοειδῆ στολὴν ἀποβαλοῦσα , ἀπορρίψασα τῆς τρυφῆς : στολίδα κροκόεσσαν : τὴν ἐκ κρόκης | ||
καὶ πορεύῃ „ ; τὰ ἄδηλα μετατρέχεις , τὰ ὁμολογούμενα ἀπορρίψασα . καλὸν οὖν αὐτὴν ἐπαινέσαι χαίρουσαν ἐπὶ νουθεσίᾳ : |
ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι . νῆα μὲν ἔνθ ' ἐλθόντες ἐκέλσαμεν , ἐκ δὲ τὰ μῆλα εἱλόμεθ ' : αὐτοὶ | ||
εἰσι καὶ ἀντολαὶ Ἠελίοιο , νῆα μὲν ἔνθ ' ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν , ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ |
στομίων ἐμφράξας συνεπλάκη , καὶ τὸν αὐχένα σφίγξας τοῖς βραχίοσιν ἀπέπνιξε . τὴν δὲ δορὰν αὐτοῦ περιθέμενος , καὶ διὰ | ||
ἀπέφηνε καὶ γυμνήν : ἐνταῦθά τε ἡ ὕαινα ἐνέφυ καὶ ἀπέπνιξε , καὶ ἐς τὸν φωλεὸν ἀπάγει . καὶ τοῖς |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . λίσσομαι , εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός | ||
ἀκουήν . ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον |
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
. οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος | ||
τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ |
ἣν ὑπερβᾶσι καὶ βαδίζουσιν ἐπὶ Σάρδεων πόλις ἐστὶν ἐν ἀριστερᾷ Θυάτειρα , κατοικία Μακεδόνων , ἣν Μυσῶν ἐσχάτην τινὲς φασίν | ||
. * τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα , ὦ Μηνόδωρε , σὴ πατρίς , Καδαυάδη . |
' ἔβραχεν αἰόλα τεύχη . Εὐρύπυλος δέ οἱ αἶψα πολύστονον εἴρυσεν αἰχμὴν ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει | ||
νύξ ' ἔγχεϊ ὀκριόεντι αἰδοίων ἐφύπερθε : θοῶς δέ οἱ εἴρυσεν αἰχμὴ ἔγκατα : τοῦ δ ' ὤκιστα ποτὶ ζόφον |
πόλιν ἐνενήκοντα : ὅρμος ναυσίν . καὶ ἐκ Μεσημβρίας εἰς Ἀγχίαλον πόλιν στάδιοι ἑβδομήκοντα , καὶ ἐξ Ἀγχιάλου εἰς Ἀπολλωνίαν | ||
πέπονθα χείρω παθεῖν . Ταῦτα εἰς μείζω συμφορὰν ἦγε τὸν Ἀγχίαλον , καὶ ἡ καθ ' ἡμέραν τῆς Ἀνθίας ὄψις |
παρὰ Νεῖλον ἔστησαν βορέαο κακὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ἦμος ἀποψύχοντα κυβερνητῆρα Κάνωβον Θώνιος ἐν ψαμάθοις ἀθρήσατο : τύψε γὰρ εὐνῇ | ||
] ἐπιμάρτυρα πᾶσι φυλάσσεις [ ] [ Ζῆνα ] γιγαντοφόνοιο κυβερνητῆρα χορείης [ . ] [ Ζῆνα γὰρ ] αὐτὸν |
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι | ||
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , |
θήρης , ὁτὲ δὲ φιλοτεκνίαν ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα , ὁτὲ δὲ προθυμίαν πρὸς τὸ φυλάσσειν ὡς | ||
Λακεδαιμόνιος Πολυδεύκης : καὶ γὰρ πυγμαχίῃσι λυγροὺς ἐναρίξατο φῶτας καὶ σκυλάκεσσι θοαῖς βαλίους ἐδαμάσσατο θῆρας . ἔξοχα δ ' ἐν |
, ἐπεὶ οὐκ ἠνέσχετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὸ ὀμνύειν τὸν ἵππιον Ποσειδῶ : ἢ διὰ τὸ εἶναι τότε τὴν ἑορτὴν | ||
καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας . ἵππιον λέγει τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸ ὕδωρ ταχέως καὶ δίκην |
ὦ τᾶς ἑπταφθόγγου μέλπων κιθάρας ἐνοπάν , ἅτ ' ἀγραύλοις κεράεσσιν ἐν ἀψύχοις ἀχεῖ μουσᾶν ὕμνους εὐαχήτους , σοὶ μομφάν | ||
ἀγέλης κριοί , ἄλλοι δὲ καὶ ἀμνοὶ εἰνόδιοι παίζωσιν ἐρειδόμενοι κεράεσσιν : ἢ ὁπότ ' ἄλλοθεν ἄλλοι ἀναπλίσσωσι πόδεσσιν τέτρασιν |
ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι , τέτρατον αὖτ ' ἐπὶ τοῖσι Νεοπτολέμῳ μεγαθύμῳ | ||
σφιν ἄφαρ βουλυτὸν ἱκέσθαι , τῆμος ἀρήροτο νειὸς ὑπ ' ἀκαμάτῳ ἀροτῆρι τετράγυός περ ἐοῦσα , βοῶν τ ' ἀπελύετ |
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη | ||
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς |
] Ἀγχιαλέα τὸν παρακείμενον ποταμόν . Γεννᾷ δ ' υἱὸν Κύδνον , ἀφ ' οὗ ποταμὸς Κύδνος ἐν Ταρσῷ : | ||
πίνειν καὶ λούεσθαι καὶ προσορῶσιν εὐφραίνεσθαι . ἐγὼ μὲν οὔτε Κύδνον οὔτε Χοάσπην , ὅθεν βασιλεὺς ἔπινε , περιφέρων , |
τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί | ||
δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας |
δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο λυσάμενοι , προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι | ||
ἀφρὸς ἦν περὶ στόμα . κύψαντες ὕβριν ἁθρόην ἀπέφλυσαν . διὲξ σωλῆνος εἰς ἄγγος , ! ] ε ? παρθένοι |
ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι δ | ||
μάλιστα : ἀλλ ' ἄρα καὶ τῷ μῆτις ἀνεύρατο γαστέρι φορβήν . αὐτὸς μὲν πηλοῖο κατ ' εὐρώεντος ἐλυσθεὶς κέκλιται |
τέκεν Ὠρείθυια ἐσχατιῇ Θρῄκης δυσχειμέρου : ἔνθ ' ἄρα τήνγε Θρηίκιος Βορέης ἀνερείψατο Κεκροπίηθεν , Ἰλισσοῦ προπάροιθε χορῷ ἔνι δινεύουσαν | ||
οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως |
κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα | ||
, οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : |
, ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ | ||
! ! ! ! ] ! [ ! ! ] φορβάδος [ μαστὸς ] ? [ ] δὲ μητρὸς [ |
ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' | ||
. ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή |
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν | ||
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [ |
. οἱ δ ' ὥστ ' οἰνοβαρεῖς , ὀλοῇ μεθύοντες ἀϋτμῇ , πάντῃ δινεύουσι καὶ οὔποθι χῶρον ἔχουσι λειπόμενον κακότητος | ||
ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' ἀνίσταται ἄσθματι λάβρῳ |
μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
αὐτὸς ἔρεισε βαρείῃ χειρὶ πιθήσας : οὐδ ' ἔτορε ζωστῆρα παναίολον , ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ὣς ἐτράπετ | ||
ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι . λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα παναίολον ἠδ ' ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην , τὴν |
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι | ||
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι |
δὲ νεκρῶν ἄγγελός τε καὶ κῆρυξ . σίφωνι λεπτῶι τοὐπίθημα τετρήνας . στάζουσιν ὥσπερ ἐκτροπήϊον σάκκος . κἄλειφα ῥόδινον ἡδὺ | ||
ὅτῳ ἐγεύοντο , Ἱππῶναξ εἴρηκεν , σίφωνι λεπτῷ τὸ ἐπίθημα τετρήνας , σιφωνίζειν δ ' Ἀριστοφάνης . καὶ ἀπὸ μὲν |
' ἐναιρομένοις ὑπὸ νεκρῆς . ἀλλὰ τότ ' αἰγιαλόνδε φόνῳ πεπαλαγμένος ἥρως ἐλθών , εἰσόκε λύθρον ἀποπλύνειε θαλάσσῃ , θερμὴν | ||
πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς . μηδ ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος ἔνδοθι οἴκου ἱστίῃ ἐμπελαδὸν παραφαινέμεν , ἀλλ ' ἀλέασθαι |
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον | ||
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει : |
καὶ πολλὰ κακὰ διὰ γυναῖκας , μιγνύει δὲ καὶ γυναιξὶ λυγραῖς ἢ ἐπιψόγοις ἢ δούλαις , πλὴν ἃς λήψονται γυναῖκας | ||
' ἔκραιν ' Ἀνάγκα , πάντα δὲ Γᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι |
παρ ' ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο , στήθεα δ ' ἐκ μηρῶν φοινίσσετο , τοὶ δ ' ὑπὸ μαζοί χιόνεοι τὸ πάροιθεν | ||
, ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα λαμπάδα παιφάσσουσα νεοπτοίητον ὀπωπαῖς , φέγγος ἀκοντίζουσα : |
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας | ||
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . |
δ ' ὀστέον ἔγχος , ὃ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππες ' : ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα στέρνον γυμνωθέντα | ||
πρόσθε ποδῶν : ὃ δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' εὐεργέος δίφρου , λίπε δ ' |
: πολὺς δ ' ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος νυκτὸς ἐφερπούσης : παταγεῖ δ ' εὐρεῖα θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι | ||
καταχρηστικῶς τοῦτο : οὐ γὰρ τὸ ζωμίδιον ἐν τῇ γαστρὶ παταγεῖ , ἀλλὰ ταύτην ποιεῖ παταγεῖν ἤτοι ἦχόν τινα ἀποτελεῖν |
κληῖδες ὀχοῦνται . τοιγάρ τοι , μάκαρ , ἁγνέ , πολύστονα κήδε ' ἐλάσσας , ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν | ||
μόνου . ὀθνείαν : ξένην . ὀρεκτόν : ἐπιθυμητόν . πολύστονα : πολυστένακτα . πήματα : βλάβη . παρειμένας : |
εἰπεῖν ἥπατα σεσυκασμένα , ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων , ἢ χηνείων ἡπάτων . ἰχθῦς ἐκ ταγήνου , ἰχθῦς ἐξ ἅλμης : | ||
ἔμπνους δὲ δαιτρὸς φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις ἡπάτων σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας πέδῳ . τινθῷ λέβητος τὴν κοιλίαν |
τις ὡς ἐς ἄντλον πεσὼν λέχριος ἐκπεσῆι φίλας καρδίας , ἀμέρσας βίον . τὸ γὰρ ὑπέγγυον Δίκαι καὶ θεοῖσιν οὗ | ||
, ζωστηροκλέπτης , νεῖκος ὤρινεν διπλοῦν , στόρνην τ ' ἀμέρσας καὶ Θεμισκύρας ἄπο τὴν τοξόδαμνον νοσφίσας Ὀρθωσίαν . ἧς |
παχὺν αὐχένα , κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ : φάρυγος δ ' ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ ' ἀνδρόμεοι : | ||
: τῶι δ ' ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων † |
Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν | ||
ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου . |
ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου | ||
: ὡς δὲ πόντου λάβροις ὀλεθρίοις ἐν κύμασι δαίμων τις ἀκάτου θοᾶς λαῖ - φος κατέκλυσεν , οὕτως καὶ τὸν |
φησί , πᾶν τὸ σωματοειδὲς τοῦ κόσμου ἐντὸς ἐναπέκλεισε καὶ συναρμόσας τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ μέσου διέπλεξε μέχρι τοῦ ἐσχάτου | ||
, θεὶς τὸ κάτω τῆς καρυΐνης , καὶ τρόπον τινὰ συναρμόσας τῇ ὀπῇ φύσα , ὥστε διὰ τοῦ καπνοῦ πᾶσαν |
† , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ | ||
δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι |
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως | ||
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν : |
εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον | ||
ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης |
σκεπτέον . Ἰδιώτατον δὲ τούτων ἐστὶν ἡ τύφη καὶ τῷ ἄφυλλον εἶναι καὶ τῷ μὴ πολύρριζον τοῖς ἄλλοις ὁμοίως : | ||
οὐχ ἡ πρώτη μόνον ἔκφυσις ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ καυλὸς ἄφυλλον . ἐνίων δ ' ὅταν γένηται , φύλλα εἰκός |
ὁ ποτὸν ῥέων ἢ ὁ τοῖς ποσὶ τρυπτόμενος , τουτέστιν πατούμενος , . , + , . Βοτρυδόν : . | ||
τὴν Πάνδροσον ταύτῃ μόνον τὴν χεῖρ ' ἐπιβαλεῖς , ἐπιχεσεῖ πατούμενος . Ἰδού γ ' ἐπιχεσεῖ . Ποῦ ' στιν |
. ἄλλο . φύλλα μήκωνος καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε . | ||
ἐπιτίθει . ἄλλο . ἄρτον μετὰ περδικιάδος χλωρᾶς ἅμα κηρωτῇ ἐπιτίθετι τὴν ἡμέραν . ἄλλο . ἄρτον σὺν μελικράτῳ ἢ |
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ . | ||
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν |
ἁλμυρὸν ὕδωρ . [ βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον . ] δύσετό τ ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι | ||
οἰκείως λέγοιτο „ βὰν δὲ παρὰ ” Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον . δύετό τ ' ἠέλιος „ , σκιόωντό τε |
ἀνεῖλεν ὁ Κάδμος : ὡς καὶ ἀνωτέρω [ ] Παλλάδος φραδαῖσι : κατήνυσας ἐφόνευσας : ἐν περιφράσει τὸν Κάδμον : | ||
ὠλένας † δικὼν † βολαῖς : δίας ἀμάτορος † Παλλάδος φραδαῖσι † γαπετεῖς δικὼν ὀδόντας ἐς βαθυσπόρους γύας : ἔνθεν |
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα | ||
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων |
ἁλιήων : ἀλλ ' ὥστ ' ἠΐθεοι περικαλλέος ὄμμα γυναικὸς φρασσάμενοι πρῶτον μὲν ἀποσταδὸν αὐγάζονται , εἶδος ἀγαιόμενοι πολυήρατον , | ||
αὔλακος ἁπλώσαντο , πρῶτοι δὲ γραμμῇσι πόλον διεμετρήσαντο , θυμῷ φρασσάμενοι λοξὸν δρόμον ἠελίοιο . τῶν δέ κεν αὐδήσαιμι καὶ |
τὸ τέτυκται , ὅτ ' ἄγγελος αἴσιμα εἰδῇ . ἤματος ἀνομένοιο : τῆς ἡμέρας ἐπὶ δύσιν ἀνυομένης . πείσματα : | ||
λόφον τουτέστι τὸν τράχηλον : ἢ ἀναπαυσόμενος . νέον ἤματος ἀνομένοιο : ὑπὸ τὴν πρωίαν , αὔξησιν τῆς ἡμέρας λαμβανούσης |
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν | ||
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου , |