τί ἕτερον ; αὕτη γοῦν ἐστιν ἡ καὶ τὸ ῥῆμα πεποιηκυῖα τῷ πράγματι : αἱ γὰρ τῶν γραφέων εἰκόνες εἰκάζειν | ||
λῆγον τῇ υι διφθόγγῳ παραληγόμενον : οἷον , τετυφυῖα : πεποιηκυῖα . Αἱ εἰς ως πεπονθυῖαι μετοχαὶ εἰς α ποιοῦσι |
ἑξῆς . Τὰ οὐδέτερα ἢ μονογενῆ ἐστιν ἢ ἀπὸ ἀρσενικῶν παρεσχηματισμένα : τὰ οὖν παρεσχηματισμένα ἑνὶ περιλαβὼν κανόνι φησὶ τὴν | ||
, ὅτι τὰ ἀπὸ τῶν εἰς υς ληγόντων ἀρσενικῶν θηλυκὰ παρεσχηματισμένα διὰ τοῦ εια διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται , |
τι θαυμάσιον : οὗτοι γὰρ ἐπὶ μὲν τῶν βαρυτόνων συζυγιῶν ἰσοσυλλαβοῦσι τοῖς ἰδίοις ἐνεστῶσι , λείβω λείψω , γράφω γράψω | ||
: καὶ γὰρ ἐπὶ τῶν ἰσοσυλλάβως κλινομένων καὶ αἱ πλάγιοι ἰσοσυλλαβοῦσι τῇ ἰδίᾳ εὐθείᾳ , οἷον ὁ Χρύσης τοῦ Χρύσου |
Προτακτικὰ φωνήεντα πέντε : α ε η ο ω . προτακτικὰ δὲ λέγεται , ὅτι προταϲϲόμενα τοῦ ι καὶ υ | ||
τὸ ἐπιμελεῖται . αὐτάρ : δέ . ὁ : τὰ προτακτικὰ ἄρθρα στερηθέντα τῶν ὑποκειμένων ὀνομάτων ταχύτερον ἐκφωνοῦνται καὶ ἀντὶ |
ἀμέτοχον γένους οὐδετέρου , παρα - τελευτῶντος τοῦ υ , ὀξυτονεῖται , ἀλλὰ πάντα τὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρυτονεῖται κατὰ | ||
πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος κόγχη , καὶ οὐκ ὀξυτονεῖται , φίλος φίλη , μόνος μόνη , μύλος μύλη |
τὸ ψοθόκη . Τὰ εἰς ΚΗ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ι συνεσταλμένῳ παροξύνεται : Ἑλίκη κύριον μυρίκη Βαιτίκη μηδίκη . τὰ | ||
ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται : σίκυος Πέρυος φώτιος . τὸ δὲ Τιτυός |
. . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [ | ||
τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ |
κροτάφοισιν ἰούλους καὶ γυιώσω μέν σφωιν . καὶ δῆλον ὅτι δοτικαί εἰσι καὶ εἰς γενικὴν μεταλαμβάνονται , ὡς ἐν σχήματος | ||
. . Ἄργεϊ : ἰστέον , ὅτι αὗται αἱ τοιαῦται δοτικαί , ἂν μὲν ἔχωσι σύμφωνον ἐπιφερόμενον , διαιροῦνται : |
ἀποβολῇ τοῦ σ , καὶ ἐναλλαγῇ τόνου σίτος , ὡς ἐργαστὴς ἐργατής . Σκίπων . παρὰ τὸ σκηρίπω , καὶ | ||
ἀποβολῇ τοῦ σ , καὶ ἐναλλαγῇ τόνου σίτος , ὡς ἐργαστὴς ἐργατής . Σκίπων . παρὰ τὸ σκηρίπω , καὶ |
μικροῦ γράφονται καὶ βαρύνονται : οἷον χρόα , πόα , ψόα : εἰ τῇ ΟΙ διφθόγγῳ γράφονται , ὀξύνονται : | ||
τὴν κατ ' ἰσχίον διάρθρωσιν κινοῦντες : ἡ μὲν οὖν ψόα , μῦς τις οὖσα οὐ μικρός , ἀρχομένη τε |
ταῦτα : νίτρον ὕδατι διειμένον ἅλμην χολὴν κυκλάμινον . Λίθων κενωτικὰ τῶν τε ἐν νεφροῖϲ καὶ κύϲτει . Τὰ αὐτὰ | ||
τοὺς τοιούτους , ἀλλὰ καὶ κατ ' εἶδος ἔγραψε τὰ κενωτικὰ βοηθήματα , καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις βιβλίοις , οὕτω |
καὶ ἡ ἀπό τινος συμπτώματος ἔκστασις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον παθητικὴ ποιότης λέγεται . Διαιρεῖ τὸ τέταρτον εἶδος τῆς ποιότητος | ||
ῥήμασιν ἡ τοῦ πλουτῶ ἢ ὑπάρχω ἤ τινος τῶν τοιούτων παθητικὴ ἐκφορά , καὶ ἐπὶ τοῦ μάχομαι ἡ ἐνεργητική : |
ὁ μύρμηξ , ὁ σφήξ , ὁ βάτραχος , ἡ μυῖα διελάνθανεν . Οὐ γὰρ ἄνευ σώματος οὔτ ' Ὀδυσσεὺς | ||
ὅπερ καλεῖται ἀγρώστης , ὅμοιον δὲ λύκῳ . ἔστι δὲ μυῖα ὁ λύκος μέλαινα , μεγάλη , μακροσκελής , δίπους |
συμπεφυκότων ἀλλήλοις , καὶ οὕτως τίκτουσιν : ἐν δὲ τῇ συλλήψει οἱ ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν : | ||
καὶ γονὴ μὲν , ὅταν πάντοτε καὶ πάντως εἰδοποιόν ἐστιν συλλήψει ἐπιτήδειον , σπέρμα δὲ , ὅταν ἄδηλόν ἐστιν εἴτε |
: καὶ τῆς ὑπὸ ΓΗΑ ἄρα μείζων ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΑΔΘ γωνία : ὥστε μεῖζόν ἐστιν τὸ ὑπὸ ΔΒΓ τοῦ | ||
κοιναὶ τομαὶ ἡ ΑΒ καὶ ἡ ΗΖ , τοῦ δὲ ΑΔΘ κύκλου καὶ τοῦ ΑΗΒΖ κοινὴ τομὴ ἡ ΑΘ , |
μετὰ τὴν υι δίφθογγον εὑρίσκεται σύμφωνον ἐπιφερόμενον , οἷον μυῖα ἅρπυια υἱός : εἰ ἐτίθετο οὖν ἡ υι δίφθογγος ἐν | ||
ΟΙ ἢ ΥΙ προπαροξύνεται : Πλάταια Ἀλεξάνδρεια Θέσπεια εὔνοια πρόνοια ἅρπυια αἴθυια ἄγυια ὄργυια , ἃ πληθυντικῶς ὀξύνεται . τὸ |
φάσκει αὐτὸν τετυφλῶσθαι „ . συντάσσει γὰρ τοῦτο τοῖς διχογραφουμένοις πρωτοτύποις τῶν ἐθνικῶν . ἐπάγει γοῦν ” οὐ γὰρ ὡς | ||
ὅτι ἐν μόνοις τοῖς εἰρημένοις πυθμενικοῖς ὅροις ὥσπερ ἑστῶσι καὶ πρωτοτύποις φαίνεται : ἐπὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς καὶ γεωμετρικῆς ἀπείρους |
καῦσον καὶ σβέσον οἴνῳ . Χάρτου κεκαυμένου # Ϛ , ἀρσενικοῦ , σανδαράκης , τιτάνου ἀνὰ ⋖ δ . εἰ | ||
χαλκοῦ καὶ μίλτου : ὄρη τε εἶναι δύο τὸ μὲν ἀρσενικοῦ τὸ δὲ ἁλός . ἔχει δέ τινα καὶ ἔρημον |
οἱ πολλοὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀπόλλυνται ῥίγει καὶ ἡ τομὴ βίᾳ ξηραινομένη ῥήγνυται , τοῦ δὲ ἔαρος ῥεῖ τό τε δάκρυον | ||
ἢ Αὔγουστον ἢ Σεπτέμβριον μῆνα , ὅτε ἡ βοτάνη εὐκόλως ξηραινομένη καίεται καὶ οἱ καβαλλάριοι τῶν ἐχθρῶν στενοῦνται παρακαθίσαι χρόνον |
. Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ης ἀρσενικῶν εἰς εια γινόμενα θηλυκά , εἰ μέν εἰσι προπαροξύτονα διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου | ||
ὂν καὶ μὴ ἀπὸ Δωρίδος διαλέκτου δυνάμενον εἶναι ὥσπερ τὰ θηλυκά , οὐδὲ γάρ ἐστι θηλυκόν , οὐ δύναται γράφεσθαι |
. Ὁ Ἥλιος , ὁ ὡροσκόπος καὶ ἡ Σελήνη ἐν ἀρσενικοῖς ὄντες ζῳδίοις ἐν τῷ καιρῷ τοῦ τόκου εὐτοκίαν παρέχουσιν | ||
. Ὁ Ἥλιος , ὁ ὡροσκόπος καὶ ἡ Σελήνη ἐν ἀρσενικοῖς ὄντες ζῳδίοις ἐν τῷ καιρῷ τοῦ τόκου εὐτοκίαν παρέχουσιν |
. τούτου δὲ καὶ Διδύμων τὸ μεσεμβόλημα ὁ ἔχων ὡροσκοποῦν ἄσπερμος ἔσται καὶ ἀπρεπὴς καὶ τοῖς μέλεσι κακόπλαστός τε καὶ | ||
τοὺς ὀφθαλμούς , ἐγκάρποις ἥσθητι ἡδοναῖς , ὥς κε μὴ ἄσπερμος γενεὴ μετόπισθεν ὄληται . Οὐκ ἔστ ' ἔτυμος λόγος |
Ὃν τρόπον ἐπὶ τῶν ἀριθμῶν ἡ μετὰ τὸν δυϊκὸν αὔξησις πληθυντικὴ καλεῖται , Αἴας γὰρ καὶ Αἴαντε καὶ Αἴαντες , | ||
ὦ βήματε . Πληθ . Τὰ βήματα : πᾶσα εὐθεῖα πληθυντικὴ τῶν οὐδετέρων εἰς α λήγει : εἰ δέ που |
τρόπος , τρέπω : λείβω , λοιβή : στίβω , στοιβή : μείρω , μοῖρα : φέρω , φορά : | ||
πενταφύλλου ἡ ῥίζα , πολυπόδιον , σμύρνα , σαρκοκόλλα , στοιβή , τραγάκανθα , γῆ πᾶσα , καδμεία : Ἀσσίας |
, ὁ Διονῦς γὰρ τοῦ Διονῦ καὶ ὁ Κλαυσῦς τοῦ Κλαυσῦ καὶ ὁ Λαρδῦς τοῦ Λαρδῦ καὶ ὁ Καμμῦς τοῦ | ||
ὁ Λαρδῦς τοῦ Λαρδῦ τῷ Λαρδῦ , ὁ Κλαυσῦς τοῦ Κλαυσῦ τῷ Κλαυσῦ : τούτων γὰρ αἱ δοτικαὶ χωρὶς τοῦ |
τὴν γῆν , αὐτὸ τοῦτο ἐν τῇ φύσει τῶν πραγμάτων χλόη , φησίν , ἦν , καὶ πρὶν ἀνατεῖλαι χόρτον | ||
ὕδωρ . ὁ γόγγρος ; ταὐτόν . ἡ βατίς ; χλόη . πρόσεστι θύννου τέμαχος . ὀπτήσεις . κρέας ἐρίφειον |
ὀξύνεται καὶ τὸ αἰγιαλός περιεκτικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΑΛΟΣ τριγενῆ ἔχοντα τὴν τρίτην βραχεῖαν ὀξύνεται : ἁπαλός χθαμαλός τροχαλός | ||
ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ εἰς υς τριγενῆ διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως κλίνονται καὶ οὐ |
μὴ λεπτή τις , ἀλλ ' οὐδὲ φλαῦρον ἀπ ' οὐδετέρου οὐδὲν ἄξιον λόγου . Τὸ μέλι ξὺν μὲν ἑτέροις | ||
Δημοσθένεος . Ὁμοίως καὶ τὸ Εὐθυκράτης καὶ Ἀριστοκράτης ἐπεὶ ἀπὸ οὐδετέρου ὀνόματος τοῦ κράτος συντέθεινται διὰ τοῦτο διὰ τοῦ εος |
ἐῤῥίγωσε διὰ τοῦτο , οὐδὲ τὸ οὖρον ἔσχετο . Ὁ ὀδοὺς τοῦ Ἡγησιστρατίου , ᾧ τὸ ἀποπύημα παρ ' ὀφθαλμὸν | ||
, ὡς αἶγές τε δηλοῦσι καὶ ποῖμναι καὶ βόες , ὀδοὺς δὲ λεῖος ἐκφύεται καὶ ἢν μὴ πηρώσῃ τι αὐτόν |
τὰς αἰσθήσεις . ̈ . , Π . , Ἐμπεδοκλῆς ἐλλείψει τροφῆς τὴν ὄρεξιν [ . γίνεσθαι ] . . | ||
: μὴ σπεῖραι παίδων ἄλοκα : παρὰ τὸ αὖλαξ : ἐλλείψει τοῦ υ : καὶ τροπῆ τοῦ α εἰς ο |
, ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπρος . τὰς δὲ λέπρας ἀφιστᾶσιν ἀνεμῶναι προστιθέμεναι , ἐλλέβορος , ἀμπέλου λευκῆς ῥίζαι . Μιχθέντων | ||
ἔλαιον παλαιόν , ἀβρότονον κεκαυμένον . Τὰ δριμέα πάντα , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , ταύρου χολή , |
ποιεῖ τὰ τοῦ δακτύλου . ἔνια δὲ τῶν μορίων ἅμα συνυπάρχουσι τῷ ὅλῳ , ὅσα κύρια ὑπάρχουσι καὶ ἐν οἷς | ||
γὰρ αὐτῷ ταῦτα . καὶ τῶν σχέσεων δὲ αἱ μὲν συνυπάρχουσι τοῖς ὑποκειμένοις , ὅσα συνουσίωνται αὐτοῖς , ὡς τὸ |
Διονῦ , ὁ Κλαυσῦς τοῦ Κλαυσῦ , ὁ Λαρδῦς τοῦ Λαρδῦ , εἰ δὲ μὴ ὦσιν ὑποκοριστικά , διὰ καθαροῦ | ||
τοῦ Καμμῦ τῷ Καμμῦ , ὁ Λαρδῦς τοῦ Λαρδῦ τῷ Λαρδῦ , ὁ Κλαυσῦς τοῦ Κλαυσῦ τῷ Κλαυσῦ : τούτων |
, ἐὰν εὑρεθῶσιν ὁμοφωνοῦσαι ἀπὸ τῶν εἰς ΕΣ πληθυντικῶν εὐθειῶν γενικαὶ . . . γενικαῖς ἀρσενικῶν περισπωμέναις , οὐκ ἀναγκάζονται | ||
βαρύνεται . Ἐπὶ μέντοι μετοχῶν καὶ αἱ εἰς ος δισύλλαβοι γενικαὶ βαρύνονται , βάντος στάντος φθάντος . Πᾶσα δοτικὴ ἰσοσυλλαβοῦσα |
τῷ λόγῳ , πρῶτον μὲν ὅτι αἱ εἰσαγωγαὶ τῶν κεφαλαίων ὕπτιαι καὶ ἱστορικαί , οἷαι καὶ αἱ παρ ' Ἡροδότῳ | ||
καὶ ἐπιθρώσκει , ἁλματίας ἐστί , γονύκροτος , χειρῶν φοραὶ ὕπτιαι , περιβλέπει ἑαυτόν , φωνὴ λεπτὴ ἐπικλάζουσα λιγυρὰ σχολαία |
δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ἐπὶ πολὺ ὑπερσαρκῶσαν : ὠνόμασται δὲ μύλος ἀπὸ τῆς δυσκινησίας καὶ τοῦ βάρους . γίνεται δὲ | ||
εἴη διαστολὴ , [ καὶ ] βαρύνεται : Ἶλος πῖλος μύλος στῦλος γρῦλος . τὸ δὲ χυλός καὶ χιλός ὀξύνεται |
ἐν τῷ Φίλων περιπατῶν ἢ περιπατεῖ , ἐπεὶ πάλιν εὐθεῖα ἑνικὴ συνεμπέπτωκε . πάλιν γὰρ προφανὴς ὁ λόγος ἐπὶ τῶν | ||
. Σοφοκλῆς Κόλχοις . νεῷ σὺν τῷ ι , ἡ ἑνικὴ δοτική . Θεόπομπός φησιν ὁ δὲ ταῦρός ἐστιν [ |
ἐν τοῖς Ὄρνισι μνημονεύει ἐν τούτοις οἶδα : πορφυρίωνι καὶ πελεκᾶντι καὶ πελεκίνῳ καὶ φλέξιδι καὶ τέτρακι καὶ ταὧνι . | ||
ἰαμβικὸν πενθημιμερές . ὑφ ' ὃ παράγραφος . 〛 καὶ πελεκᾶντι : Μήποτε πελέκας προενεκτέον ὡς ἀλίβας . ὁ δὲ |
Ἱκεϲίου καὶ ἡ Ἀρχιγένουϲ μέλαινα καὶ ἡ διὰ τιθυμάλλου ὀποῦ ϲκευαζομένη καὶ ἡ διὰ ϲκίλληϲ καὶ αἱ παραπλήϲιοι . γιγνέϲθω | ||
καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔλαιον ἐπάνω . Νάρδου ϲκευαϲία . Νάρδοϲ ϲκευαζομένη ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ . ϲτάχουϲ λι κιναμώμου λι καρυοφύλλων |
συναιρέσεως γίνονται , ἡ δὲ θηλυκὴ τοῦ παρακειμένου μετοχὴ ἡ τετυφυῖα , ἥτις γίνεται ἀπὸ τῆς τετυφότος γενικῆς τοῦ ἀρσενικοῦ | ||
νοῶν νοοῦσα , εὐφρανῶν εὐφρανοῦσα , τυπείς τυπεῖσα , τετυφώς τετυφυῖα . προπαροξύνονται δὲ , ὅσαι ἀπὸ βαρυτόνων εἰσὶν ἀρσενικῶν |
τῇ κόμῃ κεφαλή , καὶ δέρμα ἐλαφρόν τε καὶ κοῦφον ἐπιτέταται κατακεκεντημένον , ὡς φησὶν ὁ Πλάτων εἰς τριχῶν ἔκφυσιν | ||
αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω νεύοντι |
σκληρά πόντου ] τοῦ Εὐξείνου Ἡ Σαλμυδησσία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ οὕτως ἀπό τινος Σαλμυδησσοῦ | ||
τίς αὕτη σπουδῇ πρόσεισι τεταραγμένη καὶ δακρύουσα , πάνυ ἀδικουμένῃ ἐοικυῖα ; μᾶλλον δὲ Φιλοσοφία ἐστίν , καὶ τοὔνομά γε |
ἄμητος καὶ ἀμητός . τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ | ||
μεθυπλήξ . τὸ ὕσπληξ καὶ ἀντίπηξ βαρύνεται , ὅτι οὐκ ἐπιθετικά . τὸ δὲ χηναλώπηξ καὶ αὐτὸ βαρύνεται , ὡς |
θερ - μοῦ καὶ λεπτοῦ καὶ ἀτμώδους , τῷ δὲ ψυχροτέρου τε καὶ παχυτέρου : καλεῖται δ ' αὐτῶν τὸ | ||
, δασύτης τῶν καθ ' ὑποχόνδριά τε καὶ γαστέρα : ψυχροτέρου δὲ στενότης φλεβῶν , φλέγμα πλέον , αἷμα ψυχρότερον |
ἰδοὺ γὰρ ὁ ἄνθρωπος εἶδος ὢν τῷ λογικῷ διαφορᾷ ὄντι περιττεύει τοῦ ζῴου , ὅπερ ἦν αὐτοῦ γένος : τὸ | ||
. 〚 τοῦ δὲ ὑπέπινε περιττὴ ἡ ὑπό . 〛 περιττεύει ἡ ὑπό . . ἀντὶ τοῦ ἀρχὴν εἶχον τοῦ |
ὁ μέλλων ἀποβάλλων τὸ ω ἀποτελεῖ ὄνομα : ἀΐσσω ἀΐξω ἄϊξ . ἄλλως τε τὰ εἰς ξ λήγοντα ὀνόματα ἀποστρέφονται | ||
ἀποστρέφονται γὴν ει δίφθογγον : τέττιξ πέρδιξ , οὕτως καὶ ἄϊξ . πρόσκειται τὴν ει δίφθογγον διὰ τὸ γλαῦξ καὶ |
: ἡ μὲν κερατῖτις καλουμένη μέλαινα : ταύτης τὸ φύλλον ὥσ - περ φλόμου τῆς μελαίνης ἧττον δὲ μέλαν , | ||
ἀπήγαγε τὸ στρατόπεδον . Δεῖ τὸν στρατηγὸν ἐν ταῖς πράξεσιν ὥσ περ ἀγαθὸν παλαιστὴν δεικνύειν μὲν ἕτερα καὶ τούτοις πειρᾶσθαι |
. ἐπὶ πᾶσι δὲ ἑλλέβορος ἑκάτερος λύσις . ὁ δὲ λήθαργος ἐναντίον πάθος ἐστὶ τῇ φρενίτιδι . καταφορὰ γάρ ἐστι | ||
τὰ τῆς τέχνης καὶ τέλος ἐπιφέρει χρηστόν . Ὁ γνήσιος λήθαργος , ὥσπερ ἡ φρενῖτις , ἔχει μὲν τόπον ἐγκεφάλου |
ξένος καὶ ξένη καὶ τὰ προκείμενα ἀπαράλλακτά ἐστιν , διὸ ὁμοτονεῖ , τὰ δὲ διαφέροντα οὐκέτι : καθάπερ γὰρ χόλος | ||
τῶν Ἀττικῶν : κόττος ῥύττος κάττος . τὰ δὲ Ἀττικὰ ὁμοτονεῖ τοῖς κοινοῖς , ἐξ ὧν γέγονε : κιττός ὅτι |
τοῦ ἀπὸ τῆς τὰς ἁφὰς ἐπιζευγνυούσης τετραγώνου . ἔστω κώνου τομὴ ἢ κύκλου περιφέρεια ἡ ΑΒΓ καὶ ἐφαπτόμεναι αἱ ΑΔ | ||
ἐπίπεδα ἐπιπέδῳ τινὶ πρὸς ὀρθὰς ᾖ , καὶ ἡ κοινὴ τομὴ αὐτῶν τῷ ἐπιπέδῳ πρὸς ὀρθὰς ἔσται : καὶ ἡ |
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης | ||
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ |
μύρμηξιν : ἀπεστραμμένα δ ' ἔχουσι τὰ αἰδοῖα * καὶ χρυσοειδεῖς τὴν χρόαν , ψιλότεροι δὲ τῶν κατὰ τὴν Ἀρα | ||
πρόσωπόν οἱ μέχρι τῶν παρειῶν , ἐντεῦθέν γε μὴν ταινίαι χρυσοειδεῖς κατίασιν ἐς τὴν δέρην . ταύτης δὲ τὰ κάτω |
τε ἄλλα μόρια πάντα καὶ ὀϲτέοιϲιν “ Ἱπποκράτηϲ φηϲίν . Ἐγκεφάλου κράϲεωϲ γνωρίϲματα . Ὁ μὲν οὖν εὔκρατοϲ ἐγκέφαλοϲ μετρίωϲ | ||
Ψυχρᾶϲ καὶ ξηρᾶϲ κράϲεωϲ ϲημεῖα ξγ Περὶ διαγνώϲεωϲ κεφαλῆϲ ξδ Ἐγκεφάλου κράϲεωϲ γνωρίϲματα ξε Ἐγκεφάλου θερμοτέρου γνωρίϲματα ξϚ Ψυχροτέρου ἐγκεφάλου |
δὲ πυρία συνεχὴς διὰ ὕδατος θερμοῦ . ταῦτα πρὸς τὰ πέλια τῶν ὑπωπίων : ἐφ ' ὧν δὲ αἱματώδη εἰσὶν | ||
χυλῷ ῥαφάνου ἀναλειφθεῖσα : ἄκρως ποιεῖ πρὸς τὰ πρόσφατα καὶ πέλια τῶν ὑπωπίων σπόγγος ἐν ἅλμῃ ἀποβαπτόμενος καὶ συνεχῶς προστιθέμενος |
πρὸϲ λιθιῶνταϲ ἁρμόττει νεφρούϲ . μοχθηρὸν δὲ ἐργάζεται χυμὸν ὁ πέπων ἐν τῷ ϲώματι , καὶ μᾶλλον ὅταν μὴ καλῶϲ | ||
, ἔνθα λέγει φανερῶς , ὅτι χολερικοὺς ἀποτελεῖ βρωθεὶς ὁ πέπων . ἔκαμον οὖν ἐγὼ οὐ μικρῶς , ἵνα δυνηθῶ |
ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
, σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν | ||
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον |
ἀμυδρᾶς δὲ καὶ οὐ τελείας νεφέλαι λευκαὶ καὶ λεῖαι καὶ ὁμαλαί , ἀσαφοῦς δὲ λευκὰ ἐναιωρήματα καὶ λεῖα καὶ ὁμαλά | ||
ὄνυχες λεπτοί , ὁπλαὶ πλήρεις , σαρκώδεις , λεῖαι , ὁμαλαί : Ξενοφῶν δ ' αὐτὰς χαμηλὰς καλεῖ . κυνήποδας |
τὸ δέρμα ἐντὸς μόνον τὰ ὀστέα συνεῖχεν . κάρος : κάρος δὲ αὐτὸν κατέσχεν , τουτέστι σκότωσις . τὴν δὲ | ||
ἐλθὼν μεγάροιο καθέζετο γοῦνα βαρυνθείς οὐδοῦ ἐπ ' αὐλείοιο : κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος , γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε |
εἰϲ τὸν κοιτῶνα πρὸϲ τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ γάλα ποθῆναι . εἰ οὖν καλῶϲ πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη , | ||
τοῖς παρεμπλάσσουσιν , οὐ μὴν πᾶσιν , ἀλλ ' ὅσα ποθῆναι δύναται καὶ ἀκίνδυνα καθέστηκεν : ψιμύθιον γὰρ καὶ γύψος |
πρῶτα μὲν ἐϲθιόμενα τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ ἢ πινόμενα γαϲτρόϲ εἰϲιν ἐφεκτικά , ὅϲοιϲ δὲ δι ' ἀτονίαν ἡ γαϲτὴρ ἐπέχεται | ||
χυμῶν , τὰ δὲ αὐϲτηρὰ ῥωϲτικά τε ϲτομάχου καὶ γαϲτρὸϲ ἐφεκτικά , καὶ τούτων ἔτι μᾶλλον τὰ Κυδώνια . τῶν |
ὅτι ἐλλείπουσι ταῦτα τὸ τ : καὶ τὸ τάλας δὲ τάλανος καὶ μέλας μέλανος ἐλλείπουσι τὸ τ , μέλαντος γὰρ | ||
νυκτός ἄνακτος , ἐνδεῖ δέ , ὡς ἐν τῷ μέλανος τάλανος : τὸ δὲ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς παθόντα τὴν |
καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
, καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
μοίρας μθ μη , καὶ ἐπεζεύχ - θωσαν ἥ τε ΚΔΗ καὶ ἡ ΑΔΘ , καὶ ἔτι ἀπὸ τοῦ Α | ||
δοθείσης τῆς ΓΔ περιφερείας . . . ἐπεζεύχθωσαν ἥ τε ΚΔΗ καὶ ἡ ΑΔΘ . ἤχθω παράλληλος τῇ ΚΗ ἡ |
οὐδέν ἐστι μέρος εἰς ὃ μὴ κάτεισιν , οὕτως ἡ τραχύτης αὕτη καὶ τὸ μικροῦ δεῖν ἅπαντας ἀλλήλων ἀπεστράφθαι διαπεφοίτηκε | ||
ἐστι σεμνότης δεῖξαι καὶ ὅπως γίνεται , ὁποῖόν τί ἐστι τραχύτης ἢ ἀφέλεια καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων εἴδη . |
στόμαχον δοτέον κασσίαν ἢ σχοίνου ἄνθους ἢ ἴρεως Ἰλλυρικῆς ἀφέψημα ἀποτριτωθὲν ἢ σεσέλεως ῥίζαν ἢ σπέρμα ἢ ἄμι ἢ πετροσέλινον | ||
ῥοῦς ἢ κηκὶς ὀμφακίνη ἢ σίδια ἢ βάτου ῥιζῶν ἀφέψημα ἀποτριτωθὲν ἢ λάδανον σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ ἢ ἀκακίας χυλὸς ἢ |
Ἀχαιῶν : καὶ σαφὲς ὅτι ἡ ἔλλειψις τοῦ ὀνόματος τῷ ἄρθρῳ παραδώσει τὰ τῆς συντάξεως , καὶ οὐκ ἄλλο τι | ||
καὶ περιμάχητον τὴν φύσιν κατέστησεν . ἀντίκειται γὰρ καὶ ἄρθρον ἄρθρῳ καὶ σύνδεσμος συνδέσμῳ , ὅμοια ὁμοίοις , καὶ τἄλλα |
ἐστὶ σπάνιον , ἐν συνοχαῖς καὶ ὕβρεσι γίνονται ἢ πραγμάτων περιπλοκαῖς . εἰ δ ' ὁ τοῦ Ἑρμοῦ τούτοις συμπροσγένηται | ||
ἔγραψεν . πλεκτάναισι ] ἐν συμπλοκαῖς . Ξ πλεκτάναισι ] περιπλοκαῖς . περίδρομον κύτος : τὸ χώρημα τῆς ἀσπίδος : |
δὲ τὸ οὐραῖον : φλέγματος δ ' ἐστὶ δραστικὸς καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία | ||
μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος καὶ εὐέκκριτος . κεστρεὺς πελάγιος ἄριστος |
σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι . Μετά : οἷς . ἐπειγόμεναι : σπουδάζουσαι . | ||
λύει . Αἱ πυκναὶ καὶ κατὰ μικρὰ ἐπαναστάσιες ὑπόξανθοι , γλίσχραι , ἔχουσαι μικρὰ κοπρώδεα μεθ ' ὑποχονδρίου ἀλγήματος καὶ |
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι | ||
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύνθη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες |
πρὸς ξηρασίαν . καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν , εἰ ἐντέτριπται καὶ γύψος παλαιά , μάλιστα ἐκ τῶν πεπαλαιωμένων τῷ χρόνῳ κονιαμάτων | ||
καὶ ἡ Σαμία καὶ ἡ Τυμφαϊκὴ τετάρτη παρὰ ταύτας ἢ γύψος . χρῶνται δὲ οἱ γραφεῖς τῇ Μηλιάδι μόνον , |
ἔχουσι τὸ ι ἐν τῇ δοτικῇ τῶν ἑνικῶν : τῷ Καμμῦ γὰρ καὶ τῷ Κλαυσῦ καὶ τῷ Διονῦ καὶ τῷ | ||
ἰσοσυλλάβου κλίσεως ἔχει τὸ ι ἀνεκφώνητον , πλὴν τοῦ ἀπφῦ Καμμῦ Διονῦ , ἃ παρῄτηται τὸ ι , ὅτι ἡ |
νεφριτικῶν τῶν φλεγματικωτέρων . κενοῖ φλέγμα ἀλύπωϲ καὶ ὑγιάζει . Ὀξύμελι πικρόν . Μαράθρου χλωροῦ μετὰ τῶν ῥιζῶν δεϲμίδιον α | ||
εʹ καὶ διαλιπὼν ἡμέρας ιʹ , πάλιν πότιζε εʹ . Ὀξύμελι κιρνώμενον ὕδατι παρέχειν δεῖ ποτὸν ἅπασι τοῖς λιθιῶσιν νεφροὺς |
Ἡ ἑνδεκάτη ὥρα τῆς νυκτὸς καλεῖται Σάλτου , ἐν αὐτῇ ἀνοίγονται αἱ πύλαι τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωπος προσευχόμενος ἐν | ||
ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται : ἐξήπλωνται , ἐξηνέῳκται , ἀνοίγεται , ἀνοίγονται , ἐξήπλωται : ἀπὸ τοῦ πῶ τὸ κεῖμαι , |
ἄρτι σκοπουμένῳ φαίνεται . πολλοὶ μὲν γὰρ λέουσι τῶν ἀνδρῶν εἴξασι καὶ Κενταύροις καὶ τοιούτοισιν ἑτέροις , πάμπολλοι δὲ Σατύροις | ||
ποιεῖ , ἐπὶ τῷ προσώπῳ δ ' αἱ τρίχες φορούμεναι εἴξασι πολιαῖς , ἀνάπλεῳ ψιμυθίου . Ἀναξίλας δὲ ἐν Νεοττίδι |
μέντοι πολὺ δραστικώτερος αὐτῆς τῆς πόας ὁ χυλός ἐστιν . Ἀνεμῶναι πᾶσαι δριμείας καὶ ῥυπτικῆς εἰσιν ἐπισπαστικῆς τε καὶ ἀναστομωτικῆς | ||
, θερμαίνει δ ' ἔτι καὶ διατήκει τὰς σάρκας . Ἀνεμῶναι πᾶσαι , ἀναγαλλίδες ἀμφότεραι , δίκταμνον , ἐρέβινθοι , |
κτητικαὶ τὸ γένος παρεμφαίνουσι μόνον τοῦ κτήματος , τοῦ δὲ κτήτορος οὐκέτι . ὡς ἐπὶ τοῦ ἐμός , ἡμέτερος : | ||
: προφανὲς γὰρ ὅτι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον τοῦ κτήτορος , διάφορα δὲ τὰ κτήματα ἐν γένει . ὁ |
προείρηται δὲ ἡμῖν τὰ τῆς προσῳδίας ὡς τὰ εἰς της ῥηματικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει , | ||
γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει |
Ῥωμαίων οὔτ ' ἐξελάσας τῆς πατρίδος οὔτ ' ἄλλῃ συμφορᾷ βαρείᾳ περιβαλὼν οὐδεμιᾷ . οὗτος ὁ ζῆλος ἀπ ' ἐκείνου | ||
μικρὸν ἀναπνεῦσαι , τῇ τε λύπῃ κατεργασθεὶς ὅλος καὶ νόσῳ βαρείᾳ συσχεθεὶς τελευτᾷ τὸν βίον διαδόχους τῆς ἰδίας ἀρχῆς τήν |
οἱ Ἕλληνες τὰ πρός τί πως ἔχοντα , συντάσσοντες αἰτιατικαῖς πτώσεσιν : „ Τρῶας στίχας οὖλος Ἄρης ὤτρυνε μετελθών „ | ||
τὸ ἐπιπλέκεσθαι ἅπασιν τοῖς προκατειλεγμένοις , λέγω γένεσι διαφόροις , πτώσεσιν , ἀριθμοῖς , προσώποις , ἄλλοις τοῖς δυναμένοις τοιοῦτό |
Κενωτικὰ λεπτῶν ἐντέρων ρμϚ Κενωτικὰ τῶν ϲιμῶν τοῦ ἥπατοϲ ρμζ Κενωτικὰ τῶν κυρτῶν τοῦ ἥπατοϲ ρμη Ϲπληνὸϲ κενωτικά ρμθ Νεφρῶν | ||
καὶ πλευριτικὰϲ διαθέϲειϲ ἰᾶϲθαι , ὥϲπερ καὶ τὰ προειρημένα . Κενωτικὰ λεπτῶν ἐντέρων . Καθαίρει δὲ τὰ λεπτὰ ἔντερα καρπὸϲ |
ἰδεῖν καὶ ἀποστάζοντα λιβάδας Ἀττικοῦ μέλιτος , οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι . καὶ νῦν μὲν ταῦτα πέμπομεν , [ | ||
γλαύκου προτομή , γόγγρου κεφαλή , βατράχου γαστήρ , θύννου λαγόνες , βατίδος νῶτον , κέστρας ὀσφύς , ψήττας κίσχος |
ϲάρξ , ὥϲπερ καὶ τῶν ἄλλων πελαγίων ἰχθύων , αἵματοϲ λεπτοτέρου ἐϲτὶ γεννητική : εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται | ||
, εἰ καὶ τὸ σχῆμα ταὐτὸ ἔχει , διὰ τοῦ λεπτοτέρου θᾶττον δίεισιν ἢ παχυτέρου , λέγω δὲ τὸ ἴσον |
καὶ ὁ ὀφίτηϲ καλούμενοϲ , ὅϲτιϲ καὶ τοὺϲ ἐχεοδήκτουϲ ὠφελεῖ περιαπτόμενοϲ . τὸν δὲ ὀϲτρακίτην καὶ τὸν γεώδη ξηραντικοὺϲ ἱκανῶϲ | ||
κατόχιον ἐμβρύων ἐϲτίν , ὅταν ὀλιϲθηραὶ ὦϲιν αἱ μῆτραι , περιαπτόμενοϲ ἀριϲτερῷ βραχίονι . ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆϲ ἀποτέξεωϲ |
ὅτι πᾶσα δοτικὴ ἑνικῶν εἰς νι λήγουσα μὴ οὖσα κατὰ μεταπλασμὸν τροπῇ τοῦ ν εἰς ς τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν | ||
τὸ ἄλκω ἀλκὶ τὸ δέ : ἀλκὶ πεποιθώς . κατὰ μεταπλασμὸν , ὡς διχομήνῳ διχόμηνι . Ἀηδών , παρὰ τὸ |
ἀρχὴ τῶν ὅλων τὸ πῦρ , δύο δὲ αὐτοῦ πάθη ἀραιότης καὶ πυκνότης , ἡ μὲν ποιοῦσα ἡ δὲ πάσχουσα | ||
, ἵνα εἴη προγνωστικὸς ὁ λόγος : ἐὰν εἴη δέρματος ἀραιότης , προμήνυσον ὡς κοιλίης ἐστὶ σκληρότης τουτέστιν ἐποχὴ γαστρός |
, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐλαιῶδεϲ , τότε πιμελώδηϲ ϲὰρξ καὶ νεοπαγὴϲ ὑπὸ πυρετοῦ διακαοῦϲ ἀναλύεται καὶ τήκεται : χρονίζοντοϲ δὲ | ||
τὸ ἀπότριμμα μολύβδαινα μετρίωϲ μόλυβδοϲ ψιμύθιον ϲάνδυξ τυρὸϲ μαλακὸϲ καὶ νεοπαγὴϲ ψύχει μετρίωϲ . Ὅϲα ψύχει τῆϲ πρώτηϲ τάξεωϲ . |
τοῦ ν εἰσὶν ἐν τῷ οὐδετέρῳ . Τὰ εἰς ον οὐδέτερα συγκριτικὰ καὶ τόνον καὶ γραφὴν φυλάττει τὴν αὐτὴν τῇ | ||
ἔχει τὸ ποδαρκές οὐδέτερον ὀξυνόμενον . Τὰ παρὰ τὸ ΑΝΤΗΣ οὐδέτερα προπαροξύνονται : κατάντης κάταντες , προσάντης πρόσαντες , ἀνάντης |
κεφαλῆς πελιδνότης μετὰ παχύτητος οὔρου . σημεῖον γενομένης πορνείας παχύτης οἰνώδης ἐν τοῖς οὔροις φαινομένη . σημεῖον ὀδύνης δεξιοῦ ὑποχονδρίου | ||
, πικροῦ , τῶν ἄλλων : καὶ γὰρ μελιτώδης καὶ οἰνώδης καὶ γαλακτώδης καὶ ὑδατώδης ἐστὶν , τάχα δὲ καὶ |
ἡ ὀσμή μου ὡς ὀσμὴ Λιβάνου , καὶ πληθυνθήσεται ὡς κέδροι ἅγιοι ἐξ ἐμοῦ ἕως αἰῶνος , καὶ οἱ κλάδοι | ||
καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι ἀμφότεραι , κνήκου τὸ σπέρμα , κόνυζα , καὶ |
Ψύλλων θεραπεύεται . ἀντιπαθὴς δὲ τῶι κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος | ||
δὲ καὶ πρὸς τῶι φωλεῶι εὕροι , διασπαράσσει τοῦτον ἡ γαλέα . αὕτη τῆς ἀντιπαθείας ἡ ἐνέργεια . . . |
Τῶν δ ' ἡλικιῶν τὸ μὲν ἄρτι διαπλαττόμενον ἐν ταῖς μήτραις τῶν κυουσῶν ζῴων ὑγρότατόν ἐστι καὶ θερμότατον , εἴ | ||
τὰς κατὰ τὰ σφυρὰ φλέβας . αἱ δὲ ἐν ταῖς μήτραις φλεγμοναὶ τῶν ἐν ταῖς σκέλεσι φλεβῶν τεμνομένων , ὄφελος |
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κε - καυμένη . τοῖϲ δὲ ἀνίκμοιϲ καὶ προϲφάτοιϲ | ||
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη . τοῖς δ ' ἀνίκμοις καὶ προσφάτοις τῶν |
καὶ ἠρύγγιον . γυρῖνος ὁ μικρὸς βάτραχος . γλαῦξ ἡ πόα γάλακτός ἐστιν γεννητική . γαλῆ ἤτοι ἡ νυμφίστα λεγομένη | ||
σκολύμῳ , ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα |
βαρυνόμενα γὰρ οὐκ ἔστιν ἐπινοῆσαι ὑπὲρ δύο συλλαβὰς τῷ ε παρεδρευόμενα , δισύλλαβα μέντοι , πλέω , ῥέω , κέω | ||
ἂν συνηγορίαν ἐν τῇ αι διφθόγγῳ τήνδε . τὰ μακρᾷ παρεδρευόμενα ἀποβολῇ τοῦ θεν ποιεῖ τὸ ἐπίρρημα τὸ πρωτότυπον , |
δεύτερος γάρ ἐστιν ἀόριστος . Ἀρήϊος γίνεται ἀπὸ τοῦ ἄρης ἄρεος ἀρέϊος , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η ἀρήϊος | ||
ἀγάλματα , ἑαυτῶν δὲ ἀναθήματα , οὐκ ἄπειροι οὔτε ἐμφύτου ἄρεος οὔτε νομίμων ἐρώτων οὔτε ἐνοπλίου ἔριδος οὔτε φιλοκάλου εἰρήνης |
, ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ | ||
ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ |
καὶ ὑγιέστερος Κρότωνος . πολλοὶ γὰρ Κροτωνιᾶται ἀσκηταί . καὶ ὑγιέστερος κολοκύντης . ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν οὐδὲν ἂν τέκοις | ||
Λευκάδος ἀκτῆς . πάμφωνε . . . οὐρεία χέλυς . ὑγιέστερος κροτῶνος . εἶτ ' οὐχ ὅμοια πράττομεν καὶ θύομεν |
: τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν | ||
λέγω εἴργω πνίγω ἀμέλγω ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , |
. τοῦ μὲν γὰρ προτέρου ὕπαρξιν διασαφεῖ , τοῦ δὲ ἐπιφερομένου ἀναίρεσιν , βούλομαι πλουτεῖν ἢ πένεσθαι , βούλομαι φιλολογεῖν | ||
ψιλὸν λήγουσι καὶ ἐν ταῖς δοτικαῖς τῶν πληθυντικῶν καὶ συμφώνου ἐπιφερομένου ἐνίοτε προστιθέασι τὸ ν διὰ τὴν τοῦ μέτρου ἀνάγκην |