ϲώματα , καὶ οὔτε νεῦρον οὔτε ὀϲτοῦν οὔτε τούτων οὐδὲν παρεμποδίζει τῇ διαιρέϲει . ἐπὶ δὲ ὀϲτέου τρωθέντοϲ ὁ κατ
ἔχουσα : ψυχὴ δὲ μάχεται σώματι καὶ ἄρχει αὐτοῦ καὶ παρεμποδίζει τὰς ἐπιθυμίας . ἔτι ἁρμονία ἁρμονίας μᾶλλον καὶ ἧττον
4796381 εὐρωτιων
ἔχουσαν . ἐπῆρε ] ἠπάτησε . ἥδιστος ] ἄλυπος . εὐρωτιῶν Θ : ἀντὶ τοῦ “ ἱδρῶν ” . ἑρμηνεύει
καὶ μάτην κεῖσθαι . ἀκορήτως : καταπεφρονημένως , ἀφροντίστως . εὐρωτιῶν ] σεσηπωμένος . ἀκόρητος . . . ] ἀνεπιμέλητος
4739204 εἰσπλους
καὶ ἡ θάλαττα τῇ τοῦ βασιλέως ὁρμῇ καὶ ὁ χειμέριος εἴσπλους τοῦ θερινοῦ ἀκυμαντότερος ταῖς ὁλκάσιν . οὔκουν αἱ σιτοθῆκαι
καὶ καθωρμίσθη πλησίον τῆς πόλεως τῶν Μιτυληναίων . ὁ γὰρ εἴσπλους ὑπὲρ οὗ διηγωνίζοντο λιμένα μὲν εἶχε καλόν , ἐκτὸς
4530758 διεμερισεν
ἐξέταξε τὴν δύναμιν καὶ τοὺς μὲν ἱππεῖς ἐπὶ τὰ κέρατα διεμέρισεν , τοὺς δ ' ἐλέφαντας καταπληκτικῶς κεκοσμημένους κατὰ μέτωπον
ἢ ] παρό . παντελῶς ] τελείως . διώρισεν ] διεμέρισεν κατ ' ἀξίαν . . ἀλλ ' αὐτὰ σιγῶ
4403244 σκληρυνεσθαι
ἐστίν : καὶ γὰρ ἡ ὀστέων φύσις , καὶ τοῦ σκληρύνεσθαι τοῦτο αἴτιον καὶ τοῦ συντείνεσθαι . Τὸ τῆς Ἱπποστράτου
ἐξαιρεῖται τὴν ὑγρότητα , συμβαίνει δὲ τοὺς μὲν πυκνοὺς ἀποξηραινομένους σκληρύνεσθαι , τοὺς δὲ μανοὺς καὶ ὧν ἡ σύμφυσις τοιαύτη
4355476 ἐμπεφυκε
οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν δάκοιμι : τοιόνδ ' ἐμπέφυκέ σοι θράσος ; ἔρρ ' , αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων
ἄλλως δὲ γινώσκει τὸ θεῖον , ὡς τοῖς ἤθεσιν αὐτῶν ἐμπέφυκέ τι τῆς ἀδίκου τῶν γεννησάντων προαιρέσεως κἂν ἡμᾶς λανθάνωσι
4349468 Λατινῃ
αὐτῶν κοινωνῆσαι Ῥωμαίοις τῆς πολιτείας καὶ ἐπὶ πολὺ χρήσασθαι τῇ Λατίνῃ διαλέκτῳ , πάρεστι σκοπεῖν , ὁποτέρως ἔχει τἀληθές .
ὃ κατεσκευάσανθ ' αἱ γυναῖκες , ἐφθέγξατο πολλῶν παρουσῶν γλώττῃ Λατίνῃ φωνὴν εὐσύνετόν τε καὶ γεγωνόν : ἧς ἐστι φωνῆς
4328236 ἐκκρισει
ἐρεθίζει τοὺς ῥευματισμούς . συνεργητέον δὲ καὶ τῇ διὰ κοιλίας ἐκκρίσει . ὅταν δ ' ἡ μὲν ἔκκρισις παύσηται ,
αἱμορροΐδος ἀλόγως ἐπισχεθείσης καὶ μάλιστα , εἰ πρότερον χρονίσει τῇ ἐκκρίσει , ἄλλως τε καὶ εἰ πολύαιμος ὁ ἄνθρωπος ᾖ
4284693 συλληψει
συμπεφυκότων ἀλλήλοις , καὶ οὕτως τίκτουσιν : ἐν δὲ τῇ συλλήψει οἱ ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν :
καὶ γονὴ μὲν , ὅταν πάντοτε καὶ πάντως εἰδοποιόν ἐστιν συλλήψει ἐπιτήδειον , σπέρμα δὲ , ὅταν ἄδηλόν ἐστιν εἴτε
4270781 ἐκκρουστον
οὐκ ἐζωγραφημένον ἀλλ ' ἔξω αἰωρημένον διά τινος μηχανῆς . ἔκκρουστον ] καταπληκτικόν . Ξ ἔκκρουστον ] καταπληκτικὸν τῇ αἴγλῃ
. . μετὰ μηχανῆς προσκεκαρφωμένην καὶ ἐζωγραφημένην . . λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας ] πρὸς τὸ λαμπρὸν τέθεικε καὶ τὸ ἔκκρουστον
4265791 ἀντικειμενους
αὐτοῦ τὰ ἄπορα δι ' ὀλίγων ἀποκρίνεσθαι πειρασόμεθα καὶ τοὺς ἀντικειμένους λόγους ἐρωτῶντος τοῖς μὲν ἀληθέσι συμφθέγξασθαι , τοῖς δὲ
ἐν τοῖς ὄμμασι τὰ τῶν θεῶν ἐναντία φαίνεται , τουτέστιν ἀντικειμένους ἡμῖν ὁρῶ τοὺς θεούς . ἁγνὴν τὴν βοῦν καλεῖ
4256279 πεζευεσθαι
καὶ τὰ ἀδύνατα δοκοῦντα ποιῆσαι δυνατά , [ εἰ βούλοιτο πεζεύεσθαι μὲν τὴν θάλατταν , πλεῖσθαι δὲ τὰ ὄρη ,
κρύσταλλος διατείνει , πηττομένης τῆς Μαιώτιδος κατὰ τοὺς κρυμοὺς ὥστε πεζεύεσθαι . ἅπας δ ' ἐστὶν εὐλίμενος ὁ στενωπὸς οὗτος
4234018 ψαυσει
ἔλαττον μήτε ἀκούειν μήτε ὀδμᾶσθαι μήτε γεύεσθαι μήτε ἐν τῇ ψαύσει αἰσθάνεσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ λεπτότερον . . .
λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ ' ὄχλου
4149733 μεταληφθῃ
τὰ εἰς ος λήγοντα τῶν ὀνομάτων ὁμότονά ἐστι , κἂν μεταληφθῇ εἰς τὸ ω παρ ' Ἀττικοῖς : ναὸς νεώς
οὐδὲ μεταλήψεσθαί φησι τὴν ἀρχὴν δεῖ γάρ , ἵνα τι μεταληφθῇ , μὴ μόνον εἶναι τὸ ἕλξον , ἀλλὰ καὶ
4117593 Προγνωστικον
οἴνου δὸς πιεῖν γυναικὶ ὑπὸ πολλοῦ αἵματος πασχούσῃ . [ Προγνωστικὸν ἀῤῥώστου . ] Ἰτέας ἁπλᾶ φύλλα κόψας ἐπίχριε .
. . . . . . ] Δημοκρίτου Σφαῖρα . Προγνωστικὸν ζωῆς καὶ θανάτου . γνῶθι πρὸς τίνα σελήνην ἀνέπεσε
4111867 ὀκνουντας
χρῶνται δὲ ταῖς νυξίν . οὔκουν ἦν εἰκὸς τοὺς οὐκ ὀκνοῦντας ἐκεῖνα τοῦτο φυλάξασθαι ; ἀλλ ' ἐξῄρηται τοσαῦτα τοσούτων
ἐκείνῳ τῷ ἔργῳ εἰς προθυμίαν : καὶ ὁρῶν τοὺς τριηράρχους ὀκνοῦντας διὰ τὸ χαλεπὸν τοῦ χωρίου , περὶ τῶν νεῶν
4100357 γελωμεν
, οὐ τὴν ἐνέργειαν : εἰ γὰρ καὶ μὴ ἀεὶ γελῶμεν , ἀλλὰ γελαστικοὶ εἶναι λεγόμεθα ἀεί : δυνάμει γὰρ
σύμφυτον , ὥσπερ τὸ λογικόν : κἂν γὰρ μὴ ἀεὶ γελῶμεν , φασίν , ἀλλ ' οὖν ὅμως δυνάμει ἔχομεν
4098712 ὀπτικον
βοσκηθείς : μασηθείς * αὐγήεντα : γράφεται ὀπτήεντα , ἤτοι ὀπτικόν * τίθησι : ἀπεργάζεται θιβρὴν δὲ τὴν θερμὴν καὶ
ὁ Ἀριστοτέλης ταῖς φυσικαῖς γραμμαῖς ὡς μαθηματικαῖς ἔφη κεχρῆσθαι τὸν ὀπτικόν , ὀρθῶς γε τοῦτο ποιοῦντα , καὶ ἐπὶ τὰ
4088739 παραληφθεντας
μάλιστα μετέχειν τοῦ ψυχικοῦ : καὶ ἄλλως κοσμιωτέρας ἀπεργάζεσθαι μὴ παραληφθέντας τὰς γαστέρας . καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὰς καθ
καὶ παραδείγμασι πολλοῖς , δεικνὺς καὶ ἑτέρους τῶν νόμων οὕτω παραληφθέντας : ἕπεται δὲ τῷ συλλογισμῷ ἀναγκαίως ὁ ὅρος διαιρῶν
4067069 ῥεουσῃ
, καὶ ἐγὼ σοῦ τὰς ἔριδας τῶν ἐν ταῖς δίκαις ῥεούσῃ φωνῇ διαλύοντος , καὶ ἐπαινεσόμεθα , σὺ μὲν εὐνοίᾳ
τῆς ἀληθείας . ἥσθην δὲ θαλάττῃ γλυκείᾳ Λιβύης ἐπέκεινα εἴσω ῥεούσῃ διὰ τοὺς ἐτησίας καὶ ταύτῃ καὶ κροκοδείλοις καὶ μύθοις
4063273 ἑρμινας
ἐξεκέχυντο , ἠΰτ ' ἀράχνια λεπτά . τοὺς μὲν οὖν ἑρμῖνας , Ἑρμοῦ λογίου τυγχάνοντας ἐπωνύμους , τοὺς λόγους εἶναι
δὲ καὶ πόδα κλίνης . ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησιν “ ἑρμῖνας ἐκάλουν τοὺς πόδας τῶν κλινῶν , οὗτοι δὲ ἦσαν
4062471 ὠθουμενους
Τύλλος μοίρᾳ τινὶ τῶν ἱππέων κελεύσας τοὺς ἐπὶ τὸν ποταμὸν ὠθουμένους κτείνειν , αὐτὸς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τῶν Οὐιεντανῶν τὴν
τοὺς δὲ πολυπόνους ἀπαγχομένους , τοὺς δὲ πυρώδεις εἰς πῦρ ὠθουμένους , οἷος ἦν καὶ ὁ Κάλανος , ἀκόλαστος ἄνθρωπος
4050088 ἐπιτηδειοτητι
γνώμης ὑπερκοτίᾳ καὶ μετὰ δόλου περιποιεῖσθαι , ἀλλὰ μεταχειρίσεσι καὶ ἐπιτηδειότητι . . χρὴ ] ἐνδέχεται . ἢ ] παρὸ
τὸ οἰκεῖόν τε καὶ πρόσφορον τῇ καθ ' ἑκάστην σύγκρασιν ἐπιτηδειότητι . εἰ δὲ μὴ πρὸς πλοῦτον ἢ δόξαν ἢ
4048367 φλεβωδης
Τὸ δὲ ὑπόσφαγμα γίνεται τῶν φλεβῶν ἀναρρηγνυμένων τοῦ ῥαγοειδοῦς : φλεβώδης γὰρ ὁ ὑμὴν οὗτος , ὁ δὲ κερατοειδὴς ἥκιστα
διάγνωσις σπληνὸς Γαληνοῦ καὶ Ἀρχιγένους . Ἔστι δὲ ὁ σπλὴν φλεβώδης καὶ ἀρτηριώδης καὶ ἀνισοπλατὴς λεπτὰ ἀγγεῖα ἔχων καὶ πολλὰ
4047013 ἐκφωνησει
μυθῶδες τὴν διήγησιν πεπλασμένην ἐξυλακτήσει [ δὲ ] ἀντὶ τοῦ ἐκφωνήσει . τὴν μυθικὴν αὐτοῦ συμφορὰν φλυαρήσει πρὸς τὸν Ἀλκίνοον
Καὶ ἄλλως : προσῳδία ἐστὶ τὸ κροῦσμα τὸ ἐν τῇ ἐκφωνήσει γιγνόμενον . Καὶ ἄλλως : προσῳδία ἐστὶ τόνος φωνῆς
4044726 προτεινον
εἰδέναι τῆς ψυχῆς , τὸ μὴ ζητούμενον ἕκαστον τῶν τεττάρων προτεῖνον τῇ ψυχῇ λόγῳ τε καὶ κατ ' ἔργα ,
βροντῶν καὶ τὸ βέλος τὸ πυρπάλαμον , ἤγουν τὸ πῦρ προτεῖνον , τουτέστι τὸ πυρῶδες , λέγω τὸν κεραυνὸν τὸν
4039928 μεσημβρινας
ὑπομένειν τὰς τοῦ Διὸς ἀστραπὰς καὶ τοὺς κεραυνοὺς ὥσπερ τὰς μεσημβρινὰς τοῦ ἡλίου φοράς , ἤτοι τὰ μεγάλα καὶ καυστικὰ
ἐν τῷ πίνακι τῆς οἰκουμένης καταγραφὴν , εἰ καὶ τὰς μεσημβρινὰς γραμμὰς καταλάβοιμεν τῇ φαντασίᾳ τῶν ἐπὶ τῆς σφαίρας μεσημβρινῶν
4035070 παραφυλαττοντας
ἐνέστη καὶ πρὸς τοὺς τὰς ἐν ταῖς πράξεσιν ἑκάσταις εὐκαιρίας παραφυλάττοντας , λέγων ἄμεινον εἶναι μετὰ φρονήσεως πράττειν ἢ κατὰ
τὸν λιμένα κατενεχθῆναι , τοὺς δ ' ἐπὶ τῇ Πελωρίδι παραφυλάττοντας Μεσσηνίους ὑστερῆσαι τῆς τῶν νεῶν παρουσίας , καίπερ κατὰ
4014984 νησις
κατεσκεύαζον , ἀπὸ τῆς τῶν λίθων συνθέσεως , ἥ ἐστι νῆσις . ἢ ἐσώρευον : ἔνθεν καὶ ναῦς , ἐν
κατεσκεύαζον , ἀπὸ τῆς τῶν λίθων συνθέσεως , ἥ ἐστι νῆσις . ἢ ἐσώρευον : ἔνθεν καὶ ναῦς , ἐν
3999686 ὀζοχρωτος
, τί δράσω ; δυσὶ κακοῖς μερίζομαι . Ὀζόστομος καὶ ὀζόχρωτος , ὁμοῦ ἐν θεάτρῳ καθεζομένων , συνέβη μέσον αὐτῶν
ψεύστης , κρυψίνους , σκολιόφρων , δασύς , στυγνοπρόσωπος , ὀζόχρωτος . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Ἄρεος ἔσται ξανθός ,
3991569 χαμαιζηλον
ὅτι λυσιτελὴς καὶ συμφέρουσα , καὶ ἀπὸ τῶν ταπεινὴν καὶ χαμαίζηλον ἀπεργαζομένων τὴν ψυχὴν κακῶν εἰς ὕψος καὶ μέγεθος ἀρετῆς
ἔρνος ἀναβλαστῆσαι , καὶ εἰ μὴ περιμηκέστατον , ἀλλά τοι χαμαίζηλον , ἢ καρποὺς καθ ' ὥρας τὰς ἐτησίους ἐνεγκεῖν
3977611 ἐκπνοῃ
δ ' , ὥσπερ Ἀθηνόδωρός φησιν , εἰσπνοῇ τε καὶ ἐκπνοῇ τὸ συμβαῖνον περὶ τὰς πλημμυρίδας καὶ περὶ τὰς ἀμπώτεις
ὅτι παχύς τε καὶ ἠρεμῶν . οὐ γὰρ διαδίδωσι τῇ ἐκπνοῇ . διὸ καὶ τὰ ψυχαγωγεῖα ποιοῦσιν , ὅπως λεπτύνηται
3974694 ἐνοχλουν
ζῷον φθείρεσθαι , καὶ μάλιστα ἢν δυσκρασία ᾖ ψιλὴ τὸ ἐνοχλοῦν . Καὶ δὴ τοῦ φανταστικοῦ πάθος , τὸ μὲν
τῷ φαρμάκῳ διάχριε τοὺϲ μυκτῆραϲ ϲυνεχῶϲ καὶ ἀπορρυήϲεται πᾶν τὸ ἐνοχλοῦν τῇ κεφαλῇ . ἐχέτω δὲ τὸ φάρμακον ϲύϲταϲιν ὑγρᾶϲ
3974106 ἐξαλλεσθαι
τούτοις καὶ οἰκεῖον γυμνάσιόν ἐστιν . Διαφέρει τὸ ἀφάλλεσθαι τοῦ ἐξάλλεσθαι : ἡ μὲν γὰρ ἄφαλσις δρόμῳ προσέοικεν , ἐν
ἐν Ἁλιευτικῷ τὴν φύσιν τοῦ ἰχθύος διηγούμενος συνεχές φησιν αὐτὸν ἐξάλλεσθαι , διὸ καὶ ἀρνευτὴν αὐτὸν καλεῖ . Ἀρχέστρατος δέ
3971270 ῥυμῃ
κακῶν τοιούτων εἰς τὴν ἕξιν τοῦ σώματος ἐνεχθῆναί τι τῇ ῥύμῃ τῆς ἐν τοῖς γυμνασίοις θερμότητος ἀναρπασθέν . Εἰ μὲν
. ἀτρεμοῦντι προσετύχομεν τῷ κήτει , κινούμενον δὲ νυνὶ σφοδροτάτῃ ῥύμῃ πολὺν ἐγείρει ῥοθίου κτύπον ἐν γαλήνῃ καὶ ταῦτα ,
3963497 φλεβας
ἀνθρώπῳ πλεῖστον ξυμβάλλεται : ὁκόταν οὖν χολὴ κινηθεῖσα εἰς τὰς φλέβας καὶ τὸ αἷμα εἰσέλθῃ , διεκίνησέν τε καὶ συνετάραξεν
λόγῳ θεωρητῆς . τί ποτ ' οὖν κἀνταῦθα ἐπιτεχνᾶται ; φλέβας ἔχειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἀρτηρίας τὸ νεῦρον ὥσπερ τινὰ
3958530 παρεοικε
. [ ] . Λεγόμενον σμῖλός ἐστι φυτόν , καὶ παρέοικε τῇ ἐλάτῃ , θανάσιμον δὲ γίγνεται τοῦτο τοῖς αὐτοῦ
ἔνθα δὲ κοιλίᾳ συνάπτει , καλεῖται τοῦτο στόμα κοιλίας . παρέοικε δὲ τὸ κάτω τοῦ στομάχου , καθὸ τῷ πνεύμονι
3948845 ἀντιπροσωπους
δὲ ἐς τὸ συμπόσιον καὶ τοὺς ἰδιοξένους , καὶ κατέκλινεν ἀντιπροσώπους ἑαυτῷ . ἐν δὲ τῇ αὐλῇ εἱστιῶντο αἵ τε
, Θ . τοὺς ἐτησίας ἀνέμους οἴεται πνέοντας τῆι Αἰγύπτωι ἀντιπροσώπους ἐπαίρειν τοῦ Νείλου τὸν ὄγκον διὰ τὸ τὰς ἐκροὰς
3935425 μυωδης
μῆτραι ἑνὶ αὐχένι συνεζευγμέναι . Ὁ δὲ αὐχὴν τῆς μήτρας μυώδης ἐστὶ γενόμενος ἐκ σαρκὸς σκληρᾶς καὶ χονδρώδους , καὶ
τῆς ἀναπνοῆς ὅρμημα . μθʹ . Καρδία ἐστὶ νευρώδης καὶ μυώδης καὶ φλεβώδης , ἔχουσα καὶ ἀρτηρίας . κωνοειδὴς τῷ
3926725 ἐξαναλωθῃ
ἡ πονέουσα , καὶ ἢν ἡ τροφὴ τῷ πυρὶ ἐοῦσα ἐξαναλωθῇ , ἡ δὲ ὑγιηρὴ ἐπικρατήσῃ : ἐν τούτῳ τῷ
τὸ κατεχόμενον ἐν αὐταῖς συγγενὲς πνεῦμα βιασάμενον τοὺς πόρους ἅπαν ἐξαναλωθῇ . τοῦτο σεισμῶν αἴτιον γίνεται καὶ τῇ Ῥώμῃ :
3920028 Κυκλοβορου
Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ ὑπὸ Ἀθηναίων .
Ἀθηναίων . ΓΓΘ Κυκλοβόρου ] ποταμὸς ἐν Ἀθήναις χειμάρρους . Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων : Κυκλοβόρος ποταμὸς Ἀθηνῶν , οὐκ ἀεὶ
3915647 ψυξεσιν
, ἣν σῶμα εἴληχεν φέρειν αὐτό τε ἑαυτὸ θερμότητι καὶ ψύξεσιν καὶ πᾶσιν τοῖς τοιούτοις , ἀλλ ' οὐ ψυχὴ
καταπιμέλων : συνίσταται δὲ καὶ ἐπὶ πληγαῖς τισι καὶ ἐπὶ ψύξεσιν ἰσχυραῖς καὶ ἐπὶ ψυχροῦ ἀθρόᾳ πόσει , μάλιστα ἐφ
3913350 θαλπεσι
καὶ καυστικὰ καύματα . ὡς δυνάμενος φέρειν ἐπίσης τοῖς μεσημβρινοῖς θάλπεσι τὰς τοῦ Διὸς ἀστραπάς . ἀστραπὰς ] αἷς ὁ
καὶ τὰ εἴδεα τὰ διαιτήματα ποιέεσθαι ἐναντιούμενον τοῖσι καθισταμένοισι καὶ θάλπεσι καὶ χειμῶσιν : οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα ὑγιαίνοιεν .
3897428 ἰδιωμα
πρὸς τῶν ῥημάτων , ἐνέμειναν δὲ διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν αὐταῖς ἰδίωμα . . καὶ καθόλου πᾶσα ἀντωνυμία ὀρθῆς πτώσεως ἐγκλιτικῆς
ἰδιώματα ἅμα ἔχει : τοῦ μὲν γὰρ ἑνὸς ὡσανεὶ ἀρχῆς ἰδίωμα τὸ κατὰ σύνθεσιν πλεῖόν τι ποιεῖν τοῦ κατ '
3884692 χειροδικας
τὸ τὸ δίκαιον ἐν ταῖς χερσὶ βιάζεσθαι : τοὺς δὲ χειροδίκας ἐκείνους εἶναι , τοὺς τὸ δίκαιον τῇ βίᾳ μόνῃ
καὶ τῇ βίᾳ χρωμένους . Καὶ οὐ μάχεται τὸ , χειροδίκας εἶναι , καὶ τὸ δίκην ἐν χειρὶ μὴ ἔχειν
3884470 Παρακαταθηκῃ
δὲ ταῦθ ' ἥδιστά γ ' ἐπιδορπίζομαι . Σώφιλος ἐν Παρακαταθήκῃ : ἡδύ γε μετ ' ἀνδρῶν ἐστιν Ἑλλήνων αἰεὶ
πενταστάτηρον , πεντάμνουν δοκοῦσι λέγειν , ὡς ἐν τῇ Σωσικράτους Παρακαταθήκῃ : ὅταν γάρ , οἶμαι , λευκὸς ἄνθρωπος παχύς
3880004 ἐπαιεν
ἐξὸν καταπεσεῖν , καὶ εὐθὺς ἄλλος ὄπισθεν κατὰ τῶν μηρῶν ἔπαιεν ξύλῳ . ἐπεὶ δὲ πολλάκις Ὦ Καῖσαρ ἀναβοῆσαι ἐπεθύμουν
λοιπῷ σώματι , τῇ οὐρᾷ τὰς κνήμας τῆς ἐρωμένης πεφεισμένως ἔπαιεν , ὑπεροφθείς τε καὶ μηνίων δῆθεν . οὔκουν ὁ
3877641 χυθεις
καὶ βάλλειν ποιεῖ : πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . πρῶτον μὲν ὅταν ἐμοί
καὶ βάλλειν ποιεῖ . πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . Ἐπίχαρμος δέ φησιν :
3873920 κηθιον
ἐν Θεοῖς : καὶ πρὸς κύβους ἕστηκ ' ἔχων τὸ κήθιον . τὸ δὲ λαγαρίζεσθαι ἕτερόν τι ἔοικεν ἐμφαίνειν :
ἀγγεῖον πλεκτόν , εἰς ὃ τὰς ψήφους καθιᾶσιν , τὸ κήθιον , οἷον ὡς ἀπὸ τοῦ ⌈ ψηφηφορεῖν [ ψηφοφορεῖν
3872522 ἀβεβαιοις
ψόγοις τε ἢ πάθεσιν ἐπαίσχροις περιβάλλει καὶ φιλίαις καὶ συνηθείαις ἀβεβαίοις . δικάζονται δὲ πρὸς γυναῖκας καὶ ἀντικαταστάσεις ὑπομένουσι τόπων
τὴν οἰνοποσίαν θώρηξιν εἴρηκε ὄμμασι ] τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπισφαλεροῖσι ] ἀβεβαίοις κώλοις ] ποσί Νυσαίην ἀνὰ δὲ κλιτύν : ἤγουν
3868209 προσαγωγῃ
κατακεράσεσι καὶ καθάρσεσι τῶν χυμῶν . ἐν πᾶσι δὲ τούτοις προσαγωγῇ χρηστέον εὐχύμων τροφῶν . Νάρκαι δὲ καὶ δυσαισθησίαι διά
πόνοισι πᾶσι , τῶν δὲ σίτων τῇ ἀφαιρέσει καὶ τῇ προσαγωγῇ ὡσαύτως : ἔπειτα ἐξεμέσαντα αὖθις προσάγειν πρὸς τὰς πέντε
3866540 ἐμμενον
' οὐρεῖται οὔτε εἰς ἀνάδοσιν ὁρμᾷ ῥᾳδίως , ἀλλ ' ἐμμένον τῇ γαστρὶ πεπλήρωκεν ἀεί : τοιάδε ἡ παχύτης .
ὁκόταν οὖν οἱ πόροι μὴ δέχωνται τὴν τροφὴν ἐπιοῦσαν , ἐμμένον θερμαίνει καὶ ταράσσει τὴν κοιλίην . Τὰ δὲ ὄνεια
3864773 ἀθλησει
παντὸς πρόεισιν ὁ ἀετός : ἐὰν δὲ μέτριος ᾖ , ἀθλήσει καὶ [ βασιλεῖ ] γνώριμος ἔσται : ἐὰν δὲ
: ὥσπερ καὶ ο ! [ πόδας ] ἐν τῆι ἀθλήσει [ ? ἐπαν [ ] βηι γεγεν ? ?
3856062 τεταμενας
ὡς ἂν ταινίας τινὰς διὰ τῆς [ πάσης χώρας ] τεταμένας παραλλήλους : ὧν πρώτη ἐστὶν [ ἡ Ἀττικὴ σὺν
τανύγλωσσοί τε κορῶναι . ” κατὰ μέντοι τὸ προφαινόμενον , τεταμένας εἰς μέγεθος ἔχουσαι τὰς γλώσσας . ὁ δὲ Ἀπίων
3851561 κατολισθαινει
τὰ γὰρ ἔντερα μὴ προσφυῆ ὡς ἐπίπαν κενὰ μὲν ὄντα κατολισθαίνει , πλήρη δὲ γενόμενα πνεύματος ἄνω μένει διὰ τὸ
ἐπ ' ἄκρας τὰς οὐρὰς ἑστᾶσι , καὶ ἡ τροφὴ κατολισθαίνει αὐτοῖς εἰς τὸν ὄγκον τοῦ σώματος : ἄποδες δὲ
3850477 φορουντος
πᾶν γὰρ τετράποδον ἥμερόν τε καὶ ἄγριον φεύξεται ἀπὸ τοῦ φοροῦντος : καὶ εἰ διέρχεται ἀνὰ μέσον ἀντιπάλων ὁ φορῶν
τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς πεπλεγμένας , ἵν ' ᾖ τὸ φοροῦντος ἀντὶ τοῦ φέροντος καὶ ἔχοντος : ἢ τοῦ τοὺς
3843062 μερισῃς
ʂ β κατασκευάζειν ⃞ον ῥᾴδιόν ἐστιν : ἐὰν γὰρ δυάδα μερίσῃς εἰς ⃞ον παρὰ δυάδα , εὑρήσεις τὸν ʂ ἕνα
; ὥσπερ γὰρ ἐν μιᾷ πηγῇ πάνθ ' ὅσα ἂν μερίσῃς πάλιν εἰς ἄλληλα συρρεῖ καὶ μίγνυται , εἰς μὲν
3839840 χρονιωτερος
ἄχρους λευκός , ᾧ χρῶνται περὶ τοὺς τάφους : καὶ χρονιώτερος οὗτος . ἀνθεῖ δὲ καὶ ἡ ἶρις τοῦ θέρους
ταχέως καὶ ὁ παροξυσμὸς παύσεται : εἰ δὲ ἀσθενὴς , χρονιώτερος γενήσεται : καὶ εἰ μὲν ἀραιὸν εἴη πάντως τὸ
3837958 συντηρουσα
αὐτῶν , φασὶ , ῥημάτων ποιοῦσα τὴν ὑγείαν , καὶ συντηροῦσα , διπλοῦν ἂν ἔχοι τὸ τέλος . εἰ μὲν
οἷς καὶ μόνοις καταφαίνεσθαι δύναται , διόλου τε καὶ σαφῶς συντηροῦσα , ὡς ἔνι μάλιστα , τὴν ὁμοιότητα τῶν τὸ
3837806 ἑκαστας
τὰς δὲ κοινὰς ἰδέας ἐκ πολλοῦ προειδότες ἐπιφέρειν ἐφ ' ἑκάστας τῶν πράξεων ῥᾳδίως δυνησόμεθα . τούτων οὖν ἕνεκα διαιρετέον
: γέγραπται δέ μοι καὶ περὶ ἀποστασίων ὡς χρὴ ἐπισκέπτεσθαι ἑκάστας . Δοκέω δὲ καὶ τοὺς προειπόντας περί τε τῶν
3834776 ἁπαλοτητι
σῶμα πλευρά τε εὔπνουν ἀποτορνεύουσα τὸ στέρνον καὶ βραχίων ξὺν ἁπαλότητι σφριγῶν καὶ αὐχὴν ἀνεστηκὼς τὸ μέτριον ἡ κόμη τε
ὡς ἂν τὰ τοιαῦτα προβλήματα μήτε εὔφλεκτα εἴη καὶ τῇ ἁπαλότητι αὐτῶν κατέχοι τὰ προσπηγνύμενα , οὐκ ἀντικόπτοντα τῇ βίᾳ
3834557 καθεζηται
ἂν μὴ τὸ θέατρον ἀργὸν ἦι καὶ ὁ δῆμος ἀργὸς καθέζηται , ὁ χορὸς οὐκ ἔχων πρὸς τοὺς ὑποκριτὰς διαλέγεσθαι
αὐτὸν ἢ ὠθοίη ἧττον ἂν σφάλλοιτο . ἐπειδάν γε μὴν καθέζηται , πρῶτον μὲν ἠρεμεῖν δεῖ διδάσκειν τὸν ἵππον ,
3830310 σηπεδονι
ἐμψύξεως ἰσχυρᾶς προηγησαμένης , ἴδιόν ἐστι καὶ αὐτὸ τῶν ἐπὶ σηπεδόνι πυρετῶν , ὥσπερ καὶ τὸ τῆς θλίψεως τῶν σφυγμῶν
ἀγαθὸν ὀδωδὼς αὐτῷ προσέπιπτεν ἐρριμμένος καὶ μυδῶν : οὗ τῇ σηπεδόνι καθάπερ ἡγεμόνι χρώμενος ὁδοῦ προσῆλθέ τε εὐθὺς καὶ τὰ
3829806 μορτος
τὸ μερίζω , οἷον : ἥμισυ μείρετο τιμῆς , γίνεται μορτός καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν τοῦ ρ καὶ τροπῇ τοῦ
ἄνθρωπος : παρὰ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται μορτός καὶ , εἰς β βροτός , ὁ μεμερισμένην ἔχων
3826608 οἰδισκεται
καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ
καὶ ἀψυχίη , καὶ πυρετὸς λεπτὸς , καὶ περίψυξις : οἰδίσκεται δὲ μάλιστα τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει
3826076 ὠπας
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής ,
3824534 κρασει
τῶν ἄλλων καὶ πολυειδέστερος : ὅσα γὰρ ἔξωθεν ἢ ποιᾷ κράσει ἢ σχέσει ἢ τέχνῃ χρωμάτων εἴδη γίνεται , ταῦτα
ὁ σώζων ῥυθμὸν τὸν ἴδιον τῇ ἡλικίᾳ καὶ φύσει καὶ κράσει καὶ τῇ ἑκάστῃ ὥρᾳ καὶ ταῖς ἄλλαις περιστάσεσι .
3822814 λαπαρος
: πινέτω δὲ φάρμακον δὶς τῆς ἡμέρης , ἕως ἂν λαπαρὸς γένηται . Ἢν δὲ τὸ οἴδημα καθεστήκῃ ἐν τῇ
μὲν ἐξηρμένος ᾖ , ὀδύναι ὀξεῖαι ἐμπίπτουσιν : ὁκόταν δὲ λαπαρὸς ᾖ , ἀνώδυνός ἐστι : καὶ ὁκόταν χρόνος ἐγγένηται
3822638 γλιχομενους
, ἀνάγκη τοὺς μὲν τοῦ φαινομένου κάλλους καὶ μὴ ὄντος γλιχομένους νόθους τινὰς εἶναι καὶ κιβδήλους ἐραστάς , τοὺς δὲ
δέσποτ ' , ἀπέθαν ' ἀποθανεῖν πρόθυμος ὤν , τοὺς γλιχομένους δὲ ζῆν κατασπᾷ τοῦ σκέλους ἄκοντας ὁ Χάρων εἰς
3819251 ἐκτεινειν
' ἀβλαβοῦς τῆς τοῦ βραχίονος πρὸς τὸν πῆχυν διαρθρώσεως , ἐκτείνειν καὶ κάμπτειν δύνανται , κἂν τελέως ἐνήργουν ἑκάτεροι ,
τὸν λόγον , ἀλλὰ περὶ τῶν χρόνων , τοὺς μὲν ἐκτείνειν κελεύων , τοὺς δὲ συνάγειν , τοὺς δὲ ἴσους
3819191 ἀλειφομενους
μελησίου παραβάλλει τῷ τοῦ δελφῖνος τάχει διὰ τὸ ταχέως τοὺς ἀλειφομένους ὑπ ' αὐτοῦ κατάγειν εἰς τοὺς ἀγῶνας . προτάττει
Ὅμηρος δὲ τὴν τοῦ μύρου φύσιν εἰδὼς οὐκ εἰσήγαγε μύροις ἀλειφομένους τοὺς ἥρωας πλὴν τὸν Πάριν ἐν οἷς φησὶ κάλλει
3815994 τρεχοντος
λευκά τισιν ἐπιφαίνεται οὖρα , καὶ τὰ μὲν ὡς ἄνω τρέχοντος τοῦ χρωννύντος χυμοῦ , τὰ δ ' ὡς διϋλιζόμενα
γρ . ἐπιρρέοντος . ὑπορρέοντος ] παρατρέχοντος , κατὰ μικρὸν τρέχοντος . , ὑποτρέχοντος . τοῦ χρόνου ] τοῦ καιροῦ
3814696 ἀναπνοας
: δελφῖνος . Ἅλματα : πηδήματα . ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος :
καὶ καρπῶν καὶ ἀνθέων ὀσμαῖς , ἀντὶ τῶν στομάτων ἔχοντας ἀναπνοάς , χαλεπαίνειν δὲ τοῖς δυσώδεσι , καὶ διὰ τοῦτο
3812130 δικεφαλος
τερατώδης , ἐκβόλιμος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , δίδυμος ἢ δικέφαλος . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον , ὃ
σφοδρῶς πλήττουσα . * ὀλίγη : λεπτή ἀμφικαρὴς δὲ ἤγουν δικέφαλος : ψευδῶς δέ φησιν : οὐ γάρ ἐστιν ,
3808219 Περγαμιος
δὲ ἐκείνης σὺ πάλαι ἀρξάμενος ἐπιθυμεῖς , οὕτω καὶ σοῦ Περγάμιος , καὶ οὗτος ἀρξάμενος πάλαι . πάνυ δὲ πρὸς
ἐκείνῳ μὲν οὖν ἴσον νέμοιεν τῇ περὶ αὑτοὺς θεραπείᾳ : Περγάμιος δὲ ὁ σοί τε καὶ ἐκείνοις φίλος τὰς μεγάλας
3807988 διαδρομας
ἵνα ὑποπτεύει δύνασθαι τὸ θηρίον εὑρεθῆναι διαστήματα καταλιπὼν πρὸς τὰς διαδρομάς , ἃ καλεῖται παράδρομα . ἐχέτω δὲ καὶ ἄλλα
τῆς διαδρομῆς : οἰκειότητα γὰρ ἡ ἁρπαγὴ ἔχει πρὸς τὰς διαδρομάς . αἱ ἁρπαγαὶ δὲ αἱ εἰς τὴν καταδρομὴν γεγονυῖαι
3805786 μηλωσει
δεύτερον δ ' ἐπὶ τῶν παρθένων ἐχρῆν ἀντικόπτειν τι τῇ μηλώσει : νυνὶ δὲ μέχρι βάθους ἄπεισιν ἡ μήλη .
τοῦ νεύρου συντελουμένη χείρων καὶ δυσεργεστέρα , ἔν τε τῇ μηλώσει ψαυόμενον τὸ νεῦρον αἴσθησιν δριμυτέραν καὶ ὀξυτέραν παρέχεται :
3805599 μελανιᾳ
. . μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς . † ) τῇ ἐπιγενομένῃ μελανίᾳ πόντῳ ἐκ τῆς ἐπιπολαίου κινήσεως τῶν ὑδάτων . .
Ἀλλὰ καταπλήξονται τοὺς Ἕλληνας οἱ Αἰθίοπες . Τίνι ; τῇ μελανίᾳ καὶ τῇ παραλλαγῇ τῆς μορφῆς ; Οὐχ ὑπερβαίνει τὴν
3804690 περιον
τῆς ἀπολογίας , εἰ δὲ μὴ ἀναγκαῖα , ὅρα τὸ περιὸν τῆς εὐγνωμοσύνης . ἐγὼ μὲν γὰρ ἐφαινόμην οὐδ '
' αὑτὸν ὑφ ' ὠμῶν * νοῦ μὲν αὐτοῦ τὸ περιὸν τῇ περὶ τἄλλα ἡμῶν ῥοπῇ , ἴσασιν οἷς πάντα
3802411 ἐπικωπος
ἀντεμπαγῶ ὀξύς , ὀδυνηρός , ἐπίω θ ' ἅμ ' ἐπίκωπος , ἵνα μήποτε πατῶσιν ἔτι τὰς ἐμὰς ἀμπέλους .
ἐφόλκια δ ' ἦσαν αὐτῇ κέρκουρος τρισχίλια τάλαντα δέχεσθαι δυνάμενος ἐπίκωπος . ἁλιάδες τε καὶ σκάφαι πλείους . τῶν δὲ
3801297 καταστροφῃ
ἄρα τῷ κύκνῳ περίεστιν εὐθυμίας , ὡς καὶ ἐπὶ τῇ καταστροφῇ τοῦ βίου τοῦ σφετέρου ᾄδειν καὶ ἀνακρούεσθαι οἷον ἐπικήδειόν
αὐτόν , κάτω , ἄνω , βραχεῖαν , ἀπόδος ἐν καταστροφῇ . ἐκαλεῖτο δὲ φαινίνδα ἀπὸ τῆς ἀφέσεως τῶν σφαιριζόντων
3794669 προσβολη
τὴν πέτραν : ἀλλὰ γὰρ ἔτι ἄπορος ἦν αὐτῇ ἡ προσβολή , ταύτῃ μὲν δὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦτο τὸ τέλος
οἰκεῖον περιφράττουσι . Καὶ ὅτε μὲν ἡ πρώτη τῶν βαρβάρων προσβολή , ὃ νῦν ἔμπετον καλοῦσι , κατενεχθήσεται , δῆλον
3794289 διορθουσθαι
ἀπαντῶντας προευτρεπίζειν πλήθους στρατεύοντος διά τινων ἐπὶ τοῦτο προπεμπομένων καὶ διορθοῦσθαι κατὰ τὸ δυνατόν , ἵνα μὴ συντρίβηται ἡ ἵππος
δ ' ἀεὶ τοῖς ἰδίοις πόνοις τὴν ἀσθένειαν τοῦ βίου διορθοῦσθαι . ἡ πενία δ ' ἴσως δύσχρηστον μὲν ἔχει
3791658 στερρον
ἔχειν , εὑρήσεις . λιπαρόν ] ἀγωνιστικόν , φανερόν , στερρὸν ἢ ἔντιμον . οἱ γὰρ ἀθληταὶ ἐν ἀγῶσιν ἀεὶ
, ἐπειδὴ ἱστάμενοι ἐπῇδον , διὰ τούτου τὸ ἔμμονον καὶ στερρὸν τῆς γῆς παριστῶντες . Οὐ χρὴ γράφειν ὦ κρονίδαι
3778244 συναθροιζει
ὡς κυνηγὸς ἐξαθροίζει καὶ ὁρμᾷ : ἐξαθροίζεται : τοὺς φυγάδας συναθροίζει καὶ συνάγει , ὡς ἐπὶ κυνῶν θῆρας φευγόντων :
συγκινοῦντος , κινούμενος δὲ ὁ ἀὴρ συγκινεῖ τὰς νεφέλας καὶ συναθροίζει καὶ καταπυκνοῖ , καὶ πάλιν ἀραιοῖ καὶ διαλύει .
3773124 μεταβαλε
δηλονότι γίνωσκε σαυτόν ] ὡς ἐλάττων Διὸς εἶ μεθάρμοσον ] μετάβαλε οὓς ἔχεις νῦν καὶ κτῆσαι νέους Ἐκ μεταφορᾶς τῆς
ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον : ἤγουν μετάβαλε : ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν παλαιὰ ἱμάτια ἐνδεδυμένων
3770121 ἐπιστροφῃ
τε εἶναι ἀφωρισμένον αὐταῖς τὸ μέρος ἐν τῷδε καὶ τῇ ἐπιστροφῇ τοῦ προσδεομένου φροντίσεως , τῆς μὲν οὖν ἐοικυίας τῇ
ἄρκτων Σκυθίᾳ κατὰ παράλληλον γραμμὴν τῇ ἀπὸ τοῦ Ἰαξάρτου ποταμοῦ ἐπιστροφῇ μέχρι πέρατος , οὗ ἡ θέσις ἐπέχει μοίρας .
3765004 μορφῃ
ὑγρῷ . Ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως ὁμοίως ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκερύθρους καὶ εὐμεγέθεις καὶ εὐέκτας καὶ γλαυκοφθάλμους καὶ
ἔδειξε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸ λαλῆσαν μετὰ σοῦ ἐν μορφῇ τῆς Ἐκκλησίας : ἐκεῖνο γὰρ τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς
3763828 ναρκωδης
σικύαι , παντάπασι τὸ πνεῦμα ἀπελήφθη , καὶ διῆλθεν ὀδύνη ναρκώδης καὶ ἄπορος φέρειν , καὶ πάντα αἵματι ἐπέφυρτο καὶ
: ἐν δὲ τῇ σημειώσει ὑποπίπτει ὄγκος ἀνώμαλος μικρός , ναρκώδης , αἴσθησιν ἐμποιῶν ἐν τῷ παραπιεσμῷ . Διαφέρει δὲ
3763766 ἀναπεμπομενη
αἴσθησις , καὶ τούτων ἔσται ἡ διάνοια ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἀναπεμπομένη γνωριστική . Ἀλλ ' εἰ καθ ' ὁμοίωσιν ἡ
τῶν φαντασθέντων . Ὑλικὸν δὲ αἴτιόν ἐστι τοῦ ὕπνου ἡ ἀναπεμπομένη χρηστὴ ὑγρότης , ἥτις φερομένη ἐπὶ τοὺς πόρους τῶν
3762209 ἀνελομενους
ἐλύπει , οὐδὲ γὰρ δίκαιον ἦν εἰπεῖν θάπτειν τοὺς μὴ ἀνελομένους τὰ ναυάγια , ἀλλὰ τῶν αὐτῶν ἐκείνοις ἠξιῶσθαι :
: λυσαμένους δ ' αὐτοὺς τὰ πρυμνήσια καὶ τὰς ἀγκύρας ἀνελομένους εἰρεσίᾳ τε πάσῃ χρωμένους ἀπαίρειν οὐ δύνασθαι . Ἡγησαμένους
3761572 εὐτροχως
καρπὸς αὐτὰς τιθηνήσεταιἔστι δὲ ταῦτα ἡ τοῦ γράφειν καὶ ἀναγινώσκειν εὐτρόχως ἐπιτήδευσις , ἡ τῶν παρὰ σοφοῖς ποιηταῖς ἀκριβὴς ἔρευνα
ἐμφαντικωτάτων καὶ κυρίων ὀνομάτων πλουτεῖ , οἷς κατὰ πολλὴν περιουσίαν εὐτρόχως καὶ ἀπταίστως ἔτι δὲ ἐναργῶς καὶ ἀνυσίμως τὸ δηλούμενον
3760282 οὐρω
ὅ ἐστιν ὁρμᾶν . ὁ δὲ φύλαξ , παρὰ τὸ οὐρῶ λέγεται δὲ καὶ φρουρός . οἷον πρόορος τὶς ὤν
: τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον : παρὰ τὸ ὀμιχῶ , τὸ οὐρῶ . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς .
3755221 ἐξοχας
εἰσὶν ταῖς τῆς κνήμης κοιλότησιν . ἔχει δὲ καί τινας ἐξοχὰς ἡ κνήμη , αἵτινες οὐκ ἐῶσιν εὐκόλως γίνεσθαι τὰ
γεῖσα , ὄντα τῶν τειχῶν : ἄλλως : τὰς ποικίλας ἐξοχὰς τῶν οἰκοδομημάτων : ἄλλως : τὰ ἄκρα τῶν ἐπάλξεων
3755124 ἀτεραμνους
ἀπόκομμ ' ἀτεράμνου : ἀντὶ τοῦ λίθινε καὶ σκληρότατε : ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ
σκληρότητα . καὶ Πλάτων κέχρηται τῇ λέξει , κερασβόλους καὶ ἀτεράμνους λέγων τοὺς σκληροὺς διὰ τούτων : „ μή τις
3752687 βιαιᾳ
ἀλλ ' οὐχ ὑπείκων οὐδὲ ὁμοίωϲ εὐαφήϲ , πλὴν τῇ βιαίᾳ θλίψει ὠθούμενοϲ εἴκει : τὸ γὰρ ὀϲτέον τῶν νηπίων
μηλωτίδι ἢ ἀγκίϲτρῳ μικρῷ ἢ τριχολάβῳ ταῦτα ἐκβάλλειν ἢ κατατάϲει βιαίᾳ τῆϲ κεφαλῆϲ ἐπί τινοϲ κύκλου τοῦ ὠτὸϲ ἐντιθεμένου .
3750142 λευρον
πόνου . καὶ δή σφε λείπω χειρία λόγοις σέθεν . λευρὸν κατ ' ἄλσος νῦν ἐπιστρέφου τόδε . καὶ πῶς
' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ ' ὅτι
3746310 ἐναντιωσει
τὰ δεύτερα ἀποφέρεται μᾶλλον καὶ ὅσα τῇ δυνάμει καὶ τῇ ἐναντιώσει τῆς γενέσεως προσήκει . Μονοειδῶς δὲ αὐτῶν ἀντιλαμβάνεσθαι δεῖ
γένεσις πολυειδὴς οὖσα καὶ ἐκ διαφερόντων συνισταμένη τῇ οἰκείᾳ μὲν ἐναντιώσει καὶ διαιρέσει μαχομένως καὶ μεριστῶς τὸ ἓν αὐτῶν καὶ
3743009 εἰσιδουσῃ
. . νέφος λύπης . προσῇξε ] προσῆλθε . . εἰσιδούσῃ ] καὶ εἰσιδούσῃ τὸ ση η , καὶ εἰσιδοῦσι
λύπης . προσῇξε ] προσῆλθε . . εἰσιδούσῃ ] καὶ εἰσιδούσῃ τὸ ση η , καὶ εἰσιδοῦσι τὸ σι ι
3738412 τειχομαχιᾳ
καὶ οἵαν οὐδεὶς οὔτ ' εἶδεν οὔτ ' ἤκουσεν ἐπὶ τειχομαχίᾳ γεγενημένην ποτέ , καὶ μάλιστα δὴ περὶ τὸ κατερριμμένον
: πρόκειται γάρ σοι ἐνεργεῖν τὸ ἐπιβάλλον ὡς στρατιώτῃ ἐν τειχομαχίᾳ . τί οὖν , ἐὰν σὺ μὲν χωλαίνων ἐπὶ
3737574 πεπυρωμενοις
ζῶσιν , εἰς ταὐτὸ μίξαντες καὶ κυλίσαντες ἐν ἀγγείοις εἰκῇ πεπυρωμένοις . ἐπὰν δὲ ἐπιστῇ τὸ θέρος , ἐν τοῖς
περιαιρεῖται δὲ ἔνθα ἂν ᾖ καὶ καυστηρίοις διακαίεται οὐ σφόδρα πεπυρωμένοις . εἰσὶ δὲ οἳ ξυραφίοις πεπυρωμένοις ὁμοῦ τέμνουσι καὶ

Back