τυραννικὸν ποιητικῷ , ποτέρῳ ἂν αὐτοῖν φανείη ἐνθεώτερος , καὶ οὐράνιος , καὶ ἄξιος Ἀφροδίτης ἐπονομάζεσθαι , καὶ ἔργον εἶναι
παραπτώματα αὐτῶν , ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος : ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις , οὐδὲ
γαῖαν , οἶκε θεῶν μακάρων , ῥόμβου δίναισιν ὁδεύων , οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς , ἐν στέρνοισιν ἔχων
τῆς γῆς , εἷς γάρ ἐστιν ὑμῶν ὁ πατὴρ ὁ οὐράνιος . μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί , ὅτι καθηγητὴς ὑμῶν ἐστιν
7301618 χθονιος
πατρὸς τυμβωρύχος : Οἷον τυμβωρύχου πατρός . 〚 ἐπειδὴ ὁ χθόνιος λέγεται μὲν καὶ ὁ γήϊνος : λέγεται δὲ καὶ
ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν . Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι
' εἴη τελευτά ? . [ ] γετε ? χώρας χθόνιος ? ? μνοις ! ! ! ! ! !
πλησίον σου ὡς σεαυτόν . λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος , Πάντα ταῦτα ἐφύλαξα : τί ἔτι ὑστερῶ ; ἔφη αὐτῷ
7074607 ἀγριος
καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει
χειρὸς καὶ λέγει τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ : συγχάρητέ μοι ὅτι πρόβατον ἀπολωλόμενον ηὗρον . καὶ μεγάλη χαρὰ γίνεται ἐν τῷ
] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις .
δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη : Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη , καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ
7015977 βεβηλος
ὁ γὰρ ἀνέραστος φεύγει καὶ ἀποδιδράσκει τὸν ἐρωτικόν , ἅτε βέβηλος καὶ ἀτέλεστος τῷ θεῷ καὶ τοσοῦτον ἀνδρεῖος , ὅσον
ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ . Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν , ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός : καὶ ἔθηκεν
ἐλέγχων καὶ ὅσων ἀθέατος καὶ ἀνήκοος δεῦρο εἰσῆλθες ὥσπερ τις βέβηλος παντάπασιν . εἶτα μύστης ὢν τὸν ἱεροφάντην ἐξετάζεις ;
καὶ βλέπων ταῦτα . καὶ ὅτε ἤκουσα καὶ ἔβλεψα , ἔπεσα προσκυνῆσαι ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τοῦ ἀγγέλου τοῦ δεικνύοντός μοι
6986542 αἰθεριος
, ὡς ὅταν λέγωσιν ἐνάλιος Ζεύς , χθόνιος Ζεύς , αἰθέριος Ζεύς , ὁ δὲ πρὸ τῶν τριῶν , ὡς
δεξιὰν σιαγόνα [ σου ] , στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην : καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά
Πτολεμαίων φιλοσόφων ἑτέρων μερὶς οὐ μετρία καὶ ὁ ἐκ Σταγείρων αἰθέριος νοῦς , ὁ τοῖς νέοις σοφοῖς τοῖς ἀνεγνωκέναι μαθήματα
. τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην , καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ
6974193 θαλασσιος
, προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης
οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Νικολαϊτῶν ὁμοίως . μετανόησον οὖν : εἰ δὲ μή , ἔρχομαί σοι ταχύ
, ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος :
γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἔναντι τοῦ θεοῦ . μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης , καὶ δεήθητι
6924811 ὑγρος
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ
, ἴνα μετὰδοσο ποίὀσιν τοῖς πτωχοῖς . τοῦ θέλη ὁ Θεὸς τιἂν νἡστείαν . Ἄκουσον , δικαὶε Ἱωάννη , ποίαν
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς
διἀβόλο καὶ τοῖς δέμοσην αὐτοῦ : οὐ κρίνη αὐτὸν ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος . Δευτέρα ἀμαρτία ἐστὴν
6912840 μοσχος
εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . τὸ
πρὸς αὐτοὺς μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας , λέγει κύριος , διδοὺς νόμους μου ἐπὶ καρδίας αὐτῶν , καὶ ἐπὶ τὴν
: δίκετε τρομερὰ σώματα : ἔρριψεν : τέλεον : ἡ μόσχος δηλονότι : θηλυκῶς γὰρ εἶπεν : οὗ κατῴκισεν :
καίτοι οὐκ ἀμάρτυρον αὑτὸν ἀφῆκεν ἀγαθουργῶν , οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους , ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς
6907965 αἰσθητος
. , . , , . Φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγὼς αἰσθητὸς ἀκοῇ τὸ ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ ἐστιν . πᾶσα
ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ θεοῦ : εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη , ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν . Ὦ ἀνόητοι Γαλάται
ἤρτηται οὖν ὁ νοητὸς κόσμος τοῦ θεοῦ , ὁ δὲ αἰσθητὸς τοῦ νοητοῦ , ὁ δὲ ἥλιος διὰ τοῦ νοητοῦ
ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ . ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει , Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου
6879285 τυφως
ἡ αὐτὴ ἐκνεφίας ποιεῖ . κεραυνὸς δὲ καὶ πρηστὴρ καὶ τυφὼς κατασκήψας σκηπτὸς λέγεται . τοσαῦτα μὲν ἀρκέσει ὡς ἐν
κωλυθέντες ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος λαλῆσαι τὸν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ : ἐλθόντες δὲ κατὰ τὴν Μυσίαν ἐπείραζον εἰς τὴν
. ] : ἐξετύφην μὲν οὖν κλαί - ουσα . τυφὼς οὖν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ πρὶν ἐκπυρωθῆναι τὸν
ἀδελφοί , ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἐν τῇ Ἀσίᾳ , ὅτι καθ ' ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν ,
6875277 ὀχος
ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι ; οἰκεῖος αὐτὸν ὤλες ' ἁρμάτων ὄχος ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι
ἀλλὰ δι ' ἐπιστροφῆς ὀρθῆς ἐξομολογήσεως θερμῆς τὰς δυνάμεις τῶν δαιμόνων ἐνίκησεν καὶ σύνθρονος τοῖς ἐπισκόποις καὶ λειτουργὸς τοῦ θεοῦ
Ὄχθαι . τὰ χείλη τῶν ποταμῶν τὰ ἐξέχοντα . ἔχω ὄχος ἔξοχος , καὶ θηλυκὸν ὄχη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον καὶ χίλια τριάκοντα βρέφη ἀνήλωσεν καὶ ἄλλα ἐστατὸν
6872458 Τιταν
ἔπειθ ' ὑπ ' αὐτοὺς θήκαμεν παρεμβολήν . ἐπεὶ δὲ Τιτὰν ἥλιος δυσμαῖς προσῆν , ἐπέσχομεν , θέλοντες ὄρθριον μάχην
, ψεύστοις ἐστὶν . Ὁ δὲ Ἱωάννης εἶπεν : Ἡπέ μει καὶ περι τῆς αὐτῆς νιστίας . Μεγάλη γὰρ χάρης
, γαῖά τε καὶ πόντος πολυκύμων ἠδ ' ὑγρὸς ἀήρ Τιτὰν ἠδ ' αἰθὴρ σφίγγων περὶ κύκλον ἅπαντα . .
μετάδιδὸν αὐτῶν . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Κύριε ὑπέ μει καὶ περὶ τῶν γυναικῶν . Ἔως εὐλογηθῆ ἡ γηνὶ
6846810 λειμων
καὶ ἐπὶ γενικῆς : δαφνών : παρθενών : ἀνδρών : λειμών : χειμών : ἀγών : αἰών : σεσημείωται τὸ
τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω μου τὴν χεῖρα εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ , οὐ μὴ πιστεύσω . Καὶ μεθ '
] ! [ . . . θελουσ ! [ ! λειμών ? ? ? [ ! ] ! ! !
σκέλη , ἀλλ ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξεν , καὶ ἐξῆλθεν εὐθὺς αἷμα καὶ ὕδωρ .
6832005 βλαστημα
τοῦτον ὁρᾶν ἅπαν καθαρόν τε καὶ γνήσιον τῆσδε τῆς γῆς βλάστημα , ποιητὴς ἂν εἴποι , καὶ μάλ ' ἐπανθοῦν
θεόν , ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος
χείρονος παράγειν ὑπομένων : εἰ δ ' οὐκ ἔστι μὲν βλάστημα ἡ ψυχή , ἐνοῦσα δὲ ἐν τῷ σώματι κρατεῖται
ὑμᾶς , καὶ πῶς ἐπεστρέψατε πρὸς τὸν θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ , καὶ ἀναμένειν τὸν
6828261 ἀοικος
ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ
ὁ Κύριος ἐνόπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρωπὼν . Ὁ τημὸν τὴν κυριἀκὴν μετὰ παντὸς τοῦ οἶκου αὐτοῦ , ἀπὸ ὥρας θʹ
εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος ,
, καὶ ὁ Κύριος κιριἀκὴ . Ὁ τημῶν τὴν ἀγίαν κυριἀκὴν , τὴμὰ αὐτὸν ὁ Κύριος ἐνόπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρωπὼν
6820285 ἀψυχος
γεγραμμένος οὐκ οὐσία ἀλλὰ συμβεβηκός , οὐκ ἔμψυχος ἀλλ ' ἄψυχος , οὐκ αἰσθητικὸς ἀλλ ' ἀναίσθητος , ἀλλὰ ζῷον
τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας , μετῆρεν ἐκεῖθεν .
. νόμων δὲ ὁ μὲν ἔμψυχος βασιλεύς , ὁ δὲ ἄψυχος γράμμα . πρᾶτος ὦν ὁ νόμος : τούτῳ γὰρ
οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους , εἶπεν τοῖς
6813914 κυανεαις
κυανώπιδες [ ] ἤρυσαν [ ὕδωρ ] κάλπισι [ ] κυανέαις καὶ ἔσβεσαν ἀκάματον [ ] πῦρ . Φιλίννης Θεσσαλῆς
κόσμῳ ἐστὶν ἤδη . ὑμεῖς ἐκ τοῦ θεοῦ ἐστε , τεκνία , καὶ νενικήκατε αὐτούς , ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ
συμπαθὼν δὲ τῇ Ἀνδρομάχῃ ὀδύρεται τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας : κυανέαις ἵπποισι : μελαίναις . ἐπὶ γὰρ ἵππων μελαινῶν λέγουσι
ἡ σκοτία ἐτύφλωσεν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ . Γράφω ὑμῖν , τεκνία , ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα
6806577 ἐλαφρος
δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ
ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγενήθη , ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα . Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς [ περίλυπον γενόμενον ] εἶπεν
ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που
ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπ ' ἄνωθεν ἕως κάτω . Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι
6796589 σωτηριος
τῶν πολεμίων σάκη διασείων . σαυρωτῆρος τῆς ἐπιδορατίδος . σαώτερος σωτήριος . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀπολελυμένου Αἰολικοῦ τοῦ σάος
, ἐστὶν ἐπὶκατάρατος . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Κὺριε ὑπε μει καὶ περὶ τῆς ἀγάπης . ἀγαπίσωμεν ἀλλοίλους .
ἀήρ ἀέρος ἀέριος , αἰθήρ αἰθέρος αἰθέριος , σωτήρ σωτῆρος σωτήριος : οὕτως οὖν καὶ ἀλιτήρ ἀλιτῆρος ἀλιτήριος . ἀπὸ
, ἐστὶν ἐπὶκατάρατος . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Κὺριε ὑπε μει καὶ περὶ τῆς ἀγάπης . ἀγαπίσωμεν ἀλλοίλους .
6780941 Κυπριος
καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχεν ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ
ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ , ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν
τῶν πλουσίων καὶ ὑβριστῶν . Τοιοῦτοι γὰρ οἱ Κολοφώνιοι . Κύπριος βοῦς : ἐπὶ τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος
καὶ ἐποτίσατέ με , ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με , γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με , ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με ,
6778374 ἁγνος
ἄμφω γὰρ ἑνὸς ὀνόματα κύρια : τὸ δὲ ἄγνος καὶ ἁγνὸς καὶ ἀργὸς καὶ Ἄργος ἕτερα . ποικίλη δὲ καὶ
. καὶ πάλιν Ἠσαΐας λέγει , Ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί , καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν : ἐπ '
δέρμα ἰχνεύμονος ἢ φώκης ἢ ἐλάφου ἢ γυπὸς καὶ φόρει ἁγνὸς ὤν . εἰ δὲ καὶ χρυσώσῃς ἔξωθεν , κάλλιον
, ᾧ καὶ εἶπεν μαρτυρήσας , Εὗρον Δαυὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί , ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου , ὃς ποιήσει
6754885 ἀφεγγης
ὕπνου φησίν . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ὕπνον , παρόσον ἀφεγγής ἐστι . κατέχευας , ὦ κιθάρα , ἁπαλὸν καὶ
ἡ πίστις ἡμῶν . τίς [ δέ ] ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν
ἔα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ' ἀφεγγής , θεόσυτος , ἢ βρότειος , ἢ κεκραμένη ;
οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . ὁ νικῶν οὐ μὴ ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου .
6745499 γενετωρ
ποταμῶν οὔτ ' αἰθέρος ὄμβριον ὕδωρ , ἀλλὰ μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε καὶ ποταμῶν . . . .
παρὰ κυρίου , εἴτε δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος . Καὶ οἱ κύριοι , τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς , ἀνιέντες τὴν
μεγίστη καὶ Διὸς αἰθήρ , ὁ μὲν ἀνθρώπων καὶ θεῶν γενέτωρ , ἡ δ ' ὑγροβόλους σταγόνας νοτίας παραδεξαμένη τίκτει
εἶπεν αὐτοῖς . λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπαν οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς , Τί λύετε τὸν πῶλον ;
6743632 ἐνοσις
' , ἐκλύετε ; περγάμων γε κτύπον . ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύζει πόλιν . ἰὼ ἰώ , τρομερὰ τρομερὰ μέλεα
χαρᾶς ὑμῶν , τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε . ἔκρινα γὰρ ἐμαυτῷ τοῦτο , τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ πρὸς ὑμᾶς
στεφθεῖσα χλόα νάρθηκας εἰς ἱεροὺς ῥόμβου θ ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία βακχεύουσά τ ' ἔθειρα Βρομίωι καὶ παννυχίδες θεᾶς
εἰ ὁ θεὸς νεκροὺς ἐγείρει ; ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου δεῖν πολλὰ ἐναντία
6738343 λαμπων
φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ
ὀσμὴ ἐκ ζωῆς εἰς ζωήν . καὶ πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός ; οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν
σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων .
λέγων αὐτῷ , Κύριε , μὴ σκύλλου , οὐ γὰρ ἱκανός εἰμι ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς : διὸ
6718762 ἐκπορευεται
Φαραώ : λέγεται γὰρ τῷ προφήτῃ : „ ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ , καὶ στήσῃ συναντῶν αὐτῷ παρὰ
καὶ εὐθὺς ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ , καὶ ἀνέκραξεν λέγων , Τί ἡμῖν καὶ σοί
ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ . ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον : ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς
εὐθὺς ] ὑπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ , ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασιν :
6715400 Ἁιδης
καὶ Δαρειὰν κεκλημένον . ἢ τὴν Δαρείαν ψυχὴν ἀναπέμψει ὁ Ἅιδης τοῦ τάφου ἔξωθεν . θεομήστωρ δὲ κικλήσκετο : θεομήστωρ
Μεσοποταμίαν , Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν , Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν , Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν , Αἴγυπτον καὶ τὰ
δὲ οἱ δώδεκα θεοὶ οὗτοι : Ζεύς , Ποσειδῶν , Ἅιδης , Ἑρμῆς , Ἥφαιστος , Ἀπόλλων , Δημήτηρ ,
ἐπίστασθε ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ ' ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν πῶς μεθ ' ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην ,
6712024 ἀργης
Νεῖκος ᾧ διακρίνεται . φησὶ δ ' οὕτω : Ζεὺς ἀργὴς Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀϊδωνεὺς Νῆστίς θ '
ἐκκλησίας τῆς οὔσης ἐν Ἰερουσαλὴμ περὶ αὐτῶν , καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρναβᾶν ἕως Ἀντιοχείας : ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν
; . τέσσαρα γὰρ πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε : Ζεὺς ἀργὴς Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ '
παροξυσμὸς ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ ' ἀλλήλων , τόν τε Βαρναβᾶν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον . Παῦλος δὲ
6710006 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
εἰς τὰ εἴδωλα καὶ εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἰς τοὺς ἀστέρας , καὶ οἵτινες ἐν αἱρέσει τὴν πίστιν ἐμίαναν ,
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας : Οἶδά σου τὰ ἔργα , ὅτι ὄνομα ἔχεις
6701002 αἰγλη
τὸ λίαν γίνεται αἴγλη : πάνυ γάρ ἐστιν ὁρμητικὴ ἡ αἴγλη . οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τοῦ Ψαλτῆρος . σημαίνει
γραμματεῖς λέγοντες , Διὰ τί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσιν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων ; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν
αὐτοὺς κύματα μακρὰ φέροντο : περὶ στεροπῇσι δ ' ἀνάσσης αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον
τί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν ; ὁ γὰρ θεὸς εἶπεν , Τίμα τὸν
6690859 ἀρκτος
παρούσης ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν ἀδήλων ⋮ Ἡ γὰρ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ
προτόπλαστον Ἀδᾶμ . Τὅτε εἶπεν πρὸς τὰ πνεύματα : Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρονταις , κατὰ πάντα καὶ
ὁ χερσαῖος πόδας μὲν ἔχει πενταδακτύλους , καθάπερ καὶ ἡ ἄρκτος , ῥύγχος ὑός , ὀδόντας οὓς μὲν προβάτου ,
φόβου , καὶ περὶ τοῦ μεγάλου τρισαγίου , καὶ τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοῖ πρὸςφέροντες , καὶ ἐπάρσεως τὸ
6690286 σκοπελος
Στράβων ἑβδόμῃ . οὕτως καὶ ἡ χώρα . Δουσαρή , σκόπελος καὶ κορυφὴ ὑψηλοτάτη Ἀραβίας . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ
πατέρας ὑμῶν , λέγων πρὸς Ἀβραάμ , Καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς . ὑμῖν
ἔχει μέσος : τοία Στυγός σε μελανοκάρδιος πέτρα Ἀχερόντιός τε σκόπελος αἱματοσταγὴς φρουροῦσι , Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνες , ἔχιδνά
, ἀλλ ' ὡς ἐφ ' ἑνός , Καὶ τῷ σπέρματί σου , ὅς ἐστιν Χριστός . τοῦτο δὲ λέγω
6688580 θηλυς
ᾠῶν πουλυπόδια ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . ὁ δὲ θῆλυς πουλύπους ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς , ὁτὲ δ
μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς , καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ . Ὁ φιλῶν πατέρα
τοῦ ω φθόγγος , στρογγύλος τε ὢν καὶ συνεστραμμένος , θῆλυς δὲ ὁ τοῦ η : διαχεῖται γάρ πως ἐν
ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν . κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι ' ὑμᾶς , κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ
6682997 αἰθηρ
τοῦ “ βιοθρέμμονα ” δῆλον , ὅτι ἀήρ , οὐχὶ αἰθήρ . Αἰθέρα : τὸν ἀέρα : ὁ γὰρ αἰθὴρ
ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε : ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν . ταπεινώθητε ἐνώπιον
οὐδὲν ἐμπόδιον , οὐ τοῦ ἡλίου πῦρ , οὐχ ὁ αἰθήρ , οὐχ ἡ δίνη , οὐχὶ τὰ τῶν ἄλλων
αὐτῶν , καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι , οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι : [
6674651 εὐθαλης
, οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς καὶ εὐθαλὴς τεκεῖν ὑπὸ δρόσῳ ἐαρινῇ οἶδεν , ἐρύθημά τε ὡραῖον
οἱ ἄγγελοι , καὶ εἶπον : Σὲ ὑμνούμεν . Καὶ ὄταν ἀνοίξει τὰς θύρας τῆς ἐκκλησίας κρατὸν κάλαμων καὶ γράφον
χωρίων ; καίτοι Σωκράτει μὲν ἀπέχρησε πλάτανος εὐφυὴς καὶ πόα εὐθαλὴς καὶ πηγὴ διαυγὴς μικρὸν ἀπὸ τοῦ Ἰλισσοῦ , κἀνταῦθα
: Κύριε , ὑπέ μοι οἰ ἀναγνῶσται τίνες εἰσὶν , ὄταν ἔλθωσιν ἐν ἀμβόνῳ ψάλλοντες ; Ἄκουσον , δίκὲε Ἱωάννη
6673485 Ὀλυμπος
δὲ μεταξὺ τὰ μὲν μεσημβρινὰ ἡ Ἀμαθουσία , καὶ ὁ Ὄλυμπος τὸ ὄρος , τὰ δὲ ἀρκτικὰ ἡ Λαπηθία .
καὶ γυνὴ ἐὰν λευκαίνουν τρίχας τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ πορνεύῃ καλεῖται οὕτως ὅτι μὲν εἰς τὸ ἴδιον τέκνον αὐτῆς ἐμοίχευσεν
: Ἥτε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί . Ὄλυμπος οὕτω ψιλοῦται , καὶ οὕτω λέγεται οὐρανός . Ὁμοίως
, ἰδαῖ πολῆς δαίμονοι , οὐχ ἡμῶν ἀποχὴ τῶν βρομάτων καλεῖται , ἀλλὰ πάντων τῶν κακῶν . Ὁ γὰρ νιστεύεις
6671145 ζαμενης
Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην , τοῦτ ' αἴτημί σε ὁ ζαμενὴς δ ' ὁ χοροιτύπος , ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε
αὐτοὺς ὁ Θεός : ὡς τῶν Ιοὔδαν ἐν τῷ πυρὶνῳ ποταμῷ . Τρίτη ἀμαρτία ἐστὶν . ἐὰν τὴς τὰς ἕξ
ἀποδέχεται ὁ Πίνδαρος τὴν μετὰ συνέσεως τόλμαν τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν : ἡ μὲν σύνεσις προεπισκοποῦσα
σάλπιγγα , Λῦσον τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ Εὐφράτῃ . καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι
6668348 ἀσκιος
τὸ αἷμα . Αὕτη ἐστὶν κιννάβαρις τῶν φιλοσόφων καὶ χαλκὸς ἄσκιος ξανθός . Ὧδε μνήσθητι ὡς ἔλεγεν ὁ ἀρχαῖος :
πιστοῦ λόγου , ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν . Εἰσὶν γὰρ
] φυε ? [ ] [ ] επται ? ? ἄσκιος ἀήρ [ ] δύω κατὰ βασμὸν ἔασι [ ]
καὶ ἡ ἐκείνων ἐγένετο . Σὺ δὲ παρηκολούθησάς μου τῇ διδασκαλίᾳ , τῇ ἀγωγῇ , τῇ προθέσει , τῇ πίστει
6667251 Αἰθηρ
. ἀμέτρητ ' ] ἄπειρε . μετέωρον ] κρεμαμένην . Αἰθὴρ ] πῦρ . βροντησικέραυνοι ] αἱ τὰς βροντὰς καὶ
βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ ' ἐμοῦ : καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς , καὶ ἐν μέσῳ τῶν
πνεύματα : ὁ δὲ αἰθὴρ ἔρημος τούτων ἁπάντων καθέστηκεν . Αἰθὴρ ] * Ἐνταῦθα θηλυκῶς κεῖται , καθ ' ὁμοιότητα
ἐντολῆς . συμβέβηκεν αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας , Κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα , καί , Ὗς λουσαμένη
6658201 Νυξ
βουλήν . ἐκ Χάεος δ ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο . Γαῖα δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον
Ἰακώβ ; οὐκ ἔστιν [ ὁ ] θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων . καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ
σεύεσθ ' ἐν τεύχεσσιν ἑοῦ πατρός : ἀλλά μιν ἔσχε Νὺξ ἥ τ ' ἀνθρώποισι λύσιν καμάτοιο φέρουσα ἔσσυτ '
τοῦτο γὰρ Χριστὸς ἀπέθανεν καὶ ἔζησεν ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ . σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου
6653789 χειμεριος
θαλίαις ἡ πόλις ἦν ὥσπερ εἰκός : καὶ πᾶς ὁ χειμέριος χρόνος ἀμφὶ ταῦτα ἐδαπανήθη . ἀρχομένου δ ' ἔαρος
κυριότητα δὲ ἀθετοῦσιν , δόξας δὲ βλασφημοῦσιν . ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος , ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ
. . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος : Εὐδόξῳ καὶ Δοσιθέῳ χειμέριος ἀήρ . . . . . ἐν δὲ τῇ
τὴν νεφέλην , καὶ ἐξέλθωσιν ἔξω τοῦ οὐρανοῦ καὶ σαλπίσουσιν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ μετὰ τῶν κεράτων ἐκείνων , καθὼς προεῖπεν
6651142 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
ἡ γῆ , ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται . ὃς
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
ἐστιν ἐπὶ θύραις . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται .
6614755 ποντος
θηρῶν ἀνόητα γένη , σοὶ δὲ καὶ χθὼν πᾶσα καὶ πόντος καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . καίτοι γε πόσῳ κρεῖττόν
λαὸν περιούσιον , ζηλωτὴν καλῶν ἔργων . Ταῦτα λάλει καὶ παρακάλει καὶ ἔλεγχε μετὰ πάσης ἐπιταγῆς : μηδείς σου περιφρονείτω
παρεῖχ ' ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα
καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι . Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει . εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσιν λόγοις
6613386 ποικιλος
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος ,
' ἐν παντὶ συνιστάνοντες ἑαυτοὺς ὡς θεοῦ διάκονοι , ἐν ὑπομονῇ πολλῇ , ἐν θλίψεσιν , ἐν ἀνάγκαις , ἐν
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ
ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται . ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν . Ὅταν δὲ ἴδητε
6611906 τροφος
τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ
καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως . Παῦλος δοῦλος Χριστοῦ Ἰησοῦ , κλητὸς ἀπόστολος
δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν ,
πάντα καθ ' ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας . προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος , ἵνα λάβωμεν ἔλεος καὶ
6611298 κιρκος
στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος :
καὶ ἄλλοι γηραλέοι , καὶ ἄλλοι νεώτεροι , καὶ ἄλλοι βρέφη : ἐν τῇ ἀναστάσει ποταποὶ ἀναστήσονται ; καὶ ἤκουσα
τάχα μοῦνος ἐναντίον ἰσοφαρίζοι αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν , ἢ κίρκος ταναῇσι τινασσόμενος πτερύγεσσιν , ἢ δελφὶς πολιοῖσιν ὀλισθαίνων ῥοθίοισι
καὶ ὑποκρίσεις καὶ φθόνους καὶ πάσας καταλαλιάς , ὡς ἀρτιγέννητα βρέφη τὸ λογικὸν ἄδολον γάλα ἐπιποθήσατε , ἵνα ἐν αὐτῷ
6607875 αὐλος
αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ
οὐκ ἔστιν φθόνος , οὐκ ἔστιν μισαδελφία , οὐκ ἔστιν ἀδικία , οὐκ ἔστιν ὑπερηφανία , οὐκ ἔστιν καταλαλιά ,
, ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο
τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν , οὗτος ἀληθής ἐστιν καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν . οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν
6607814 καρκινος
πραγματεία τοιαύτη : εὑρεῖν οἴκησιν ἐν ᾗ λόγου χάριν ὁ καρκίνος τῷ λέοντι ἐν ἴσοις χρόνοις ἀνατέλλει [ πρὸς τὸ
λέγει μοι , Μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου , ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν . ὁ
ἡ μὲν οὖν πίννη ὄστρεόν ἐστιν , ὁ δὲ πιννοτήρης καρκίνος μικρός . καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει
εὐδόκησας . τότε εἶπον , Ἰδοὺ ἥκω , ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ , τοῦ ποιῆσαι , ὁ θεός
6600917 εὐειδης
οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι δήμῳ Φαιήκων : ὁ γὰρ οἰκία
μου , καθὼς πάντοτε ὑπηκούσατε , μὴ ὡς ἐν τῇ παρουσίᾳ μου μόνον ἀλλὰ νῦν πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ ἀπουσίᾳ
προσώπῳ . Καθῆστο δὲ ἐπ ' ἄκρας τῆς κορυφῆς παρθένος εὐειδὴς μὲν οὔ , ὡραία δέ , ἀληθινοῦ καὶ ἀρχαίου
ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου : οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ
6596988 ἀλκυων
βέλος , καὶ ἀπέκτεινε τὸν ἄνδρα . Κηρύλος δὲ καὶ ἀλκυὼν ὁμόνομοι καὶ σύμβιοι . * * καὶ γήρᾳ γε
ὄφις ἐξηπάτησεν Εὕαν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ , φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἁπλότητος [ καὶ τῆς ἁγνότητος ]
ἀντέθηκεν οὖν αὐτῷ κουρέα . [ Ἄλλως . ὁ ἄρσην ἀλκυὼν κηρύλος λέγεται . ἐν δὲ ταῖς συνουσίαις ἀποθνήσκει .
, ἐν οἷς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσεν τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ
6596796 Ὠκεανος
ὡς εἴρηται , λόγῳ τοιῷδε ἀλληγορίας : ἀλληγορεῖται γὰρ ὁ Ὠκεανὸς εἰς τὸν νοῦν ἐτυμολογούμενος , ἀπὸ τοῦ ὠκέως νάειν
: τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέν μοι ὁ πατὴρ οὐ μὴ πίω αὐτό ; Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ
τοῦ πλεῖν καὶ τοῦ ὁδεύειν : περαιτέρω γὰρ λοιπὸν ὁ Ὠκεανὸς καὶ πάντα ἀφανῆ , ζόφου ὄντος . τὰ ἐντεῦθεν
ἑαυτούς : λέγω γὰρ ὑμῖν [ ὅτι ] οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ νῦν ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως
6588475 ἐχις
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ
Ἢρ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ἐλιέζερ τοῦ Ἰωρὶμ τοῦ Ματθὰτ τοῦ Λευὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ἰωνὰμ τοῦ
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος
χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Λευὶ δώδεκα χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Ἰσσαχὰρ δώδεκα χιλιάδες ,
6588024 ἐβλαστεν
, τοῦ Αἰήτου πυθομένου περὶ τῶν προειρημένων ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; λέγοντα : καὶ κάρτα φρίξας τ '
νιστίας . Μεγάλη γὰρ χάρης ἐστὶν ἠ νηστεία : πολλοὶ διἀ τῆς νηστείας , ὑπερέβησαν μετὰ τὰ οὐρανία , καὶ
μὲν οὐκ ἄρ ' ᾖστε τὸν Προμηθέα ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; καὶ κάρτα : φρίξας γ ' εὐλόφῳ
σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρονταις , κατὰ πάντα καὶ διἀ πάντα . Καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ ἄγγελοι , καὶ εἶπον
6586776 τεγγει
φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἀγένητα : στοιχεῖα . παρ '
μὲν γὰρ κρίμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα , τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα . εἰ γὰρ τῷ
ὡς φάτις ἀνδρῶν , χιών τ ' οὐδαμὰ λείπει , τέγγει θ ' ὑπ ' ὀφρύσι παγκλαύτοις δειράδας : ᾇ
σοί . δι ' ἣν αἰτίαν ἀναμιμνῄσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ θεοῦ , ὅ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς
6583810 ἀκηρατος
τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι
ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι θεὸς ἡμῶν ἐστιν : καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν , ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν . κἂν εἴπω
διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην
τὸ ὄνομα αὐτοῦ . γράφω ὑμῖν , πατέρες , ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ ' ἀρχῆς . γράφω ὑμῖν , νεανίσκοι
6581428 κοραξ
κόπτει αὐτούς , πολλῶν δὲ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέκοψεν ὁ κόραξ . μάχεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἰσχυρῷ , τῷ καλουμένῳ
οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν . ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην , ὅτι ἐκεῖνος
κατὰ φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσι . κόρακος ] ὡς κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων
μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε , γινώσκοντες ἔχειν ἑαυτοὺς κρείττονα ὕπαρξιν καὶ μένουσαν . μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν , ἥτις
6578700 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
Καὶ τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ λέγει τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ : συγχάρητέ μοι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,
. τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων οὓς εἶδες ἐπὶ τῆς δεξιᾶς μου , καὶ τὰς ἑπτὰ λυχνίας τὰς χρυσᾶς :
6574110 ἀμετοχος
⌋ δέ , ἐν ὧι [ ἡ καταβολή ] , ἀμέτοχός ψυχροῦ , δῆλον [ ὅτι καὶ τὸ ] κατασκευαζόμενον
Ναασσών , Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών , Σαλμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Βόες ἐκ τῆς Ῥαχάβ , Βόες δὲ ἐγέννησεν
καὶ ὁ τόπος δέ , ἐν ὧι ἡ καταβολή , ἀμέτοχός ἐστιν ψυχροῦ , δῆλον ὅτι καὶ τὸ κατασκευαζόμενον ζῶιον
υἱοῦ Ἀβραάμ . Ἀβραὰμ ἐγέννησεν τὸν Ἰσαάκ , Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ , Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰούδαν καὶ
6572637 γονος
” ὁτὲ δὲ ἐπιγονή , “ πεντήκοντα δ ' ἕκασται γόνος δ ' οὐ γίνετ ' αὐτῶν . ” ἐπὶ
λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα ὧδε , καὶ δείξω σοι ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα . εὐθέως ἐγενόμην
τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν : αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος , ἣν ἐγὼ αὐτὴ θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ
, καὶ ἐλάλησεν μετ ' ἐμοῦ λέγων , Δεῦρο , δείξω σοι τὸ κρίμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης τῆς καθημένης
6567101 ἑρπων
πλῆθος ἕτερον ἦν κακὸν ἄφατον : καθάπερ γάρ τις θάνατος ἕρπων τὴν ἁπάντων ζωὴν κατεβόσκετο , ὡς ἐκ τούτου τὰς
οἶκον αὐτοῦ , καὶ τοὺς καμάτους αὐτοῦ . Ὁ δὲ Ἱωάννης εἶπεν : Ἐἃν τις τὰς ἕξ ἡμέρας νηστεύων καὶ
τάξις : κυρίως δὲ ἡ στρατιωτικὴ τάξις . καὶ τὸ ἕρπων δὲ καταχρηστικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ ἱπτάμενος . * οὐλαμός
ἀγίαν κυριἀκὴν οὐ τιμὰ , ψεύστοις ἐστὶν . Ὁ δὲ Ἱωάννης εἶπεν : Ἡπέ μει καὶ περι τῆς αὐτῆς νιστίας
6543966 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
, Γεννήματα ἐχιδνῶν , τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς ; ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας :
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
ὠφέλιμός ἐστιν , ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης . πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος :
6540303 ἀσημος
. κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς : ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος , κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων ,
[ τῷ ] παροργισμῷ ὑμῶν , μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ . ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω , μᾶλλον δὲ κοπιάτω
ποι , ὁμολογῶ φονεὺς εἶναι . Ἡ δὲ νὺξ οὐκ ἄσημος : τοῖς γὰρ Διπολίοις ὁ ἀνὴρ ἀπέθανε . Περὶ
: παραλαμβάνει τοὺς ἀμετανοήτους ὁ διάβολος καὶ ἀπάγει αὐτοὺς τῷ διαβόλῳ τῷ πατρὶ αὐτοῦ . Ἐὰν δὲ ποιήσῃ θυσίαν ὁ
6536595 πορος
ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι
οὖν ποίησον ὅ σοι λέγομεν : εἰσὶν ἡμῖν ἄνδρες τέσσαρες εὐχὴν ἔχοντες ἐφ ' ἑαυτῶν . τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν
πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις :
καὶ περὶ τῆς λυτουργίας , ὅταν ποιεἴση ὁ ἰὲρενς τὴν εὐχὴν τῆς προθέσεως , καὶ ἀπὲρχετε ἰἐρουργὴν . Ἄκουσον ,
6532265 ἀκαμας
ἀθανάτοισι : θεοῖς : τὸ στερητικὸν α βραχύνεται πλὴν τοῦ ἀκάμας καὶ ἀθάνατος . φιλή : προσφιλής : εἰ μὴ
τῇ ἐρήμῳ ; τίσιν δὲ ὤμοσεν μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ εἰ μὴ τοῖς ἀπειθήσασιν ; καὶ βλέπομεν ὅτι
αὐτοῦ τε περιπολουμένου καὶ δι ' αὐτοῦ πάντων ἐρχομένων . ἀκάμας τε χρόνος περί τ ' ἀενάωι ῥεύματι πλήρης φοιτᾶι
τῷ λαῷ τοῦ θεοῦ : ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ ὥσπερ
6525733 ἀμικτος
ὁ δ ' ἐναντίος σκαιός , ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων ,
ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ
πᾶσα ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν , καὶ ὅταν ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς
Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν , μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε , μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε . ἡ γὰρ
6525416 ὑψηλος
τἀτύχημ ' αὐτὴν φυγεῖν τὸ συμβεβηκός . σὺ δέ τις ὑψηλὸς σφόδρα [ ] ν ? [ ] βάρβαρος [
τῷ ἀνδρί . τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον λέγω , οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω , ἀλλὰ πρὸς
ἄλλως : ὁ δὲ ἕτερος ὁ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέων γένους ὑψηλὸς μὲν ὁρᾶται , καὶ ἄνω τῆς γῆς οὗτος ὑπερέχων
ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι . ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι
6518969 ἱερος
λέγει γοῦν οὐχ ὁ Ἰακὼβ τῷ Ἰωσὴφ μᾶλλον ἢ ὁ ἱερὸς λόγος παντὶ τῷ τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοῦντι , ἐν
ἄγγελος κυρίου καὶ παρέλαβεν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ : καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν : καὶ ἐκάλεσεν τὸ
πάσας συμβέβηκε τῆς εἰρήνῃ φίλης ἡσυχίας μακρὰν ἀπεληλαμένης , ὁ ἱερὸς συναινεῖ λόγος : οὐ γὰρ λέγει μὴ εἶναι πολέμου
εἶχεν ἵνα τις μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ἀνθρώπου : αὐτὸς γὰρ ἐγίνωσκεν τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ . Ἦν δὲ ἄνθρωπος
6517969 σκληρος
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν
, ἵνα περισσεύητε μᾶλλον . οἴδατε γὰρ τίνας παραγγελίας ἐδώκαμεν ὑμῖν διὰ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ . τοῦτο γάρ ἐστιν θέλημα
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ
πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστιν ; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν ἀπ ' ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ : ὁ δὲ πατὴρ
6516420 ἀφαντος
: διὰ τὴν αὐτὴν χρείαν καὶ ἐπιθυμίαν . ὡς δὲ ἄφαντος ἔπελες : ὡς δὲ ἀφανὴς ἐγένου , καὶ οἱ
ἐντεῦθεν , ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν ; ἐπιθυμεῖτε , καὶ οὐκ ἔχετε : φονεύετε
ἠφανίσθη ὁ θεός , μετὰ δὲ ταῦτα καὶ ἡ Ἀριάδνη ἄφαντος ἐγενήθη . μυθολογοῦσι δὲ Νάξιοι περὶ τοῦ θεοῦ τούτου
παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ : νυνὶ δὲ
6515804 Κενταυρος
τ [ ] ἐραννὰν ἐπὶ δαῖτα ? [ ] ὀρικοίτας Κένταυρος [ ] αἰτεῖ δέ με παίδατα ? [ ]
ταῦτα εἶπεν αὐτῷ , Μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ . ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ , Ἄνθρωπός
ἠεροειδῆ καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ ' οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος , ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα
μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ : ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν . ἀπὸ δὲ τῶν
6509151 νοητος
, ἄρχοντος δὲ νοῦ ὅμως ἀνάγκης . Ὁ μὲν γὰρ νοητὸς μόνον λόγος , καὶ οὐκ ἂν γένοιτο ἄλλος μόνον
, οὐ μή με ἴδητε ἀπ ' ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε , Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου . Καὶ
τὸ ἔξω . Καὶ μέχρι τοῦ πρὸ τοῦ εἰδώλου ὁ νοητὸς κόσμος ἅπας τέλεος ἐκ πάντων νοητῶν , ὥσπερ ὅδε
τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε , ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε , Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν , γενήσεται
6508803 ἀγηραος
κύτος ἡμῶν . . . . ψυχῆς πάμμορφον ἄγαλμα . ἀγήραος . ἄζωνος . ἀμφιπρόσωπος . ἀναγωγός . ἄφθεγκτος .
. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί : ὅτι ἐποίησέν μοι μεγάλα ὁ δυνατός , καὶ
, φαγὼν καὶ αὐτὸς γέγονεν ἀθάνατος , ἀλλ ' οὐκ ἀγήραος , ἐφ ' ᾧ κατεπόντισεν ἑαυτόν . μαντεύεται δὲ
. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί : ὅτι ἐποίησέν μοι μεγάλα ὁ δυνατός , καὶ
6507447 Ναϊς
ὅντινα τὸν Ὑψέα ποτὲ ἐν ταῖς ἐξοχαῖς τῆς Πίνδου ἡ Ναῒς εὐφρανθεῖσα τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει ἐγέννησε Κρέουσα Γῆς οὖσα
περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει ; ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα
' ἔλακεν – – ˘ αἰάγμασι στένουσα νύμφα τις οἷα Ναῒς ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ
τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον . καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε , ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ :
6501979 χωρος
σοι βούλεται παραστῆσαι , ὅτι ἕτερος νηπίων καὶ ἕτερος τελείων χῶρός ἐστιν , ὁ μὲν ὀνομαζόμενος ἄσκησις , ὁ δὲ
, Ἑτοίμασον τί δειπνήσω , καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω , καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι
ἕξεις πλοῦτον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων ⋮ Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι χῶρός ἐστι γειτνιῶν καὶ καλεῖται Νίβας : οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα
τοῦ με παθεῖν : λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ φάγω αὐτὸ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ
6501969 γειτων
προσηκόντων χάριτος τυχεῖν . οὐκοῦν καὶ ἐτάφη μεγαλοπρεπῶς καὶ ὁ γείτων τῷ φόνῳ ποταμὸς ἐκλήθη Πίνδος ἐκ τοῦ νεκροῦ καὶ
Ἰερουσαλήμ : ὑμεῖς μάρτυρες τούτων . καὶ [ ἰδοὺ ] ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ ' ὑμᾶς
ποταμὸς κατέρχεται . Κρᾶθις : τὸ ἑξῆς : Κρᾶθις δὲ γείτων χῶρος συνοίκους αὐτοὺς δέξεται Κόλχων Πόλαις ἠδὲ Μυλάκων ὅροις
ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον : καὶ ὑπὲρ αὐτῶν [ ἐγὼ ] ἁγιάζω ἐμαυτόν , ἵνα ὦσιν καὶ αὐτοὶ ἡγιασμένοι
6489825 ἀλεκτωρ
] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν
δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι . στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ
σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει
Σατανᾶς ἀνέστη ἐφ ' ἑαυτὸν καὶ ἐμερίσθη , οὐ δύναται στῆναι ἀλλὰ τέλος ἔχει . ἀλλ ' οὐ δύναται οὐδεὶς
6472534 πανυπερτατε
κόσμοιο μέρος , στοιχεῖον ἀμεμφές , παμφάγε , πανδαμάτωρ , πανυπέρτατε , παντοδίαιτε , αἰθήρ , ἥλιος , ἄστρα ,
ἔχετε διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς : αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε , διότι κακῶς αἰτεῖσθε , ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς
δικαιοσύνης , φιλονάματε , δέσποτα κόσμου , πιστοφύλαξ , αἰεὶ πανυπέρτατε , πᾶσιν ἀρωγέ , ὄμμα δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς
ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν , ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε , ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ
6465019 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
λέγω ὑμῖν μὴ ἀπελπιστεῖν τοῦ θεοῦ ἡμῶν φιλανθρωπίαν ὅτι αὐτὸς εἶπε : τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
λέγω ὑμῖν μὴ ἀπελπιστεῖν τοῦ θεοῦ ἡμῶν φιλανθρωπίαν ὅτι αὐτὸς εἶπε : τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω
6463064 χθων
ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ
ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν καὶ λειπόμενοι τῆς ἐφημέρου τροφῆς , εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν , Ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ
” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος
: λύσατε αὐτὸν καὶ φέρετε . καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ , Τί ποιεῖτε τοῦτο ; εἴπατε , Ὁ κύριος
6459042 γονιμος
ὁ δ ' ἄρτιος οὐδέποτε τὸν περισσόν , ὡς οὐ γόνιμος ὢν οὐδὲ ἔχων δύναμιν ἀρχῆς . Ὥστε ἐν τῷ
, καθὼς εἶπεν ὁ προφήτης : τότε ἀνοίσωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε ,
τούτοις ἐπικρατοῦντος , ἑαυτῷ τε συντιθέμενος γεννᾷ τὸν ἄρτιον : γόνιμος γάρ ἐστι καὶ ἔχει δύναμιν ἀρχῆς καὶ διαίρεσιν οὐκ
, καθὼς εἶπεν ὁ προφήτης : τότε ἀνοίσωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε ,
6456439 εὐρυς
ἔμελλεν ἐκτελέειν : τῶ καί μιν ἐυφρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν εὐρὺς ἀγάσσατο λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν
ὅταν ἀνοίξῃ τὴν δευτέραν σφραγῖδα , κρυβήσεται ἡ σελήνη καὶ οὐκ ἔσται ἐν αὐτῇ φῶς . καὶ ὅταν ἀνοίξῃ τὴν
πάντες Ἀχαιοὶ ἄλλοι ὁμῶς ἄλλῃσιν ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων
δίκαιός μου ἐκ πίστεως ζήσεται , καὶ ἐὰν ὑποστείληται , οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ . ἡμεῖς δὲ
6454375 ἀφθαρτος
σχεδὸν μέν τι ἤδη ὁ Κρίτων . ” Ἠΐθεος . ἄφθαρτος πρὸς γυναῖκας . Ἥκιστα . οὐ πάνυ . Ἠλύγη
. Οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς , Φιλιππήσιοι , ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου , ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας , οὐδεμία
φησὶ γὰρ ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς ἀκροαματικοῖς ὅτι ἡ ψυχὴ ἄφθαρτος : εἰ γὰρ ἦν φθαρτή , ἔδει μάλιστα αὐτὴν
διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ εὐλογοῦντες τὸν θεόν . Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος , καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς
6448812 δρακων
ζῷον ὑπερφυές , Διονύσου ἄγαλμα , ᾧ Ἰνδοὶ ἔθυον : δράκων ἦν μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ
ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν , ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ
Αὐλίδι , πόλει τῆς Βοιωτίας . ἔνθα καὶ θυόντων αὐτῶν δράκων ἐπὶ τὸ πλησίον ἀνελθὼν δένδρον στρουθοῦ νεοσσοὺς ὀκτὼ διέφθειρεν
τὸν κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν , ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν . Δικαιωθέντες
6447403 κεκασμενος
πέλει : πουλὺς δὲ περὶ σφίσι πάμπαν ἄρηρε χρυσὸς δαιδαλέοισι κεκασμένος , οἷσι καὶ αὐτὸς Ἥφαιστος μέγα θυμὸν ἐν ἀθανάτοισιν
τοὺς ὁμοιουμένους τῶν ἀγγέλων διὰ τῆς ἐναρέτου αὐτῶν πολιτείας , κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν , καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσωσιν
Χῖός φησιν περὶ αὐτοῦ : ὣς ὃ μὲν ἠνορέῃ τε κεκασμένος ἠδὲ καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον
τοὺς ὁμοιουμένους τῶν ἀγγέλων διὰ τῆς ἐναρέτου αὐτῶν πολιτείας , κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν , καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσωσιν
6443941 Ἀδωνις
διὰ τοῦ δ κλίνεται εἴτε ἀρσενικὰ εἴη εἴτε θηλυκά , Ἄδωνις Ἀδώνιδος , Πάριδος Θέτιδος Μέμφιδος : τὰ ἐν τοῖς
οἴδατε πάντες . οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν , ἀλλ ' ὅτι οἴδατε αὐτήν , καὶ ὅτι
κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων , ὁ τριφίλητος Ἄδωνις , ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς . παύσασθ ' ,
' οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων , διότι τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ
6433160 βαθυς
δὲ ποιηταῖς θηλυκῶς . ἐκδεκτέον οὖν καὶ τὸ παρὰ Ἐρατοσθένει βαθὺς αὐλῶν θηλυκῶς εἰρῆσθαι , ὡς θῆλυς ἐέρσα . πᾶν
οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει , ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν . καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ
πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ . κολπώθη δ ' ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης ἱστίον οἷά τε νηὸς ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην .
' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά . ὅταν τὰ ἴδια πάντα ἐκβάλῃ , ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται , καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ
6430591 ἀπλανης
θατέρῳ . Ἡ μὲν γὰρ τοῦ πάντα περιέχοντος οὐρανοῦ κίνησις ἀπλανὴς οὖσα μία τέ ἐστι καὶ τεταγμένη , ἡ μέντοι
, μὴ ἐξέλθητε : Ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις , μὴ πιστεύσητε : ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ
, αἱ δὲ πρὸς αὐτὸ τὸ ζῆν . τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν
γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ : ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ
6418282 κουρος
δ ' ὅτε τις μυίῃσι περὶ γλάγος ἐρχομένῃσι χεῖρα περιρρίψῃ κοῦρος νέος , αἳ δ ' ὑπὸ πληγῇ τυτθῇ δαμνάμεναι
Ἰησοῦς ἔλεγεν , Πάτερ , ἄφες αὐτοῖς , οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν . ] διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν : εἰ τότε κοῦρος ἔα νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει . ἀλλὰ καὶ
ποιήσουσιν εἰς ὑμᾶς διὰ τὸ ὄνομά μου , ὅτι οὐκ οἴδασιν τὸν πέμψαντά με . εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα
6415365 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
ἐν ᾧ καυχῶνται εὑρεθῶσιν καθὼς καὶ ἡμεῖς . οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι , ἐργάται δόλιοι , μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί , καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος , τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι : καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα
6414519 ὀρεινος
ξυλόχοισιν : τόποις ξύλους ἔχουσιν . ὀρέστερος : ὀρείφοιτος , ὀρεινὸς , ὀρειφοίτης , ἐν ὄρει διάγων . ἀγροιώτης :
: αὐτὸς γὰρ Ἰησοῦς ἐμαρτύρησεν ὅτι προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει . ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τὴν
„ . Ἀαρὼν δέ ἐστιν ὁ ἱερεύς , καὶ τοὔνομα ὀρεινὸς ἑρμηνεύεται , μετέωρα καὶ ὑψηλὰ φρονῶν λογισμός , οὐ
ἠκούσαμεν γενόμενα εἰς τὴν Καφαρναοὺμ ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου . εἶπεν δέ , Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
6398550 αἰσιος
τὸ α μακρὸν καὶ ψιλοῦται : ἢ παρὰ τὴν αἶσαν αἴσιος καὶ Ἄσιος . . . . Ἀσιᾶτις : ἡ
Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , ἐν ᾧ εὐδόκησα : ἀκούετε αὐτοῦ . καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσαν
. : Διὰ τί τῶν οἰωνῶν ὁ καλούμενος ἀριστερὸς , αἴσιος ; . . . Ἢ μᾶλλον , ὡς Ἰόβας
μου ὁ ἀγαπητός μου οὗτός ἐστιν , εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν
6396148 ὑδρα
ἐπιπλοκῆς συμφώνου παροξύνεται , καὶ μακρὸν ἔχει τὸ Α : ὕδρα πέτρα ῥήτρα φαρέτρα γάστρα μήτρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα
μου . καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται . ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν
, ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία κύων , Σφίγξ , ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ '
αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά
6393799 τραγος
καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας
καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπεν , Κύριε , ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος , θερίζων ὅπου οὐκ
ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα
καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω , ἐγὼ δέ σε ἔγνων , καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας ,
6390294 Ἀδρηστεια
Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο . Ἔνθα τετίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται . Δημήτριος δὲ ὁ Σκήψιος Ἄρτεμίν φησιν εἶναι
ἧς ἐλπίδος ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων , βασιλεῦ . τί ἄπιστον κρίνεται παρ ' ὑμῖν εἰ ὁ θεὸς νεκροὺς ἐγείρει ;
Ἄδρηστος ποταμοῖο παρὰ ῥόον Αἰσήποιο , ἔνθα τετίμηταί τε καὶ Ἀδρήστεια καλεῖται . σφωίτερον μῦθον ἐν δ ' ἱστὸν θῆκεν
ἀνὰ μέσον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ; ἀλλὰ ἀδελφὸς μετὰ ἀδελφοῦ κρίνεται , καὶ τοῦτο ἐπὶ ἀπίστων ; ἤδη μὲν [
6389980 εὐδιος
χόλον , ὄλβον ὀλέθρου , ὄφρα γάμῳ πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἀντιάσειε . στὰς δ ' ἄρ ' ἐπὶ ῥηγμῖνος
Διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός . Ἐκ
μόθοιο ἀσπασίως γάνυταί τε καὶ εἰρήνης καμάτοισι τέρπεται ἁρπαλέοισι καὶ εὔδιος εἰλαπινάζει , ἀνδρῶν τε πλήθουσα χοροιτυπίης τε γυναικῶν :
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι , ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν , οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν
6385633 πανδαματωρ
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε
ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ ; οὐκ ἐν περιτομῇ ἀλλ ' ἐν ἀκροβυστίᾳ : καὶ σημεῖον ἔλαβεν περιτομῆς , σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες
νεκρῶν : καὶ ὑμᾶς νεκροὺς ὄντας τοῖς παραπτώμασιν καὶ τῇ ἀκροβυστίᾳ τῆς σαρκὸς ὑμῶν , συνεζωοποίησεν ὑμᾶς σὺν αὐτῷ ,
6385542 σφραγις
δὲ τὸ στρουθίον ὠφελεῖ τοὺς αὐτοὺς ζωμῷ λαμβανόμενος . Λημνία σφραγὶς καὶ ἤδη νεμομένην ἰᾶται δυσεντερίαν πινομένη τε καὶ ἐνιεμένη
' ὃ καὶ δέδεμαι , ἵνα φανερώσω αὐτὸ ὡς δεῖ με λαλῆσαι . Ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω ,
, κτείνουσα τοὺς ἐπιγινομένους σκώληκας . Ἡ δὲ Λημνία λεγομένη σφραγὶς γῆ ἔκ τινος ὑπονόμου ἀντρώδους ἀναφέρεται . Γύψος δύναμιν
γὰρ περισσεύματος καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ . Τί δέ με καλεῖτε , Κύριε κύριε , καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ
6381616 γαια
, οὐδὲν δίκαιόν ἐστιν ἐν τῷ νῦν γένει . Ὦ γαῖα πατρίς , ἣν Πέλοψ ὁρίζεται , χαῖρ ' ,
ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην σχῶ ἀφ ' ὧν ἔδει με χαίρειν , πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ
ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός . ἀεί ποθ ' ἥδε γαῖα τοῖς ἀμηχάνοις σὺν τῶι δικαίωι βούλεται προσωφελεῖν . τοιγὰρ
τὸν τύπον τοῦτον : Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν . Τὸν ἄνδρα τοῦτον συλλημφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ
6378956 Παν
ἀπὸ τῆς μιᾶς τοῦ κόσμου συστάσεως καὶ μονοειδοῦς ὑποδιεκρίθη . Πᾶν γὰρ ἓν πρὸ τοῦ οἰκείου πλήθους ἐστὶ τῇ ἑαυτοῦ
ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες . καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν
μὴ ἓν μὴ ἔστι τοῦ εἰ ἓν μὴ ἔστιν ; Πᾶν τοὐναντίον . Τί δ ' εἴ τις λέγοι εἰ
ἐν πολλῷ ἀγῶνι . ἡ γὰρ παράκλησις ἡμῶν οὐκ ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ ἀκαθαρσίας οὐδὲ ἐν δόλῳ , ἀλλὰ καθὼς
6377743 ἀγηρως
ὡς καὶ Εὐριπίδης τὴν ἀγήρων ἀρετήν , καὶ Δημοσθένης τιμὰς ἀγήρως . ἐρεῖς δὲ πολυετής , μα - κρόβιος ,
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστώτων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὸν υἱὸν τοῦ
ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα . ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ
, Πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ ' αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται . οὐ γάρ ἐστιν διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος , ὁ
6376579 τιθηνη
κομίζῃ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐχένι παιδὸς ἀερτάζουσα τιθήνη λᾶαν ἐρητύσει κακομήτιος ὄσσε Μεγαίρης : καὶ δέ σε
ὁδοῖς αὐτῶν , καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν . οὐκ ἔστιν φόβος θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν . Οἴδαμεν δὲ
γῆρας ἑσπέραν βίου ἢ δυσμὰς βίου . . βαυβώ : τιθήνη Δήμητρος . σημαίνει δὲ καὶ κοιλίαν ὡς παρ '
βλέπω . ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές , Οὐκ ἔστιν οὗτος παρὰ θεοῦ ὁ ἄνθρωπος , ὅτι τὸ σάββατον

Back