γυναιξὶ παρασκευάζων τοῦ σωφρονεῖν καὶ μηδὲν ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ δικαίως οἰκουρεῖν , διδάσκων ὡς , ἄν τι ἁμάρτῃ τοιοῦτον ,
, ταῖς δὲ γυναιξὶν ἧττον ἐγίνετο τὰ νοσήματα διὰ τὸ οἰκουρεῖν καὶ μὴ ἀπολαύειν τοῦ ἀέρος , καὶ διὰ τὸ
6028823 ἐπιφοιταν
. ἢ παλίγκοτον ἵνα εἴπῃ τὸ ἰσχυρὸν παρὰ τὸ δὶς ἐπιφοιτᾶν δύνασθαι . ἀνεκάς : ἄνωθεν : ἢ ἄνω .
ἐν τοῖς μάλιστα Διόνυσον σέβουσιν Ἠλεῖοι καὶ τὸν θεόν σφισιν ἐπιφοιτᾶν ἐς τῶν Θυίων τὴν ἑορτὴν λέγουσιν . ἀπέχει μέν
6019928 πεπλους
εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε ] ἐταράττετο , ἐστασίαζε . .
ἄνευ ποικιλμάτων ἐσθήματα ἑανοὺς καλεῖσθαι , τὰ δὲ σὺν ποικίλμασι πέπλους . τὸ δὲ ζῶμα ἔστι μὲν ἐπιτήδειον ἐνδῦναι ,
5718920 γυμνωσαντες
κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς ῥίζας τὰς ἁδροτάτας αὐτῶν καὶ μεγίστας καὶ διελόντες
ζητοῦσιν . Ἐὰν δὲ μετὰ ταῦτα ἀκαρπῇ τάς τε ῥίζας γυμνώσαντες παραδιδόασι τῷ χειμῶνι καὶ τὰς ἄλλας κολάσεις προσφέρουσι τὰς
5604812 κυσιν
γνωστὸς ἔσται ὅτι ἔχει . Πολλοὶ δὲ κατ ' Ἤπειρον κυσὶν ἐχρήσαντο ὧδε . Ἀπαγαγόντες δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα
τὸ δεῖπνον εἰς τὸ σταῖς ἀπεψῶντο τὸ λίπος καὶ τοῖς κυσὶν ἐπέρριπτον . ΓΘ ἄλλως : τὸ σταῖς , ᾧ
5559567 καθαροισι
. καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων
. καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων
5371002 φεροντας
, ὠμοτοκεῖν Ἕλληνες . ἀμφορεαφόρους Ἀττικοὶ τοὺς μισθοῦ τὰ κεράμια φέροντας . ἀναρριχᾶσθαι Ἀττικοί , προβαίνειν ἀνέρπων Ἕλληνες . ἀμφιμάσχαλος
Ἑλλήνων Φωκέας ἐλευθέρους ὄντας , προσεχομένους δὲ Βοιωτοὺς οὔτε φόρον φέροντας ἐκείνοις , οὔτ ' ἄρχοντ ' οὐδένα Λακεδαιμονίων αὐτόθι
5368968 αὐλια
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε ,
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα
5326856 σθενων
τὸν αὐχένα ταῖς συμφοραῖς πιεζόμενος , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι σθένων ἢ μὴ τολμῶν διὰ τοὺς συναντῶντας καὶ τοὺς ἐπὶ
σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα , ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων : τὰ δ ' οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι
5318482 κακοπαθουντας
ἐφ ' οἷς αὐτοὺς ἡ βουλὴ πάνυ νομίζουσα τετρῦσθαι προσεδόκα κακοπαθοῦντας ἐνδώσειν περὶ τῆς ἡγεμονίας . οἳ δὲ τὰ μὲν
, κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . Ἀνιηραὶ θέρεος : ὥσπερ
5299220 ἐπιφερομενους
ἀλλ ' ὁρῶντες τούς τε σφετέρους νενικημένους καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους ἐπιφερομένους ἐς φυγὴν ἐτράποντο . καὶ τῶν μὲν Μαντινέων καὶ
ῥαδίως κωλύουσι καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἐχθρῶν βουλομένους προσρυῆναι καὶ ἐπιφερομένους ὡς εἰκὸς ἤδη μετὰ ἀσφαλίας ὑποδέχονται εἰς τὸ μὴ
5296844 ῥοπαλοις
σύνηθες ἐζήτει τὴν κόρην . ὁ δὲ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ ῥοπάλοις αὐτὸν ἐδίωξεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ
δὲ ἡ ἐπὶ χρημάτων ἀμφισβήτησις ἐν λόγοις . ἀποτυμπανίσαι ] ῥοπάλοις ἀνελεῖν . ἀνελεῖν . Ποτίδαιαν ] τὴν Κασάνδρειαν .
5274164 πλευμονας
, ἀ δ ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ ὠθήτω τέγγε πλεύμονας οἴνωι , τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται , ἀ δ
ἐμὲ τάξεως . ἡ μεταφορὰ ἐκ τοῦ νομίσματος . τοὺς πλεύμονας ὑπὸ γέλωτος ἀναβρασθῆναι : σημαίνει τὸν σφοδρώτερον γέλωτα .
5257019 λογχαις
, οἱ δὲ τόξοις , οἱ δὲ σαυνίοις τε καὶ λόγχαις στοχαζόμενοι , τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἅπαντας κατειργάσαντο .
ἐμῶν , οἳ νῦν σὺν ἑπτὰ τάξεσιν σὺν ἑπτά τε λόγχαις τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν : οἷος δορυσσοῦς Ἀμφιάρεως
5256957 βολαις
ἔθεον ἀλαλάξαντες ὁμόσε , πρῶτον μὲν οἱ ψιλοὶ σαυνίων τε βολαῖς καὶ τοξεύμασι καὶ λίθοις ἀπὸ σφενδόνης μαχόμενοι , καὶ
Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ . μακέλλῃ : Δίκελλα πλατεῖα . . Λικυμνίαις βολαῖς : ἐν δὲ ἐνίοις τῶν σχολικῶν ὑπομνήμασι ταυτὶ γέγραπται
5235822 δυσφρονων
ἀλλοτρίαν ἄτην , ἀλλ ' αὐτὸς ἁμαρτών . Ἰὼ φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα στερεὰ θανατόεντ ' , ὦ κτανόντας τε καὶ
Ἀγαμέμνονος ὡς μὴ ἐκδικήσαντας , ἡμᾶς δὲ σωματικῶς φθαρῆναι . δυσφρόνων μειλίγματα ] τῶν ἐχθρῶν μειλίγματα : αἱ κολάσεις γὰρ
5234658 μεθεηκεν
τὰ τοιαῦτα : ἀλλ ' ἦ τοι κλαύσας καὶ ὀδυρόμενος μεθέηκεν : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν . ἐν
ἀμείνονα πατρὸς ἑοῖο παῖδα τεκεῖν : τῶ καί σε λιλαιόμενος μεθέηκεν δείματι , μή τις ἑοῦ ἀντάξιος ἄλλος ἀνάσσοι ἀθανάτων
5216176 ξιφων
τιθεὶς ἀληθῆ : τοῦτό φησιν ὅτι ἐπηράσατο ὁ Οἰδίπους διὰ ξιφῶν τὴν οὐσίαν αὐτῶν μερίσασθαι αὐτούς : ταύτην δὲ τὴν
τὰ ὅπλα , θεμένους δ ' ἀπετάφρευέν τε καὶ μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψας ἀνεῖλεν ἅπαντας , ὀδυρομένους τε καὶ θεῶν
5206283 ἀποσοβειν
ὅλας τὰς δικτύας πρὸς τὸ ψοφεῖν τοὺς κώδωνας , καὶ ἀποσοβεῖν τὰ ὄρνεα , ὅπως μὴ καθίζῃ ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ
τῶν τειχῶν : προσαμβάσεις : ἐπαναβάσεις . ὅ ἐστιν : ἀποσοβεῖν τῶν τειχέων τὰς ἐπαναβάσεις : καὶ ξυστρατήγους : στρατηγοὺς
5199231 ἀπειλαις
βαρβάρου καὶ ἄφρονος ἀλαζονείας κατά τε μορφὰς καὶ φωνὰς ἐν ἀπειλαῖς πολεμίων σπαθᾶται , τίνα παρέχειν πέφυκε τοῖς ἀνοήτως ἐπιοῦσι
καὶ βαρυτέροις τῆς δυνάμεως ἄχθεσι πιέζων μηδ ' ὑβρίζων μηδὲ ἀπειλαῖς καὶ ἐπανατάσεσιν εἰς | χαλεπὰς δυσθυμίας ἐφελκόμενος , ἀλλ
5189317 ἐσκευασεν
καὶ προσιόντος τοῦ Ἀννίβου μετὰ Νομάδων , οὓς Ῥωμαϊκοῖς ὅπλοις ἐσκεύασεν , τὰς μὲν πύλας ἐκ μηχανήματος ἀνέσπασαν ὡς δὴ
πάντων τῶν τεθυμένων χοίρων τὰς γλώσσας ἠγόρασεν , καὶ ἐλθὼν ἐσκεύασεν αὐτὰς πρὸς δεῖπνον . ὁ Ξάνθος παραγενάμενος μετὰ τῶν
5185812 φιλαις
χθονὸς ] γῆς . . ἔδοξε ] ἐφάνη καλόν . φίλαις κατασκαφαῖς ] ἐντίμοις καὶ πρεπούσαις καὶ ἀποδέκτοις ἐκείνῳ .
' οὔτι ] [ ῥῆμ ' ] ἔχεις εἰπεῖν [ φίλαις ; [ ] δέδοικα θανάτωι παιδὸς οἷα πείσομαι .
5175714 ἐννεπων
δέ τις ἀνερεῖ , εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων . Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς
ἔν γε ταῖς Θήβαις τραφεὶς ἀπεστέρης ' ἐμαυτόν , αὐτὸς ἐννέπων ὠθεῖν ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ , τὸν ἐκ θεῶν φανέντ
5153906 ἀρασσων
τίς οὐ σίδηρον προσφέρει , τίς οὐ πέτρον , βάλλων ἀράσσων ; πᾶν δ ' ἀνήλωται δέμας τὸ καλλίμορφον τραυμάτων
νούσων : ἄλλοτε δ ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι
5151068 τοξευειν
ὄντας : ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸς εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενος
ἀριστερά . εἰς τὸ πηδᾶν ἐφίππους . καὶ εἰς τὸ τοξεύειν συντόμως ἐπάνω ἵππου τρέχοντος μίαν ἢ δευτέραν σαγίτταν καὶ
5148498 θρηνουντας
ταῖς διατυπώσεσιν αὐταῖς ὡς ἔφαμεν λέγοντες ὡς προσῆκον δεδακρυμένους , θρηνοῦντας , ἐστεφανωμένους , καὶ οἷα ἐποίουν περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους καὶ
. ὁ φυσικὸς τοὺς Αἰγυπτίους κοπτομένους ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ θρηνοῦντας ὁρῶν ὑπέμνησεν οἰκείως : οὗτοι φησίν εἰ μὲν θεοί
5145240 ὡπλιζεν
. . | καὶ Ἀλκιβιάδην πλέον Σωκράτης ἐπὶ τοὺς πόνους ὥπλιζεν ἢ τ [ . . . . . .
Μιθριδάτην . ἅμα δ ' ἡμέρᾳ τὸν μὲν στρατὸν αὑτῶν ὥπλιζεν ἑκάτερος , οἱ προφύλακες δ ' ἀλλήλων κατὰ τὸ
5125275 θαμινα
' ἐν Κορδύβῃ χειμάζοντος ἐκ μέσου μετοπώρου καὶ Γάιον Μάρκιον θαμινὰ ἐπιπέμποντος αὐτῷ , ἄνδρα Ἴβηρα ἐκ πόλεως Ἰταλικῆς .
: ὁ δὲ Οὐρίατθος , ἢ νυκτὸς ἢ καύματος ὥρᾳ θαμινὰ ἐπιὼν καὶ οὔ τινα καιρὸν ἀδόκητον ἐκλείπων , ψιλοῖς
5125197 κλητους
στρατευόμενοι πρὸς τὸν Μῆδον πόρρω Ἐλευσῖνος ἐν ταῖς τριήρεσι , κλητούς τινας ἐκ τοῦ καταλόγου προαιρεῖται ἐπὶ τὰ δρώμενα καὶ
κλήδην τὸ καλέσαι : “ κλήδην εἰς ἀγορήν . ” κλητούς τοὺς ἐξ ὀνόματος καλουμένους . κληῖδας τὰ ξύλα ἐφ
5119435 βεβρεγμενους
θυὰς ] ἐκστᾶσα ἐμαυτῆς . Ξ αἱματοσταγεῖς ] τοὺς αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ φόνῳ . θ αἱματοσταγεῖς
ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν , ὡς ὑπὸ χαλάζης ἢ ὑετοῦ βεβρεγμένους . Τιτηνὶς δὲ ἡ Ἄρτεμις , ἡ Λητοῦς θυγάτηρ
5113606 τροφιμους
γενέσθαι τε τραφέμεν τε . ταὐτὸν δὴ καὶ τοὺς ἡμετέρους τροφίμους δεῖ διανοουμένους τὰ μὲν εἰρημένα ἀποχρώντως νομίζειν εἰρῆσθαι ,
. ἕτεροι δὲ εἶπον ὡς ἐπεὶ ἡ Σελήνη δηλοῖ τοὺς τροφίμους ἐνιαυτούς , εἰσὶ δὲ τὰ μέσα αὐτῆς ἔτη λθ
5082192 μαλακαις
καὶ εὐζώμου σπέρματος καὶ κνήκου . καθευδέτωσαν δ ' ἐπὶ μαλακαῖς κοίταις καὶ ἀναγινωσκέτωσαν ἀκολάστων ἀναγνώσματα . Ἐντατικὸν ποιοῦν καὶ
. τὸ δὲ τῶν τριχῶν μέσον ἐπαινε - τόν . μαλακαῖς δὲ πάνυ θριξὶ τετριχῶσθαι γυναικεῖον : οὐ μέντοι γυπὸς
5066561 φυλλαδος
φαίνεται πᾶσα καὶ ποτόν , καὶ εὐνὰ δὲ ἁ μετὰ φυλλάδος , τῷ δὲ τρυφᾶν καὶ συβαρίζεν εὐποριουμένῳ καὶ ἁ
δ ' οὐκ ἔνι χώρᾳ , τό θ ' ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει , παιδὸς δ
5061969 εἰδ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
5057918 καλιας
δὲ ἀπ ' ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιάς . καὶ εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε , μετάρσιος αἰρόμενος
καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ ὅγ ' ἠρήμωσε καλιάς , αὕτως ὀρνίθων τε τόκον κτίλα τ ' ὤεα
5053078 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
5051834 πληγαις
ἢ τὸν δεῖνα , μὴ τούτους οἴου μόνον ἠδικῆσθαι ταῖς πληγαῖς , ἀλλὰ πολλὰς πόλεις διὰ τῶν βουλῶν , ὑπὲρ
οὐ παλαίσοντας ἔτι , ἐπὶ δὲ ἱμάντων τῶν μαλακωτέρων ταῖς πληγαῖς . ἀνάκειται δὲ καὶ τῶν ἀγαλμάτων τὸ ἕτερον ,
5051178 ὀλοφυρομενους
σὺν αὐτῷ παρόντας ἐκ τῆς πόλεως . ὡς δὲ κατέμαθεν ὀλοφυρομένους τε πολλοὺς καὶ δακρύοντας , εἰς ἱκεσίας καὶ δεήσεις
τῆς δευτέρας . . Ι . Μ . οἴκτρ ' ὀλοφυρομένους . † ) οἰκτρῶς καὶ ἐλεεινῶς ὀδυρομένους . .
5048886 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
5036310 κυνας
: καὶ γὰρ εἰ πάνυ ὠκὺς τύχοι καὶ πολλὰς πολλάκις κύνας διαπεφευγώς , ἀλλά γε ἐξ εὐνῆς ἀνιστάμενον καὶ ξὺν
Ἑκάτης : καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας
5032704 χλαινας
ἐν ἀρχῇ δείξας δώδεκα πέπλους , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τά τε λοιπὰ τῶν κομισθέντων δώρων , ἀλλ
, ἢν δέῃ : καὶ ἐπὶ μὲν τὸν στύλον ἐπιστρῶσαι χλαίνας ἢ ἄλλο τι , ὃ μαλθακὸν μὲν ἔσται ,
5031080 νιφαδες
σῖτον αἱρουμένῳ πολλάκις . τὸ πολὺ δὲ ἐποίουν καὶ αἱ νιφάδες , ἡνίκ ' ἂν ἀλλήλοις ἐντύχοιμεν . οὐ γὰρ
ἀπάνευθε νεῶν ἐχέοντο θοάων . ὡς δ ' ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται ψυχραὶ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς
5030981 βοαν
ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ : ἐν σοί
: λείπει τὸ τινά : πάρεστι γάρ τινα στενάζειν : βοᾶν ἐκπλήττεσθαι : γράφεται μιᾷ μοίρᾳ : οὐκ ἐπ '
5023597 ὐπα
δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ
βασίλευς [ ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος [ ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε ,
5009004 περικαλλεας
ταὶ δ ' ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ . αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον . αὐτὰρ
νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας : αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν . αὐτὰρ
5007719 ἐρνεσιν
† , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ
δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι
5004860 ἐριφους
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον ,
5003139 προωθων
, περιισταμένους ὄπισθεν καὶ πολὺ ἄπωθεν , ἕως ἂν κατατείνῃ προωθῶν αὑτὸν τῆς ἄρκυος τὸν περίδρομον . εἶτα ὅστις ἂν
ὀργήν , ἀκάθεκτος τὸν θυμόν , δύσμαχος δυσάλωτος δυσαγώνιστος , προωθῶν , προρρηγνύμενος , ἐμπίπτων , προσπίπτων , ἀνατρέπων ,
5002667 τεοισιν
ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων ? [ ] τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς ? [ ] : ἤτορι δὲ
ἴδηαι , πῶς ἔρξεις , φίλε τέκνον , ἐπὴν ἐρίφοισι τεοῖσιν , οὕς ποτε θῆρα πέλωρον ὑπεκπροφυγὼν ἱκέτευσας , τοῖσι
5001346 ἀλοχοις
εὐνῆς δὲ γάμων πέρι δηριόωνται : πολλαῖς δ ' εἷς ἀλόχοις πέρι μάρναται : ὃς δέ κεν ἀλκῇ νικήσῃ ,
δρακοῖσα ] [ [ ´χεν ? ] αἷς [ ] ἀλόχοις [ [ ] [ ] κοισι [ ! !
4983607 καθαρματα
ἢ λιμοῦ ἤ τινος τῶν τοιούτων ἔθουν , οὓς ἐκάλουν καθάρματα . . χρῆσθαι δηλονότι . . ἐξ ἀξίου γοῦν
πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί , τῶν βοηθημάτων ἐμεῖν
4983108 ὠρεγε
ῥῖνας ἐπάλμενος : ὃς δὲ καὶ αὐτὸς μήτι παντοίῃ χέρας ὤρεγε . Τοὺς δ ' ἄρ ' Ἀχαιοὶ ἀλλήλων ἀπέρυξαν
ἐν τοῖς ὕδασιν ὠχοῦντο , καὶ δεσπότῃ τε δοῦλος χεῖρα ὤρεγε καὶ δοῦλον ὁ δεσπότης ἀνέσπα . καὶ διὰ τοσούτων
4978005 θρηνοισι
κάραι πέπλους , ὡς πρὶν σφαγῆναί γ ' ἐκτέτηκα καρδίαν θρήνοισι μητρὸς τήνδε τ ' ἐκτήκω γόοις . ὦ φῶς
. καὶ μὴν γυναικείοις ς ' ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι πρὸς τὸν ἀνόσιον . σωτηρίας δὲ τοῦτ ' ἔχει
4977048 γυναικειους
Κλεοπάτρας θησαυρῶν γάζαν πολλὴν καὶ τέχνην καὶ λίθους καὶ κόσμους γυναικείους καὶ χρήματα πολλὰ ἐς τὸν Πόντον ἔπεμψεν . ἐν
ἄλλου σώματος ὑγείᾳ , τὰς δὲ διὰ πάθος περὶ τοὺς γυναικείους τόπους ἢ τὸν ἄλλον ὄγκον ὑποπῖπτον τῷ πρότερον πεφηνυῖαν
4976137 συγκεκαλυμμενα
. κνίσῃ δὲ κῶλα συγκαλυπτά ] τὰ τῶν μηρῶν ὀστᾶ συγκεκαλυμμένα κνίσῃ , ἢ τὰ μηρία πῶς δεῖ συγκαλύπτειν κνίσῃ
μὲν ἐξωπτημένα καταχυσματίοισι παντοδαποῖσιν εὐπρεπῆ , τεύτλοισί τ ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα . σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις
4971854 ἐκπλαγεντα
ἀετὸν καὶ ἐπιμεῖναι ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν καθήμενον : τὸν δὲ ἐκπλαγέντα τῇ ὄψει ἰέναι κοινώσοντα ὑπὲρ τοῦ θείου παρὰ τοὺς
: τοσοῦτο τὸ πλῆθος αὐτῶν εἶναι : τὸν δὲ οὐκ ἐκπλαγέντα τούτοισι εἰπεῖν , ἐν ἀλογίῃ ποιεύμενον τὸ τῶν Μήδων
4969199 θεραποντας
δὲ τέχνης ἐθέλεις δεδαηκότας ἐντύνασθαι ἢ σοφίης υἱῆας ἢ ὀτρηροὺς θεράποντας , χρυσοφαὴς εἴη τοι ἐπ ' Ἀρνειοῖο Σελήνη ,
ἢ τὸ μὲν οἴκους νοήσεις διὰ τοὺς ἐν τῶι οἴκωι θεράποντας καὶ θεραπαινίδας : εἰκὸς γὰρ ἦν θρηνεῖν κἀκείνους τὴν
4961089 γυμνους
τῆς φύσεως τιθεμένους : οὐ γὰρ [ ἂν ] αἰσχύνεσθαι γυμνοὺς ὥσπερ αὐτὸν διάγειν ἀπὸ λιτῶν ζῶντας : καὶ γὰρ
Μεγαρέων τὰ πρόβατα ταῖς διφθέραις εἱλημένα , τοὺς δὲ υἱοὺς γυμνοὺς αὐτὰ ποιμαίνοντας ἔφη : ” κρεῖσσόν ἐστι Μεγαρέων κριὸν
4960175 ἠρεθισε
ἐχρημάτιζον : καὶ νέκταρ κεράσας εὔφρανε καὶ πρὸς τὴν μάχην ἠρέθισε : καὶ πόλεμον συνάρας μετὰ μεγάλου κρότου τοὺς Τιτᾶνας
εὐσεβείας ἀμελουμένης , πάλαι μέν , ἡνίκα τὴν Ἄρτεμιν φορτικοῖς ἠρέθισε ῥήμασι τοξικῆς ἀριστείας αὐτῷ κουφιζούσης τὸ φρόνημα , πρώην
4960017 Δεσποιν
, σάφ ' οἶδα , καλόν : διαχρέμπτεται ἤδη . Δέσποιν ' , ἃ Γολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλησας αἰπεινάν
Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . Δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις
4953380 κτεινον
θερμὸν φίλιον καὶ κρῖνον , τὸ δὲ ψυχρὸν πολέμιον καὶ κτεῖνον , πλὴν ὁκόσα αἱμοῤῥαγέειν ἐλπίς . Οὕτω κατάχυσις ὑγρῶν
ἄκριτος ἦεν : τοὺς μὲν γὰρ φεύγοντας ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι κτεῖνον ἐφεστηῶτες , ὁ δ ' ἐξ εὐνῆς ἀνορούσας τεύχεα
4947396 βοας
Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος . πορευόμενος οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης , ἄγρια πολλὰ ζῷα ἀνελὼν Λιβύης
τὸν ἆθλον κελευσθεὶς , τὸ σιδηραῖς ζεύγλαις τοὺς πυριπνόους ζεῦξαι βόας καὶ σπεῖραι τοὺς δρακοντείους ὀδόντας , δι ' αὐτῆς
4943161 ὁρῳη
. καὶ μὴν οἰόμενος κρείττων τῶν ἀντιπάλων εἶναι , ὁπότε ὁρῴη χωρίοις πλεονεκτοῦντας αὐτούς , οὐκ ἐξήγετο ἐπιτίθεσθαι . ὁρῶν
κοιλοφθάλμου , καὶ ἐπὶ πλέον δ ' ἂν ὁ τοιοῦτος ὁρῴη . καὶ μυκτῆρές γε οἱ ἀναπεπταμένοι τῶν συμπεπτωκότων εὐπνοώτεροί
4940220 κεραϊζομενους
υἷάς τ ' ὀλλυμένους ἑλκηθείσας τε θύγατρας , καὶ θαλάμους κεραϊζομένους , καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα προτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ
θεασαμένοις υἷάς τ ' ὀλλυμένους ἑλκηθείσας τε θύγατρας καὶ θαλάμους κεραϊζομένους καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα ποτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι
4938069 μηχαναις
, οἷοι οἱ λέοντες ἐν θηρσίν , ἐν δὲ ταῖς μηχαναῖς τεχνικὸς ὡς ἀλώπηξ , ἥτις καὶ τῶν ἀετῶν τὴν
αὕτη πολλάκις , βαθυτάταις κατατρωθεῖσα πληγαῖς , ἑαυτὴν ἰατρεύει πάσαις μηχαναῖς τῷ φλόμῳ τούτῳ ξηρὰν τὴν φύσιν ἔχοντι τὰς ὠτειλὰς
4937484 ἰσχοντας
ἀρετῆς οὐ σμικρὰ ἀλλήλοις διαφέρεσθον φύσει καὶ δὴ καὶ τοὺς ἴσχοντας δρᾶτον τὸ αὐτὸ τοῦτο ; Κινδυνεύετον . Τόδε τοίνυν
Οἱ δὲ διακελευσάμενοι καὶ σπασάμενοι τὰ ἐγχειρίδια τούτους μὲν τοὺς ἴσχοντας αὐτοῦ ταύτῃ συγκεντέουσι , αὐτοὶ δὲ ἤισαν δρόμῳ ἐς
4936404 ἀφραδεως
. . ἀφραδέως : ἀνοήτως φραδής καὶ ἀφραδής ἀφραδέων καὶ ἀφραδέως ' . . . . Ἀφροδίτη : παρὰ τὸ
ἀφραδέως δὲ ἀντὶ τοῦ ἀγνοῶν ἀφραδέως ] κακοβούλως , ἀνοήτως ἀφραδέως ] ἀσκέπτως κρωσσοῖο ] ἀγγείου κατακλίνας ] καταπεσών ποτὸν
4927752 πιεσας
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων
4926700 δωρουμεθα
σώμαθ ' ὧν ἀνειλόμην : τούτοις ἐγώ σφε καὶ πόλις δωρούμεθα . ὑμᾶς δὲ τῶνδε χρὴ χάριν μεμνημένους σώιζειν ,
φάος , δέξαι τὸ θῦμα τόδ ' ὅ γέ σοι δωρούμεθα στρατός τ ' Ἀχαιῶν Ἀγαμέμνων ἄναξ θ ' ὁμοῦ
4925840 ψεγοντας
ψέγουσι , πότερον τοὺς ἐπαινοῦντας τὸ φίλαυτον ἀποδεκτέον ἢ τοὺς ψέγοντας ; δοκοῦσι γὰρ καὶ οἱ ἐπαινοῦντες καὶ οἱ ψέγοντες
ὢν τυγχάνοι , οὐκ ὀρθῶς ἡμᾶς λέγειν , οὕτως εἰκῇ ψέγοντας ἄγνοιαν , εἴ γε μὴ προσθείημεν τὴν ἔστιν ὧν
4923697 δειπνησαντας
δέπα . ἰδιάζον δὲ τὸ παρὰ Μενελάῳ εἰσάγει συμπόσιον . δειπνήσαντας γὰρ ποιεῖ ὁμιλοῦντας : εἶτ ' ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν
ὅτι δὴ ἀπύλωτος ἦν , ἦγεν ἐκ τῶν Θεσπιῶν πρῲ δειπνήσαντας τοὺς στρατιώτας , φάσκων πρὸ ἡμέρας καθανύσειν εἰς τὸν
4923643 ἱμερῳ
κατὰ τὰς ἀντιδόσεις ὧν ἀλλήλαις ἀγαθῶν ἀντεκτίνουσιν αἱ χῶραι κοινωνίας ἱμέρῳ , τὰ μὲν ἐνδέοντα λαμβάνουσαι , ὧν δ '
ἐκ τῶν χρυσέων τόξων ἐπ ' ἐμοὶ ἐφείης ἄφυκτον ὀϊστὸν ἱμέρῳ χρίσασα . μὴ ποιήσῃς τοιοῦτον ἔρωτα ἐμπεσεῖν εἰς ἐμὲ
4918510 ἐνδιδοντα
τὴν ἀλώπεκα ποιοῦνται . καὶ ἂν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα μηδὲ εἴκοντα τοῖς ἐκείνης βήμασι , θαρροῦσι καὶ ἕπονται
τήνδε τὴν θῆρα . καὶ ἐὰν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα μηδὲ εἴκοντα τοῖς ἐκείνης βήμασι , θαρροῦσι καὶ ἕπονται
4915686 κλωπας
δεῦρο πᾶς . τούσδ ' ἔχω , τούσδ ' ἔμαρψα κλῶπας οἵτινες κατ ' ὄρφνην τόνδε κινοῦσι στρατόν . τίς
ἡ Γόργοιο φύλαξ κτεάνων τε καὶ ἀγροῦ , τόξῳ μὲν κλῶπας βάλλε , σάου δὲ φίλους : καί σοι ἐπιρρέξει
4914480 δρομαδες
, μάκτρας , Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . ἀγκαλίδες ξύλων ἁλμαίαν πιών δρομάδες ὁλκάδες παττάλους ἐγκρούειν σκυτάλιον ὑποσίδηρον ὕρχας οἴνου ἀπεσφακέλισεν δραχμιαῖον
Γ ] φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν ' ἔμμεναι : δρομάδες ὦ πτεροφόροι : πανταχοῦ περιτρέχουσαι καὶ τιμωρούμεναι τοὺς ἀνθρώπους
4910509 καθιασιν
' αὐτῶν παιδιὰ τοῖς νέοις ἐξηύρηται : ἔντερον προβάτου μακρὸν καθιᾶσιν εἰς τὸ ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν
ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος
4906729 περιδραμων
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν
4904148 σταλικας
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας
4903671 αἰρου
τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . Οὔτ ' ἀλφίτοισι χαίρομεν
: οἱ δὲ διῄρουν . Κατάβαλλε τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν
4901516 κατερρηξατο
διωλύγιον , καὶ δάκρυα ἐξέρρεον ? [ ] ἀθρόα : κατερρήξατό τε τὸν χιτῶνα ? ? . ἐπεμελεῖτο δὲ ὁ
διωλύγιον , καὶ δάκρυα ἐξέρρεον ? [ ] ἀθρόα : κατερρήξατό τε τὸν χιτῶνα ? ? . ἐπεμελεῖτο δὲ ὁ
4899119 ξενωνας
ἐὰν δ ' ἄκρατον , παράλυσιν τῶν σωμάτων . Ἀλλὰ ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους , στρώννυ τε κοίτας καὶ
' ἐκεῖνον τὸν χρόνον Τελλίας , ὃς κατὰ τὴν οἰκίαν ξενῶνας ἔχων πλείους πρὸς ταῖς πύλαις ἔταττεν οἰκέτας , οἷς
4891600 δαμαζει
' ᾖ : ὅσον τὸ τύμμα καὶ ὁποίως τὸν ἄνδρα δαμάζει . μὴ ἀνήλιπος : ἀνυπόδητος . ἦλιψ γὰρ ὑπόδημά
ἐμφυσᾷ . ἐνερείδεται : στηρίζει , ἐμβάλλει , ἐπιβαρύνει , δαμάζει , ἐπιστηρίζει . ἀλκήν : τὴν οἰκείαν , δύναμιν
4890084 σωφρονησαι
, ὡς γυνὴ καὶ τέκνον καὶ παιδοτροφία μεταγνῶναί ποτε καὶ σωφρονῆσαι ποιήσει : γυναικὸς δὲ οὔσης αὐτῷ καὶ μειρακίου καὶ
ἀσεβεῖν περὶ τὸν Διόνυσον : αἱ ποιότητες , ὅτι δεῖ σωφρονῆσαι καὶ τοὺς ἄλλους δημαγωγούς : ὥστε μὴ τὴν πόλιν
4889603 σπευδοντας
οὐδ ' ἀκινδυνότερος , ἔφη , ἐστὶ τοῦ νῦν καρτερῆσαι σπεύδοντας . ἴτε οὖν ἐπὶ τὰ ὅπλα . καὶ .
χρείας ἐτήρησε , διορθωσομένους τῇ διὰ τῆς ὕβρεως κολάσει καὶ σπεύδοντας ἑτέροις ἀνδραγαθήμασιν ἐξαλεῖψαι τὴν προγεγενημένην αἰσχύνην . Διὰ δὲ
4884981 φαρετραι
ἑκατέρωθεν ἐστεγασμένην πώματι καὶ πυθμένι , οἷαί εἰσιν αἱ Κρητικαὶ φαρέτραι . ἀμφίχυτον περικεχωσμένον ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν , ὥστε
] : πολλὰ δ ' ἐρρυ ? [ [ ] φαρέτραι δ ? ' οὐκέτκρυ ? ? ! ? [
4883353 ἐπιτυμβιον
Ἄλλως . κλύουσα αὐτοὺς δυσμόρως θανόντας ὑπὸ δορὸς ἀλλήλων , ἐπιτύμβιον θρῆνον ἔτευξα , ὡς Θυάς . . ἔτευξα ]
πυραῖς μαλερῇσι νεκροὺς αἴθοντας ἔτευξαν , ἢ θρηνοῦντας ἀεὶ κεραοῖς ἐπιτύμβιον αὐλοῖς . εἰ δ ' Ἑρμῆς τούτοις ἐπιμάρτυρος ἠὲ
4881484 στεγαις
εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐν τῷ τὸν ἄργυρον μεταλλεύεσθαι πρὸς ταῖς στέγαις κατὰ σταλαγμοὺς συνεστῶσα : φυλάττεται δ ' ἐν ὑάλοις
ἐπί . κοιμώμενος ] ἀνακλινόμενος . στέγαις ] ἐν . στέγαις ] τοῖς οἴκοις . Ἀτρειδῶν ] τῶν . ἄγκαθεν
4881056 ὡπλισε
ἢ δίχα τοῦ ν * λυροκτύπῳ * καὶ σύνταττε λέγων ὥπλισε τὰς χεῖρας ἐν τῷ ῥαιβῷ Σκύθῃ δράκοντι τῷ λυροκτύπῳ
σκῦλα . ἐπεὶ δὲ πλέονες ἐγένοντο , ἐξέλυσεν αὐτοὺς καὶ ὥπλισε καὶ τὴν Λιβύων φρουρὰν ἀνεῖλε καὶ παρὰ Ῥωμαίων ἄλλην
4879689 κτεινων
τῷ ἀθρόῳ τῆς ἐπιθέσεως τρέπεται καὶ καταδιώκει μέχρι θαλάσσης σφᾶς κτείνων τε καὶ ζωγρῶν ἀνοικτί , ἕως ἐς τὰς ναῦς
σπονδαὶ καὶ ὅρκοι . . , κιξάλλην καὶ ληιστὴν πάντα κτείνων τις ἀθῶιος ἂν εἴη καὶ αὐτοχειρίηι καὶ κελεύων καὶ
4878997 θερμοισι
μελιχρῷ ὑδαρεῖ : λουτροῖσιν ἄνευ τῆς κεφαλῆς , μὴ λίην θερμοῖσι μηδὲ πολλοῖσιν . Ἢν δὲ πρὸς ταύτην τὴν δίαιταν
ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι : ὀρθῶς εἰρημένον , ἐν τοῖσι θερμοῖσι ταχὺ παραγίνεσθαι τὰ κέρεα : ἐν δὲ τοῖσι ἰσχυροῖσι
4877057 ἐξωστης
ἐκόμιζεν οἴκοθεν καὶ τὰς τρίχας . Ζάλη δὲ καὶ ἄνεμος ἐξώστης ἐμπεσὼν ἀπήνεγκεν ἡμᾶς εἰς Κρήτην , πλησίον Ψαμαθοῦντος .
: ὅταν δὲ αὐτοὺς κατάσχῃ χειμών τε μέγας καὶ ἄνεμος ἐξώστης , φανερῶς ἤδη πᾶσιν ἀνθρώποισι δι ' ἀγνωσίην καὶ
4876758 προσεστως
ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων , ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ προσεστὼς λανθάνειν τὸν Λύσιν ἐβούλετο : ἀνέλαβον οὖν ἐμαυτὸν καὶ
ἄνθρωπος , ὅσα ἐκτήσατο σχεδὸν ἅπαντα ἐξ ἀδικημάτων περιποιησάμενος : προσεστὼς γὰρ τοῖς ἡγεμόσιν , ὁπότε δικάζοιεν , ὑπεμνηματίζετο τὰς
4872593 καλυπτε
' ἐφηψάμαν ἅμα . δεινότατον παθέων ἔρεξα . λαβοῦ , κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις καὶ καθάρμοσον σφαγάς . φονέας ἔτικτες
, δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης : δήθυνεν δὲ πάγοισι , κάλυπτε δ ' ἐρίσπορον αἶαν οὔτι θέλων προλιπεῖν δυσέρωτα πόθον
4868749 ῥανισι
ὄρθρον ἄνοιξον τὰ ἀγγεῖα , καὶ εὑρήσεις τοὺς κηφῆνας ταῖς ῥανίσι τῶν πωμάτων προσκαθημένους . ἀεὶ γὰρ μεστοὶ τοῦ μέλιτος
λέγους ' ἀπίστους ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' ,
4867987 ἀποσεισαμενος
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἤτοι ἀφείς , καταλείψας ) , ἀποσεισάμενος . τὸ σχάζειν κυρίως ἐπὶ τῶν κωπηλατούντων λέγεται ,
ὦ Κρόνου καὶ Ῥέας υἱέ , τὸν βαθὺν τοῦτον ὕπνον ἀποσεισάμενος καὶ νήδυμονὑπὲρ τὸν Ἐπιμενίδην γὰρ κεκοίμησαικαὶ ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν
4865937 Ἀβαντα
πτολίεθρον ἑῷ μέγα κάρτεϊ θύων . Δάμνατο δ ' ἠὺν Ἄβαντα : βάλεν δ ' ὑπὸ δούρατι μακρῷ υἷα Περιμνήστοιο
ἐπὶ Ἴλιον ἦλθεν . Ἐλεφήνωρ ὁ Χαλκώδοντος παῖς καὶ Μελανίππης Ἄβαντα τὸν ἑαυτοῦ πάππον οὗ γυνὴ Ἀγλαΐα ἰδὼν ἀμελῶς χειραγωγούμενον
4863050 στενοχωρων
τὸ εἰς νέωτα , τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν μῆνα στενοχωρῶν ταῖς εἰσπράξεσιν . ὁ δὲ Κωνσταντίνου δῆμος ὁ τρυφῶν
τοῖς γυμνασίοις καὶ λουτροῖς ὀχληρὸς ἦν θλίβων τοῖς οἰκέταις καὶ στενοχωρῶν τοὺς ἀπαντῶντας , ἡσυχῇ τις ἂν ὑπεφθέγξατο προσποιούμενος λανθάνειν
4858511 οἰστους
μὴ ἀργὸν εἶναι . ὁπλισμὸν δ ' εἶναι τόξον καὶ οἰστοὺς τριπήχεις , ἢ σαύνιον , καὶ πέλτην καὶ μάχαιραν
εἴρηται τοῦτο τῶν τοξοτῶν , ὅταν τοξεύοντες πάντας τοὺς ἑαυτῶν οἰστοὺς ἀφήσωσιν . . τὸν δ ' υἱόν : Ἀντὶ
4855651 τυπτοντες
γὰρ αὐτὰ κατὰ τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν λιχανὸν δάκτυλον καὶ τύπτοντες τῇ ἑτέρᾳ χειρί , ὥστε ψοφεῖν , οὕτω σημειοῦνται
αὐτῷ νεανίας πολλούς , καὶ τυπτέτωσαν αὐτὸν ἰσχυρῶς , καὶ τύπτοντες αὐτὸν ῥοπάλοις ἀποκτεινάτωσαν , ὁμοῦ ταῖς σαρξὶ τὰ ὀστέα
4845292 χλωραις
καὶ μέμψιν τοῖς ἀδίκοις ἐμβάλλων . αὔξεται δ ' ἀρετὰ χλωραῖς ἐέρσαις : ἀντὶ τοῦ ταῖς χλωροποιοῖς δρόσοις : αὗται
δ ' ἐπισπείρων ἀλιτˈροῖς . ἀΐσσει δ ' ἀρετά , χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον – – , ἐν σοφοῖς
4840976 ἀναφανδα
καὶ αὐτούς ὑμέας , Αἰήταο : πρὸ γάρ τ ' ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα μάλ ' , οὐδέ τι μῆχος ἱκάνεται
γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας , ὡς κείνῳ ἀναφανδὰ παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη : εἴ ς ' οὕτως ἐθέλοι

Back