' ἐν Κορδύβῃ χειμάζοντος ἐκ μέσου μετοπώρου καὶ Γάιον Μάρκιον θαμινὰ ἐπιπέμποντος αὐτῷ , ἄνδρα Ἴβηρα ἐκ πόλεως Ἰταλικῆς .
: ὁ δὲ Οὐρίατθος , ἢ νυκτὸς ἢ καύματος ὥρᾳ θαμινὰ ἐπιὼν καὶ οὔ τινα καιρὸν ἀδόκητον ἐκλείπων , ψιλοῖς
7163697 ὠκιστα
μέντοι καὶ χρυσοφαεῖς τινας . δακεῖν δὲ ἄρα καὶ ἀποκτεῖναι ὤκιστα δεινοὺς αὐτοὺς λέγει οὗτος . Ἐν τῷ ἐννάτῳ τῶν
τε νομὸν βόσκουσι τὸν αὐτόν : στέλλειν δ ' ὡς ὤκιστα καὶ εἰς φρένα πάντα λαβόντα . καὶ οὕτως ἐκτίσθη
7139133 χαλινα
ἐμπειρίας τῶν ὑπηκόων , ἢ ἀνάγκη αὐτῷ ἔσται πολλάκις τὰ χαλινὰ ἐπαλλάττειν καὶ τὰς ἡνίας , καὶ τὰ μὲν πρόσω
ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . : Νιν πληθυντικῶς , τὰ ψάλια
7014946 κοιτον
ἐστὶ νόσος ἢ θάνατος ἐπεγίνωσκον , ἀλλ ' ὡς ἐπὶ κοῖτον ἐπὶ τὴν γῆν πίπτοντες ἀπέψυχον οὐκ εἰδότες ὃ πάσχουσι
, ἀλλ ' οὐκ εὔχαρι ὄν . χειμῶνος οὖν τὸν κοῖτον ἐν τοῖς προσηλίοις τίθεται : δῆλα γὰρ δὴ ὅτι
6942935 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
6900506 ἡσυχη
μὲν πολίτας σφίσι παίουσιν ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου
ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν
6898507 λαβρῳ
ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος
' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε
6836721 στηθεα
Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . Κεφαλὴ σμικρὴ , οὐδ '
φίλῳ μέγα χάρμα τοκῆι : ὣς ὃ Νεοπτολέμοιο κάρη καὶ στήθεα κύσσεν ἀμφιχυθείς , καὶ τοῖον ἀγασσάμενος φάτο μῦθον :
6823669 πεφεισμενως
διέτριβον , τὰ δὲ τελευταῖα μονονουχὶ τοὺς παριόντας ἠρέμα καὶ πεφεισμένως κατὰ τῶν ἱματίων δάκνοντες εἶτα εἷλκον ἐπὶ τὸ πάθος
ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀναγκαίοις ἀποτόμως τῷ λόγῳ χρώμενος , ἀλλὰ πεφεισμένως καὶ σχηματιζόμενος τὰ πρέποντα , ὁ δ ' ἀνδρὶ
6815646 ἁρπαγδην
ἀπὸ τοῦ θύειν , ὅ ἐστι μετὰ βίας ἄειν . ἁρπάγδην δὲ εἶπεν ἀπὸ τοῦ ἁρπάζειν , ὡς φοράδην ἀπὸ
ἰούσης νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον , ἀλλὰ θύελλαι ἀντίαι ἁρπάγδην ὀπίσω φέρον , ὄφρ ' ἐπέλασσαν αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν
6808621 σκελεα
ὑπερέχῃ , ἀνωθεῖν καὶ τοῦτο : ὁκόταν δὲ ἀμφότερα τὰ σκέλεα προφανέντα μείνῃ καὶ μηδετέρωσε προχωρέῃ , πυριήματι δέον χρῆσθαι
ἐς κλίνην ἀνακλῖναι τὴν γυναῖκα ἐπὶ κεφαλήν : τὰ δὲ σκέλεα ἄνω ἔχειν , καὶ τὰς γυναῖκας πάσας λαβέσθαι τοῖν
6806038 τυμματι
αἵματος ἐμπρέπει : ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τεῖσαι . καὶ τήνδ ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν
τὰς μασχάλας . φησὶ δὲ ὅτι καὶ βδέλλας πρόσβαλλε τῷ τύμματι , ἵνα τὸ βλαβὲν μέρος αἷμα ἀφῇ . μίγδην
6793378 ὡρμων
ἀστὴρ τῆς Ἀφροδίτης ἀνατέλλων . ἐσσεύοντο δʹ : ἐδίωκον . ὥρμων . ἠκολούθουν . καὶ ἀπεβόων . ἐστέ βʹ :
δέ γε ᾔδειν ὅτι νοσεῖν μοι καθείμαρται νῦν , καὶ ὥρμων ἂν ἐπ ' αὐτό : καὶ γὰρ ὁ πούς
6697137 πιεσας
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων
6696238 φυλλαδα
τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον , ἀρτίγονοι δέ εἴδοντ ' ἠμύουσαι ἀεὶ
πολύπλοκον ὄζον ἐθείρης πάντοθι γηραλέης ? ? [ ] ἀπεσείσατο φυλλάδα χαίτης , ἡ δὲ νιφοβλήτοιο [ ] παρὰ πρηῶνα
6651833 καυματι
λέγουσι ῥίψαντα νήξασθαι , ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος , ἱδρῶντα καὶ καύματι ἐχόμενον . ὁ δὲ Κύδνος ῥέει διὰ μέσης τῆς
γὰρ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐπομβρίας τῷ παρ ' ἑαυτοῖς γινομένῳ καύματι μιγείσης εἰκὸς εὐκρατότατον γενέσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἐξ
6651617 βαδην
ἐπιόντας σφίσι τοὺς τῶν Ῥωμαίων ἱππεῖς , ἐξελίξαντες τοὺς λόχους βάδην ἀπεχώρουν ἐπὶ τὸν χάρακα , καὶ οἱ τῶν Ῥω
τινὸς ἀποδιδράσκων : ἐπειδὰν δὲ καιρὸς κατιέναι , σχολῇ καὶ βάδην μόγις ποτὲ κατέρχεται . Μηκέτι χαλέπαινε , ὦ Χάρων
6644823 θηγει
μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν
φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας
6639570 ἡσυχως
οἱ κινοῦντες τὰς κεφαλὰς καὶ τὰ δόρατα , καὶ μὴ ἡσύχως ἀπιόντες καὶ τὸ ὅλον ἀτρόμως , οὐκ εἰώθασιν ὑπομένειν
θεάσῃ . Αὕτως : μάτην , οὕτως , ἀπράκτως , ἡσύχως . ἀτρομέοντα : χάζοντα , ἀκινητίζοντα . λάθρη :
6598344 λινοις
, ” μέθοδον παραδίδωσι δι ' ἧς ὀφείλομεν εὑρίσκειν ἀφύκτοις λίνοις τούς τε πρώτους καὶ ἀσυνθέτους καὶ τοὺς δευτέρους τε
οὐδένα τῶν ἀφ ' αἵματος , ὑφ ' ὧν αὐτίκα λίνοις καὶ πάγαις σαγηνευθεὶς οἰχήσεται . προθεσμία δ ' ἔστω
6590089 λαιψηρα
τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα
τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ
6576631 ταινιῃσι
: κατὰ δὲ τοὺς κενεῶνας καὶ κατὰ τὸ στῆθος χαλαρῇσι ταινίῃσι περιβαλέειν οὕτως , ὅκως μὴ κω - λύωσι τὴν
ὠμόν . Κυανέῃς : μελαίναις . ἐπήτριμα : τρυπημένα . ταινίῃσι : στεφάνοις . Ἀμφοτέροισιν : δύο . ἐπικλύουσιν ,
6569798 ἀλγουντα
νέον ] ἀρτίως κορέσαιο ] χόρτασον λαιμάσσοντα ] ἀγχόμενον : ἀλγοῦντα τὸν λαιμόν τὸ δὲ γλάγος εἰν ἑνὶ χεύαις ,
λευκοῦ καὶ ῥοδίνου λεάνας ἔνσταζε . [ ιδʹ . Πρὸς ἀλγοῦντα καὶ πυοῤῥοοῦντα . ] Ὄξος καὶ μέλι καὶ ῥόδινον
6566754 βιαιοτατα
τοῦ νώτου ἐπιστραφέντα , αὐτοῦ δὴ τοῦ θυρεοῦ στοχαζόμενον ὡς βιαιότατα ἐναράξαι τὸ δόρυ . καὶ τὸ ἀκριβὲς τοῦδε τοῦ
, ἀλλὰ προσερείσας τῇ καταδρομῇ τοῦ δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι ,
6566195 ἐξαπτει
πλημμυρῶν . πληθύοντα δὲ ἄρα βορρᾶς ἐπωθεῖ αὐτόν , καὶ ἐξάπτει κατιέναι ἄγριον . καὶ ὃ μὲν καταφέρει ὡς ἐς
τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν καὶ διάπυρον γενόμενον ἐξάπτει τε καὶ ἐξαπλοῖ τὸν πυρετὸν διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐπὶ
6564058 πολλῃσι
δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα καὶ περιόδοισι μακρῇσι καὶ πολλῇσι καὶ προσεπιγίγνεται μέζω τε καὶ πλεῦνον δυσαλθῇ , κεφαλαίην
παλαιέτω ἀπ ' ἄκρων τῶν ὤμων , καὶ ταλαιπωρεέτω περιόδοισι πολλῇσι δι ' ἡμέρης , καὶ εὐωχεέσθω ἅπερ εἴρηται μάλιστα
6549106 αἰθαλοεσσαν
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς
6542955 πνιγμα
τὸ παλάμημα . τούς γε μὴν καράβους αὐτοὶ συλλαβόντες ἐς πνῖγμα , ὅταν νεκροὺς ἐργάσωνται , τὰ κρέα ἐκμυζῶσιν αὐτῶν
ἑαυτοῦ κοίτης , καὶ τοῖς ἀνοσίοις περιπλακεὶς ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐς πνῖγμα ἄγχων : αὐτὸς δὲ οὐ κατέλυσε τὴν φυλακήν ,
6540123 ἐπιβρισας
αὐτὰρ ὁ λάθρη ἐξόπιθε προὔτυψε καὶ αὐχένα χερσὶ δαφοιναῖς εἷλεν ἐπιβρίσας , κλῖνέν τέ μιν ἄγριον ὕπνον οὐ τηλοῦ θανάτοιο
ἐκεῖνον ἐμβάλλει τῷ κύρτῳ ῥύμῃ πολλῇ : καὶ ὁ μὲν ἐπιβρίσας ἐξόπιθεν καὶ ἀνορθώσας τὸν κύρτον , ἐναποκλείει τὴν θήλειαν
6531181 βαπτων
ΑΡΙϹΤΟΜΕΝΟΥϹ ] Βοηθοί ] ? Γόητεϲ ] ? κόγχος ἦν βαπτῶν ἁλῶν . ὅ γέ τοι Σικελὸς ταῖς βεμβραφύαις προσέοικεν
. ἀγάγετε ἐν τῷ οἴκῳ . . οὔθ ' ἱματίων βαπτῶν : βαπτὰ γὰρ ἱμάτια φοροῦσιν οἱ νυμφίοι , πρὸς
6530253 χαμαι
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ ,
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ '
6520409 ἀφρωδεα
πτύσματα πτύῃ πυῤῥὰ ἢ πελιὰ , ἢ καὶ λεπτὰ καὶ ἀφρώδεα καὶ ἀνθηρὰ , καὶ εἴ τι ἄλλο διαφέρον ἔχοι
τὸ ἆσθμα εἶχε , παυσαμένου δὲ , ἐπαύσατο : ἔπτυσεν ἀφρώδεα , ἀρχομένη δὲ ἀνθηρὰ , κατασταθὲν δὲ ἐμέσματι χολώδει
6520129 χλοεροις
πελαργῶν . δεξιτερῇ δὲ λόχους ὑπὸ ῥωγάσιν ἐστήσαντο , ἢ χλοεροῖς πετάλοισι θοῶς πυκάσαντο μέλαθρα , τυτθὸν ἀπ ' ἀλλήλων
κατάσκιος ἔπλετο πάχνης , ψυχρὸν φυσιόωσα χαλαζήεντι χιτῶνι : καὶ χλοεροῖς πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ
6515317 ἐξαπινης
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν
6514367 εὐωδεα
αἰθιοπικὸν πινέτω , καὶ θερμῷ λουέσθω , καὶ πυριήσθω τὰ εὐώδεα . Ἢν ἀνεμωθῶσιν αἱ ὑστέραι , ἡδύσματα πάντα [
ὡς ἐσωτάτω . Θεραπεία ἐπὶ τὸ αὐτὸ νόσημα : ἴριν εὐώδεα κόψας καὶ διασήσας χωρὶς , κυπείρου ἴσον , καὶ
6510808 ἱμασι
ὅτε Τυδεΐδεω κλισίην εὔτυκτον ἵκοντο , ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ ' ἱππείῃ , ὅθι περ Διομήδεος ἵπποι
. . . , : τρητοῖσιν : Ἀπίων κυρίως : ἱμᾶσι γὰρ ἐνετείνοντο αἱ κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς
6492934 ὀρεγοντα
ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ ' ὀρέγοντα πέλας περιμήκεα δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν , σκύλακες ὥς
τοῦ Ἀπόλλωνος , ἀγάλματα δὲ λίθου πεποιημένα ἔχει , κύλικα ὀρέγοντα Ἡρακλεῖ τὸν Κύαθον . τῆς δὲ πόλεως αἱ Κελεαὶ
6492726 κατακλινας
, ἐλατήριον ἡλίκον ὀρόβου γάλακτι γυναικείῳ διείς , ὕπτιον δὲ κατακλίνας ἐν τῷ χείλει τῆς ἐμβάσεως τοῦ βαλανείου ἔνσταζε ταῖς
ἄκρας τῆς στροβίλης καὶ αὖθις διὰ τῆς φύσιγγος , ὕπτιον κατακλίνας τὸν ἄνθρωπον , κατοπτῆρι κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ
6485590 ξηρῃ
. Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει : ἀσταφίδι λείῃ , τετριμμένῃ , ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ :
πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ ὡσαύτως . Εἰ μὲν οὖν ἐν ξηρῇ τῇ χώρῃ περικινέεται , κρατέει τοῦ ξυνεμπεσόντος ὕδατος ,
6468055 ἀφραδεως
. . ἀφραδέως : ἀνοήτως φραδής καὶ ἀφραδής ἀφραδέων καὶ ἀφραδέως ' . . . . Ἀφροδίτη : παρὰ τὸ
ἀφραδέως δὲ ἀντὶ τοῦ ἀγνοῶν ἀφραδέως ] κακοβούλως , ἀνοήτως ἀφραδέως ] ἀσκέπτως κρωσσοῖο ] ἀγγείου κατακλίνας ] καταπεσών ποτὸν
6467571 μετωπα
οὐδέν , οὐδὲ λευκοῦ ζώου . καὶ τάδε οὐχ ὑπὲρ μέτωπα καὶ κροτάφουϲ , ὅκωϲ τοῖϲι κεραϲφόροιϲι ἡ φυή ,
' ὅ τι παθόντες ὠθοῦσί τε ἀλλήλους συννενευκότες καὶ τὰ μέτωπα συναράττουσιν ὥσπερ οἱ κριοί . καὶ ἢν ἰδοὺ ἀράμενος
6466935 κουφως
: ἐφορμεῖν . γοῦνά τ ' ἐλαφρίζειν : τρέχειν , κούφως κινεῖν φεύγοντες , συντόμως κινεῖν . πεφοβημένον : φεύγοντα
μάλιστα θέρους : τοῦ γὰρ ὄρθρου , ἐν ᾧ μάλιστα κούφως διάγουσιν οἱ νοσοῦντες , σκυθρωπὸν ἔχουσι τὸ φῶς ,
6460135 αὐλια
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε ,
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα
6455126 ἐγχειριδια
φίλους τε καὶ ἐχθροὺς νομίζειν , ξυνίσταντό τε καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια ἐξαπιναίως ἐς τὴν βουλὴν ἐσελθόντες τόν τε Πειθίαν κτείνουσι
προέχουσι παρέστησαν ἐν ταῖς εὐχαῖς , ἀνὴρ ἀνδρί , ἔχοντες ἐγχειρίδια . Καὶ τοὺς μὲν κατεβεβλήκεσαν , οἱ δὲ αὐτῶν
6446807 χιλον
προϊόντες σκοποὶ ἔδοξαν ἐν τῷ πεδίῳ ὁρᾶν ἀνθρώπους λαμβάνοντας καὶ χιλὸν καὶ ξύλα , καὶ ὑποζύγια δὲ ἑώρων ἕτερα τοιαῦτα
οὐ λέγει ὅτι κρείττων εἰμί σου : πολὺν γὰρ κέκτημαι χιλὸν καὶ κριθὰς πολλὰς καὶ χαλινοί μοί εἰσι χρυσοῖ καὶ
6444797 εὐτονως
τὴν λεπίδα τῇ χειρὶ πρὸς τὸ πλευρὸν τῆς θυείας τρῖβε εὐτόνως , καὶ ἐξιπώσας ἀνελοῦ τὸ ἀπορρέον εἰς πυξίδα ἐρυθροῦ
σταθμῷ . τὸ μὲν οὖν ὅλον σῶμα τούτοις ἀνατριπτέον , εὐτόνως τῇ τρίψει χρωμένους : τῶν δὲ ποδῶν καταχεῖν ἅλμην
6442717 ἀρειῃ
πυρί : μὴ δέ σε πάμπαν μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ : μὴ δὲ πρὶν ἀπόπαυε τεὸν μένος , ἀλλ
ἡρμοσμένα , ἀπηρτισμένα . λέγεται δὲ ταῦτα καὶ ἄρμενα . ἀρειῇ ἀπειλῇ : “ πολλὰ δὲ μειλιχίοισι κελεύων , πολλὰ
6432324 δειματι
οὐκ ἐπιγράψαι τὸ ὄνομα τῶν πολεμίων σφᾶς τῷ ἀπὸ Λακεδαιμονίων δείματι , ἐπεὶ Οἰνιαδῶν γε καὶ Ἀκαρνάνων οὐδένα ἔχειν φόβον
τε φαεννότατον ξένοισι . κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον , γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν : ὁ
6429627 σιδηροις
, καὶ ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας λακτίζοντες καὶ κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασί τε καὶ ὁπλαῖς ἀποκτεινύασι δι ' ἀπληστίαν ,
τοὺς προτρέποντας καὶ παρορμῶντας : συμπράττει μὲν γὰρ οὐδὲν τοῖς σιδηροῖς , ὀξύτερα δὲ αὐτὰ ποιεῖ . πολλάκις δὲ ἀκόνη
6428550 ἐμβαλοντα
κήρινον ἔμβολον ἐπὶ τοῦ ἀκραξονίου , ἢ οὐδ ' ὅλως ἐμβαλόντα τὸν ἔμβολον , ὡς Φερεκύδης ἱστορεῖ . Οὗ γενομένου
ἐχθρὸς εἴη , ἀμύνασθαι καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ ἀφανοῦς πέτρον ἐμβαλόντα τῇ κεφαλῇ , ὡς ἐπιτετρῖφθαι τὸ κρανίον , τούς
6426949 δουρατα
ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι . τῶ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά , ἀλλ ' ἄγεθ ' οἱ ἓξ πρῶτον
πόλιν Ὀρχομενοῖο . τὴν γὰρ Ἀθηναίη τεχνήσατο καὶ τάμε χαλκῷ δούρατα Πηλιάδος κορυφῆς πάρα , σὺν δέ οἱ Ἄργος τεῦξεν
6426844 ἐκοπτον
μάχη χειροποίητος . οἱ μὲν γὰρ ἐπιβάντες ἤδη τὸν κάλων ἔκοπτον , ὃς συνέδει τὴν ἐφολκίδα τῷ σκάφει : τῶν
τῇ Κυρήνῃ διά τινων μελῶν ἔτρεψε τούτους , καὶ φεύγοντες ἔκοπτον ἀλλήλους μηδενὸς διώκοντος . Λεκτέον τὴν διαίρεσιν τοῦ πρακτικοῦ
6426574 ῥινον
] : τοιῶνδε λέκτρων [ οὕνεκ ' εἰς ] πεδοστιβῆ ῥινὸν καθις ! ! ! ! [ ] ται .
ὀφθαλμοὶ ἔξω φαίνονται . κζʹ . Σημεῖα θανατώδεα , ἀνὰ ῥινὸν θερμότερος ὁ ἀτμός . Ὅτι γέγονε τὸ νόσημα ,
6424728 τραπεντας
εὐσταθῶς διατεταγμένοις ἐνέβαλε καὶ θορυβήσας ἔκοψέ τε καὶ εἰς φυγὴν τραπέντας ἐδίωκεν . ἀρξαμένης δ ' ἐνταῦθα τῆς νίκης οὐδὲ
μεταδιώκοντες , ὥστε τοῖς ἁλιεῦσιν ἐξεῖναι τριαίνῃ πείρειν τοὺς ἰχθύας τραπέντας ὑπὸ δέους ἐπὶ τὴν χέρσον : οὐ γὰρ ἔχουσιν
6422424 νωτα
ἔχουσα : καλυπτομένης δ ' ἐνὶ πέπλωι γλαυκὸν ἐρευθομένων ἀμαρύσσετο νῶτα χιτώνων , οἷα κάλυξ φοίνισσεν ἀεξομένου ῥοδεῶνος . καὶ
ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη : ἑαυτὴν γὰρ ἐπισύρει κατὰ νῶτα καὶ παρεισελθοῦσα ἡσυχάζει . Ἀρχὴν ἰᾶσθαι πολὺ λώϊον ἢ
6418039 ὀθονην
ἀρθῇ , τότε ὑμεῖς μὲν ὑπ ' ἀγνοίας κελεύετε τὴν ὀθόνην στεῖλαι ἢ ἐνδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδὸς ἢ συνεκδραμεῖν τῷ
τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι τινὲς οὖσαι . ὁ δὲ Ἀπίων ὀθόνην τὴν ζώνην ἀποδέδωκεν . οἰήϊα τοὺς οἴακας , τὰ
6416224 κεκαλυμμενος
βαλλόμενον ἄνωθεν , ὁμοίως τῷ [ Π ] ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος : συστρέψας : ἐν οἷς τὰ ὑπόβαθρα πήγνυται δι
καὶ ἱμείρουσα φόνοιο . ἢ ὅθ ' ὑπὸ ζοφερῆς νυκτὸς κεκαλυμμένος αὐγάς ἀφραδέως κρωσσοῖο κατακλίνας ποτὸν ἴσχῃ χείλεσι πρὸς χείλη
6415263 κατακαυσαντες
[ ἢ πρὸς Βαβυλῶνα ] εἰς τὰς ἀκαύστους κώμας , κατακαύσαντες ἔνθεν ἐξῇσαν : ὥστε οἱ πολέμιοι οὐ προσήλαυνον ,
τὰ πολυτελέστατα μετήνεγκαν εἰς Καρχηδόνα , τὰ δ ' ἱερὰ κατακαύσαντες καὶ τὴν πόλιν διαρπάσαντες αὐτοῦ παρεχείμασαν . ἐπὶ δὲ
6413205 ἰαμνους
δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς
φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους
6407762 γλαγος
ἔθηκα , λείψας ὑγρὸν ἔλαιον , ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ
ἅλις ἄνθεσι γαῖα , πλήθει δ ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος ἠδὲ καὶ οἰῶν , μυκηθμὸς δέ τε πουλὺς ὀρίνεται
6406823 ἐσβεσεν
, ἀλαλάξας τε καὶ μόνον ἐμβοήσας καὶ ἐξαλόμενος τῆς σκηνῆς ἔσβεσεν ἀναπτομένην ἤδη τὴν φλόγα τοῦ ναυστάθμου τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ
εἴσω μαχόμενον οὗτος ἐξέωσεν καὶ τὴν Πρωτεσιλάου ναῦν ἤδη καιομένην ἔσβεσεν , καίτοι ἐπεβάτευον αὐτῆς οὐχ οἱ φαυλότατοι , ἀλλ
6406752 δορπον
, δεῖπνον δὲ τὸ μεσημβρινόν , ὃ ἡμεῖς ἄριστον , δόρπον δὲ τὸ ἑσπερινόν . μήποτε δὲ καὶ συνωνυμεῖ τὸ
, ὅς θ ' ἱκέτῃσιν ἅμ ' αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ : δόρπον δὲ ξείνῳ ταμίη δότω ἔνδον ἐόντων . ” αὐτὰρ
6385811 σχολαιτερον
τῆς πομπῆς , ὡς οἴκοι γεγόνασιν , ὄχλον ἡγοῦνται τοὺς σχολαίτερον ἀπιόντας . πόσου δ ' ἂν ἐπρίαντο νῦν τὰς
ὁδῷ τῇ μητρὶ καὶ τῆς ἐσθῆτος ἀντεχομένην , ὡς ἀναγκάσαι σχολαίτερον τὴν τεκοῦσαν βαδίζειν , ὅπως αὐτὴν ἀνελομένη κομίσειε .
6380628 ἐγχεειν
θρεπτέον . Ἐὰν δὲ διὰ ῥινῶν αἷμα φέρηται αὐτῷ , ἐγχέειν χρὴ διὰ τῶν ῥινῶν κολιάνδρου χυλόν , ἢ ὀπὸν
καταπάϲϲειν : τὰ δὲ ὑγρὰ ὑγρότατα ποιέοντα ἐϲ τὸν γαργαρεῶνα ἐγχέειν . ἢν δὲ αἱ ἐϲχάραι ἤδη τε ἀπολύωνται ,
6378868 ὑποθυμιῃν
καὶ βρύα λεῖα μίσγειν τῷ ἐλαίῳ τῆς φώκης , καὶ ὑποθυμιῇν . Αἰγὸς σπυράθους , καὶ φώκης πλεύμονα , καὶ
ἄχυρα ξυμμίξας , ὑποθυμιῆν . Θεῖον ἐλαίῳ φώκης ἀναδεύσας , ὑποθυμιῇν . Μελίην , κυπαρίσσου πρίσματα , κυπείρου ῥίζαν ,
6378677 ὀδυνῃσιν
γὰρ ἔχω τόδε καρτερόν , ἀμφὶ δέ μοι χεὶρ ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει
μίξῃ ῥοδόεντος ἐλαίου κόψας ἐκ πυρὸς ὀπτόν , ἐν αὐχενίαις ὀδύνῃσιν ἄλκαρ ἄγει : μέλιτος δὲ μετὰ γλυκεροῖο κερασθεὶς ὕδατος
6371393 συγκλεισαι
τῶν πυ - λῶν ὠθούμενοι ἐς τὴν πόλιν οὐκ ἔφθησαν συγκλεῖσαι τὰς πύλας . ἀλλὰ συνεσπίπτουσι γὰρ αὐτοῖς εἴσω τοῦ
φενακίσαι , σοφίσασθαι , παρενεγκεῖν , παρασῦραι , κλεῖσαι , συγκλεῖσαι , συγχέαι τὴν γνώμην , συνταράξαι τὸν λογισμόν ,
6367656 ἐξαλλεται
αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
τῷ λίθῳ : ὃ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
6365113 κομαων
. Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ ' ἐστέψατο χαίτην
νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ πολυνείκεος ] αἰθύσσηισιν [ θαλασσογενῆ ] ?
6361317 ἀσθματα
ἐκτιτρώσκεσθαι τε πυκνά : τοῖσί τε παιδίοισιν ἐπιπίπτειν σπασμοὺς καὶ ἄσθματα ἃ νομίζουσι τὸ παιδίον ποιέειν , καὶ ἱερὴν νοῦσον
. ποιεῖ καὶ πρὸς βῆχας , βραδυπεψίας , ἐμπνευματώσεις , ἄσθματα . Ἀψινθίτης δ ' οὕτως : εἰς μη ξέστας
6356795 βροχοις
ῥαιδίως ἄνευ πόνου . οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις ; ταῦτα καὶ καθύβρις ' αὐτόν , ὅτι με
ὑπεμπίμπραται καὶ τῶν ἐθάδων διατριβῶν , ἀμέλει καὶ εἴ ποτε βρόχοις ἁλῷ καὶ εἰς χῶρον ἕτερον ἀπενεχθῇ πρὸς τῶν ἀγρευτῶν
6349503 ἠλιθα
ἤδη : ἀλλ ' Ὕδρη , κέχυται γὰρ ἐν οὐρανῷ ἤλιθα πολλή , οὐρῆς ἂν δεύοιτο . Μόνην δ '
ὑπὸ κόπρῳ , ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ ' ἤλιθα πολλή : αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλέσθαι ἄνωγον ,
6348639 κακωδεα
ἐγχέαι , καὶ προσέχειν πρὸς τὰς ῥῖνας καὶ ὑποθυμιῇν τὰ κακώδεα , ὑπὸ δὲ τὰς ὑστέρας τὰ εὐώδεα : ἐπὴν
οἴνῳ , πάλιν ἐνθεῖναι καὶ ἀναδῆσαι , καὶ ὑποθυμιῇν τὰ κακώδεα , ὑπὸ δὲ τὰς ῥῖνας τὰ εὐώδεα . Ἢν
6344475 πωμασον
, τήρει ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς ἢ καὶ πλείους , καὶ πώμασον αὐτὸ εἰς τὴν τρίτην . τοῦτό ἐστι τὸ καλούμενον
βρύου κινστέρνης κεκαυμένου καὶ τετριμμένου καλῶς μέρος ὀλίγον . Εἶτα πώμασον αὐτὸ : καὶ ἐπιχρίσας ἀσφαλῶς τὸ ἐν τῷ στόματι
6343929 πιμπραται
αἱμορροῒς ἰὸν ἐνείη : τῆς γὰρ ὀδαξαμένης τὰ μὲν ἀθρόα πίμπραται οὖλα ῥιζόθεν , ἐξ ὀνύχων δὲ κατείβεται ἀσταγὲς αἷμα
πεπέρεως ἢ σινάπεως , ἤγουν πυρακτοῦνται καὶ ἀναβράζουσιν . * πίμπραται : ὀγκοῦται * οὖλα : οὖλον ἡ συνέχουσα τοὺς
6343748 ὀξυτατῳ
ἔτι περιθεῖν αὐτὰς ὡς μηδὲν παθούσας . παρδάλεως δέ ποτε ὀξυτάτῳ δρόμῳ τὸν ἐκκαλούμενον καταλαβούσης φθάσας τῷ ἀκοντίῳ μέλλουσαν δήξεσθαι
ὄσχῃ καὶ τοῖσι μηροῖσι καὶ τῇσι κνήμῃσι , κατασχᾷν χρὴ ὀξυτάτῳ μαχαιρίῳ πολλὰ πυκινά . Ταῦτα ἢν ποιέῃς , ταχὺ
6343592 ἐμμενεως
ἰθὺς ἀκοντίζει μαλερὸν βέλος : ἀμφότερον δὲ φεύγει τ ' ἐμμενέως καὶ ἀλευόμενος πολεμίζει . δηθάκις ἔκτεινεν κύνα κάρχαρον :
' ὣς παρέπεισε : φέρουσα πόσιν δ ' ἐπὶ νώτου ἐμμενέως φεύγει , παναμείλιχον ἦτορ ἔχουσα : αὐτὰρ ὅ γ
6341966 στερνῳ
, καθαρῶς δὲ αὐτὸν προφητεύειν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τῷ στέρνῳ τρίποδος συνιέντα . γεγωνότερον γὰρ οὕτω καὶ ἀληθέστερον τὰ
ὅταν ὑποκρύψηται τὴν δέρην καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖς ὑπὸ τῷ στέρνῳ πτεροῖς , τὸ τῆς καρδίας σχῆμα ἀπεμάξατο . Ἄλλως
6335184 παιοντες
δένδρῳ μεγάλῳ , εἶτα ἐκείνῃ τῇ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιγι παίοντες ὀλίγον ἐδέησαν ἀποκτεῖναι , κελεύοντές με τοῦ λοιποῦ ἄφωνον
φερόμενον ἀφῃροῦντο καὶ τοὺς ὑπηρέτας τῶν ὑπάτων οὐ μεθιεμένους αὐτοὶ παίοντες ἀπήλαυνον , καὶ οὔτε ἱππέων οὔτε πατρικίων , ὅσοι
6332340 δικτυα
ἀκόντια , τόξα , προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα ,
ἔνσπονδά ἐστιν : εἰ δὲ μή , διαξαίνουσιν αὐτῶν τὰ δίκτυα καὶ ἀφανίζουσι , καὶ ἔδοσαν ὑπὲρ τῆς σφετέρας ἀμοιρίας
6329794 ἀσθματι
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ
6327993 ἐνωμα
ἀναιδέα δηϊοτῆτος , Ἄρης δ ' ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα , φοίτα δ ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ ' Ἕκτορος
. ” ” . . . λαιψηρὰ δὲ γούνατ ' ἐνώμα φευγέμεναι : τοὶ δ ' αἶψα διώκειν ὁρμήθησαν :
6327527 ῥιπῃσι
, πληττομένη , βρασσομένη , τυπτομένη , ταραζομένη . ὑπαὶ ῥιπῇσι : τοῦ ἀνέμου , ὑπὸ ταῖς ὁρμαῖς τῶν ἀνέμων
Νότου κελάδοντος , ὅτ ' εὐρέα πόντον ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ ναύτῃσι φέρον πολύδακρυν
6327390 ἀναψας
ναυτικῶν ὁρισμάτων ἔνδον κατεκράτησε τὸν στρατὸν μόλις , καὶ ναῦς ἀνάψας γῇ χαρίζεται φέρων , ἄπιστον εἰδὼς τὴν ὑγρὰν εὐεργέτιν
: ὅταν ὁ Ἀντήνωρ ὁ πορθητὴς τῆς πατρίδος βαρὺν πυρσὸν ἀνάψας εἰς σημεῖον τοῖς Ἕλλησι καὶ τὸν δούρειον ἵππον τὸν
6326951 κειρει
, ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα , ἕτερος ἀρότρῳ χρυσέῳ ἐργάζεται , οὗ
, ᾧ δὴ πολλὰ περὶ ῥόπαλ ' ἀμφὶς ἐάγῃ , κείρει τ ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον : οἳ δέ τε
6322551 ἱστιῳ
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ
6321451 γυμνωθεντα
ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο , ᾗ ῥ ' ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα , παῦσε δὲ χάρμης . ἂψ δ '
: „ Ὁ αὐτὸς ἰδὼν Δαρεῖον πεσόντα καὶ τὸ σῶμα γυμνωθέντα ἄρας τὴν ἑαυτοῦ χλαμύδα ἐπέθηκεν αὐτῷ εἰπών : ”
6317732 λαγονεσσι
. κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς ,
ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ
6316547 ἀγκιστρῳ
τότε ἀφαιρεῖν τὰ ἐγκαταλείμματα . ἐπὶ δὲ τῶν κιρσοκηλῶν ἀνατείνας ἀγκίστρῳ ἐξ ἐπιπολῆς διαιρῶν καὶ ἀναλαβὼν τὸν κιρσὸν καὶ ἀποδείρας
χείλη περιγλυπτέον διὰ τῆς ἀκμῆς : ἀνατεθείσης δὲ τῆς σαρκὸς ἀγκίστρῳ ἢ μυδίῳ , τὴν ἐκτομὴν ἀποτελεστέον : ἐπὶ ἀμφοτέρων
6312793 ἐκπαγλα
χειμῶνός κε λέγοιεν ἐπὶ πλέον ἰσχύσοντος . Μὴ μὲν ἄδην ἔκπαγλα περιβρίθοιεν ἁπάντη , τηλοτέρω δ ' αὐχμοῖο συνασταχύοιεν ἄρουραι
ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα : λίαν βαρέως * χαλεφθῇ : ὀργισθῇ * βληχρόν
6311063 ἀσπαλιηες
ἐκλίνθη : καὶ τοὶ μὲν ἐπ ' ἠϊόνας κατάγουσι δίκτυον ἀσπαλιῆες , ὁ δ ' ἰλύϊ κείμενος αὔτως ἀσπασίως ἤλυξε
ἕρκος : ἀλλ ' ὅτ ' ἐϋπλεκέεσσι λίνοις περικυκλώσωνται φώκην ἀσπαλιῆες ἐν ἰχθύσιν οὐκ ἐθέλοντες , δὴ τότε τοῖς κραιπνοί
6309232 ἐρυουσι
. Λ : . . . ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . . Λ :
γνωτοί τε γνωταί τε πυρὸς λελάχωσι θανόντα , ἀλλὰ κύνες ἐρύουσι πρὸ ἄστεος ἡμετέροιο . λελάχωσι : ἀντὶ τοῦ λαχεῖν
6308524 μυρομενοι
, ἀράς τ ' εὐχόμενοι πολυπήμονι νυμφευτῆρι : ὀψὲ δὲ μυρόμενοί τε καὶ ἄσχετον ἀΐσσοντες , ἀντιπέρην πέτρῃσιν ἑὰς κεφαλὰς
, ἀράς τ ' εὐχόμενοι πολυπήμονι νυμφευτῆρι : ὀψὲ δὲ μυρόμενοί τε καὶ ἄσχετον ἀΐσσοντες , ἀντιπέρην πέτρῃσιν ἑὰς κεφαλὰς
6303953 γυμνωσαντες
κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς ῥίζας τὰς ἁδροτάτας αὐτῶν καὶ μεγίστας καὶ διελόντες
ζητοῦσιν . Ἐὰν δὲ μετὰ ταῦτα ἀκαρπῇ τάς τε ῥίζας γυμνώσαντες παραδιδόασι τῷ χειμῶνι καὶ τὰς ἄλλας κολάσεις προσφέρουσι τὰς
6303269 ἠμασιν
ἠὲ καὶ ἰρινέοιο : μόλις δέ κε μυρί ' ἐπιτλάς ἤμασιν ἐν πολέεσσιν ἀκροσφαλὲς ἴχνος ἰήλαι ἀσφαλέως πτοιητὸν ἔχων ἑτεροπλανὲς
Τοξευτῆρα διοιχνεύοι κερόεσσα , ἢν μὲν ἐνὶ πρώτοις πέντ ' ἤμασιν αἰσυλοεργὸν δμῶ ' ἀνάγῃ , δοίη κε δίκην δρησμοῖο
6302162 σταλικας
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας
6302139 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
6301085 ἰχθυδια
οἱ θηραταί . Τοὺς δ ' ἐναλίους ὄρνιθας ἀγκίστροις αἱροῦσιν ἰχθύδια περιθέντες αὐτοῖς , ἀλλὰ καὶ σανίσιν εἰκόνας ἐπιγράψαντες ἰχθύων
καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει τηροῦσα τὰ ἐπεισιόντα ἰχθύδια , ὁ δὲ πιννοτήρης παρεστὼς ὅταν εἰσέλθῃ τι δάκνει
6300492 προσηγε
, διέβη τε παρὰ δόξαν πεζῇ τὸν Εὐφράτην , καὶ προσῆγε τὸν στρατὸν τῇ πόλει , ἐν ᾗ τάς τε
πολὺ κρατίστη τῶν ἄλλων ἔσται πολιτειῶν . ἐπαρθεὶς δὲ τούτοις προσῆγε τοὺς ἀρίστους καὶ συνεφάπτεσθαι παρεκάλει , κρύφα διαλεγόμενος τοῖς
6299057 ἐκαυσαν
κώμης δύο λόχους ἦγον οἱ στρατηγοί . . ὅσα μὲν ἔκαυσαν οἱ πελτασταὶ οἱ λοιποὶ ἔκαιον . μακρὰν δὲ λέγει
κεῖται . οἱ οὖν Ἕλληνες προσποιούμενοι ἀφικνεῖσθαι εἰς τὰ οἰκεῖα ἔκαυσαν τὰς ἑαυτῶν σκηνὰς καὶ ἔπεμψαν Σίνωνα σημᾶναι αὐτοῖς ὅταν
6299004 ἱστια
γὰρ πλοῖα ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ , καὶ ἐκ τῆς βίβλου ἱστία τε πλέκουσι καὶ ψιάθους καὶ ἐσθῆτά τινα καὶ στρωμνὰς
πτερωτὰς τὰς ναῦς εἶπε διὰ τὰς κώπας ἢ διὰ τὰ ἱστία . τὸ δὲ εἰς Βεκρύκων λείπει τὸ ὡς ἵνα

Back