δυσευνήτειρα τῶν λεχέων ἤτοι ἡ διὰ τὸν φόβον τῶν ἑαυτῆς νεοσσῶν προσκαθημένη τῇ καλιᾷ αὐτῶν ἄγρυπνος . πάντροφος δὲ ἡ
τοῦ “ μάταια καὶ κοῦφα διαλέγῃ ” , ἀπὸ τῶν νεοσσῶν ἃ πτερυγίζουσι μὲν τὰς πτέρυγας ἵπτασθαι , οὐ δύνανται
7721977 δυσευνητειρα
δυναμένων , ἀλλὰ ἐν τῇ καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ
οὕτως : δέδοικα δὲ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ὥσπερ πελειὰς πάντροφος δυσευνήτειρα δέδοικε τὸν δράκοντα ὑπὲρ τῶν τέκνων τῶν λεχέων ,
7332672 προσκαθημενη
ἤγουν διὰ τὸν φόβον τῶν ἑαυτῆς τέκνων ἤτοι τῶν νεοσσῶν προσκαθημένη τῇ καλιᾷ ἄγρυπνος . πάντροφος δὲ ἡ διηνεκῶς ἐκτρέφουσα
ἡ Σφὶγξ ἡ ἐν τῷ Φικίῳ τῶν Βοιωτίων Θηβῶν ὄρει προσκαθημένη . Φίκιον τέρας ἡ Σφίγξ : καὶ αὕτη γὰρ
6926945 ἐδραξατο
ἡνίκα ἐνιδρύνθη τῷ θρόνῳ τοῦ οἰκείου πατρὸς Κρόνου , ἤγουν ἐδράξατο ὁ Ζεὺς τῆς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Κρόνου ἐξουσίας ,
παρέθηκε τροφὴν πάντη ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν , ὃν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή : καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διὰ
6860555 εἰρξει
' ἄραρε κλῆιθρα , σῆς βοηδρόμου σπουδῆς ἅ ς ' εἴρξει , μὴ δόμων ἔσω περᾶν . ἔα , τί
ἡμῶν ὡς δράκοντα νεοσσῶν . θ εἴρξει ] κωλύσει . εἴρξει ] αὐτὸν ἀπὸ τῆς πόλεως . εἴρξει ] ἀφ
6831192 ἁρματοκτυπον
ἔδεις ' ] ἐφοβήθην . ἀκούσασα ] συνίουσα . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον .
] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν γεγονότα ἀπὸ ἵππων τῶν ἁρμάτων . τὸν
6826401 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
6792872 νηχυτον
ὄλεθρον ἐμήδετο . κὰδ δέ οἱ ὤμους ἕλκεσι ποιητοῖσι κατέρρεε νήχυτον αἷμα . ἡ δὲ περὶ κλισίῃσιν ἐμαίνετο παννυχίη φλὸξ
δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ ' ὅς ' ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ : τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ ' ἀυτμήν
6726015 πληγεισα
ἔφευγε τὸν Ἥφαιστον καὶ μὴ πληρώσασα τούτου τὸν ἔρωτα , πληγεῖσα δὲ τὸν πόδα ὑπ ' αὐτοῦ σφύρᾳ ἐν Θετταλίᾳ
οἱ διὰ τῆς ἀσπίδος πληγέντες : οὐ γὰρ ἡ ἀσπὶς πληγεῖσα ἐπάταξεν , ἀλλ ' ἅμα ἀμφοῖν συνέβη παθεῖν .
6663059 δεμνιων
ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς δὴ κορείαν ἄφθιτον πεπαμένη πρὸς γῆρας ἄκρον
κρατοῦσα τὸ δέμας . ἐλεδεμνὰς ] ἐλαύνων ἐμὲ ἐκ τῶν δεμνίων καὶ οὐκ ἐῶν καθεύδειν φόβον ἐμβάλλων . θ ἑλεδεμνὰς
6576360 ἀδαμαντα
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα
6572682 θωρηκων
βρωθὲν ὠφελεῖ ὄρνιθος ] κατοικιδίας θωρήκων οὖν τῶν στηθιδίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν ἐντοσθίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν κατὰ τὸν
: ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα
6558905 ἀνυμφον
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς
6556405 τροφιν
ἄμικτον στόματι ῥιγίστην βοήν , τὸν φίλτατόν σου τῶν ἀγαστόρων τρόφιν Πτῴου τε πατρός , ἁρπάσας μετάρσιον , ὄνυξι γαμφηλῇσί
τῶν ἀδελφῶν . Λυκόφρων : τῶν φιλτάτων σου τῶν ἀγαστόρων τρόφιν , σημαίνει δὲ τὸν τρόφον καὶ κλίνεται τρόφις τρόφιος
6526782 προσεμειξε
, πολλὰ διαμαρτυρομένου καὶ σχετλιάζοντος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐμοῦ , προσέμειξε φέρων ἀναρπασθέντων τῶν ξένων τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει
ἐσβαλοῦσι ἐς τὴν Ἀττικὴν χώρην ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵππος πρώτη προσέμειξε καὶ οὐ μετὰ πολλὸν ἐτράπετο , καί σφεων ἔπεσον
6520536 λασιων
μαλακὴ , οὐδὲ τάπητες , οὐδὲ χλαῖναι τῶν παχειῶν καὶ λασίων , οὐδὲ τοιοῦτον οὐδέν . Καὶ ἡ σκληρότης ἡ
ὑπὸ νύκτα , πάρος μέγα πεφρικυῖα . Πᾶσα δέ οἱ λασίων ὀρέων ἐστείβετο πέτρη καὶ κρημνοί , πᾶσαι δὲ διεπρήσσοντο
6517052 ἐχις
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος
6490886 δακων
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ
6459975 ἀμφιτειχη
λάμβανε ἔξωθεν ἀμαθῶς τὸ διά , λέγων , διὰ τὸν ἀμφιτειχῆ λαόν . . ζωπυροῦσι ] ἀνάπτουσι . . ἀμφὶ
μου μέριμναι τὸν ἐμὸν φόβον ἀνάπτουσιν ἐν ἐμοὶ διὰ τὸν ἀμφιτειχῆ λεών . . μέλει ] φροντίς ἐστί μοι ὧν
6456397 φριμαγμος
εἶδος . . . φριμάττεσθαι μὲν τὸν τράγον φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ
αἰγῶν . φριμάσσεο : οὐ κυρίως τῇ λέξει κέχρηται . φριμαγμὸς μὲν γάρ ἐστι κυρίως ἡ τῶν ἵππων φωνή ,
6437527 καταπτας
ἐτρέφετο . κολοιὸς δέ τις ἑωρακὼς ἐνεχείρει τοῖς ἴσοις καὶ καταπτὰς ἐπὶ ποίμνην τῶν κριῶν λαβεῖν ἐπειρᾶτο τὸν μέγιστον .
- ] παρέστη [ μοι ] ὁ ἐνδοξότατος [ οὗτος καταπτὰς - ] [ καὶ ! ! ! ! πρὸς
6435411 στομιων
ἀναπῖνον τὸν ἰόν ἰὸν ἀποπνεῖον ] τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ
χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων κεῖνο ] ἐκεῖνο κεῖνο ποτὸν καὶ ζύμωμα : τοὺς
6434749 καυστικων
καὶ ἐγχυματιζομένη ἢ καταχριομένη ποιεῖ ἄκρως . προσέτι δὲ τῶν καυστικῶν ἐστι καὶ τοῦτο : ἀσβέστου ζώσης ⋖ β ,
πατὴρ ὁ γεννήτωρ τῶν ἀκτίνων τῶν ὀξειῶν , τουτέστι τῶν καυστικῶν ἢ τῶν ταχειῶν , ἤτοι ὁ Ἥλιος ὁ ἀρχός
6431571 ὁρμαινων
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ
6429253 διασπαρασσει
. ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον . ῥήγνυσι γῆρυν : ῥήσσει , διασπαράσσει . ῥᾷον : εὔκολον , εὐχερές . ῥυπτικόν :
, ἡ δ ' ἐσφάδᾳζε , καὶ χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει , καὶ ξυναρπάζει βίᾳ ἄνευ χαλινῶν , καὶ ζυγὸν
6418663 πτερων
ὁ Τηρεύς . οὕτως ἐφύλαξε τὸ μῖσος καὶ μέχρι τῶν πτερῶν . ” Τότε μὲν οὖν οὕτως ἐξεφύγομεν τὴν ἐπιβουλήν
καὶ ὁ Ἀπολλώνιος ” πλὴν κριοῦ „ ἔφη „ καὶ πτερῶν κηροῦ ξυγκειμένων πάντα οἴου , θεὸν ἐπιγράφων τῇ πομπῇ
6415774 κατεθοινησατο
ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι .
εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις
6413084 ἀρδηται
ἡ ψυχή , καθάπερ φαίνεται , ὅταν νάματι ποτίμῳ σοφίας ἄρδηται , βλαστάνει τε καὶ ἐπιδίδωσι πρὸς τὸ βέλτιον .
ὡς ἀπὸ τῆς ἀρδείας τὸν αὐχμὸν λαμβάνει , ὅταν μὴ ἄρδηται τὸ φυτὸν ὅτι αὐαίνεται . Ὅταν οὖν ἡ ψυχὴ
6407991 σπλαγχνοισιν
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν
6406406 Φυλιος
μὲν οὖν ὄρνιθες ὡς ἐπὶ νεκρὸν ὥρμησαν , ὁ δὲ Φύλιος πιέσας τῶν σφυρῶν δύο καὶ κατασχὼν ἀπήνεγκε πρὸς τὸν
μέχρι πρὸς τὸν βωμὸν τὸν τοῦ Διός . ὁ δὲ Φύλιος ἀμηχανῶν ὅτι χρήσεται πρὸς τὸ ἐπίταγμα ηὔξατο συλλαβέσθαι αὐτῷ
6402002 πελειας
λεών , δράκοντας ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνήτορας πάντρομος πελειάς . τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους πανδημεὶ πανομιλεὶ στείχουσιν
μεταλαμβάνει καὶ εἰς τὰ ἑξῆς καί φησι : φοβοῦμαι ὡς πελειάς . ζωπυροῦσι ] κρύπτουσιν ἐντός . ζωπυροῦσι ] ἀναφλέγουσι
6401950 σκολοπα
ποδὸς ἑλκύσας . „ τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας
τὴν αἰθρίαν . εἴρηται παρὰ τὸ σκῶλον , ὅ ἐστι σκόλοπα , τῷ ἑνὶ ποδὶ ἅλλεσθαι , ἀπὸ τῶν πατούντων
6390504 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
6378036 κοιμωμενον
ἦλθεν ὁ λύκος μεθ ' ἡμέρας , ἀλλ ' οἴκοι κοιμώμενον εὗρε τὸν κύνα , καὶ κάτω σταθεὶς πρὸς αὐτὸν
τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
6366003 πλοκαμων
ἐρεβίνθοις καὶ δίδου τρίτον καὶ εὐθέως λαλήσει . [ Αὐξητικὰ πλοκάμων καὶ πώγωνος , εἰ ἐπιῤῥέουσι . ] Τεῦτλον μετὰ
] τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης
6361619 στενουσα
ὑπὸ δ ' οὖν τῆς ἐπιθυμίας κρατηθεῖσα τὴν γραφὴν θεωμένη στένουσα λέξει : τί μοι τῶν ὁρωμένων τὸ κέρδος ἀποβαλούσῃ
αὐτοὺς λαθοῦσα ῥᾳδίως ἀπώλλυτ ' ἄν , ἃ καλῶς εἰδυῖα στένουσα ἂν οἴκοι καθῆτο . τὸ θαρρῆσαι τοίνυν αὐτῇ παρ
6360748 μισουμενον
εὔνουν τὸν ἄνδρα ποιεῖ : τὸν γὰρ ὑπ ' ἐκείνου μισούμενον οἴεται προσήκειν εὖ πάσχειν ὑφ ' ἑαυτοῦ . τὰ
μουσῶν ὀνόματα : παράδοξον δὲ τὸ δι ' ὑπερβολὴν ὠμότητος μισούμενον , οἷον πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη ὁ
6353531 Μιδεας
ἐκ θαλάμων : παραγενόμενον εἰς Ἄργος ἐκ τῶν οἴκων τῆς Μιδέας : ἤτοι τῶν τῆς μητρὸς , ἢ καὶ τῆς
τὸν Ἠλεκτρύ - ωνος παῖδα νόθον , ὃς ἐγένετο ἐκ Μιδέας Φρυγίας τινὸς γυναικὸς , ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
6336954 ἀιξας
ἐκ πόντοιο , τὰ δ ' ἔκποθεν ἄλλος ἀήτης ἀντίος ἀίξας μεγάλῃ περὶ λαίλαπι θύων ὦσεν ἀπ ' ἠιόνων Βορέου
. . . ε . η . σ . λικριφὶς ἀίξας . ὅτι δὶς κέχρηται τῇ λέξει , νῦν καὶ
6334783 παυσικαπη
, καὶ μύλη καὶ μύλη σιτοποιὸς καὶ μυλήκορον , καὶ παυσικάπη , ἣν καὶ καρδοπεῖον ὠνόμαζον , ὡς ἐν Ἥρωσιν
τοῖς ἔνδον ἐργαζομένοις ὑπὲρ τοῦ μὴ κάπτειν τῶν ἀλφίτων περιτιθέμενον παυσικάπη ὀνομάζεται , τροχοειδὲς μηχάνημα τῷ τραχήλῳ περιαρμοζόμενον ὡς ἀδυνατεῖν
6327686 ταρσων
τῷ μητραδέλφῳ συστρατεύων δεσπότῃ , ὅλος σιδηρόφρακτος ἱπποτοξότης καὶ μέχρι ταρσῶν ἐσφυρηλατημένος , καὶ συγκαθῄρει τὰς πόλεις τῶν βαρβάρων :
, ἐφράσσατο κόσμον ἑκάστης καὶ πτέρνης μετόπισθε καὶ αὐτῶν ἴχνια ταρσῶν . χειρῶν μειδιόωντα δίκης προπάροιθεν ἑλοῦσα τοῖον Ἀλεξάνδρῳ μυθήσατο
6321139 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
6317717 πλαστιγγι
μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ ταράσσει καὶ διωκάθει πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας . καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος
Χάρις λάμπει περὶ σὰν πτέρυγα χρυσέαν , καὶ τὸ τεᾶι πλάστιγγι δοθὲν μακαριστότατον τελέθει : τὺ δ ' ἀμαχανίας πόρον
6314242 χρυσηλατου
μαντικῶν μυχῶν , μὴ καὶ λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν , χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον , ἀνῇς ὑπ ' ἄλγους μέλανα πλευμόνων
ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος ; ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου τί δῆτα Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων ; τῆς
6310920 καθημενη
– – ] [ – – – ˘˘˘ – – καθημένη ] [ – – – ] υοπ˘⚔˘μας ? [
Φερεκράτης Κοριαννοῖ : ἀδράφαξυν ἕψους ' , εἶτ ' ὀκλὰξ καθημένη . ἀδύνατα εἶναι : ἀντὶ τοῦ ἀδύνατον . πολλάκις
6298655 φριξας
σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικαθᾶραι . μαινόμενον δὲ ἰδὼν ἢ ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις
φυσικῇ μανίᾳ πληγεὶς τόν τε αὐχένα σιμώσας καὶ τὴν κόμην φρίξας , ὄρθιον ἀρθεὶς τῆς ἕδρας αὐτὸν ἀπεβάλετο , καὶ
6271346 ἀγαστορων
' ἄμικτον στόματι ῥιγίστην βοήν , τὸν φίλτατόν σου τῶν ἀγαστόρων τρόφιν Πτῴου τε πατρός , ἁρπάσας μετάρσιον , ὄνυξι
παρὰ τὸ ἀγάζω , τὸ θαυμάζω . . . . ἀγαστόρων : τῶν ὁμογάστρων , τρόφον : κλίνεται δὲ τρόφις
6263358 νεβρος
μοῦνον ὁρᾶν τέμενος . Θρήσασθαι πλατάνῳ γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη .
ἥλατο . τάττεται δὲ ἐναλλάξ , πρότερον τὸ ὡς ὁ νεβρὸς ἅλλεται ἐπὶ τὴν μητέρα , εἶτα τὸ οὕτω καὶ
6263022 κερδω
τὰ ἔκγονα ἀλωπεκιδεῖς κέκληνται : αὐτὴν δὲ ἡ μήτηρ καὶ κερδὼ καὶ σκαφώρη καὶ σκινδαφός . τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν
ἀγέλην . κακῶς οὖν ὑπὸ λιμοῦ διακείμενος ἔρχεται ἐπὶ τὴν κερδὼ καὶ ξυμμαχίαν ὁμολογοῦσι . τῇ δὲ ἄρα τοσοῦτον κακουργίας
6260528 λογχῃ
μακάρων θέμιν ἁγνὴν ἔκτεινεν Περσῶν τοξοφόρων βασιλεύς , οὐ φανερῶς λόγχῃ φονίοις ἐν ἀγῶσι κρατήσας , ἀλλ ' ἀνδρὸς πίστει
συμπλοκῆς καὶ μάχης πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ὁ Ἀλθαιμένης ἐκβοηθῶν ἠκόντισε λόγχῃ καὶ δι ' ἄγνοιαν παίσας ἀπέκτεινε τὸν πατέρα .
6260070 διψᾳ
εἰσὶ κοιναί , ἤτοι τὸ ἐσθίειν τὸν πεινῶντα καὶ εἰ διψᾷ τις καὶ ἐπιθυμεῖ πιεῖν : αἱ τοιαῦται γὰρ ἐπιθυμίαι
ἔθει , εἰπών : ἄλλο πρᾶγμα , δηλονότι ἄλλου πράγματος διψᾷ . ἐκεῖνοι γὰρ οὕτω ποιοῦνται τοὺς λόγους . [
6255103 ἠχη
ἠχεῖ ἢ βοὰ καὶ βοὴ καὶ φωνή . βοὰ ] ἠχή , φωνή . βοὰ ] ἦχος . θ ποτᾶται
. Τὰ εἰς ΧΗ δισύλλαβα παραληγόμενα φωνήεντι προσηγορικὰ ὀξύνεται : ἠχή βληχή ψυχή βρυχή βροχή . τὸ δὲ τύχη καὶ
6246929 ἁρπασασα
ὡς ἐγένετο κατὰ τὸν πορθμὸν τὸν μεταξὺ Ἰταλίας καὶ Σικελίας ἁρπάσασα τῶν ταύρων τινὰς ἡ ῥηθεῖσα Σκύλλα καὶ ἀνελοῦσα καὶ
, τὸν δὲ κατέχοντα ἔτι τὴν σφαγίδα ᾑμαγμένην , σχίζαν ἁρπάσασα τῶν ἐκ τοῦ βωμοῦ ἡμίκαυτον , ταύτῃ τὸν παῖδα
6246080 λαιμον
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος
6242904 λειβομενον
διηθούμενον καθαρώτατον γένος τῶν τριγώνων λειότατόν τε καὶ λιπαρώτατον , λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον , ἄρδει τὸν μυελόν
προμηθής . φθόῃ γοῦν Θεόπομπον τὸν Ἀθηναῖον ῥινώμενόν τε καὶ λειβόμενον ἰάσατο , καὶ κωμῳδίας αὖθις διδάσκειν ἐπῆρεν , ὁλόκληρόν
6242213 σκυμνων
κυΐσκουσιν ἕξ , τρὶς δὲ ἀποτίκτουσιν , ἀριθμὸς δὲ τῶν σκύμνων παρὰ μὲν τὴν πρώτην τρεῖς , ἐπὶ δὲ τῆς
ἡμῖν λοιπὸν φίλους ἀνθρώπους . Οὕτως οὖν τὸν ἕτερον τῶν σκύμνων ἀποδιώξασα , τὸν τετρωμένον οὐκ ἀπολείπει , οὐδὲ εἰ
6233748 κλαιουσα
, ὅτι , διαφυλάττεται . οἱ δέ , ὅτι Ἶσις κλαίουσα τὸν Ὄσιριν ἐκεῖσε τὸ διάδημα τῆς κεφαλῆς ἀπέθετο φυομένης
' αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι , ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃς . ἀλλ ' ὑδρηναμένη ,
6226725 ἀπαγοι
οὐδ ' ἂν τῶν ἕνδεκα γενόμενος ἀποδέξαιο , εἴ τις ἀπάγοι τινὰ φάσκων θοἰμάτιον ἀποδεδύσθαι ἢ τὸν χιτωνίσκον ἐκδεδύσθαι ,
καὶ οὔτε τὸ στράτευμα πέμποι οὔτε τὸν δασμὸν ὃν ἔδει ἀπάγοι . Ποιεῖ γὰρ ταῦτα , ἔφη , ὦ Κῦρε
6226179 ὠδινει
ἑκάστοτε ἐν ὠδῖσίν ἐστιν , ὅτε χρημάτων ἐρᾷ , [ ὠδίνει , ] ὅτε δόξης , ὅτε ἡδονῆς , ὅτε
βληχητά , ἃ δὴ καὶ μαρυκᾶσθαι λέγουσιν . Ὁ γαλεὸς ὠδίνει διὰ τοῦ στόματος ἐν τῇ θαλάττῃ , πάλιν τε
6223569 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
6213401 πληττει
ἐκείνων συνέχεσθαι . τὴν ῥάχιν αὐτοῦ . κείμενον αὐτόν . πλήττει διὰ τὸ ἐπικείμενον βάρος . * * ὦ .
λεοντώδεις ἦσαν , ὁ δὲ τοῦ λέοντος ὄνυξ δίκην δόρατος πλήττει , διὰ τοῦτο δόρατι εἶπεν . 〛 ἐπιτυχεῖν .
6211886 κυνηγετης
τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω
Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην
6210984 λιμωττουσα
μάλιστα καταλαζονεύονται , ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσι . ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους , ἠβουλήθη
στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας οὐ μάχεται , προσπαλαίει
6203925 κλεψῃ
ἐν ἀθυμίᾳ ὄντος φίλου , δείσας μὴ διαχρήσηται ἑαυτόν , κλέψῃ ἢ ἁρπάσῃ ἢ ξίφος ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ,
σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ ἀποθάνῃ . οὕτως
6194174 νυχμα
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα
6194165 παρηγορημασιν
συμφορᾶς ἐκ τοῦ τελευταῖα τὰ ἄκρα παραθεῖναι . Ἄτεκτος ἄνθρωπος παρηγορήμασιν : ὁ μὴ βρεχόμενος μηδὲ ἱέμενος παραμυθίαν , ἀλλὰ
δειπνεῖ . ἀπελαμπρύνθη : λαμπρὸν καὶ δόκιμον ἐγένετο . ἄτεγκτος παρηγορήμασιν : Αἰσχύλος δοτικῇ ἀντὶ γενικῆς Ἀττικῷ ἐχρήσατο ἔθει .
6191367 ἀναψας
ναυτικῶν ὁρισμάτων ἔνδον κατεκράτησε τὸν στρατὸν μόλις , καὶ ναῦς ἀνάψας γῇ χαρίζεται φέρων , ἄπιστον εἰδὼς τὴν ὑγρὰν εὐεργέτιν
: ὅταν ὁ Ἀντήνωρ ὁ πορθητὴς τῆς πατρίδος βαρὺν πυρσὸν ἀνάψας εἰς σημεῖον τοῖς Ἕλλησι καὶ τὸν δούρειον ἵππον τὸν
6187208 ἐτυφλωθη
καὶ βιαζόμενος τὴν θεὸν ὑπὸ Διὸς ἐκεραυνώθη . Οὐαλέριος Οὐηστῖνος ἐτυφλώθη ὑπὸ Λευκίου Οὐμβρίου διὰ τὸν τοῦ υἱοῦ Ῥουστίκου θάνατον
ὑπὸ λῃσταῖς ἔγραψε περὶ λύτρων : ἡ γυνὴ αὐτοῦ δακρύουσα ἐτυφλώθη , ὁ παῖς ἐξελθὼν δέδωκεν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς
6185549 σταχυν
καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι .
ἐν τῷ καλάμῳ τροφὴν αὐτὸς ἢ ὥστε ὅλον ἐξαπολλύναι τὸν στάχυν ἢ κατὰ θάτερον μέρος . Ταῦτα μὲν οὖν καὶ
6179104 ἀγριουται
καὶ οὐδέποτε , καθάπερ τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα
ψάμμον ὡς ὅριον , καὶ μέχρι ταύτης προβαῖνον , κἂν ἀγριοῦται τοῖς κύμασιν , ὅμως ὥσπερ αἰδεῖται καὶ νεμεσίζεται περαιτέρω
6174938 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,
6172165 παρδαλεως
ταύτῃ τοι καὶ δοκεῖ τὸ ζῷον ἐκ καμήλου τε καὶ παρδάλεως συνεστάναι . τὰ δ ' οὕτως ἐξ ἑτερογενῶν συνελθόντα
ὁ γινόμενος καιομένου ψιμυθίου , φῦκος , στέαρ λέοντος καὶ παρδάλεως καὶ ὑαίνης πάνυ , καστόρειον , σηπέας ὄστρακον ,
6171934 θηρητηρ
εὖτε λέοντος ἀγρόται ἐν ξυλόχοισι τεθηπότες , ὅν τε βάλῃσι θηρητήρ , ὃ δ ' ἄρ ' οὔ τι πεπαρμένος
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις , εὔσκοπε , θηρητήρ , Ἠχοῦς φίλε , σύγχορε νυμφῶν , παντοφυής ,
6167986 ἀμειψῃ
, ἐπεί νιν μέγαν ἄρας δίδυμα καὶ τριπλᾶ παλίμποινα θέλων ἀμείψῃ . ἴσθι δ ' ἀνδρὸς φίλου πῶλον εὖ -
υἱὸν ἔθνει πεπένθηκας . ἄμειψαι τοὺς μετὰ σοῦ λελυπημένους , ἀμείψῃ δέ , ἐὰν λυπούμενος παύσῃ , τάχιον ἐὰν μὴ
6164146 πελαργον
, πέμπε Ἀθήναζε . τὰ δ ' ἄλλα ἡμῖν μελήσει πελαργὸν ἐς τὸ γῆρας ἑαυτῶν ἀντὶ κυνὸς θρέψαι . Ἴσθι
τὰ βλάστη τῆς ἀρούρης . Ὁ δὲ σὺν αὐτοῖς καὶ πελαργὸν εἰλήφει , ὅστις ἐκθλασθεὶς αὐτοῦ τὸν ποῦν τὸν ἕνα
6163351 κατοικιδιον
. οὕτως Ὠρίων , . Ἀλέκτωρ : τὸ ζῷον τὸ κατοικίδιον : παρὰ τὸ † ἀλέγω , τὸ κοιμῶμαι ,
ἁλῶν πάνυ συμμέτρων . τῶν δὲ πτηνῶν ἐσθιέτωσαν τήν τε κατοικίδιον ὄρνιν καὶ τῶν φασιανῶν τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ τῶν
6160282 παντροφος
πολύτοκος . πάντροφος ] ἡ παντελῶς τρέφουσα τὰ τέκνα . πάντροφος ] ἡ δι ' ὅλου τοῦ ἔτους τίκτουσα :
δυσκόλως κοιμωμένη . . ἄγρυπνος διὰ τὸν φόβον . . πάντροφος πελειὰς ] ἡ δι ' ὅλου τοῦ ἔτους τίκτουσα
6158463 Γυνη
τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν
. Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν
6156512 ἀλλοδαπη
ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένον καὶ ἀλλοδαπῆ λέγε τὸν κλέπτην . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν
ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένον καὶ ἀλλοδαπῆ λέγε τὸν κλέπτην . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν
6156165 πνιγομενος
λίμνην , ἕλκων τὸν μῦν δέσμιον . ὁ δὲ μῦς πνιγόμενος ἔλεγεν ἐγὼ μὲν ὑπὸ σοῦ νεκρωθήσομαι , ἐκδικηθήσομαι δὲ
, τῇ ὑστεραίῃ ἔθανεν , αἷμα ἐμέων πουλὺ , καὶ πνιγόμενος : ἐς σπλῆνα δὲ , καὶ κάτω αἱματῶδες αὐτῷ
6153799 πατταλος
ἀμπέλων , ὅταν ἀπὸ τοῦ παττάλου : προοδοποιεῖ γὰρ ὁ πάτταλος ἐκείνῳ τῷ κλήματι διὰ τὴν ἀσθένειαν : φυτεύουσιν οὕτω
τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτὸ δεσμὰ ζυγόδεσμα καλεῖται . ὁ δὲ πάτταλος ὁ διειρόμενος ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ ἐπὶ τὸν ῥυμόν ,
6149666 ἀρβυλοπτερον
ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν τὸν Περσέα τὸν ἡπατουργὸν τὸν ἀρβυλόπτερον . καὶ μέχρι τοῦδε καλῶς πᾶς ὁ λόγος ἔχειν
τὸν χρυσόπατρον μόρφνον ἁρπάσας γνάθοις , τὸν ἡπατουργὸν ἄρσεν ' ἀρβυλόπτερον . πεφήσεται δὲ τοῦ θεριστῆρος ξυρῷ , φάλαινα δυσμίσητος
6149002 χαλινων
τὸ διὰ στόμα πρὸς τὸ πηδαλίων , οὐ πρὸς τὸ χαλινῶν ὡς οἴονταί τινες . θΞ ἀύπνων ] τῶν μὴ
καὶ τῶν μὴ ἐώντων ἐμὲ ἠρεμεῖν ἐν ὕπνῳ , τῶν χαλινῶν λέγω τῶν πυριγενετῶν , ἤτοι τῶν ἐν τῷ πυρὶ
6148248 δαμαζομενος
σίδηρος , ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν , οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ ' Ἡφαίστου
' ἂν ὑπεξερύγῃσι : ὡς ἂν ἐμέσῃ τὴν λώβην , δαμαζόμενος καὶ νικώμενος τῇ χειρί σου διὰ τοῦ ποτίζειν αὐτόν
6143505 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
6138497 γαμφηλῃσι
αἴθωνα μεγάθυμον ἐν εἰλιπόδεσσι βόεσσι , ὤλετό τε στενάχων ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος , ὣς ὑπὸ Πατρόκλῳ Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων κτεινόμενος
Κλέωνα λέγει . ἀγκυλοχείλης ] ἐπικαμπεῖς ἔχων τὰς χηλάς . γαμφηλῇσι : σιαγόσι . δράκοντα τὸν ἀλλᾶντα . κοάλεμον τὸν
6138242 βουβρωστις
δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά
εἰσέρχεται καὶ τὸν βουβῶνα τύπτει . * τυπήν : τύψιν βούβρωστις δὲ κυρίως ἡ τροφή , νῦν δὲ ἡ ἀνία
6135915 αἱματηρον
Πηλέως , ὅν μοι προτείνας πόσιν ἐν ἁρμάτων ὄχοις ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ
. ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει
6134042 μαινιδος
χαλκὸς κεκαυμένος , στυπτηρία , κήρυκος ὄστρακον κεκαυμένον , κεφαλὴ μαινίδος , χαμαιλέων τὸ ζῷον , ἀρσενικόν , κάχρυς ,
κωφὸς δὲ γενήσεται . Οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ τῆς μαινίδος λίθοι λειωθέντες μετὰ χολῆς ἀλάβητος μέλανος καὶ ἐγχρισθέντες ποιοῦσιν
6133167 χεαι
πολύχυτον αὐτοῦ ἱδρῶτα χέαι δ ' ἀπό ] ἀπόχεαι δέ χέαι ] ὥστε καὶ αὐξηρῶν δονάκων : ἤτοι τῶν μεγάλων
συγκραθῆναι καὶ τῇ γνώμῃ εἰς ἐφ ' ὅσον ἐνδέχεται πλεῖστον χέαι τὴν οἰκειότητα , τῶν δὲ ἐξ ἑτοίμου καὶ παρ
6124210 ἐνεγκῃ
δὲ τὴν γυναῖκα τυγχάνειν εὔτονον , ἵνα καὶ τὸ βάρος ἐνέγκῃ τῆς ἐφεδραζομένης γυναικὸς καὶ παρὰ τὰς ὠδῖνας κατέχειν αὐτὴν
διανοίας νόσους ἐκτεμεῖν , ἵνα μή τις ὑπολειφθεῖσα βλάστην ἀρρωστήματος ἐνέγκῃ δυσιάτου . τοῦτον δὴ τὸν τρόπον ἤλπισεν ἐκκόψαι δυνήσεσθαι
6119597 ὀρφανον
Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν ; ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανόν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον ; ἢ Δωρίδ '
λέγουσι δὲ αὐτὸν υἱὸν Καλλιόπης γενέσθαι κακοδαίμονα καὶ ὑστερούμενον καὶ ὀρφανόν . Ἴαννος ἄλλος : ἐπὶ τῶν διπροσώπων . τοιοῦτος
6115096 προσδραμουσα
ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν εἴ τις ἔγχελυς προσδραμοῦσα δάκοι τὸ ἔντερον , παραχρῆμά τε αὐτὸ φυσήσαντες ἐξογκοῦσι
διεξελθεῖν ἐθέλων ἠχήσει , τῷ κτύπῳ δ ' ἡ γέρανος προσδραμοῦσα τήν τε κεφαλὴν καθεῖσα καὶ ἑλοῦσα τὸν κάνθαρον καὶ
6114913 ὀλεθριοις
ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις , ἰσχυροῖς , φονευτικοῖς . ἀμυνέμεναι : εἰς τὸ
στρατηγὸν ἑαυτῶν κατέστησαν , πορφύρᾳ τε καὶ πυρὶ προπομπεύοντι , ὀλεθρίοις τιμαῖς , ἐκόσμησαν , ἐπί τε τὴν ἀρχὴν ἦγον
6109994 Θυατειρα
ἣν ὑπερβᾶσι καὶ βαδίζουσιν ἐπὶ Σάρδεων πόλις ἐστὶν ἐν ἀριστερᾷ Θυάτειρα , κατοικία Μακεδόνων , ἣν Μυσῶν ἐσχάτην τινὲς φασίν
. * τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα , ὦ Μηνόδωρε , σὴ πατρίς , Καδαυάδη .
6109595 ἰξευτου
ὠρφανισμένην γονῆς καὶ δευτέραν εἰς ἄρκυν ὀθνείων βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι
ἤθελεν . ὁ δὲ μύρμηξ ἔδακεν εἰς τὸν πόδα τοῦ ἰξευτοῦ : ὁ δὲ σείσας τοὺς καλάμους ἐποίησε τὴν περιστερὰν
6108044 ἀγρευεται
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς .
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς
6105998 στερνων
κατέκρυπτεν ὑπὸ τοῖς πέπλοις , καὶ μίαν ἐνέγκασα διὰ τῶν στέρνων πληγὴν ἕως τῆς καρδίας ὠθεῖ [ τὸ ξίφος .
τῇ χειρί . Τὸν γοῦν πρώτως ἐπιόντα βάλλει κατὰ τῶν στέρνων τῷ ὀϊστῷ καὶ εὐθὺς τοῦτον καταβάλλει τοῦ ἵππου .
6105280 πτερυγων
Προμηθεῦ ] ὦ τὸν πτερυγωκῆ ] τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερύγων οἰωνὸν ] τὸν γῦπα ᾧ ἐπωχεῖτο γνώμῃ ] θελήματι
τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν πέλοι
6102286 κωπη
στροφεὺς τῆς θύρας ἐβλάστησε , καὶ εἰς κυλίκιον πλίνθινον τεθεῖσα κώπη ἐν πήλῳ . Περὶ μὲν οὖν δένδρων καὶ θάμνων
. δώσω οἱ τόδ ' ἄορ παγχάλκεον , ᾧ ἔπι κώπη ἀργυρέη , κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται : πολέος
6099610 Κυνισκα
ἀντὶ τοῦ : σὺ μὲν παίζεις , ἐμὲ δὲ ἡ Κυνίσκα ἐκμαίνει ἐρῶντα αὐτῆς . λανθάνω , φησίν , ἐμαυτὸν
. τοῦτο ἀμφιβόλως εἴρηται , ἢ ὅτι Λύκου ἐρᾷ ἡ Κυνίσκα , ἤ , καθὸ οἱ ὀφθέντες ἄφνω ὑπὸ λύκου

Back