| , πέμπε Ἀθήναζε . τὰ δ ' ἄλλα ἡμῖν μελήσει πελαργὸν ἐς τὸ γῆρας ἑαυτῶν ἀντὶ κυνὸς θρέψαι . Ἴσθι | ||
| τὰ βλάστη τῆς ἀρούρης . Ὁ δὲ σὺν αὐτοῖς καὶ πελαργὸν εἰλήφει , ὅστις ἐκθλασθεὶς αὐτοῦ τὸν ποῦν τὸν ἕνα |
| μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σπεύσιππος ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων . φασιανὸν δὲ οὗτοι κεκλήκασιν αὐτὸν καὶ οὐ φασιανικόν . Ἀγαθαρχίδης | ||
| ' ὁ Εὐεργέτης ἐν δευτέρῳ ὑπομνημάτων τέταρόν φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων |
| τροφὸς , ζῴων λέγω καὶ σπερμάτων καὶ ἀνθρώπων . . πανόπτην ] τὸν πάντ ' ἐφορῶντα , τὸν πάντα βλέποντα | ||
| κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ : ἴδεσθέ μ ' οἷα πρὸς |
| ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι . | ||
| εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις |
| οἷς πρώτοις ἐνέτυχον . ταῦτα οὖν , ὦ Κέβης , Εὐήνῳ φράζε , καὶ ἐρρῶσθαι καί , ἂν σωφρονῇ , | ||
| οὖν τὸν φόνον καὶ σὺν τῇ γαμετῇ στελλόμενος ἀνεῖλεν ἐν Εὐήνῳ ποταμῷ Νέσσον Κένταυρον , ὡς καὶ Ἀρχίλοχος ἱστορεῖ . |
| , ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν | ||
| , προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν |
| συνηλοίηντο δὲ πάντα εἴδατα καὶ κρητῆρες ἐύξεστοί τε τράπεζαι . Νέσσον δ ' αὖθ ' ἑτέρωθε παρὰ ῥόον Εὐηνοῖο κείνης | ||
| τῶν ὄζων γενέσθαι τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις . οἱ δὲ Νέσσον πορθμεύοντα ἐπὶ τῷ Εὐήνῳ τρωθῆναι μὲν ὑπὸ Ἡρακλέους , |
| τοὺς Διοσκούρους . τὸ δὲ ὑγρόφοιτος γράφεται καὶ ὑψίφοιτος . τόργος κυρίως ὁ γύψ , νῦν δὲ τὸν κύκνον λέγει | ||
| ἐπικαμπὲς χεῖλος τῶν ὀρνέων * ὡς καὶ Καλλίμαχος ῥάμφει καθνώδει τόργος ἔκοπτε νέκυν * . ἐν δὲ τοῖς ῥάμφεσι καὶ |
| ἐπὶ μὲν τὸ ἕτερον μέρος , τὸ μεῖζον , τῇ ὀκτάδι : μετὰ γὰρ τὸν ζ ὁ η ἔστιν , | ||
| διδόμενον ἀριθμὸν μήτε δυάδα εἶναι μήτε τινὰ τῶν ἀπὸ δυάδος ὀκτάδι παραυξανομένων . Ἐπιτετάχθω δὴ τὴν Μο διελεῖν εἰς τρεῖς |
| ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς | ||
| , ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ |
| μελετῶμεν . εἰ δὲ μὴ τὸν θάνατον ἢ τὴν φυγὴν ἐφοβούμεθα , ἀλλὰ τὸν φόβον , ἐμελετῶμεν ἂν ἐκείνοις μὴ | ||
| ἀτίμως . οἱ δὴ Δίωνος τὸ μετὰ τοῦτο πάντες φίλοι ἐφοβούμεθα μή τινα ἐπαιτιώμενος τιμωροῖτο ὡς συναίτιον τῆς Δίωνος ἐπιβουλῆς |
| τεκόντα ς ' , ὦ Κύκλωψ , μὰ τὸν μέγαν Τρίτωνα καὶ τὸν Νηρέα , μὰ τὴν Καλυψὼ τάς τε | ||
| . τοῦτον Ἀπολλώνιος ποτὲ μὲν Εὐρύπυλον προσαγορεύει , ποτὲ δὲ Τρίτωνα . Ἀκέσανδρος δέ φησιν ἀδελφὸν εἶναι τὸν Εὐρύπυλον Τρίτωνος |
| ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον ὀρχηστοῦ σφυρόν | ||
| ὁ δ ' αὐτὸς στόρθυγξ καὶ ὀδοὺς ἤτοι ὁ χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως |
| τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „ | ||
| τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν |
| Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι . Μετὰ τὸ διαλαβεῖν περὶ τῶν | ||
| Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι : εἴρηται . Ἑνικά . Ὁ |
| πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
| πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
| κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι κίρναται τὸ νέκταρ . καὶ | ||
| : ” κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν ” , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι κιρνᾶται τὸ νέκταρ . . |
| ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
| : παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
| . Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς | ||
| , τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας |
| φιλοσοφεῖν τότε βελτιοῦντας τὴν ψυχὴν καὶ τὸν ἡγεμόνα νοῦν . ἀναπέπταται γοῦν ταῖς ἑβδόμαις μυρία κατὰ πᾶσαν πόλιν διδασκαλεῖα φρονήσεως | ||
| εἶναι κοινὴν συμβέβηκε : πρὸς γὰρ τῷ κατὰ θιάσους συνοικεῖν ἀναπέπταται καὶ τοῖς ἑτέρωθεν ἀφικνουμένοις τῶν ὁμοζήλων . εἶτ ' |
| δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , εἰς αὑτὸν μὲν ἔσκωπτε καὶ τὴν ἀπορίαν τὴν ἐν τῷ λόγῳ συμβᾶσαν ἑαυτῷ | ||
| εἰς φιλίαν ἀγαγεῖν , προσέπαιζε πολλάκις καὶ κώνωπα ἐκάλει καὶ ἔσκωπτε τοὔνομα σὺν γέλωτι . καὶ οὗτος εἰδὼς τοῦ Σατύρου |
| , προσδραμὼν δὲ αὐτῷ Νεῖλος , ὅσπερ ἦν νεώτατος τῶν Γυμνῶν ” ἡμεῖς ” ἔφη „ παρὰ σὲ ἥκομεν . | ||
| δείξας τὸ ἄλσος . ὁ δὲ Θεσπεσίων πρεσβύτατος ἦν τῶν Γυμνῶν , καὶ ἡγεῖτο μὲν αὐτὸς πᾶσιν , οἱ δέ |
| δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , ηὐφράνθη . | ||
| , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίῃ ταύτης ἦλθε διὰ πτόλεως γιγνώσκεις , ἀΐουσα μέγαν πόθον ὃν Γαλατείη αὐτοῖς μηλείοις θήκαθ ' ὑπὸ |
| ὀρρὸν ὑποδέχονται καὶ τὰ αὐτῶν κἂν μέτρια ᾖ , ἐνίοτε ὑποδεικνύουσιν οἷόν τινα μισθὸν τοῦτο πλέον τῶν ἄλλων ἀπειληφότα μορίων | ||
| θεούς . ἐννόει δὲ ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσιν : οἵ τε γὰρ ἄλλοι ἡμῖν τἀγαθὰ διδόντες οὐδὲν |
| φαίνεται δὲ τετελευτηκὼς ἐκ τούτων . παίζων οὖν ὁ Ἀριστοφάνης Ἀοῖον αὐτόν φησιν ἀστέρα κληθῆναι . περιβόητος δὲ ἐγένετο . | ||
| μελῶν ποιητής . ἐποίησε δὲ ὠιδήν , ἧς ἡ ἀρχὴ Ἀοῖον ἀεροφοίταν ἀστέρα μείνωμεν ἀελίου λευκῆι πτέρυγι πρόδρομον . φαίνεται |
| ὁ ἀχυρών . * * : ˘ ˘ – Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρόν . ἀωρόλειος : ὁ παρὰ | ||
| ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ ξυνωρίδες . Ἑκάβην ὀτοτύζουσαν καὶ καόμενον τὸν ἀχυρμόν . Ὃς τόνδ ' ἔχεις |
| μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . | ||
| . . . μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω : ὅτι ἀντὶ τοῦ κιχείοιμι . . . . |
| οὖν ἐκεῖνον ἐπιστῆναι αὐτῷ τὸν καιρόν , ἀπαλλαγῆναι τῆς φύσεως ἐπεύχεται . πρὸς τὸν Ἀδρίαν δὲ καὶ τὴν Κελτικὴν ἀρθῆναι | ||
| ' ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν , μόρον δ ' ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται , λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ , οὕτως ὀλέσθαι |
| ἣν ὑπερβᾶσι καὶ βαδίζουσιν ἐπὶ Σάρδεων πόλις ἐστὶν ἐν ἀριστερᾷ Θυάτειρα , κατοικία Μακεδόνων , ἣν Μυσῶν ἐσχάτην τινὲς φασίν | ||
| . * τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα , ὦ Μηνόδωρε , σὴ πατρίς , Καδαυάδη . |
| τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν Ἶφυν καλεῖ . Κατάλογ . : Λήμνιοι . Κατάλογ | ||
| / : . . . Φερεκύδης δὲ Ποντέως ἱστορεῖ τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν |
| ἔσχεν αὐτοῦ ἵμερος ] ἐπιθυμία , ἔρως ξύνευνον ] τὸν Λιγγέα ἀπαμβλυνθήσεται ] ἐξασθενήσει , μαλακισθήσεται ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ξίφους | ||
| ὃς καὶ κτείνει αὐτόν . Πολυδεύκης δὲ διώκων αὐτοὺς τὸν Λιγγέα κτείνει δόρατι , ὑπὸ δὲ τοῦ Ἴδα στήλῃ λιθίνῃ |
| Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον Ἀστερόποιο . καὶ ἔτι . λιγνύν τε ψολόεσσαν ἀϊδνήεντά τε καπνόν . καὶ Αἰσχύλος ἐν Βασσαρίσιν : | ||
| θηρῶν φολίδεσσιν ὁμοίη . τὴν δ ' ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς |
| Ὕλας : οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος , υἱὸς δὲ Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος . καὶ Μνασέας μὲν οὕτως . Ἑλλάνικος δὲ Θειομένη | ||
| κατεπολέμησεν Ἡρακλῆς καὶ μετέστησεν εἰς Πελοπόννησον . ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ Δρύοπος τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δίας τῆς Λυκάονος . ἀλλὰ τὰ |
| οὕτω λέγεται αἰσχυνθῆναι ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν , ὥστε τὸν μὲν Ἀπελλῆν ἑκατὸν ταλάντοις ἐδωρήσατο , τὸν δὲ Ἀντίφιλον δουλεύειν αὐτῷ | ||
| οὐ παρεφύλαξε τὸ ἴδιον τοῦ ζῴου . οἱ δὲ οὐκ Ἀπελλῆν φασι ταύτην τὴν αἰτίαν ἐνέγκασθαι , ἀλλὰ Νίκωνα , |
| ἰδέαν τὴν καρποφόρον βασίλειαν , Δήμητρα θεάν , ἐπικοσμοῦντες ζαθέαις μολπαῖς κελαδεῖτε . Δήμητερ , ἁγνῶν ὀργίων ἄνασσα , συμπαραστάτει | ||
| , τὰν ἐν θρήνοις μοῦσαν νέκυσιν μέλεον , τὰν ἐν μολπαῖς Ἅιδας ὑμνεῖ δίχα παιάνων . οἴμοι τῶν Ἀτρειδᾶν οἴκων |
| ἔτι καὶ κομιδῇ βοηθείας συγγενικῆς ἔρημος ἔργον ἐπεχείρησε ποιῆσαι πάντων φρονιμώτατον , ἐπίθετον ἑαυτοῦ καταψεύσασθαι μωρίαν : καὶ διέμεινεν ἅπαντα | ||
| , ἀλλὰ καὶ ὡς κράτιστον ἀνδρῶν τὰ πολέμια καὶ στρατηγῶν φρονιμώτατον ἐπαινεῖσθαί τε καὶ τιμᾶσθαι ὑπὸ πάντων ἠξίου . ἔφη |
| ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ | ||
| , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα : “ αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα |
| θυσίας ἃς ἐμοὶ ἔθυσεν ἱλαστηρίους ἐδεξάμην . . ἄκοιτιν ] ὁμόζυγον . . ταρβῶ ] ἐκπλήττομαι . . πρευμενὴς ] | ||
| μόνον τὸ πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ὁμοζύγου : τὸ γὰρ ὄνομα ὁμόζυγον τοῦ ὁρισμοῦ , διὸ καὶ ἀνθορίζονται : ὄνομα γάρ |
| . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ | ||
| τιτθιζόμενον ἤτοι γαλαθηνόν . σακίταν : σηκίτην , λιπαρόν , γαλαθηνόν . λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν : ἀντὶ τοῦ βούλει |
| : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον | ||
| τέλος ἔργου καρτερὸν οἰνοφόροιο πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς , ἤτοι ὃ λίστρον ἔμελλεν ἐπὶ προύχοντος ἐρείσας ἀνδήρου καταδῦναι ἃ καὶ πάρος |
| καὶ ἔρωτι “ μὴ γὰρ οὐ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν σταυρὸν ἐλεῶ σου , Χαιρέα ” φησίν , “ ἀλλ | ||
| ἢ ἄλλον τινὰ τῶν ἐν Ἅιδου , κακούργῳ μὲν ἰδόντι σταυρὸν βαστάσαι σημαίνει : ἔοικε γὰρ καὶ ὁ σταυρὸς θανάτῳ |
| . ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γράμματα . Κορυδέως . . εἰδεχθέστερος Μουσῶν εὐκόλων ἀνθρήνιον οὐδέποτε προδέδωκέ με . Οἰωνίχου μουσεῖον | ||
| . Κοσκίνῳ ὕδωρ φέρει : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κολοφῶνα κακῶν ἐπέθηκας |
| βιοτὴ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενον : τὸ χαίτη : βαίτη ἡ διφθέρα δαίτη : σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου | ||
| τρίτου τὸ αὐτὸ , πλὴν ὅτι ἡ μὲν σισύρα δοκεῖ βαίτη εἶναι ἐκ δερμάτων αἰγείων , ἡ δὲ χλαῖνα ἀπὸ |
| ' ἀκμῆτες ἄνδρες ἀϋτῇ ὤσαιμεν . ” ἀκάκητα ἀντὶ τοῦ ἀκακήτης , τῇ κλητικῇ ἀντὶ τῆς εὐθείας . λέγεται δὲ | ||
| ὁ γυμνήτης καὶ Οἰδίπους Οἰδίποδος Οἰδιπόδης , οὕτως καὶ ἀκάκητος ἀκακήτης , . , . Ἀκαλήφη : ἔστιν οὖν 〚 |
| χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος . | ||
| Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος |
| οἰκία καὶ ἔτρεφεν [ ἐν ] πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα , διότι ὑπὸ μελισσῶν ἐτράφη : ὑπῆλθε γὰρ | ||
| ; Φιλωνίδην δ ' οὐ τέτοκεν ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι |
| κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει | ||
| . κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται |
| “ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον | ||
| ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος . |
| Ῥωμαῖοι ὡς μηδὲ οἰκόπεδον αὐτῆς καταλειφθῆναι . διαδέχεται δὲ τοῦτον Σίλουιος τρίτον : εἶτα τέταρτον Αἰνείας ἄλλος : τοῦτον πέμπτον | ||
| τελευτήσαντος ἔτει τετάρτῳ μετὰ τὴν Ἄλβης οἴκισιν ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν Σίλουιος . καὶ Σιλουίου παῖδα Αἰνείαν Σίλουιόν φασιν , Αἰνείου |
| . , . . . ὁ δ ' ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι | ||
| αὐτὸς εἱστιᾶτο ὑπὸ ἐκείνου . Κύαθον δ ' οὖν παῖδα οἰνοχόον Οἰνέως οὐκ ἀρεσθεὶς τῷ δοθέντι πώματι παίει τῶν δακτύλων |
| ; ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος , ἔδεις ' ἀκού - σασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον , ὅτε τε σύριγγες κλάγξαν | ||
| τοῦ βασιλέως τοὺς Κυρηναίους πικρῶς ἐχειρώσατο , καὶ ἀναχωρή - σασα εἰς Αἴγυπτον ἐτελεύτησε , καθὼς ἱστορεῖ Μενεκλῆς , ὁ |
| βούλονται , κατὰ τὸν ἀρχηγέτην αὐτῶν τὸν θεόν , ὃν ἡβῶντα ἀεὶ καὶ νέον ποιηταὶ γραφεῖς τε καὶ πλάσται δεικνύουσιν | ||
| ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι „ νέον ἡβώοντα ” τουτέστι νεωστὶ ἡβῶντα . . . . . , α , . |
| νιφόεντι κράδης ἢ τρηχέι κνίδῃ χρῶτα μιαινομένοις ἢ καὶ σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης ἥ τ ' ἔκπαγλα νέην φοινίξατο σάρκα . | ||
| τοξευτῆρα πευκεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . τὸν μὲν ἐγὼ κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα |
| Δώσει τις δίκην . καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά . Ληρεῖς , ὦ γύναι , κοὐκ οἶσθ ' ὅ τι | ||
| ὁ μικρὰ δ ' εἰπὼν μᾶλλον ἂν ᾖ χρήσιμα . Ληρεῖς ἐν οὐ δέοντι καιρῷ φιλοσοφῶν . Παραπλήσιον πρᾶγμ ' |
| Τούτου δὲ τοῦ πόντου ἀεὶ μὲν καὶ διαπαντὸς λοξαὶ ὁδοὶ ἐπιτρέχουσι , πρὸς βορρᾶν καὶ ἀνατολὰς τὴν φορὰν καὶ ἀνάνευσιν | ||
| ἣν ἐγκρυ - φίου ἄρτου ὀπτωμένου ἐπὶ τῆς ἑστίας † ἐπιτρέχουσι . τὸ δ ' αὐτὸ ποιοῦσι καὶ μετὰ σκευῆς |
| οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ | ||
| λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις |
| τὴν ἄδικον κρίσιν αὐτῶν . . ῬΟΘΟΣ ἙΛΚΟΜΕΝΗΣ . Τὸν ῥόθον οἱ μὲν ἤκουσαν τὸν ψόφον , ὅθεν καὶ ῥόθιον | ||
| , αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης ῥαιβοῖσι δὲ |
| . Ἰατταταιὰξ τῶν κακῶν , ἰατταταῖ . Κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακὸν αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Ἐξ οὗ | ||
| ἅλις σοι , κυρία , μὴ οὕτω σκῶπτέ μου τὸν νεώνητον ” . ἣ δέ : „ δῆλος εἶ , |
| τῶν Κικόνων ἐφεξῆς πρὸς δύσιν . . Τετραχωρῖται , οἱ Βεσσοί , ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι | ||
| Φαβωρῖνος ἐν πρώτῳ παντοδαπῆς ὕλης ἱστορικῆς . Τετραχωρῖται , οἱ Βεσσοί , ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι |
| δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . Λειώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο , Ἤνοπος υἱός , ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε , παρὰ κρητῆρα | ||
| . Χ . . . . πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα Ἤνοπος υἱόν Ἀγκαῖον δὲ πάλην Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη |
| ἐξυβρικότα καί , νῦν ὅπερ εἰσί , παρδάλεις γεγονέναι καὶ διασπαράξαι τὸν Πενθέα . ταύτῃ τοι καὶ φιλοῦσι τὸν οἶνον | ||
| φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ πάλιν καταλιπὼν τὸν ἀπὸ |
| ] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
| θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
| τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον | ||
| σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ |
| δὲ τοῦτο κατὰ βραχὺ ἀθροιζόμενον καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν ἐν λάκκῳ τινὶ καὶ ἦν χλιαρὸν καὶ χλωρὸν ὄζον χαλκίτεωϲ καὶ | ||
| καὶ στρογγύλαι , ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι : γλυκεῖαι γὰρ |
| τρόφιν καὶ ἀδελφὸν † ἀπὸ τῶν ἀγαστόρων καὶ ὁμογαστόρων τοῦ Πτώου καὶ Ἀπόλλωνος ὑπάρχοντος τοῦ πατρός . καὶ ἄλλο τι | ||
| δεξιᾷ πέντε που καὶ δέκα σταδίους τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστι τοῦ Πτώου τὸ ἱερόν . εἶναι δὲ Ἀθάμαντος καὶ Θεμιστοῦς παῖδα |
| : φῦλα Πελασγῶν τῶν , οἳ Λάρισαν . τὸν δὲ Πολύφημον Ἐλάτου παῖδα εἶπεν Ἀπολλώνιος , Σωκράτης δὲ καὶ Εὐφορίων | ||
| . , . . Ἀντισθένης δέ φησιν ὅτι μόνον τὸν Πολύφημον εἶναι ἄδικον : καὶ γὰρ ὄντως τοῦ Διὸς ὑπερόπτης |
| χωρίοισι οἱ βάρβαροι , τῶν δὲ καταλεχθέντων τούτων ποταμῶν ἐκ Κρηστωναίων ῥέων Χείδωρος μοῦνος οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος ἀλλ | ||
| τῆς Παιονικῆς καὶ Κρηστωνικῆς ἐπὶ ποταμὸν Χείδωρον , ὃς ἐκ Κρηστωναίων ἀρξάμενος ῥέει διὰ Μυγδονίης χώρης καὶ ἐξιεῖ παρὰ τὸ |
| καί οἱ ὕλας ] οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος , υἱὸς δὲ Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος . καὶ Μνασέας μὲν οὕτως : Ἑλλάνικος | ||
| Ἡρακλεῖ γέγονεν ὁ πρὸς τοὺς Δρύοπας πόλεμος . τοῦ γὰρ Θειοδάμαντος ἀνελθόντος εἰς τὴν πόλιν , καὶ εἰπόντος ὡς Πολέμιος |
| κράτος , ῥυσίπολις γενοῦ , Παλλάς , ὅ θ ' ἵππιος ποντομέδων ἄναξ ἰχθυβόλῳ μαχανᾷ Ποσειδάν , ἐπίλυσιν φόβων , | ||
| πεντήκοντ [ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ] [ ] ? ἵππιος [ Ποσειδέων . πεντήκοντ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ἵππιος |
| Λουδουεὶμ καὶ τοὺς καλουμένους Ἐνεμιγεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ καὶ τοὺς Χασλωνιείμ , ὅθεν ἐξῆλθεν | ||
| Ζελφὰν , τῷ αὐτῷ χρόνῳ ᾧ καὶ Βάλλαν συλλαβεῖν τὸν Νεφθαλεὶμ , τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει , μηνὶ πέμπτῳ , καὶ |
| ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους | ||
| , Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις |
| . Ἄτοπά γε , ὦ Σώκρατες , ἐπιχειρεῖς λέγειν . Πειράσομαι δέ γε καὶ σὲ ποιῆσαι , ὦ ἑταῖρε , | ||
| κέρδος νομίζοντες εἶναι τοὺς ἀδίκως ἐν ταῖς διαβολαῖς καθεστηκότας . Πειράσομαι δ ' ὑμᾶς διδάξαι , οὓς ἡγοῦμαι τῶν πολιτῶν |
| μόνον συνουσίας , ἀλλὰ καὶ φιλοσοφίας [ ] . καὶ ἐρασθήσεσθαι δὲ τὸν σοφὸν καὶ πολιτεύσεσθαι , γαμήσειν τε μὴν | ||
| Περὶ δικαιοσύνης καὶ Ποσειδώνιος ἐν πρώτῳ Περὶ καθήκοντος . καὶ ἐρασθήσεσθαι δὲ τὸν σοφὸν τῶν νέων τῶν ἐμφαινόντων διὰ τοῦ |
| , ὡς καὶ Ἑλλάνικος μαρτυρεῖ . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . , : Τούτους δὲ Ἡρόδωρός φησιν | ||
| Ἕλλην κατὰ Πακτύην φησὶν Ἑλλάνικος . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . τόν ῥα χρύσειον : λέγεται γὰρ |
| τόδε σέλμα πελώριον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν ἠγάγετο ; πῶς δὲ κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς , | ||
| τοῖς ἄλλοις , ὁπόσα ἐς τὸ πλεῖν εὕρηται , ξυνεῖχον πείσμασιν ἔς τε πνεῦσαι τὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἄνεμον , |
| . μὴ τἄρ ' εἶναί μ ' ἐγκριδοπώλην καὶ τὸν κυλλάστιν φθέγγου καὶ τὸν Πετόσιριν . τῶν χοίρων μνοῦς ἔρι | ||
| τῶν ἀνέμων . . , : Αἰγύπτιοι τὸν ὑποξίζοντα ἄρτον κυλλάστιν καλοῦσι . Μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Δαναΐσι |
| οὐ διεφθάρη . τὸν πατέρ ' αὑτοῦ δήσας ] ὅτι παιδοκτόνος ἦν . αἰβοῖ τουτὶ καὶ δὴ : γελᾷ ὁ | ||
| ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν |
| δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ | ||
| υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . . |
| ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
| ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
| ἀντὶ Διὸς ὁ Κρόνος κατέπιεν ἐπέδωκε : παρὰ τὸ βαίτη βαίτυλος , βαίτη δὲ λέγεται ἡ διφθέρα . . . | ||
| βαίτῃ αἰγὸς σπαργανώσασα τῷ Κρόνῳ ἐπέδωκεν : παρὰ τὴν βαίτην βαίτυλος , βαίτη δὲ σημαίνει τὴν διφθέραν , . , |
| σκιά : ἐπὶ τῶν φοβουμένων , ἔνθα οὐ δεῖ . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κεκύλισται ὁ | ||
| ἠλιθιώτερος : οὗτος γὰρ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἠρίθμει . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ τῶν δυσμόρφων . Οὗτος γὰρ ἐπὶ |
| τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ | ||
| τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα |
| Θρήϊκα χρυσολύρην τῇδ ' Ὀρφέα Μοῦσαι ἔθαψαν , ὃν κτάνεν ὑψιμέδων Ζεὺς ψολόεντι βέλει . Οἱ δὲ φάσκοντες ἀπὸ βαρβάρων | ||
| Μουσάων πρόπολον τῇδ ' Ὀρφέα Θρῇκες ἔθηκαν , ὃν κτάνεν ὑψιμέδων Ζεύς που ψολόεντι κεραυνῷ Οἰάγρου φίλον υἱόν , ὃς |
| διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , χαίνω , χανῶ : μαίνω , τὸ ὀργίζομαι , μανῶ : βαίνω | ||
| Ἀχανές : οἷον : ἀχανὲς πέλαγος : παρὰ τὸ χαίνω χανῶ χανές καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ |
| τότε Κρῖσαν καλουμένην , καὶ παῖς αὐτῷ ἐξ Ἀντιφατείας τῆς Ναυβόλου Στρόφιος ἐγένετο , οὗ Ἀστυδάμεια καὶ Πυλάδης ἐκ Κυδραγόρας | ||
| ἐκλήθησαν ἀπὸ Φώκου τοῦ Αἰακοῦ . τὸν δὲ Ἴφιτον γενεαλογοῦσι Ναυβόλου καὶ Περινείκης τῆς Ἱππομάχου . ἡ δὲ Πυθὼ πόλις |
| τὸ ἰὼ [ καὶ ] ἰώ : ἰήιον μέλος : θρηνητικὴν βοήν . ἐπὶ μὲν θρήνων ψιλοῦται , ἐπὶ δὲ | ||
| θέρους θρηνεῖν αὐτόν . τὸν δὲ Μαριανδυνὸν αὐξῆσαι μάλιστα τὴν θρηνητικὴν αὐλῳδίαν , καὶ διδάξαι ταύτην Ὕαγνιν τὸν Μαρσύου πατέρα |
| , ὄντα ἐτῶν ἑκατὸν τριάκοντα , Ῥουβὶν ἐτῶν μεʹ , Συμεῶνα ἐτῶν μδʹ , Λευῒν ἐτῶν μγʹ , Ἰούδαν ἐτῶν | ||
| ὠρώρει τοῖσιν μεμελημένα ἔργα . Τὸν οὖν Λευὶν καὶ τὸν Συμεῶνα εἰς τὴν πόλιν καθωπλισμένους ἐλθεῖν , καὶ πρῶτα μὲν |
| ταῦτα δὲ ἔλεγεν , οὐχ ὥσπερ οἱ πολλοὶ τῶν λεγομένων ἐνθέων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν , ἀσθμαίνουσα καὶ περιδινοῦσα τὴν κεφαλὴν | ||
| , Παρμενίδης : ἀλλ ' ὑπ ' ἐκείνων μὲν ἅτε ἐνθέων ἄνευ αἰτίας εἴρηται : ἐνθουσιῶντες γὰρ ἔλεγον . Ἐπειδὴ |
| τὴν ὠφέλειαν τὴν ἐκ τῆς μαλάχης ἀγνοοῦσιν : ἐπεὶ Προμηθεὺς ἠπάτησεν αὐτόν . Δῆλον δὲ , ὡς προεκδέδοται ἡ Θεογονία | ||
| τὴν Ποτίδαιαν ἀπέστησεν Ἀθηναίων : φησὶ γὰρ ὅτι καὶ τούτους ἠπάτησεν . ὅρα δὲ πῶς , εἰπὼν Ἀθηναίους ἠπατῆσθαι καὶ |
| ' ἥδιον , ὦ Φαλῆς Φαλῆς , κλέπτουσαν εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ φελλέως , | ||
| φιλοπόλεμος οὗτος . Γ Λαμάχων ] οὗτος Ἀθηναίων στρατηγός . ὡρικὴν ὑληφόρον : ἀντὶ τοῦ ὡραίαν καὶ ἀκμαίαν . ὥρα |
| . διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι . ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς | ||
| φησιν ἐν τῇ γʹ τῶν ἱστοριῶν τὸν Μίλωνα ταῦρον καταφαγεῖν κατακλιθέντα πρὸ τοῦ βωμοῦ τοῦ Διός : διὸ καὶ ποιῆσαι |
| ! [ ταῦτ ' αἰδώς ? ? μ ! [ παρθενίοις ? [ ] ? ! ! ! [ δερκομένα | ||
| ἡ Ἀθηνᾶ . τὸν παρθενίοις : ὅντινα τὸν θρῆνον ὑπὸ παρθενίοις Γοργόνων κεφαλαῖς καὶ ὀφίων ἀπλησιάστοις κεφαλαῖς ἐπήκουσε σὺν τῷ |
| μυῶν φθορᾶς τοῖς αὐτοῖς κέχρηνται φαρμάκοις . Ἐὰν δὲ ἕνα πιάσας ἐκδείρῃς αὐτοῦ τὴν κεφαλήν , καὶ ἀπολύσῃς , οἱ | ||
| . Πάρδαλις ἐν Χεβρὼν προσεπήδησεν ἐπὶ τὸν κύνα : καὶ πιάσας αὐτὴν ἀπὸ τῆς οὐρᾶς , ἀπεκόντισα αὐτὴν καὶ ἐρράγη |
| οἷον : Βοιωτὸν δ ' ὀνόμηνε : τὸ γὰρ καλέουσι βοτῆρες . εἴρηται παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , | ||
| , ἠύτε πόρτιν ἐς ἀθανάτοιο θυηλὰς μητρὸς ἀπειρύσσαντες ἐνὶ ξυλόχοισι βοτῆρες , ἣ δ ' ἄρα μακρὰ βοῶσα κινύρεται ἀχνυμένη |
| δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ | ||
| ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον |
| πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς | ||
| δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον |
| οἷσπερ οὓς ἠγγυήσαντο . Ἡ δὲ βουλὴ ἐξελθοῦσα ἐν ἀπορρήτῳ συνέλαβεν ἡμᾶς καὶ ἔδησεν ἐν τοῖς ξύλοις . Ἀνακαλέσαντες δὲ | ||
| γάμων καὶ τοῦ δείπνου τελεσθέντος εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ πρὸς Ἀσενὲθ καὶ συνέλαβεν Ἀσενὲθ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ . Καὶ ἔτεκε τὸν Μανασσῆ |
| τοῦτον Θυρέα καὶ Κλύμενον , καὶ θυγατέρα Γόργην , ἣν Ἀνδραίμων ἔγημε , καὶ Δηιάνειραν , ἣν Ἀλθαίαν λέγουσιν ἐκ | ||
| ἀρχῆς καὶ τὴν Λέβεδον ἐνέμοντο οἱ Κᾶρες , ἐς ὃ Ἀνδραίμων σφᾶς ὁ Κόδρου καὶ Ἴωνες ἐλαύνουσι . τῷ δὲ |
| βόας κατέπεφνον ἑταῖροι : ἠδ ' ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ἀπὸ δ ' ἔφθιθεν ἐσθλοὶ | ||
| θεῶν τε χώσατ ' , ἀπ ' Οὐλύμπου δὲ βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ ἔκτανε Λητοΐδην † φίλον † σὺν θυμὸν ὀρίνων |
| γὰρ τῶν χρημάτων ἐπεισροῆς τῶν ἀπὸ τῆς Ἀσίας χορηγουμένων τοῖς ταμείοις ἀποφυγούσης ἐκ τοῦ τῆς Ἀσίας ἁπάσης κατακυριεῦσαι τοὺς Τούρκους | ||
| Μάθοις δ ' ἂν ἴσως τοῦτο τοῖς τῶν πλουσίων παρακόψας ταμείοις , εἰ μὴ παρά σοι χρυσὸς καθαρὸς καθέστηκεν . |
| μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς , οἷον δεξῇ γραψῇ τυψῇ ποιησῇ καὶ τοὺς ὁμοίους . οὕτω καὶ τὸ λαψῇ | ||
| μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς , οἷον δεξῇ γραψῇ τυψῇ ποιησῇ καὶ τοὺς ὁμοίους . οὕτω καὶ τὸ λαψῇ |