. Διογένης ὁ Ἐπικούρειος , ἕξιν ἔχων ἱκανὴν ἐν οἷς μετεχειρίζετο λόγοις , τὸ μὲν γένος ἦν ἐκ Σελευκείας τῆς
ποιητοῦ , ἤγουν : οὕτως ὁ Πολύφημος , φησί , μετεχειρίζετο τὸν ἔρωτα . μουσίσδων : τῇ σοφίᾳ τῶν Μουσῶν
5407906 μελοποιος
αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας : ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης , ὁ μελοποιός , ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον , ἐν
πρῶτον Στησίχορον τὸν Ἱμεραῖον . καὶ Ξάνθος δ ' ὁ μελοποιός , πρεσβύτερος ὢν Στησιχόρου , ὡς καὶ αὐτὸς ὁ
5306197 Τηιος
γὰρ αὐτοῦ τοῦθ ' εὗρε τὸ εἶδος τῶν λόγων ὁ Τήιος Ἀλεξαμενός , ὡς Νικίας ὁ Νικαεὺς ἱστορεῖ καὶ Σωτίων
καὶ ἰωνικῶς Τήιος . ἀφ ' οὗ ” Πρωταγόρας ὁ Τήιος ” . καὶ Σκυθῖνος ἰάμβων ποιητὴς Τήιος . καὶ
5304111 κεστος
κεντός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , καὶ προσθέσει , κεστὸς ἀκεστός : καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκεστὴ , καὶ τροπῇ
: τὰς γαίας . Ἀκήν : ἡσυχίαν . κεστούς : κεστὸς ἔνδυμα Ἀφροδίτης . Ἐχθαίρω : νεμεσῶ . Ποντογενείας :
5289709 ἀπεικασας
οὐ στεγανόν , ὡς τετρημένος εἴη πίθος διὰ τὴν ἀπληστίαν ἀπεικάσας . τοὐναντίον δὴ οὗτος τοῖς πολλοῖς ἀνθρώποις ἐνδείκνυται ,
στεγανόν , ὡς τετρημένος εἴη πίθος , διὰ τὴν ἀπληστίαν ἀπεικάσας . τοὐναντίον δὴ οὗτος σοί , ὦ Καλλίκλεις ,
5282226 κωμικη
τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς
δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν
5253989 κιθαρα
. καὶ Ὅμηρος : Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι . καὶ ἡ κιθάρα Ἀσία λέγεται , ἐπεὶ ἐν Λυδίᾳ πρῶτον εὑρέθη .
: Γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῷ Παγγαίῳ ὄρει βοτάνη , κιθάρα καλουμένη διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν . Διασπαράξασαι τὸν Ὀρφέα
5248660 κωμικης
, καθάπερ τῆς σατυρικῆς ἡ καλουμένη σίκιννις , τῆς δὲ κωμικῆς ὁ καλούμενος κόρδαξ . . . κορδακισμός : ὁ
σπανιάκις , ὥσπερ ἐν Ἱππόνῳ . τῆς μέντοι παραβάσεως τῆς κωμικῆς ἑπτὰ ἂν εἴη μέρη , κομμάτιον παράβασις μακρὸν στροφὴ
5228205 αὐλων
, Κρῆτες δὲ μετὰ λύρας , μετὰ δὲ συρίγγων καὶ αὐλῶν Λυδοί , ὡς Ἡρόδοτος ἱστορεῖ . πολλοὶ δὲ καὶ
ἡ βασιλικὴ ναῦς , καὶ κνίσης ἦν πάντα μεστά , αὐλῶν , συρίγγων τὲ ἐνοπῆς , ὁμάδου τὲ ἀνθρώπων .
5205925 σατυρικη
ἀντὶ τοῦ . . . . . . . . σατυρικὴ ἥ ἐστι σίκινις . Κατάλογ . : Ἐλευσίνιοι .
, τὸ δὲ περίβλημα γλαύκινον ἢ μήλινον . ἡ δὲ σατυρικὴ ἐσθὴς νεβρίς , αἰγῆ , ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν
5053335 χορευτης
ἀπ ' ὀφθαλμῶν ἀπορρῖψαι ἁρμαλιᾶς ὄχλος ἀρότρῳ ἀκοντίζειν παπαῖ , χορευτὴς αὐλὸς οὐκέτι ψοφεῖ × – ἄμισθος ὁ ξένος πορεύεται
' ἐτελεῖτο τὰ μυστήρια . ὧν τῆς τελετῆς οὐ μόνον χορευτὴς , ἀλλὰ καὶ ἔξαρχος ἦν ὁ Διόνυσος . καὶ
5049351 Ἀρετης
τὸν ἀέρα περιπολοῦσαι ἐφορῶσι τὰ τῇδε . Ἢ ἀπὸ τῆς Ἀρετῆς , ὥς φησιν Ὀρφεύς : Μητέρα δ ' ἡρώων
εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι . οὕτω πως διώικει Πρόδικος τὴν ὑπ ' Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν : ἐκόσμησε μέντοι τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις
5027808 θαλαττιας
ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων τε καὶ τῆς θαλαττίας χελώνης μὴ ἅπτεσθαι . ὁ δὲ πολύπους ἐστὶ συντηκτικὸς
ἐκ τῆς γῆς τρεφομένην : ἄκουε δὲ καὶ τὰς τῆς θαλαττίας μηχανάς , καὶ ὁποῖα δρᾷ καὶ ἐκείνη πυνθάνου .
5015579 ὑψαυχην
τε ἵππον ἐξετάζοντας τὸν βησόμενον , εἰ γαῦρός τε καὶ ὑψαύχην καὶ ἐλευθέριος , τήν τε κύνα ἐξ ἧς μέλλετε
λόγου : ὅτι γὰρ μεγαλόφρων ὁ Περικλῆς καὶ δεινὸς καὶ ὑψαύχην , ἀρκεῖ Ἀριστείδης ὑποδεικνὺς τὸ ἦθος τοῦ στρατηγοῦ ἐν
5012104 Κωιος
Κεῖος διὰ διφθόγγου . τῆς δὲ Κῶ μονοσυλλάβου Κῷος καὶ Κώιος , ὡς Μινῷος . οὕτως δὲ ἐχρημάτιζον Ἱπποκράτης καὶ
Κεῖος διὰ διφθόγγου . τῆς δὲ Κῶ μονοσυλλάβου Κῷος καὶ Κώιος , ὡς Μινῷος . οὕτως δὲ ἐχρημάτιζον Ἱπποκράτης καὶ
4983261 φαρμακις
καὶ ὅτι τοῦτο ἐκαλεῖτο , καὶ ὅτι ἦν γόης καὶ φαρμακίς , καὶ ὅτι δεινῶς ἀκόλαστος ἦν καὶ ἀφροδίτην παράνομον
ἂν φανεῖσα . Ἔστιν , ὦ φιλτάτη , ὅτι χρησίμη φαρμακίς , Σύρα τὸ γένος , ὠμὴ ἔτι καὶ συμπεπηγυῖα
4947109 κιθαρῳδος
, μὴ ' πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν : οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ ' ἐγώ . ὁ τρίτος οὗτος δ '
αὐτοῦ καταμένειν ; Ἐν τῇ Κορίνθῳ παρεπεδήμησέν ποτε Στρατόνικος ὁ κιθαρῳδός , εἶτα γρᾴδιον ἐνέβλεπεν αὐτῷ κοὐκ ἀφίστατ ' οὐδαμοῦ
4939632 σατυρικης
τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως εἶδος ἡ προσαγορευομένη ἐμμέλεια , τῆς δὲ σατυρικῆς ἡ σίκιννις , τῆς δὲ κωμικῆς ὁ κόρδαξ ,
μὲν λύειν τὸν βίον , κωμῳδίας δὲ συνιστᾶν αὐτόν , σατυρικῆς δὲ τοιούτοις θυμελικοῖς χαριεντισμοῖς καθηδύνειν αὐτόν . λυρικοὶ δέ
4914166 σατυρων
καὶ λύκων καὶ κριῶν δέ , καὶ τὸ ἔτι θαῦμα σατύρων μορφὰς κήτη ἔστιν ἃ περιφέρει καὶ γυναικῶν ὄψιν ,
Σάτυρος ὁ τῆς κωμῳδίας οὗτος ὑποκριτὴς τῶν Σοφοκλέους ἀνέμνησέ με σατύρων , οὓς ἐκεῖνος εἰσήγαγεν οὕτω πρὸς ἀσέλγειαν μεμηνότας ,
4911726 Πηνελοπη
] ἡ Ὑψιπύλη , ὡς Πηνελόπεια παρ ' Ὁμήρῳ ἡ Πηνελόπη . * * εἶπεν . τῇ θυγατρὶ Θόαντος .
μνηστῆρες τὸ λοιπὸν εὐωχοῦντο πεπαυμένοι τοῦ φόβου . ἡ δὲ Πηνελόπη οὐκ ἐπίστευεν . ἐπαναλύσαντες δὲ οἱ ἀποσταλέντες εἰς Φαιακίαν
4905328 τετρημενος
κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας . Κατέχει τὸν καρπὸν καὶ λίθος τετρημένος αὐτοφυῶς εὑρισκόμενος , καὶ ἐμβαλλόμενος κλάδῳ τοῦ δένδρου .
εἰσί , τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ στεγανόν , ὡς τετρημένος εἴη πίθος διὰ τὴν ἀπληστίαν ἀπεικάσας . τοὐναντίον δὴ
4883223 ἐμμελεια
εἴδη ὀρχήσεως , ὡς καὶ Ἡσύχιος ὁ Ἰλούστριός φησιν : ἐμμέλεια μὲν τραγική , σίκιννις σατυρική , κόρδαξ δὲ κωμική
ἀπόσκημμα : ἀπέρεισμα . Αἰσχύλος Ἀργείαις . , . : ἐμμέλεια : εἶδος ὀρχήσεως . . . τραγικὴ δὲ ἡ
4882595 Μηθυμναιος
' ὡς Λέσβιος ἀοιδοὶ , ἐστὶ δ ' Ἀρίων ὁ Μηθυμναῖος , ὃν ἡ ἐκκλησία δοξάζει Ἰωνᾶν τὸν μακάριον προφήτην
. . . . ] Κιθαρῳδὸς ὁ Τέρπανδρος τῷ γένει Μηθυμναῖος . στασιασάντων δέ ποτε τῶν Λακεδαιμονίων , χρησμὸς αὐτοῖς
4882446 σικιννις
ὄρχησις , ὥς φησιν Ἀριστοκλῆς ἐν πρώτῳ περὶ χορῶν , σίκιννις , καὶ οἱ σάτυροι σικιννισταί . τινὲς δέ φασιν
καὶ δικαιότητα . Π . , : ἦν δὲ καὶ σίκιννις κωμικωτέρα , ἣν πρῶτοι ὠρχήσαντο Φρύγες ἐπὶ Σαβαζίωι Διονύσωι
4877463 ἱεροπρεπης
λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . ἐγὼ δ '
ἐμοῦ δικαίως : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῶιος διέφυγεν . ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη . [ ] ς
4866136 αὐλησεως
θεάτρῳ πάνυ προσέχων τὸν νοῦν οὐδὲ τοῖς κριταῖς ἀπείροις οὖσιν αὐλήσεως , καὶ ταῦτα περὶ ἄθλου καὶ νίκης ἀγωνιζόμενος :
βασιλείας , τοὺς παλαιοὺς ὑποκρινόμενος ἠγάπα βασιλέας : ὁ δὲ αὐλήσεως ἐραστὴς ἐγένετο : ὁ δὲ ἀγαθὸς βασιλεὺς τῶν μὲν
4865337 Φιλων
καὶ πόλις Φοινίκη Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων : καὶ Βιθυνίας ἐπίνειον , πλησίον Μυσίας : ἔστι
πάντ ' ἔχει . Μόνιμός τις ἦν ἄνθρωπος , ὦ Φίλων , σοφός , ἀδοξότερος μικρῷ δ ' . ὁ
4853842 εὐρυθμου
καμπῆς τε καὶ ἐκτάσεως , καὶ ἀποδιδομένης ἑκάστοις αὐτοῖς αὑτῶν εὐρύθμου κινήσεως , διασπειρομένης ἅμα καὶ συνακολουθούσης εἰς πᾶσαν τὴν
δ ' ἀπὸ τούτου , καὶ μάλισθ ' ὅτι τῆς εὐρύθμου τῶν ᾀσμάτων ἐμνήσθην ἡδυφωνίας , οὐκ οἶδα τίς γένωμαι
4850262 Κλεισθενης
Κλεομένης δὲ ὡς πέμπων ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ τοὺς Ἐναγέας , Κλεισθένης μὲν αὐτὸς ὑπεξέσχε : μετὰ δὲ οὐδὲν ἧσσον παρῆν
Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ . Ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται : Κλεισθένης δὲ σιγὴν ποιησάμενος ἔλεξε ἐς μέσον τάδε : Ἄνδρες
4832868 Μειλανιων
λέαινα . ἦν δὲ τὸ ἀληθὲς τοιοῦτον . Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν . ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι
Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν . ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι αὐτῷ . εἰσέρχονται δὲ εἴς τι σπήλαιον μιχθησόμενοι
4814618 κιθαρας
γυναικὶ τῇ καὶ τοῦ γένους ἀξίᾳ . Τῆς Ὀρφέως ἀπόζεις κιθάρας ἐν τῷ λέγειν : ὁ Ὀρφεὺς γέγονε μουσικὸς Θρᾷξ
διὰ τοὺς τῶν χορευτῶν πόδας : ἀκούουσι γὰρ ἐκεῖνοι τῆς κιθάρας : τουτέστιν , ὁποῖόν ἐστι τὸ μέλος αὐτῆς ,
4811326 Θεαριων
ἢ εἰσὶν σωμάτων θεραπευταί , ἔλεγές μοι πάνυ σπουδάζων , Θεαρίων ὁ ἀρτοκόπος καὶ Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν
μορφὴν κριβάνοις ἠλλαγμένους , μίμημα χειρὸς Ἀττικῆς , οὓς δημόταις Θεαρίων ἔδειξεν . ἐν χύτρᾳ δέ μοι ὅπως ὕδωρ ἕψοντα
4791554 ποιητρια
ὑπὸ τῶν ἐραστῶν , ἣν Σαπφὼ μὲν ἡ τῶν μελῶν ποιήτρια καλεῖ Δωρίχαν , ἐρωμένην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Χαράξου γεγονυῖαν
χοριαμβικῶν ἑφθημιμερῶν τῶν εἰς τὴν ἰαμβικὴν κατάκλειδα , ἡ αὐτὴ ποιήτρια , ὄλβιε γαμβρέ , σοὶ μὲν δὴ γάμος ,
4787116 χαλκευς
ἀνάγκη αὐτὴν μέρος εἶναι : οὐ γάρ , ἐπειδὴ ὁ χαλκεὺς ἀπο - τελεῖ τὸν ἄκμονα , ὁ ἄκμων μέρος
ἐπ ' ἀγαθῷ ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ
4785198 Λαϊς
πρὶν Διὸς σωτῆρος . ᾑματῶσθαι τάδ ' οὐ Κόρινθος οὐδὲ Λαΐς , ὦ Σύρε , οὐδ ' εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων
ἐν Κορίνθῳ . τούτου δὲ προσεποιεῖτο ἐρᾶν διὰ τὸν πλοῦτον Λαΐς . αὕτη δὲ θυγάτηρ ἦν Τιμάνδρας , ἥτις ἐξ
4783054 Μελησιγενης
καὶ αἴγειρος ἐπεφύκει ἣν ἐκεῖνοι ἔφασαν ἀφ ' οὗ ὁ Μελησιγένης ἦλθεν αὐτοῖς πεφυκέναι . ιαʹ . Χρόνου δὲ προϊόντος
δὲ μετ ' ὀγδοήκοντα . ἐκαλεῖτο δ ' ἐκ γενετῆς Μελησιγένης ἢ Μελησαγόρας , αὖθις δ ' Ὅμηρος ἐλέχθη κατὰ
4781218 ἀπολλυμενην
ἐὰν μὲν ἴδωσι σωθεῖσαν , διαπλεῖν καταφρονοῦντας , ἐὰν δὲ ἀπολλυμένην , μὴ πλεῖν βιάζεσθαι . ταῦτα ἀκούσαντες ἀνήγοντο ,
δίδοται ἡ ἀντίδοτος , ὥστε καὶ ἐν μιᾷ δόσει πολλάκις ἀπολλυμένην ἀνεκαλέσατο ὄρεξιν . καὶ δὴ καὶ τὸν ζωμὸν τῆς
4776334 τυπωμα
πολύ . | [ ἡμῖν δὲ μέθη ] ἐθρυλήθη καὶ τύπωμα ? ? Δαρείου | [ καὶ ἑταίρων ] ?
ἐντροπῆς , σεμνότητος . ἄγαλμ ' ] ὁμοίωμα . , τύπωμα , τίμια , ἔνδοξα ἀναπλήσσειν ) . ἀναπλάσειν ]
4762438 στεγανον
' οἱ πολλοὶ πόνοι , τοῦδ ' οὕνεχ ' οἶκον στεγανὸν ἐξηυρήκαμεν λευκόν τ ' ὀρύσσειν ἄργυρον σπείρειν τε γῆν
ἐκείνης τῆς κινήσεως ἐπὶ τὰ ἔξω ἐρχομένη ἡ ὕλη εὕροι στεγανὸν τὸ δέρμα , καὶ ἐκεῖ μένουσα λόγῳ διαβρώσεως ποιήσῃ
4752768 Ἰταλικος
εἰς ΙΚΟΣ κτητικὰ ἐπιθετικὰ καὶ θηλυκὸν ἔχοντα ὀξύνεται : Γαλατικός Ἰταλικός Πυθαγορικός . τὸ δὲ ἄδικος οὐ κτητικόν . τὸ
, Εὐφρόσυνος , καὶ ὅσα ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν , οἷον Ἰταλικός , Κρητικός , Ἐλευσίνιος . ἔτι τὸ ὁμώνυμον ἀντίφασιν
4752209 λυρα
καὶ διαποικίλλει τὴν χάριν . τὶν δ ' ἁδυεπής τε λύρα : τίν σοί Δωρικῶς . σοὶ οὖν , φησι
ἀλλὰ καθ ' ὁμοιότητα φωνεῖν λέγεται , οἷον αὐλοὶ καὶ λύρα καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἀψύχων ἀπότασιν καὶ μέλος καὶ
4746011 Εὐφρανωρ
φιλοσοφήσαντα , ὥστε οὐκ ἐτεθνήκει ἐν ταῖς ἐκείνου χερσὶν ὁ Εὐφράνωρ . καὶ ὁ ταῦτα γράφων διὰ τοῦτο αὐτὸν τὸ
ἔσχε Λύρην τε καὶ Καλλιώδαν καὶ Ἀθηνόδωρον , ὅν φησιν Εὐφράνωρ . . . ἀντιγράψαι πρὸς τὰς Ζωίλου κατηγορίας .
4737150 εὑρετης
δὲ φαινίνδα ἀπὸ τῆς ἀφέσεως τῶν σφαιριζόντων : ἢ ὅτι εὑρετὴς αὐτῆς , ὥς φησιν Ἰόβας ὁ Μαυρούσιος , Φαινέστιος
πολλὰ προσλαμβάνομεν εἰς τὴν τῶν ἀφανῶν δήλωσιν . εἰπὼν δὲ εὑρετὴς ἐπήνεγκεν ἐπιδιορθούμενος ἢ συνεργός : οὐ γὰρ ἐφευρίσκει ὁ
4736558 Ἰκκος
καὶ Μουσαῖον , ἐνίους δέ τινας ἤισθημαι καὶ γυμναστικὴν οἷον Ἴκκος τε ὁ Ταραντῖνος καὶ ὁ νῦν ἔτι ὢν οὐδενὸς
γελοῖον : φέρονται δ ' αὐτοῦ δράματα ληʹ . καὶ Ἴκκος ὁ Ταραντῖνος ἰατρὸς ἐπὶ τῆς οζʹ ὀλυμπιάδος : μέμνηται
4730910 ὀρχησεως
ἀντὶ τοῦ ἐμοῦ χάριν παρὰ Πλάτωνι . Ἐμμέλεια , εἶδος ὀρχήσεως . καὶ Πλάτων ἐπαινεῖ τὴν ὄρχησιν καὶ φησὶ ἢ
μὲν γὰρ πρῶται ἐκεῖναι ὥσπερ τινὲς ῥίζαι καὶ θεμέλιοι τῆς ὀρχήσεως ἦσαν , τὸ δὲ ἄνθος αὐτῆς καὶ τὸν τελεώτατον
4712310 κοσμιοτητι
Λακεδαίμονιφασὶ δὲ τοὺς ἄνδρας μηδὲν ἄσχημον πράττειν ἐπιμελεῖσθαι καὶ τρόπων κοσμιότητι καλλωπίζεσθαι μᾶλλον ἢ τῇ περὶ τοὺς ἀγῶνας ἀνδρίᾳ ,
νομίζουσιν οὐ τὸν κάλλει διαφέροντα , ἀλλὰ τὸν ἀνδρείαι καὶ κοσμιότητι . καὶ δωρησάμενος ἀπάγει τὸν παῖδα τῆς χώρας εἰς
4711250 κιθαριζοντα
ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ὅπερ φασὶν εἰρηκέναι τὸν Κύκλωπα κιθαρίζοντα τὴν Γαλάτειαν : εἰσάγει γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐν τῷ
ἔχει ὅτε οὐ κιθαρίζει τότε κιθαρίζειν , ὡς ἅμα εἶναι κιθαρίζοντα καὶ μὴ κιθαρίζοντα . ἀλλὰ φανερὸν ὅτι οὐ καλῶς
4707005 κορδαξ
: κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ '
ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως
4700074 Λεοντινος
, , , . . . . Γ . ὁ Λεοντῖνος ἐπὶ τέρματι ὢν τοῦ βίου καὶ γεγηρακὼς εὖ μάλα
. . . δηλοῖ δὲ τοῦτο Γ . τε ὁ Λεοντῖνος ἐν πολλοῖς πάνυ φορτικήν τε καὶ ὑπέρογκον ποιῶν τὴν
4691577 Θερμος
ἔσπασεν : ἔλαβεν . ἀμφοτέρῃσι : ταῖς χερσὶ δηλονότι . Θερμός : σπουδαῖος , εὐκίνητος , ἐντρεχὴς , ἀνδρεῖος ,
ἔρως ἐκ ζηλοτυπίας , οἷον μάχας καὶ τὰ παραπλήσια . Θερμός : καυστικός . ὅ τε : ὅστις , ὁ
4691526 ἐμιμειτο
? Ξενοκράτην | ἐξ ὦν αὐτὸν [ ] ὕμνει καὶ ἐμιμεῖτο | ? πάντοθεν ? [ ] τὰ περὶ |
καὶ δόλον εἶχεν ἐν ἀπορρήτῳ καὶ τὸν πέμψαντα ὡς ἀληθῶς ἐμιμεῖτο . γελοῖον δὲ ὅτι καὶ σημεῖον ἐπέθηκας αὐτοῖς οἷον
4680365 ἐφηρμοσε
προτιθεμένους . ταῦτα δὲ τῇ τέχνῃ καὶ οὐ τῇ φρονήσει ἐφήρμοσε . δέδεικται δὲ ἤδη ἑτέρας εἶναι ἀλλήλων τέχνην καὶ
σώματα ὁ θεὸς δημιουργήσας ὁρατὰ ἐκ πυρώδους τῆς πλείστης οὐσίας ἐφήρμοσε ταῖς σφαίραις ὑπαρχούσαις ἐκ τοῦ θατέρου κύκλου καὶ πλανωμένου
4679996 ποιητης
Περικλέα ἤδη γηράσκοντε . καὶ Ἀγάθων δὲ ὁ τῆς τραγωιδίας ποιητής , ὃν ἡ κω - μωιδία σοφόν τε καὶ
ἐστιν εἰς τοὐπίσω , καὶ ἐξ ὑποστροφῆς , ὡς ὁ ποιητής : παλίντονα τόξα τιταίνων . . . . Ἄλλως
4670921 Κλειτομαχος
τῆς τραγῳδίας ὑποκριτὴς τὴν ἀκόλαστον κοίτην ἀπείπατο παντελῶς πᾶσαν . Κλειτόμαχος δὲ ὁ παγκρατιαστὴς καὶ κύνας εἴ ποτε εἶδε μιγνυμένους
, ὃς τῆς νέας ἀκαδημίας τὰς ἀρχὰς συνεώρακεν : ἧς Κλειτόμαχος μετέσχεν . εἰσὶ δὲ πρὸς ταύταις πάσαις ἀκαδημίαι δύο
4670258 ἐμιμησατο
εἶτα ὡς πρόβατον ἐβληχᾶτο , καὶ τὸν τοῦ ποιμένος τέλος ἐμιμήσατο συριγμόν , ᾧ μετὰ τὴν νομὴν ἐπὶ ποτὸν ἄγει
τοῦ Εὐρίπου ] θέλει δὲ ὥσπερ διὰ τούτου δηλῶσαι ὅτι ἐμιμήσατο διὰ τοῦ τρόπου τὸ εὐμετάβλητον τοῦ Εὐρίπου , ὡς
4669323 αἱμυλα
ἡμᾶς σειρηνικῆς περιεπείας καὶ ὁμιλίας λόγων εὐτραπέλων καὶ κωτιλότητος : αἱμύλα κωτίλλουσα , τεὴν διφῶσα ἐμὴν κενοῦσα καλιήν . δαπάνης
περιβλημάτων δηλοῖ τὸ ἐπίθετον , καὶ τὴν ἑταιρικὴν κολακείαν τὸ αἱμύλα κωτίλλειν . δεῖ οὖν ὑπὸ τούτων μὴ ἀπατᾶσθαι :
4669179 μιμουμενος
τοῖς ἀνδραγαθίαν ἀσκεῖν βουλομένοις . τίς γὰρ ἂν ἢ θεοσεβῆ μιμούμενος ἀνόσιος γένοιτο ἢ δίκαιον ἄδικος ἢ σώφρονα ὑβριστὴς ἢ
, οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ἀπεικάζεις , ἕψομαι τὸ μὲν μιμούμενος , ἐν δὲ τῷ νικώμενος . ἡκόντων γὰρ ἐκεῖθεν
4669051 λιγυρως
μέτρον , καὶ πεντάμετρον καὶ ἑξάμετρον . Ἀναγιγνώσκονται δὲ ταῦτα λιγυρῶς : ἤγουν ὀξέως καὶ συμπεπνιγμένως καὶ ἐμπεπληγμένως , δηλοῦντος
. σμήνεσι : ταῖς καταδύσεσι τῶν μελισσῶν . λαλαγεῦντι : λιγυρῶς ᾄδουσι . καὶ ἁ σκιὰ οὐδὲν ὁμοία : ἡ
4662345 Πολυαινος
] οὐ παράδειγμα [ ] [ ] καλόν , οὗ Πολύαινος ] αὐτῶι [ ] προκαθηγήσατο ] ἐκ τῆς αὑτοῦ
δήσειν με ἀπειλοῖεν , λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Καλλικράτους Πολύαινος ἐνδημοίη . κἀμοὶ μὲν τὰ προειρημένα διείλεκτο ἐπὶ τῇ
4659539 Ῥηγινος
τις ἐπαίνει . . . . : Ἵππυς δὲ ὁ Ῥηγῖνος [ περὶ τῶν λεγομένων τόπων φθείρειν τὰ ἐμπίπτοντα ]
ὕδωρ . . . . Ἀρκάς : Ἵππυς δὲ ὁ Ῥηγῖνος λέγεται πρῶτος καλέσαι Προσελήνους τοὺς Ἀρκάδας , καὶ τὸ
4659074 παιδικους
τοὺς τοιούτους οὖν ἔρωτας οἱ τύραννοι τὸ παράπαν ἐκώλυον τοὺς παιδικοὺς ἔρωτας , πανταχόθεν αὐτοὺς ἐκκόπτοντες . εἰσὶ δὲ οἳ
ἐν Δωδώνῃ φηγὸς ἐκ τῶν ὀροδάμνων ἱερὰν ἀπορρήξασα φωνὴν τοὺς παιδικοὺς εὐφήμησεν ἔρωτας ἔτι τοῦ καλοῦ μεμνημένη Φαίδρου . πλὴν
4658072 Μιθαικος
θεραπευταὶ ἔλεγές μοι πάνυ σπουδάζων , Θεαρίων ὁ ἀρτοκόπος καὶ Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ
αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , Φάλαικος : Πάταικος : Μίθαικος ὄνομα κύριον : μόνον τὸ ἀλώπεκος σεσημείωται διὰ τοῦ
4657937 Σικελος
θεῖ ταχὺ καὶ ἐπὶ πλεῖστον , εἰ δὲ Θετταλὸς ἢ Σικελὸς ἢ Καππαδόκης , ἐν δευτέρῳ πεύσεται , ὅταν τὴν
. βρώματα διὰ μέλιτος καὶ γάλακτος γινόμενα . ἀμορβίτης . Σικελὸς πλακοῦς . σησαμίδες . ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων
4655386 ὑποκοριζομενος
, εἶπεν , ὅτι πολλὰς ἔχεις . φιλάργυρος δέ τις ὑποκοριζόμενος αὐτὴν εἶπεν : Ἀφροδίσιον εἶ Πραξιτέλους : ἣ δέ
ὥστ ' οὐδ ' ὅστις ἂν μόνον εἶπε τὴν αὐθάδειαν ὑποκοριζόμενος ἀνδρείαν , δόξειεν ἂν τοιοῦτος εἶναι , ἀλλὰ πᾶν
4645183 μυροπωλην
δὲ ὁ Ποντικὸς ἐν τῷ περὶ Ἡδονῆς ΔΕΙΝΙΑΝ φησὶ τὸν μυροπώλην διὰ τρυφὴν εἰς ἔρωτας ἐμπεσόντα καὶ πολλὰ χρήματα ἀναλώσαντα
καὶ τοὺς υἱοὺς πτωχοὺς ἐποίησεν , αὑτὸν δὲ ἀντὶ καπήλου μυροπώλην ἀπέδειξεν : οὕτως ἐρωτικῶς τὸ κόριον μετεχειρίζετο τῆς ἡλικίας
4638030 τραγικη
γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ
ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον
4635938 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
4630792 Στησιχορος
τῆς Αἰτωλίας , ὥς φησι Πολύβιος ἐν Ϛʹ ἱστοριῶν . Στησίχορός τέ φησιν ἐν Συοθήραις : κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον
ἀναστῆναι ὑπ ' αὐτοῦ , Καπανέα καὶ Λυκοῦργον , ὡς Στησίχορός φησιν ἐν Ἐριφύλῃ , Ἱππόλυτον , ὡς ὁ τὰ
4628070 γενναιοτατος
εὐστόχως εἰρηκέναι δοκεῖν . ὁ δὲ τρίτος ὁ Θὴρ ὁ γενναιότατος , ὅσπερ ἦν τῆς ὑπηρεσίας πρωταγωνιστής , προσεστηκὼς αὐτῷ
διαλεκτικῆς , ὥσπερ Ἐμπεδοκλέα ῥητορικῆς . γέγονε δ ' ἀνὴρ γενναιότατος καὶ ἐν φιλοσοφίαι καὶ ἐν πολιτείαι : φέρεται γοῦν
4626817 Πεποιηται
ταῦτα διὰ τοῦ παρεισαγομένου προσώπου σοφωτάτου παρ ' αὐτῷ . Πεποίηται γὰρ Ὀδυσσεὺς ἀναφωνῶν : οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι
ᾗ τοῦ τε Προμηθέως ἐστὶ τύπος καὶ τοῦ Ἡφαίστου . Πεποίηται δὲ , ὡς καὶ Λυσιμαχίδης φησὶν , ὁ μὲν
4621844 λυρας
λέοντα καὶ Ἡρακλέα τὸν λυροκτύπον καὶ τοξικὸν , τὸν δίκην λύρας τὴν νευρὰν τοῦ τόξου κτυποῦντα ὥπλισε τὰς χεῖρας αὐτοῦ
τε ταῖς ὁδοῖς καὶ παρὰ τὰ ξυμπόσια , μηδὲν δεόμενοι λύρας μηδὲ αὐλῶνἀρχαῖα δὴ ταῦτα καὶ σκληρᾶς ἔτι καὶ ἀγροίκου
4619892 Ναυσιφανης
δὴ Ἀπολλόδοτος ὁ Κυζικηνὸς τὴν ψυχαγωγίαν [ , ] καθάπερ Ναυσιφάνης τὴν ἀκαταπληξίαν [ ] : ταύτην γὰρ ἔφη ὑπὸ
περὶ αὐτοῦ διήκουσε τοῦ Πύρρωνος . . . ἔτι τε Ναυσιφάνης ὁ Τήιος , οὗ φασί τινες ἀκοῦσαι Ἐπίκουρον .
4615581 ὑποκριτης
ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν
ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως :
4613809 γυναικειος
δικασταί , οὑτοσὶ ὁ τὰς γνάθους λεῖος καὶ τὸ φώνημα γυναικεῖος καὶ τὰ ἄλλα εὐνούχῳ ἐοικὼς εἰ ἀποδύσαιτο , πάνυ
ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ μὲν ἀγαθός : καὶ γὰρ ἀγάμοις γάμον προαγορεύει
4609954 κλεπτοντος
πλήθους τῶν παρακειμένων , κἀμοῦ ἔτι ἐν φόβῳ καὶ φειδοῖ κλέπτοντος τὸ ἄριστον . ἐπεὶ δὲ καὶ τέλεον αὐτῶν καταγνοὺς
οὕτως : “ τὰ ἀποβαλλόμενα τῶν ὄψων , ὡς μικρὰ κλέπτοντος αὐτοῦ ” : πεπλάνηται δέ . Γ ἔστι γὰρ
4607910 Δαναη
λόγος εἷς εἰρόμενος . ἔστι δὲ ἡ διὰ πελάγους φερομένη Δανάη τὰς ἑαυτῆς ἀποδυρομένη τύχας : Ὅτε λάρνακι ἐν δαιδαλέᾳ
ἧς Ἄβας : οὗ Προῖτος : οὗ Ἀκρίσιος : οὗ Δανάη : ἧς Περσεύς : οὗ Ἀλκαῖος : οὗ Ἠλεκτρυών
4600693 ἀποδυσαμενη
καὶ διαφωνίας . Ἐπειδὰν γὰρ ἀπαλλαγῇ ψυχὴ ἐνθένδε ἐκεῖσε , ἀποδυσαμένη τὸ σῶμα , καὶ καταλιποῦσα αὐτὸ τῇ γῆ φθαρησόμενον
καὶ ὑγρῶς τὰ παλαίσματα καὶ εὐτόνως ἔσται . ἡ δὲ ἀποδυσαμένη τὴν ἐσθῆτα καὶ στᾶσα ὅλη γυμνὴ ἔνθεν ἤρξατο ἐπιτάττειν
4599277 κυρτος
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων
4598803 Ταραντινος
ὀλυμπιὰς ἤχθη ἑκατοστή , καθ ' ἣν ἐνίκα στάδιον Διονυσόδωρος Ταραντῖνος . ἐπὶ δὲ τούτων Ἀγησίπολις ὁ τῶν Λακεδαιμονίων βασιλεὺς
ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς θαυματοποιοὶ ἦσαν διαπρέποντες . . . Σκύμνος Ταραντῖνος καὶ Φιλιστίδης Συρακόσιος Ἡράκλειτός τε ὁ Μιτυληναῖος : μεθ
4593806 Ὀρφευς
γε διέφυγον , ἀλλ ' οἱ μὲν . . . Ὀρφεὺς δ ' ὁ μάλιστα τούτων τῶν λόγων ἁψάμενος διασπασθεὶς
ὡς Μοῦσαι τὸν ἀοιδὸν ὃ μὴ Πίμπλειαν ἀείσῃ ἔχθουσι καὶ Ὀρφεὺς νῦν δ ' ἄγε μοι κούρη Πιμπλείας ἔννεπε Μοῦσα
4578439 μετειχε
, πάντα νοερά : εἰ δὲ οὐσία , πάντα οὐσίας μετεῖχε , τοῦτο δὲ ἐν πᾶσιν ἰδόντες τινὲς ἐκεῖνο οὐσίαν
τινὶ ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ : μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . ἑξῆς ἐπεισηνέχθη πλακοῦς
4575703 Εἰδυιας
αὐτοῦ ἔρωτα ἴσχει : ἦν δὲ αὕτη θυγάτηρ Αἰήτου καὶ Εἰδυίας τῆς Ὠκεανοῦ , φαρμακίς . δεδοικυῖα δὲ μὴ πρὸς
τῆς Αἴας πόλεως καὶ τῆς Κορίνθου Αἰήτης καὶ ἀνὴρ τῆς Εἰδυίας διώκτας τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ ἀπέστειλε τὴν νυμφαγωγὸν τρόπιν ἤγουν
4572999 πεφευγε
, τάχα δὲ καὶ παρὰ Δημοσθένει πολλαχοῦ , Θουκυδίδης μέντοι πέφευγε τὸ εἶδος . Παραδείγματα δὲ αὐτοῦ λάβοι τις ἂν
καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [ ] ἀνάλυσιν , φάσιν , κἀποκοπη μ ?
4572315 Θρᾳττης
μόνος συνεὶς τὰς τῶν θεῶν ἐν τοῖς χρησμοῖς φωνάς , Θρᾴττης υἱὸς ἦν , καὶ ἐκαλεῖτο ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἀβρότονον
Βακχίδος ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος , ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης τῆς ἐξ Αἰγίνης Ἀθήναζε μετενεγκαμένης τὴν πορνείαν : ὥστε
4562493 ἡψατο
ἢ τῷ καταβεβλημένῳ τε καὶ ὑπὸ πόδα , σκευοποιίας μὲν ἥψατο εἰκασμένης τοῖς τῶν ἡρώων εἴδεσιν , ὀκρίβαντος δὲ τοὺς
, Ῥιανὸς δὲ τοῦδε μὲν τοῦ πρώτου τῶν πολέμων οὐδὲ ἥψατο ἀρχήν : ὁπόσα δὲ χρόνωι συνέβη τοῖς Μεσσηνίοις ἀποστᾶσιν
4560630 κομης
δ ' ἔλουσεν ἐν χαράδρηι . ἀπέκειρας δ ' ἁπαλῆς κόμης ἄμωμον ἄνθος : Σικελὸν κότταβον ἀγκύληι † δαΐζων †
συνθήματος . ὁ δὲ προῆλθεν ἐσθῆτα ἐλεεινὴν λαβὼν καὶ τῆς κόμης κόνιν καταχεάμενος , παρέχων ἑαυτὸν ἔκδοτον ὡς βούλοιντο χρῆσθαι
4559929 ᾐδεν
τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων , ἣν ἔπεμψεν ἄρχων γενόμενος , ᾖδεν ὁ χορὸς εἰς αὐτὸν ποιήματα Σείρωνος τοῦ Σολέως ,
τοῦ Ἀστυάγους μετὰ τῶν φίλων , τότε Ἀγγάρης ὄνομα , ᾖδεν εἰσκληθεὶς τά τε ἄλλα τῶν εἰθισμένων , καὶ τὸ
4558059 ἠμφιεσθαι
, τὰ δὲ ῥήματα ἠσθῆσθαι , ἀμπέχεσθαι , ἐστάλθαι , ἠμφιέσθαι , ἐνδεδυκέναι . ἀλλὰ καὶ αἱ μετοχαὶ ἠσθημένος ,
ποιήσει , ἡ δὲ σκυτικὴ ὑποδεδέσθαι , ἡ δὲ ὑφαντικὴ ἠμφιέσθαι , ἡ δὲ κυβερνητικὴ κωλύσει ἐν τῇ θαλάττῃ ἀποθνῄσκειν
4551459 Γοργιας
ὑφορᾶσθαι τὸν παιδευόμενον . οὐ γὰρ ἁπλῶς ἀληθὲς ὃ ἔλεγε Γοργίας : ἔλεγε δὲ τὸ μὲν εἶναι ἀφανὲς μὴ τυχὸν
: “ Τίνα ταύτην ἀπώλειαν , καὶ τίς ἐστιν ὁ Γοργίας ; δαίμων γάρ μοί τις αὐτὸν ἐμήνυσε νύκτωρ :
4550206 κωμῳδιων
δραματουργοῦντες . καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι .
τῶν κωφότητα προσποιουμένων , καὶ πάντα ἀκουόντων . Μύλλος γὰρ κωμῳδιῶν ποιητὴς , ὃς μὴ ἀκούειν ὑπεκρίνετο . Μῦς ἄρτι
4549605 Σισυφος
ἐστὶν ἡ μῆτις ἡ προκειμένη τῶν προγόνων , ἧς ὑπόδειγμα Σίσυφος . τὸν μὲν Σίσυφον λέγω , φησὶν , οὕτω
αὐτούς . σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων ,
4549272 Ἀντικλειας
τῶνδε βούλευτις πόνων ἀναγκόδακρυς δέσποινα πεντήκοντα Νηρῄδων κορᾶν ἀλλ ' Ἀντικλείας ἆσσον ἦλθε Σίσυφος , τῆς σῆς λέγω τοι μητρός
ὁδὸν ἡμέρωσε . πρῶτον μὲν γὰρ Περιφήτην τὸν Ἡφαίστου καὶ Ἀντικλείας , ὃς ἀπὸ τῆς κορύνης ἣν ἐφόρει κορυνήτης ἐπεκαλεῖτο
4547299 στωμυλιας
ἐλευθερίων καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἐπιχωριαζόντων ἐκδιδαχθῆναι , δεινότητός τε καὶ στωμυλίας Ἀττικῆς ὅλως ἀπηλλάχθαι , καὶ τῷ τρόπῳ πολὺ τὸ
ξένους ὑπεξίστησιν , ἵνα ᾖ ὅτι ὁ Διογένης διὰ τῆς στωμυλίας ἐποίει ἀποχωρεῖν τοὺς τὴν σκιὰν αὐτῷ ἐμποιοῦντας . ἢ
4544434 ἐξεμαθεν
παιδεύειν ἀεὶ σπουδάζειν . Ἱππόδρομος μὲν γὰρ δὴ πλεῖστα μὲν ἐξέμαθεν Ἑλλήνων τῶν γε μετὰ τὸν Καππαδόκην Ἀλέξανδρον μνήμην εὐτυχησάντων
Πυθαγόρης ἐτύμως ὁ σοφὸς περὶ πάντων ἀνθρώπων γνώμας εἶδε καὶ ἐξέμαθεν . Ἔστι καὶ ἡμῶν οὕτως ἔχον τῷ μέτρῳ τῷ
4532869 Ἀσκληπιος
Ἐμπόριον ὀνομάζεται . Ἅγιον , τόπος Σκυθίας , ἐν ᾧ Ἀσκληπιὸς ἐτιμᾶτο , ὡς Πολυΐστωρ . . . : Κύβελον
πρότερον γὰρ Ἤπιος ἐκαλεῖτο . Ἤπιος : οὕτως πρότερον ὁ Ἀσκληπιὸς ἐκαλεῖτο ἢ ἀπὸ τῶν τροπῶν ἢ ἀπὸ τῆς τέχνης
4526650 μονιας
, πανδαισίαν ἑορτῆς , ἐργαστήριον εὐφροσύνης , ταμιεῖον εὐδαι - μονίας . εἰ δέ τι καὶ τὰ φιλοσοφίας γε ἐστί
παρείη δὲ τοῦτο , ἤδη παραιρεῖταί τι τῆς εὐδαι - μονίας : ἢ οὕτω γε καθ ' ἑκάστην τὴν ἡμέραν
4526462 παιδοτριβης
ὧν ἐπῄνεσεν ὁ τὸ σκολιὸν ποιήσας , ἰατρός τε καὶ παιδοτρίβης καὶ χρηματιστής , καὶ εἴποι πρῶτον μὲν ὁ ἰατρὸς
ὀξύνοιτο , εἰς ους , βαρύτονα μὲν πανταπώλης πανταπώλου , παιδοτρίβης παιδοτρίβουσεσημείωται τὸ φρενόλης καὶ μαινόληςὀξύτονα δὲ ἐμφανής εὐλαβής διειδής
4526128 ὠνομασε
παρθένου ἐρασθέντα πόλιν κτίσαι , ἣν ἀφ ' ἑαυτοῦ οὕτως ὠνόμασε . Τὰ αὐτὰ καὶ Νικόλαος ἐν τετάρτῃ ἱστορίᾳ .
καταγόρευσις εἴρηται , ὡς καὶ Ἀριστοτέλης τὸ τῶν κατηγοριῶν βιβλίον ὠνόμασε διὰ τὸ κατά τινος πράγματος τὸ λεγόμενον ἀγορεύεσθαι .
4521098 μαστιξ
χρυσοῦν ἔφερεν ἀμφὶ τῇ δέρῃ . , . . Στραγγαλωτὴ μάστιξ ὁ δὲ ἐκέλευσεν αὐτὸν μαστιγοῦσθαι τῇ μάστιγι τῇ στραγγαλωτῇ
, δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος
4520983 νομευς
ἦτορ ἵκανε . Τοὺς δ ' ἔλσας ἀνὰ ἄστυ , νομεὺς ὣς αἰόλα μῆλα , ἤιεν ἐς πεδίον , χθόνα
ἡμᾶς ἔροιτο , ὁ τῷ σώματι ἀγαθὸς νομοθέτης τε καὶ νομεὺς τί ἐστιν ταῦτα ἃ διανέμων ἐπὶ τὸ σῶμα βέλτιον
4517622 Ἰαστι
ἤθεσι τῶν Ἰώνων . διόπερ ὑπολαμβάνω οὐχ ἁρμονίαν εἶναι τὴν Ἰαστί , τρόπον δέ τινα θαυμαστὸν σχήματος ἁρμονίας . καταφρονητέον
θρηνῳδίας . ὅθεν καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί . . . ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν

Back