| ἦτορ ἵκανε . Τοὺς δ ' ἔλσας ἀνὰ ἄστυ , νομεὺς ὣς αἰόλα μῆλα , ἤιεν ἐς πεδίον , χθόνα | ||
| ἡμᾶς ἔροιτο , ὁ τῷ σώματι ἀγαθὸς νομοθέτης τε καὶ νομεὺς τί ἐστιν ταῦτα ἃ διανέμων ἐπὶ τὸ σῶμα βέλτιον |
| συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς | ||
| Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν |
| τὴν χρῆσιν παρ ' Αἰσχύλῳ , οἷον ἐν Νεανίσκοις καὶ καρτερικὸς καὶ πολεμικός : ἀρείφατος : τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ | ||
| ἐπεποίητο ἀπὸ χαλκοῦ . . Τοῦτον μὲν ἔπειτα ἀφῆκεν ὁ καρτερικὸς υἱὸς τοῦ Διὸς Ἡρακλῆς , ἐπιτηρήσας τὸν βροτολοιγὸν Ἄρην |
| καὶ δηλοῖ νοσοῦντας . τὰ δὲ νεανίσκων πρόσωπα πάγχρηστος , οὖλος , πάρουλος , ἁπαλός , πιναρός , δεύτερος πιναρός | ||
| τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ ' ἀκούει . |
| δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης γὰρ βουκόλος ὢν γῆς ὑπὸ σεισμοῦ ῥαγεί - σης νεκρὸν εὑρὼν | ||
| πρέπον ἂν καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν |
| ἔφοδον τῶν Ἀργείων . τὸ ἑξῆς : ἄγγελος ἑλεδάμνας οἷον φόνιος , παρὰ τὸ ἑλεῖν καὶ δαμνᾶν . γρ . | ||
| γʹ : ὁ πυρρός . ὁ μέλας . καὶ ὁ φόνιος . δέ σύνδεσμος : τίθεται κατὰ ἀντιδιδόμενον : ” |
| χωομένη Διὶ τίκτεν : ὁ δ ' οὐρανίῳ ἀτάλαντος ἀστέρι Τυνδαρίδης , οὗπερ κάλλισται ἔασιν ἑσπερίην διὰ νύκτα φαεινομένου ἀμαρυγαί | ||
| μιν ἔτυψε παροίτατος οὐδ ' ἐδάμασσεν . ἔνθ ' ἀπὸ Τυνδαρίδης μὲν ἐύστιπτον θέτο φᾶρος λεπταλέον , τό ῥά οἵ |
| φύσεις : ἔστι δ ' αὐτοῖς ἐνταῦθα καὶ τένων τις εὔρωστος . ὅλον δὲ τὸ πλάγιον μέρος τῶνδε τῶν μυῶν | ||
| λύουσι νόμους . Ἔνθα δή τις ἀπὸ τῆς νεὼς νεανίσκος εὔρωστος λαμβάνεται τοῦ κάλω καὶ ἐφέλκεται τὴν ἐφολκίδα : καὶ |
| ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
| ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
| , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλεῦ , καλός καλέ , εὐγενής εὐγενές , Λειώδης Λειῶδες , ποιητής ποιητά : σεσημείωται τὸ δέσποτα μητίετα | ||
| κράτων τυπτομένων , δάπεδον δ ' ἅπαν αἵματι θῦεν . Λειώδης δ ' Ὀδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων καί μιν λισσόμενος |
| προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , | ||
| ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν |
| καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν | ||
| ὑπὸ τοῖς ἵπποις καὶ θηρία ἄνω θέοντα , τῇ μὲν πάρδαλις , κατὰ δὲ τὸν Πολυδεύκην λέαινα . ἀνωτάτω δὲ |
| , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων ἀπ ' αὐτῆς | ||
| τε τὸ τέλος τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , φίλιππος : ἱππόδρομος : ἱππαλεκτρυών : τὸ Ἰώσηπος οὐ παρὰ |
| μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
| διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
| ἔσται πρεσβύτης καὶ ῥυπαρός , Ἄρεως δὲ καὶ νεώτερος καὶ ὀργίλος , τοῦ δὲ Διὸς πλού - σιος καὶ ἀγαθός | ||
| παντὸς πονηροῦ καὶ ἀπὸ παντὸς ὁμοίου αὐτοῦ . Μὴ γίνου ὀργίλος : ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ὀργὴ πρὸς τὸν φόνον : |
| τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω | ||
| Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην |
| πυροί , κριθαί , ἄμπελοι , ἐλάαι , συκαῖ . Καλός γ ' ὦ ἄνδρες καὶ ὅσιος ὁ ὅρκος . | ||
| , ὁ ἐμὸς υἱὸς οὑτοσί , καὶ ὁ Δημῶναξ , Καλός , ἔφη , καὶ σοῦ ἄξιος καὶ τῇ μητρὶ |
| ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος | ||
| τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι |
| εὔχεται εἶναι . Καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων : οὔ ταρ ὅ γ ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐδ | ||
| [ ] : μοῦνος δ ' ὑπεδέξατο ? [ μάντις ἀμύμων . καὶ τὸ ? μὲν [ ] ἐξετέλεσσε [ |
| ὥσπερ παρὰ τὸ σπορά γίνεται σπόριμος καὶ παρὰ τὸ ἀλκή ἄλκιμος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ αἶσα , οἷον : | ||
| . ὁρίζεται γοῦν ἐν τῷ ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας διὰ τῆς ἐπιφορᾶς τοῦ Τελαμώνιος . πῶς οὖν |
| μολεῖν : ἔρχεσθαι . μίμνουσι : μένουσι . μύστης : μυσταγωγός , ἢ μυστήρια εἰδώς . μέλας : σκοτεινός . | ||
| μολεῖν : ἔρχεσθαι . μίμνουσι : μένουσι . μύστης : μυσταγωγός , ἢ μυστήρια εἰδώς . μέλας : σκοτεινός . |
| ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος | ||
| δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ |
| οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν , | ||
| δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες |
| ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
| κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
| . αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν . μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε ; μάλιστ ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται | ||
| ὡσείτε φθιμένου δνοφερόν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν , κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις , νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν , |
| , ὀλοὰς δὲ κατεπρήυνεν ἀέλλας . Οἳ δ ' ἔτι δηριόωντο : πόνος δ ' ἄρα τοῖσιν ἐτύχθη πολλὸν ἐλαφρότερος | ||
| φωτῶν . Αὕτως δ ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα δηριόωντο Κήτειοι Τρῶές τε καὶ Ἀργεῖοι μενεχάρμαι , ἄλλοτε μὲν |
| οὕτως : τοιαῦτ ' ἀυτεῖ Πολυνείκους βία . ἀυτεῖ ] φωνεῖ . ἀυτεῖ ] βοᾷ . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους | ||
| ἀκράτῳ : ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος |
| δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε κεῖσέ με νοστήσαντα : τεῒν δ ' | ||
| δέ κε νυμφιδίοις ὀάροις λέκτρῳ τε κλιθεῖσα παρθενίην ᾔσχυνεν , ἑὸς πόσις ἄμμιν ἀγέσθω . Ὣς ἔφατ ' : Ἀλκινόῳ |
| δύο συμφώνων , κύρια ὄντα ἢ ἐπίθετα , προπαροξύνεται : ἄρταμος ὄρχαμος Πέργαμος ἐμπέραμος . τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν | ||
| ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς ἄρταμος ἀτιμαγέλης ἀτιμοσύνη αὐλῶπιν ἀυπνίαν αὐτάγγελτος αὐτόπαιδα ἀφαιᾶσαι ἀχανές βαῖται |
| , εὐανθὴς Μετώπα , πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν , τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι , ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον . | ||
| οὐκ ἀνέεργε κελεύθου ἱμείροντα μόθοιο δυσηχέος . Ὃς δ ' ἐρατεινὸν μειδιόων ἐπὶ νῆα θοῶς ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν |
| οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
| [ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
| ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων , | ||
| εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες . |
| αὐτῷ Ζεὺς ὀλέσειε βίην πρὶν ἡμῖν πῆμα γενέσθαι καὶ τὸ Εὐρύαλος δέ ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι , ὠρθοτονήθη δὲ τὸ | ||
| πρέπειν αὑτῷ κεχρημένῳ συμφοραῖς ἡλικιώταις εὖ πράττουσιν ὁμιλεῖν ἄγαν ὑβριστικῶς Εὐρύαλος μέμφεται ναυτικὴν ἀμαθίαν αὐτῷ περιάπτων . Ἀθήνησι μὲν οὖν |
| δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
| χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
| διδαϲκαλίαι [ τοῦ πλείϲτου μέρουϲ ! [ ὡϲ πικρόν τιϲ ἀνέκραγε ? [ / οὐ δήποτ ' ἄλλοϲ ἐϲτὶν ἀντὶ | ||
| τοῖς γιγνομένοις τοῦτον ἔπαινον ἀποδοῦναι τὸν μέγιστον τῷ ὀρχηστῇ : ἀνέκραγε γὰρ καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνεφθέγξατο , “ Ἀκούω |
| μὲν Ῥωμαίοις ἡ ἕως , ἀτρεμίζει δὲ ἡ ἑσπέρα , σπένδει δὲ ἅπαντα φῦλα , ὅσα τε ἤδη ὑπ ' | ||
| ὁ βασιλεὺς ἐς τὴν Ἀσίαν διαβαίνει καὶ καταλαβὼν τὴν Προυσίου σπένδει τε τῷ πατρὶ καὶ ἁγιστείας ἐπὶ τῷ τοῦδε τάφῳ |
| ' αὐταῖς ὑπακούσω . δῆλον ὅτ ' ἐν τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν . Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν | ||
| , ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ δὲ κἠγών . ἔστι δέ μοι παρ ' ὕδωρ ψυχρὸν στιβάς |
| ἐπ ' οὐδὸν ἰών , σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νήστης , ἀλλοτρίων | ||
| ἐπ ' οὐδὸν ἰών . σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νῆστις , ἀλλοτρίων |
| . τῶν ἐκ μεγάλης ἰσχύος γινομένων . τοῦ . ὁ κῶμος . * * ἔρχεται . . Μὴ λάβῃς εἰς | ||
| πεπωκώς γ ' , ὡς θρασύνεσθαι πλέον , βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων |
| κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας . Οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . Τῶν βδελλολαρύγγων | ||
| τά γε τοιαῦτα , ἔφη ὁ Χαρικλῆς : ἀλλά τοι σύγε , ὦ Σώκρατες , εἴωθας εἰδὼς πῶς ἔχει τὰ |
| δραχμή , τὸ λεπτὸν νόμισμα . . . + . αἰχμητής : παρὰ τὴν αἰχμήν αἰχμητής , ὁ πολεμικός , | ||
| ' ἀγαθὸς κρατερός τ ' αἰχμητής ; ἆρά γε ὅτι αἰχμητής τε κρατερὸς ἂν εἴη , οὐκ εἰ μόνος αὐτὸς |
| δὴ δο - κῶν ἐμαυτῷ δρᾶν , εἰ τὴν οὕτω στεργομένην μὴ συνὼν γηροτροφοίην , ὁπότε ἀκούοιμι φθεγγομένου τοῦ φίλου | ||
| στέργει ὁ γενόμενος αὐτῆς ἀνήρ : ἢ τὴν ὑπὸ ἀρσένων στεργομένην . : ἌΛΛΩΣ : ἣν οὐ στέργει ὁ γενόμενος |
| [ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται | ||
| . ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ |
| , γαμβρὸν ἐυμμελίην Ἀντήνορος ὅς ῥα μάλιστα θυμὸν ἐνὶ Τρώεσσι σαοφροσύνῃσι κέκαστο . Ἔνθα καὶ Ἰλιονῆι συνήντετο δημογέροντι , καί | ||
| δ ' ὁπότ ' ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι |
| καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος | ||
| ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι |
| . Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ | ||
| πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ ' |
| καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
| ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
| Κλεομένης δὲ ὡς πέμπων ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ τοὺς Ἐναγέας , Κλεισθένης μὲν αὐτὸς ὑπεξέσχε : μετὰ δὲ οὐδὲν ἧσσον παρῆν | ||
| Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ . Ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται : Κλεισθένης δὲ σιγὴν ποιησάμενος ἔλεξε ἐς μέσον τάδε : Ἄνδρες |
| , τοῖς δ ' ἔχθος εἶναι σωτῆρες εὐσέλμων νεῶν κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ λυπουμένων παρηγόρημα τολμῶ κατειπεῖν , μήποτ | ||
| ἀπ ' ἀλσέων ἐμὰς φρένας δονείτω . Καλλιόπεια σοφά , μουσῶν προκαθαγέτι τερπνῶν , καὶ σοφὲ μυστοδότα , Λατοῦς γόνε |
| τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | ||
| διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις |
| Ἐφάρμοστος διφθέραν ἔλαβε : τοῦτο γὰρ ἦν ἆθλον : ἥτις ἀλεξίκακός ἐστι τῶν ἀνέμων . ἐδίδοτο δὲ διφθέρα διὰ τὸ | ||
| Ἐφάρμοστος διφθέραν ἔλαβε : τοῦτο γὰρ ἦν ἆθλον : ἥτις ἀλεξίκακός ἐστι τῶν ἀνέμων . ἐδίδοτο δὲ διφθέρα διὰ τὸ |
| σε πύργου ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης νηλειὴς καὶ ἄπιστος . ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ χείματος ἱσταμένοιο | ||
| ' ἐκόμισσαν . Ἔνθα καὶ Ἀμπυκίδην αὐτῷ ἐνὶ ἤματι Μόψον νηλειὴς ἕλε πότμος , ἀδευκέα δ ' οὐ φύγεν αἶσαν |
| , ἐπτοημένος ἐξεπτοημένος , συνεσταλμένος , τεθορυβημένος , τεταραγμένος , ἐξεστηκώς . φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , | ||
| ἐνθουσιῶν τῷ Ἄρει ἤγουν μαινόμενος . ἔνθεος ] κάτοχος καὶ ἐξεστηκώς . θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . |
| πάντες [ οἱ μετὰ Κύρου ] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . | ||
| στόμα κεχηνὸς πάμμεγα ὡς καταπιόμενος τοὺς θεατάς . ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προ - γαστρίδια , προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα |
| αὐτὸν ὁδεύειν : ἐπὶ δὲ τῆς κοινῶς νοουμένης ὁδοῦ “ ἐπειὴ φάς ' ἀρισφαλέ ' ἔμμεναι ὁδόν . ” οὖλον | ||
| χρωμένους . . . : Ὅμηρος [ Α ] : ἐπειὴ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα ταῦτα : τὸ |
| Σπαρτῶν ἀρά : × – ˘ – ] ! ἔδοξας ἀστεμφὴς κύων : × – ˘ – ] ος ἆθλος | ||
| τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν . ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει , ὁποίων τε |
| παρ ' ὄνομα εἴη : τείνω γείνω κτείνω . τὸ δεινῶ περισπᾶται , ὅτι δεινός , καὶ τὸ πεινῶ , | ||
| παρ ' ὄνομα εἴη : τείνω γείνω κτείνω . τὸ δεινῶ περισπᾶται , ὅτι δεινός , καὶ τὸ πεινῶ , |
| δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ , | ||
| , ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' , |
| τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ | ||
| οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ |
| ἄλογον χωρίον . Ἰστέον , ὅτι ἡ ἐννεάπους καὶ ἡ τετράπους καὶ ἄλογοί εἰσι καὶ ῥηταί : ᾗ μὲν γὰρ | ||
| , Σωκράτης ἄρα οὔκ ἐστι τετράπους τὴν μὲν οὐδεὶς ἄνθρωπος τετράπους πρότασιν ἐκ τῶν κατὰ μέρος ἐπαγωγικῶς βουλόμενοι βεβαιοῦν , |
| ] [ ] δαν : ὕβριος ὑψινόου παύσει δίκας θνατοῖσι κραίνων : οἵαν τινὰ δύσλοφον ὠμηστᾷ λέοντι Περσείδας ἐφίησι χεῖρα | ||
| ἐχούσης , γλαυκόχροα εἶπε πρὸς τὸ κόσμον . . Ὧιτινι κραίνων ] οὗτινος ἂν ὑψόθεν , ἀντὶ τοῦ ὑψοῦ , |
| γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
| ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
| νοῦς κατὰ μέθεξιν , εἶτα δὲ καὶ θεοειδὴς ὡς θεῷ ἑνωθεῖσα κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ ἐγκείμενον ἕν , ὅπερ ἄνθος | ||
| ἐπ ' αὐτὸν καταβῆναι : ἡ Πιτάνη . * * ἑνωθεῖσα γαμικῶς . * † τῷ υἱῷ τοῦ Κρόνου . |
| ταῖς γνώμαις . ἀπὸ γὰρ θείας μοίρας μουσικός τις καὶ ἔξοχος λάμπει ὁμοίως ὥσπερ καὶ σὺ νενίκηκας . τοῦτο δὲ | ||
| εἰσόκεν ἱμείρωσι καὶ ἀγρομένους ἀνέληται δίκτυον : ἀφνειὴ δὲ καὶ ἔξοχος ἵσταται ἄγρη . Ἄλλους δ ' ἀγρευτῆρσιν ὑπήγαγε ληΐδα |
| μητρυιῇσιν ἑῇσιν . εἰ δέ κ ' Ἄρης τούτοισιν ὁμοῦ πέλῃ , ἄχρι γάμοιο ζευχθέντες κείνῃσιν ἄφνω πάλιν αὐτοὶ ἔλειφθεν | ||
| γάλα τρόφιμον ἔχῃ καὶ μὴ ταῖς πρὸς ἄνδρα κοίταις εὐνίκατος πέλῃ . μεγάλα γὰρ μερὶς ἐν τῷδε καὶ πρώτα καὶ |
| ἔτος τόδ ' ἤδη δέκατον ἐν λιμῷ τε καὶ κακοῖσι βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον . Τοιαῦτ ' Ἀτρεῖδαί μ ' | ||
| συνεκφαινομένου . αἰπόλος ὁ Κομάτας Εὐμάρα τοῦ Συβαρί - του βόσκων τὰς αἶγας , ὁ δὲ Λάκων ποιμὴν Θουριεὺς Σιβύρτα |
| καὶ ἀνάγων καὶ τάττων πάντα . Πρῶτος δὲ πορεύεται ὅτι ἱέμενος ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὸς καὶ ἐνιδρύων ἑαυτὸν ταῖς οἰκείαις | ||
| χώρῳ λίπεν οὔνομα , τῆμος ἀφ ' ἵππου ἐς Διὸς ἱέμενος πέσεν ἥρως Βελλεροφόντης . κεῖθι δὲ καὶ πεδίον τὸ |
| αὑτὸν ] ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγὴν φεύγων . ἐμβοάτω δὲ αὐτῷ διωκομένῳ Ἰὼ κύνες , ἰώ , καλῶς | ||
| τις τὸν ἵππον ἀποστρέψας , ἕπονται . ὁ δὲ κυνηγέτης ἐμβοάτω ταῖς κυσίν , ἐγκελευέτω ἐπικελευέσθω ἐπανακραγέτω , ἐπικεκράχθω , |
| καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ | ||
| τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου |
| ὡς κύριον ἥρπασεν : καὶ γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐκωμῳδεῖτο ὡς πόρνος . ⌈ καὶ Εὔπολις ⌈ ἐν Πόλεσιν : ἔστι | ||
| ὁ ἀναίσχυντος , ὁ ὅμοιος κυνί : κίναιδος δὲ ὁ πόρνος , ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ αἰδοῖα . κίναιδος καὶ |
| . ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ | ||
| οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι |
| περ πάρος , ὕβριν ἔχοντες . Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής , ἀρχοὶ μνηστήρων , ἀρετῇ δ ' ἔσαν | ||
| : Μέρμνης , Ἱππόθοος , Πέλοψ Ὀπούντιος , Ἀκαρνάν , Εὐρύμαχος , Εὐρύλοχος , Αὐτομέδων , Λάσιος , Χάλκων , |
| – × – ] Διός πυρὰν [ ! ! ] οιος ? εἰς μέσην πλ˘ ? ! [ × – | ||
| [ ] ! ὰρ πέζηισιν Ἀχαιῶν [ ] ρησιος ? οιος ἀεῖραι [ ] ν ἐπικλείουσι θυείην [ ] ! |
| : τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι | ||
| συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ |
| χρῆται . ἔστι γὰρ ἐν Τημενίδαις Εὐριπίδου , “ ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον ” . οὗτος οὖν σκώπτων Εὐριπίδην προσέθηκε “ | ||
| ἐγᾦδ ' ὅς ἐστι , Κλεισθένης ὁ Σιβυρτίου . Ὦ θερμόβουλον πρωκτὸν ἐξυρημένε . Τοιόνδε δ ' , ὦ πίθηκε |
| Ὀλύμπιος ἢ αἰθέριος ὁ θεὸς ἀλλὰ χθόνιος . Ἔδοξέ τις ἀθλητὴς τὰ αἰδοῖα ἀποτεμὼν καὶ ἅμα τὴν κεφαλὴν δήσας ἐστεφανῶσθαι | ||
| καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ „ , ἴσον τῷ γέγονας μὲν ἀθλητὴς τέλειος καὶ βραβείων καὶ στεφάνων ἠξιώθης ἀγωνοθετούσης ἀρετῆς καὶ |
| Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας , τὸ γένος ὢν Κυμαῖος , φιλόκαλος δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός , διαδρὰς ἐκ | ||
| γένεσιν ἀνδρὸς φιλοκάλου , ἵνα μὴ ὁ τίκτων ᾖ ὁ φιλόκαλος ἀλλ ' ὁ γεννώμενος . ὅτι δὲ μετὰ τὴν |
| ἀλέτων ὄνος , ποτάμιος ἵππος , τοῖχος , ὁ Σελεύκου τίγρις . ἔχων δὲ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀνατίθεμαι τὰ νῦν | ||
| , καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ θαλάττια κήτη , καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου . καὶ ἄλλα δὲ πλείω τούτων ἔνεστι |
| : ᾧτινι ἀνθρώπῳ κραίνων καὶ τελειῶν τὰς προτέρας καὶ παλαιὰς ἐφετμὰς καὶ ἐντολὰς τοῦ Ἡρακλέους ἀνὴρ Αἰτωλὸς καὶ Ἠλεῖος , | ||
| . ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν , σῴζων δ ' ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους , πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν |
| μὴ τεθήρευσαι δ ' , ὄνος : εἰ δ ' εὐαρεστῶν ἀποτρέχεις , κανθήλιος . Αὕτη πόλις ἔσθ ' Ἑλληνὶς | ||
| μὴ τεθήρευσαι δ ' , ὄνος , εἰ δ ' εὐαρεστῶν ἀποτρέχεις , κανθήλιος . κύων δέ τις ἐβόα δεδεμένος |
| ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
| . ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
| καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας | ||
| ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα |
| ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός | ||
| ἁγνότερος , λευκός λευκή λευκόν λευκότερος : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρός ἀνιαρή ἀνιαρόν ἀνιαρότερον ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν |
| [ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ | ||
| = . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α |
| τοσσάκι δ ' ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν εὐδόξου Νίκας ἀγλαὸν ἅρμ ' ἐπέβης . Φημὶ Γέλων ' , Ἱέρωνα , | ||
| ὄφρα μάχωμαι . Ὣς ἔφατ ' , Ἀλκιμέδων δὲ βοηθόον ἅρμ ' ἐπορούσας καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν , |
| ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά μιν Κρόνου ? ? ? | ||
| γὰρ ζῷον ὁ αἰετός . τὸ δὲ ἀγκυλοχείλης ἐπίθετον τοῦ αἰετοῦ , ὁ ἐπικαμπεῖς τὰς χηλὰς ἔχων . ἐπὶ δὲ |
| ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , χλωρός , ψεύστης , κρυψίνους , σκολιόφρων , δασύς , στυγνοπρόσωπος , ὀζόχρωτος . | ||
| παλίμβολος , ἐγκρυφίας , ἐπίσκιος , πολλαπλοῦς τὸ Πλάτωνος , κρυψίνους , γοητευτικός , κακοῦργος , πανοῦργος , ψεύστης , |
| κατέκλιναν ἐπὶ τὴν κοίτην . Καλλιρόη μὲν οὖν ἄφωνος καὶ ἄπνους ἐπέκειτο νεκρᾶς εἰκόνα πᾶσι παρέχουσα , Φήμη δὲ ἄγγελος | ||
| πέλων τάφῳ κατῴκησάς τε νεκρὸς , ἄψυχος , ἄμορφος , ἄπνους , μηδόλως κάλλος φέρων , νικώμενος παλαίστρᾳ καὶ φεύγων |
| ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
| μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
| ἀεὶ ὅμοιοι ὄντες . κὰδ δύναμιν δ ' ἔρδειν : θύε κατὰ δύναμιν ἔχων καθαρὰν διάνοιαν καὶ κατὰ τὰ οἰκεῖα | ||
| μὲν τὸ δένδρον , οὐδετέρως δὲ ὁ καρπός : ἀλλὰ θύε † τοὺς κέδρους † . κηρύξαι , ἀποκηρύξαι καὶ |
| – – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν | ||
| εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς |
| πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ | ||
| πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ |
| ἀλλήλοισι κάρηνα . ὧδε φάτις προτέροις κλέος ἵπποισιν μέγ ' ἀείδει . ἵππων δ ' ὅσσα γένεθλ ' ἀτιτήλατο μυρίος | ||
| ' ὀνόματος οὐδὲν ἐπὶ χεῖρας φέρων . καὶ Πολυμνήστει ' ἀείδει μουσικήν τε μανθάνει . ἀφυπνίζεσθαι χρὴ πάντα θεατήν , |
| μὴ λέληθα βουκολούμενος , Ἀμφότερον , θεράπων Ἐνυαλίοιο θεοῖο καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος , παρεστήκασι δὲ ἐν κύκλῳ καὶ | ||
| πολλοὶ μὲν βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως |
| ἄιστος , ἐπεί ῥά οἱ υἱέος ἐσθλοῦ Δαρδάνου ἱερὸν ἄστυ κατήριπεν , οὐδέ οἱ αὐτὸς Ζεὺς ὕπατος χραίσμησεν ἀπ ' | ||
| καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ |
| δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
| τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
| οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών | ||
| * ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος |
| οὖν ἂν εἴην μὴ κρύπτειν τὸ τῶν ὀμμάτων φάος μηδὲ κατηφὴς εἶναι , Ἀντία τ ' ὢν καὶ Θρασύκλου σύγγονος | ||
| κακόν . ἤδη δὲ ἔγνων κύνα , ἥτις οἴκοι μὲν κατηφὴς ἦν καὶ οὐδενὶ τῶν πλησιαζόντων ἔχαιρεν , ἐπὶ θήραν |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| ὅθεν ὁ Ἡρώδης διετώθαζεν αὐτὸν ἐκεῖνο ἐπιλέγων : ” καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ῥήτορι τέκτων , ” ἀλλ ' | ||
| τὸ ὄξους δεκτικόν . ὀξίνην ] τὰς ὀξίδας ποιοῦντα : κεραμεὺς γὰρ ἦν . Ὑπέρβολον ] μετὰ Κλέωνα Ὑπέρβολος ἐπολιτεύσατο |
| ὑπερφιάλοισι μιγῆναι ὕστατα καὶ πύματα : κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει . ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα ἄνδρ | ||
| Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ ' ἑσπέρας θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ |