ἱμάτιον , ἀμφιέσματα : Λυσίας δὲ καὶ ἱματίδια ἔφη . λώπη γὰρ καὶ λόκκη καὶ φάρος καὶ εἷμα καὶ σπεῖρα
τὸ σήπη διὰ τοῦ η : καὶ τὸ κώπη : λώπη : διὰ τοῦ ω : ἔστιν δὲ καὶ τὸ
5191344 ἐξῃξατην
δὲ φυλάττει φύσει τὸ νέον , ἐξωθοῦσα τὰ νοσήματα . ἐξῃξάτην : ἐξῆλθον . . Θ . . . ἐξώρμησαν
μέσος ᾐξάμην , τὸ τρίτον τῶν δυϊκῶν ᾐξάτην , ὡς ἐξῃξάτην . εἰκότως φησὶν ὑπηρέτας ἔχειν τὸν Ἀσκληπιὸν ὄφεις .
5015624 ζητα
ἔχοντας καὶ κινδύνους : τοῦ δέλτα ψῆφον φέρομεν , τοῦ ζῆτα καὶ τοῦ κάππα , μὲ τούτου καὶ τὸ τέταρτον
τοῦ φεῖ καὶ τοῦ ψεῖ καὶ τοῦ σῖγμα καὶ τοῦ ζῆτα , ὅτι πνευματώδη τὰ γράμματα , πάντα τὰ τοιαῦτα
4995274 δοχμη
κατάπλεων ὑπέρπλεων , καὶ πούς , πῆχυς , παλαιστή , δοχμή , πυγών , ὀργυιά , καὶ ὅσα ἐπὶ τῶν
δὲ παλαιστὴ καὶ δῶρον καλεῖται , ἡ δὲ σπιθαμὴ καὶ δοχμή . ἄψιν : Αἰολικῶς ψιλοῦται ὡς καὶ τὸ ὔμμες
4977110 ὠμος
θεοὶ εἰς λέβητα καὶ ὁλόκληρον αὖθις συμπήξαντες , ἐπεὶ ὁ ὦμος ἀπῆν , ἐλεφάντινον ἀντέθηκαν . διὸ καὶ οἱ ἐκ
ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ , καὶ τοῦ Κενταύρου ὁ δεξιὸς ὦμος , μικρὸν προηγούμενοι τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ἡ
4895019 ἰαπτω
καὶ ] κλίνεται ἰπός : [ ἐκ τούτου ] γίνεται ἰάπτω , ἐξ οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἰάπτους καὶ κατὰ στέρησιν
, ἐκ γὰρ τοῦ ἵπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ἵπτος ἡ παγὶς τῶν μυῶν
4883946 θωραξ
, ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ
κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ
4826268 ῥις
, στόμα , βρόγχος , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων . ῥὶς μὲν καὶ στόμα πρὸς τὸ ἀναπνεῖν , ὁ δὲ
σημαίνει ἄνδρα . εὐθύτης ῥινὸς γλώττης ἀκρασίαν τινὰ λέγει . ῥὶς ἡ μείζων καλλίονα δηλοῖ ἄνδρα . εἰ δὲ πάνυ
4824073 ῥεεν
Παρ ' ἐκεῖνο δὲ τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Θεόκριτος εἶπεν οὕνεκά οἱ γλυκὺ Μοῦσα κατὰ στόματος
λιγὺς Πυλίων ἀγορητής , τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : τῷ δ ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ
4820783 κνημη
τῇ πτέρνῃ . τῶν δ ' ὀστέων τὸ μὲν ὀπίσω κνήμη , τὸ δ ' ἔμπροσθεν ἀντικνήμιον , τὰ δ
ἀνιόντα πολλάκις αὐτονυχεὶ θηεύμεθα . Τοῦ μὲν ἄρ ' οἴη κνήμη σὺν Χηλῇσι φαείνεται ἀμφοτέρῃσιν : αὐτὸς δ ' ἐς
4760582 φουρνος
] ἀσκητήριον . ἀναπείθουσιν ] τοὺς ἀκούοντας . πνιγεύς ] φοῦρνος . περὶ ἡμᾶς ] κύκλῳ ἡμῶν . διδῷ ]
εἰς ὀπήν τινα ὑπέδυ . ἰπνὸς δὲ λέγεται κυρίως ὁ φοῦρνος : οἱ δέ φασι τὸ φανάριον . μέμνηται τούτου
4756950 λαιος
κατέβη εἰς τοὺς περὶ ἐτεοκλέα καὶ πολυνείκην : πόσιν . λάιος ? ? ? ? ? * αἵ θ '
ταῦτα παθεῖν καὶ ? ? ? γένει : ὁ γὰρ λάιος φησὶ γνοὺς μὴ κατὰ βούλησιν θεῶν γεγονότα με κατηγορήσατο
4729388 χιτων
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ
4719012 γερρον
βαρεῖα μετὰ συριγμοῦ ἑλιττομένη καὶ λίθος χειροπληθὴς καὶ σάγαρις καὶ γέρρον ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ θώραξ καὶ κράνος . Ὡς
, ἀάνθα : ἀγίσδεο αὐτὸν † ἀγᾶ , † γέργυρα γέρρον : δοάν δόρκον ζάτραφα ϝαδυμέστατον ἠτί καὶ δ ?
4717495 πλεγματι
παρηο [ ] ! [ ] ! [ πλόκωι ] πλέγματι ἴασπις εἶδος [ ] ! ! ! ! ταις
δέ οἱ οὔτε τι πήρας οὔτε φυτῶν τοσσῆνον ὅσον περὶ πλέγματι γαθεῖ . παντᾷ δ ' ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς
4712580 ποδος
ξὺν ἱδρῶτι , περὶ θάνατον . Κρίτωνι ἐν Θάσῳ , ποδὸς ὀδύνη ἤρξατο ἰσχυρὴ ἀπὸ δακτύλου τοῦ μεγάλου ὀρθοστάδην περιιόντι
, μῆκος ποδῶν ιϚ , πάχος δακτύλων ιβ , πλάτος ποδὸς καὶ τετάρτου . Τὰ ξύλα ταῦτα περιστομίσι καὶ χελωνίοις
4710437 περιβολαιον
ἀπόστασιν οἰκέτας , τετρακοσίους ὄντας . εἶτα ἀναλαβὼν διάδημα καὶ περιβόλαιον πορφυροῦν καὶ ῥαβδούχους καὶ τὰ ἄλλα σύσσημα τῆς ἀρχῆς
σφενδονητικῇ ἀντὶ σκοποῦ κείμενον ὑπὲρ σανίδος . σίσυρνα δὲ παχὺ περιβόλαιον ἢ δερμάτινον ἱμάτιον ἡ λεγομένη γούννα × ἥντινα Σιμωνίδης
4709921 σφονδυλοι
σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς . ὀνομάζονται δὲ οἱ σφόνδυλοι καὶ στροφεῖς παρὰ τὴν ἐπ ' αὐτοῖς τοῦ τραχήλου
, τέτταρες δὲ αἱ νόθαι μαλθακαί . ἵνα δὲ οἱ σφόνδυλοι καταλήγουσιν , ἱερὸν ὀστοῦν καλεῖται : καὶ ἄρχεται μὲν
4691340 ἀσπις
τὰ δὲ κοινωνοῦντα ἀρσενικῷ γένει μετατιθέασιν : ἐλπίς εὔελπις , ἀσπίς λεύκασπις . Τὰ εἰς ΙΣ πατρωνυμικὰ ἢ τύπον ἔχοντα
δὲ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ ἀδάμαντος , ἦχον ἀπετέλει ἡ ἀσπίς . Ἐπὶ δὲ ταῖς ζώναις τῶν Γοργόνων δύο δράκοντες
4679096 θριξ
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου :
4664774 δορυος
, καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ υ γίνεται γουνός , δόρυ δόρυος καὶ ὁμοίως δουρός : τὸ γόνυ καὶ τὸ δόρυ
, καὶ οὕτως οὐδὲν ἀντίκειται : εἰ γὰρ ἀπὸ τοῦ δόρυος δουρός καὶ ἀπὸ τοῦ γόνυος γουνός καθ ' ὑπέρθεσιν
4660250 δασυ
ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὑψηλόν τε καὶ δασὺ ἀγρίῃ ὕλῃ καὶ ἀκάνθῃ κυνάρᾳ . Δίδυμος δ '
ψιλότητι : ψιλὸν μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι τὸ τ , δασὺ δὲ τὸ θ , μέσον δὲ καὶ ἐπίκοινον τὸ
4602549 χρως
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν
4589602 ἑεις
Θεσσαλίας . φάεα μουνόγληνα : καὶ Ἡσίοδος : κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις . ὑπογλαύσσοντα : ἤγουν ὑποβλέποντα , ὅθεν καὶ γλαύκιος
ἀδελφιδέος : οὐδέποτε γὰρ εὐθεῖα διαλύεται , τὸ γὰρ εἷς ἕεις πλεονασμὸν ἔχει τὸ ε . πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας
4584263 σιαγονες
Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς ,
δὲ κάτωθεν ὥσπερ καὶ αἱ ὑπ ' αὐτὰ γένυες καὶ σιαγόνες , ὧν ἡ μὲν ὑπερκειμένη πᾶσι τοῖς ζῴοις πλὴν
4575946 ἀρσενικον
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν
4569840 Αἰνειεω
τὸ ο τῆς ληγούσης καὶ συστέλλουσι τὸ α εἰς ε Αἰνείεω κλίνοντες . πᾶσα γὰρ γενικὴ ὀνόματος εἰς φωνῆεν λήγουσα
ὁμώνυμος Ἀσίας λειμών , εἶτα Ἰωνικῶς Ἀσίεω , ὡς Ἀτρείδεω Αἰνείεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν ἢ συγκοπὴν Ἀσίω , ὡς
4565152 γονυος
ἐκεῖνα φυλάσσει τὸ Υ καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς : γόνυ γόνυος , δόρυ δόρυος , μέθυ μέθυος : μέθυ δὲ
εἶδος . τὸ σφυρόν ] τὸ ὀστοῦν τὸ κάτωθεν τοῦ γόνυος . χάραξ ἐστὶ ξύλον ἐν ᾧ τὰς ἀμπέλους δεσμοῦσιν
4557405 ψιλον
κωλύσῃ παράγγελμα . Ὅτι δασυνομένου φωνήεντος ἐπιφερομένου , τὸ προηγούμενον ψιλὸν τρέπεται εἰς τὸ ἀντίστοιχον δασὺ : κατὰ ἡμῶν καθ
τῆς ἀρτηρίας τὸ πνεῦμα λύσῃ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ . καὶ ψιλὸν μέν ἐστιν αὐτῶν τὸ π , δασὺ δὲ τὸ
4552791 κλαδοι
οὖσα : ἔοικε δὲ τῇ τῆς κοτυληδόνος . οἱ δὲ κλάδοι αὐτῆς ἀειθαλεῖς , λευκὰ φύλλα ἔχοντες ὡς ἡ ἐλαία
τήξας ] τὰ φύλλα ἑψήσας φυλλάδα ] φυλλάδες οἱ ξηροὶ κλάδοι φύλλα ἔχοντες χυλῷ ἔνι κλώθοντι : τῷ ὡς νῆμα
4548731 δακτυλοι
προστηθίς , τὸ δὲ μετὰ τὸ στῆθος κοῖλον ποδός . δάκτυλοι δὲ ποδὸς τὰς αὐτὰς ἐπὶ τοῖς μέρεσι προσηγορίας ἔχουσιν
καὶ αὐτὸ συγκείμενον ὀστῶν : εἶτα ἐφεξῆς εἰσιν οἱ πέντε δάκτυλοι τοῦ ποδὸς , ἐκ τριῶν ἅπαντες φαλάγγων , ὁμοίως
4530311 σιδιοειδης
ἦσαν , ἤδη νικωμένης τῆς ἐμφύτου δυνάμεως . χροιὰ δὲ σιδιοειδὴς καὶ πρὸς τὸ τῶν ἰκτεριώντων οἷον ἀπεστραμμένη χρῶμα ,
τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ διαφέρει τῆς πρόσθεν , σιδιοειδὴς γάρ ἐστιν . Ἐν δὲ τῷ καιρῷ τοῦ θέρεος
4499733 δασεος
ἄναχος καὶ ἄνακτος : καὶ ἐπεὶ ψιλὸν ψιλοῦ καὶ δασὺ δασέος προηγεῖται , ἐτράπη τὸ χ εἰς κ , καὶ
ψιλὰ , δασέα , μέσα προηγοῦνται τῶν τῆς τρίτης συζυγίας δασέος , ψιλοῦ , μέσου , οἷον τὸ π τὸ
4493639 οὐλον
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
4483380 σφαζεσθαι
βλάπτοντα τὰς φρένας . Κτῆνος : διὰ τὸ κτένεσθαι ἤγουν σφάζεσθαι . Κύων : εἰς τὸ κράζειν ὤν . Κάμηλος
τοῦ δὲ ἑνὸς λέγοντος , ὅτι οὐκ ἦν δίκαιον πρόβατα σφάζεσθαι διὰ τὸ φέρειν γάλα καὶ ἔριον , καὶ τοῦ
4470110 κνημαι
' οὗ ἐξικνεῖται τὰ ζῷα κνήσασθαι . κνώσσειν καθεύδειν . κνῆμαι ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμετέρου “ ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο
ἑταιρίστριαι , γυναικώδεις , φίλανδροι , ἀκάθαρτοι , αἷς αἱ κνῆμαι περὶ τὸ σφυρὸν παχεῖαι καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν
4438442 ἀδελφειος
ἀφενειός , καὶ συγκοπῇ ἀφνειός , ὡς ἀδελφεός , καὶ ἀδελφειός . Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω
: καὶ μετὰ τοῦ ι , ζαχρειής : ὡς ἀδελφὸς ἀδελφειός . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Μονοσυλλάβων . Εἰρά
4432137 τυπτε
, τὴν στήριξιν . βάλλε ] τίτρωσκε . παῖε ] τύπτε , κροῦε , πλῆττε . . πολλῶν ] κακῶν
τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔτυπτε τύπτε , ἐποίει ποίει , ἐβόα βόα . τυπτέτω :
4431556 στυλος
οὐσίαν τοῦ πράγματος καὶ οὐκ ὀρθῶς : καὶ ὥσπερ ὁ στύλος κυρίως μὲν λέγεται στύλος παρὰ τὸ ἵστασθαι , ἐὰν
τὸ ἵστασθαι , ἐὰν δὲ πέσῃ οὐκ ἔτι κυρίως καλεῖται στύλος ἀλλὰ πλάγιος στύλος , οὕτως καὶ ἡ εὐθεῖα ὀρθῶς
4424543 στρεπτοι
Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . πλακοῦντος εἶδός ἐστιν οἱ στρεπτοὶ , ὡς καὶ παρ ' ἑτέροις . Στρομβιχίδης :
ὑποδερίδες , ἦ που δὲ καὶ ὅρμοι καὶ ἴσθμια καὶ στρεπτοὶ καὶ στόμια καὶ πλόκια καὶ μαλάκια , καὶ τανθαρυστοὶ
4407194 οὐρῃ
οὐρὰ διὰ τὸ εἰς ἀλκὴν αὐτὸν προτρέπειν : Ὅμηρος : οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται , ἑὲ
πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ μέν οἱ
4404825 ποδες
, οὐ μὲν ἀπαὶ νώτοιο δύο κλάδοι ἀίσσονται , οὐ πόδες , οὐ θοὰ γοῦνα , οὐ μήδεα λαχνήεντα ,
καὶ ἐμπλάσσεται οἷόν περ ἐν σταιτὶ , καὶ οἰδέουσιν οἱ πόδες καὶ τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος γίνεται μάλιστα
4391573 μηροι
: εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ , ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ . Εἰ κυφοὶ τὰ ἄνωθεν
χρόνος καὶ ἡ πρὸς τὴν μάχην παρασκευή . μηρία καὶ μηροὶ διαφέρει . μηρία μὲν γὰρ τὰ ἐναγιζόμενα τοῖς θεοῖς
4390093 κατακλειδες
ἐπὶ πόδας τὰ ὑπὲρ τῆς ἥβης ὀστέα καὶ μεσοπλεύρια καὶ κατακλεῖδες . ὅταν δὲ τῶν εἰρημένων μηδεὶς εὑρίσκηται τόπος ,
ἀκρώμιον καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τούτου εἰς τὸ ἔμπροσθεν κατακλεῖδες : μεταξὺ τούτων αἱ σφαγαί . ἀπὸ δὲ τῶν
4385170 Ἀνδρομεδης
δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ ' αὐτοῦ Περσέως , Ἀνδρομέδης δὲ μέσην ἀγκῶνος ὕπερθεν δεξιτερὴν ἐπέχει : τὸ μέν
οἷα σελήνῃ σκέψασθαι , ζώνῃ δ ' ἂν ὅμως ἐπιτεκμήραιο Ἀνδρομέδης : ὀλίγον γὰρ ὑπ ' αὐτὴν ἐστήρικται , μεσσόθι
4384687 ᾠαι
λαιὰ μέρη , τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἡ κεφαλὴ καὶ αἱ ᾦαι τοῦ ἥπατος καὶ ὁ πνεύμων , Ἑρμῇ δὲ τὰ
, τουτέστι τὸ ἀπολῆγον τοῦ ἱματίου . λέγναι γὰρ αἱ ᾦαι , τὰ λώματα , οἱ κροσσοί , ἅπερ Ὅμηρος
4379445 ἐκλιθη
τὸ μὲν γὰρ εἷς ὡς ἀριθμὸς δασύνεται , εἰ δὲ ἐκλίθη διὰ τοῦ ντ , ἐψιλοῦτο ἂν ἡ γενικὴ τῷ
κράς , ὃ σημαίνει τὴν κεφαλήν , διὰ τοῦ τ ἐκλίθη , οἷον Α κρατὸς ἀπ ' ἀθανάτοιο : καὶ
4377141 περισπασθησεται
ἰάχων : ἐνεστῶτος γάρ ἐστι καὶ παρατατικοῦ . οὐ μέντοι περισπασθήσεται , ὡς οἴεται Τυραννίων . διδάσκει τὰ κινήματα :
παραστατικόν , τουτῶ θάμεθα , Σώφρων . τὸ δὲ αὐτῶ περισπασθήσεται , ὅτι καὶ τὸ αὐτός ὀξύνεται . Τὴν ἑαυτοῦ
4361828 εὐμηκης
εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ
δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ ,
4341938 μακρα
Μετάστηθι . ὁ Ἐπίκουρος ὑπὲρ τῆς Ἡδονῆς λέγε . Οὐ μακρά , ὦ ἄνδρες δικασταί , πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ :
, ἐστὶ τὸ μέγεθος ἡλίκη τρυγών , σκέλη δὲ αὐτῇ μακρά , δυσθαλὴς δὲ καὶ δειλή . ὅτι οἱ ὄρτυγες
4340172 θηλυκον
? ! ! ! ! γένη τρία , ἀρσενικόν , θηλυκόν ? [ ] ? , [ οὐδέτερον ] .
ἀρσενικόν ἐστιν , οἷον ὁ Ζεῦξις , τὸ δὲ προσηγορικὸν θηλυκόν ἐστιν , οἷον ἡ ζεῦξις : ἐπειδὴ οὖν διήλλαξε
4339553 παροξυνεται
πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ
: Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ
4332939 κοχλος
κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος . Κραιπνός . παρὰ τὸ κάπω τὸ πνέω :
ὁ κόσμος ἀνθρώποις ἀπόρρητος ἦν : μικρὸς δὲ αὐτὴν ἐκάλυπτε κόχλος ἐν κοίλῳ μυχῷ . ἁλιεὺς ἀγρεύει τὴν ἄγραν ταύτην
4324993 ἐλλεβοροι
καὶ ὁ τοῦ νίτρου ἀφρὸς καὶ τὸ βερενίκειον , καὶ ἐλλέβοροι ἀμφότεροι καὶ τὸ δάφνινον ἔλαιον καὶ τὰ ἀλκυόνια καὶ
καὶ τῶν ἄλλων ὀστρέων κεκαυμένα τὰ ὄστρακα ἀλκυόνιά τε καὶ ἐλλέβοροι καὶ ἡ τῆς βρυωνίας ῥίζα . βουλόμενος δ '
4324312 ἀλευροττησις
. ἀλευρόττησις , , ; . . , . : ἀλευρόττησις : σήθω , σήσω ὁ μέλλων , ὄνομα ῥηματικὸν
τ τῆσις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ μετὰ τοῦ ἄλευρον γίνεται ἀλευρόττησις , τὸ κόσκινον . οὕτως Φιλόξενος . . .
4297358 σιδαι
λέγεσθαι : τοῦ δ ' Ἐμπεδοκλέους εἰρηκότος οὕνεκεν ὀψίγονοί τε σίδαι καὶ ὑπέρφλοια μῆλα τὸ μὲν τῶν σιδῶν ἐπίθετον νοεῖν
, ἵνα σημαίνῃ ἄδηρον ἄβδηρον , δύω βδύω , καὶ σίδαι σίβδαι . ἢ παρὰ τὸ ἀμφίς ἐπίρρημα , τὸ
4278550 κογχοι
τοῦ κελεύω κέλευμα . Σώφρων : ” οἵ γε μὰν κόγχοι ὥσπερ ἐξ ἑνὸς κελεύματος ” . Φιλόξενος Ῥηματικῷ .
ἁμῖν πᾶσαι , τὸ δὲ κρῆς ἑκάστας ἐξέχει . Αἰσχύλος κόγχοι , μύες , ὄστρεα . Ἱκέσιος δέ φησι τῶν
4253472 Θηβαϊκον
: κατ ' ἐξοχὴν λέγει τοὺς δύο πολέμους , τὸν Θηβαϊκὸν καὶ τὸν Ἰλιακόν . λαῖτμα : ὅρμημα , κῦμα
εἰς Κόρινθον , ἔπειτα εἰς Θετταλίαν , ἔτι δὲ τὸν Θηβαϊκὸν πόλεμον ἅπαντα , καὶ ἄλλοσε ὅπου περ αἰσθάνοιτο στράτευμα
4252607 ὀδοντες
, ἄλλα δ ' ἔτ ' ἐν γενύεσσι θοοὶ τρίβουσιν ὀδόντες , ἄλλα δέ τ ' ἀσπαίρει καὶ ἑλίσσεται ἡμιδάϊκτα
στομάτεσσι προσώπατα : τοῖον ὕπερθε νεύει ἐπισκύνιον : τοῖοι σελαγεῦσιν ὀδόντες . ὠκυτέρη τελέθει δὲ θοῶν πανυπείροχα θηρῶν : αὐτῷ
4246159 χαιτη
νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ . τῆς μὲν ἀμαρακόεσσα χυτὴ περιδέδρομε χαίτη , ἄνθεα δὲ χρύσεια φαείνεται : ἡ δ '
ἑλλανοδίκης τοῦ ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ
4241009 τρεμε
, μὴ οὐ σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ
καὶ ἄκρατον παρίστησιν , οἷα τὰ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος , τρέμε δ ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη καὶ κορυφαὶ Τρώων
4240317 λαχνη
αὐτὰ ἐς τὴν νῆξιν . φεῦ τῶν στέρνων , ὡς λάχνη μὲν αὐτοῖς ἐγκατέσπαρται βρύων κομῶσα καὶ φυκίων , γαστὴρ
ἡ αὐδή γὰρ τῆς αὐδῆς , λαχνήεις λάχνης , ἡ λάχνη γὰρ τῆς λάχνης , φωνήεις φωνῆς , ἡ φωνή
4237037 περιτιθεμενοι
μονὰς αἰτία , οὐ μόνον , ἐπειδὴ ὡς γνώμονι αὐτῇ περιτιθέμενοι οἱ ἑξῆς ἀριθμοὶ περιττοί , εἰδοποιήματα αὐτῆς ὄντες ,
γνώμονες κυρίως λέγονται οἱ περιττοὶ ἀριθμοί , διότι τετραγώνοις ἀριθμοῖς περιτιθέμενοι τετράγωνον πάλιν ἀποτελοῦσιν : οἷον πρῶτος ἀριθμός ἐστι τετράγωνος
4236135 ὠχρον
φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ
πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ
4235345 ἰθυφαλλικου
. . . περιττεύοντος μιᾷ συλλαβῇ καὶ ἰθυφαλλικοῦ μεμειωμένου τοῦ ἰθυφαλλικοῦ ἑνὶ τροχαίῳ . τὸ ζʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον .
, ὅπερ προέταξεν ἐπισυνθέτου , τοῦ ἐκ δακτυλικῆς τετραποδίας καὶ ἰθυφαλλικοῦ , τοῦδε Ἀκρίσιος τὸν νηὸν ἐδείματο : ταῦθ '
4234011 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
4228163 ἀρβυλης
τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν πόδα μετὰ τῆς ἀρβύλης . εἰ δὲ γράφεται λευκὸν ἴχνος , ἀπὸ μέρους
πάθει ἡ τοῦ ῥυθμοῦ ἀγωγὴ δοχμιάζουσα : † λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης : ἀντὶ τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν
4225247 ἀμνου
γλῶσσα καὶ τὸ στόμα ἐμφράγνυται , πραότατος δὲ ἐντυχεῖν ἐστιν ἀμνοῦ δίκην , καὶ οὐκ ἂν ἐπιβουλεύσαι ἢ ἀνθρώπῳ ἢ
Ἰάμβης . δήποτε δ ' ἢ σιάλοιο καρήατος ἠὲ καὶ ἀμνοῦ ἀμμίγδην σπεράδεσσιν ἐυτροχάλοισι λίνοιο , ἠὲ νέον κορσεῖα ταμὼν
4221162 αὐχην
θεοῦ φωνὴν λαχοῦσα ᾄδει μάλα μέγα : εὐδαίμων πιτυώδεος ὄλβιος αὐχὴν Ὠκεανοῦ κούρης Ἐφύρης , ἔνθα Ποσειδῶν , μητρὸς ἐμῆς
, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἀποθλιβομένου , ἐπὶ θάτερα μὲν ὁ αὐχὴν ἀποκλείει μέρη , ὑπό τε ἀδημονίας καὶ σπασμῶν συνεχόμενος
4219898 ζωνη
τὴν ἡμέραν τε καὶ τὴν ὁδόν . μία τε οἷον ζώνη διὰ παντὸς τοῦ ἀέρος ἦγεν εἰς τὸ ἱερὸν κατ
ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΚΞ ΞΜ . Ἐν μὲν ἄρα κόσμῳ μέση ζώνη ἐστὶν ἡ ΚΑΜ , ἐν δὲ γῇ ἡ ΟΕΠ
4212581 γυιον
ἤγουν πορεύεσθαι . ἀμείβειν γὰρ τὸ ἀλλάσσειν καὶ μεταπορεύεσθαι . γυῖον : Βακχεῖος ἐν αʹ σῶμά φησιν ἢ μέλος ,
: καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι γυῖον , ἵν ' ᾖ γυῖον τὸ λαμβάνον καὶ δεχόμενον . . , : δάκνω
4209558 ῥαβδος
ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν κατέπιε τὰς ἐκείνων ῥάβδους ” , ὡς
. Ἐν ἀέρι δὲ γίνονται σημεῖα κατὰ φάσιν ἴρις καὶ ῥάβδος καὶ ἅλως καὶ σέλας τὸ πυρφλέγον . αἱ μέν
4203928 νειατον
ἀγχίμολόν ῥά οἱ ἦλθε κατὰ στίχας , οὖτα δὲ δουρὶ νείατον ἐς κενεῶνα , διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε :
Διομήδους Ἄρης οὐ κατ ' ἄλλο τι μέρος , ἀλλὰ νείατον ἐς κενεῶνα , σφόδρα πιθανῶς : ἐπὶ γὰρ τὰ
4194544 ἐπιρρημα
οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα :
, πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ
4192712 ἀφωνου
τοῦ κλυτάν , μακροτέρα δ ' ἐστὶ τῆς βραχείας ἐξ ἀφώνου τε καὶ ἡμιφώνου καὶ φωνήεντος συνεστῶσα . τὸ δὲ
τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ ' ἔσεσθαι ; σοῦ δ ' ἀφώνου κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου
4189103 ἰξυος
ἰχθύες . Πείσματι : σχοινίῳ . μηκεδανῷ : μακρῷ . ἰξύος : ὀσφύος . Ἀείρει : κρατεῖ , βαστάζει .
, ἐπιψαυε [ ! ] ! ! ! [ [ ἰξύος ] ἀκροτάτης ? ? ? , ἕπεται ? δέ
4187521 γουνος
ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν δ ' ἄνδιχα τοῖο παρὲκ γόνυ γουνὸς ἀμείβων , κόψε μεταΐγδην ὑπὲρ οὔατος , ὀστέα δ
, οὐτάμεναι μεμαώς : ὁ δέ μιν φθάμενος ἔλασεν σῦς γουνὸς ὕπερ , πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι λικριφὶς ἀΐξας
4178980 Αἰολικον
. τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ προκείμενον . Ἐκφεύγοντάς φασι τὸ Αἰολικὸν τοὺς περὶ Κομανὸν ἀντωνομασίας καλεῖν , εἴγε τὸ μὲν
τοῦ ι γράφεται : οἷον , ἄλλυδις : ἄμυδις , Αἰολικὸν ἔχον τὸ πνεῦμα . Τὰ εἰς δις ἐπιῤῥήματα ἔχοντα
4176235 ὀξυσχοινος
τὸ δὲ καλούμενον ἄνθος θερμότερον . Σχοίνου λείας ἡ μὲν ὀξύσχοινος , ἡ δ ' ὁλόσχοινος : ὁ καρπὸς δὲ
τῶν κραμβῶν εἰς ἀσπίδας εὖ ἤσκησαν , ἔγχος δ ' ὀξύσχοινος ἑκάστῳ μακρὸς ἀρήρει , καί ῥα κέρα κοχλιῶν λεπτῶν
4176009 ὀξυτονως
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί ,
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον
4175066 ἐλλειπες
τὰ τοῦ λόγου ἠλόγηται : κατ ' οὐδένα γὰρ τρόπον ἐλλειπὲς γενήσεται , ἀναφερόμενον ἐπὶ τὸ γύναιον , καθάπερ ἐκεῖ
δῆλον οὖν , ὅτι ἐστὶ καὶ τὸ κατὰ τὴν κατηγορίαν ἐλλειπὲς εἶναι μονομερὲς , ἐφ ' ᾧ καὶ παράδειγμα τοιοῦτον
4171432 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
4171098 δακτυλος
πούς , εἶτα βακχεῖος , εἰ δὲ βούλεταί τις , δάκτυλος : εἶτα κρητικός : μεθ ' οὕς εἰσι δύο
ὑγροτέρῳ τῷ σκέλει χρῶνται : ὥσπερ ὁ μέγας τῆς χειρὸς δάκτυλος : μάλιστα γὰρ οὗτος ἐκπίπτει φύσει : οἷς μὲν
4171027 ἀγκυλον
ἔνθα ἐχρῆν φίλησόν με ἤδη , ὅπως εἰδῇς οὐκέτι ῥάμφος ἀγκύλον ἔχοντα οὐδ ' ὄνυχας ὀξεῖς οὐδὲ πτερά , οἷος
ἐξουσίαν . μισῶ δὲ . . . . . . ἀγκύλον τόξον κρανείας , γυμνάσια δ ' οἰχοίατο . φίλος
4170853 συριγξ
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι
4169372 σπονδυλοι
τὸ ῥάχις δ ' ἐξέδραμε γυίων ἀντὶ τοῦ ἐξῆλθον οἱ σπόνδυλοι τῆς ῥάχεως . Σημείωσαι δὲ ὅτι ἀπὸ τοῦ θηλυκοῦ
: ἢ γὰρ μολύβιον δισκοειδὲς καὶ ἔτι παχύτερον ὥσπερ οἱ σπόνδυλοι μεῖζον τοῦ γαγγλίου ἐπιδεσμεῖται , ἢ εἰ τύχοι τῆς
4167821 ταλανος
ὅτι ἐλλείπουσι ταῦτα τὸ τ : καὶ τὸ τάλας δὲ τάλανος καὶ μέλας μέλανος ἐλλείπουσι τὸ τ , μέλαντος γὰρ
νυκτός ἄνακτος , ἐνδεῖ δέ , ὡς ἐν τῷ μέλανος τάλανος : τὸ δὲ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς παθόντα τὴν
4163617 καλωσι
καὶ οὐ τοῦτο εἶναι ὄνομα ὃ ἄν τινες ξυνθέμενοι καλεῖν καλῶσι , τῆς αὑτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι , ἀλλὰ ὀρθότητά
καὶ οὐ τοῦτο εἶναι ὄνομα ὃ ἄν τινες συνθέμενοι καλεῖν καλῶσι , τῆς αὑτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι , ἀλλὰ ὀρθότητά
4159567 αἰωρει
ἅπαν πέπαρμαι γυῖον ἀσκόπῳ κακῷ : οὐ Ζεὺς κεραυνοῦ τοῖον αἰωρεῖ βέλος , οὐδεὶς θαλάσσης τοῖα μαίνεται κλύδων , οὐδὲ
μὴ οὐ κοινὰ χαρίζεσθαι , ἀλλὰ βαδιζόντων τε τοὺς χιτῶνας αἰωρεῖ καὶ περὶ ταῖς κνήμαις στρέφει καθευδόντων τε αἱ σινδόνες
4159258 τεραος
νέκυος δειλοῖο σαπέντος , ὃς νέον ἐκ τούτου πνεῦμα λάβῃ τέραος † τεθνεότος ζωὴν ἕλκων φύσιν : εἰ δὲ τόδ
νέκυος δειλοῖο σαπέντος , ὃς νέον ἐκ τούτου πνεῦμα λάβῃ τέραος , τεθνεότος ζωὴν ἕλκων φύσιν : εἰ δὲ τόδ
4155009 ὁλκος
ἐπιδείκνυνται , διερευνᾷ μή τισιν ἀναγκαίαις αἰτίαις ἐνδέδενται , ὧν ὁλκὸς ἡ δύναμις . εἰ γάρ τις , φησί ,
Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος
4147235 σημαινον
παρὰ τὸ λίαν μᾶν : ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι . Λαῖτμα : τὸ χάσμα
νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος , . , .
4146777 ὀξυνουσιν
τοῦ ἔπειτα γεγονὸς , καὶ τὸ εἰὲν , ὅ τινες ὀξύνουσιν : καὶ τὸ αἰὲν ὁμότονον καὶ ὁμόσημον τὸ αἰεί
καὶ τὸ ὑδρορρόη οἱ παλαιοὶ ἐβάρυναν , οἱ δὲ μεταγενέστεροι ὀξύνουσιν οὐχ ὑγιῶς . Τὰ εἰς Η θηλυκὰ προσηγορικὰ ἀπὸ
4146241 ἑφθημιμερους
χοριαμβικοῦ ἐπιμίκτου , τοῦ τὴν δευτέραν ἰαμβικὴν ἔχοντος καὶ τροχαϊκοῦ ἑφθημιμεροῦς : Εὔιε κισσοχαῖτ ' ἄναξ , χαῖρ ' ,
ἐστι κώλων ἐννέα . τὸ αʹ σύνθετον ἐκ πενθημιμεροῦς καὶ ἑφθημιμεροῦς ἰαμβικόν . τὸ βʹ τρίμετρον ἐπιωνικὸν ἀκατάληκτον . ἄδηλον
4139196 ἀκροτατης
. σὺ δὲ οὐδ ' ἂν ἐκπλαγείης Δεινὸν ἀπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς νεύοντα νοήσας οὐδὲ μορμολύττεταί σε ἀνὴρ σιδηροῦς φανταζόμενος
' ἐπὶ γῆρας ἐλέγχει οὐλόμενον , κεφαλῆς δ ' ἅπτεται ἀκροτάτης . Ἆ μάκαρ εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος , ὅστις
4131133 βραχιονες
πολλαὶ μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν , γυμνοὶ δ ' ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων , ὄμματά τ ' οἷα ἐπλανᾶτο πενητεύοντα
ἠρμένοι καὶ κατὰ τοῦ στήθους ἐφεστῶτες , ὦμοι δὲ καὶ βραχίονες καὶ πήχεις , ἔτι δὲ χεῖρες καὶ * *
4128064 ψιλουται
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε
4122573 ἰωτα
, ἰσχνοὺς σπονδύλους ἔχοντας , σημεῖον ἐν τὸ στῆθος . ἰῶτα καὶ ἄλφα ψήφισον , ἰῶτα καὶ τὸ θῆτα ,
τοῦ σιλλαίνειν ὅ ἐστι λοιδορεῖν : γράφεται δὲ διὰ τοῦ ἰῶτα κεραοῖο : ὅτι οἱ ἀρχαῖοι κέρασιν ἐχρῶντο ἐν τῇ
4116324 γερανδρυον
ἴσως ἱερὰν εἶναι τῆς Ῥέας . πρόχνυ : παντελῶς . γεράνδρυον : ἀρχαῖον , ξηρόν , ἄχρηστον . ὀκριόεντι κολωνῷ
. δι ' ὃ καὶ . . . ὅταν ᾖ γεράνδρυον ὅλως κόπτουσιν : ἡ γὰρ βλάστησις νέα γίνεται τοῦ
4115834 ἀριστερου
, εἶτα τοῦ ἀριστεροῦ , μετ ' αὐτὰς τοῦ μέσου ἀριστεροῦ καὶ τότε τοῦ δεξιοῦ μέσου καὶ μὴ χύδην καὶ
ἀποκριθῇ , τοῖς πατράσιν : ὅταν δ ' ἀπὸ τοῦ ἀριστεροῦ , ταῖς μητράσιν . Οἱ Στωικοὶ ἀπὸ τοῦ σώματος
4112296 βουπληγι
οἰστροπλήξ οἰστροπλῆγος , ἀκανθοπλήξ ἀκανθοπλῆγος . τῷ μύρμηκι , τῷ βουπλῆγι . τὸν μύρμηκα , τὸν βουπλῆγα . ὦ μύρμηξ
βροντοποιὸς καὶ κεραυνοβόλος σου Ζεὺς καὶ ἀντὶ τοῦ κεραυνοβολεῖν τῇ βουπλῆγι κατεκεντάννυτο . τὸ δὲ καὶ Αἰθίοψι συνευωχεῖσθαι ἀνδράσι μελαντέροις

Back