ὀξίδας μὲν αἷς τὸ ὄξος ἔνεστιν , ἐμβάφια δὲ καὶ λεκάνια καὶ τρύβλια καὶ ὀξύβαφα , ἐν οἷς τὰ ἡδύσματα
οὐχ ὁρῶντες ἕως αὐτῶν τὰς χεῖρας ὁ Διονύσιος πρὸς τὰ λεκάνια προσῆγε . ἀποπτύοντος δὲ τοῦ Διονυσίου πολλάκις παρεῖχον τὰ
6246360 ὀξυβαφα
κοτύλη χήμας μεγάλας α # , μύστρα μεγάλα γ , ὀξύβαφα δὲ δ , κυάθους δὲ Ϛ , χήμας μικρὰς
μέγα μύϲτρον κυάθουϲ τρεῖϲ . Ἡ κοτύλη καὶ τὸ τρυβλίον ὀξύβαφα δύο . Ὁ ξέϲτηϲ κοτύλαϲ δύο . Ὁ χοῦϲ
6182887 λοπαδια
εἰς Χαλκίδα ἀπῄει , τοὺς τελώνας εὑρεῖν ἐν τῷ πλοίῳ λοπάδια χαλκᾶ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα . Καὶ σχεδὸν οἱ μὲν
Λύκων . Οὗτος μέντοι , καθάπερ ἔφην , εἴρηκεν εὑρῆσθαι λοπάδια πέντε καὶ ἑβδομήκοντα . Οὐ μόνον δὲ καὶ ἐκ
6136143 χλιδωνας
περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια , ὧν ἔνια καὶ τοῖς περὶ τοὺς
δὲ κορύμβαι ἐπ ' αὐτῶν τέττιγες ὥς : δαιδαλέας δὲ χλιδῶνας ἄρ ' ἀμφὶ βραχίος ' ἕσαντες – ⚕⚕τες –
6084785 ἀναξυριδας
ἐπ ' ἄνδρας τοιούτους παρασκευάζεαι στρατεύεσθαι , οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας , σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φορέουσι , σιτέονταί
τῶν γυναίων ἐπίνοιαν τιάραν πρώτην φορέσαι , πρῶτον δὲ καὶ ἀναξυρίδας , καὶ τὴν τῶν εὐνούχων ὑπουργίαν εὑρεῖν , καὶ
6050719 λεπαδας
σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , χήμας , λεπάδας , σωλῆνας , μῦς , πίννας , κτένας ἐκ
καλεῖσθαι , ὑπὸ δ ' Ἀθηναίων κρείους . τὰς δὲ λεπάδας ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ
6032404 κοπιδας
, ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν , στελεόν , κοπίδας , κύβηλιν ἀγωνιστηρίαν . Ἀριστοφάνης δὲ τὴν χύτραν κακκάβην
τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ πρότερον οἴσεις , θεοῖσιν ἐχθρὲ
5992654 καναστρα
ὑπέρσχεθε χεῖρα καμίνου , εὖ δὲ μελανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα , φρυχθῆναί τε καλῶς , καὶ τιμῆς ὦνον ἀρέσθαι
δ ' ἀγγείοις προσαριθμητέον λεκάνας λεκάνια λεκανίδια λεκανίδας λεκανίσκας , κάναστρα , μαζονομεῖα , τὰ μὲν μαζονομεῖα Ἀριστοφάνους εἰπόντος ἐν
5980413 κυλικας
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . ἐν δὲ Κυβευταῖς
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . πρὸς φθεῖρα κείρασθαι
5974793 σφραγιδας
καὶ Εὔπολις ἐν τῷ Μαρικᾷ , ὅστις αὐτῶν εὐτελέστατος , σφραγῖδας εἶχε δέκα μνῶν . παρῆν δὲ θαυμάζεσθαι καὶ τοὺς
ἔθηκαν ἐπὶ τῇ θύρᾳ τοῦ μνήματος . Καὶ ἐπέχρισαν ἑπτὰ σφραγῖδας , καὶ σκηνὴν ἐκεῖ πήξαντες ἐφύλαξαν . Πρωΐας δὲ
5931093 σωληνας
τῆς ἰλύος : ἡνίκα ἀγγεῖον βουλόμεθα καθᾶραι ἔχον τρυγίαν ἢ σωλῆνας ἔχοντας ἰλύν , ἐπιβάλλομεν ὕδωρ καὶ ἀνατινάσσομεν , καὶ
Λασιοκνήμοισι : δασύποσιν . Ὁλκούς : βόλους . πόρους : σωλῆνας . Ἀπέρευσε : ἀφεῖλεν . Γάνιος : εὐφρόσυνος .
5923968 στεγνα
πολλῷ ταράχῳ κινουμένην . * ἐπήλασεν : ἀπεδίωξεν καὶ τὸ στεγνά : ἀντὶ τοῦ ὑμενώδη , ὡς τῶν ἀκρίδων .
πολλῷ ταράχῳ κινουμένην . * ἐπήλασεν : ἀπεδίωξεν καὶ τὸ στεγνά : ἀντὶ τοῦ ὑμενώδη , ὡς τῶν ἀκρίδων .
5885239 τραγηματα
προσιόντι πρόβατα παντοδαπὰ καὶ βοῦς εὖ τεθραμμένους καὶ πέμματα καὶ τραγήματα . ὁ δ ' Ἀγησίλαος τὰ μὲν πρόβατα καὶ
καὶ τὰς βοῦς ἔλαβε , τὰ δὲ πέμματα καὶ τὰ τραγήματα πρῶτον μὲν οὐδ ' ἔγνω : κατεκεκάλυπτο γάρ :
5863029 γερρα
ἁπλοῦς . γεῖσα : ἅπαντα τὰ ἐξέχοντα τῶν τοίχων . γέρρα : δύο σημαίνει , τάς τε πλεκτὰς ἀσπίδας καὶ
. γέρρον Περσικὰ μὲν εἰσὶν ὅπλα : κυρίως δὲ τὰ γέρρα : κατὰ χρηστικῶς δὲ καὶ ἅπαν σκέπασμα , εἶτε
5823055 ἀμυγδαλας
γινόμεναι ἐπισεύονται καὶ ἐφέλκονται ἔφηλιν . ὁ Πλούταρχος τὰς πικρὰς ἀμυγδάλας φησὶν τὰς τοῖς προσώποις ἐξαίρειν ἐφηλίδας . * ἀργινόεσσαν
δὲ τὸν Χείρωνα πεποιηκὼς τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενόν φησιν : ἀμυγδάλας καὶ μῆλα καὶ μιμαίκυλα καὶ μύρτα καὶ σέλινα κἀξ
5811674 ὀξιδας
, ὀρχήστρια Ἕλληνες . ὀττεύεσθαι Ἀττικοί , κληδονίζεσθαι Ἕλληνες . ὀξίδας οἱ Ἀττικοὶ τὰ μικρὰ λαγύνια . ὀλλύασιν ὀμνύασιν Ἀττικοί
' ἔχει τίνα ; εἰ ναυμαχοῖεν , κᾆτ ' ἔχοντες ὀξίδας ῥαίνοιεν εἰς τὰ βλέφαρα τῶν ἐναντίων . Ἐγὼ μὲν
5807329 πιλους
ὕδατος πλήρης προσαρτώμενος . ἔνιοι δὲ πρὸς τὸν καταχεόμενον μόλιβδον πίλους τοῖς μηχανήμασιν ἐπιθέντες χοῦν καὶ πηλὸν τετριχωμένον προσῆγον .
. . . ἃ δὲ ποδεῖα Κριτίας καλεῖ , εἴτε πίλους αὐτὰ οἰητέον εἴτε περιειλήματα ποδῶν , ταῦτα πέλλυτρα καλεῖ
5650160 Μισογυνῃ
ἐν Παννυχίδι , εʹ μνῶν , ὡς δὲ Μένανδρος ἐν Μισογύνῃ , ιʹ . Ἀντιφάνης δ ' ἐν Φρεαρρίῳ στακτῆς
ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου χλαμύδα καυσίαν λόγχην ἀορτὴν ἱμάτια ἀμφίβολον , ὅτι
5633908 χαλκια
κἂν ὁποῖα ᾖ , καλὸν δὲ στρώματα , καλὸν δὲ χαλκία , καλὸν δὲ τὰ ἀμφὶ τραπέζας , καλὸν δὲ
ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια : ἐκπώματα
5631040 ἀργυρας
ἀργυροῦν καὶ ἐπίχρυσον σκιάδειον καὶ φιάλας λιθοκολλήτους χρυσᾶς εἴκοσι , ἀργυρᾶς δὲ μεγάλας ἑκατὸν καὶ κρατῆρας ἀργυροῦς καὶ παιδίσκας ἑκατὸν
. Τῶν δὲ ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς , οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον . Μετὰ δὲ τούτους ἐλεφάντων
5628907 ἀκιδας
παλαιὰ καὶ δυσαλθῆ , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα καὶ σκόλοπας καὶ ἀκίδας : ἔστι δὲ καὶ διαφορητικὴ καὶ ποιεῖ καὶ πρὸς
τοῦτο θαυμαστότερον , ὅσῳ μᾶλλον εὔλογον πηγὰς ἐκ γῆς ἢ ἀκίδας ἐκπηδᾶν . Σέλευκος δὲ ὁμοῦ τε ταύτην ἀνῃρεῖτο καὶ
5627495 ἐρεβινθους
: τακεροὺς ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι
τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ
5611694 κοψιχους
κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ κολοιᾶν , καὶ κοψίχους σίζειν , καὶ τέττιγας τερετίζειν , καὶ μελίττας βομβεῖν
„ ἐπεὶ δὲ τάς τε ἀηδόνας αὐτῷ διῄει καὶ τοὺς κοψίχους καὶ ὁπόσα εὐγλωττίζοι τοὺς χαραδρίους , τὴν φωνὴν δὲ
5609049 λοφους
τοῦ βασιλέως . σφαλεὶς οὖν τῆς ἐλπίδος ὁ Κουρίων ἐς λόφους ἀνέδραμεν ὑπό τε καμάτου καὶ πνίγους καὶ δίψης ἐνοχλούμενος
. δένδρα τε γάρ τινα ἱλάσκονται καὶ ῥεῖθρα ποταμῶν καὶ λόφους καὶ φάραγγας , καὶ τούτοις , ὥσπερ ὅσια δρῶντες
5597669 φηγους
καρύα παρὰ Σοφοκλεῖ : καρύαι μελίαι τε . Εὔβουλος : φηγούς , κάρυα Καρύστια . καλεῖται δέ τινα καὶ μόστηνα
ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται . ἐγὼ ποιήσω πάντα κατὰ Νικόστρατον . φηγούς , κάρυα Καρύστια οἶνον γάρ με ψίθιον γεύσας ἡδὺν
5595753 θυληματα
τὸ θύειν κεκλῆσθαι ὁ τόπος οὗτος . Φερεκράτης δὲ τὰ θυλήματα , ἃ πέρ ἐστιν ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ μεμαγμένα
λαβών : ἐγὼ δ ' ἐπὶ σπλάγχν ' εἶμι καὶ θυλήματα . Ἐμοὶ μελήσει ταῦτά γ ' : Ἀλλ '
5594185 τιλλειν
οἱ δὲ τὰ εἰρηνικὰ ἱλαροί . τίλλονθ ' ἑαυτὸν : τίλλειν ἑαυτὸν λέγεται τὸ τῶν ἑαυτοῦ τριχῶν ἐπιλαμβάνεσθαι καὶ σπαράττειν
ἐν ταῖς φάτναις . Σιλλοί . τιλλοί τινες εἰσί . τίλλειν δὲ τὸ κόπτειν , ὡς λέγει Ἀνακρέων . Σωρός
5586941 θωρακας
αὕτη παρακαλέσαντι τὰ ξίφη θήγειν καὶ τὰς κόρυθας καὶ τοὺς θώρακας σμήχειν : δεινότεροι γὰρ οἱ ἐπιόντες φαίνονται λόχοι τοῖς
ἣν ξυάλην λέγομεν . Ξενοφῶν Κύρου Ἀναβάσει : εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου , ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων
5580313 κεραμεα
περανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα : γίνεται δ ' οὐ κεράμεα μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλης ὕλης , ὥσπερ οἱ κότυλοι
τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . ταῦτα δ ' ἐστὶ κεράμεα ποτήρια καὶ λέγεται ἀπὸ τοῦ κυλίεσθαι τῷ τροχῷ :
5574198 καθιεσαν
πολεμίων μὲν πολιορκούντων τάς τε πύλας ἔκλειον καὶ τὰ ἔμβολα καθίεσαν : εἰρήνης δὲ οὔσης διὰ τὸ τὰς πύλας οὔσας
ἐκ μετεώρου ἔχειν ἀμύνασθαι . Ποιήσαντες δὲ ταῦτα ἐκ μετεώρου καθίεσαν ἀρτῶντες κύκλῳ ἐφεστρίδας τε καὶ νάκη , ὡς ἂν
5549212 πτερνας
ἐμῶν οὐδ ' ἔγκαφος . ἐγκεντρίδας τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο , οἷς ἐλαύνονται οἱ ἵπποι .
δ ' ἀγκώνων τὰ μὲν κάτω μέρη τετράγωνα καὶ λεπτὰ πτέρνας ὠνόμασαν οἱ ὀργανικοί , τὰ δ ' ἄνω πλατέα
5543036 προσφατους
δραστικώτερα . ἀλθαίας τῆς ῥίζης ἀφέψημα , ἡδύοσμος πρὸς τὰς προσφάτους , κενταυρίου τοῦ μεγάλου ⋖ β διδόμεναι τοῖς μὲν
ἔτι λῆρον ἡγῇ τυγχάνειν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας , οἰόμενος προσφάτους καὶ νεωτερικὰς εἶναι τὰς παρ ' ἡμῖν γραφάς ,
5534837 χαρτας
τὰ δείματα αὐτῶν καὶ ἔγραφον πρὸ τοῦ εὑρεθῆναι τὰς νῦν χάρτας . ἀφ ' ὧν καὶ βυβλία τὰ νῦν γραφόμενα
ἄκρατον κοὐ τεταργανωμένον ἔπινε κἀξημύστισεν . Τὰ γραμματεῖα τούς τε χάρτας ἐκφέρων . Ἔπειτα δ ' οὐδείς ἐστ ' ἀνὴρ
5534440 δορατιων
ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ προσκεφάλαια καὶ
ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ προσκεφάλαια καὶ
5526574 χλαμυδας
τῶν ποδῶν ἐπὶ τῶν ἵππων ἔχουσιν , ἀλλ ' οὐ χλαμύδας . ἀφιεὶς δὲ τῶν αἰχμαλώτων ὁ Σεύθης εἰς τὰ
ἢ ὡς ἡ νέα κωμῳδία εὐπάρυφος . τὰς δὲ Θετταλικὰς χλαμύδας Θετταλικὰ πτερὰ ὠνόμαζον , καὶ ἐντεθετταλίσμεθα ἔλεγον τὸ χλαμυδοφοροῦμεν
5506975 κτενας
. ἔτι ὁ Σπεύσιππος ἑξῆς πάλιν ἰδίᾳ καταριθμεῖται κόγχους , κτένας , μῦς , πίννας , σωλῆνας , καὶ ἐν
σε εἰδότων , οὐ μᾶλλον ἢ φαλακρὸς ἄν τις πρίαιτο κτένας ἢ κάτοπτρον ὁ τυφλὸς ἢ ὁ κωφὸς αὐλητὴν ἢ
5503895 ἀμφιδεας
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις ,
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια ,
5502296 κιχλας
. . κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν ,
μετιοῦσι τὴν νύμφην λέγεις παρέχειν , ἄμητας καὶ λαγῷα καὶ κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ
5495491 δρεπανα
καλῴδια ἐποίει . οὐδὲ τὸ μηχάνημά πω προέγνωστο , ὡς δρέπανα δόρασι περιθέσθαι : ἓν δ ' ἐπενόουν ὡς ἐν
. ξίφη μὲν ὡς ὁπότε συμπέσοι θηρίῳ ἔχειν ἀμύνασθαι , δρέπανα δ ' ὅπως , εἰ δέοι τῆς ὕλης κόψαι
5494751 κρανη
ᾖδον . ἐπύκτευον δὲ οἱ ἀρχαῖοι Λακεδαιμόνιοι διὰ τάδε : κράνη Λακεδαιμονίοις οὐκ ἦν , οὐδ ' ἐγχώριον ἡγοῦντο τὴν
πολλὰ ἐς τὰς ναῦς , ἀσπίδας τε καὶ θυρεοὺς καὶ κράνη καὶ θώρακας , ἔτι δὲ βέλη τε καὶ ἀκόντια
5483128 βολβους
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων
5482100 Φιλητας
αὐτὸν εἰς τοῦτο διαλύεσθαι τὸ ζῷον . ᾧ καὶ φαίνεται Φιλητᾶς προσέχειν , ἱκανῶς ὢν περίεργος : προσαγορεύει οὖν αὐτὰς
καλούμενον . ΑΜΦΩΞΙΣ ξύλινον ποτήριον , ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλητᾶς φησι , [ τοὺς ] ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ
5453659 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
5453326 ἀπιους
κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια ,
, φησὶν Ἴστρος ἐν τοῖς Ἀργολικοῖς . ὅτι δὲ τὰς ἀπίους ἐν ὕδατι εἰσέφερον εἰς τὰ συμπόσια Ἄλεξις ἐν Βρεττίᾳ
5451071 κολοκυντας
ὑγιής : ὑγιώτερον : ζητεῖται τὸ παρὰ Σώφρονι „ ὑγιώτερον κολοκύντας „ πῶς οὐ λέγει ὑγιέστερον ; ῥητέον οὖν ,
' ἴδοις ἂν νιφομένους σύκων ὁμοῦ τε μύρτων : ἔπειτα κολοκύντας ὁμοῦ ταῖς γογγυλίσιν ἀροῦσιν , ὥστ ' οὐκ ἔτ
5442565 θρια
τοῦ ἐγκεφάλου . ἔστι γὰρ ὥσπερ δύο θρῖα συγκείμενα . θρῖα δὲ , τὰ τῆς συκῆς φύλλα , καὶ τὰ
τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν , [ θρῖα δ ' οὐ λέγει τὰ τῆς συκῆς , ἀλλὰ
5435698 κογχας
δὲ κτένας ἡ Μιτυλήνη : πλείστους δ ' Ἀμβρακία παρέχει κόγχας : ἐν Ἐφέσῳ λήψῃ τὰς λείας οὔ τι πονηράς
τὰς διαφορὰς εἶναι κρατίστας . Ἡγήσανδρος δὲ τὰς τραχείας φησὶ κόγχας ὑπὸ Μακεδόνων μὲν κωρύκους καλεῖσθαι , ὑπὸ δ '
5431967 λαταγας
πολλοὶ καὶ φιλέοντες Ἀκόντιον ἧκαν ἔραζε οἰνοπόται Σικελὰς ἐκ κυλίκων λάταγας . ἦν δέ τι καὶ ἄλλο κοτταβίων εἶδος προτιθέμενον
ἀκράτου δύο χόας πίνους ' ἀπ ' ἀγκύλης ἐπονομάζουσα ἵησι λάταγας τῷ Κορινθίῳ πέει . Ταυτὶ καὶ τολμᾷς σὺ λέγειν
5430398 ἡλους
τρεῖς κατάπλασον , καὶ πεσοῦνται οἱ ἧλοι . [ Πρὸς ἥλους καὶ μυρμηκιασμούς . ] Ὀστέα φοινίκων καύσας καὶ τρίψας
παλαιὰς διαθέσεις καὶ τραχέα βλέφαρα καὶ συκώσεις καὶ ἐκτροπὰς καὶ ἥλους καὶ σταφυλώματα καὶ ῥεῦμα πᾶν καὶ περιωδυνίας καὶ ψωροφθαλμίας
5426939 κυβους
Διὸς Τύχης ἐστὶν ἐκ παλαιοτάτου ναός , εἰ δὴ Παλαμήδης κύβους εὑρὼν ἀνέθηκεν ἐς τοῦτον τὸν ναόν . τὸ δὲ
δ ' αὐτῇ οἱ κυβεύοντες καὶ πρὸς τὸ βάλλειν τοὺς κύβους , καὶ πρὸς τὸ συμβάλλειν τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς
5425094 δερματα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν .
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν
5423265 ἰπνους
ὁ λεγόμενος φανὸς , . καὶ ἐν Εἰρήνῃ [ ] ἰπνοὺς ἔχοντες , ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ . ἰπνὸς
καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς . ἰπνοὺς καλοῦσιν αὐτάς . οἱ τοίνυν ἰχθῦς δεδίασι τὴν αὐγὴν
5422423 λαισηια
Λ . ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήιά τε πτερόεντα : πρὸς τὸ λαισήια , ὅτι οἱ μὲν κατὰ ἀντιπαράθεσιν τῶν εὐκύκλων παραμήκεις
, ὅτι οἱ μὲν κατὰ ἀντιπαράθεσιν τῶν εὐκύκλων παραμήκεις τὰ λαισήια , οἱ δὲ ἐλαφρά . . λαισήια , οἱ
5420681 ἀλευρα
τὰ παρ ' ἡμῶν ἕτοιμά ἐστι , καὶ ἄλφιτα καὶ ἄλευρα πεποίηται : μόνον ἴσως οἰναρίου προσδεησόμεθα : καὶ τοῦτο
χάριν δίδωσι . μᾶζαν μεμαχότος : μᾶζαν λέγει τὰ πεφυρμένα ἄλευρα . ὡς ἐπὶ τροφῆς δὲ τὸ κατόρθωμα εἶπεν .
5418648 ἐγχελεια
' αὐτῶν Ποσείδιππος ἐν Λοκρίσιν οὕτως : ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια
μὲν ἐξωπτημένα , καταχυσματίοισι παντοδαποῖσιν εὐτρεπῆ , τεύτλοισί τ ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα , σχελίδες τ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ
5412514 Ἀχαρνευσιν
, χηλοί , κιβωτοί κιβώτια , κίσται κιστίδες ὡς ἐν Ἀχαρνεῦσιν Ἀριστοφάνης , κοῖται κοιτίδες , καὶ φάσκωλοι ὡς ἐν
. τῇ αἰτιατικῇ ἐχρήσατο ἀντὶ εὐθείας , ὡς καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσιν δεινόν γε τὸν κήρυκα τὸν παρὰ βροτοῖς οἰχόμενον ,
5406849 κυμβια
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι .
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ '
5402666 ἀστραγαλους
, αἵτινες τὰ σφυρὰ ἐργάζονται , ἅτινα καταχρηστικῶς οἱ ἰδιῶται ἀστραγάλους καλοῦσιν , ὧν τὸ μὲν ἔξω κεῖται τὸ δὲ
Ἄλλως . λίσπους καλοῦσι τοὺς ὑφ ' ἡμῶν καλουμένους στρυφνοὺς ἀστραγάλους . οἱ τοιοῦτοι δὲ δυστροπικοί εἰσιν ἐν τῷ παίζειν
5400613 μυρτιδες
Τιμοθέῳ . θᾶττον πλέκειν κέλευε πόρκων πυκνοτέρους . τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ ταῦθ '
ἐπιδορπίσματά τινές φασιν . Δίφιλος : τρά - γημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμυγδάλαι . ἐγὼ δὲ ταῦθ '
5398067 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
5393744 κνησμωδη
γ . πρὸς ποδαγρικοὺς καὶ ἀρθριτικοὺς καὶ φλεγμονὰς καὶ τὰ κνησμώδη πάντα κατ ' ἀρχὰς καταχριόμενος . Ἀκακίας μελαίνης καὶ
πύρωσις κατασβέννυται , τὰ δὲ νύγματα οὐκ ἐκλείπει μέν , κνησμώδη δὲ γίνεται καὶ ἡσυχῇ ναρκώδη , καὶ ὁ ὄγκος
5390883 μαζονομεια
λεκανίδια λεκανίδας λεκανίσκας , κάναστρα , μαζονομεῖα , τὰ μὲν μαζονομεῖα Ἀριστοφάνους εἰπόντος ἐν Ὁλκάσι , τὰ δὲ κάναστρα τοῦ
, αἴρας , σεμίδαλιν . Σκαφίδας , μάκτρας , Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . Σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ
5390503 ποτηρια
ἡ μί ' ἐστὶ χιλίων ποτηρίων . ΚΥΜΒΙΑ τὰ κοῖλα ποτήρια καὶ μικρὰ Σιμάριστος . Δωρόθεος δέ : γένος ποτηρίων
ἐφεξῆς στρώματ ' , ἀργυρώματα , θηρίκλειοι καὶ τορευτὰ πολυτελῆ ποτήρια ἕτερα . Ἀριστοφῶν δ ' ἐν Φιλωνίδῃ : τοιγαροῦν
5386192 τρυβλια
⌈ καὶ ταῦτα . Γ ἐκ κηθαρίου : τὰ ἐκπέταλα τρύβλια , ἃ Εὐφρόνιος κήθια : ” μικρὸν οὖν ῥοφοῦντα
στέφανον διαπρεπῆ καὶ βυσσίνων ὀθονίων ἱστοὺς ἑκατὸν καὶ φιάλας καὶ τρύβλια καὶ κρατῆρας χρυσοῦς δύο πρὸς ἀνάθεσιν . Ἔγραψε δὲ
5383243 ῥινηματα
ῥέου ποντικοῦ λειοτάτου , καὶ λωτοῦ τοῦ δένδρου πρίσματα ἢ ῥινήματα καὶ μάλιστα τοῦ φλοιοῦ , γλυκυσίδης ἢ παιωνίας τοὺς
ϲελίνῳ μεῖζον αὐτοῦ ὄν . Ἐλέφαντοϲ τὰ ἐκ τοῦ ὄνυχοϲ ῥινήματα καταπλαϲϲόμενα παρωνυχίαϲ θεραπεύει . καὶ τὰ τῶν ὀϲτῶν δὲ
5381883 ἀμπελινα
ὧν ἔκαιον . Κράτης μὲν οὖν ὁ Ἀθηναῖος τὰ μὴ ἀμπέλινα τῶν ξύλων πάντα νηφάλια φησὶ προσαγορεύεσθαι . Ὁ δὲ
πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ βρυωνίας : πάνυ
5380461 πευκινα
οὐγγίας η . Τὴν κολοφωνίαν μετὰ τοῦ ἐλαίου ἕψε ὑποκαίων πεύκινα ξύλα καὶ κίνει δαδίνῃ σπάθῃ , ἕως σκληρότερον γένηται
μακρὰ πλοῖα ἐλάτινα ποιοῦσι διὰ κουφότητα , τὰ δὲ στρογγύλα πεύκινα διὰ τὸ ἀσαπές : ἔνιοι δὲ καὶ τὰς τριήρεις
5380371 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
5378691 παλτα
Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα .
ὠμῶς τε καὶ ξὺν ὕβρει ἐξηγεῖτο . . . . παλτά : Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους
5376829 οὐλας
προσαγορεύουσιν ἔνιοι . τὰς δ ' ἐπιπολῆς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐλάς , οἱ μὲν αὐτὸ δὴ τοῦτο μόνον οὐλάς φασιν
ἕλκη , ὁτὲ δὲ τὰς οὐλάς , ἐνθάδε μόνον τὰς οὐλάς . ὁ μέντοι Βακχεῖος ἐν αʹ τὰς οὐλὰς ἕλκη
5375200 ὀστρακα
ἕξουσι καθαρόν , δυσῶδες δὲ τὸ ὕδωρ . Οἱ δὲ ὄστρακα ἐκπυρώσαντες ἐμβάλλουσιν , ἄλλοι κρίθινον ἄρτον θερμὸν ἐν σπυρίδι
τῇ συνθέσει τῶν πίθων ἕνα διαρραγῆναι , καὶ τούτου τὰ ὄστρακα πλησιάζοντα διαρρῆξαι ἕτερον , καὶ τοῦτον πάλιν τὸν ἐγγύς
5374032 μαλλους
ἐκ παραλλήλου φύλλα σαμψύχου κύτισόν τε ἕως τοῦ τιθυ - μάλλους : Ἀμφίλοχος ἐν τῷ περὶ κυτίσου φυτόν φησιν ὠφέλιμον
ἐκ παραλλήλου φύλλα σαμψύχου κύτισόν τε ἕως τοῦ τιθυ - μάλλους : Ἀμφίλοχος ἐν τῷ περὶ κυτίσου φυτόν φησιν ὠφέλιμον
5367095 λοπαδας
τὸ ταῦτα διορᾶν ἐστιν ἐμψύχου τέχνης , οὐ τὸ διανίζειν λοπάδας οὐδ ' ὄζειν καπνοῦ . ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον
ἐσφοιτῶν τ ' ἐς τοὐπτάνιον λήσει σε κυνηδὸν νύκτωρ τὰς λοπάδας καὶ τὰς νήσους διαλείχων . Νὴ τὸν Ποσειδῶ πολύ
5364231 ἰσογωνιων
τὸ ἀνάλογον εἶναι τὰς περὶ τὰς ἴσας γωνίας πλευρὰς τῶν ἰσογωνίων τριγώνων , δεύτερον δὲ τὸ ὁμολόγους εἶναι τὰς ὑπὸ
περισσότερον . τῶν γὰρ ἴσην ἐχόντων περίμετρον ἰσοπλεύρων τε καὶ ἰσογωνίων ἐπιπέδων σχημάτων μεῖζόν ἐστιν ἀεὶ τὸ πολυγωνότερον , μέγιστος
5363805 μυρρινην
καὶ παροίνια δ ' ᾄσματα ἦν καὶ σκολιά : καὶ μυρρίνην ἐπὶ δεξιὰ περιφέροντές τινες καὶ ἔκπωμα καὶ λύραν ᾄδειν
πλησίον ὕδατος αἱμαχθείη , ὡς μιανοῦντες : εἶτ ' ἐπὶ μυρρίνην ἢ δάφνην διαθέντες τὰ κρέα ῥάβδοις λεπτοῖς * ἐφάπτονται
5359244 ὀσφραντα
γὰρ χρῶμα οὔτε σχῆμα οὔτε φωνὰς οὔτε γευστά , οὐκ ὀσφραντά , οὐχ ἁπτά , οὐκ ἄλλο τι αἰσθητὸν ἔχειν
τε τὴν κεφαλὴν ἐπιθέσει χειρὸς εὐαφοῦς μετὰ θλίψεως πιεστέον : ὀσφραντά τε προσφέρειν καὶ ἀνοίγειν ἐπὶ μέγα τὸ στόμα ,
5351099 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
5350841 ἡπατα
Γῆς . περὶ ταύτην οἱ λαγοὶ σχεδὸν πάντες ἁλίσκονται δύο ἥπατα ἔχοντες , ὡς Θεόπομπος ἱστορεῖ καὶ Φαβωρῖνος . Βυζαντίων
ἐπιβουλήν . Εἰσὶ δὲ λαγῲ ἐν Βισάλταις οἳ διπλᾶ τὰ ἥπατα ἔχουσιν , ὡς Θεόπομπος λέγει . Ἔστι δὲ καὶ
5348239 ἐγχεουσιν
ἄλλοι δὲ ἐρινεοῦ ὀλύνθους ὕδατι τρίψαντες εἰς τὰς ῥῖνας ὁμοίως ἐγχέουσιν . Ὁ στροφούμενος βοῦς ἐφ ' ἑνὸς οὐχ ἕστηκε
διέντες τὰ στελέχη ἐπαλείφουσι , καὶ εἰς τὰς ὀπὰς αὐτῶν ἐγχέουσιν . ἐὰν τὰ στελέχη τῶν ἀμπέλων κισσῷ δασεῖ περιδήσωμεν
5336627 κανθαριδας
καὶ προσθετὰ , δυνάμενα χόριον ἐξάγειν καὶ ἐπιμήνια κατασπάσαι : κανθαρίδας πέντε ἀποτίλας τὰ πτερὰ καὶ τοὺς πόδας καὶ τὴν
καὶ τἄλλα τὰ αὐτὰ διδόναι φάρμακα . Διδόναι δὲ καὶ κανθαρίδας , ἄνευ πτερῶν καὶ κεφαλῆς , τέσσαρας τρίβων καὶ
5336324 ἐγχεοντες
ὀφθαλμίας θεραπεύουσιν αὐτῶν βόειον γάλα ἀλεαίνοντες εἶτα αὐ - τοῖς ἐγχέοντες , οἳ δὲ ἀνοίγουσι τὰ βλέφαρα , καὶ ὠφελούμενοι
ἐγκέφαλον , τὰ μὲν αὐτοῦ οὕτω ἐξάγοντες , τὰ δὲ ἐγχέοντες φάρμακα . Μετὰ δὲ λίθῳ αἰθιοπικῷ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ
5335875 εὐεκκριτους
πιόνων τὰ θύννεια . Ἱκέσιος δ ' ἱστορεῖ οὐκ εἶναι εὐεκκρίτους κοιλίας οὔτε πηλαμύδας οὔτε τὰ ὡραῖα , τὰ δὲ
Ἀθηναίων κρείους . τὰς δὲ λεπάδας ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων
5327318 ἀρνακιδας
ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας , οὗτος δ ' ἐν τούτοις ἐξῄει ἔχων ἱμάτιον
ποσὶν ἔχων πίλους . ὁ δὲ Πλάτων ἐν Συμποσίῳ καὶ ἀρνακίδας τοῖς πίλοις προστίθησιν : ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους
5324894 ἡδυσματα
καὶ προσῆκον τέχνη μαγειρικὴ καλεῖται ; Ἡ τοῖς ὄψοις τὰ ἡδύσματα . Εἶεν : ἡ οὖν δὴ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα
καὶ πυριήσθω τὰ εὐώδεα . Ἢν ἀνεμωθῶσιν αἱ ὑστέραι , ἡδύσματα πάντα [ ἃ ] ἐς τὸ μύρον ἐμβάλλεται ,
5323855 ὀρχουμενους
τῶν πόνων , ταῦτα ἐκείνης τῆς στρατείας , ὃς ἀνθρώπους ὀρχουμένους ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἐδίδαξεν ὑπὲρ τῆς αὑτῶν τρέμειν .
; οἱ καὶ ἡλίου καὶ σελήνης καὶ νεφῶν αὐτῶν τοὺς ὀρχουμένους προτιθέντες . ὧν ἤδη τις καὶ τῶν ἐν Βηρυτῷ
5317125 περιλειχουσι
καὶ κατὰ τῶν μικρῶν ἰχθύων , καὶ ὅσοι τὸ ἀλλήλων περιλείχουσι σῶμα ὡς τροφήν εἰσιν οὗτοι . τευθίδος ἢ θυσάνοις
εὐωχία , βρῶσις . ἀγαθή : εὔκολος . περιλιχμάζουσιν : περιλείχουσι , λείχουσιν . Βορή . τροφὴ , ζωή .
5309119 καριδας
μὲν Νίκανδρόν ἐστι τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , Ἡρακλείδης δὲ τὰς καρίδας . Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῷ περὶ ζῴων μορίων φησί
τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας . Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο
5297555 Διοκλης
ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε , ἀνδράσι τ ' ἀστείοισιν ὁμιλήσεις . Διοκλῆς Θαλάττῃ : ἅλλεται δ ' ὑφ ' ἡδονῆς κεστρεύς
ἐπὶ δὲ τῶν τετοκυιῶν ἐκτείνεται ὅλη καὶ περιφερὴς γίνεται . Διοκλῆς δὲ καὶ κοτυληδόνας καὶ πλεκτάνας καὶ κεραίας λεγομένας εἶναί
5296360 Ἀριστοφανης
πρὸς Λυσικράτην . κράστις ἐστὶν ἡ πόα , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης . . . . , . , . Συνηγορία
καὶ Σιμωνίδης : κἠλειφόμην μύροισι καὶ θυώμασι καὶ βακκάρι . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Θεσμοφοριαζούσαις : ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ '
5294181 ξηροφθαλμιας
τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς . πρὸς ταῦτα πάντα
ὄγκοι τε ὄντες οἰδηματώδεις , ὥσπερ καὶ ἡ ψωροφθαλμία τῆς ξηροφθαλμίας διαφέρει . ἡ μὲν γὰρ ψωρίασις κνησμώδης τοῦ βλεφάρου
5286134 Κρητικας
, ἢ ὅτι οἱ ἄγαμοι γυμνοὶ ἐβάδιζον . Ἀμνισίδας : Κρητικάς . Ἀμνισὸς γὰρ ποταμὸς Κρήτης . ἐνδρομίδας : τὰ
ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ '
5279218 σανδαλια
ξηροὺς καὶ ἰσχάδων βῖκον ἐκ Καρίας καὶ ὕστερον ἐκ Πατάρων σανδάλια ἐπίχρυσα , ὦ ἀχάριστε : καὶ τυρόν ποτε μέμνημαι
λέγω δὲ σπυρίδα , πίνακα , μάππαν , φανόν , σανδάλια , καὶ εἴ τι ἕτερόν μοι λέληθεν εἰπεῖν σοι
5278605 ἀγκυλας
θεραπεία . μθʹ Μαλάγματα διάφορα ἐν οἷς τὸ Λευκίου πρὸς ἀγκύλας . καὶ τὸ διὰ τῶν τηκτῶν καὶ τὸ διὰ
τῶν τρυγητῶν ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις παρὰ τὸ εἶναι λίαν ἀγκύλας ὀπώρην ] σταφυλήν ῥυσαλέην δὲ τὴν ἐρρυσσωμένην , ἤτοι
5276388 καραβους
ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
Ποσείδιππος ἐν Λοκρίσιν οὕτως : ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
5275413 ἀρριχους
: καὶ ἐῴκει ποτὲ μὲν τρυγῶντι , ποτὲ δὲ φέροντι ἀρρίχους , εἶτα πατοῦντι τοὺς βότρυς , εἶτα πληροῦντι τοὺς
διαφορὰν αὐτῶν λέγει : “ ἀλλ ' ὡς τάχιστα τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίπλη πτερῶν . ” κόφινος
5275087 ὠπτα
θύων βοῦς οὐδ ' ἧψεν κρέα οὐδ ' ἐγκέφαλον : ὤπτα δὲ καὶ τὰς κοιλίας . οὕτω σφόδρ ' ἦν
' ἢ τρεῖς , βοῦν ἀπηνθράκιζ ' ὅλον , πλακοῦντας ὤπτα , κολλάβους . Ἀλλ ' εἴσιθι . Κάλλιστ '
5268494 περιβαριδας
ἄνθεμα : νῦν δ ' ὥσπερ ἡ θεράπαιν ' ἔχω περιβαρίδας . ὦ καὶ λέων καὶ μυγαλῆ καὶ σκορπίος κρεάδιόν
νῦν δ ' , ὥσπερ ἡ θεράπαιν ' , ἔχω περιβαρίδας . Μένανδρος μέντοι ἐν Μισογύνῃ καὶ ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας λέγει
5267693 συλλεγοντας
ἄνθρωποι : καὶ Βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον συλλέγοντας . Πρὸς τοίνυν τοὺς τῆς συλλογῆς ἤδη πεπληρωμένης περισκοποῦντας
ἀνθεῖ . ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ αὐτὸν εἰς ἀκώνητον ἀγγεῖον ὀστράκινον συλλέγοντας καὶ ξηραίνοντας ἐπ ' ὀθονίου ἐν σκιᾷ . Ὀμφάκιόν
5265228 πινακισκους
πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν :
Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ πινακίσκους ἀργυροῦς . κυάθους ὅσους ἐκλεπτέτην ἑκάστοτε σκευάρια δὴ κλέψας
5263486 ἐντομας
μείζονας , πάχος μεγάλου δακτύλου , λιπαρούς , εὐθαλεῖς , ἐντομὰς ἔχοντας ὥσπερ τοῦ χαρακίτου τιθυμάλλου : φύλλα δὲ λιπαρά
ἕτεραι , οὐ λεῖαι τὰ ὄστρακα , ἀλλὰ ἔχουσαί τινας ἐντομὰς καὶ κοιλάδας . ὀξεῖαι δὲ αὗται τὰ χείλη εἰσί
5257352 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς

Back