| μῆτις ἡ βουλὴ καὶ ἐξ αὐτοῦ μητίω , ὡς κόνις κονίω . Ἀφράστοις : ἀδήλοις , πολλοῖς καὶ μὴ νοηθῆναι | ||
| τὴν παραλήγουσαν ἐν τοῖς ῥηματικοῖς ὀνόμασι βραχεῖαν αὐτὴν ἔχουσιν : κονίω κονία , φύω φυή , ἀκούω ἀκοή , . |
| τέχνας δ ' ὁμότεχνος . οὐ χωρεῖ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκουή : οὐ γὰρ δὴ νοέους ' οἱ μηδέποτ ' | ||
| μετεσχηκυῖα , . , . * . Ἀκοή : οὐχὶ ἀκουή : τὰ γὰρ εἰς † ο καθαρὸν λήγοντα βαρύτονα |
| ῥηματικοῖς ὀνόμασι βραχεῖαν αὐτὴν ἔχουσιν , οἷον κονίω κονία , φύω φυή , ἀκούω , ἀκοή . . . . | ||
| ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * |
| , ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ | ||
| ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ |
| κόνις κονίω [ καὶ μῆτις ] μητίω : τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται , | ||
| οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις . |
| λέξις . δαί σύνδεσμος ἴσος τῷ δέ : “ τίς δαῖς , τίς δαὶ ὅμιλος ; ” “ πῶς δαὶ | ||
| φλεγμαίνουσι τράπεζα , ἐφ ' ᾗ πάρεισι κεκλημένοι πολλοὶ , δαῖς δὲ μέσον τοῦ διδόντος καὶ τοῦ λαμβάνοντός ἐστιν , |
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
| ξένος καὶ ξένη καὶ τὰ προκείμενα ἀπαράλλακτά ἐστιν , διὸ ὁμοτονεῖ , τὰ δὲ διαφέροντα οὐκέτι : καθάπερ γὰρ χόλος | ||
| τῶν Ἀττικῶν : κόττος ῥύττος κάττος . τὰ δὲ Ἀττικὰ ὁμοτονεῖ τοῖς κοινοῖς , ἐξ ὧν γέγονε : κιττός ὅτι |
| θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
| , παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
| δ ' ἀνιστάμενος μετέφη ἀντὶ τοῦ ἀναστάς . ἐν δὲ ἐπιρρήμασι γίνεται σολοικισμὸς οὕτως : καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει ἀντὶ | ||
| παρηκολούθησε τοῖς συνεμπεσοῦσι συνδέσμοις αἰτιώδεσιν . . . . . ἐπιρρήμασι χρονικοῖς ἢ τοπικοῖς . συνεμπι . . . ἡ |
| – – – – κρυερὸν γὰρ οὐκ ἄλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ ' | ||
| δράματι ἔδειξε Πλευρωνίαις : κρυερὸν γὰρ οὐκ ἤλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο , δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ |
| , . . α . . Ἄμφις : τοῦτο οὐ συγκοπή , ἀλλὰ μετασχηματισμός : ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀμφιάραος Ἄμφις | ||
| ἀναστῆσαι , ἐπᾶραι . Ἀμπετάσαι : ἀνοῖξαι , ἀναπετάσαι , συγκοπή . βλεφάρων : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ |
| σεσημείωται τὸ οἶσθα : οἶσε , φέρε : οἴστη , μαλλός : οἰσυπηρόν : οἰσύδρα , ὑδροχέα : οἶσον , | ||
| συστέλλεται , σκάλλω , θάλλω , σφάλλω , ἄλλος , μαλλός , φάλλος : ἐδείχθη καὶ κατὰ τοῦτο τὸ μᾶλλον |
| ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
| , τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
| ἀέξων † εχθει μηδ ' εχθει † , μηδὲ φίλους ἀνία , μηδ ' ἐχθροὺς εὔφραινε . θεῶν δ ' | ||
| . Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία ἀνιαρός καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀνιγρός |
| ' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν | ||
| ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . . |
| ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ῥητίνην φρυκτὴν καταπλάσας τὸ ἔλκος ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ἀλόην λειώσας καὶ μέλι προσμίξας | ||
| : θύον , ὃ καὶ θύος λέγεται : πύον τὸ ἔλκος : τοιοῦτο δὲ καὶ τὸ γυῖον , τῇ υι |
| δῆρις δηρίω , ὡς κόνις κονίω [ καὶ μῆτις ] μητίω : τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος δεδήριμαι , | ||
| κατ ' ἰχθύων . μητίσαντο : ἐβουλεύσαντο , παρὰ τὸ μητίω : μῆτις ἡ βουλὴ καὶ ἐξ αὐτοῦ μητίω , |
| ἐν ἅπασι φύουσα καὶ κινουμένη . . . . . φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω | ||
| . τὰ δὲ εἰς λη , οὐκέτι : ὁμίχλη , φύτλη , γενέθλη , αἴγλη , τρώγλη . ὁμοίως οὖν |
| Τοὶ δ ' αὖθι μένουσιν Τόξον ἐπερχόμενον πρότεροι πόδες ἱππότα φηρός . Τόξῳ καὶ σπείρη Ὄφιος καὶ σῶμ ' Ὀφιούχου | ||
| , εἰ μὴ ἀπὸ συμφώνων ἄρχοιντο , ὀξύνεται : κηρός φηρός . τὸ μέντοι κλῆρος βαρύνεται ὡς ἀπὸ δύο συμφώνων |
| ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ | ||
| σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν |
| συνῃρημένον ἐστὶν ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ , κωλέα κωλῆ . Ἀριστοφάνης Πλούτῳ δευτέρῳ : οἴμοι δὲ κωλῆς , | ||
| ᾄδειν Διοπείθει τῷ παραμαινομένῳ . Δίδοται μάλισθ ' ἱερώσυνα , κωλῆ , τὸ πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . Ὀρφοῖσι |
| ματρὸς ἔφυ . Θηβαγενεῖς Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστιν πρόσθα μὲν ἲς ? Ἀχελωΐου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός [ ] | ||
| γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν : οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι |
| πόϲιϲ , ὡϲαύτωϲ δὲ καὶ ϲκορόδων καὶ κρομμύνων καὶ πράϲων ἐδωδή . εἰ δὲ μὴ κατ ' ἀρχὰϲ παραληφθείη τὰ | ||
| ἐκκναίει : ὡςαύτως δὲ καὶ σκορόδων καὶ πράσων καὶ κρομμύων ἐδωδή : καὶ ταῦτα γὰρ τὸ ὅλον δυςμετάβλητα καὶ δυς |
| καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον , μελάνει δέ τε πόντος ὑπ ' | ||
| ἐκαλοῦντο ἀπὸ τῶν τόπων Βορεάδαι . πεφρίκοντας : διακινοῦντας : φρὶξ γὰρ κυρίως ἡ ἠρεμαία κίνησις τῶν κυμάτων . μυθικὸν |
| καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν | ||
| ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ |
| Μετάστηθι . ὁ Ἐπίκουρος ὑπὲρ τῆς Ἡδονῆς λέγε . Οὐ μακρά , ὦ ἄνδρες δικασταί , πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ : | ||
| , ἐστὶ τὸ μέγεθος ἡλίκη τρυγών , σκέλη δὲ αὐτῇ μακρά , δυσθαλὴς δὲ καὶ δειλή . ὅτι οἱ ὄρτυγες |
| ἐῤῥίγωσε διὰ τοῦτο , οὐδὲ τὸ οὖρον ἔσχετο . Ὁ ὀδοὺς τοῦ Ἡγησιστρατίου , ᾧ τὸ ἀποπύημα παρ ' ὀφθαλμὸν | ||
| , ὡς αἶγές τε δηλοῦσι καὶ ποῖμναι καὶ βόες , ὀδοὺς δὲ λεῖος ἐκφύεται καὶ ἢν μὴ πηρώσῃ τι αὐτόν |
| - μενος καὶ χρώμενος οἷον ἄρχοντι διηνεκεῖ : βιάζω καὶ βιάζομαι . Φθήσονται ἀντὶ τοῦ φθάσουσι παρ ' Ἀριστείδῃ , | ||
| μὲν λέγεται ἐπὶ ἐμψύχων , τὸ δὲ , ἤγουν τὸ βιάζομαι , ἐπὶ ἀψύχων . ἔστι δ ' ὅτε θάτερον |
| σιτηγός , ὁπλιταγωγός , στρατιῶτις , στρατηγίς , ἱππαγωγός , φορτίς , φορτηγός , φορτηγικὸν πλοῖον καὶ ὡς Θουκυδίδης λέγει | ||
| . Φροντίσιν ] * Φροντὶς λέγεται ἐκ τοῦ φέρω , φορτίς , ὑπερβιβασμῷ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν φροντίς . Δίκην |
| . οἰνάνθας οὖν βότρυν τὸν ἐξ οἰνάνθης βότρυν προκόπτοντα . οἴνη δὲ καλεῖται αὐτὴ ἡ ἄμπελος . Σοφοκλῆς δὲ ἐν | ||
| ἔλεος , οἰκτισμὸς δὲ ὁ λόγος ὁ τοῦ οἰκτείροντος . οἴνη καὶ οἰνάνθη διαφέρει . οἴνη μὲν ἡ ἄμπελος , |
| τὸ μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων τοῦτο εἴρηται . ἔλακον ] ἤχησαν . θ ἔλακον ] ἐβόησαν . ἔλακον | ||
| φήγινος ἄξων τοῦτο εἴρηται . ἔλακον ] ἤχησαν . θ ἔλακον ] ἐβόησαν . ἔλακον ] ἐβόησαν , ἤχησαν ἀπὸ |
| ἐπένθεσις τοῦ β , ἀβλεμέως . Ἀκμή , παρὰ τὸ ἀκὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ , ἀκμή . Αὔριον | ||
| σίγα , ὡς σαφὴς σάφα , λιγὺς λίγα , οὕτω ἀκὴ ἄκα , καὶ κατὰ τροπὴν ἦκα , ὡς ἄγυρις |
| . χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον | ||
| : σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος |
| περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ | ||
| . καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις |
| : οἷον , φωλεύω φωλεός : κηδεύω κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω | ||
| φωλεύω , φωλεός : κηδεύω , κηδεός : ὀχεύω , ὀχεός : ὠρεύω , ὠρεός : μεδεύω , μεδεός : |
| διὸ ἐδασύνθη ὁ ἕξω μέλλων διδάσκων ἀπὸ τῶν αὐτῶν τοῖς ἐνεστῶσι πνευμάτων ἄρχεσθαι τοὺς μέλλοντας . . . , : | ||
| δυσαλώτους ἀποδείξει ἐν τοῖς παροξυσμοῖς : ἡ δὲ Ζωπύρειος καὶ ἐνεστῶσι τοῖς βληχροῖς πόνοις βοηθεῖ : ἡ δὲ σύνθεσις αὐτῆς |
| τοῦ ν εἰσὶν ἐν τῷ οὐδετέρῳ . Τὰ εἰς ον οὐδέτερα συγκριτικὰ καὶ τόνον καὶ γραφὴν φυλάττει τὴν αὐτὴν τῇ | ||
| ἔχει τὸ ποδαρκές οὐδέτερον ὀξυνόμενον . Τὰ παρὰ τὸ ΑΝΤΗΣ οὐδέτερα προπαροξύνονται : κατάντης κάταντες , προσάντης πρόσαντες , ἀνάντης |
| κακοῦ θυμοῦ τελευτὴν ὡς κακὴ προσγίγνεται . Ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα , τῶν σῶν ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος . Ἀλλ | ||
| φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βαιὰ τράπεζα : τί μακρὰ δεῖ λέγειν ; ὅλως αὐτὴν |
| . Τὰ διὰ τοῦ ΑΙΑ μονογενῆ μακρὸν ἔχοντα τὸ Α παροξύνονται : σεληναία Ἀθηναία Ἰουδαία περικεφαλαία [ θυραία ] . | ||
| ὑπερδισύλλαβα προπαροξύνονται : ἄκουσον νόησον φίλησον : δισύλλαβα δὲ ὄντα παροξύνονται , ἢ προπερισπῶνται κατὰ τοὺς κανόνας : νεῖμον κρῖνον |
| ὅμως πρεσβυτέρα καὶ προφερεστέρα . ΔΡΑΚΟΝ . Τὸ θέμα , δέρκω τὸ βλέπω , ὁ μέλλων δέρξω , ὁ ἀόριστος | ||
| δέος , ὡς νείφω νέφος . . . . . δέρκω : δέρκω : τὸ ὁρῶ . παρὰ τὸ δρῶ |
| . Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ης ἀρσενικῶν εἰς εια γινόμενα θηλυκά , εἰ μέν εἰσι προπαροξύτονα διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου | ||
| ὂν καὶ μὴ ἀπὸ Δωρίδος διαλέκτου δυνάμενον εἶναι ὥσπερ τὰ θηλυκά , οὐδὲ γάρ ἐστι θηλυκόν , οὐ δύναται γράφεσθαι |
| πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ | ||
| : Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ |
| χαίρει . γαίων γαυριῶν . γαμέσσεται εἰς γάμον ἄξει . γάλως ἀνδρὸς ἀδελφή : “ εἰδομένη γαλόῳ . ” Γάργαρον | ||
| δὲ ὁ αὐτὸς καὶ ὅτι ἡ μὲν Κασάνδρα τῇ Ἑλένῃ γάλως ἐστίν , ὁ δὲ Ἕκτωρ δαήρ , αὐτῆς δὲ |
| τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
| ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
| γεννήματα . ἀλυσκάζουσαι : ἐκφεύγουσαι . ὁμοκλήν : ἀπειλήν : ὁμοκλὴ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ καὶ τοῦ κλῶ τὸ καλῶ , | ||
| , τὸ φωνῶ , παρ ' Ὁμήρῳ * * * ὁμοκλὴ οὖν ἡ πᾶσι λεγομένη φωνή . . . . |
| παρὰ πατρὶ γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο | ||
| ἀνακιρνάμενος τῇ ψυχῇ , ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρεῖ , ἠΰτ ' ἔλαιον ; Ταύτην μοι διήγησαι τὴν γεωργίαν , |
| , σοφός / σοφή καὶ μυρία ἄλλα ὁμοτονεῖ τοῖς μὲν βαρυτόνοις τὰ βαρύτονα , τοῖς δὲ ὀξυτόνοις τὰ ὀξύτονα : | ||
| ἄλλως τε τὸ μετατίθεσθαι τὸ ε εἰς τὸ ο ἐν βαρυτόνοις ῥήμασίν ἐστι , φέρω φορῶ , πέρθω πορθῶ , |
| κρᾶσις καὶ συναίρεσις , σύνθετα δὲ ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις , ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , ἔκθλιψις καὶ | ||
| ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , καὶ [ ἔκθλιψις ] κρᾶσις καὶ συναίρεσις . ἁπλᾶ μὲν ἔκθλιψις ὡς |
| τοῖς τοιούτοις τροπὴ τοῦ ε εἰς ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ : | ||
| ἐστιν αὕτη καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ |
| θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' | ||
| ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . |
| . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . . | ||
| . Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν |
| Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς | ||
| δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ |
| δὲ τοῦτο , ἀλλὰ πεπερασμένον , οὕτω τοίνυν κἀνθάδε ἡ συναίρεσις τοῦ πλάτους , εἰς ἐλάχιστον πλάτος καταληγούσης τῆς διανοίας | ||
| ἀλλοίωσις ἐγένετο τῶν φωνηέντων , δηλονότι κρᾶσίς ἐστιν καὶ οὐ συναίρεσις . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ ἄρα ἐν |
| τέλους : οἷον , Ἥβη : Θήβη : σεσημείωται τὸ στίβη διὰ μακροῦ τοῦ ι , καὶ τὸ λώβη διὰ | ||
| καὶ στέγην οἴκει . ] τί σε δροσίζει νῶτον ἔννυχος στίβη , καὶ καῦμα θάλπει , πάντα καὶ κατακναίει ; |
| κνησμονὴ αὐτῷ ἐπιγίνεται , καὶ τὸ σῶμα ἐρυθραίνεται καὶ σμῶδιξ ἐπιτρέχει , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς κνίδος τῆς βοτάνης : | ||
| γίγνεται , καὶ μώλωπας ἔχει , καὶ ζοφώδης αὖθις αὐτοῖς ἐπιτρέχει χροιά . Ναὶ μὴν ἀλλὰ σὺ τούτῳ μὲν φέρων |
| ὀδούς , ταῦτα γὰρ ὀξύνονται : εἰ δὲ ὦσι σύνθετα βαρύνονται , οἷον εὔπλους εὔχρους εὔνους σύννους Ἀλκίνους Οἰδίπους : | ||
| εἰς ΩΝ σύνθετα ἀπὸ ἁπλῶν , συντεθειμένα ῥητὰ ἀπὸ βαρυτόνων βαρύνονται : Ἀνακρέων Χα - μαιλέων . τὰ δὲ ἀπὸ |
| οὐχ ὑποτάσσεται δὲ τὸ ο , ἡνίκα ὑποτάσσηται , οἷον εὐνὴ , αὐλή . κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη : | ||
| : ἀμοιβὴ ἀμοιβαῖος : σπουδὴ σπουδαῖος : τροπὴ τροπαῖος : εὐνὴ εὐναῖος . Τὰ διὰ τοῦ μαιος , εἴτε κύρια |
| : τὸ γὰρ ἐκεῖθεν οὐ τῇδε ἔχει . Τὰ εἰς θεν λήγοντα ἐπιρρήματα παραλήγεται φωνήεντι , ᾧ καὶ τὸ τέλος | ||
| ἀμφοτέρως , ἀμφοτέρωθεν : ἑκατέρως , ἑκατέρωθεν . Τὰ εἰς θεν ἐπιῤῥήματα , μὴ ὄντα ἀπὸ τῶν εἰς ω ληγόντων |
| τῆς θερμασίας , ἢ αὐτὸ παρ ' ἐκείνων λαμβάνει . Πᾶσα μὲν γὰρ ἡ λεπτομερὴς οὐσία ῥᾷον ἀναλλοιοῦται τῆς παχυμεροῦς | ||
| : κιχάνω : σεσημείωται διὰ μακροῦ τοῦ α ἐκφερόμενα . Πᾶσα μετοχὴ εἰς ων λήγουσα , ὀξύτονος , ἢ βαρύτονος |
| πολὺ μέρος εἴργαστο καθάπερ ταῖς ἄλλαις φορμορραφίσιν , ἡ δὲ λαβὴ ἦν κοίλη ὥσπερ στυρακίον ἢ . . . . | ||
| ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μυκήνη . μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους , καὶ ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους |
| ἄνδρες εἰσίν , ἐπεὶ κεφαλὴν καὶ γούνατα Σείριος ἄζει , αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' | ||
| ἐπιδευέες : ἀμφὶ δ ' ἄρα σφιν ἴδεϊ θαλπομένοισι μελαίνεται αὐαλέος χρώς : αὕτως , οἷά τε θῆρες , ἀλώμενοι |
| ἀπὸ τοῦ κῦμα ἔγκυμος ἐγκύμων ἐγκύμονος καὶ ἀπὸ τοῦ αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος καὶ πεῖρα ἄπειρος ἀπείρων ἀπείρονος , ρ | ||
| : ταῦτα γὰρ διὰ τοῦ ο κλίνονται , οἷον αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος , Ε τοὔνεκ ' ἀναίμονές εἰσι καὶ |
| δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν | ||
| εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| , ὁ μέλλων θώσω , θώνη ἔδει : καὶ λέγεται θοίνη . . . : υἱέα : ἐν ἐπιστολῇ ποτε | ||
| καὶ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἐμὴν καθαρτικὴν δύναμιν ; Καὶ ἡ θοίνη δὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ πρόνοιαν καὶ προθυμίαν ἐνδείκνυται τοῦ |
| χρὴ μέντοι εἰδέναι , ὅτι οἱ Ἀττικοὶ ἰδίους ὑπερσυντελίκους ποιοῦσι συναρχομένους τοῖς παρακειμένοις αὐτῶν , ὀμώμοκα ὀμωμόκειν , ἐλήλυθα ἐληλύθειν | ||
| : ὄρσεο Λαομεδοντιάδη . τοῦτο ἀνόρουσεν . οἱ γὰρ Ἴωνες συναρχομένους ποιοῦσι τοῖς ἐνεστῶσι τοὺς παρῳχημένους . . . . |
| τὸν λόγον , ὡς ὅτι τὰ οὐδέτερα ἁρμόδιά ἐστιν τοῖς ἑνικοῖς , σαφὲς ἐκ τοῦ ἐν μὲν τοῖς ἀπτώτοις ἀδιαφορεῖν | ||
| , οἱ δ ' Ἀττικοὶ τὰ οὐδέτερα πληθυντικὰ ὁμοίως τοῖς ἑνικοῖς περισπῶσι : τὰ ἀργυρᾶ , τὰ πορφυρᾶ , τὰ |
| , ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
| δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
| σαφῆ δείσας ὄλεθρον οὕτως εἶπεν : “ ὦ λύκε , θνῄσκω , μέλλω τ ' ἀποπνεῖν . σοὶ δὲ συμβαλὼν | ||
| δὲ ἐλευθερίας εἰσάγει δι ' ὧν φησιν : „ ἑκοῦσα θνῄσκω , μή τις ἅψηται χροὸς τοὐμοῦ : παρέξω γὰρ |
| , ἀφ ' οὗ φάος , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αο εἰς ω φῶς : καὶ τὸ ὦς , ὃ | ||
| [ [ ] αυτ ? ! [ [ ] ! αο ? ! [ [ ] εμ ? [ [ |
| ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται | ||
| ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς |
| ἀνέμων [ ποτὶ τέκνα ] τε καὶ φιλίας ἀλόχους : σινδὼν δὲ πρότονον ? ἐπὶ μέσον πελάζει . τὰ μὲν | ||
| † εἶσι κάμακος † γλώσσημα † διπλάσιον † λεπτὸς δὲ σινδὼν ἀμφιβαλλέσθω χροΐ ἀθήρ οὐδὲν ] ? εἰ μὴ πατέρ |
| ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον | ||
| τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος |
| ἴσως μανίας ἀρχή . πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης . οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει | ||
| ᾐὼν δὲ πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή . ῥὶς καὶ μυκτὴρ καὶ μυκτῆρες , καὶ παρὰ τοῖς ἰατροῖς ῥώθωνες : |
| , οἷον Κρωβύλος , σημαίνει δὲ τὸν πορνοβοσκόν , Αἰσχύλος ἀγκύλος . . . . , . † ἀγκονίδες : | ||
| ἂν παρ ' αὐτῷ λόγων τινὰς σκινδαλμοὺς ἐκμαθὼν ἐριστικὸς καὶ ἀγκύλος τὴν γλῶσσαν γένηται . ὁ δὲ παῖς ἐς τὸ |
| . φέρτρῳ φορείῳ : “ κείμενον ἐν φέρτρῳ . ” φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “ | ||
| λάχανον , . . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , |
| Ῥωμαίων οὔτ ' ἐξελάσας τῆς πατρίδος οὔτ ' ἄλλῃ συμφορᾷ βαρείᾳ περιβαλὼν οὐδεμιᾷ . οὗτος ὁ ζῆλος ἀπ ' ἐκείνου | ||
| μικρὸν ἀναπνεῦσαι , τῇ τε λύπῃ κατεργασθεὶς ὅλος καὶ νόσῳ βαρείᾳ συσχεθεὶς τελευτᾷ τὸν βίον διαδόχους τῆς ἰδίας ἀρχῆς τήν |
| καὶ διέχειαν ἢ χωρισμὸν καὶ διακοπὴν μὴ ὑφιστάμενον , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ | ||
| . Κῦμα . κύω , κυήσω , κύημα , καὶ συγκοπῇ κῦμα . οἱ δὲ παρὰ τὸ κυκῶ , κυκήσω |
| γὰρ καὶ φαγεῖν τὰς ἡδονὰς ἔχομεν ὁμοίας : οὐχὶ τοῖς λαμπροῖσι δὲ δείπνοις τὸ πεινῆν παύεται . οὗτοι δὲ τὰ | ||
| ἀνέρα δ ' ἀνήρ . Ψαῦον δ ' ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι Νευόντων , ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι . Καὶ |
| ν , ρ , σ , διπλᾶ τε ὄντα καὶ ἀμετάβολα . Οὐδέποτε τὰ ἁπλᾶ σύμφωνα μετὰ τῶν διπλῶν συμφώνων | ||
| δὲ λακπάτητον σημαίνει τὸν ἀπὸ λακτίσματος τόπον πατούμενον . Τὰ ἀμετάβολα πρὸ τῶν ἀφώνων ἐν διαστάσει εἰσὶν , οἷον ἕρπω |
| ; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
| ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
| . . . . ἀμύμων : ἄψογος : παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ | ||
| βαρύνονται δίχα ὡς εἴρηται τῶν παραληγομένων τῷ ο , οἷον μύω , κλύω , πλέω , νάω , τίω ” |
| τε , τά τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν | ||
| εἰ μετανάστασιν ἐζήτει τὴν ἀπ ' αὐτῶν , τὸν ἐναντίον ἤμειψεν ἂν χῶρον : ἔδει γὰρ αὐτὸ πάντως καθ ' |
| παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος . τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται τὴν ει : | ||
| στέρησιν ὡς τὰ εἰρημένα , αὐτόθεν δῆλον καὶ ὁ λόγος ἀδήριτος : ἐν δὲ τοῖς ἐναντίοις , ἃ καὶ ἄμφω |
| φάσκει αὐτὸν τετυφλῶσθαι „ . συντάσσει γὰρ τοῦτο τοῖς διχογραφουμένοις πρωτοτύποις τῶν ἐθνικῶν . ἐπάγει γοῦν ” οὐ γὰρ ὡς | ||
| ὅτι ἐν μόνοις τοῖς εἰρημένοις πυθμενικοῖς ὅροις ὥσπερ ἑστῶσι καὶ πρωτοτύποις φαίνεται : ἐπὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς καὶ γεωμετρικῆς ἀπείρους |
| ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν κατέπιε τὰς ἐκείνων ῥάβδους ” , ὡς | ||
| . Ἐν ἀέρι δὲ γίνονται σημεῖα κατὰ φάσιν ἴρις καὶ ῥάβδος καὶ ἅλως καὶ σέλας τὸ πυρφλέγον . αἱ μέν |
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ | ||
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ |
| θοία ζεῦγος ἡμιόνων : θοίνη , ἡ εὐωχεῖα διὰ τῆς οι διφθόγγου . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς θρυ συλλαβῆς ἀρχομένη | ||
| ! ] ῶνο ? [ ῝ ? δ ' ἦλθεν οι ? [ ! ] ειουακες [ ! ] [ |
| , ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ | ||
| φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη |
| ὀξύνεται καὶ τὸ αἰγιαλός περιεκτικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΑΛΟΣ τριγενῆ ἔχοντα τὴν τρίτην βραχεῖαν ὀξύνεται : ἁπαλός χθαμαλός τροχαλός | ||
| ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ εἰς υς τριγενῆ διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως κλίνονται καὶ οὐ |
| τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
| ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
| . Τὸν Μενέλεων . Εἴρηται ὅτι πᾶσα εὐθεῖα εἰς ς λήγουσα , ὅταν ἔχῃ τὴν αἰτιατικὴν ἰσοσύλλαβον μετὰ τῶν αὐτῶν | ||
| καὶ βέλεε : ἡ δὲ εἰς α καὶ εἰς ω λήγουσα , ἐφ ' ἧς ἂν ἔχῃ συλλαβῆς ἡ γενικὴ |
| μακρὸν τὸ Ι ἔχοντα , ὅσα ἐν ὕδατι διαιτᾶται , προπερισπῶνται : ἐχῖνος κορακῖνος φοξῖνος . καρκίνος . ἐχρῆν καὶ | ||
| λέγομαι ἵσταμαι δίδομαι . τὰ δὲ φύσει μακρᾷ ἁπλᾶ ὄντα προπερισπῶνται : κεῖμαι ἧμαι ποιοῦμαι γελῶμαι , ὑπεσταλμένων τῶν τῆς |
| . Ἄδουλις γὰρ ὀφείλει , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς εἰς λις τῷ ω . . . παραληγομένοις . ὁ πολίτης | ||
| τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν . πολλάκι καὶ ξύμπασα πό - λις : 〚 πολλάκις , φησί , ἡ πόλις πᾶσα |
| μέσον ἐστὶ τοῦ μεταφρένου καὶ ὀσφύος . διαδέχεται οὖν ἡ ὀσφὺς , ἥτις ἰξὺς ὠνόμασται , καθ ' ὃ ζωννύμεθα | ||
| τὸ καταλῆγον ἀντίστερνον . τὸ δ ' ἀπὸ τῆς ῥάχεως ὀσφὺς τὸ μέχρι γλουτῶν . τὴν δὲ ῥάχιν ἔνιοι τῶν |
| αὐτὰρ ὀνίσκοις ὄρκυνος , λάβρακα δ ' ἐπ ' ἀνθίῃ ὁπλίζοιο , ἵππουρον ξιφίῃ , γλαύκῳ δ ' ἔπι κεστρέα | ||
| πολλὰ τά τοι φράζουσιν ὀπωπαί . στικτοπόδεσς ' ἐλάφοις κυανώπεας ὁπλίζοιο , ἄρκτοισι γλαυκούς , καὶ πορδαλίεσσι δαφοινούς , αἴθωνας |
| δὲ καὶ ὁ Τρύφων , ὡς τοῖς τοιούτοις μορίοις , πτωτικοῖς οὖσιν , ἀνταποδίδοται τὰ τοιαῦτα , ὡς ἐν τοῖς | ||
| , ὡς τὰ ῥήματα θέλει συντάσσεσθαι τοῖς πτωτικοῖς ἢ ὡς πτωτικοῖς . καὶ δὴ τὰ προκείμενα τῶν μορίων , ῥήματα |
| . . . , : ἀκτίς : παρὰ τὸ ἀΐσσω ἀΐξω ἀκτός : καὶ παρώνυμον ἀκτίς : ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν | ||
| τὸ ζῷον . παρὰ τὸ ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , ἀΐξω , ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται ἄϊξ καὶ κατὰ συναίρεσιν |
| ἄνθρωπε , ταχὺ τὸν ἰώμενον : ἐπείγει τὸ τραῦμα . ἅψω πῦρ ἐπὶ τοὺς πολεμίους : ἄλλας δᾷδας ὁ Ἔρως | ||
| , καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὰ μέλη : παρὰ τὸ ἅπτω ἅψω † ἅψον καὶ ἅψεα , τὰ ἐξ ἀλλήλων συγκείμενα |
| ' αὖ πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ | ||
| δὲ βαρύνεται κατὰ τὸ διάφορον . εἴθ ' ἦν μοι ῥοικόν : ἀντὶ τοῦ καμπύλον . καὶ Ἀρχίλοχος : ἀλλά |