πεῖραν λαβεῖν : κοῦφον γάρ ἐστι τὸ γυναικεῖον γένος καὶ κολακευόμενον ἐλάττω φρονεῖ κακά . πάντα δεινὸν ἄνδρα φεῦγε ,
θέλῃ λαβεῖν : κοῦφον γὰρ τὸ γένος τοῦτό ἐστιν καὶ κολακευόμενον ἐλάττονα φρονεῖ ἁμαρτάνειν . ἐν οἴνῳ μὴ φιλολόγει ἐπιδεικνύμενος
5118207 πονηρον
. . : Πόνηρον βαρυτονούμενον , ὡς σόλοικον , καὶ πονηρόν ὀξυτονούμενον , ὡς κυδοιμόν , φασὶ διαφέρειν παρὰ τοῖς
ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ διακινδυνεύοντα ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν , πολλὰ ἂν περιεσκέψω εἴτ ' ἐπιτρεπτέον εἴτε οὔ
5055455 κρειττον
μὴ ἀποδέχεσθαι τὰ ποιήματα αὐτοῦ ὦ τᾶν , ἔφη , κρεῖττόν μοί ἐστι κακῶς ἀκούειν ὑπὸ σοῦ ἢ τῶν σῶν
οὐ ταὐτόν ἐστιν ἁλμάδες καὶ στέμφυλα . θλαστὰς γὰρ εἶναι κρεῖττόν ἐστιν ἁλμάδος . καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον ὡς ἐς τὴν
5024382 χρηστον
ἦν . Πολλὰ ἀγαθά σοι γένοιτο , ὅτι ἄνδρα καὶ χρηστὸν καὶ φιλόλογον καὶ Μαξίμου συγγενῆ καὶ ἡμῖν γε φίλον
φοβούμενοι τὸ θεῖον ἐπὶ τοῦ σοῦ πάθους μισῶ πονηρόν , χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον . ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία .
5020448 ὑπεροραν
χάριν ἀποστερεῖς ; δεῖ γὰρ οὐ σωφρονίσαι μὲν πονηρίαν , ὑπερορᾶν δὲ χρηστότητος , οὐδὲ πράττειν ἐξ ἡμισείας τὸ δίκαιον
δ ' ὑπερηφάνου τὸ διὰ κουφότητα ταύτης ἐκπνευματούμενον ὑπὸ κτήσεως ὑπερορᾶν ἑτέρους . καὶ λογίζεσθαι διότι ζῷα μὲν [ οὐκ
5017157 καλον
; Οὐ φαίνεται . Ὅρα τοίνυν εἰ , ᾗ γε καλόν , καὶ ἀγαθόν , ὥσπερ καὶ ἐνταῦθα . κατὰ
ἀντιλέξει : Καλλίμαχος [ . ] : ἄγνωτον μηδὲν ἔχοιμι καλόν : . . τὸν ἔρωτα : γυνὴ δὲ πρὸς
4994917 φιλοξενον
ἀνέγˈνον , σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι , παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον : ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ χρυσέας ἐν
δ ' αὖ φησιν ὁ Σκαμβωνίδης εἶναι φιλοθύτην αὐτὸν ἢ φιλόξενον . μὰ τὸν κύν ' , ὦ Νικόστρατ '
4865526 ἀνοητον
ἀναισθήτου οὔσης , ἵνα τὸ ὅλον δηλώσῃ τὸν ἀναίσθητον καὶ ἀνόητον καὶ περιττολόγον . ΓΘ κρουνοχυτρολήραιον ] ἤγουν φλυαρός .
χαίροντα ἤδη εἶδες ; Ἔγωγε . Ἄνδρα δὲ οὔπω εἶδες ἀνόητον χαίροντα ; Οἶμαι ἔγωγε : ἀλλὰ τί τοῦτο ;
4858619 ἡμερον
Ὅτι τούτους εἰκός ἐστιν εἰς τοιοῦτον πάλιν ἀφικνεῖσθαι πολιτικὸν καὶ ἥμερον γένος , ἤ που μελιττῶν ἢ σφηκῶν ἢ μυρμήκων
ἐστί , ἰδίᾳ δὲ τὸ καὶ ἕν τι τὸ ζῷον ἥμερον , ὡς ἐξακούεσθαι καὶ ἐπὶ τούτου τὸν εἰ σύνδεσμον
4856333 ἡδυ
πίτυος ψιθύρισμα ἐκείνης τῆς παρὰ ταῖς πηγαῖς λιγυρῶς ᾀδούσης : ἡδὺ δὲ καὶ σύ , ὦ αἰπόλε , συρίζεις .
τοσοῦτον , ὅσον ὡς οἷόν τε τῇ γεύσει τοῦ κάμνοντος ἡδὺ ἀποφῆναι τὸ φάρμακον ἐκλεικτόν . τῇ τε οὖν γεύσει
4813620 λυσιτελες
τινι κρείττονι χείρονα , ὅπου γε μὴν τῷ πλουσίῳ τοῦτο λυσιτελές ἐστιν , τὸ τρέφειν τὸν παράσιτον , ᾧ γε
' ἡμῶν . χρήσιμον μὲν οὖν ἐστι τὸ ἐκ περιουσίας λυσιτελές : ἀναγκαῖον δὲ δὲ ὅπερ ἐξ ἀνάγκης αἱρούμεθα :
4809524 χαλεπωτατον
τούτων : ἐστὶν δ ' αὐτούς γε φυλάττεσθαι τῶν νῦν χαλεπώτατον ἔργον . ἔχουσι γάρ τι κέντρον ἐν τοῖς δακτύλοις
τομεν δρόμου , παρὰ [ δὲ ] τὸν Λακτῆρα , χαλεπώτατον [ ] ἀκρωτήριον , κατὰ τὸ Κρητικὸν ? ἐσυρόμεθα
4801253 ξυγγενειας
νομίζω ἢ ὅςτις | φυλῆς τε καὶ φρατρίας ? καὶ ξυγγενείας ὀνόματι | ἐπαιρόμενος τοῖς ἔργοις ἀλλότριον αὑτὸν | ἀποφαίνει
τὸ ξυνόντας ἀπὸ κοινοῦ πρὸς τὸ λυπηροὺς ἀκουστέον προσποίησίν τε ξυγγενείας τισί : οἱ ἔπειτα ἄνθρωποι τοὺς τοιούτους προγόνους αὑτῶν
4781499 δειλον
ἡμεῖς γε εἰς τὴν Ῥώμην κατάσκοπον πέμπομεν . οὐδεὶς δὲ δειλὸν κατάσκοπον πέμπει , ἵν ' , ἂν μόνον ἀκούσῃ
αὐτοῖς ἢ βλάβας ἐπεισάγοντες μετανοοῦσι : ἔσθ ' ὅτε δὲ δειλὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ἦθος ἀναλαμβάνοντες , ἐγκρατεῖς καὶ ὑποκριτικοὶ καὶ
4772203 ἐπιεικες
ἐπιβωσόμεθα ἀντὶ τοῦ ἐπιβοησόμεθα . ἐπιεικέα ἐγχωροῦντα , πρέποντα . ἐπιεικές ἐπεοικός , προσῆκον , ἐγχωροῦν . ἐπιειμένε ἐπημφιεσμένε .
ἀκριβῶς εἰδὼς ὅτι , εἰ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους μὴ ἐπιεικές ἐστιν ταῖς διαίταις ἰσχυρίζεσθαι , πρός γε τοῦτον ἁπάντων
4771421 σωφρον
, ἐν δὲ πόλει καὶ ταύτῃ περιρρύτῳ φθείρειν ἀλλήλους συνεζευγμένους σῶφρον , ἢ τὰ Λεσβίων καὶ τὰ Μυτιληναίων κακὰ μιμεῖσθαι
ὅμοια δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὰ συναπτόμενα : τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν συνετὸν
4741118 ἡδιστον
Νεαλύτη καὶ Ὤκιμον , φησὶν Ἀναξανδρίδης . οὔκ ἐσθ ' ἥδιστον ἀποθανεῖν , φησὶ Φιλέταιρος , βινοῦνθ ' ἅμα ,
τὴν θάλατταν ἡμεροῦσα , καὶ ταῖς νήσοις ἐγκαταμίγνυται , θεαμάτων ἥδιστον , ἤπειρος ἐν νήσοις , καὶ τούτων ἐνίων νοτιωτέρα
4733371 τερπνον
' ἵπποις χρυσέαις καὶ Κορίνθου δειράδ ' ἐποψόμενος δαιτικˈλυτάν . τερπνὸν δ ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν . εἰ
θανεῖν ἀώρους παῖδας , ἀλλ ' εὐδαίμονας ἐν γῆι πατρώιαι τερπνὸν ἐκπλῆσαι βίον . πάντας δὲ βωμούς , οἳ κατ
4725258 κακιον
ἐμὲ καὶ τὰ ἐμὰ ἀδίκως καὶ τέμνειν καὶ αἴσχιον καὶ κάκιον , καὶ κλέπτειν γε ἅμα καὶ ἀνδραποδίζεσθαι καὶ τοιχωρυχεῖν
' ἐμῶν καὶ σῶν πολιτῶν , ὦ Κλεινία , πολὺ κάκιον ἦσαν πεπαιδευμένοι τὰς ψυχάς , τὰ δὲ σώματα πολὺ
4646809 προτιμοτερα
τοῖς ἀφελέσι λόγοις , κἂν ᾖ τὰ μὲν μείζω καὶ προτιμότερα τῶν πραγμάτων , τὰ δὲ ἐλάττω , αἰεὶ πρότερον
ἀλλὰ καὶ τὰ παρ ' ἄλλοις ὄντα μειζόνως ἀγαθὰ , προτιμότερα τῶν οἰκείων τίθεσθαι : καὶ γὰρ τὰς Μούσας τετέχθαι
4609024 ἀριστον
εἶδός τι κεκοιλασμένον ἐπὶ τῷ πέρατι . καὶ χρῆσθαι τούτοις ἄριστον , κατὰ μὲν τὴν πρώτην ἐπιβολὴν τοῖς πλατυτέροις ,
αὐτοῦ ἔπαινον , μάταιος ἂν εἴην . . Εἰ δὲ ἄριστον μέν ἐστι τὸ ὕδωρ τῶν ἄλλων δηλονότι στοιχείων ,
4608641 κρεισσον
στρατηγῶν εὐκλεᾶ τ ' ἔχων φάτιν . ὀλίγον ἄλκιμον δόρυ κρεῖσσον στρατηγῶι μυρίου στρατεύματος . ὀλίγοι γὰρ ἐσθλοὶ κρείσσονες πολλῶν
τῇ ξυντυχίᾳ , προσένευσαν , ἡγησάμενοι ἐν τῷ αὐτίκα φόβῳ κρεῖσσον εἶναι σφίσιν ὑπὸ τῶν ἐν ταῖς ναυσίν , εἰ
4600288 ἀνδρειον
, κἂν συνᾴδοντά τις τῷ σχήματι φθέγξηται . οὔτε γὰρ ἀνδρεῖον ἡ λεοντῆ τὸν Ἀριστοφάνους ἐποίει Ξανθίαν οὔτε δειλὸν ἡ
: ναὶ δὴ τὸν μὴ τῷ λόγῳ μὲν ἱκανὸν , ἀνδρεῖον δὲ σῶμα μόνον ἔχοντα , μεγάλη λήθη ἐν τῇ
4586249 Πολυπαϊδη
' ἐνέμοντο πόλεος . καὶ νῦν εἰς ' ἀγαθοί , Πολυπαΐδη : οἱ δὲ πρὶν ἐσθλοί νῦν δειλοί . τίς
γὰρ ἀνεκτόν ἀθανάτους κρύψαι χρεῖος ὀφειλόμενον . Ὄρνιθος φωνήν , Πολυπαΐδη , ὀξὺ βοώσης ἤκους ' , ἥτε βροτοῖς '
4576655 ἀνδρικον
μὲν , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης , ὅτι τὸ τῆς χρόας ἀνδρικὸν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τοῦ
: εἰσὶ γὰρ Μαυρούσιοι καὶ καλοὶ καὶ μεγάλοι , καὶ ἀνδρικὸν ὁρῶσι , καὶ ἔργων ἔχονται θηρατικῶν , καὶ μέντοι
4567522 ῥωμαλεον
, Νουμήνιον μὲν εὐθὺς ἐθέμην καλεῖσθαι , δόξαντα δὲ εἶναι ῥωμαλέον καὶ ἐγρηγορὸς βλέποντα μετὰ περιχαρείας ἦγον ὡς ἐπὶ τῆς
τῆς περὶ τὴν σφαιριστικὴν ἁμίλλης τό τε κατὰ τοὺς τραχηλισμοὺς ῥωμαλέον . Ἀντιφάνης : οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς
4566011 κοσμιον
πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον , καὶ ἅμα οἰκτείρων τὴν τύχην .
δὲ αἳ μὲν λάβρως αἳ δὲ κοσμίως , καὶ τὸ κόσμιον γενναιότερον τοῦ ἀκόσμου . ἀγαθαὶ δὲ ὅσαι μὴ κακόσιτοι
4553283 ὠφελιμον
πατήρ : τὸν βόσκοντα γὰρ εὐλογῶ , τὸν δ ' ὠφέλιμον ἐμοὶ πατέρος ὄνομα λέγω Φοῖβον τὸν κατὰ ναόν .
ἀπεκρίνατο , ἄλλος δὲ τὸ δέον , ἕτερος δὲ τὸ ὠφέλιμον , ὁ δὲ τὸ λυσιτελοῦν . ἐπανῄειν δὴ ἐγὼ
4549117 συνετον
λόγους ἀεὶ τὰ σεμνὰ πάντα κέκτηται φθόνον ἅπαν τὸ λίαν συνετόν ἐστ ' ἐπίφθονον ἀδικώτατον πρᾶγμ ' ἐστὶ τῶν πάντων
ἐπὶ παραδειγμάτων ὅτι οὐκ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Περικλέα , τὸν συνετόν , τὸν οὕτω λαμπρὸν καὶ μέγαν καὶ στρατηγὸν ἔνδοξον
4519800 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
4516001 ἀσθενες
τοῦ ε βλῆτο . . . . βληχρόν : τὸ ἀσθενές : οὕτως Ὅμηρος καὶ Ἀλκαῖος : Πίνδαρος δὲ ἐπὶ
Παρὸ καὶ τοὺς τοιούτους Σχινοτρώκτας ἐκάλουν . Στύππινον γερόντιον : ἀσθενές . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ εὐτελῆ κλεπτόντων
4480115 βλαβερον
ἀϲιτία γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων κράϲεων πυρεττόντων μάλιϲτα οὐχ ἁπλῶϲ βλαβερόν , ἀλλ ' εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἄλλων
ὄνομα μόνον ψιλὸν λέγωμεν , οἷον τὸ ὠφέλιμον ἢ καὶ βλαβερόν . ἑκάστῃ . ἐπιρρηματικῶς ἀκουστέον ἀντὶ τοῦ ἑκασταχοῦ .
4476643 πονηρων
τὴν ἅπασαν σπουδὴν ἔχειν εἰς κόλασιν μὲν τῶν ἀσεβῶν καὶ πονηρῶν , εὐεργεσίαν δὲ τῶν ὄχλων . ἀνθ ' ὧν
μὲν εἰς ἄνοιαν ἡλικίας καταφεύγοντες , οἱ δ ' εἰς πονηρῶν ἀνθρώπων ὁμιλίας , οἱ δ ' εἰς μέγεθος ἀρχῆς
4475399 ἀρετῃ
ἔστιν , ἐπείπερ ὅλον ἐστὶ τὸ προγύμνασμα σύγκρισις . Ἀρετὴν ἀρετῇ συγκρῖναι ζητῶν ἀντεξετάζω τὸν Πηλέως πρὸς Ἕκτορα : καθ
: ὥσπερ ἕπεται τῇ ἰατρικῇ ἡ ὑγεῖα , οὕτω τῇ ἀρετῇ οὐ πάντα ἀλλ ' ὁ πλοῦτος ὑπουργεῖ . εἰ
4463661 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
4432701 κακιᾳ
γέννημα , τοῦ μὲν Κάιν ὡς ἐχθρόνδίψα γὰρ ἀρετῆς αὐτομολούσῃ κακίᾳ πολεμιώτατον , τοῦ δὲ Ἄβελ ὡς φίλον καὶ συγγενές
. ὅροι ἀρετή , κακία , ἄνθρωπος : ἀρετὴ οὐδεμιᾷ κακίᾳ ἐξ ἀνάγκης , ἀρετὴ παντὶ ἀνθρώπῳ ὑπαρχόντως , κακία
4429799 ἐπιφθονον
κρύφα βοηθούντων , ἐλπίσαντες τοὺς δυνατοὺς ἅπαντας αὐτίκα εἰς ἔγκλημα ἐπίφθονον ὑπάξεσθαι καὶ δικάσειν μὲν αὐτοί , γενομένων δ '
δ ' αὐτίκα . εὖ κεκόμψευσαι πονηρά : γλῶσς ' ἐπίφθονον σοφή . νοῦς δέ γ ' οὐ βέβαιος ἄδικον
4424152 φυσει
ἡδίω ἐστὶ τῶν πολυτελῶν . δῆλον δ ' ὅτι καὶ φύσει οἱ μὲν πρὸς τοὺς τοιούσδε ἡδέως ἔχουσι χυμούς ,
τέλους καὶ ἀγαθοῦ φαντασίαν , ἢ εἰ τὸ μὲν τέλος φύσει , τὸ δὲ τὰ πρὸς τὸ τέλος φέροντα πράσσειν
4408381 ἀπατηλη
καὶ Ὑψιπύλη . τὸ κερδώ δὲ ἀντὶ τοῦ κερδαλέα ἡ ἀπατηλή : ἢ ὡς παρὰ τὸ εἶδος καὶ ὕψος Εἰδώ
γυμναστικῇ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἡ κομμωτική , κακοῦργος καὶ ἀπατηλή , ἀγεννὴς καὶ ἀνελεύθερος , σχήμασι καὶ χρώμασι καὶ
4394361 κρατιστον
καθελοῦντες ἀρχήν , εἰδότες , ὅτι πᾶν , ὅσον ἦν κράτιστον στρατιωτικὸν αὐτῶν , εἰς τὸν ἀγῶνα ἐκεῖνον ὥρμητο ,
νικήσαντες μὲν μικρὰ κερδαίνουσι Μέγαρα λαβόντες , νικηθέντες δὲ τὸ κράτιστον τῆς πόλεως ἀπολέσουσι . τὸ γὰρ μαχιμώτατον καὶ κράτιστον
4339006 οἰκειοτατον
τὸν δύσελπιν οὐκ ἄνθρωπον ἀλλ ' ἀνθρωποειδὲς ἡγεῖται θηρίον τὸ οἰκειότατον ἀνθρωπίνης ψυχῆς , ἐλπίδα , ἀφῃρημένον . ὅθεν καὶ
„ ᾠκοδόμησεν εἰς γυναῖκα „ , διὰ τούτου παριστὰς ὅτι οἰκειότατον καὶ εὐθυβολώτατόν ἐστιν ὄνομα αἰσθήσεως γυνή : ὥσπερ γὰρ
4335574 κτημα
δ ' εἰπεῖν οὐδὲν οὕτω Ῥωμαῖοι φυλάττουσιν οὔθ ' ὅσιον κτῆμα οὔθ ' ἱερὸν ὡς τὰ Σιβύλλεια θέσφατα . χρῶνται
μὲν τοῦ λόγου συνίσταται : οἷόν τε γὰρ τό τινος κτῆμα προσφωνεῖν , ὡς ἔστιν ἐπινοῆσαι καὶ ἐπὶ τῶν κτητικῶν
4319778 φροντιστην
. μυρία ] κατὰ πολύ . πεμπαστάν ] η . φροντιστήν : σύναπτε δὲ πρὸς τὸ Περσῶν . τοῦ Σησάμα
ὀρφανοῖς καὶ γυναιξὶν ἐρήμοις συγγενῶν , οὗτος ἑαυτὸν τούτων ἀνέδειξε φροντιστήν : διά τε τῆς ἰδίας σκέψεως καὶ φροντίδος διακρίνων
4317477 πικροτατον
ἐγέννησας παῖδα παρ ' ἐκείνους ἑτέρῳ τινί : φοβούμενος : πικρότατον τὸν χρυσὸν εἶπε διὰ τὸ αἴτιον αὐτὸν γενέσθαι θανάτου
εἰ ἄρα που δεῖ , τὸ λευκότατον καὶ εὐωδέστατον καὶ πικρότατον : αἱ γὰρ ὀσμαὶ ἡδυσμάτων ἡδονὰς καὶ ἀρετὰς ἔχουσιν
4312108 γενναιον
ἀετὸν οὖν τὸν Ξέρξην φησὶ , διὰ τὸ βασιλικὸν καὶ γενναῖον , ἱέρακα δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στράτευμα , διὰ
“ καὶ κατακρώζεις ; ” Υἱὸν μονογενῆ δειλὸς εἶχε πρεσβύτης γενναῖον ἄλλως καὶ θέλοντα θηρεύειν . τοῦτον καθ ' ὕπνους
4305667 φαυλον
νῦν . ἔστω δ ' οὖν τὸ γένος ἡμῶν μὴ φαῦλον , εἴ σοι φίλον , σπουδῆς δέ τινος ἄξιον
καὶ δι ' ἑαυτὰ ζητοῦνται , φευκτὸν δέ ἐστι καὶ φαῦλον : τοῦ γὰρ φι - λεῖν τοὺς παῖδας ,
4302889 ἡδονῃ
λογικὴν ψυχήν , ἐπιτηδεύσει πρὸς θηρίων ἀτιθάσων ἀγριότητας μετέβαλον ἐν ἡδονῇ καὶ ὠφελείᾳ τῇ πάσῃ τιθέμενοι τὸ κακῶς ποιεῖν ὅσους
μὲν καὶ ξύλῳ καὶ παντὶ ἀψύχῳ οἰκεῖον , ἀλλότριον δὲ ἡδονῇ : γαργαλισμοῦ γὰρ καὶ σπασμώδους ἐφίεται καὶ ἐπ '
4290780 τιμιωτατον
τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννῶν τὰ ἐφεξῆς : δεῖ δὴ καὶ τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννώμενον καὶ δεύτερον ἐκείνου τῶν ἄλλων ἄμεινον
ἀνθρώπων δὲ γονῆς τὸ λάχος , χρῆμα παντὸς μάλιστα θεοῖς τιμιώτατον , ὀφείλεσθαι : εἰ δὲ δὴ καὶ τούτων λάβοιεν
4288665 κοινωνικον
καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες φύσει κακία , ἥμερον δὲ καὶ κοινωνικὸν καὶ εὐμενὲς ἀρετή , πάντα τρόπον τοὺς εὐφυῶς ἔχοντας
ταῦτα ἀλλήλοις καὶ μιᾶς γνώμης φανεῖται καὶ διανοίας , τὸ κοινωνικὸν τῆς φύσεως καὶ φιλάνθρωπον καὶ ἀγαπᾶν καὶ ὑμνεῖν καὶ
4285607 ἁρμοττον
τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν τελευταῖς ἐπιλέγειν τὸν ἴδιον ἔπαινον , οὐδαμῶς ἁρμόττον ἡγούμεθα παραδραμεῖν ἀνδρὸς τηλικούτου τὴν τελευτὴν ἀνεπισήμαντον . δοκεῖ
φιλοσοφίαν . θάψαι δὲ καὶ ἡμᾶς ὅπου ἂν δοκῇ μάλιστα ἁρμόττον εἶναι τοῦ κήπου , μηδὲν περίεργον μήτε περὶ τὴν
4280116 ἀγαν
' εὖ περιστελεῖν τολμᾶι πανουργεῖν : ἔστι δ ' οὐκ ἄγαν σοφός . ὡς καὶ σύ : μή νυν εἰς
ἐδίδασκε γὰρ ὡς οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ τοὺς Λακεδαιμονίους ποιεῖν ἄγαν ἰσχυρούς : οὐ γὰρ συνοίσειν Πέρσαις : κρεῖττον οὖν
4276229 κακοπαθειᾳ
ἔχων μέταλλα πολλὰ καὶ μεγάλα χρυσοῦ , συναγομένου πολλοῦ πολλῇ κακοπαθείᾳ τε καὶ δαπάνῃ . τῆς γὰρ γῆς μελαίνης οὔσης
τὸν βʹ διαστήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἔσται ἐν πενίᾳ καὶ κακοπαθείᾳ καὶ ξενιτεύσει ἐν τόποις οἷς οὐ προσδοκήσει , ψυχικὸν
4275167 καλλιστον
. ἤτοι οὐγ . κ . χρῶ ὁμοίως . Ἄλλο κάλλιστον . Λίθου ἀσίου , κηροῦ ἀνὰ γοβʹ . ἤτοι
τὴν ὅσοι δὲ ὑπολαμβάνουσιν ὥσπερ οἱ Πυθαγόρειοι καὶ Σπεύσιππος τὸ κάλλιστον καὶ ἄριστον μὴ ἐν ἀρχῇ εἶναι . , Πιθανώτερον
4275128 σεμνον
. αἷς τὰς θύρας κλείουσι ; θύννου μὲν οὖν . σεμνὸν τὸ βρῶμα . καὶ τρίτη Λακωνική . ἐν ἡμέραις
τροχηλατήσους ' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν
4274710 παιδεραστην
γείτων ἔκ τινος εὐτελοῦς αἰτίας προσκεκρουκὼς ἀνακρινόμενος εἴπῃ μοιχὸν ἢ παιδεραστήν , τοῦτ ' ἐκεῖνο , ἐκ τῶν Διὸς δέλτων
ἔρωτι . τόν μοι Πάν : ἐπικαλεῖται τὸν Πᾶνα ὡς παιδεραστήν , ἐπεὶ καὶ αὐτὸς τοιοῦτός ἐστιν . καὶ Καλλίμαχος
4269778 αἰσχρον
τούτων οἶδ ' ὅτι πολὺ βελτίονες οἰόμεθα εἶναι : οὐκ αἰσχρὸν οὖν εἰ μήδ ' ἐπιχειρήσομεν συνόντες ὠφελεῖν τι ἢ
τῶν αὑτοῦ κτημάτων κάλλιστον καὶ ἱερώτατον . οὐ γὰρ οὕτως αἰσχρὸν εἶναι [ τὸ βασιλεύειν ] οὐδὲ ἐπικίνδυνον χρημάτων ἀπορεῖν
4262676 φρονησει
ἑαυτοῦ βουλήσει , τὴν βούλησιν δὲ πολὺ μᾶλλον τῇ ἑαυτοῦ φρονήσει : τοῦτο δὲ καὶ πόλιν καὶ ἕνα ἡμῶν ἕκαστον
ζώντων καὶ τεθνηκότων τάττει , ζῶντας μὲν καλῶν τοὺς συμβιοῦντας φρονήσει , τεθνηκότας δὲ τοὺς ἀφροσύνῃ χαίροντας . λέγεται γὰρ
4257429 αἰσχρων
κρίνοιτο ἐπὶ κλοπῇ ἐρεῖ : ὡς εἴπερ ἥττων ὑπῆρχον τῶν αἰσχρῶν λημμάτων , οὐκ ἂν τοιούτοις ἐπεχείρουν , ἃ καὶ
ἐσχηκότων καὶ περὶ τῶν μελλόντων γενήσεσθαι : πάντων γὰρ ὄντων αἰσχρῶν καὶ δεινῶν τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ νόμῳ , τοῦτο
4245780 τιμα
τῆς ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς , νόμῳ ὡς διάκειται , τίμα καὶ σέβου ὅρκον , ἔπειθ ' ἥρωας ἀγαυούς ,
βροτοῖς ἄριστος . Νόμος ἐστὶ θεός . τοῦτον ἀεὶ πάντοτε τίμα . Ξένος ὀφείλεις εἶναι τῶν οὐ καλῶς φρονούντων .
4237620 ταπεινον
ὑπὲρ ὑμῶν ἀναδεξάμενος κίνδυνον καὶ τὸν πόλεμον σεμνῶς διαλύσαςοὐ γὰρ ταπεινόν τι προήχθην εἰπεῖν οὐδὲ φόβῳ πολιορκίας καθεῖλον τὸ φρόνημαἐπανῄειν
ἀγήνορα κάρφει : τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων
4232938 εὐκλεες
δέ : ἐπειδὴ ἔτυχον ἐκεῖσε , τὸ μὲν κερδαίνειν αὐτὴν εὐκλεὲς ἡγησάμην , τὸ δὲ ἐᾶσαι αἰσχρόν : παρεῖναι :
εὖ πράσσουσιν ἐν ἐξουσίᾳ τὸ φιλάνθρωπόν ἐστιν . οὐδ ' εὐκλεὲς οὐδὲ συμφέρον ἐς τὴν ἀρχὴν ὑμῖν ἐστιν πόλιν τοσήνδε
4223901 μεστον
, ἣ τοὺς μαστοὺς ἐπεῖχε τοῖς παιδίοις , ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσιν . Ἀντιδιαλλαττόμενοι δὲ πρὸς ταῦτα λέγουσιν ,
πολυτροπίαν τοῦ ἀνδρὸς κατηγορεῖ . χροιὰ δὲ ἀνατετραμμένη ὑπόχλωρος δειλίας μεστὸν δείκνυσι καὶ κακομηχανίας , εἰ μὴ ὑπὸ νόσου γένοιτο
4215567 μισητον
λείπει ἔργον . λόγωι ] ἐν διηγήματι . κατάπτυστον ] μισητόν . ἤικασεν δέ τις ] εἰκονίσειέ τις . τὸ
ἐπιπονέστερον . στυγερὸν δὲ σημαίνει μὲν [ καὶ ] τὸ μισητόν , σημαίνει δὲ καὶ τὸ ἐπίφοβον : ἐνταῦθα δὲ
4207760 λυπηρον
ἀλλ ' ἐξ ἀνάγκης αὐτὸ προΐεσθαι . ἢ οὕτω : λυπηρὸν , τὸν καλῶς ποιοῦντα κακῶς ἀκούειν . καὶ μὰν
προαίρεσιν . τὸ γὰρ βίαιον ἀναγκαῖον λέγει : διὸ καὶ λυπηρὸν τὸ βίαιον , ὥσπερ ἔλεγεν Εὔηνος ὁ σοφιστὴς πᾶν
4207511 φιλοτιμον
παντός . Εὐφημήσας δὲ τοῦτον ἕτερον ἠρώτα πρὸς τίνα δεῖ φιλότιμον εἶναι ; Ἐκεῖνος δὲ ἔφη : Πρὸς τοὺς φιλικῶς
καταγνῶναι οὔτε τοῦ πατρὸς τοῦ ἡμετέρου : πολὺ γὰρ αὐτὸν φιλότιμον ἴστε μᾶλλον ὄντα ἢ κακόν τι ἢ αἰσχρὸν ἐπιτηδεύοντα
4205527 δολερον
σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις :
κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ]
4201586 μακαριον
οἱ πλεῖστοι μεθ ' ἡδονῆς εἶναί φασι καὶ τὸν εὐδαίμονα μακάριον ὠνομάσθαι , οἷον ὡς ἂν εἴποις μάλα χαίροντα .
βίῳ γιγνόμενοι τὸν αὐτὸν λόγον φέρουσιν , ὡς οὐκ ἔσται μακάριον τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος οὐδ ' εὔδαιμον . ἕπου
4200687 πρᾳον
μὴ χαλεπῷ ἢ φθονεῖν τῷ μὴ φθονερῷ ἄφθονόν τε καὶ πρᾷον ὄντα ; ἐγὼ μὲν γάρ σε προφθάσας λέγω ὅτι
, πατὴρ δὲ οἶμαι διά τε τὴν κηδεμονίαν καὶ τὸ πρᾷον , Πολιεὺς δὲ κατὰ τὸν νόμον καὶ τὸ κοινὸν
4199982 φοβερον
θαλάσσῃ στενοῦ , ὅπερ καὶ ἐπὶ γῆς ἄγαν κινδυνῶδες καὶ φοβερόν ἐστιν . ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσι : ὅπου στενοῦται ἡ
γαίης : ἐπὶ γῆς ἐν τῇ γῇ * σμερδαλέον : φοβερόν * ἀείρει : αἴρει , ὑψοῖ μετεωρίζει * τῆς
4199243 θρυλειται
ὧν ἀνάγκη παραλιπεῖν : διὸ καὶ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἄρα θρυλεῖται . πολλοὺς δ ' ἄν τις αὐτῆς ἔχοι λέγειν
ἀφθονίαν τῶν ὡραίων : καὶ δὴ καὶ τὰ τοιαῦτα διηγημάτια θρυλεῖται , ὅτι Στρατόνικος ὁ κιθαριστὴς ἰδὼν * ἐπιμελῶς χλωροὺς
4197153 ἐρρωμενεστερα
ἀκμάζουσι καὶ πλούσιόν ἐστι τὸ ἔμφυτον θερμὸν καὶ ἡ δύναμις ἐρρωμενεστέρα ἐστί , καὶ τὸ τηνικαῦτα ὅλη ὡς ὅλη μεταβάλλεται
. . ὅτι ἡ δικαιοσύνη ἀσθενεστέρα φύσει τῆς ἀδικίας , ἐρρωμενεστέρα δὲ ἡ ἀδικία κατὰ Θρασύμαχον , καὶ τούτου ἔλεγχος
4191027 ἐπιτηδευμα
. τοῦ λαμβάνειν γὰρ πάντες ἡσσῶνται βροτοί . οὐκ ἔστιν ἐπιτήδευμα χρησιμώτερον τῆς πραότητος . εἴθ ' ὤφελεν τὸ κάλλος
ἡμῖν , ἐάν πως ἡμεῖς ἐκείνῳ ἐνδειξώμεθα ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐπιτήδευμα ἴδιον γυναικὶ πρὸς διοίκησιν πόλεως ; Πάνυ γε .
4190776 ἐρωτικῃ
φιλῆσαι . περιπτύξαι : περιπλακῆναι , περιλαβεῖν . Ὀπάονι : ἐρωτικῇ , ἀκολούθῳ . Λοφιῆς : κεφαλῆς . Ἔμφρονι :
ἦνεἰσὶ γὰρ οἳ τοῦτο μυθολογοῦσιν , ὁ δὲ Βορέας αὐτὴν ἐρωτικῇ ζηλοτυπίᾳ διέφθειρε καὶ δεινῶς ἐλεοῦσα τὸ πάθος ἡ Γῆ
4187780 πλουτειν
τοὺς μὲν ὑπερβάλλοντας πρὸς ταῦτα , ἤτοι τοὺς ὑπερβολικῶς ζητοῦντας πλουτεῖν καὶ νικᾶν καὶ δοξάζεσθαι καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον
τὸ πιστεύεσθαι τοῖς πιστευομένοις ἀγαθόν ἐστι καὶ τοιοῦτον οἷον τὸ πλουτεῖν καὶ τὸ ὑγιαίνειν καὶ τὸ τιμᾶσθαι τοῖς τιμωμένοις καὶ
4186674 δεδουλωμενον
κηρύττει , καὶ λανθάνειν οὐκ ἔνεστιν ἄνδρα τοιοῦτον νόσῳ τοιαύτῃ δεδουλωμένον . Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἔχων σαυτῷ χρήσιμον δεῖξαι τὸν
ἐξωθεῖ αὐτοὺς ὁ ὕπνος ὥσπερ δεσπότης βρίσας ἐς τὸν αὐχένα δεδουλωμένον ὑπὸ τοῦ οἴνου , ἀλλ ' ἐλεύθεροί τε καὶ
4183941 ὀνυχιζεσθαι
. ἀμνηστῶν καὶ ἄμνηστος : ἑκατέρῳ χρῶ . ἀπονυχίζεσθαι τοῦ ὀνυχίζεσθαι Ἀττικῶς διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ σημαίνει τὸ τοὺς
ὄνυχα , χλωρὸν δὲ τὸ ζωτικὸν αἷμα . ἀσεβὲς δὲ ὀνυχίζεσθαι ἐν ἑορταῖς θεῶν . * μηδέ ποτ ' οἰνοχόην
4177626 ὑπερφρονειν
ἐν χειρὶ λόγον , ὡς ἄρα ἡ τῶν κρειττόνων ἐπίπνοια ὑπερφρονεῖν ποιεῖ τῶν πολλῶν . ἢ τοῖς ἐκ τῶν τριόδων
ἐξύβρισαν : πέφυκε γὰρ καὶ ἄλλως ἄνθρωπος τὸ μὲν θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν , τὸ δὲ μὴ ὑπεῖκον θαυμάζειν . κολασθέντων δὲ
4169474 δουλοπρεπες
ζῆν δυνατόν φησι . τὸ γὰρ πρὸς ἄλλον δούλου καὶ δουλοπρεπές , ὡς ἐν Πολιτείαις δέδεικται . τοῦτο δὲ εἰπὼν
φρόνιμον , τὴν δὲ πανουργίαν καὶ τὴν ἀπάτην ἀνόητον καὶ δουλοπρεπές , ὁρῶν ὅτι καὶ τῶν θηρίων τὰ δειλότατα καὶ
4168050 πενια
πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι
οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων
4157464 πραον
, οὐδ ' εἶδεν αὐτοῦ τὴν ἅλωα Δημήτηρ . Χρὴ πρᾶον εἶναι μηδ ' ἄμετρα θυμοῦσθαι . ἔστιν τις ὀργῆς
ἔλεξε τοιάδε ἀνελθών : „ τῆς μὲν ἐμῆς γνώμης τὸ πρᾶον καὶ πρὸς τὰ μεγάλα τῶν τετολμημένων εὐλαβὲς ἴσως ἐστὶν
4150781 ἐντιμον
λέως εὐδαίμονος αὕτη ἡ τέχνη ἐπιδιδοῦσα , καὶ ἀνάγκη ἀρετὴν ἔντιμον εἶναι παρ ' οἷς φιλοσοφία σπουδῆς ἀξιοῦται , ἐν
ἅμα καὶ μὴ προθυμοῖτο τό γε αὑτοῦ μέρος , εἰς ἔντιμον χώραν καταφανεῖς ἄγων αὐτούς , ἑορτάς τε αὐτοῖς γίγνεσθαι
4148812 μεγαλονουν
, εἴ γε μηδὲν ἄλλο ἄτοπον φαίνοιτο , ἄνδρα δηλοῦσι μεγαλόνουν , συνετόν , δίκαιον , εὐφυῆ , παιδεραστὴν δὲ
ὀφθαλμοῖς καί γε μηδὲν ἄλλο ἄτοπον φαίνοιτο , ἄνδρα δηλοῦσι μεγαλόνουν , δίκαιον , συνετόν , εὐφυῆ , παιδεραστὴν δὲ
4143420 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
4140858 ἀκομψον
ἐν Λικυμνίῳ φέρεται ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους οὑτωσί : φαῦλον , ἄκομψον , τὰ μέγιστ ' ἀγαθόν , πᾶσαν ἐν ἔργῳ
, κατ ' ἀγροὺς δ ' αὖθις αὖ μολυβδίνην . ἄκομψον καὶ φαῦλον . – ˘˘ εἶτ ' ἀμφιετηριζομέναιϲ ὥραιϲ
4139666 δειλοτατον
ἐπαφίησι φθεγξάμενος [ δὲ ] πρὸς αὐτόν : „ ὦ δειλότατον θηρίον , ποῦ σου ἡ προλαβοῦσα ἰσχύς , ὅτι
φησιν ἀποκτεῖναι αὐτόν , ὃν πεποίηκε τῶν Τρώων κάκιστον καὶ δειλότατον καὶ ὑπὸ τοῦ Μενελάου μικροῦ δεῖν ζωγρηθέντα , ὃν
4136416 ἰσχυροτερον
διακόπτον , οὕτως ἔσωθεν τῷ ἀντικρίῳ παίειν : καὶ πολὺ ἰσχυρότερον ὁ ἀντίκριος γίνεται . Πρὸς δὲ τὰ μεγάλα μηχανήματα
περιελίξας προσθεῖναι , καὶ τὴν ἡμέρην ἐῇν : ἢν δὲ ἰσχυρότερον βούλῃ ποιῆσαι , σμύρναν ὀλίγην παραμίσγειν ὅσον τριτημόριον ,
4127958 σπουδαιᾳ
ἐκείνην τὴν ἀλήθειαν ἔργον ἔχει , ἥτις σύμφωνός ἐστι τῇ σπουδαίᾳ πράξει καὶ τῇ ὀρθῶς ἐχούσῃ καὶ σπουδαίως ὀρέξει .
ἐξ ἀρχῆς ἐν ἐκείνῳ καὶ τὰ ἀστεῖς τῶν παθῶν τῇ σπουδαίᾳ , καθόσον τῇ ἑτέρᾳ τι ἐκοινώνησε . Πρέπει δὲ
4123749 ἰσχυρον
μή ” φης ' “ ἀρέσκει . ” τοῦτο γὰρ ἰσχυρὸν οἴεταί τι πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχειν . οὐκ
αὐτὴν καὶ μελεδαινόμεναι . Ἢν τὸ στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ ,
4115247 ῥᾳστον
ἀφέντα ζητεῖν , ὅθεν ἐστίν . οὐδὲ γὰρ ἐζητοῦμέν τι ῥᾷστον εὑρεῖν . σὺ δὲ οὐ γράψας προσέθηκας τοῖς κακοῖς
, ἥτις ἐκ τῶν λαχάνων τούτων ἐστί : ἢ τὸν ῥᾷστον βίον καὶ ὀλιγαρκῆ λέγει , ἢ ὅτι τὰ οὐδαμινὰ
4112478 τιμιον
δὲ εὖ ἴστε ὅτι μηδέν ἐστι τῶν τοιούτων μέγα μηδὲ τίμιον ἄλλως , εἰ μὴ παρὰ τοὺς διδόντας , ἐὰν
διὰ τοῦτο , διό . μετ ' : ἐν , τίμιον : αἴσιμον : τιμῶσιν οἱ ἰχθύες . Τίς :
4112409 ἀνωδυνωτατον
φάρμακον ἀγαθὸν ἐπιπαττομένη ξηρὰ χνοώδης . πάντων δ ' αὐτῶν ἀνωδυνώτατόν τε καὶ οὐδενὸς ἧττον δραστήριον ὁ πομφόλυξ ἐστίν :
τῆς χελώνης πρόσφατον καὶ ἀνακόψας χρῶ . Τὸ γλεύκινον ἔλαιον ἀνωδυνώτατόν ἐστι καὶ ἀκοπώτατον ἄλειμμα : δύναμιν γὰρ ἔχει θερμαντικὴν
4112264 χαυνουμενος
ὁ Κλεινίου ἐπειδὴ νέος ὢν ἔτι τοὺς ὁμοτέχνους ἐνίκα , χαυνούμενός τε τῇ νίκῃ καὶ τῷ μεγέθει διαθρυπτόμενος τῶν τιμῶν
ὁ Κλεινίου ἐπειδὴ νέος ὢν ἔτι τοὺς ὁμοτέχνους ἐνίκα , χαυνούμενός τε τῇ νίκῃ καὶ τῷ μεγέθει διαθρυπτόμενος τῶν τιμῶν
4106784 ὠμοδακης
ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . ὠμοδακὴς ]
τοῖς ἄνω . ἀντιστροφὴ κώλων γʹ . ἡμέτερα : + ὠμοδακὴς ἄγαν : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
4105169 ἐλευθεριοτητι
ἥδονται , ὅταν γυμνοὺς ἀποπέμψωσιν αὐτούς . εἰκότως δὲ τῇ ἐλευθεριότητι ἡ ἀνελευθερία ἀντικεῖσθαι λέγεται : καὶ γὰρ μεῖζον κακόν
, ὥρμησεν ἐπὶ τὸ μεγαλοψυχίᾳ καὶ τῇ περὶ τὰ χρήματα ἐλευθεριότητι διενεγκεῖν τῶν ἄλλων . πρὸς δὲ τοῦτο τὸ μέρος
4098747 φερεπονον
Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Ῥωμαλέον τι ζῷον ἡ κάμηλος καὶ φερέπονον τὴν ἰσχύν , καὶ εἰ μὴ χαλεπὸν ἦν αὐτῇ
δὲ τῇ ἀνδρείᾳ , ὡς καρτερικὸν τὸ σῶμα ποιοῦσα καὶ φερέπονον , τὸ δὲ τῇ σωφροσύνῃ , ὡς τὸ σύμμετρον
4094290 φειδομενον
Πείσεσθαι . . πρὸς τὴν διαφορὰν τῶν ὀνομάτων . . φειδόμενον : Ἀκριβολογούμενον . . . προσέχοντα : Προσκείμενον .
, ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα : τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα , περιγίγνεσθαι δ ' αὐτῷ
4094142 καλων
ἐπιφανέστατος γεγονὼς ἐπὶ μὲν τῆς νεότητος ἐζήλωσεν ἀφιλαργυρίαν , τῶν καλῶν ἔργων ὀρεχθείς : καὶ μεγάλας πράξεις ἐπί τε τῆς
ὁρᾷ . ταῖς δὲ τοιαύταις ἀρχαῖς δεῖ δήπου καὶ στομάτων καλῶν , ὑφ ' ὧν ἀθάνατος ἡ μνήμη γίγνεται τοῖς
4092509 διεγειροντα
ὅστις λέγεται εὑρηκέναι τὴν μουσικήν . ἐπενόησε δὲ ἐμβατήρια μέλη διεγείροντα πρὸς θυμὸν τοὺς ἄγαν πολεμικοὺς ὄντας . ἡ γὰρ
καί τινα μέλη κοιμίζοντα μὲν τὰ τῆς ψυχῆς πάθη , διεγείροντα δὲ αὐτὴν ἐπὶ ἀρετήν . ὅτι δὲ τοῦτο οὕτως
4091829 ἀγλαϊαι
] τίμας ' Ἀπόλλων [ ἄλσος ] , ἵν ' ἀγλαΐαι [ τ ' ἀνθεῦσι - ] [ ] [
ἐρημία θεσπέσιος , ἔνθα τοῦ ἀγαθοῦ ἤθη διατριβαί τε καὶ ἀγλαΐαι , αὐτὸ δὲ ἐν εἰρήνῃ , ἐν εὐμενείᾳ ,
4090561 ἀναγκαζει
τὴν ῥίζαν ἔχειν στερεωτάτην αὐτόν τ ' ἠνεκέεσσι : περιπάτοις ἀναγκάζει αὐτὸν χρῆσθαι μακροῖς , μήτε βρωτὸν μήτε ποτὸν προσφέροντα
δεῖ αὐτὴν παντὶ τρόπῳ ἰδεῖν . οὐκοῦν εἰ μὲν οὐσίαν ἀναγκάζει θεάσασθαι , προσήκει : εἰ δὲ γένεσιν , οὐ
4085521 πρωτευον
ὑπάρχει Ῥωμαίων ἅπαν τὸ γένει καὶ ἀρετῇ μέχρι τοῦ δεῦρο πρωτεῦον . οὐθὲν γὰρ ἐσχεδιασμένον ἀπολέμῳ καὶ νεωτέρᾳ γνώμῃ τόδε
διὰ χαλκοῦ τὴν ἐξάρτυσιν ἔχοντα . τὸ δὲ μέγιστον καὶ πρωτεῦον , μακροβολεῖ τε καὶ ταῖς πληγαῖς ἐστιν εὔτονα ,

Back