] τίμας ' Ἀπόλλων [ ἄλσος ] , ἵν ' ἀγλαΐαι [ τ ' ἀνθεῦσι - ] [ ] [
ἐρημία θεσπέσιος , ἔνθα τοῦ ἀγαθοῦ ἤθη διατριβαί τε καὶ ἀγλαΐαι , αὐτὸ δὲ ἐν εἰρήνῃ , ἐν εὐμενείᾳ ,
5608318 χρημα
οἴκοθεν ἵν ' ἐπαμύνωσιν ἡμῖν δεομένοις . τὸ μὲν ἐγκώμιον χρῆμα δηλοῖ τὴν χρείαν τὴν συμπίπτουσαν πᾶσι τοῖς ἐν τῷ
τοῦ θεοῦ . ὃ νομοθέτης ἐκδιδάσκει φρονεῖν δεῖν τοὺς μηδὲν χρῆμα τῶν ἐν γενέσει γνωρίζοντας , ἀπογινώσκοντας δὲ ὅσα γενητὰ
5262969 ποικιλον
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον ,
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων .
5228813 περισσως
πολέμῳ ἔνι καρτερός ἐσσι : ὅτι τὸ περί ἀντὶ τοῦ περισσῶς . . . . . οὐδὲ πάλιν ἐρέει :
, κατὰ τὴν ψυχήν . ΑΜΦΑΓΑΠΩΝΤΕΣ , ἤγουν περιθάλποντες , περισσῶς ἀγαπῶντες τὸ ἑὸν κακὸν , ἀντὶ τοῦ τὸ σφέτερον
5222523 προσφιλες
τὸ τέλος ἔσω . ἀπολογοῦνται διότι ἐθορύβησαν . φίλον ] προσφιλές . φίλον ] ἐμοί . τέκος ] γέννημα .
ὑπεμείναμεν . σοῦ δὲ φανέντος ἐκείνων ἠλευθερώθημεν . φίλον ] προσφιλές . κάρα ] ὦ . ἀπήνης ] τοῦ ἅρματος
5196348 ἀγλαϊᾳ
στεφάνων τάν τε ἀριδρέπτων ἀοιδάν : Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαΐᾳ ἴδετε πορευθέντες ἀοιδαῖς δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ,
εἶπεν , ἀντὶ τοῦ θάλλουσιν , καὶ ἐν εὐθυμίᾳ καὶ ἀγλαΐᾳ καὶ χαρᾷ διάγουσι . . ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΣ . Κουροκτόνος μὲν
5174935 καταφασκομεν
διαλεκτικὸν νόμον , ἔτι δὲ ἀποφαινόμενοι τὰ πράγματα ποτὲ μὲν καταφάσκομεν , οἷον Θέων διαλέγεται : ἔστι δὲ μὴ μόνον
. γνωρίσασι δὲ Κορίσκον τὸν μουσικὸν ἐπεγκαλοῦσιν ὡς ὃ ἀπεφήσαμεν καταφάσκομεν , καὶ τὸν αὐτὸν εἰδέναι καὶ ἀγνοεῖν ὁμολογοῦμεν .
5165988 καρδιᾳ
οὖν εἰκὸς βραχὺν οὕτως ὄντα τὸν ἀνθρώπινον νοῦν μήνιγγι ἢ καρδίᾳ , βραχέσιν ὄγκοις , ἐγκατειλημμένον μέγεθος οὐρανοῦ καὶ κόσμου
σφυγμώδης γινομένη κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ταῖς ἀρτηρίαις καὶ τῇ καρδίᾳ . κεκραγότων δ ' ἐξαίρεταί τε καὶ διαφυσᾶται πᾶς
5110120 φιλαλληλον
τὰ δόγματα αὐτοῦ ; ἥμερον , κοινωνικόν , ἀνεκτικόν , φιλάλληλον . φέρε , παραδέχομαι , ποιῶ πολίτην τοῦτον ,
. τοιαύτηι συζῶντες τῆι εἱμαρμένηι βίον ἁπλοῦν καὶ ἀπέριττον καὶ φιλάλληλον εἶχον δίχα πυρὸς ἐπιγνώσεως , οὐ βασιλεῖς , οὐκ
5073261 ἐπαγωγον
, λέγει : τοῦτο μέν σοι πείσομαι . καὶ γὰρ ἐπαγωγόν , ὦ θεοί , τὸ σχῆμά πως τῆς κύλικός
καὶ τὰ ἐπιγινόμενα τοῖς φύσει γινομένοις ἔχει τι εὔχαρι καὶ ἐπαγωγόν . οἷον ἄρτου ὀπτωμένου παραρρήγνυταί τινα μέρη : καὶ
5070403 θιασοι
ἐσπουδακώς , ὃς εἰς μοίρας καθάπερ τινὰς συμμορίας διανενέμηται . θίασοι κατὰ τὴν πόλιν εἰσὶ πολυάνθρωποι , ὧν κατάρχει τῆς
δὲ εἴδωλον αὐτοῦ πρόχειρον καὶ παντοδαπόν , κολάκων ἐσμοὶ καὶ θίασοι , σεσηρότων καὶ σαινόντων , καὶ ἐπ ' ἄκρᾳ
5045775 ἰλυϊ
δὲ παρὰ τὴν εἴλησιν τῶν σχοινίων ἢ ἱμάντων . ἰλύσω ἰλύϊ περικαλύψω . ἱμάσθλην μάστιγα , ἀπὸ τοῦ ἱμάσσειν ,
διηγευμένηϲ τοὺϲ ἄνδραϲ οἷϲι ξυνέϲονται . πρόϲθεν μὲν γὰρ ἐν ἰλύϊ τοῖϲιν ὑγροῖϲιν ἔην καὶ ζόφῳ : ἐπεὶ δὲ τάδε
5032191 βουκολικων
χρόνοις Πτολεμαίου τοῦ ἐπικληθέντος Λαγωοῦ . περὶ δὲ τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς γενόμενος πολλῆς δόξης ἐπέτυχε . κατὰ γοῦν
ἐκ τοῦ ποιητικοῦ προσώπου . Μενάλκας καὶ Δάφνις εἰς ἔριν βουκολικῶν ᾀσμάτων καταστάντες εἴλοντο κριτήν τινα , οὗ τὸ ὄνομα
5024010 εὐτολμῳ
. Τόνδε ποθ ' Ἕλληνες ῥώμῃ χερὸς ἔργῳ Ἄρηος , εὐτόλμῳ ψυχῆς λήματι πειθόμενοι , Πέρσας ἐξελάσαντες , ἐλεύθερον Ἑλλάδι
θρασύτης λογισμῶν ἄμοιρος ἡ δὲ σὺν τῷ μὴ κατὰ καιρὸν εὐτόλμῳ ἔσφηλε . Κράτιστοι δὲ οἱ συνέσει τὸ διάφορον τῶν
5018071 κομῃ
αὐτὸν κληθῆναι . παραγενομένου δὲ τοῦ Αἰσώπου ἐν ῥύπῳ καὶ κόμῃ δυσειδεῖ διὰ τὴν χρονίαν συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς
οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν : οἱ δὲ θύμου κόμῃ καὶ ἁλσίν : οἱ δὲ καῖ τοῖς εὐώδεσι σπέρμασιν
5001290 ὀρχησει
εἶναι „ . ἡ δὲ γυμνοπαιδικὴ παρεμφερής ἐστι τῇ τραγικῇ ὀρχήσει , ἥτις ἐμμέλεια καλεῖται . ἐν ἑκατέρᾳ δὲ ὁρᾶται
δὲ βοῦς ἠνάγκασεν . Γύναι , πρὸς αὐλὸν ἦλθες . ὀρχήσει πάλιν τὴν ἴγδιν . τὴν θυΐαν ἀγνοεῖς ; Ἐλθών
4994971 νοημα
γὰρ ἡ πεῖρα πίστις , | ὑψηλόν γέ που δοκεῖ νόημα καὶ ἔστι τῷ ὄντι θαυμάσιον , ὃ τῷ ψηφίσματι
ἀθρόον τῶν ἐναντίων καταρραγεῖσαν ἐπικλύσαι καὶ τὸ χρηστὸν ἐκεῖνο διαφθαρῆναι νόημα . οὐ διὰ τοῦτο μέντοι δόξαντι θυσίας ἀμέμπτους ἀναγαγεῖν
4986755 ῥητινωδες
, εὐμάλακτον , λιπαρόν , ἀμέτοχον ἄμμου ἢ ψαφαρίας , ῥητινῶδες : τοιοῦτον δ ' ἐστὶ τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον
τε ἀμμωνιακὸν θυμίαμα καὶ τὸ βδέλλιον μάλιστα τὸ σκυθικόν , ῥητινῶδες ὑπάρχον καὶ τῇ χρόᾳ μέλαν : καὶ στύραξ μάλιστα
4985227 ἐσοδοι
ἐκηδεύθη λουτροφόρου χλιδᾶς , ἀνὰ δὲ Θηβαίων πόλιν ἐσίγαθεν σᾶς ἔσοδοι νύμφας . ὄλοιτο τάδ ' εἴτε σίδαρος εἴτ '
ἐκ νέας ἡλικίας καὶ περὶ παίδευσιν ἐπιθυμητικῶς ἔχει . καλῶν ἔσοδοι : ἀντὶ τοῦ ἔθη . ὅσα τέ ἐστι παρὰ
4984534 κοιλοπεδον
Δελφοῖς τῷ Ἀπόλλωνι τὸν δίφρον τοῦ ἅρματος . ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον : ὅτι ὁ ἀγὼν ἐν τῷ πεδίῳ τελεῖται .
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ : τό σφ ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθˈρον
4972525 καρδιῃ
θώρηκι , ἔϲτ ' ἂν ἀπὸ τοῦ διαφράγματοϲ ἐμφύῃ τῇ καρδίῃ : ἢν ὦν τι μεγάλων κακῶν ἴϲχῃ τήνδε τὴν
οὐκ ἔχον τεύχεα , συντυγχάνει τοῖσι κυρίοις τοῦ σώματος , καρδίῃ , πνεύμονι , καὶ ἀποπνίγονται . Ἐγὼ τὰ μέχρι
4917544 χρημ
δίκην ἀνοίσομεν . εἰ τῶν κρατούντων ἀδικίαις ὀλούμεθα ; τί χρῆμ ' ἀνερμήνευτα δυσθυμῆι , γύναι ; οὐδέν : μεθῆκα
χὠ μὲν σκυθράζει , δεσπότης δ ' ἀνιστορεῖ : Τί χρῆμ ' ἀθυμεῖς ; Ὦ ξέν ' , ὀρρωδῶ τινα
4916370 μελημα
' ἀνθρώποις περισπούδαστος οὖσα , οὕτω καὶ θεοφιλής ἐστι καὶ μέλημα τοῖς κρείττοσιν ἐναργῶς ὡς τοὺς μὲν αὐτῶν πάλαι πρὸς
χαίταισιν ἵσδει : [ Ἀστυμέλοισα ] κατὰ στρατόν [ ] μέλημα δάμωι [ ] μαν ? ἑλοῖσα [ ] λέγω
4880433 πολυμορφον
φασὶν ἀντὶ τῆς ἐκτμηθείσης κεφαλῆς ἀναβλαστάνειν ἄλλην , αἰνιττόμενοι τὸ πολύμορφον καὶ πολύγονον τῆς ἀθανάτου κακίας δυσάλωτον γένος . μηδὲν
βίον ἕνα καὶ τὸν αὐτόν , τὸ δέ ἐστιν χρῆμα πολύμορφον καὶ παντοδαπόν , πολλαῖς μὲν τύχαις , πολλοῖς δὲ
4875572 ἡδισται
, εἰκότως καὶ τοῖς βαδίζουσι καὶ τοῖς πλέουσιν ὀσμαὶ συμπαρομαρτοῦσιν ἥδισται : οὕτως ἄρα ἡ τιμὴ ἡ διαρκὴς ἡ περὶ
ἐν τοῖς βίοις καὶ ἐν τοῖς ὀργάνοις , αἱ μεταβολαὶ ἥδισται . Ἐπισκοτεῖ τῷ μὲν ἡλίῳ πολλάκις τὰ νέφη ,
4873446 χαριεν
Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται . Σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν
δεδοξασμένων ἀντιπαραβάλλοντα ἐκείνων τὰ ἔργα πρὸς τὰ τῶν ἐγκωμιαζομένων . χάριεν δέ ἐστιν ἐνίοτε ἀπὸ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ὁμωνυμίας
4867642 πραγος
συμφορὰν τὴν πικρὰν διὰ τὸ ἀλληλοκτονῆσαι τοὺς ἀδελφούς . ἐπὶ πρᾶγος ] ἐπὶ τὴν συμφορὰν τῶν ἀδελφῶν . πρᾶγος ]
' ἄλλον , ἰχνεύω πάλαι . Νυκτὸς γὰρ ἡμᾶς τῆσδε πρᾶγος ἄσκοπον ἔχει περάνας , εἴπερ εἴργασται τάδε : ἴσμεν
4853082 ἐνθεον
εἴσω ὁ δὲ Πρόκλος ἐθαύμαζε τοῦ Ἰσιδώρου τὸ εἶδος ὡς ἔνθεον καὶ πλῆρες εἴσω φιλοσόφου ζωῆς . ἐπεὶ καὶ ὁ
τὰ ἄστρα ζῷα λέγεσθαι * τὸν κόσμον καὶ τὸν * ἔνθεον , ζῷον λογικὸν ἀθάνατον . Πλάτων Θαλῆς τὰ φυτὰ
4842075 σεμνον
. αἷς τὰς θύρας κλείουσι ; θύννου μὲν οὖν . σεμνὸν τὸ βρῶμα . καὶ τρίτη Λακωνική . ἐν ἡμέραις
τροχηλατήσους ' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν
4841929 ἁπαϲι
, ψυχρὸν τούτῳ δίδου τὸ ὀξύμελι , χειμῶνοϲ δὲ ὄντοϲ ἅπαϲι θερμόν . ἐναντιώτατα δὲ τούτοιϲ ἐϲτὶ τὰ βαλανεῖα καὶ
λεπτομερέϲτερον καὶ διὰ τοῦτο καὶ διαφορητικώτερον : ὑπάρχει δὲ τοῦτο ἅπαϲι τοῖϲ χρονίζουϲιν , ὅϲα γε μὴ φθάνῃ ϲαπῆναι .
4839425 λεπτομερεϲτατον
διεξόδουϲ αὐτοῦ χυμῶν . ῥαφανὶϲ λεπτομεροῦϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ . μέλι λεπτομερέϲτατόν ἐϲτι τὸ γενόμενον ἐκ θερμῶν καὶ ξηρῶν φυτῶν :
κυπαρίϲϲῳ θερμαίνει τε καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην ἀπόϲταϲιν καὶ λεπτομερέϲτατόν ἐϲτι λεπτυντικῆϲ τε καὶ διαφορητικῆϲ ὑπάρχον , εἰ ποθείη
4809182 παριεμαι
τοῦ παραιτεῖσθαι δύναμιν ἔχειν : „ τοῦτο ὑμῖν δέομαι καὶ παρίεμαι . ” Πάρνης . ὄρος μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς
τῇ ὑπὲρ Σωκράτους λέγει : τίς τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι ; Ἐν δὲ τοῖς Νόμοις : ἰδιώτην ἄνδρα ποτὲ
4801322 ἰδιαζον
κοινὸν τὸ τῆς στάσεως ὄνομα , καὶ ἀναίτιον , εἴτε ἰδιάζον , καὶ ἐξ αἰτίας τινὸς ὠνόμασται , παρήσω τοῦτο
' οὖν ἐπιβάληται κακοποιεῖν . Τό τε τῆς γαλῆς γένος ἰδιάζον ἐστί : χωρὶς γὰρ τοῦ προειρημένου ἔχει λυμαντικὸν κατάστημα
4800101 ἰατρικῃ
τὰ εὑρισκόμενα εὑρίσκεται , οἷον τὰ μὲν ὑγιεινὰ καὶ νοσώδη ἰατρικῇ , ἃ δὲ οἱ θεοὶ διανοοῦνται , ὥς φασιν
δὲ τὸ χαρίεν καὶ ὥσπερ τερπνόν τι καὶ κατορθωτικὸν ἐν ἰατρικῇ ἔχοντες οὐχ οὕτως : πολλὰς δὲ μᾶλλον πραγματείας καὶ
4791317 εὐχαρι
νῦν δέ καί μοι τὸ σφόδρα αὐτῶν ἐπιδέξιόν τε καὶ εὔχαρι οἰχήσεσθαι ἄγον ὑμᾶς δοκεῖ , ὥστε ἡμῶν δὴ τῶν
οἰκείαν λέξιν καὶ σύνθεσιν , ἔχουσαν τὸ Ἀττικόν , τὸ εὔχαρι , τὸ ἀπέριττον , τὸ ἀνενδεές . εἰ δέ
4783372 ἐρωτικῃ
φιλῆσαι . περιπτύξαι : περιπλακῆναι , περιλαβεῖν . Ὀπάονι : ἐρωτικῇ , ἀκολούθῳ . Λοφιῆς : κεφαλῆς . Ἔμφρονι :
ἦνεἰσὶ γὰρ οἳ τοῦτο μυθολογοῦσιν , ὁ δὲ Βορέας αὐτὴν ἐρωτικῇ ζηλοτυπίᾳ διέφθειρε καὶ δεινῶς ἐλεοῦσα τὸ πάθος ἡ Γῆ
4782639 χρωτιδιον
τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι . ὡς δὲ μαλακὸν καὶ τέρεν τὸ χρωτίδιον ἦν , ὦ θεοί : καὶ γὰρ ἐβλίμαζον αὐτήν
ὥς φησι † Κράτης : ὡς μαλακὸν καὶ τέρεν τὸ χρωτίδιον , ὦ θεοί , καὶ γὰρ ἐβλίμαζον αὐτήν ,
4775552 λυπρον
ἐστι μεγίστη . τῆς δὲ πρὸς ἀντολίην ὀρέων ἄπο παιπαλοέντων λυπρὸν ὀρεσκῴων παραφαίνεται οὖδας Ἐρέμβων , οἳ βίον ἐν πέτρῃσι
τε ὅλῳ σώματι καὶ τῇ ὑστέρᾳ . καθάπερ γὰρ οὐδὲ λυπρὸν χωρίον τελειοῖ σπέρματα καὶ φυτά , τῇ δὲ παρ
4763147 παναρμονιον
' , ὑγίαιν ' . ὡς χρόνιος ἐλήλυθας . τὸ παναρμόνιον τὸ καινὸν ἔντεινον τεχνῶν . πολὺν πιὼν Εὐβοϊκὸν οἶνον
ὧν , ὅταν ἡ κρᾶσις γένηται σύμμετρος , ἥδιστον καὶ παναρμόνιον ἀποτελεῖται μέλος . τὰς δὲ τοσαύτας μυριάδας ἔπεισεν ὁμογνωμονῆσαι
4756518 Πειθους
Ἴυγγα ὑπ ' ἐνίων Μίνθαν λέγεσθαι , θυγατέρα μὲν οὖσαν Πειθοῦς , Ναΐδα δὲ νύμφην : Ἀριστοκλῆς δὲ ἐν τῷ
δ ' οὕτως τοῦ μέλους : πολύξεναι νεάνιδες , ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου
4747579 Αἰτνας
Σᾶμος Πόδαργος Λάμπος Ἄλκιμος Θόας . Θύρσις ὅδ ' ὡξ Αἴτνας : ὡς Σικελιώτου αὐτοῦ ὄντος καὶ κατὰ τὴν Αἴτνην
θαυμάσιον προσιδέσθαι , θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι , οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ , στρωμνὰ δὲ
4732412 συριγγι
μέμφομαι , ὅσοι τὰς ἑαυτῶν ἀφέντες ἀγέλας μέλει ποιμαίνειν καὶ σύριγγι , πληγὴν ἀπειλοῦσι καὶ μάστιγας . τῆς δὲ ἡμετέρας
ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν , ὑγρὸν ἱεὶς ζευκτῶν χεῖλος ὑπὲρ
4724252 θνατοισιν
βραδίνοις ἐπεβ ! [ ὄργας μὴ ' πιλάθε ! [ θνάτοισιν ? ? : πεδ´χ ? [ [ ] δαλίω
βραδίνοις ἐπεβ ! [ ὄργας μὴ ' πιλάθε ! [ θνάτοισιν ? ? : πεδ´χ ? [ [ ] δαλίω
4722285 Συμμαχιᾳ
παιδιὰν γινόμενόν ἐστιν , ἣν Πλάτων ὁ κωμικὸς ἐν τῇ Συμμαχίᾳ σαφῶς συνίστησι διὰ τούτων : εἴξασιν γὰρ τοῖς παιδαρίοις
καὶ Σώφρων . Πλάτων δ ' ἢ Κάνθαρος ἐν τῇ Συμμαχίᾳ σὺν τῷ σ : βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστιν
4716783 ἐραστον
καὶ τοὺς περὶ τοῦ ἔρωτος λόγους δῆλός ἐστι πρὸς τὸ ἐραστὸν ἀναφέρων . Οὔτε οὖν πολλοὺς εἶναι φατέον τοὺς σκοποὺς
οἶμαι πάγκαλος ἐφαίνετο ὁ Ἔρως . καὶ γὰρ ἔστι τὸ ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλὸν καὶ ἁβρὸν καὶ τέλεον καὶ
4713645 τηλεπορον
φασιν αὐτὸ Κυδίδου Ἑρμιονέως τηλέπορόν τι βόαμα λύρας . ἢ τηλέπορόν τι βόαμα : καὶ τοῦτο μέλους ἀρχή . φασὶ
ἁγνάν , παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον . τὸ δὲ ” τηλέπορόν τι βόαμα “ μὴ εὑρίσκεσθαι , ὅτου ποτ '
4711016 ϲτυψει
ἀπουλώϲεωϲ θεραπεύονται , μᾶλλον ἐπιϲκοτοῦϲι τῷ πυκνοῦϲθαι ἐπὶ πολὺ τῇ ϲτύψει τοὺϲ ὑμέναϲ . τὰϲ δὲ τετυλωμέναϲ καὶ χρονίαϲ καὶ
καρπὸϲ καὶ τῶν οἴνων ὁ ϲουρεντῖνοϲ καὶ ὅϲοι γλυκύτητα τῇ ϲτύψει ϲυμμεμιγμένην ἔχοντεϲ . γλυκὺϲ δὲ μόνον ἐϲτὶν ὁ θήραιοϲ
4693844 πλοκῃ
χέον . νικητικὸν τὸ στέμμα συγκομίσομαι πάλιν νικήσας τὸν νικήσαντα πλοκῇ τρέψας τε δείξω οἶκον ἔκλαμπρον μένειν εἰς αὐτὸν ὡς
δὲ πᾶν τὸ ἔργον ὑπάρχουσι πυκναὶ θύραι , τῇ μὲν πλοκῇ ταρσώδεις , τὰς στροφὰς δ ' ἔχουσαι πρὸς τὰς
4693224 ἀκεντρον
βασιλέα αὐτῶν πρᾷον ὄντα καὶ ἥμερον καὶ ὁμοῦ τι καὶ ἄκεντρον , ὅταν αὐτὰς ἀπολίπῃ , μεταθέουσί τε καὶ διώκουσι
αἱ μέλιτται πρᾶον ὄντα καὶ ἥμερον καὶ ὁμοῦ τι καὶ ἄκεντρον ὅταν αὐτὰς ἀπολίπῃ μεταθέουσί τε καὶ διώκουσι φυγάδα τῆς
4691985 σημειωσει
τοιούτων : ἐπὶ τούτων γὰρ ἀνακαλύπτομεν . ἐπὶ δὲ τῇ σημειώσει τοῦ προσώπου οὐκ ἀνακαλύπτομεν : αὐτόθεν γὰρ γυμνὸν ὑποπίπτει
εἰ δέ τι καὶ διὰ τῆς οι διφθόγγου εὑρεθῇ ἐν σημειώσει παραδεξόμεθα : ὡς ἔχει τὸ οἶος ὁ μόνος ,
4686869 ὀϲμῃ
λίθου γαγάτου προκριτέον τὸν ταχέωϲ ἐξαπτόμενον καὶ ἀϲφαλτίζοντα ἐν τῇ ὀϲμῇ . μελαντηρία ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ θειόχρουϲ λεῖα ὁμαλὴ καθαρὰ
γεύϲει . Ἄϲφαλτοϲ καλλίϲτη ἡ πορφυροειδὴϲ ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται
4684207 τοιουτωδες
ποταμοὺς καὶ λίμνας καὶ λειμῶνας καὶ καρποὺς καὶ πᾶν τὸ τοιουτῶδες . . . . . πλησιάζομεν ἤδη ταῖς τελεταῖς
ἄνδρα φιλόθηρα νόει . οὕτω γὰρ καὶ τὸ σημεῖον μαρτυρεῖ τοιουτῶδες . Πλευραὶ λεπταὶ ἀσθενῆ , ἄνανδρον καὶ δειλὸν σημαίνουσι
4684154 κεδνον
' ἐρημωθέντος ἄρσενος θρόνου . σὺ δ ' εἴ τι κεδνὸν εἴτε μὴ πεπυσμένη εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θυηπολεῖς , κλύοιμ '
, μὴ κακὸν φῦναι λέγειν , ἀλλ ' ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν τὴν σὴν στόμαργον ,
4677155 φυλακτικον
καὶ πᾶσαν κολακείαν ἐπ ' αὐτοῦ συσταλῆναι : καὶ τὸ φυλακτικὸν ἀεὶ τῶν ἀναγκαίων τῇ ἀρχῇ καὶ ταμιευτικὸν τῆς χορηγίας
. καθάπερ γάρ ἐστι φυλακτικὸν σώματος ὑγίεια , οὕτω ψυχῆς φυλακτικὸν καθέστηκε παιδεία . ταύτης γὰρ προηγουμένης οὐ πταίειν συμβήσεταί
4670934 εὐνομιᾳ
ξυμπολιτεύεσθαι . ὥστε γαληνόν τινα καὶ πανευδαίμονα βίον βιοῦσιν ξὺν εὐνομίᾳ καὶ ἰσότητι καὶ ἐλευθερίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς .
, θεῶν δ ' αὖ πάνθυτα θέσμι ' ἐξήνυς ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ . Πάνθ ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει
4668697 μνιον
δισύλλαβα μονογενῆ βαρύτονα διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , μνίον : ῥίον : σίον ἡ βοτάνη : ἴον τὸ
καθαρά . γένεθλα : γένη . Φέρβονται : τρέφονται . μνίον : βρύον , . Τοὔνεκα : διὰ τοῦτο ,
4663380 νυμφαιον
. ἀπὸ Νακόλης νύμφης . καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ νύμφης νύμφαιον καὶ Ἥρας Ἥραιον , οὕτω Νακόλης Νακόλαιον . τὸ
τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός . ἀπειπόντες οὖν ἐκάθηντο ἐς τὸ νύμφαιον , ἐν ᾧ ὁ πίθος , λευκοῦ δ '
4659632 νεποδεσσιν
σχεδόν : εἶμι δ ' ἐς αὐγάς ἠελίου μετόπισθε τεοῖς νεπόδεσσιν ἑτοίμη . ” Τῶν ἄρ ' ἐπὶ μνῆστιν κραδίη
λυγρὸν ἐπ ' ἰχθύσι μητίσαντο φάρμακον , ὠκύμορον δὲ τέλος νεπόδεσσιν ἔθηκαν . οἱ δ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἐπασσυτέραις
4646889 αὐλημα
αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος
διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος
4645631 πεφρικασιν
φεύγουσιν , ἀοσσητῆρα δὲ μόχθον , μόχθον ἀοσσητῆρα βίου μάλα πεφρίκασιν . Οὐδέ σφι κρείων ἐνὶ δώμασιν ὄλβος ὁμιλεῖ ,
ἄρα καὶ μεγέθει πολὺ μείζονες , ἠδ ' ἑκάτερθεν ὀξέα πεφρίκασιν ἀρειοτέρῃσιν ἀκωκαῖς . Λείπω τρισσὰ γένεθλα , κακὸν μίμημα
4644760 Ἰνδη
ἡ δι ' ἰτεῶν , καὶ ἡ μηλίνη καὶ ἡ Ἰνδή . Πρὸς αἱμορραγίαν πεσσός . Κηκῖδος τὰ ἐντὸς κόψας
# β # . τοῦτό ἐστι τὸ κίσσινον . Ἡ Ἰνδή . Ἰοῦ ξυστοῦ # Ϛ , κηκῖδος , χαλκάνθου
4644717 μολπῃ
καὶ αἴλινος ἔν τε πένθεσι καὶ ἐπ ' εὐτυχεῖ δὲ μολπῇ κατ ' Εὐριπίδην . . . . . .
' ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον , ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ , ἀμβροσίῃ μολπῇ : περὶ δ ' ἴαχε γαῖα μέλαινα ὑμνεύσαις ,
4643137 εὐγενες
ἐπιστασίας καὶ στρατηγίας . ἐνορῶν οὖν ὁ πατὴρ αὐτῷ φρόνημα εὐγενὲς καὶ μεῖζον ἢ κατ ' ἰδιώτην ἐθαύμαζε καὶ περιεῖπε
ἀπώλεσαν . ἀγόμεθα λεία σὺν τέκνωι : τὸ δ ' εὐγενὲς ἐς δοῦλον ἥκει , μεταβολὰς τοσάσδ ' ἔχον .
4640622 τιμιωτατον
τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννῶν τὰ ἐφεξῆς : δεῖ δὴ καὶ τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννώμενον καὶ δεύτερον ἐκείνου τῶν ἄλλων ἄμεινον
ἀνθρώπων δὲ γονῆς τὸ λάχος , χρῆμα παντὸς μάλιστα θεοῖς τιμιώτατον , ὀφείλεσθαι : εἰ δὲ δὴ καὶ τούτων λάβοιεν
4638866 γλωσσῃ
τῆς μανίης , στέρησις τοῦ ὀφθαλμοῦ γίνεται . Ὁκόσοι τῇ γλώσσῃ παφλάζουσι τῶν χειλέων μὴ κρατέοντες , ἐὰν ταῦτα παύσηται
μικρὸν ἔχουσα τὸν στάχυν , πικρὸς τῇ γεύσει καὶ τῇ γλώσσῃ ἀναξηραντικός , ἐπιμένων τῇ εὐωδίᾳ . διαπιπράσκεται δὲ καὶ
4637918 ἀθροισει
ἐπὶ τῇ δήξει τοῦ στομάχου γινόμενον : ἐπὶ γὰρ τῇ ἀθροίσει τῆς χολῆς ἐπὶ τὸν στόμαχον δάκνεται καὶ ἀνιᾶται ,
τὸ μᾶλλον ἤδη τοῦ συμφέροντος ἐν τῇ μετ ' ἀλλήλων ἀθροίσει λαμβάνειν αἴσθησιν . Ὁμοίως γὰρ εἰς τὴν ἀφοβίαν συνήργει
4632766 περαινον
ἡ μονὰς καὶ καθ ' ἑαυτό γε θεωρούμενον καὶ μονώτατον περαῖνον καὶ ἀληθῶς ὁρίζον : σὺν γὰρ ἑτέρῳ μόνον οὐκ
αὕτα γὰρ ἁ διενεργοῦσα ἐντὶ τό τε ἄπειρον καὶ τὸ περαῖνον ἐν ταῖς πράξεσι , διόπερ καὶ τᾶν ἀλλᾶν ἀρετᾶν
4628405 θεοσεβες
' ἂν μὴ παρανομεῖν . Ποῖα δή ; Τό τε θεοσεβὲς ἅμα καὶ φιλότιμον καὶ τὸ μὴ τῶν σωμάτων ἀλλὰ
καὶ τέταχεν καὶ πεποίκιλκε τὴν γραφήν . ἦθός τε ἐπιδείκνυται θεοσεβὲς καὶ δίκαιον καὶ καρτερικὸν καὶ εὐπρεπές , ἁπάσαις τε
4617162 ἐνεργεισθαι
αἳ ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἀνθρώπων κοινωνίᾳ καὶ συναναστροφῇ ἐνεργεῖσθαι πεφύκασιν . ἵνα δὲ μή τις τῷ χρόνῳ μόνῳ
ἄπεισιν , ὡς ἂν ἄλλο τι τῶν αἰδημόνως καὶ κοσμίως ἐνεργεῖσθαι δυναμένων ἐνεργήσειεν , τοῦτο μόνον παρ ' ὅλον τὸν
4601526 περιεστικον
ὅ τι νούσημα καὶ θανάσιμον : μακρὸν , ὅ τι περιεστικόν : ὀξὺ , ὅ τι θανάσιμον : ὀξὺ ,
ὀξὺ , ὅ τι θανάσιμον : ὀξὺ , ὅ τι περιεστικόν . Τάξιν τῶν κρισίμων ἐκ τουτέων σκοπεῖσθαι , καὶ
4601388 τεραστιον
ἤθεσι προσαγορευόντων καὶ ὁμιλίας τὰς ἁρμοττούσας τῷ καιρῷ ποιουμένων . τεράστιον δὲ καὶ τὸ μὴ πίνοντας πινόντων καὶ τὸ μὴ
: ὅταν δὲ δὴ καὶ ἐξ ἐναντίας , τοῦτο ἤδη τεράστιον καὶ ἀλλόκοτον . κατηγορίας δὲ καὶ ἀπολογίας οὐδὲν οἶδα
4594085 ΥΙ
ἔσται , ὡς μὲν τὸ ἀπὸ ΜΥ πρὸς τὸ ἀπὸ ΥΙ , τὸ ὑπὸ ΞΡΓ πρὸς τὸ ὑπὸ ΔΡΕ ,
ἐπεί ἐστιν , ὡς τὸ ἀπὸ ΜΥ πρὸς τὸ ἀπὸ ΥΙ , τὸ ὑπὸ ΑΠΒ πρὸς τὸ ὑπὸ ΔΠΕ ,
4593747 ὡροσκοπησεν
τῇ ἐκτέξει , ὅπου δὲ ἐν τῇ ἐκτέξει παροδεύει τοῦτο ὡροσκόπησεν ἐν τῇ σπορᾷ . τοσαῦτα τοίνυν καὶ περὶ συνελεύσεως
τῇ ἐκτέξει , ὅπου δὲ ἐν τῇ ἐκτέξει παροδεύει τοῦτο ὡροσκόπησεν ἐν τῇ σπορᾷ . Τοὺς δὲ χωρισμοὺς αὐτῶν καὶ
4592861 μετεχουσαι
, καὶ κηρωταὶ ὑγραί , ἔσθ ' ὅτε καὶ καστορίου μετέχουσαι καὶ ἀπὸ σικυωνίου ἐλαίου γεγονυῖαι ἢ ἰρίνου : γίγνονται
ψυχαὶ εἴδωλα , αἱ μὴ καθαρῶς ἀπολυθεῖσαι ἀλλὰ τοῦ ὁρατοῦ μετέχουσαι , διὸ καὶ ὁρῶνται . Εἰκός γε , ὦ
4592321 μιμησει
οὗτοι βωμὸν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς φιλανθρωπίας ἀναπλάττουσιν . ἡμῶν ἂν μιμήσει τανῦν , Ἀλέξανδρε , τὸ φιλάνθρωπον , τιμηθήσῃ παρ
τὴν ἡμετέραν ψυχὴν τοῦτο πεποίηκεν . ὅτι δὲ χαίρει τῇ μιμήσει ἡ ψυχὴ ἡμῶν , δηλοῖ τὸ παῖδας ἡμᾶς ὄντας
4590358 κυλινδρικῃ
ἐπιφάνειαν τῇ ΑΠ εὐθείᾳ , ἣ δὴ περιαγομένη συμβαλεῖ τῇ κυλινδρικῇ γραμμῇ κατά τι σημεῖον . ἅμα δὲ καὶ τὸ
καὶ ἀκούσια τὰ πλημμελήματα , ἐκδιδάσκει τῇ κατ ' ἐπιπέδου κυλινδρικῇ κινήσει ἐοικέναι φήσας τὸν τῶν ἀνοήτων βίον , ὃς
4586560 μελος
. καὶ ἐν Ἱππεῦσι λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν . μέλος χοροῦ . ἀντῳδή , ἥτις καὶ ἀντιστροφή . ἔστι
εἰς τὸν σύμπαντα οὐρανὸν ἐλλάμψειὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι μέλος ἂν ᾄσειαν ἐν φυσικῇ τινι ἁρμονίᾳεἰ οὕτω κινοῖτο ὁ
4579914 στυφον
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς
4576686 φυλον
τοῦτο γλωσσηματικὸν παλεύειν ἔλεγον . θηράσατε . . 〚 εὔδαιμον φῦλον : Ἡ ἀντῳδὴ καὶ ἀντιστροφὴ ὁμοία ἐστὶ τῇ ᾠδῇ
καὶ ταῖς αἰγείροις καὶ ταῖς συκαῖς προσέτι τὸ τῶν κανθαρίδων φῦλον , ὥσπερ οὖν Ἀριστοτέλης λέγει , ἔν γε μὴν
4572166 εἰρηνικον
εἴδη κατεστήσατο , τὸ μὲν πολεμικὸν πυρρίχην , τὸ δὲ εἰρηνικὸν ἐμμέλειαν , ἑκατέρῳ τὸ πρέπον τε καὶ ἁρμόττον ἐπιθεὶς
Ἀδρίαν θάλατταν . μετὰ δὲ ταῦτα δοὺς ἑαυτὸν εἰς βίον εἰρηνικὸν ἐξέλυσε μὲν τῶν στρατιωτῶν τὰς ἐν τοῖς πολεμικοῖς γυμνασίας
4569635 φαιδρον
κύκλον , ὡς ἀκάμας ἐν αὐτῷ καὶ τὸ τῆς πανσελήνου φαιδρόν . ἀλλά μοι δοκεῖς περὶ τῶν καθ ' ἕκαστον
τῆς ἑορτῆς τὸ σεμνὸν βουλομένου , τοῦ δὲ λαμπροῦ καὶ φαιδρόν τι προσαπαιτοῦντος . Ἔστι τοίνυν τῆς αὐτῆς εὐσεβείας τεμένη
4568863 νευσει
τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν αἱ τέχναι : τὴν γὰρ Εἱμαρμένην
' ὁρίζει τᾷ ποτὶ τὸ μέσον καὶ ἀπὸ τῶ μέσω νεύσει . κάτω δὲ καὶ μέσον ταὐτόν φαντι : τὸ
4564428 Ἀδρηστη
Κλυμένη . , . . . . . ἅμ ' Ἀδρήστη , ἅμα δρήστη . κλισίην . , κλισίην ,
κἀκ τούτων : τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν : Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ
4553380 Ὁμολιον
ὄρει Ὁμολωΐδες , καὶ Ζεὺς Ὁμολώϊος τιμᾶται ἐν Βοιωτίᾳ . Ὁμόλιον , πόλις Μακεδονίας καὶ Μαγνησίας . Στράβων ἑβδόμῃ .
ἡ Κραννὼν πόλις , ὥς φησι Στράβων . Κραννών . Ὁμόλιον πόλις Μακεδονίας καὶ Μαγνησίας . Στράβων ἑβδόμῃ . .
4551756 εὐδαιμον
, ὦ θεία κεφαλή , καὶ ποιήσας μοι τὸ γῆρας εὔδαιμον τῷ περὶ ὧν ἀφῖγμαι κατωρθωκέναι χρηστὴν ἀγγελίαν φέροντα τοῖς
μεταβολῆς ἔτι ὑπάρχοντος , τοὺς δὲ τεθνεῶτας βεβαίως ἔχοντας τὸ εὔδαιμον καὶ μεταβολῆς ἐκτὸς τελειότερον τετράκις : λέγει γὰρ ἐπὶ
4546470 δυσμενεες
μεγάροισι τεκὼν λίπεν , οὐδ ' ἀπόνητο . τῶ νῦν δυσμενέες μάλα μυρίοι εἴς ' ἐνὶ οἴκῳ . ὅσσοι γὰρ
τις αἰδώς , οὐ φιλότης : πάντες γὰρ ἀνάρσιοι ἀλλήλοισι δυσμενέες πλώουσιν : ὁ δὲ κρατερώτερος αἰεὶ δαίνυτ ' ἀφαυροτέρους
4544341 κυϲτει
λάβοι . ὑγιάζειν δὲ δύναται , φηϲίν , τὰϲ ἐν κύϲτει ἑλκώ - ϲειϲ καὶ τὸ κῦφι καὶ αἱ κυφοειδεῖϲ
γίγνονται θρόμβοι ὡϲ ἔξω χυθέν : ἐπάγη κοτὲ καὶ ἐν κύϲτει , εὖτε ἰϲχουρίη γίγνεται δεινή . ἐπὶ δὲ τῇ
4542157 Ἀσπιδι
φασιν εἶναι πήραν : [ Πίνδαρος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν Ἀσπίδι ἐπὶ τοῦ Περσέως : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρα
Ἰβηρίς τὸ θηλυκόν ” Ἑλληνίς , οὐκ Ἰβηρίς „ Μένανδρος Ἀσπίδι . λέγεται καὶ Ἰβηρικός . [ Διονύσιος ] „
4537014 ποιησαν
ἑτέρᾳ μάχῃ καταλιπεῖν τὸν χάρακα ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι : καὶ τὸ ποιῆσαν αὐτῶν τὴν ἀταξίαν καὶ βοὴν τοῦτ ' ἦν .
τῆς εἰς τὸν Πόντον ἐκβολῆς : τὸ δ ' ἀρκτικώτερον ποιῆσαν λίμνην καλουμένην Θιαγόλαν , ἧς ἡ θέσις νεʹ γοʹʹ
4533570 Ἀλκηστιδι
ἐν ᾧ ἐστι λοχῆσαι . Εὐριπίδης Τηλέφῳ : καὶ ἐν Ἀλκήστιδι : κἄνπερ λοχαία σαυτὸν ἐξ ἕδρας . καὶ λοχαίη
θυγατέρες εἰσὶν αἱ Πελίου : τὸ δὲ ὄνομα ἐπὶ τῇ Ἀλκήστιδι γέγραπται μόνῃ . Ἰόλαος δέ , ὃς ἐθελοντὴς μετεῖχεν
4526063 ἐϊσκομεν
μὲν ἔκταμεν , ὄφρα φοροίη αὐανθέν . τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν εἰσορόωντες ὅσσον θ ' ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης ,
σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ ἅμα
4526043 εὐοι
ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . Βακχικόν τι ἐπίφθεγμά ἐστι τὸ εὐοῖ . Ἀριγνώτη δέ φησιν ὅτι τινὲς ἔλεξαν εὐοῖ ἀντὶ
πάλλε πόδ ' αἰθέριον , ἄναγ ' ἄναγε χορόν εὐὰν εὐοῖ ὡς ἐπὶ πατρὸς ἐμοῦ μακαριωτάταις τύχαις . ὁ χορὸς
4522267 ἀκροτατον
, τὰς δὲ οὐσίας ἑκάστων ἀφαιρούμενος καὶ πλούτου πρὸς τὸ ἀκρότατον ἀφικόμενος οὐδεμίαν μὲν ἀκολασίας ἰδέαν παραλέλοιπεν , ἁπάσῃ δὲ
. κύμβαχος ἐπὶ μὲν τοῦ ἄκρου τῆς περικεφαλαίας “ κύμβαχον ἀκρότατον νύξ ' ἔγχεϊ ὀξυόεντι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ
4521967 στεγῃ
κύτος , πλαστὸν ἐκ γαίης , ἐν ἄλλῃ μητρὸς ὀπτηθὲν στέγῃ , νεογενοῦς ποίμνης δ ' ἐν αὐτῇ πνικτὰ γαλακτοθρέμμονα
] τοῦ γελοίου χάριν . κάπνη ἐστὶν ὁ ἐν τῇ στέγῃ τοῦ μαγειρείου σωληνοειδὴς αὐλός , δι ' οὗ ὁ
4520646 ἀγριον
Ὑπερικοῦ : ἤτοι ὅμοιόν ἐστι κενταυρίῳ . ὑποκιστὶς ἤτοι ὑοσκύαμον ἄγριον τὸ παρά τινων λεγόμενον λύκον τὸν φυόμενον ἐν τοῖς
ϲὺν τοῖϲ ἄλλοιϲ βοηθήμαϲι . παραπληϲίωϲ δὲ ποιεῖ καὶ τὸ ἄγριον λάπαθον τὸ κεντρῶδεϲ ῥίζαν ἔχον ὑπομήκη , οἷον ῥαφανὶϲ
4518421 καιναν
φαινόλης ἐστὶν ἐν Ῥίνθωνος Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Ταύροις : ἔχοισα καινὰν φαινόλαν καπαρτίω . ὁ δὲ σάραπις , Μήδων τὸ
τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν , ἁπλοῦν ῥυθμὸν χέοντες αἰόλωι μέλει , καινὰν ἀπαρθένευτον , οὔ τι ταῖς πάρος κεχρημέναν ὠιδαῖσιν ,
4514583 μονοπροσωπως
ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου ἐξεζήτησα , κατὰ πᾶσαν ἰσχύν μου πορευόμενος μονοπροσώπως εἰς τὸ ἀγαθόν . Προσέχετε οὖν , τέκνα ,
οἱ μονοπροσώπως γεγραφότες ἐπιταφίους ὠδάς , καταχρηστικῶς δὲ καὶ οἱ μονοπροσώπως ὅλην * τὴν * ὑπόθεσιν ἀφηγούμενοι , ὥςπερ νῦν
4510804 χερειον
ἀνάρσιον ἀντιβολήσῃ . Ναὶ μὴν καὶ φώκη κομέει γένος οὔτι χέρειον : καὶ γὰρ τῇ μαζοί τε καὶ ἐν μαζοῖσι
βρεφοκομεῖ , κακοπαθεῖ , ἐπιμελείας ἀξιοῖ τὰ ἴδια τέκνα . χέρειον : πως , ἔλαττον , τῶν δελφίνων , οὔ
4509641 δαπαναι
ἀπένεμον , ἐξ ὧν μισθουμένων αἱ εἰς τὰς θυσίας ἐγίνοντο δαπάναι : οὐ γὰρ κατ ' εὐσέβειαν ἔθυον τὰ ἱερεῖα
διοίκησιν δεξιὸν μὲν ἡ φειδωλία , εὐώνυμον δὲ αἱ ἀνειμέναι δαπάναι : καὶ ὅσοι μέντοι ἐν τῷ λογίζεσθαι περιττοί ,
4507320 σεβας
τὴν πάνυ . πολλὰ λίαν ἐπιθυμητήν . , περιμάχητον . σέβας ] τιμή . . . ἀρρήτων ] ἀπορρήτων ,
τὴν παρουσίαν τῶν Αἰγυπτιαδῶν . βουνῖτι ] ὀρεινή . ἔνδικον σέβας ] δικαία σέβεσθαι , ἢ ἣν δικαίως πάντες τιμῶσιν
4506768 νηφαλιον
σώματα ἄνοσα καὶ τὸν λογισμὸν ὑγιῆ καὶ ἐν τοῖς μάλιστα νηφάλιον : ὄψα δὲ καὶ μελίπηκτα καὶ ἡδύσματα καὶ ὅσα
ἐνθουσιῶδες λαβεῖν , ἐπιλόγοις γὰρ οἰκεῖον , μήτε τὸ λίαν νηφάλιον : ἀλλότριον γὰρ τοῦ πάθους . ὡς μὲν οὖν

Back