φαινόλης ἐστὶν ἐν Ῥίνθωνος Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Ταύροις : ἔχοισα καινὰν φαινόλαν καπαρτίω . ὁ δὲ σάραπις , Μήδων τὸ
τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν , ἁπλοῦν ῥυθμὸν χέοντες αἰόλωι μέλει , καινὰν ἀπαρθένευτον , οὔ τι ταῖς πάρος κεχρημέναν ὠιδαῖσιν ,
7662571 αἰολῳ
πάντολμοι . Οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων χωρίζονται τῷ αἰόλῳ : πολλὰ γὰρ αὐτῶν τὰ εἴδη . καὶ οἱ
, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει : μέγιστον δ ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται . κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ
7197638 Βακχε
ὅσον ζυγόν . Τευθράντιον δὲ σχῆμα Μυσίας χθονός δέσποτα φιλόδαφνε Βάκχε , παιὰν Ἄπολλον εὔλυρε θριάζειν Ζεὺς ὅστις ὁ Ζεύς
δράκων ἢ πυριφλέγων ὁρᾶσθαι λέων . ἴθ ' , ὦ Βάκχε , θὴρ ἀγρευτᾶι βακχᾶν προσώπωι γελῶντι περίβαλε βρόχον θανάσιμον
7119997 χεοντες
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βαίνομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες . ἡμῖν δ ' αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο ἴκμενον
σοί , Βάκχε , τάνδε μοῦσαν ἀγλαίζομεν , ἁπλοῦν ῥυθμὸν χέοντες αἰόλῳ μέλει , καινάν , ἀπαρθένευτον , οὔ τι
6420562 ὀφρυσιν
ἀγρολόφοισι : ἔξω ἐν ταῖς ὕλαι στῶντες . Ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . μεσόφρυα : μέτωπα . Χαροπαῖσι : εὐχαρίαις .
Τορόν : κυκλοτερές . πυρσωπόν : πύρινον . ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . δαφοινόν : μέλαν . Οὔατα : οὔτα .
6265122 Ἀθαναις
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ' ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ ' εὐκλέ ' ἀγοράν : ἰοδέτων
κοὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων . οὐκ ἐν ταῖς ζαθέαις Ἀθάναις εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν μόνον οὐδ ' ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι
6248109 Κυπρι
ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν ἀναμνησθῶσι
πνέοισιν [ [ ] ἔνθα δὴ σὺ στέμματ ' ἔλοισα Κύπρι χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόαισον .
5917410 ὑφαινειν
ὅμοιον ὡς κἂν εἴ τις λέγοι τὴν ψυχὴν κινεῖσθαι τῷ ὑφαίνειν ἢ οἰκοδομεῖν : βέλτιον γὰρ ἴσως μὴ λέγειν τὴν
ποθέω πολυήρατον ? [ εἶδος ] ? ? ? [ ὑφαίνειν ] [ , ] χάρματι λαμπετόοντ ' ἀμαρύγματα [
5901889 λευσσετε
Φωκεὺς κρατερᾶς μηδοσύνας ἦρα τίνων Ἀθάνᾳ , κἀν ταῖς Πτέρυξιν λεύσσετε τὸν γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ ' Ἀκμονίδαν τ '
μὴ οἶος Ἀργείων ἀγέραστος ἔω , ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε : λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ
5873663 ἁγναις
, ὃς ξίφεσιν χαίρεις ἠδ ' αἵματι Μαινάσι θ ' ἁγναῖς , εὐάζων κατ ' Ὄλυμπον , ἐρίβρομε , †
ἐπιτελοῦσι , τότε δὲ σύμπαν τὸ ἔθνος μετὰ πάσης ἀδείας ἁγναῖς χερσὶν ἱερουργεῖ καὶ ἱερᾶται . αἴτιον δὲ τόδε :
5861271 Θρηικα
Ὅμηρον τούτοις προσμαρτυρεῖν λέγοντα ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς , καὶ ἔτι αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν
” Δώριον , ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν „ Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς , Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ ' Εὐρύτου ”
5851902 μολπας
Μελάμποδα : † μάλα † τοι μάλιστα παιγμοσύνας τε φιλεῖ μολπάς τ ' Ἀπόλλων , κήδεα δὲ στοναχάς τ '
δὲ Βάκχον , τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης :
5842059 ὐπα
δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ
βασίλευς [ ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος [ ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε ,
5829685 χρεω
ἔσται . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων : χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε κερδαλέης ,
Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ , ἥ
5818837 αἰπολε
. Σιμιχίδα Θεόκριτε , σοφῶν ὀΐων ποιμάντορ καὶ τοκάδων αἰγῶν αἰπόλε μηκάδων , τὰς Ἑλικωνίτιδες βοτάναι θρέψαν καλλίστως : οὐ
καὶ τὸ ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς , αἰπόλε , τήνα καὶ τὰ πολλὰ τῶν βουκολικῶν , ἵνα
5784125 Ἡρακληειην
' ἀμείνονα φῶτα , δεινόν τε κρατερόν τε , βίην Ἡρακληείην : τὸν μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέϊ Κρονίωνι , αὐτὰρ Ἰφικλῆα
, ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ βίην Ἡρακληείην τὸν Ἡρακλέα . Καὶ τὰ τοιαῦτα δὲ κατὰ ἐναλλαγὴν
5773021 ὁπποθεν
σήματα καὶ καθαρᾶς εὐαγέος ἠελίοιο λαμπάδος ἔργ ' ἀίδηλα καὶ ὁππόθεν ἐξεγένοντο , ἔργα τε κύκλωπος πεύσηι περίφοιτα σελήνης καὶ
. . . . , ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν , ὁππόθεν ἄρξωμαι : τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις . .
5752482 σαισι
παλαιὸν δωμάτων ἐμῶν λάτριν . χὤτι μ ' ἐν ταῖς σαῖσι φερναῖς ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ
θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς : ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ ' ἀπείρονα κόσμον .
5751241 ἀκραις
ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ τοῦ ἄκραις . πρώτῃσι δὲ πύλῃσι πρὸς τὸ ἄξαντ ' ἐν
ἃ νῦν ἡμῶν ὁ νοῦς ταῖς ἐμπαθέσι κηλῖσι μεθύων , ἄκραις ἐπαφαῖς τὸ τοῦ λόγου κατανοεῖ . ὁ δὲ δὴ
5743355 ἁνικ
: ὅτε γὰρ πλεῖν μέλλουσιν , ἀνάγουσι τὰς ἀγκύρας . ἁνίκ ' ἄγκυραν : τὸν Τρίτωνά φησιν αὐτοῖς συντετυχηκέναι ἀναγομένοις
δ ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκˈλαγξε βροντάν , ἁνίκ ' ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε , θοᾶς
5741605 οἰχνειτε
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντα ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε . ἐνταῦθα τῷ τε ὀμφαλὸν εἰς τὸ ν λήγοντι
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντα ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ ' εὐκλέ ' ἀγοράν , ἰοδέτων λαχεῖν
5725102 ἀνακτοροις
τοῦ θεοῦ ταμίαν τε πάντων πιστόν , ἐν δ ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῆι δεῦρ ' ἀεὶ σεμνὸν βίον . Κρέουσα
ψήφωι μιᾶι , τὸν ἱερὸν ὡς κτείνουσαν ἔν τ ' ἀνακτόροις φόνον τιθεῖσαν . πᾶσα δὲ ζητεῖ πόλις τὴν ἀθλίως
5720785 εὐμενεοντες
Φινῆος ὀισσάμενος τελέεσθαι : “ Ταῦτα μὲν αὐτίκα πάντα παρέξομεν εὐμενέοντες : ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον ἐτήτυμον ὁππόθι γαίης
Μεσσάνας Ἀμυθάν : ταχέως δ ' Ἄδˈματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος εὐμενέοντες ἀνεψιόν . ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς
5720222 καλεοντι
θεαί , καλὰ πάντα ποεῖτε . Βομβύκα χαρίεσσα , Σύραν καλέοντί τυ πάντες , ἰσχνάν , ἁλιόκαυστον , ἐγὼ δὲ
? [ ] ? ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι [ : καλέοντί ? μιν Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι . πεφόρητο δ '
5711681 ἐλπομενοι
μίμνετε , εἰς ὅ κεν ἄμμε ποτὶ πτόλιν εἰρύσσωσι δήιοι ἐλπόμενοι Τριτωνίδι δῶρον ἄγεσθαι . Αἰζηῶν δέ τις ἐσθλός ,
' , οἳ δ ' ἐχάρησαν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε ἐλπόμενοι παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο . καί ῥ ' ἵππους μὲν
5706629 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
5705690 Κυανεαις
Ἀγηνορίδαο λιπόντες αὖλιν , ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐξικόμεσθα ἀγχοῦ Κυανέαις πέτραις , ἅς μοι ποτὲ μήτηρ ἡμετέρη κατέλεξε περίφρων
καὶ τὴν ταριχείαν ἐστίν : ἐπειδὰν δὲ ἤδη συνάψῃ ταῖς Κυανέαις καὶ παραλλάξῃ ταύτας , ἐκ τῆς Χαλκηδονιακῆς ἀκτῆς λευκή
5702003 ἁδυ
τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν :
καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων
5695463 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
5678730 κυτταρον
. . . μυχαίτατον . Θεόφραστος . . . ὥσπερ κύτταρον . , , ; ) ἀλλὰ γὰρ κηφῆνες :
; ” ὡς ἐν οὐρανῷ αὐτῶν οἰκούντων . τινές φασι κύτταρον τὸ ὑψηλότατον τοῦ οὐρανοῦ . λέγουσι γὰρ κοῖλον εἶναι
5677698 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
5671464 εσθ
. . [ ] ν ! ! [ [ ] εσθ [ [ ] οι ? [ [ ] !
? ? σεμν ? [ [ ] [ [ ] εσθ ? ? ? ' , ἐγὼν δαυ ' [
5668623 Μουσεων
μὴ λέληθα βουκολούμενος , Ἀμφότερον , θεράπων Ἐνυαλίοιο θεοῖο καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος , παρεστήκασι δὲ ἐν κύκλῳ καὶ
πολλοὶ μὲν βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως
5667244 παλαμαι
αἰσθήσεσι τὴν κρίσιν τἀληθοῦς ὑπάρχειν οὕτως : στεινωποὶ μὲν γὰρ παλάμαι κατὰ γυῖα κέχυνται , πολλὰ δὲ δείλ ' ἔμπαια
ἅπαντα γάρ ἐστι θεῶν ἥσσω : λίθον δὲ καὶ βρότεοι παλάμαι θραύοντι : μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά . οὐ γὰρ
5663505 ἐμαι
, ὃ στέρνων ἀπονησαμένη ῥάιων ἔσομαι . στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί , ψυχὴ δ ' ἀλγεῖ κακοβουληθεῖς ' ἔκ τ
τὰ κτήματα κατὰ πᾶν γένος , οἱ ἐμοί , αἱ ἐμαί , τὰ ἐμά . κἂν ἀμειφθῇ δὲ τὰ τοῦ
5659824 δοτικαις
κατὰ διάλεκτον , ἐπειδὴ οἱ Αἰολεῖς ταῖς εἰς ω ληγούσαις δοτικαῖς οὐ προσγράφουσι τὸ ι , τῶ Ὁμήρω γάρ φασι
ἐνεστώτων καὶ μελλόντων τὰ τρίτα πρόσωπα τῶν πληθυντικῶν ὁμοφωνεῖ ταῖς δοτικαῖς πληθυντικαῖς τῶν ἰδίων μετοχῶν : τὸ δὲ φασί μόνον
5654567 παυσαν
τούτοις προσμαρτυρεῖν λέγοντα ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς καὶ ἔτι αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν ,
καὶ Δώριον , ἔνθά τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ ' Εὐρύτου Οἰχαλιῆος : στεῦτο
5654444 τανδε
: ἀηδόνας τὸ γὰρ Ἄρευι κατθάνην κάλον χαῖρε καὶ πῶ τάνδε δεῦρο σύμπωθι ἀγέρωχος ἄγωνος ἀμάνδαλον ἔον , ἐπιάλτην ἐρρεντι
αὐτόχθονι κόσμῳ . Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ
5642478 κολασεσι
ὅσα ἐν τῷ ἀνακτόρῳ ἔδρασεν : ἐν αὐταῖς δὲ ταῖς κολάσεσι τὴν ψυχὴν ἀπέρρηξεν . ὁ δὲ παρανόμως σφαγεὶς διὰ
οὓς εὕροι : Σύλλας δὲ ὑπὸ μισθοῖς τε μεγάλοις καὶ κολάσεσι τῶν ἐπικρυψάντων ὁμοίαις τὸν ἐντυχόντα κτείνειν προέγραφεν . καὶ
5640545 ἀς
χῶρον : τόπον . ὀλέθριον : φθαρτικόν . τις : ἄς . εἴη : ἔστω . Ἴφθιμος : ἰσχυρός .
] διὰ τὸ καθαρόν . ἔλθωμεν ] δεῦτε ἵνα , ἄς , ὅρα ἵνα . , ἄγε ἵνα , ἄγετε
5637307 Πυθιε
ἔτεκεν [ λέχει κόρα μιγεῖς ' Ὠκεανοῦ Μελία σέο , Πύθιε ? [ . τῷ ] Κάδˈμου στρατὸν ἂν Ζεάθου
ὀνόμασι τοῦ θεοῦ οὕτως : ἀλλ ' ὦ Σμίνθιε καὶ Πύθιε , ἀπὸ σοῦ γὰρ ἀρξάμενος ὁ λόγος εἰς σὲ
5632316 Ἰακχον
στενάζω τὸν νεκρὸν Ἴακχον , τὸν θρῆνον τὸν εἰς τὸν Ἴακχον , ὅν φασι Περσεφόνης εἶναι υἱόν : τλήμων ἰατρός
δὲ ὅστις μὲν ἀκούει καὶ πείθεται , πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ
5620400 Μοισαν
ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον Ὠρομέδοντος , καὶ Μοισᾶν ὄρνιχες ὅσοι ποτὶ Χῖον ἀοιδόν ἀντία κοκκύζοντες ἐτώσια μοχθίζοντι
. πάντα τοι , ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ
5617059 θεσαν
τοι κλαύσας καὶ ὀδυρόμενος μεθέηκεν : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν . ἐν ἄλλοις δέ φησιν ἀλλὰ χρὴ τὸν
κρητῆρι θέσαν . Περὶ δέ σφισι σῆμα ἐσσυμένως τεύξαντο , θέσαν δ ' ἄρα δοιὼ ὕπερθε στήλας αἵ περ ἔασι
5613346 χοραγε
καὶ Λήδας κάλλιστοι σωτῆρες . Ἴακχε θρίαμβε , σὺ τῶνδε χοραγέ . κέχυται πόλις ὑψίπυλος κατὰ γᾶν . οἱ δ
πρὸς τὸ θῆλυ , οἷον Ἴακχε διθύραμβε : σὺ τῶνδε χοραγέ . ὁ δὲ ἀνάπαιστος σεμνότητα ἔχει πολλήν , ἐπιτήδειος
5612426 ἀγυιαις
προσαγορεύοντες . ἀγυιεὺς δ ' ἐκλήθη δεόντως ἱδρυθεὶς ἐν ταῖς ἀγυιαῖς : καταυγάζει γὰρ ταύτας καὶ πληροῖ φωτὸς ἀνατέλλων ,
συνεχεῖς ζητήσεις , ἃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν ποιεῖται ἐν ταῖς ἀγυιαῖς , περιπάτοις , βιβλιοπωλείοις , βαλανείοις , ἔσχεν ὄνομα
5593120 θεμεναι
: Ἀτρεΐδη νῦν δή σε ἄναξ ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν , οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ
ἐϲ ἄγονον τρέψαι ἀδύνατον . ῥηΐτερον μὲν γὰρ μήτρην ἄτοκον θέμεναι , ἢ νεφροὺϲ λιθιῶνταϲ ἀλίθουϲ . ἐϲ διέξοδον ὅμωϲ
5583749 εὐναν
ἀκοινώνητον ἄλλου ἀνδρὸς , ἀντὶ τοῦ ἄμικτον : ἀκοινώνητον ἀνδρὸς εὐνάν : ἀντὶ τοῦ : σώφρονα καὶ μὴ ἐπικοινωνοῦσαν ἑτέρῳ
' ἀτέρμονας εἰς αὐγάς , ἐπιδέμνιος ὡς πέσοιμ ' ἐς εὐνάν . ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν : κέλευσμα δ
5582406 ἀντιον
λαμπροί , βλέφαρα ἐκπεπετασμένα παχέα , παχύπους , παχύρρινος , ἀντίον ὁρῶν , ἄνω τείνων ἑαυτόν , πυρρὸς τὴν χροιάν
, ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί ,
5582239 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
5575313 ἀνωγα
ξένῳ γένωμαι τῷδε χειρωθεὶς βίᾳ ; ἴθ ' , ὡς ἄνωγα , σὺν τάχει . Τοῦτον δ ' ἐγώ ,
, πάρος κακότητι πελάσσαι : ὁπλοτέρῃσι δὲ πάγχυ τάδε φράζεσθαι ἄνωγα . νῦν γὰρ δὴ παρὰ ποσσὶν ἐπήβολός ἐστ '
5575248 ἐρατον
, πυρὸς δεινᾶι φλογὶ σῶμα δαισθείς : Ἥβας τ ' ἐρατὸν χροΐζει λέχος χρυσέαν κατ ' αὐλάν . ὦ Ὑμέναιε
μὲν πρῶτα παρ ' αὐτοῦ εἰρημένον σπέρμα ἦν οὔπω μελέων ἐρατὸν δέμας ἐμφαῖνον . . . εἰ δὲ τὸ σπέρμα
5568481 ἀειδοντες
[ τὸ οὔνομα ] . Φαίνονται δὲ αἰεί κοτε τοῦτον ἀείδοντες . Ἔστι δὲ αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεόμενος Μανερῶς .
φίλου μεμνήσομ ' ἑταίρου . νῦν δ ' ἄγ ' ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι νεώμεθα , τόνδε
5567803 κἠμε
εἶναι Δωρικῶς . ἐκ τοῦ ποιητοῦ ὁ λόγος . Νύμφαι κἠμέ : ἐν εἰρωνείᾳ ὡς πρὸς αἰπόλον : ἐχρῆν γὰρ
εἶναι Δωρικῶς . ἐκ τοῦ ποιητοῦ ὁ λόγος . Νύμφαι κἠμέ : ἐν εἰρωνείᾳ ὡς πρὸς αἰπόλον : ἐχρῆν γὰρ
5565445 σαις
θύγατερ , πότνι ' εὐπάρθενε Δίρκα , σὺ γὰρ ἐν σαῖς ποτε παγαῖς τὸ Διὸς βρέφος ἔλαβες , ὅτε μηρῶι
μεθῆκε μελάθρων ἐς διῆρες ἔσχατον στράτευμ ' ἰδεῖν Ἀργεῖον ἱκεσίαισι σαῖς , ἐπίσχες , ὡς ἂν προυξερευνήσω στίβον , μή
5561567 ἐοισα
δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ ' αὐτᾶς , εἴ ποτε χειμέριον
, πάντα : πολὺ πλέον ἁ δαῒς αὐτῷ βαιὰ λαμπὰς ἐοῖσα , τὸν ἅλιον αὐτὸν ἀναίθει . ἢν τύ γ
5561412 δολοπλοκε
μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Διὸς δολοπλόκε , λίσσομαί σε , μή μ ' ἄσαισι μηδ
ἂν μὴ Κυπρογενὴς δῶι λύσιν ἐκ χαλεπῶν . Κυπρογενὲς Κυθέρεια δολοπλόκε , σοὶ τί περισσόν Ζεὺς τόδε τιμήσας δῶρον ἔδωκεν
5556387 ἁμες
θνάσκουσα Βιστάλᾳ τᾷ ἑαυτᾶς θυγατρὶ τὰν αὐτὰν ἐπιτολὰν ἐπέτειλεν . ἁμὲς δὲ ἄνδρες ἐόντες καὶ Πυθαγόρα φοιτηταὶ οὐ γνησίως αὐτῷ
, αὐγάσδεο . ὁ δὲ τρίτος ὁ τῶν παίδων : ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω
5554644 πεδα
[ ] μορφὰν μάλ ' ἐίσκον ὅμοιον . τοῖς μὲν πέδα κάλλεος αἰὲν καὶ σύ , Πολύκρατες , κλέος ἄφθιτον
ὥσπερ τὸ ἐπτέρυγμαι πεπτέρυγμαι , οἷον : ὡς δὲ παῖς πέδα μάτερα πεπτέρυγμαι . Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους .
5554544 Μοισαις
ἔρδων φίλος σοί τε , καρτερόβρεντα Κρονίδα , φίλος δὲ Μοίσαις , Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην , τοῦτ ' αἴτημί
: ἤτοι περιέσχεν αὐτὸν ἡ τοῦ Ἀχέροντος δίνη . τὸν Μοίσαις φίλον : καθὸ πρῶτος εὕρατο βουκολικά . τὸν οὐ
5551605 σιδηρειῃ
ἐστι ξυλίνη . Ὅμηρος δὲ καὶ σιδηρᾶν οἶδεν : ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ . τινὲς δὲ ἀποδεδώκασι σιδηρείῃ τῇ εὐτόνῳ ,
: στήθεα δ ' ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ πλατὺ νῶτον σαρκὶ σιδηρείῃ , σφυρήλατος οἷα κολοσσός : ἐν δὲ μύες στερεοῖσι
5550504 φλιαις
τὰ ξύλα ὁ Ἱπποκράτης φλιὰς ὠνόμασεν : ἐν δὲ ταῖς φλιαῖς ἐκκεκομμέναις κατὰ τὰ πλάτη στρογγύλοις καὶ διανταίοις τρήμασιν ἄξονες
δὲ ἔνθεν , καὶ ἔπειτα ξύλον πλάγιον ἐνείη ἐν ταῖς φλιαῖς ὥσπερ κλιμακτήρ , ἔπειτα εἰ διέρισειε [ ] τὸ
5548064 Ξαντριαις
δακρύων καὶ μὴ ἐκ πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος Ξαντρίαις . Κατάλογ . : Σίσυφος Δραπέτης . . .
. . . τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης ˈ οἱ πυρίφλεκτοι ˈ .
5545916 Ἡφαιστε
εἶχεν ἄρξασθαι τῶν σπονδῶν : ὡς ὅμοιον εἶναι τῷ : Ἥφαιστε , πρόμολ ' ὧδε , Θέτις νύ τι σεῖο
κτῆμα ; Εἴρηκα . σφὼ δέ , ὦ Ἑρμῆ καὶ Ἥφαιστε , εἴ τι μὴ καλῶς εἰρῆσθαι δοκεῖ , διευθύνετε
5540046 Χαρισι
ταῖς δὲ ἔθυσε ταῖς λευκαῖς . ὁμοῦ δὲ αὐταῖς καὶ Χάρισι θύειν νομίζουσι . πρὸς δὲ τῷ χωρίῳ τοῖς Ἄκεσιν
, μηδέ σε οὕτω θεσπέσιον χρῆμα καὶ φίλον Ἀφροδίτῃ καὶ Χάρισι διαλάθοι . καίτοι τί φημί ; κἂν εἰ μύοντι
5536970 λαβ
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
5530405 ἀρεσσαμενοι
πρίν , ἐρητύοιτο κέλευθα . νῦν γε μὲν ἤδη Φοῖβον ἀρεσσάμενοι θυέεσσιν δαῖτ ' ἐντυνώμεσθα παρασχεδόν . ὄφρα δ '
' ἔτι καὶ νῦν φρασσώμεσθ ' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν .
5529920 ἐννεπων
δέ τις ἀνερεῖ , εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων . Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς
ἔν γε ταῖς Θήβαις τραφεὶς ἀπεστέρης ' ἐμαυτόν , αὐτὸς ἐννέπων ὠθεῖν ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ , τὸν ἐκ θεῶν φανέντ
5525711 ἀρουραις
καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἷναι ὀιστόν Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις . αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔθηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσεν πυξίνᾳ
Πύθια νικήσας . τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλὼν ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραις : ὅτι τὴν Φωκίδα χώραν ἀφνεὰν ἄρουραν Πυλάδου εἴρηκε
5518516 ἐμαις
' ἐξαυδῶν κλύειν : Στῆτ ' , ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι , μή μ ' ἐξαλείψητ ' . ὦ
ἀπολομένων ? [ . σωφρονεῖτε οὖν ] | καὶ ταῖς ἐμαῖς [ βουλαῖς ] | ἀποχρήσασθε καὶ τὴν ἐν |
5513723 ἀντομεναι
οὖν ἔστιν ἐξ ἧς ὁρμηθέντα αἱ Μοῦσαι κατὰ Δώριον „ ἀντόμεναι Θάμυριν ” τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς ; „ εἰ
, ἦμος ὅτ ' ἐκ πατρὸς κεφαλῆς θόρε παμφαίνουσα , ἀντόμεναι Τρίτωνος ἐφ ' ὕδασι χυτλώσαντο . ἔνδιον ἦμαρ ἔην
5504480 φυτηκομιῃσι
ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν ἑνδεκάτῳ λυκάβαντι θλῖψε τις οἰνοπέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ὕδατι δ ' ἐγκέρασαν λαρὸν μέθυ καὶ
πλησιοθαλάττοις , τοῖς πλησίον αἰγιαλοῖς . φυτηκομίῃσι : γεωργίαις . φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ἤως ἐργαζόμενος ταῖς ἐλαίαις : ἢ φυτηκομιῶν
5502739 ἡμετεροιο
: τὰ δὲ πάντα πρὸς Εὐρυσθῆα τρέποιτο οἴκου ἀφ ' ἡμετέροιο , γένοιτο δὲ μάντις ἐκείνῳ θυμὸς ἐμός , μηδ
φρεσὶ μηχανόωντο , ἀλλ ' αὕτως ἀπόρουσαν ἀπ ' ἄστεος ἡμετέροιο νηπιάχοις παίδεσσιν ἐοικότες ἠὲ γυναιξίν . Ὣς ἄρ '
5500325 μολπῃ
καὶ αἴλινος ἔν τε πένθεσι καὶ ἐπ ' εὐτυχεῖ δὲ μολπῇ κατ ' Εὐριπίδην . . . . . .
' ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον , ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ , ἀμβροσίῃ μολπῇ : περὶ δ ' ἴαχε γαῖα μέλαινα ὑμνεύσαις ,
5487663 ἀεισαι
ἀγόρευε Μενάλκας : μυκητᾶν ἐπίουρε βοῶν Δάφνι , λῇς μοι ἀεῖσαι ; φαμί τυ νικασεῖν , ὅσσον θέλω αὐτὸς ἀείδων
! ! ! ! ! ! ] ν ἀθήλεα πῆχυν ἀεῖσαι [ ! ! ! ! ! ! ! !
5484342 ἐννεπε
“ ᾔομεν ὡς ἐκέλευες ” καὶ τὸ “ ἄνδρα μοι ἔννεπε , μοῦσα ” καὶ τὸ “ Ἰλιόθεν με φέρων
, τόδ ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον : τό μοι ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν . Νῦν μέν , ἴσως
5484171 ἀγωνιαις
κλυτᾷ , χερσὶ γλαυκᾶς ἐλαίας θιγοῦς [ ' ὄζον ἐν ἀγωνίαις ] ἐριθαλῆ [ . ] Πᾶς [ δὲ γάθησε
βίας τὰ πράγματα καὶ πλεονεξίας συστῇ . τοιαύταις ἐκεῖνος συνεχόμενος ἀγωνίαις ἐπεχείρησεν , οἶμαι , πάροδον ἐπὶ τὴν πόλιν διὰ
5481805 βαρυτονητεον
οὕτως : σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον † ἔχουσα † , σταφύλη βαρυτονητέον ὡς Νιόβη : οὐ γάρ ἐστιν ὅμοιον τῷ συκῆ
ὁ Εὐριπίδης , ἄληθες ὦ παῖ τῆς θαλασσίας θεοῦ . βαρυτονητέον δὲ τὸ ἄληθες . 〚 ἀρουραίας δὲ , διότι
5481468 τεον
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ '
5479848 ἐτευξε
εὑρήματα τάξεις τε ταύτας οὐράνιά τε σήματα . κἀκεῖν ' ἔτευξε πρῶτος , ἐξ ἑνὸς δέκα κἀκ τῶν δέκ '
Καμπυλίωνι : ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν
5467524 πανται
, ὡς θροεῖς . ἑλίσσετέ νυν βλέφαρον , κόρας διάδοτε πάνται διὰ βοστρύχων . ὅδε τις ἐν τρίβωι † προσέρχεται
, αἱ δ ' ἐκεῖσε λεύσσετε . ἀμείβω κέλευθον σκοπεύουσα πάνται . ἰὼ Πελασγὸν Ἄργος , ὄλλυμαι κακῶς . ἠκούσαθ
5467386 θεαις
τε ἠδὲ φυὴν ἀτὰρ φρένας ἠδέ τι ἔργα δεινῶς ἀθανάτῃσι θεαῖς ἄγχιστα ἐῴκει . Ἐνταῦθά μοι δοκεῖ χρῆναι καταλῦσαι τὸν
ἄρρεν . πάλιν τὸν ἀρτιάκις ἄρτιον ταῖς διὰ παντὸς προιούσαις θεαῖς , οἷον ταῖς ζωογόνοις Δήμητρι καὶ Ῥέᾳ : αὗται
5465719 αὐτᾳ
ἐποίει σπεύδων κοινὸν ἐς ὕπνον . ἔλεξέ νυ καὶ λόγον αὐτᾷ : ἄλλαι μὲν κνώσσουσι σὺν ἀλλήλαισιν ἀδελφαί , αὐτὰρ
Δελφὶς ἐν ἡμιωρίῳ . Τοῦ δὲ Περσέως δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτᾷ ὁ ζῳδιακὸς ἀπὸ Ταύρου μοίρας βʹ ἕως Ταύρου μοίρας
5464667 Πειθους
Ἴυγγα ὑπ ' ἐνίων Μίνθαν λέγεσθαι , θυγατέρα μὲν οὖσαν Πειθοῦς , Ναΐδα δὲ νύμφην : Ἀριστοκλῆς δὲ ἐν τῷ
δ ' οὕτως τοῦ μέλους : πολύξεναι νεάνιδες , ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου
5451587 ἠλεος
, εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω : οἶνος γὰρ ἀνώγει , ἠλεός , ὅς τ ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ '
, ὅταν συμμέτρως καὶ κεκραμένως πίνηται . οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός , ὅς τ ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ '
5448363 φοις
. τοῖς δὲ χρησιμωτέροις . . . . . . φοις . Στησίχορον μέντοι ἱστορεῖν ὅτι τεθνήκοι , καὶ τὸν
[ [ ] όνοσκ´ρῆ ! ! ? [ [ ] φοις [ ἡμεῖς δὲ Πολύβου παῖδ ' ἐρείσαντες πέδωι ἐξομματοῦμεν
5447551 μορφαν
καὶ φύσεις καὶ μορφὰς σῴζοντι καὶ γονῇ πάλιν τὰν αὐτὰν μορφὰν ἀποκαθιστάντι τῷ γεννάσαντι πατέρι καὶ δημιουργῷ . . Φίλων
. Ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ ' ἐφάβω , τὰν μορφὰν ἀγαθῶ , τὸν δὲ τρόπον οὐκέθ ' ὁμοίω :
5445896 ἐνοησα
μέσου ἀορίστου οἱ Συρακούσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται : ἐνοήσω ἐνοήσα , ἐγράψω ἐγράψα : ὁμοίως καὶ τὸ ἐπάξα ἀντὶ
μέσου ἀορίστου οἱ Συρακούσιοι διὰ τοῦ α προφέρονται : ἐνοήσω ἐνοήσα , ἐγράψω ἐγράψα : ὁμοίως καὶ τὸ ἐπάξα ἀντὶ
5445171 Ἁλιον
Ἀκρωρείας ἀγαγὼν τὸ στρατόπεδον τέτταρας πόλεις προσηγάγετο , Θραῖστον , Ἅλιον , Ἐπιτάλιον , Ὀποῦντα . ἐκεῖθεν δὲ τῇ Πύλῳ
ἄλλοι Φαίηκες δολιχήρετμοι , ναυσικλυτοὶ ἄνδρες . Ἀλκίνοος δ ' Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε μουνὰξ ὀρχήσασθαι , ἐπεί σφισιν οὔ
5441519 ἀμμες
κράτιστε ἐφήβων † , κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός . ἄμμες δὴ αὖθ ' ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ
δὲ σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ
5440025 ὀρνιχων
πύθια τὸν ἄδραστον τεθεικέναι φησίν : Αἰσιᾶν οὐ κατ ' ὀρνίχων ὁδόν . ἐὰν μὲν περισπωμένως τὸ αἰσιᾶν ἐκφέρῃς ,
φυκία κινεῖ , ἁλκυόνες , γλαυκαῖς Νηρηίσι ταί τε μάλιστα ὀρνίχων ἐφίληθεν , ὅσοις τέ περ ἐξ ἁλὸς ἄγρα .
5434391 Κυπριδι
? ' ἐμῆι μορφῆι πλέον ἐρεῖ ποτ ' ἢ τῆι Κύπριδι τὸ Δαιδάλου μείμημα [ ] ? : φωνῆς ?
ὁρᾶν μόνον : ἦ ῥ ' ἀγρυπνήσω πολλάκι τῇ κενεῇ Κύπριδι χειρομαχῶν . Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας , ἀνώνυμον , οὐδὲ
5431369 ἀνακτα
ἐν μέσοισι Θέμις , εἵνεκεν πεπρωμένον ἦν , φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν , ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον
ἀμφιάνακτας αὐτοὺς ἐκάλουν ἔστι δὲ τοῦ Τερπάνδρου ἀμφ ' ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε
5431015 κιβδηλως
τινα τῶν ἐλπιζομένων ἐσεῖσθαι καλῶν τε κἀγαθῶν . οὐ γὰρ κιβδήλως ἐνεπορεύετο λόγως , οὐδὲ πάγας ταῖς τοὶ πολλοὶ τῶν
, παρέντες τὸν νικητὴν Ὁμήρου , καθάπερ καὶ τὰ ἔπη κιβδήλως ἐξέθετο , ἐπεξεργασαίμεθα . . ΤΟΝ ΔΕ ΓΑΡ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ
5428656 ταπ
] ἃ ? μετ ? [ ] μὲν ? ? ταπ ? ? ? [ ! ! ! ! !
! αδεϲθ ? ? ? ! ! ! ! ] ταπ ? ? ? ! ! ! ! ! ]
5428318 ἐθηκας
Ἀρητόν : οἷον : ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας , ἤτοι βλαπτικόν , παρὰ τὴν ἀράν , ἢ
ὀδύρονται κατὰ ἄστυ , ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἕκτορ : ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά .
5425851 κραδιαν
ἀέκατι μήλων σεύοντ ' ἀγέλας βίᾳ ; ἢ τί τοι κραδίαν ἀμύσσει ; Φθέγγευ : δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν
ἥξει καιρὸς ἐκεῖνος ὁπανίκα καὶ τὺ φιλάσεις . ἁνίκα τὰν κραδίαν ὀπτεύμενος ἁλμυρὰ κλαύσεις . ἀλλὰ τύ , παῖ ,
5424845 ἐροεντα
οὐ Κύπρις ἰαίνεται . ἢν δ ' ἐθελήσῃς θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι , ἔστι γάμος καὶ λέκτρα
ὧδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὠρχεῦντ ' ἀπαλοῖς ' ἀμφ ' ἐρόεντα βωμόν : ἔνια δὲ ἐκ μιᾶς ἰωνικῆς καὶ δύο
5415884 θυοεντα
δίζετο μορφήν . Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ '
ἐπιφέρεται τρίτον κῶλον τουτί πολύβατον οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντα ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε . ἐνταῦθα τῷ τε
5415223 ἀνακτ
δοκῶν φορμὸν πλέκειν [ ] . ἀμφί μοι αὖτιϲ [ ἄνακτ ' ] . εἶτα μονῳδεῖν ἐκ Μηδείαϲ καὶ τἀξ
μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς καθάρσι ' οἴκων , γῆς ἄνακτ ' ἐπεὶ κτανὼν ἐξέβαλε τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης : χορὸς
5413595 ποτι
ἐς αἰγιαλοὺς ἀνέχουσα , στεινὸν δ ' αὖτ ' ἀγκῶνα ποτὶ ῥόον , ἀμφὶ δὲ δοιαί σχίζονται προχοαί : τὴν
, ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός , κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος

Back