οὕτως : σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον † ἔχουσα † , σταφύλη βαρυτονητέον ὡς Νιόβη : οὐ γάρ ἐστιν ὅμοιον τῷ συκῆ
ὁ Εὐριπίδης , ἄληθες ὦ παῖ τῆς θαλασσίας θεοῦ . βαρυτονητέον δὲ τὸ ἄληθες . 〚 ἀρουραίας δὲ , διότι
7097124 σευε
' αὕτη μία τῶν τιθηνησαμένων τὸν Διόνυσον ἃς ὁ Λυκοῦργος σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήϊον † ἐδύλη † : ὅθεν
μία τῶν τιθηνησαμένων τὸν Διόνυσον , ἃς ὁ Λυκοῦργος „ σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήιον „ , ἡδύλη : ὅθεν
6829809 Νυσηϊον
τὸν Διόνυσον , ἃς ὁ Λυκοῦργος σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήϊον ἡδύλη , κορδύλη : ὅθεν καὶ τὸ σταφύλη βαρυτονητέον
τιθηνησαμένων τὸν Διόνυσον ἃς ὁ Λυκοῦργος σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήϊον † ἐδύλη † : ὅθεν καὶ τὸ σταφύλη βαρυτονητέον
6638708 κορδυλη
ἃς ὁ Λυκοῦργος σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήϊον ἡδύλη , κορδύλη : ὅθεν καὶ τὸ σταφύλη βαρυτονητέον . οἱ οὖν
, μὴ ὀξυτονούμενα ἀλλὰ βαρυτονούμενον τὸ στοιχεῖον ἔχοντα , οἷον κορδύλη , Δαμύλη , Φαισύληδοκεῖ ⌊ ⌋ δ ' αὕτη
6573228 καπροισι
ἰοχέαιρα , ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον , τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ' ἐλάφοισι : τῇ δέ θ '
ὅτι ἄρα ἔπεισι τόν τε Ταΰγετον καὶ τὸν Ἐρύμανθον τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισιν . ἐπεὶ δὲ ἔρημα λεόντων τάδε
6484700 ἠγαθεον
αἰνίττονται Μουσῶν μητέρα , Μούσας μὲν τὰς ἐπιστήμας ὀνομάζοντες , ἠγάθεον χορὸν καὶ ἔργον Διός , ὑπὸ Μνημοσύνης δὲ γεννω
, ἀγαθήν τ ' ἐπὶ τοῖσι Πρόνοιαν Δαίμονά τ ' ἠγάθεον καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν , Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους
6329088 ὠκειῃς
ὅθεν Ὅμηρος περὶ τῆς Ἀρτέμιδός φησι „ τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι ” , καὶ οὐ λέουσι . τὸ ἐθνικὸν
ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον , τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ' ἐλάφοισι : τῇ δέ θ ' ἅμα Νύμφαι
6215219 αἰωρω
καὶ τροπῆ τοῦ η εἰς ω καὶ πλεονασμῶ τοῦ ι αἰωρῶ , καὶ ἀπαιωρῶ . Θαμίζειν ὁμιλεῖν καὶ πυκνῶς ἔρχεσθαι
ὅτι οὐδὲ ὑποκάτω ἵσταται , ἀλλ ' ἐναιώρημα ἐκ τοῦ αἰωρῶ τοῦ κρεμνῶ . Διὰ τί δὲ κρέμαται μέσον ,
6104584 Αἰολευς
διὰ τὸ Αἴολος , Αἰολία ἡ χώρα καὶ τὸ ἐθνικὸν Αἰολεύς . Ἡρωδιανὸς δέ φησιν , ὅτι τοῖς συνοικισταῖς συνεχῶς
, καὶ Αἰολήιος . δύναται δὲ τοῦτο καὶ ἀπὸ τοῦ Αἰολεύς εἶναι , ὅθεν καὶ τὸ Αἰόλειον , ὥστε γενικὸν
6089445 λινος
δικτυωτὸς , σιδήρῳ κύκλῳ περιεχόμενος . γάγγαμα : γαγγάμη ἐστὶ λῖνος παχὺς , ὡς Διογένης , καὶ γαγγαμευτὴς ὁ τῇ
ἰσημερίας , ἥτις ἐστὶ πρὸ θʹ καλανδῶν Ἀπριλλίων . καὶ λῖνος δὲ ὁμοίως τοῖς ἰλυώδεσι χαίρει τόποις , σπείρεται δὲ
6077270 βαρυτονουμενον
καὶ Τρύφων ἐν τῷ δευτέρῳ Περὶ Ἀττικῆς προσῳδίας : τὸ βαρυτονούμενον γὰρ τὸ φυτὸν παρὰ τοῖς παλαιοῖς ? , [
δύο συλλαβὰς βαρυτονεῖται κατὰ τὸ υ , μὴ ὀξυτονούμενα ἀλλὰ βαρυτονούμενον τὸ στοιχεῖον ἔχοντα , οἷον κορδύλη , Δαμύλη ,
6056918 ἀτταγας
ἡ παροιμία σαφής : γέγονε δὲ ἐντεῦθεν . φασὶ τοὺς ἀττάγας ὄρνιθας μετακομισθέντας εἰς Αἴγυπτον ἐκ Λυδίας καὶ ἀφεθέντας εἰς
ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων . καὶ αἱ πλάγιοι ἀτταγᾶν . καὶ ἀττάγας πληθυντικῶς . , . ἀττικισμός : ἡ πρὸς τοὺς
6056120 ἐλαιᾳ
ὀχέων τοῦ Ψαύμιδος : τίς ; ὁ ὕμνος : ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς παραγίνεται τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Καμαρίνῃ στέφανον καὶ δόξαν
ὥσπερ τῆς εὐδαιμονίας αὐτῷ κατ - ορωρυγμένης ἐκεῖ σὺν τῇ ἐλαίᾳ τῇ παλαιᾷ , κἂν ἐκπέσῃ , μὴ ἀνεχόμενον καθ
6049489 ᾐσται
ἤδη γέγονε , καὶ πίνοντές εἰσι πόρρω . καὶ σκόλιον ᾖσται , κότταβος δ ' ἐξοίχεται θύραζε . αὐλοὺς δ
κεκόσμησθε στόμασι καὶ πλεῖστα ὧν ἴσμεν πόλεων εἰς τὴν ὑμετέραν ᾖσται καὶ ᾀσθήσεταί γε , μέχρις ἂν ἦτε φιλόμουσοι .
5982661 ἀταλαντος
οἷα πάροιθεν χωομένη Διὶ τίκτεν : ὁ δ ' οὐρανίῳ ἀτάλαντος ἀστέρι Τυνδαρίδης , οὗπερ κάλλισται ἔασιν ἑσπερίην διὰ νύκτα
, τὸν δὲ μετ ' Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος Μηριόνης ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ . τῶν δ ' ἄλλων τίς κεν
5965421 ὀξυτονητεον
στάχυς βραχέως τὸ ἑνικόν , ἐκτεταμένως τὸ πληθυντικόν . σταφυλὴν ὀξυτονητέον † † ὡς ἁλυκὴν καὶ σταφύλην βαρυτόνως ὡς Μελίτην
ὀρνέων καλεῖ αὐτὰ ὁ ἔποψ . ὁμοίως δὲ καὶ ταῦτα ὀξυτονητέον . . , . . ἐπὶ κισσοῦ κλάδεσιν :
5964481 σινηπυ
καὶ Φερεκράτης Κραπατάλλοις : τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθι . σίνηπυ δ ' ὠνόμασε Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἐν μὲν Θηριακοῖς
αὐτῆς φωλεὰ πίνης . κάρδαμ ' ἀνάρρινόν τε μελάμφυλλόν τε σίνηπυ . λείη μὲν κράμβη , ὁτὲ δ ' ἀγριὰς
5959953 Ἰακχος
ὡς παρὰ τῷ Ἡροδότῳ σεμνὸν ἅμα ἡδονῇ ἕποιτο , οἷον Ἴακχος καὶ τὰ τοιαῦτα , ἑτέρου λόγου . Ἀλλ '
διεγένετο , ἀλλὰ καὶ συνιούσης τῆς ναυμαχίας ἐξεφοίτα μὲν ὁ Ἴακχος συνναυμαχήσων , νέφος δὲ ὁρμηθὲν ἀπ ' Ἐλευσῖνος καὶ
5959828 κοπις
δὲ καὶ τὰς καλουμένας κοπίδας : ἐστὶν δ ' ἡ κοπὶς δεῖπνον , μᾶζα , ἄρτος , κρέας , λάχανον
ὁ Ξενοφῶν πάλιν ἐχρήσατο τ῀ λέξει . . σάγαριν ] κοπὶς ἢ πέλεκυς . . ἔς τε ἀντὶ τοῦ ἕως
5955091 φορμιγξ
πῇ σοι ] πηκτὶς ἔβη , μηλόσκοπε , πῇ σεο φόρμιγξ [ ; ] πῇ ? [ ] μελέων ?
: ἑαυτῷ παρακελεύεται ὑμνεῖν τὸν νικηφόρον . βρομία δὲ ἡ φόρμιγξ , ἤτοι παρὰ τὸν βρόμον καὶ τὸν ἦχον τὸν
5953503 ὀρχιλος
δυσοιώνιστον εἶναι . καὶ Εὐφορίων ἐν Ἀπολλοδώρῳ ποικίλον οὐδὲ μέλαθρον ὀρχίλος ἔπτη Κύζικος ὃν δ ' ἤεισε κακὸν γάμον ἐχθομένη
: κἂν Διὶ θύῃ βασιλεῖ κριόν , βασιλεύς ἐστ ' ὀρχίλος ὄρνις , ᾧ προτέρῳ δεῖ τοῦ Διὸς αὐτοῦ σέρφον
5947456 προπαροξυτονως
ὡς δείξομεν . Ἀβάκαινον , πόλις Σικελίας , οὐδετέρως καὶ προπαροξυτόνως καὶ ἡ παραλήγουσα διὰ διφθόγγου , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν
] τὸν μέγα δυνάμενον παρὰ βασιλεῖ . τοῦ πρέσβεως : προπαροξυτόνως , ὡς μάντεως . ἀπὸ εὐθείας τῆς ὁ πρέσβις
5946498 νευς
. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , νεῦς ' Αἴας Φοίνικι : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς ,
θεοειδὴς ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην , ὦκα δ ' ἔπειτα νεῦς ' ἐπὶ οἷ καλέσας : ὁ δὲ παπτήνας ἕλε
5926652 κογχος
ἄνθρωποι καλέονθ ' , ἁμὲς δὲ λεύκας τοὶ θεοί . κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον
κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν : καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου , ὃς καλεῖται πίννα : καὶ
5897738 ἀνιαρης
ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός γυμνής , ἀργός
οἳ προγενέστεροί εἰσιν : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρής καὶ ἡ ἀνιαρής καὶ τὸ ἀνιαρές , καὶ ἀνιαρέστερον τὸ συγκριτικόν :
5892938 ἰοχεαιρα
δὲ τῷ μέσῳ περισπᾶται : ἢ δολιχὴ νοῦσος ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . ἡνίκα δὲ εὑρεθῇ διαπόρησις ἄνευ διαζεύξεως , τότε
φάανθεν . Οἵη δ ' Ἄρτεμις εἶσι κατ ' οὔρεος ἰοχέαιρα ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον τερπομένη κάπροισι καὶ
5871484 διθυρον
μὴν ἀποίσειν σοι γραφὴν κακώσεως . Ἕλκει δὲ γραμματείδιον ἐκεῖσε δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ
, γραμματεῖα γραμματείδια , δέλτους δελτία , ὡς εἰπεῖν γραμματείδιον δίθυρον ἢ τρίπτυχον ἢ καὶ πλειόνων πτυχῶν , ἢ καθ
5865608 Μαντινεα
τέτρασιν Ἥρως ὁ ἀπὸ Μαντινέας ἐνίκα : ἥ ἐστιν ἡ Μαντινέα σημεῖον καὶ ἱερὰ τοῦ Ποσειδῶνος . Ἁλιρρόθιον γὰρ ἐπιθετικῶς
Πορθέα Πλάτωνα Αἵμονα , Κύναιθον Λέοντα Ἁρπάλυκον Ἡραιέα Τιτάναν , Μαντινέα Κλείτορα Στύμφαλον Ὀρχομενόν . . . οὗτοι πάντας ἀνθρώπους
5860749 δυϊκον
συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ
καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ .
5859308 Ἡρῃ
κάταργον ἅτε μηδέπω προκεκοφυίας [ ] ? τῆς ἀγαλματομικῆς . Ἥρῃ τῇ Σαμίῃ περὶ μὲν τρίχας ἄμπελος ἔρπει Λέγεται ὡς
μαχλοσύνην ἀθετοῦνται στίχοι Ϛʹ : γέλοιον γὰρ τὸ οὐδέποθ ' Ἥρῃ οὐδὲ Ποσειδάωνι οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ : τίνες μὲν γὰρ
5857137 ταως
ἃ εἶπεν ὁ ἕτερος ἄλλως ἄρ ' οὕποψ . [ ταῶς δὲ Ἀττικῶς περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [
ξυγγραφέας ἡδίστους ἐμμέτρων καὶ ἀμέτρων λόγων , τοῦτο δὲ [ ταῶς ποικίλους , τοῦτο δὲ ὡς ] πολλοὺς σοφιστάς ,
5850391 περιδεξιος
μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς ,
. περιώσιον περιωσίως . περιδώσομαι συνθήσομαι . περιτροπέων περιτρεπόμενος . περιδέξιος οἱ μὲν περισσῶς δεξιὸς περὶ τὴν τοῦ δόρατος βολήν
5846462 Πτελεον
, πόλις μία τῶν τριῶν ὧν Ὅμηρος μνημονεύει „ καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ Δώριον „ . Δικαίαρχος δὲ τέτταρας
πληθυντικῶς λεγομένη . Ὅμηρος ἑνικῶς ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην . εἰσὶ δέ τινες οἵ , πρὶν ἀκοῦσαι
5842062 Φιλινος
καθὸ ὀξύνεται , ὄνομα , καὶ τὸ ἐκεῖνος ὅμοιον τῷ Φιλῖνος καὶ τὸ οὗτος τῷ κοῦφος , καὶ οὐ πάντως
, ὡς εὐτυχὴς εἶ μᾶλλον ἢ καλῶς φρονεῖς . ὁ Φιλῖνος οὗτος , τί ἄρα πρὸς ταύτην βλέπεις ; οὐκ
5832100 κερδιστος
ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ κέρδιστος γένετ ' ἀνδρῶν . ἐλλείπει οὖν τὸ τίς μόριον
. σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων
5830955 ποιωδη
] τοῦ Διός Λέρνης ] Λέρνη πηγὴ Ἄργους βαθὺν ] ποιώδη λειμῶνα ] ἄλσος βουστάσεις ] τὰς τῶν βοῶν μάνδρας
δ ' ὥσπερ ποιώδη τὰ δὲ λοχμώδη . λέγω δὲ ποιώδη μὲν οἷον τὸ σέλινον τὸ ἕλειον καὶ ὅσα ἄλλα
5812653 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
5810149 ἀσφοδελον
† ἀφένου , ὡς ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελός : κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα . καὶ ἰστέον , ὅτι λέγεται καὶ ἀρσενικῶς
δῆμον Ὀνείρων ἤισαν : αἶψα δ ' ἵκοντο κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί , εἴδωλα καμόντων
5808108 νωιτερος
σὸς καί , εἰ τύχοι , ἄλλου του : καὶ νωίτερος ὁ ἐμὸς καὶ σός , ἢ ἐμὸς καὶ ἐκείνου
τοῦ τρίτου σεσιγῆσθαι . εἰ γὰρ ἀπὸ γενικῆς τῆς νῶιν νωίτερος καὶ σφῶιν σφωίτερος , δῆλον ὡς καὶ ἀπὸ τῆς
5807149 καττα
καὶ κατ ' ἀγυιὰς κρατῆρας ἱστάμεν καὶ χοροὺς καὶ στεφαναφορεῖν καττὰ πάτρια θεοῖς Ὀλυμπίοις πάντεσσι καὶ πάσαις , † ἰδίας
πάντεσσι καὶ πάσαις , διξιὰς καὶ ἀριστερὰς ἀνίσχοντας , μνασιδωρεῖν καττὰ πάτρια : ἥρῳ ἀρχαγέτᾳ , οὗ ἐπώνυμοί ἐστε ,
5798740 ὁμοφωνει
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον
5798377 Νυσηιον
Καλλιχόροιο παρὰ προχοὰς ποταμοῖο ἤλυθον , ἔνθ ' ἐνέπουσι Διὸς Νυσήιον υἷα Ἰνδῶν ἡνίκα φῦλα λιπὼν κατενάσσατο Θήβας , ὀργιάσαι
, εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν , κοαξ κοαξ , ἣν ἀμφὶ Νυσήιον Διὸς Διώνυσον ἐν Λίμναισιν ἰαχήσαμεν , ἡνίχ ' ὁ
5796643 κορυνῃ
ἀνελὼν καὶ ἐν Ἐπιδαύρῳ τῇ ἱερᾷ Περιφήτην Ἡφαίστου νομιζόμενον , κορύνῃ χαλκῇ χρώμενον ἐς τὰς μάχας . καθήκει δὲ ὁ
' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ , ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας . τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ , οὔ
5789596 ἀσφοδελος
ἔστι μὴ εὐλαβεῖσθαι ἀλλὰ καταφρονεῖν καὶ τεθαρρηκέναι . ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελὸς διαφέρει . προπαροξυτόνως μὲν γὰρ τὸ φυτόν : ὀξυτόνως
ὡς ἀνάγκη . . . . ἀσφόδελος τὸ φυτόν , ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται .
5786229 πιπω
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην
5781478 Μενελας
α καὶ ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ
αο εἰς α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ
5779114 χὠς
Ἔρωτα τίς ἦν θεός , ἁλίκα τόξα χερσὶ κρατεῖ , χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει : πάντα δὲ κἀν μύθοισι
ἀδυνατεῖ δ ' οὐδὲν θεός . ὡς πολὺν ζήσων χρόνον χὠς ὀλίγον , οὕτως διανοοῦ . ἐγγύας ἄτα ἐστὶ θυγάτηρ
5776650 Θηβα
παρ ' ἁγνὸν βωμόν [ : ἁ κλεινά ] τε Θήβα δέκτο [ νιν εὐρύχορόν ] τ ' Ἄργος [
ὀξύτεραι μανίαι . Μᾶτερ ἐμά , τὸ τεόν , χρύσασπι Θήβα , πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι . μή μοι
5770906 δερματινος
τὸν παρασχηματισμὸν τῶν γενῶν καὶ τὴν κλίσιν : ὡς γὰρ δερμάτινος δερματίνη δερμάτινον , οὕτω καὶ τυπτόμενος τυπτομένη τυπτόμενον :
, περιβόλαιον ἀγροικικὸν , δουλικὸν , παλαιόν : ἢ χιτὼν δερμάτινος . Βορέῃ δὲ λέγουσιν Ἡλίῳ τε τοιαύτην ἔριν γενέσθαι
5769672 πηκτιδων
Ματρὸς ὀρείας Φρύγιον ἄεισαν νόμον : τοῖς δ ' ὀξύφωνοι πηκτίδων ψαλμοὶ κρέκον Λύδιον ὕμνον . οὐ παραληπτέον δὲ τὴν
οὔ μοι , ἔφη , φαίνεται . τριγώνων ἄρα καὶ πηκτίδων καὶ πάντων ὀργάνων ὅσα πολύχορδα καὶ παναρμόνια . .
5767775 μελιην
' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος
ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν , αἵ τε πρὸς ἀλλήλας
5764927 βακκαρις
σκώληκας ἔτι τούτους δ ' ἔμ ' ἔασον καταγαγεῖν . βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ μῆλα καὶ ῥόας λέγεις .
ἐν Ἐκκλησιαζούσαις : ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν . : βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Δαιταλεῦσιν
5754280 κυβιστητηρε
μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς φορμίζων : δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους ,
τὰ ποιήματα τὸν τρόπον τοῦτον : τερπόμενοι : δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ ' αὐτούς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους .
5752165 Μωσα
παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ
Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά
5750798 μονοστιχον
' ἡμῶν . † αἷ αἶ : σύστημα κατὰ περικοπὴν μονόστιχον : ἔστι δὲ τὸ κῶλον δακτυλικὸν τρίμετρον . †
Πέρσαις συμβάντα θάνατον . † οἴ οἴ : σύστημα ἕτερον μονόστιχον : ἔστι δὲ τὸ κῶλον ἀναπαιστικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον .
5749485 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
5749153 ἀμφιπολος
ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα . ἄτμενος δὲ
ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ οἰκεῖν . . χέρνιβα δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε . † ) χερόνιπτρα . . Ω
5747882 ἀκακητα
θεοῖσι . . . καὶ κούρην Ἀράβοιο , τὸν Ἑρμάων ἀκάκητα γείνατο καὶ Θρονίη κούρη Βήλοιο ἄνακτος . . .
κύτινοι δὲ αἱ ἐξανθήσεις τῶν ῥοιῶν κυτισηνόμου ] κύτισον νεμομένης ἀκάκητα ] στερίσκων τὰς λύπας αὐδήεσσαν δὲ διὰ τὴν λύραν
5743498 κλεεννας
] ? ? [ [ ] ! νεως πυκιν [ κλεέννας ] Δίος ἀγγέλω [ ] ? ? ! !
] ? ? [ [ ] ! νεως πυκιν [ κλεέννας ] Δίος ἀγγέλω [ ] ? ? ! !
5731865 κελαδεινη
τοῦθ ' ὑπεῖξαν ἀλλήλοις . Ἥρῃ δ ' ἀντέστη χρυσηλάκατος κελαδεινή Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . Οὐδὲ τοῦτ ' ἀλόγως εἰσήγαγεν Ὅμηρος
δὲ κελαινεφὲς παραγώγως ἴσον τούτου . κελαρύζει ἰδίωμα ψόφου . κελαδεινή ἐπίθετον Ἀρτέμιδος . σημαίνει δὲ τὴν κυνηγόν : μετὰ
5731515 σπαρος
τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων . ὁ σπάρος δριμύς , ἁπαλόσαρκος , ἄβρομος , εὐστόμαχος , οὐρητικός
κόλλουρος , σκορπίοι ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ
5730433 τερπομενη
τρυφεροῖς . * ἀγλαύροισιν : θαλεροῖς * ἀγαλλομένη : χαίρουσα τερπομένη λύγος δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ ἔχον κλάδους πέντε .
οὐ γὰρ ὡς θηρίον ἐκ φωλεῶν ἡ μήτρα προέρπει , τερπομένη μὲν τοῖς εὐώδεσι , φεύγουσα δὲ τὰ δυσώδη ,
5725478 ὀρφως
μορίων ταχεῖαν λέγων γίνεσθαι τοῖς ἰχθύσι τὴν αὔξησιν , καὶ ὀρφώς , φησίν , ἐκ μικροῦ γίνεται μέγας ταχέως .
' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος ἔσθ ' ὁ
5723818 κιθαρις
, περιφορὰ δὲ ἡ περὶ τὸν αὐτὸν τόπον στροφή . κίθαρις καὶ κιθάρα διαφέρει . κίθαρις μὲν γάρ ἐστιν ἡ
δὲ παρ ' ἱστῶι Ἀσιὰς ἔλεγον ἰήιον Θρῆισς ' ἐβόα κίθαρις Ὀρφέως μακροπόδων πιτύλων ἐρέτηισι κελεύσματα μελπομένα , τοτὲ μὲν
5723454 τριχιας
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ
5719353 Ἀργειη
: δοιαὶ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη . ἀλλ ' ἤτοι ταὶ νόσφι
' αὖτις πρὸς δῶμα Διὸς μεγάλοιο νέοντο Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη παύσασαι βροτολοιγὸν Ἄρη ' ἀνδροκτασιάων .
5716938 βοωπις
μάθῃς ὅτι μὴ μόνας ἔχω τὰς ὠλένας λευκὰς μηδὲ τῷ βοῶπις εἶναι μέγα φρονῶ , ἐπ ' ἴσης δέ εἰμι
στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ . μερμήριξε δ ' ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον αἰγιόχοιο : ἧδε
5710211 πουλυποδειον
, ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον ,
ἀλλ ' ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις
5710195 ἐπιθετον
γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ” , Θηγυλίς , ἐπίθετον Ἀθηνᾶς , γογγυλίς . τὸ δὲ Παμφυλίς ἐθνικὸν ὀξύνεται
νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος , .
5709435 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
5706565 βατις
. Γ φοβεροὶ εἰς γαστριμαργίαν . Γ βατιδοσκόποι Γ : βάτις εἶδος ἰχθύος . ἢ καθόλου οἱ ἰχθύες . Γ
δ ' ὥρμαινον ἐπ ' ἄλλα . κεῖτο δέ τις βάτις , ἧς οὐδεὶς ἥπτετο δείπνω , ἐν καθαρῷ ὅθι
5706064 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
5703767 παρωνυμως
, καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω
: τὰ γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω -
5695287 δεκτο
ἡ δ ' ἄλλους μὲν ἔασε , Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας : ἐμπεριεκτικὸν γάρ ἐστιν ἁπάντων τῶν συνευωχουμένων θεῶν
ὕδωρ προΐησιν ἐνυάλιος Θερμώδων , ὅς ποτ ' ἀλωομένην Ἀσωπίδα δέκτο Σινώπην καί μιν ἀκηχεμένην σφετέρῃ παρενάσσατο χώρῃ Ζηνὸς ἐφημοσύνῃσιν
5692971 πυγαργος
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων
5686132 Τηϋγετον
ὄρος Λακωνικόν , οὗ καὶ Ὅμηρος μέμνηται : ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον . ἔσχον δ ' Ἀμύκλας : κατέσχον τὴν
Ταΰγετον , ὄρος τῆς Λακωνικῆς . Ὅμηρος „ ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον „ . λέγεται καὶ ἀρσενικῶς καὶ
5684165 ἀητον
ἔκτασιν ἄητον , οἷον ” τώ τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον ” , ἐξ οὗ καὶ τὸ τρίτον τῶν πληθυντικῶν
. Ὅμηρος : Βορέης καὶ Ζέφυρος , τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον . εἴης δ ' Ἠδωνῶν μέν : οἱ Ἠδωνοὶ
5682567 Ἀτθις
. . . αὐτὴ γάρ , ἡ Ἑλλάς , ἡ Ἀτθίς , συμμαχεῖ ἐκείνοις , τοῖς Ἕλλησι , διὰ τὸ
οὐδέποτε συλλαβὴ οὔτε λέξις εἰς δασὺ καταλήγει : ὅθεν καὶ Ἀτθίς καὶ Σαπφώ καὶ Βάκχος τὰ πρότερα ψιλὰ ἔχουσι καὶ
5682115 αὐλος
αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ
, ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο
5673440 ἀργυροπεζα
δηλοῖ τὸν πόδα , καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ συντεθέντα , ἀργυρόπεζα : τετράπεζα : τράπεζα . Τὰ εἰς α λήγοντα
' ἄπληστον ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ
5668705 βρυγμος
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα ,
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ
5666103 Ἐρυμανθον
ὁ δ ' Ἀλφειὸς παραλαβὼν τόν τε Λάδωνα καὶ τὸν Ἐρύμανθον καὶ ἄλλους ἀσημοτέρους διὰ τῆς Φρίξης καὶ τῆς Πισάτιδος
καθεστήκεσαν ἀνέχοντες κατὰ τάδε . διαβάντων [ δὲ ] ποταμὸν Ἐρύμανθον κατὰ τὴν Σαύρου καλουμένην δειράδα τοῦ Σαύρου τε μνῆμα
5665355 μειλινον
περικαλλέϊ φηγῷ : ἐκ δ ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε ἴφθιμος Πελάγων , ὅς οἱ φίλος ἦεν
, μεσσοπαγὲς δ ' ἄρ ' ἔθηκε κατ ' ὄχθης μείλινον ἔγχος . Πηλεΐδης δ ' ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ
5663397 Καρδαμυλη
καὶ Κάρβανα πόλις Λυκίας , καὶ τὸ ἐθνικὸν Καρβανεύς . Καρδαμύλη , [ πόλις Μεσσηνίας . ] Ὅμηρος ” Καρδαμύλην
ὀξυτονεῖται , βραχὺ ὂν τὸ στοιχεῖον , οἷον κρωβύλη , Καρδαμύλη , Φαισύληδοκεῖ δὲ αὕτη μία εἶναι τῶν τιθηνησαμένων τὸν
5658697 Δελφισιν
ἀνάρσιοι : μισητοὶ , ἄδικοι . Ἐφοπλίζουσι : εὐτρεπίζουσιν . Δελφῖσιν : κατὰ δελφίνων . ἄρηα : πόλεμον . Σπονδάς
ἀνάρσιοι : μισητοὶ , ἄδικοι . Ἐφοπλίζουσι : εὐτρεπίζουσιν . Δελφῖσιν : κατὰ δελφίνων . ἄρηα : πόλεμον . Σπονδάς
5658563 ἐκλελαθον
δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν . περὶ δὲ Ὀρφέως τοῦ τρίτου μαθητοῦ τὰ
δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν : τῶν αὖθ ' ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
5657432 Αἱδ
νῦν ἀναγεγραμμένον ἐλεγεῖον εἰσιόντι εἰς τὸν ναὸν ἀριστερᾶς χειρός : Αἵδ ' ὑπὲρ Ἑλλάνων τε καὶ ἀγχεμάχων πολιητᾶν ἕστασαν εὐχόμεναι
νόμων καὶ διαταγμάτων , οἷς βελτιοῦσθαι τὰς ψυχὰς ἔμελλον . Αἵδ ' εἰσὶν ἐν στοχασμοῖς εἰκόσιν αἰτίαι λεγόμεναι περὶ τοῦ
5650318 μυρεται
οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ
ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα
5647654 συνωνυμον
τὸ μὲν οὔ ποτ ' ἐρωεῖ : πρὸς γὰρ τὸ συνώνυμον τοῦ νέφους ἀπήντησε . καὶ ἔτι ἐπὶ πλήθους ἦ
τὸ γενικόν : ὥσπερ ἀμφιβολία καὶ ἀμφίβολον , συνωνυμία καὶ συνώνυμον , διωνυμία καὶ διώνυμον , ὁμωνυμία καὶ ὁμώνυμον .
5646627 Αἰολικην
αὐτοῦ τοῦ Λύκου ᾖδεν . Θεσσαλικόν τι μέλισμα : οἷον Αἰολικήν τινα ᾠδὴν ᾖδεν , ὢν κακόφρων , ὅτι ἐμνήσθη
αὐτοῦ τοῦ Λύκου ᾖδεν . Θεσσαλικόν τι μέλισμα : οἷον Αἰολικήν τινα ᾠδὴν ᾖδεν , ὢν κακόφρων , ὅτι ἐμνήσθη
5646613 κιθαρα
. καὶ Ὅμηρος : Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι . καὶ ἡ κιθάρα Ἀσία λέγεται , ἐπεὶ ἐν Λυδίᾳ πρῶτον εὑρέθη .
: Γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῷ Παγγαίῳ ὄρει βοτάνη , κιθάρα καλουμένη διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν . Διασπαράξασαι τὸν Ὀρφέα
5645221 δειδεκτ
κυκλικώτερον . . Ο . πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ” χαῖρ ' Ἀχιλεῦ . δαιτὸς
ἀλλὰ μεστὸν τὸν σκύφον : πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ὁσάκις δὲ καὶ τροφὰς ἐλάμβανον ,
5643241 σιοισι
Πάφον περιρρύταν πολλάκι δ ' ἐν κορυφαῖς ὀρέων , ὅκα σιοῖσι ϝάδηι πολύφανος ἑορτά , χρύσιον ἄγγος ἔχοισα , μέγαν
καὶ τὸ αἰδοιεστάτοι ὡς παρ ' Ἀλκμᾶνι , οἷον : σιοῖσι κἀνθρώποισιν αἰδοιεστάτοι ] σιόδματον ? τέγος ? ? [
5641244 Ἀργειφοντης
καὶ διαγγέλλει τὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ ἐνθυμήματα . Ἀργειφόντης δὲ , ὡς ἀργὸς καὶ καθαρὸς φόνου : παιδεύει
τῷ περὶ σχημάτων . . . . . , : Ἀργειφόντης . παρὰ γὰρ [ τὸ ] ἐναργεῖς τὰς φαντασίας
5639117 πτυελος
σφάκελος : σκόπελος : ἀσφόδελος : Κύψελος : μυελός : πτυελός : ὀβελός : Σικελός . Τὰ διὰ τοῦ ηλος
σφάκελος : σκόπελος : ἀσφόδελος : Κύψελος : μυελός : πτυελός : ὀβελός : Σικελός . Τὰ διὰ τοῦ ηλος
5636327 πτυον
ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη
χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ '
5634186 ἀδμης
τὰν Φερρέφατταν ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής . ἣ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνία .
Φερρέφατταν , ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής : ἡ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνιὰ ὅλη
5632054 αἰετου
' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά μιν Κρόνου ? ? ?
γὰρ ζῷον ὁ αἰετός . τὸ δὲ ἀγκυλοχείλης ἐπίθετον τοῦ αἰετοῦ , ὁ ἐπικαμπεῖς τὰς χηλὰς ἔχων . ἐπὶ δὲ
5629553 δρακαινις
θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός ,
θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος ,
5628521 ὁλμος
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα ,
5627915 νυκτικοραξ
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον :
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν

Back