καὶ τὸ πάθος ἔλαθον μετενεγκόντες . ἣ μὲν γὰρ ἅτε κενωθεῖσα ἀνεκουφίσθη καὶ πλόιμος ἦν , ἣ δὲ τὸν ἐκείνης
πλήθους ἀναγωγὴ γένηται ἢ πτυέλου πλῆθος ἐκκριθῇ , καὶ οὕτως κενωθεῖσα ἡ ὕλη , ἐλευθερωθῶσι τοῦ κινδύνου . Τοῖσι δὲ
5746763 ῥᾳων
μᾶλλον καὶ οὐκ ἀποπηδᾷ . καὶ ἡ πελέκησις τῶν μαλακωτέρων ῥᾴων , καὶ ἡ ξέσις δὲ ὁμοίως καὶ ἔτι λειοτέρα
ἐπιπίπτει αὐτῷ : οὗτος τῆς αὐτῆς ἡμέρης ποτὲ μὲν γίνεται ῥᾴων , ποτὲ δὲ πονέει ἐξαπίνης , καὶ δοκέει ἀποθανέεσθαι
5716538 ἑβδομαιος
περιωδυνίαι ἴσχουσι , καὶ παραφρονέει , καὶ ἀποθνή - σκει ἑβδομαῖος , καὶ οὐκ ἂν ἐκφύγῃ , εἰ μὴ ῥαγείη
ἀνθρώπου , ὡς Ἱπποκράτης : ἄνθρωπός τις νοσήσας τὸν αἰῶνα ἑβδομαῖος ἀπέθανεν . . . . αἰώρα : ἀπὸ τοῦ
5678174 νουσος
καὶ ὑποστρεφομένης τῆς νούσου ἀπόλλυται . Ὁκόσας γεραιτέρας λαμβάνει ἡ νοῦσος αὕτη , κατασήπονται αἱ ὑστέραι , ἐκφεύγουσι δὲ πάνυ
δ ' ἄρα συμφορέοιτο Δίκῃ πανδῖα Σελήνη , δηρὸν ἀμυδρὴ νοῦσος ἐφημερίοις κε πέλοιτο ἀνθρώποις : πότμον δ ' ὑπαλεύεται
5659671 λιμος
καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς ἐδίδαξαν ἀριστερὰ γράμματα Μοῦσαι ἔστειχε δ
. δʹ Οὐενέφης υἱὸς ἔτη κγʹ : ἐφ ' οὗ λιμὸς κατέσχε τὴν Αἴγυπτον μέγας . Οὗτος τὰς περὶ Κωχώμην
5517349 συμπαθεια
, τῶν κατ ' ἐμὲ ἁμαρτωλῶν ἡ τελεία συγχώρησις καὶ συμπάθεια , ναί , γλυκύτατε Ἰησοῦ , ἀναψυχή μου καὶ
διαχρίειν . καὶ τὸ λουτρόν , ἐὰν μείζων | ἡ συμπάθεια τυγχάνῃ , παραιτεῖσθαι δεῖ καὶ τὴν τροφὸν ἐπ '
5495263 θανατωδης
μὲν παλαιοτέροισι μακροτέρη γίνεται , τοῖσι δὲ νεωτέροισι βραχυτέρη , θανατώδης δὲ οὐδετέροισιν . Ἰσχιὰς δὲ ὅταν γένηται , ὀδύνη
Ταῦτα ποιέουσα ὑγιὴς γίνεται : ἡ δὲ νοῦσος βληχροτέρη καὶ θανατώδης , καὶ διαφεύγουσιν αὐτὴν παῦραι . Ἢν δὲ ἑλκωθέωσι
5439837 χαλεπη
ἴσως δεήσει πορεύεσθαι , ποία τίς ἐστιν , τραχεῖα καὶ χαλεπή , ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος . καὶ δὴ καὶ
ἀσυμμετρίαν τε καὶ ἀνεπιτηδειότητα : οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ ἡμῶν χαλεπή ἐστιν ἡ περὶ τῆς ἀληθείας θεωρία διὰ τὴν ἡμῶν
5438634 περιειστηκει
νύκτα ἐπελθούσης δυνάμεως ἀπὸ τῶν πόλεων , οὕτω τοῖς Μεσσηνίοις περιειστήκει πολιορκία . καὶ ἁλῶναι μὲν κατὰ κράτος τὸ τεῖχος
εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον , ἀνθρώπων δὲ πολὺ πλέον πλῆθος περιειστήκει βουλομένων προσιέναι , καὶ πολὺ πρότερον ἢ οἱ φίλοι
5431047 ῥηξις
, τὸ δὲ μεσαίτατον , καθ ' ὃ ἐγένετο ἡ ῥῆξις , ἀναξηρανθὲν ὁδὸς εὐρεῖα καὶ λεωφόρος γίνεται . τοῦτο
βοθρίον , φλυκτὶς , μυιοκέφαλον , σταφύλωμα , ὑπόπυον , ῥῆξις , οὐλὴ , λεύκωμα , κοίλωμα , πρόπτωμα ,
5428937 ὑγιης
: τὸ χαριὴς , ἐξ οὗ καὶ χαριέστερος : καὶ ὑγιὴς , ἐξ οὗ τὸ ὑγιέστερος συγκριτικῶς . Ὑμήν :
τὸ φανερὸν ἄγειν τὸ ἀδίκημα , ἵνα δῷ δίκην καὶ ὑγιὴς γένηται , ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ
5403357 ἀθροωτερον
τὴν ἀφιεῖσαν . ἐπεὶ τῆς ταχυτῆτος ἐκείνης τί ἂν γένοιτο ἀθροώτερον ; οὐ γὰρ κατὰ μικρὸν ὑφῆκας τῆς ὀργῆς οὐδὲ
τὸ πάθοϲ : καὶ δι ' ἡμερῶν τινων καταρρήϲϲει γαϲτὴρ ἀθροώτερον , ἧττον δὲ δυϲώδη , καθάπερ ἰλὺν αἵματοϲ παχέοϲ
5400218 φυλακη
τῆς ἥττης σύμβολον . Παραπομπή . Ἡ παράπεμψις καὶ οἷον φυλακή . Ἐπὶ Χαιρωνίδου , Ἐλαφηβολιῶνος ἕκτῃ ἱσταμένου . Ἐλαφηβολιών
κατεσκόπει θυγάτηρ ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς , ᾧ προσέκειτο ἡ τοῦ χωρίου φυλακή , Τάρπεια ὄνομα : καὶ αὐτὴν , ὡς μὲν
5391180 αἰφνιδιος
καὶ δραστικωτάτη μάλιστα πάντων , ἡ κατὰ νώτου τῶν πολεμίων αἰφνίδιος ἐπιβολή , εἴ πῃ δυνατὸν γένοιτο προεκπέμψαντι στρατιωτῶν σύνταγμα
ἀλλὰ γὰρ οὕτω διακειμένων καὶ τοιαῦτα ταῖς ψυχαῖς ἀναπολούντων , αἰφνίδιος καὶ ἀπροσδόκητος ταραχὴ καταλαμβάνει . προσταχθεὶς γὰρ ὁ τῆς
5381189 ἐπιγενομενον
ἐν ὀξεῖ νοσήματι , ἐπειδὴ ξένον καὶ ἀλλότριόν ἐστι τὸ ἐπιγενόμενον σύμπτωμα . τινὰ δὲ “ εἰ δὲ καὶ σφυγμός
τοῦτο θερμοτέρη ἐστὶ τοῦ ἀνδρός : ἢν δὲ τὸ πλεῖον ἐπιγενόμενον ἀποχωρέῃ , οὐ γίνεται ὁ πόνος καὶ ἡ θέρμη
5378378 μηχανη
ἄκρων λεγόμενος λόγος ; ἐκ δὴ πάντων τῶν εἰρημένων τίς μηχανή , ὦ Σώκρατες , δικαιοσύνην τιμᾶν ἐθέλειν ᾧ τις
Περίνθῳ προσέβαλεν , ἀποτυχὼν δ ' ἐντεῦθεν Βυζάντιον ἐπολιόρκει καὶ μηχανή - ματα προσῆγεν . ἔπειτα διεξελθών , ὅσα τοῖς
5376796 διεκοπη
ἡμέτερα καὶ παρερρήγνυτο ἡ φάλαγξ , καὶ τέλος εἰς δύο διεκόπη τὸ Σκυθικὸν ἅπαν , καὶ τὸ μὲν ὑπέφευγεν ,
„ Ἢν μὲν τραῦμα γένηται , δῆλον ὅτι ἡ σὰρξ διεκόπη καὶ ἕλκος γέγονεν . τοῦτο δὲ νόσημα ὀνομάζω εἶναι
5375526 μειουται
Πόντου τὴν Δῆλον εἴρηκε τὸ λεχθὲν αἰνιττόμενος . εἰ δὴ μειοῦται ἡ θάλαττα , μειωθήσεται μὲν ἡ γῆ , μακραῖς
, ἄλλαις δὲ ἄλλως κατὰ τὸ ἀόριστον πλεονάζει τε καὶ μειοῦται . τὸ πλεῖστον δὲ καταμήνιον δυοῖν ἐστι κοτυλῶν .
5373409 πολλη
πράττειν : εἰ δ ' ἀσθενὴς εἴη καὶ ὠμότης ὑπόκειται πολλὴ , ταῖς ἀνατρίψεσιν ἀνάγκη προσκαρτερεῖν καὶ τοῖς ἠρέμα λεπτύνειν
ἀγαθά . ταῦτα δ ' ἀποδείξομεν . Παρὰ τῷδε Καλλίᾳ πολλὴ θυμηδία , ἵνα πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ
5358645 πυρετος
τινος τῶν παραπλησίων : οὐ γὰρ ἡ τυχοῦσα ἄμετρος θερμότης πυρετός ἐστιν , οἷον ἡ ἐν τῷ σιδήρῳ ἢ ἐν
τῆς σαρκὸς λιπαρὴν ἰκμάδα . ὁκόταν δὲ τοῦτο γένηται , πυρετός ἐστιν καυσώδης ἅτε ἔχων τροφὴν ἀπὸ τοῦ λιπαροῦ τοῦ
5356650 βηχια
παρατραπείη , τῶν μὲν κυρτῶν αὐτοῦ τὸ πάθος καταδεδεγμένων , βηχία μᾶλλον ἐρεθίζουσι ξηρά , καὶ πλείων ὧδε θέρμης αἴσθησις
, χαλεπόν . λθʹ . Ὧι τὸ συρίγγιον ἐπανεῤῥήγνυτο , βηχία ἐκώλυε μὴ διαμένειν . μʹ . Ὧι ὁ λοβὸς
5347490 κατειχεν
ἐφαίνετο εἶναι τοῖς ἀκούουσι . ιʹ . Τέως μὲν οὖν κατεῖχεν ὁ Μελησιγένης περὶ τὸ Νέον τεῖχος , ἀπὸ τῆς
μὴ γὰρ ἂν οὕτω θρασὺν γενέσθαι τὸν ἐκείνων ἄρχοντα , κατεῖχεν , αὐτὸς δὲ μεμνημένος τῶν παρακελεύσεων ὧν ἤκουσεν ἐν
5345845 κοιλιη
ἐλαχίστῳ ὕδατι ψυχρῷ ἢ μελικρήτῳ . Ὁκόσοισι δὲ ἐν πυρετοῖσι κοιλίη ὑγρὴ καὶ γνώμη τεταραγμένη , οἱ πολλοὶ τῶν τοιουτέων
δὴ παρέχει , καὶ τῶν σιτίων ἀποκλείονται , ἥ τε κοιλίη ἐξελκοῦται , στῆσαι δὲ χαλεπὸν ἤδη γίνεται αὐτήν .
5320027 κινδυνος
τῆς παρεμβολῆς ἐκπίπτουσι μετὰ θορύβου καὶ κραυγῆς ἕτερος μείζων ἐπηκολούθησε κίνδυνος . τῶν μὲν γὰρ Ἀγαθοκλεῖ συντεταγμένων Λιβύων εἰς πεντακισχιλίους
τοὺς νεφρούς . εἰ δὲ ἐπιμένοι ἡ ὀδύνη καὶ μέγας κίνδυνος καταβληθῆναι τὴν δύναμιν ὑπό τε τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τῆς
5316251 ἀνεῳγμενων
τοῦ παντὸς δὲ οὐκ ἀπήλλαγμαι , χρησταὶ δὲ ἐλπίδες ἱερῶν ἀνεῳγμένων . Τιτιανὸς δὲ ὡς μὲν παῖς ἀγαθὸς δυστυχίαν πατρὶ
ἡ Ἄμφεια εἶναι . καὶ τό τε πόλισμα αἱροῦσι πυλῶν ἀνεῳγμένων καὶ φυλακῆς οὐκ ἐνούσης καὶ τῶν Μεσσηνίων τοὺς ἐγκαταληφθέντας
5300321 ἐμετος
βάθους ἀναδιδομένη θερμασία , χάσμη , σκορδινισμὸς , ναυτίαι , ἔμετος , καταφορὰ πρὸς ὕπνον , βήχιον μικρὸν , ὑπότραχυ
μαστῶν κνησμός , πόνος ἤτρου , ὀσφύος , κεφαλῆς , ἔμετος χολωδῶν ἢ φλεγματωδῶν . τούτων προφαινομένων περὶ τὸ τεσσαρεσκαιδέκατον
5274311 ὑποστροφη
δὲ πράγματα μέλλησις μελλησμός , βραδυτής , ὄκνος , στροφή ὑποστροφή , ἀναβολή ὑπερβολή , διαγωγή , διατριβή τριβή ,
καὶ Κριτοβούλου , μύρου μὲν οὐ προσδέονται . καὶ ἡ ὑποστροφή , αὐταὶ γὰρ τούτου ὄζουσι . τοῦτο μὲν οὖν
5259955 ταραχη
τὴν θάλασαν : κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ
τρίτον θλῖψις : τέταρτον αἰχμαλωσία : πέμπτον ἔνδεια : ἕκτον ταραχή : ἕβδομον ἐρήμωσις . Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κάιν
5230501 ὑγρη
ἀλλ ' ἀποῤῥεῖ . Γνοίης δ ' ἂν τῷδε : ὑγρὴ γίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥέον μυξῶδες καὶ γλίσχρον οἷα
ἔχωσι , σιτίων δὲ μὴ ἐπιθυμέωσι , καὶ ἡ κοιλίη ὑγρὴ ᾖ , καὶ τὸ πῦον χλωρὸν ἢ πελιὸν ,
5230027 κατεδυσεν
τὰ πρὸς τὰς μηχανὰς ἁρμόζοντα τοῖς πολεμίοις ἃ μὲν αὐτῶν κατέδυσεν , ἃ δὲ κατήγαγεν εἰς τὴν πόλιν , ἐν
ἐσύλησεν μὲν τὸν χρηματιστήν , ἀπέκτεινεν δὲ τὸν μισθοφόρον , κατέδυσεν δὲ τὸν ἔμπορον , ἔλαβεν δὲ τὸν λῃστήν ,
5222898 πλειων
, ἀλλ ' ἐπὶ μὲν τῶν λυπουμένων ἡ μὲν ξηρότης πλείων , ἡ δὲ θερμότης ἐλάττων , ἐπὶ δὲ τῶν
οἰκείων μῖσός τε καὶ ὀργή , παρὰ δὲ τῶν ἀντιπάλων πλείων ἡ καταφρόνησις . συνέβαινε δὲ τοῖς Ἀκυλησίοις πάντα ὑπάρχειν
5222896 χυσις
' εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν εὐρεῖαν : φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή , ὅσσον τ ' ἠὲ δύω ἠὲ
διαμπερές : ὣς ἄρα πυκνὴ ἦεν , ἀτὰρ φύλλων ἐνέην χύσις ἤλιθα πολλή . τὸν δ ' ἀνδρῶν τε κυνῶν
5216845 ὀλιγη
σχῆμα παίσατε , τῶν δ ' ἐτέων ἡ δεκὰς οὐκ ὀλίγη . ὁμοίως δὲ τοῦ δωδεκασυλλάβου ἕν τίκτεσθαι : βροντᾶν
τοῖς βλαστοῖς αὐτοῦ κἀν τοῖς φύλλοις ἡ στρυφνὴ ποιότης οὐκ ὀλίγη . Μηδίου ἡ μὲν ῥίζα αὐστηρά τέ ἐστι καὶ
5211868 ἀπεσβη
γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ
καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ
5197846 ἐκκρισις
περιπίπτουσι τῷ τῆς γονορροίας πάθει : γονόρροια δὲ σπέρματος ἐστὶν ἔκκρισις χωρὶς προθυμίας καὶ ἐντάσεως , χαλᾶται γὰρ ἡ μήτρα
ἀπευθυσμένον . παραλυθέντων οὖν ἐκείνων τῶν μυῶν , ἀκούσιος ἐγένετο ἔκκρισις : ἀλλ ' οὐ μόνον τοῦτο , ἀλλ '
5197626 οὐδεμιη
θερμὸν ἐμπέσῃ , οὐκ ἔτι γίνεται ἐν τῇσι μήτρῃσιν ὑγρασίη οὐδεμίη , ἥτις τὸ ἐπεισπῖπτον σπέρμα κρατήσει : διὰ τοῦτο
παραδοξότατα ἐσώθη : οὔτε γὰρ ἀκὶς ἐξῃρέθη , οὔτε αἱμοῤῥαγίη οὐδεμίη ἐγένετο ἀξίη λόγου , οὔτε φλεγμονὴ , οὔτε ἐχώλευσεν
5189443 καθαρσις
διὰ μουσικῆς ἐπετηδεύετο αὐτῷ κατάρτυσις τῶν ψυχῶν : ἄλλη δὲ κάθαρσις τῆς διανοίας ἅμα καὶ τῆς ὅλης ψυχῆς διὰ παντοδαπῶν
καὶ αὐτὴ τὸ νούσημα χρόνιον ἔχειν , ἤν οἱ ἡ κάθαρσις πλεῖον τοῦ δέοντος χωρέῃ μετὰ τὴν διαφθορὴν , οἷα
5167261 σεισμος
μάχην στρατῶν ἢ διοσημία φανῇ αἰφνίδιος ἢ τῆς γῆς γένηται σεισμός , ἀποστρέφονται εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀποχωροῦσιν ἀπ '
φρέατος ὕδατος πιόντα προειπεῖν , ὡς εἰς τρίτην ἡμέραν ἔσοιτο σεισμός , καὶ γενέσθαι . ἀνιόντα τε ἐξ Ὀλυμπίας ἐς
5158483 φθορος
αὐτὰς προαποκλεισάντων ὑπὸ δέους , μὴ συνεσπέσοιεν οἱ πολέμιοι , φθόρος ἦν Ξανθίων πολὺς ἀμφὶ ταῖς πύλαις ἀποκεκλεισμένων . Οὐ
οὔτε κατ ' ἐπιστήμην οὔτε προστάσσων . ἀλλ ' ὁ φθόρος ἦν ὅμοιος ἔν τε ταῖς ναυσὶν αὐταῖς καί ,
5150183 διαβατος
. . . Θάψακος πόλις ἐπὶ τὸν Εὐφράτην . . διαβατός ] ση : ὅτι βατὸς ὁ εὐφράτης ποταμός .
οἱ μὲν ἄγοντες ἄκοντες ἐβράδυνονὁ γὰρ Ἀσωπὸς ποταμὸς οὐκ ἦν διαβατός , μέγας ἄφνω ῥυείς , οἱ δ ' ἀμφὶ
5149309 ῥυσις
καὶ οὐκ αἴτιον αὐτῆς τὸ κέντρον , ἀλλ ' ἡ ῥύσις τοῦ συνεχοῦς ἐφ ' ἕν . Καὶ ἐκεῖ γάρ
, ἢ τιτθῶν ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν
5146885 ἀποθνησκει
καὶ πυρετὸς λεπτὸς ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ τὰς ἑπτὰ οὐκ
ἄνω τοῦ χρόνου ὅτι τὸ κύκνειον οὕτω καλούμενον ᾄσας εἶτα ἀποθνήσκει . τιμᾷ δὲ ἄρα αὐτὸν ἡ φύσις καὶ τῶν
5142153 θορυβος
δηλώσας ἐν τοιᾷδε ἡλικίᾳ , καὶ τοῖς ἀνδράσι πολὺς ἐγγίνεται θόρυβος ἐν πολλῷ ὁμίλῳ δημηγοροῦντι . Ἀποθανούσης δ ' αὐτῷ
τισιν ἐγγενομένης ἁψιμαχίας καὶ πολλῶν ἑκατέροις παραβοηθούντων κραυγὴ καὶ πολὺς θόρυβος κατεῖχε τὸ στρατόπεδον . καθ ' ὃν δὴ χρόνον
5136728 εἰσοδος
αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ . ἡ δὲ εἴσοδος ἢ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἢ ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἢ
ἔχει : μία γάρ τις ἐν αὐτοῖς ἡ τῆς τροφῆς εἴσοδος , ἔχει δέ τι καὶ ὃ ἀναλογεῖ κοιλίᾳ καὶ
5134569 δαπαναται
συγκοπὴν ἔπλετο * μέγας : σφοδρός * νέμεται : κατασήπεται δαπανᾶται * ὀλοφώιος : πάνυ ὀλέθριος ὀλέθριος * αὐαλέη :
οὕτως : ἀλλ ' οἴχεται καὶ κατὰ μικρὸν διαφθείρεται καὶ δαπανᾶται μὴ μελε - τώμενον . δεινὴ δὲ πρόφασις λήθης
5120765 χρονιη
μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύζειν κλύσματι μαλθακῷ . Ἡ δὲ νοῦσος χρονίη καὶ ἀπογηράσκοντας , ἢν μέλλῃ , ἀπολείπει : ἢν
πυρετῷ ἀποκτείνει . Ὅταν δὲ τούτους τοὺς ἀριθμοὺς ὑπερβάλλῃ , χρονίη ἤδη γίνεται ἡ κατάστασις τῶν πυρετῶν . Πρῶτον μὲν
5113143 ὀλιγος
καὶ εἰ μὴ ἄβατοι , ἀλλά τοι πάντως ἄτριπτοι : ὀλίγος γὰρ ἀριθμός ἐστι τῶν αὐτὰς βαδιζόντων , οἳ πεφιλοσοφήκασιν
ὑπάρχοντος : εἶτα τοῦ χρόνου ὅντινα μὲν πονέειν ἀποδέδοται , ὀλίγος : ὅντινα δὲ ἀναπαύεσθαι , πουλύς : ἡ μὲν
5111933 εὐρυχωρια
, πῶς ἂν αὕτη γένοιτο . ἐπεὶ οὖν πᾶσα σώματος εὐρυχωρία καὶ κοιλότης κατὰ δύο τρόπους αὔξεται καὶ διίσταται ,
δ ' ἄν τις ἔχοι τοιαῦτα εἰπεῖν : πολλὴ γὰρ εὐρυχωρία τῆς ἀποδείξεως ὡς οὔτε ἡμεῖς ἡμῖν αὐτοῖς ἀεὶ κατὰ
5110093 συνεχης
συναμφότερος χρόνος ἑκάστου κύκλου ὅ τε ὑπὲρ γῆς καὶ ὁ συνεχὴς ὑπὸ γῆν ἴσος φαίνεται . ἔτι δὲ ὁ τοῦ
ἔπαισεν , πὺξ ἐπάταξεν , πὺξ ἔπληξεν : ἡ δὲ συνεχὴς τῶν χειρῶν συναγωγή , πυκνῶς εἰς πλῆθος ἐπιφερομένη ,
5098298 θλιψις
τουτέστιν , ὁμοῦ προσεγένετό μοι καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ θλίψις διὰ σέ . Ἄλλως . τὸ δισσὸν μέλος ἐπῆλθε
. . ταῦτά τοι πλανωμένη ] οὐκέτι ἡ ὑποκειμένη μοι θλίψις περὶ ἓν ἵσταται , ἤτοι οὐκ ἐφ ' ἑνὶ
5094686 εὐφορια
ἄλλη τιϲ ἀηδία καὶ εἰ μετὰ τὸ λουτρὸν ἐφεξῆϲ ἡ εὐφορία μένοι , θαρρῶν τρέφοιϲ τε ἂν αὐτοὺϲ καὶ οἴνου
, τὸ τῶν ἰδεῶν τῆς λέξεως . ἔστι δ ' εὐφορία κατὰ κρίσεις φαύλων ὀνομάτων : τοῦτο δικανικὸν ὄνομα ,
5091190 ἐξαισιος
τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μεγέθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων πλῆθος
κάτω διετήρουν τὴν χάλαζαν . ἀλλ ' οὐ μόνον ἡ ἐξαίσιος φορὰ πάντων τοὺς οἰκήτορας εἰς ὑπερβαλλούσας δυσθυμίας ἤγαγεν ,
5083530 ἐπεγενετο
κρινόμενοι εἰλικρινέως , φιλυποστροφώδεα . Μετὰ δὲ χιόνας , νότια ἐπεγένετο , καὶ ὑέτια : κόρυζαι κατεῤῥάγησαν καὶ ξὺν πυρετοῖσι
εἶναι καὶ προσόντων καὶ ἀπόντων . Πορευομένων δὲ ἐπεὶ νὺξ ἐπεγένετο , λέγεται φῶς τῷ Κύρῳ καὶ τῷ στρατεύματι ἐκ
5082226 βοηθεια
καὶ Σαλαμῖνος . νεῶν ] τῶν Περσῶν . ἀρωγὴ ] βοήθεια . οὔτις ] οὐδεμία . ἀλλήλοις ] τοῖς ἐν
ἀδυναμοῦντι : εἴη ὁ σὸς παῖς , ὁ Ἐτεοκλῆς , βοήθεια : διὰ βραχέος χρόνου : νῦν τῶν τειχέων :
5074410 δυσχερης
ἦν τοῦ δέοντος καὶ τούτοις δὴ ἐπιγίγνεται ἡ εἰς Ἰταλίαν δυσχερὴς ἔξοδος ὀλίγαις ὕστερον ἡμέραις . ταῦτα μὲν δὴ προεγεγόνει
τοῦ κέντρου τοῦ βάρους ὅπλον ἐξαφθῇ μὴ γινομένου γὰρ τούτου δυσχερὴς τοῖς ἕλκουσιν ἡ ἀναγωγὴ ἀκολουθεῖ . πᾶν γὰρ οὕτως
5063344 προσθηκη
ἔννομον , ἤ τι τῶν τούτοις ἐναντίων . περιττὸν ἡ προσθήκη τούτων : οὐ γὰρ ἰδίᾳ μὲν ζητοῦμεν τὸ δίκαιον
κατὰ τὸ μόνιμον καὶ δυσκίνητον , πότερον τοῦτο διαφορᾶς ἐστι προσθήκη ἢ ψιλῆς σχέσεως ἢ πλεονασμός τις ἄλλος ὁποιοσοῦν ;
5059450 σπασμος
ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς ἐπιγίνεται καὶ ῥῖγος καὶ πυρετός . Γίνεται δὲ τὸ
, καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , κακόν . Ἐπὶ εἰλεῷ ἔμετος , ἢ λὺγξ
5040526 καταβολη
ἐχομένως ἀπορεῖ , πότερον ἀφ ' ὅλου τοῦ σώματος ἡ καταβολὴ τούτου ἢ ἀπὸ μέρους , καὶ ἀπὸ τοῦ ἄρρενος
οὐχ ἡ ἀποκομιδὴ μόνον , ἀλλὰ καὶ ἡ τῶν φόρων καταβολὴ καὶ πνεύματος ἀποβολή . εἴποις δ ' ἂν ἐπὶ
5040080 κυϲτιοϲ
ἐπιγαϲτρίῳ , ὀδύνη ὀξείη πάντῃ τῆϲ κοιλίηϲ , περίταϲιϲ τῆϲ κύϲτιοϲ : [ ὁ ] ὠχρὸϲ ἱδρὼϲ τῇ δεκάτῃ ,
οὔτε ἀϲινέωϲ τέμνεται : χρὴ γὰρ καὶ τὰ λεπτὰ τῆϲ κύϲτιοϲ ξυντάμνειν , τὸ δὲ αὐτῆμαρ ἔκτεινε , ἢ ὀλίγαιϲ
5020747 προσφυεται
πόρου δι ' οὗ κατέρχεται : ὅσοις δὲ τῶν ἐντεροκηλικῶν προσφύεται τὸ ἔντερον τῷ περιτοναίῳ , τούτοις ἐκ πάσης ἀνάγκης
: ὅθεν καὶ τοῦ φωτὸς νύκτωρ ἀπιόντος ἢ σκοτωθέντος οὐκέτι προσφύεται τὸ ἀφ ' ἡμῶν ῥεῦμα τῷ πλησίον ἀέρι ,
5019693 κρουνηδον
, τὰς δ ' ἀνατεμνομένας φλέβας καθάπερ ἐν ταῖς αἱμορραγίαις κρουνηδὸν αὐλοὺς ἀκοντίζειν αἵματος , μηδεμιᾶς ἐνορωμένης διαυγοῦς λιβάδος .
Χειμῶνος , ὑπερκύπτοντα λοχείης . καὶ πτερόεις ὀχετηγὸς ἀνέβλυσεν Ἀγγελιώτης κρουνηδὸν κατὰ μέτρον ἐπήτριμα χεύματα πέμπων , ὄφρα μὴ ὀμβρήσαντος
5014405 σιτος
ταῖς δὲ ναυσὶ μακρὰν ἐφεδρεύειν , ὅπως αὐτοῖς μὴ παρακομισθῇ σῖτος . οὗ συντελεσθέντος , οἱ μὲν Ἀθηναῖοι εἰς δεινὴν
οὐκ ἐλάσσονας σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι . Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν : ἔσται δ ' ἴσως αὐτοῖσιν ὀλέθρου
5013104 χολωδης
: εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης , καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται , καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης , καὶ ἐκ
, οἵα ἐστὶν ἡ ἐκ κέγχρων πυρία . εἰ δὲ χολώδης , τοῖς σπόγγοις τοῖς ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μόνοις
5004220 ἀσθενεστερος
ᾧ δὲ δικαίως ἂν ἴσχυον , ὅσον οὐκ ἄλλος , ἀσθενέστερος ἁπάντων εἰμί . καὶ οἶδα μὲν ὡς δοκῶ δύνασθαι
Ἑσπερίσι γενέσθαι . πέρας δέ , ἐπεὶ βραδύτερος ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστερος αὑτοῦ , φοβούμενος μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίως ,
4996216 βηξ
δὲ πῦον ξυνεστήκῃ , ὅ τε πόνος ὁμοίως ἔχει , βήξ τε γίνεται , καὶ ἐπαναχρέμπτεται πῦον , καὶ πνεῦμα
. Τέλος δὲ κατάῤῥοος , καὶ ἀπόχρεμψις ἐπικατῆλθε , καὶ βήξ : ἡ δὲ ἀπόχρεμψις , παχέα καὶ ὠχρὰ πῦα
4994713 ἰσχυρη
καὶ ἢν μὲν ἄνω αἱ ὀδύναι ἔωσιν , ἢν μὲν ἰσχυρὴ ἡ γυνὴ ᾖ , πυριήσασθαι ὅλην καὶ φάρμακον δοῦναι
διόρθωσις τὰ πᾶσι κοινὰ ποιέουσα . μηροῦ δὲ κατάτασις μὲν ἰσχυρὴ καὶ διόρθωσις κοινὴ ἢ χερσὶν ἢ μοχλῷ , τὰ
4989087 ἀφορος
καὶ τὸ πνεῦμα ἐπέχει . Διὰ τί ἡ λευκὴ γῆ ἄφορος κατὰ τὸ πλεῖστον ; ὅτι κατάψυχρός ἐστιν , ἡ
θεραπηΐης ὅκως τὰ ἕλκεα μὴ μυδήσει καὶ κάκοδμα ἔσται : ἄφορος δὲ ἔσται καὶ ἢν ῥαΐσῃ , ἢν μεγάλα ᾖ
4981195 σηψις
μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς
, ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς ,
4980568 ἰσχυροτερη
οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ κεφαλὴ σπάσῃ , ἡ περιωδυνίη ἰσχυροτέρη γίνεται . Τὰ δὲ ἀλγήματα ἐσπίπτει ὑπὸ τοῦ φλέγματος
ὀλισθήματος . Ἐμβολὴ , ὡς ἡ καρποῦ , κατάτασις δὲ ἰσχυροτέρη . Ἴησις , νόμος ἄρθρων . Παλιγκοτέει ἧσσον καρποῦ
4978703 καταψυχρος
μάλιστα τῷ ξυλικῷ . ἔσται δὲ ὁ χειμὼν ἀρχόμενος μὲν κατάψυχρος , λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὸ ἔαρ ἔνυδρον καὶ
καὶ δένδρα καταπεσεῖν : μεσάζων δὲ εὔκρατος , καὶ λήγων κατάψυχρος . τὸ ἔαρ ὕπομβρον , τὸ θέρος ἔαρι ὅμοιον
4977647 φορα
Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί
πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι
4976206 κυϊσκεται
ἐπηλυγάζονται , καὶ τὸ στόμα αὐτέων ξυμμύει , καὶ οὐ κυΐσκεται , καὶ στεῤῥόν ἐστι , καὶ ἢν ψαύσῃς ,
δὲ ἐλάσσω τὰ καταμήνια χωρέῃ τοῦ δέοντος , οὐδὲ οὕτω κυΐσκεται : αἴτια δὲ τὰ ἐν τῇ προτέρῃ νούσῳ προειρημένα
4972511 πονεσῃ
ἡμέρας τρεῖς ἢ πέντε ἢ ἑπτά , καὶ οὐδέποτε μύλη πονέσῃ ἢ οὖλος . ἐὰν οὖν τις θέλῃ ἐντέχνως ἐπινοῆσαι
φλέβια πάσχει , ὅσα ἔσω ἀκρόπλοά ἐστιν : ὁκόταν οὖν πονέσῃ , κιρσοειδέα τε γίνεται καὶ μετέωρα ἔνδον : καὶ
4969234 παχυνεται
σφηνουμένου τοῦ πλήθους αὐτόθι δυσλύτως : πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις παχύνεται καὶ γλίσχρον γίνεται τῇ θερμότητι καὶ ξηρότητι τῶν δριμέων
ὁμοίως τοῖς ῥιπίζουσι λεπτυνούσης ἅμα καὶ ψυχούσης τὸν ἀέρα . παχύνεται δ ' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον
4937009 ἐπιρρεουσα
ἐκφύεσθαι διὰ πολλῆς ἐπαρδόμενα τῆς ἰκμάδος . συνεχὴς οὖν οὖσα ἐπιρρέουσά τε ἐξωθεῖ τὰ πρότερα . καὶ τὸ μὲν ὑπερίσχον
ἐκφύεσθαι διὰ πολλῆς ἐπαρδόμενα τῆς ἰκμάδος . συνεχὴς οὖν οὖσα ἐπιρρέουσά τε ἐξωθεῖ τὰ πρότερα . καὶ τὸ μὲν ὑπερίσχον
4929759 ἀναγωγη
, διεκπλεῖν , ἀπελάσαι τὴν ναῦν . καὶ τὰ ὀνόματα ἀναγωγή , ἀνάπειρα , πλοῦς , περίπλους , ἐπίπλους ,
διαπηδῶντος τοῦ αἵματος . διαφέρει δὲ αἵματος ἔκκρισις καὶ αἵματος ἀναγωγή . ἡ μὲν γὰρ ἢ ἀπὸ πνεύμονος ἢ ἀπὸ
4928090 δυσπνοια
εὐθέως σωθήσεται : εἰ δ ' ἀμελήσῃ , γίνεται αὐτῷ δύσπνοια καὶ πλευροῦ πόνοι καὶ πυρετοὶ ὀξεῖς καὶ πάντοτε ἄϋπνος
δοκοίη αὐτοῖς ὥσπερ τι βάρος ἐξηρτῆσθαι τοῦ διαφράγματος , καὶ δύσπνοια καὶ κακόχροια καὶ ἀνορεξία παρακολουθοῖ , ἐσκιρρωμένου ἥπατος σημεῖα
4919290 πηξις
ἀφελκοῦσι . πλὴν ἐκεῖνό γε φανερὸν ὅτι ὧν αὐτόματος ἡ πῆξις τούτων πλείων ἡ ἐπιρροὴ τῆς ὑγρότητος . οὐ τὴν
εἶπε , τῷ δὲ κατηγορουμένῳ , τῷ φυλλορροεῖν , ἡ πῆξις τοῦ ὑγροῦ , ὅπερ καὶ ὁρισμός ἐστι τοῦ κατηγορουμένου
4918512 μαλθακη
γίνεται , [ ἢ κατὰ συλλογισμόν , ] ἥ ἐστι μαλθακή τις καὶ ἀμυδρὰ οἷον πόρρωθεν μὲν ὁρῶσα , τῇ
ἐς ταύτην ὑποδύεται . Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή , τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή : πολύχαλκα γὰρ
4914560 ᾐρετο
τοὔδαφος ἐκάλυπτεν , ἔπειτα οὐκ ἐπιπολῆς ἀλλ ' εἰς ὕψος ᾔρετο τῆς νιφάδος χύμα πάμπολυ , ὡς ἀγαπητὸν εἶναι τὸ
δόμους , εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει , ᾔρετο τράπεζα , παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος .
4910844 ἐκαιετο
μετεδίδοσαν ἀλλήλοις ὧν εἶχον ἕκαστοι . ἔνθα δὲ τὸ πῦρ ἐκαίετο , διατηκομένης τῆς χιόνος βόθροι ἐγένοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ
. γραῦς δὲ γυνὴ ἔνδον καθῆστο , καὶ πῦρ πολὺ ἐκαίετο . οἱ δὲ πάντα ἐκεῖνα ἅπερ ἐτυγχάνομεν ἡμεῖς κομίζοντες
4900920 χειμων
' ἐνιαύσιοι ἑπτὰ : εἰσὶ δὲ αὗται : σποράτος : χειμὼν : φυταλίαι [ ] : ἔαρ : θέρος :
. οἷον , ὥς φησιν αὐτός , ἐὰν ὑπὸ κύνα χειμὼν γένηται καὶ πάγος , τοῦτο κατὰ συμβεβηκός φαμεν ,
4900254 πληρης
ἥδιον ἀμφοῖν ἐμὲ τὸν συνάγοντα εἶναι . Μάλχος μὲν οὖν πλήρης ὢν τῶν περὶ σοῦ λόγων ἔρχεται τοὺς μὲν παρ
τῶν σύνεγγυς ἀγρῶν τὸ δημοτικὸν πλῆθος καὶ ἦν ἐξ ἑωθινοῦ πλήρης ἡ ἀγορά . τῆς δὲ βουλῆς συναχθείσης , ἵνα
4896271 διψωδης
, κωματώδης : ἀσώδης , ὅτε διεγείροιτο : οὐ λίην διψώδης : περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἐδυσφόρει , παρέλεγεν :
ἰσχύν : καρδιαλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης : ὅθεν οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν :
4893394 καρτερα
' ὁρῶντες οἰκείων νεκρῶν παρ ' αὐτῇ καὶ στίφη πολεμίων καρτερὰ ὁμόσε χωροῦντα , ῥίψαντες τὰ ὅπλα τρέπονται πρὸς φυγήν
τῷ πολίσματι : καὶ γίνεται ὠθισμὸς ἐνταῦθα πολὺς καὶ μάχη καρτερὰ συσταδὸν περὶ τὸ τεῖχος μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς καὶ
4889656 ἐῤῥυη
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον ,
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι
4888943 βαθεια
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ
4885922 πηγνυμενη
οὖν ἐπειγομένων τεχθῆναι καὶ προελθεῖν : ἡ γάρ τοι ἰκμὰς πηγνυμένη καὶ ὑπανατέλλουσα ἀτρεμεῖν ἀδύνατος ἐστί : γίνεται γὰρ καὶ
χάσματα ῥηγνυμένη . ἥ τε γὰρ ἀργιλλώδης , χειμῶνος μὲν πηγνυμένη , θέρους δὲ ξηραινομένη , πάντα τὰ ἐμπεφυκότα ἀπόλλυσιν
4879842 σφοδρος
πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ
φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος ,
4877697 ὀδυνη
, τελευτῶν δὲ κόπρον : καὶ δίψαν ἔχει , καὶ ὀδύνη ἔχει μάλιστα μὲν περὶ τὰ ὑποχόνδρια , ἀλγέει δὲ
ξηρῆς ἡ γαστὴρ πεφύσηται , καὶ ψόφοι ἔνεισι , καὶ ὀδύνη πλευρέων καὶ ὀσφύος , διαχωρέει δὲ οὐδὲν κάτω ,
4876568 καταδυσις
διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς . θαλάμη κατάδυσις : “ ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκόμενος
τοιοῦτον ζῷον οἷον ἀσπάλαξ καὶ τὸ ὅμοια . χειραμός ἡ κατάδυσις . × δῶμα νῦν τὸν φωλεόν . οἳ δ
4875722 λεπτη
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος ,
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν
4865492 ὀξυρεγμιη
ἀσθενέουσιν , ὑφ ' ὧν μήτε φῦσα ἔσται , μήτε ὀξυρεγμίη , μήτε στρόφος , μήτε λίην διαχωρέει , μήτε
καὶ οἱ ἄκρητα ἐρυθρὰ ἱκνευμένως ᾔει . Τῇσι χρονίῃσι λειεντερίῃσιν ὀξυρεγμίη γενομένη , πρόσθεν μηδέποτε γενομένη , σημεῖον χρηστὸν ,
4864774 ἐξοδος
ἐστι καὶ ἡ ἀσιτία δὲ , ἔφη , νόθος τις ἔξοδός ἐστι τοῦ πυρὸς διὰ τοῦ στήθους διεξιοῦσα . καὶ
λόγος μεταξὺ πλὴν μελῶν χορῶν δύο . ἡ δ ' ἔξοδός τις τυγχάνει χοροῦ λόγος , μεθ ' ὃν χοροῖς
4860870 κενη
; Οὐ δῆτα : μή πω νοῦ τοσόνδ ' εἴην κενή . Χωρήσομαι τἄρ ' οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ . Ποῖ
αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης . λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή , σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν , τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα
4858739 ἀποστασις
τούτων τι πολύ τε καὶ ἐξαπίνης , τοῦτο ἂν εἴη ἀπόστασις . Γίνονται δὲ λεῦκαι μὲν ἐκ τῶν θανατωδεστάτων νοσημάτων
, ἥ τε εἰς Ἱταλίαν ἄφιξις αὐτοῦ , Λιβύης τε ἀπόστασις καὶ ἡ ἐν Ῥώμῃ τῶν στρατιωτῶν πρὸς τὸν δῆμον
4851488 ἡλικιη
δὲ οὐδέν : μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσιος , καὶ ἡλικίη ἡλικίης διαφέρει . Ἐπὴν δὲ λύσῃς , ὕδωρ θερμὸν
, ἔνθα καὶ πέψιοϲ καὶ ὀρέξιοϲ καὶ πάντων ἀδυναμίη . ἡλικίη δὲ γῆραϲ : οἷϲι καὶ δίχα πάθεοϲ διὰ τὸ
4845688 ἐπιγενομενου
τῷ φρουρίῳ καὶ πειρᾶσαι , εἰ δύναιτο , πνεύματος ἐπιφόρου ἐπιγενομένου καταφλέξαι αὐτό . κελεύει τοίνυν φακέλους ὕλης παντοδαπῆς ,
κρισίμῃσι : καὶ ἐὰν , ἐκλελοιπότος τοῦ πυρετοῦ καὶ ἱδρῶτος ἐπιγενομένου , πυῤῥὸν οὖρον οὐρήσῃ , λευκὴν ὑπόστασιν ἔχον ,
4844378 ξυνεχης
πουλλὰ , λεπτά : πυρετὸς φρικώδης , πουλύς : ἱδρὼς ξυνεχὴς δι ' ὅλου : κεφαλῆς καὶ τραχήλου βάρος μετ
πολὺς ἄνω αἰρόμενος ἢ ἥλιος κατὰ προσώπου ἀντιλάμπων ἢ νιφετὸς ξυνεχὴς ἢ ὕδωρ λάβρον ἐξ οὐρανοῦ ἢ τόποι σύνδενδροι ἢ
4843943 ἐγκατεληφθη
ἀράμενον φέρειν . φορτίου δ ' οἶμαι προσγενομένου καὶ αὐτὸς ἐγκατελήφθη . ὅθεν δὴ καὶ ἄξιον θεωρῆσαι τὸ θεῖον ,
κράτος . γενόμενοι δὲ σωμάτων τ ' ἐγκρατεῖς καὶ ὅσα ἐγκατελήφθη τῷ χάρακι καὶ ἵππων καὶ ὅπλων καὶ χρημάτων παμπόλλων
4843576 κολλωδης
τὰ νέων πειρωμένου δρᾶν . γλίσχρος : ὁ φιλάργυρος . κολλώδης γάρ τίς ἐστι καὶ ὀλισθηρὸς ὁ φιλάργυρος , ἀλλ
δὲ εἰπεῖν , πᾶσα μελάγγειος ἡ μὴ λίαν πυκνὴ μηδὲ κολλώδης , ἰκμάδα δὲ ἔχουσα , ἐπιτηδειοτέρα πρὸς ἄμπελον .

Back