μέλιτος ἐκ τοῦ συνθέματος αὐθωρόν , ἵνα ἡ καρδία ὑγιὴς καταποθῇ , καὶ ἔσῃ προγινώσκων τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ γῇ
περιειληθεὶς μυζηθείς τε αἷμα καὶ χωρήσας ὅλος διὰ τοῦ στόματος καταποθῇ . Ἀλλ ' οὐ χρὴ τὰ δεινὰ περιμένειν ,
6633343 τακῃ
ἐμβάλῃ εἰς παλαιότατον ἔλαιον καὶ καθεψήσῃ ἕως οὗ εἶς τέλος τακῇ αὕτη , εἶτα τὸ ἔλαιον διηθήσῃ καὶ ἐμβάλῃ εἰς
ἐκ μελαμβρότοιο πληροῦται ῥοὰς Αἰθιοπίδος γῆς , ἡνίκ ' ἂν τακῇ χιών , † τεθριππεύοντος † ἡλίου κατ ' αἰθέρα
6531293 ἀποθανῃς
ἀκούσῃς , τοῦτο ἐναποθανέτω σοι , μὴ σὺ ἐν τάχει ἀποθάνῃς . τῇ γυναικί σου χρηστὰ ὁμίλει , ὅπως ἀνδρὸς
παρὰ τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ . ἤ : οὐδὲ ἐὰν ἀποθάνῃς ἢ [ ἐὰν ] ἀπάγξῃ . οὐδ ' εἴ
6465777 ὑδραργυρος
νεφέλης ἀνὰ μέρος αʹ , λείωσον ἄχρις ἂν καταποθῇ ἡ ὑδράργυρος εἰς ὄξος : καὶ ξηράνας ἀνένεγκαι αἰθάλας ἄχρις ἂν
. Τρίβε οὖν ταῦτα ἕως ὅτου νὰ μηδὲν φαίνεται ὁ ὑδράργυρος . Εἶτα εὑρὼν πινάκια δύο ὥστε στουμπόνεσθαι ἡρμοσμένα ,
6419437 δαπανηθῃ
ἵνα τῇ ἐπιμόνῳ ξύσει καὶ ἡ πυκνὴ ἐπιφάνεια τοῦ κρανίου δαπανηθῇ : ἡ γὰρ σάρκωσις ἐκ τῆς σήραγγος γίνεται .
. ἑψήσας τὸν χυλὸν μετὰ τοῦ ἐλαίου , ἄχρις οὗ δαπανηθῇ ὁ χυλὸς ὅλος , βάλλε τὴν κολοφωνίαν καὶ ἄρας
6341012 συγχωρηθειη
, οὕτως οὐδ ' ἂν ἀίδιόν τι εἶδος εἴη καὶ συγχωρηθείη γοῦν τις τοιαύτη φύσις , ἡ πρὸς αὐτὸ ὁμοιότης
ἐδεδώκει σπεύδων τὸν γάμον . Αἰσθόμενος οὖν ὡς , εἰ συγχωρηθείη παρὰ τοῦ δεσπότου , Δάφνις αὐτὴν ἄξεται , τέχνην
6327066 ἑψηθῃ
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ
6301305 ἐνεγκῃς
διακινήσωμεν . ἅμα δὲ καὶ τὸ ὑπόλοιπον τινάξεις κοκκύμηλον καὶ ἐνέγκῃς τῇ κυρίᾳ σου , ἵνα τὰ ἱμάτια λάβῃς .
εἰδέναι ἐφ ' ὅ τι πρῶτον ἢ δεύτερον τὴν χεῖρα ἐνέγκῃς : ὑποβλέπειν οὖν εἰς τὸν πλησίον δεήσει κἀκεῖνον ζηλοῦν
6253331 βδελλα
, ῥοιζηδὰ πίνοντος , τοῦτο γὰρ λείπει , ἡ φιλαίματος βδέλλα προσπελάζουσα ἐπὶ τὰ χείλη αὐτοῦ τῆς βρώμης ἕνεκα τῇ
ὁμοῦ ἐστίν : πάλιν κλαίω ἔκλαιον , πρίζω ἔπριζον , βδέλλα , ἑβδομὰς , χθὼν , ἐχθὲς , φθείρω ,
6200187 ῥοφᾳν
] Δάφνης φλοιὸν ἀναζέσας ὕδατι συμφύρα καὶ δίδου ἐκ τούτου ῥοφᾷν . ἐνεργεῖ γὰρ λίαν . [ Πρὸς αἷμα οὐροῦντας
τῆς κοιλίης ὑπάγειν τὰ ἐνεόντα κλύσμασιν ἢ βαλάνῳ , καὶ ῥοφᾷν διδόναι καὶ πιεῖν ὅ τι ἂν δοκέῃ σοι ξυνοῖσον
6140427 μεταβαλλοι
τὸ ἓν δή , εἴπερ ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται , μεταβάλλοι ἂν ἐφ ' ἑκάτεραμόνως γὰρ ἂν οὕτως ἀμφότερα ποιοῖμεταβάλλον
γένεσιν , τὸ δὲ ἀδύνατον οὐδέποτε ἂν εἰς τὸ δυνατὸν μεταβάλλοι . δεήσει οὖν τῇ μὲν ἀναγκαῖον εἶναι ὕπαρξιν ἀίδιον
6084505 ὀρεξῃς
πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν ἀφεψήσας προτίθημι .
πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν ἀφεψήσας προτίθημι .
6079657 ξηρανθῃ
δ , ϲὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυλίῳ λέαινε , μέχρι ἂν ξηρανθῇ , καὶ ἀνελόμενοϲ χρῶ μήλην βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ
ᾖ , διαπλάσσειν φθόεις , εἶτα ξηραίνειν : ὅταν δὲ ξηρανθῇ , κατακαίειν ὡς δυνατὸν μάλιστα : εἶτα ἐπειδὰν ψυχθῇ
6079422 πινοντος
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον
6077127 ἐπιπλασας
λιτρ . αʹ . ταῦτα λειώσας καλῶς καὶ εἰς ῥάκος ἐπιπλάσας ἐπιτίθει συνεχῶς ἀλλάσσων . ἐγὼ δὲ ἑψήσας τὴν γύριν
ψυλλίου , ἀναλάμβανε κοχλιῶν χερσαίων ἑφθῶν τῇ σαρκὶ , καὶ ἐπιπλάσας εἰς ὀθόνιον , ἐπιτίθει κατὰ τῶν ἰσχίων . Χρηστέον
6022510 λευκανθῃ
μὲν θαλάσσῃ ἢ ἅλμῃ ἐφ ' ἱκανόν , ἄχρις ἂν λευκανθῇ καὶ ἡ θάλασσα καθαρὰ ἀπορρέῃ , ἔπειτα ὕδατι γλυκεῖ
αὐτοῦ γεώδη ὑπερουσίαν καὶ παχύτητα τοῦ σώματος . Ἐὰν οὖν λευκανθῇ ὁ χαλκὸς ἄσκιος , πνευματικὸς γίνεται , καὶ λοιπὸν
5996457 ἐμπλησθῃ
πιέζειν ἡσυχῇ , ὅπως μήτε πονῇ αὐτὸ ἕλκον μήτε ἀθρόως ἐμπλησθῇ , καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἢ τρὶς τὸ πλεῖστον
καὶ ἐγχέοι ἡσυχῇ ἐς ἓν τῶν χαλκείων ὕδωρ μέχρις οὗ ἐμπλησθῇ ἀπὸ τοῦ ὕδατος πάντα : ἀπὸ γὰρ τοῦ ἑνὸς
5990907 διδωται
ἀποθανεῖν μήτε ζῆν θέλων ἐξ ἅπαντος ἀλλ ' ὡς ἂν διδῶται , προσέρχηται αὐτῷ , τί κωλύει μὴ δεδοικότα προσέρχεσθαι
τὰ πρόβατα : οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ , ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον , οὐδὲν
5972713 πιοις
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι
5953581 μεινῃ
διὰ τὸ ἐπίπονον αὐτὰ γίγνεσθαι * * * ἐὰν δὲ μείνῃ ἐννέα μῆνας ἐν τῇ μήτρᾳ [ ποιεῖ ] ,
ἐπὶ προκαταρκτικῇ αἰτίᾳ γέγονε νεκρῶδες τὸ πρόσωπον . εἰ δὲ μείνῃ ὡσαύτως ἔχον , ἥ τε ἀγρυπνία καὶ ἡ γαστρόρροια
5941468 καταφαγῃ
οὖν φησι : τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις ἵνα τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστι . εὖ γε δρῶντες . ἆρά
. Τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις , ἵνα καὶ τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά
5932336 βεβρωκα
δ ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται . ἀπὸ τοῦ βρῶ βρώσω βέβρωκα , ὁ παθητικὸς βέβρωμαι , τὸ δεύτερον βέβρωσαι καὶ
ἀπωμάστῳ καὶ τῷ λίπει πνιγόμενος ἐκπνέων τ ' ἤδη “ βέβρωκα ” φησί “ καὶ πέπωκα καὶ πάσης τρυφῆς πέπλησμαι
5918046 προϊῃ
ἧσσον : ὁκόσῳ δ ' ἂν ὁ χρόνος τῇ νούσῳ προΐῃ , ὅ τε πόνος πλείων ἐν τῷ σώματι ,
κατ ' ἀρχάς : ὁκόσῳ δ ' ἂν πλείων χρόνος προΐῃ καὶ ἀπομηκύνηται , ἥ τε ὀδύνη ὀξυτέρη καὶ κατέρχεται
5909437 Ἑτερος
κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους ἐμβαλόντα . Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ ,
, , , , , , , . , : Ἕτερος μὲν οὖν ἀποχρῆν ἂν ὑπέλαβε καὶ αὐτὰ τὰ νῦν
5898040 βιαζηται
πάλιν οὔσης τῆς ἀναχωρήσεως , ἢν καὶ ὑφ ' ἡμῶν βιάζηται , τό τε πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἄγαν δεῖ φοβεῖσθαι
. χρηϲτέον δὲ ὅμωϲ καὶ τούτοιϲ , ὅταν ἀνάγκη μεγάλη βιάζηται : μεγίϲτη δὲ ἀνάγκη τοῦ χρῆϲθαι φαρμάκοιϲ ἐϲχαρωτικοῖϲ ἢ
5895592 νοτις
ἐπεμβαίνει γύαις : σιτοφόρα : καλλιπόταμος ὕδατος : ἡ καλλιπόταμος νοτὶς τοῦ ὕδατος τῆς Δίρκης . Δίρκη δὲ ποταμὸς Θηβῶν
ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονὴν κόλλα γάρ τίς ἐστιν ἡ μεμετρημένη γλυκεῖα νοτὶς τῶν διεστηκότων καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ παντάπασιν ἀφαυανθεῖσαν αὐτὴν
5889985 νεκρᾳ
ἣν Σκηνῆτιν καλεῖ , καὶ πᾶσαν τὴν παρακειμένην τῇ τε νεκρᾷ θαλάσσῃ καὶ τῇ ἐρυθρᾶ . Τὸ ἑπτακαιδέκατον περιέχει Αἴγυπτον
αὐτὴν ] οὐδὲν ἧττον μητέρα καλοῦμεν . τὸ δὲ μιγῆναι νεκρᾷ τῇ μητρὶ νοσοῦντι τί ἂν ἄλλο σημαίνοι ἢ τὸ
5888192 ναῃ
ἀνθρώπους καὶ κατασχήσων γε , ὄφρ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ . σοῦ τις ἤδη τὴν
προδήλως μὲν ἐπιζητεῖται καὶ ἔς τ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ ζητήσεται παρὰ τοῖς δογματικοῖς ,
5882638 ἀπελθω
κέρδος : ὑποτιθεμένη ἐμοὶ κερδίσαι τὴν βασιλείαν , ἐὰν προλαβὼν ἀπέλθω κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου . λέγουσα ἡ ἀρὰ κέρδος
: εἰς τὸν αἰθέρα τὸν οὐράνιον , φησὶ , πετασθεὶς ἀπέλθω εἰς τὸ ὑψιπετὲς μέλαθρον , ἔνθα ὁ Ὠρίων ἢ
5882496 ἐσθιουσα
τις γυνὴ κατ ' ἐλεὸν ἔδωκεν οὗ μετὰ χεῖρας εἶχεν ἐσθίουσα κιτρίου , καὶ λαβόντες ἔφαγον . εἶτα παραβληθέντες πελωρίοις
τὴν βορὰν , οἱονεὶ βορύκουσα . 〛 βρύκους ' : ἐσθίουσα . . ἐς κόρακας ἐλθεῖν : Παίζει . ἐπεὶ
5867920 αὐξηθῃ
καὶ ἀναποθῇ τὸ ἐκχύμωμα τὸ ἐν τῇ φλάσει γενόμενον , αὐξηθῇ δὲ σαρκὶ ὑγιέϊ τὸ χωρίον , ἅψηται δὲ τοῦ
ἐστὶν , ὁκόταν οἱ δέκα μῆνες παρέλθωσι καὶ τὸ ἔμβρυον αὐξηθῇ : ἕλκει γὰρ ἀπὸ τοῦ αἵματος ἐς ἑωυτὸ τὸ
5858823 ὑποτεθῃ
ὑποτεθὲν μηδὲν ἔχειν ἀδύνατον ἑπόμενον : ὅταν γὰρ μὴ ὑπάρχον ὑποτεθῇ ὑπάρχειν καὶ μηδὲν συμβαίνει ἀδύνατον , τοῦτο ἐστι τὸ
ἐνδέχεσθαι παντί , ὅπερ ἀδύνατον . ἔτι δέ , κἂν ὑποτεθῇ τὸ ἐνδέχεται παντὶ τῷ Γ τὸ Α ὑπάρχειν ,
5849293 φαγω
παρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; .
κηδεμόνα οὐκέτι ἡμᾶς ἐξαιρήσεται λυπῶν καὶ φόβων ; Καὶ πόθεν φάγω , φησίν , μηδὲν ἔχων ; Καὶ πῶς οἱ
5827675 συστραφῃ
τὴν μάννην καὶ τὴν ἀριστολοχίαν καὶ ἕψε , ἕως ἂν συστραφῇ . ἄρας δὲ τὴν κάκαβον κίνει . τινὲς δὲ
τὰ λειωθέντα καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ
5815187 προελθῃ
† ἤγουν ἡ ζωὴ αὐτῶν μακρὰ γένηται . ταθῇ ] προέλθῃ , ἐπιταθῇ . πρόσω ] ἔμπροσθεν . ὑπερσχὼν ]
τὸ ἔντερον αὐτῇ καὶ συνῆλθεν . ὅπερ εἰδυῖα , ὅταν προέλθῃ , τοῦ καλουμένου ἄρου τοῦ ἀγρίου ἐσθίει . τὸ
5810102 συμβουλευομενου
: ξεῖνος δὲ ξείνῳ εὖ πρήσσοντί ἐστι εὐμενέστατον πάντων , συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα . Οὕτω ὦν κακολογίης
ῥήμασιν ἐρωτήσω τὸν κύριον ἵνα ἱλατεύσηταί μοι ; ταῦτά μου συμβουλευομένου καὶ διακρίνοντος ἐν τῇ καρδίᾳ μου βλέπω κατέναντί μου
5807528 ἀγγος
] χύτρας εἶδος ὁ ἐχῖνος . κατέαξ ' ἐχῖνον : ἄγγος τι χαλκοῦν , ἢ καὶ ἐκ κεράμου , ἃ
, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον : κοσμήσας δὲ τῷ
5799610 στῃ
, ἕως ἂν τὸ ἁπλῶς ζῷον ἀποτελέσῃ καὶ τὸ καθόλου στῇ . καὶ ἐν τούτῳ ὡσαύτως , τουτέστι τὸ αὐτὸ
τὰς ἱερὰς καὶ ἀναφεῖς καθαγιάζων ἀρετὰς ἐκθυμιᾷ . ἐπειδὰν δὲ στῇ τὸ ἐνθουσιῶδες καὶ ὁ πολὺς ἵμερος χαλάσῃ , παλινδρομήσας
5793123 βοεικον
: παῦσαι , λῆξαι , κοιμίσαι . ζεῦγος ἡμιονικὸν ἢ βοεικὸν ζεύξαντες , τὴν λεγομένην κλινίδα , ἥ ἐστιν ὁμοία
: παῦσαι , λῆξαι , κοιμίσαι . ζεῦγος ἡμιονικὸν ἢ βοεικὸν ζεύξαντες , τὴν λεγομένην κλινίδα , ἥ ἐστιν ὁμοία
5779865 λυθῃ
δὲ τῆϲ φύϲιοϲ ὁ δεϲμόϲ , τουτέϲτι ὁ τόνοϲ , λυθῇ , τότε γίγνεται τὸ πάθοϲ . κατάρχει δὲ αὐτέου
. διώκοντος οὖν τοῦ κυνὸς τὴν ἀλώπεκα , ἵνα μὴ λυθῇ τὸ πεπρωμένον , τοὺς δύο λίθους ὁ Ζεὺς ἐποίησεν
5779052 Λεγοις
ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι . Λέγοις ἄν , ἔφη , ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ '
, ὦ Σώκρατες , ἄρτι δοκῶ κατανενοηκέναι τοὺς ἄνδρας . Λέγοις ἄν : ἔοικας γὰρ ἄτοπόν τι καθορᾶν . Ναί
5778572 κτανωσιν
αὐτοὶ ἑαυτοὺς φονεύσαντες , τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν
τῷ ἑαυτῶν σιδήρῳ ἑαυτοὺς τρώσαντες . κτάνωσιν ] φονεύσωσιν . κτάνωσιν ] ἑαυτούς . Ξ κτάνωσιν ] ἀποθάνωσιν . αὐτοκτόνως
5778335 εὐφρονης
ἔστω , ὡς τὸ μὲν ἡμέρης ἔχειν , τὸ δὲ εὐφρόνης , ἔστ ' ἂν κατατακῇ : λουέσθω δὲ θερμῷ
, ἐκεῖ : τόθεν δὲ φέγγος ἐξέλαμψέ νυν κατ ' εὐφρόνης σημεῖον ὡς στῦλος πυρός . ἐνταῦθα λειμῶν ' εὕρομεν
5771436 ἀνεντατος
αἴτησον . ἀλλ ' οὐκ ἐκφορά . Ἄπνους ἄνευρος ἀσθενὴς ἀνέντατος . Ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , χρὴ ταῦτα δρᾶν
καὶ ἄνευρον εἴρηκεν : ἄπνους , ἄνευρος , ἀσθενής , ἀνέντατος . μυελὸς δ ' ἐστὶν ὀστῶν πλήρωμα λευκὸν ὑπέρυθρον
5770067 θυειαν
ἐν Λευκαδίᾳ Ἀρτέμιδος τὸ ξόανον [ ἐπὶ ] τῆς κεφαλῆς θυείαν ἔχει ? δι ' αἰτίαν ταύτην : Ἠπειρῶται τνηη
θεὸν ἐστεμμένην χρυσῷ στεφάνῳ : τοῦτον ἐπιχλευάσαντες ἀφεῖλον καὶ τὴν θυείαν , ἐν ᾗ σκόρδα ? τρίψαντες ἔφαγον , τῇ
5768570 ἀμμωδεις
. ἀκταὶ οἱ πετρώδεις τόποι τῆς θαλάσσης , θῖνες οἱ ἀμμώδεις . ἀγέλη ἐπὶ βοῶν , ποίμνη ἐπὶ προβάτων .
βηχὸς καὶ βράγχης . οὐκ ἀγαθοὶ δ ' οἱ † ἀμμώδεις ἢ ὀστράκοισι κεραμέων τούς τε ἀπὸ τῶν πετρῶν ἢ
5766476 τριβομενη
τραχύ : καὶ ἀντὶ σποδοῦ χρῶνται αὐτῇ . πλύνεται δὲ τριβομένη ἐν θυείᾳ ἀποχεομένου τοῦ ὕδατος , ἄχρι μηδὲν ἐφίστηται
καὶ καλαμίνθη πινομένη τε μετὰ μελικράτου καὶ ἔξωθεν ϲὺν ἐλαίῳ τριβομένη . Ἄριϲτοϲ ἀήρ ἐϲτιν ὁ ἀκριβῶϲ καθαρόϲ : εἴη
5765301 ῥηθειη
καλάπους ἐν τῷ Συμποσίῳ . καὶ περιτομεὺς δ ' ἂν ῥηθείη καὶ χηλεύματα καὶ ὄπεαρ καὶ ὀπήτιον , εἴρηται ἐν
λέγειν ἁπλῶς τοῖς ὁρισμοῖς τὰ ὀνόματα ; κἂν ὁρισμὸς δὲ ῥηθείη τὸ ὄνομα , οὕτως ἂν λέγοιτο ὡς κατὰ συμβεβηκὸς
5765205 καταστῃ
δυοῖν δεούσῃσιν . Ἢν δέ τις ἀνακῶς θεραπεύῃ καὶ μὴ καταστῇ ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ τὰ ἐν τῇσι κεφαλῇσι μεγάλα
εἰς διοίκησιν , οὐδὲν ἐξαμαρτάνει , ὅταν δὲ εἰς ἀπορίαν καταστῇ , ἀναγκάζεται εἰσαγγελίας δέχεσθαι καὶ δημεύειν τὰ τῶν πολιτῶν
5760223 ἀποπεσῃ
ὀλίγον βλαστάνειν . Ἕκαστον δὲ τῶν σπερμάτων , ἐὰν ἁδρυνθέντα ἀποπέσῃ , διαμένει πρὸς τὴν ὥραν τὴν ἑαυτοῦ καὶ οὐ
δέ σοι φαίνηται τούτων γενομένων πεπαῦσθαι τὸ σηπόμενον , ὅπως ἀποπέσῃ θᾶττον ἡ ἐσχάρα , τῷ κεφαλικῷ καλουμένῳ φαρμάκῳ μετὰ
5759679 κατενεχθεν
τοῦ ἄνωθεν αἰθέρος , ὃ δὴ ἐκεῖνος καλεῖ πῦρ , κατενεχθὲν ἄνωθεν κάτω . τὴν μὲν οὖν διάλαμψιν ἀστραπὴν εἶναι
ταύτης δὲ τὸ μὲν ἐπὶ τὸ ψῆγμα πρὸς τῇ ῥίζῃ κατενεχθὲν ἀναμίγνυται τούτῳ τε καὶ τῇ γῇ , πλὴν ὅσον
5758729 ἐμπνεισθαι
τῇ μεσημβρίᾳ τὴν ἀφ ' ἡλίου δύναμιν ζωτικωτάτην οὖσαν πολλὴν ἐμπνεῖσθαι , καὶ διὰ τοῦτο πολλῶν καὶ ποικίλων , ἔτι
, ἐμπνευστὸν δ ' ἂν ἴσως ῥηθείη , διὰ τὸ ἐμπνεῖσθαι τὸ ὄργανον ὑπὸ τοῦ ὕδατος . Κατεστραμμένοι γάρ εἰσιν
5754465 θλασθηναι
συνούσης , πίττης ὑγρᾶς μιγνύειν : ἐὰν δὲ χωρὶς τοῦ θλασθῆναι τὸ δέρμα γένηται , διαφορητικῷ καταντλεῖν ἐλαίῳ θερμῷ συνεχῶς
νέαν , ψαθυράν , κούφην , ὁμόχρουν πανταχόθεν κἀν τῷ θλασθῆναι ἔνδοθεν λευκὰς ὀνυχοειδεῖς ἔχουσαν διαφύσεις λείας , μικρόβωλόν τε
5753428 φθαρειη
τῶν ἐν αὐτῷ φθειρομένων : οὐ γὰρ εἰ τὸ πῦρ φθαρείη , συναπόλλυται καὶ ὁ τόπος , φθειρομένου δὲ τοῦ
, οἷον φθαρείη ποτ ' ἂν λευκότης ἐπικαυθέντος ἀνθρώπου , φθαρείη δ ' ἂν εἰς μελανίαν . εἰ δὲ καὶ
5751803 ἐμβαλῃς
τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς , εἶτ ' ἀργιλώδει πηλῷ διαπάττων ἐμβάλῃς τὸν σῖτον ἢ ἥπατα ἐλάφου ξηρὰ κατατεμὼν μικρὰ ἐμβάλῃς
φυτά , ἐὰν τὴν ῥίζαν περιορύξας καὶ τρυπήσας κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς
5750778 ἀναλωθῃ
καὶ ἑψεῖται διπλῷ σκεύει ὥρας ε ἢ Ϛ , ἕως ἀναλωθῇ ἡ τῶν βοτανῶν ὑγρότης καὶ αὐταὶ καπυρωθῶσιν , καὶ
. . . . ξεστ . ηʹ ἕψε , ἕως ἀναλωθῇ τὸ ἥμισυ , εἶτ ' ἐπίχεε πίσσης ὑγρᾶς .
5747251 θραυεται
παράπαν οὐδὲ ἐνδίδωσιν : ἢν δὲ βιάζηται , κατακλᾶται καὶ θραύεται καὶ ἀνήνυτον αὐτῷ τὸν πόνον τίθησιν : ἀλλ '
ῥήγνυται καὶ ἐμπιεζεῖται , Περὶ ῥάχεως . ἡ δὲ ῥάχις θραύεται . καταλαμβάνεται δὲ τραύματος μὲν γενομένου διὰ τῆς ὄψεως
5740823 ὀναιτ
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ '
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς .
5740265 Λωτου
ἀφεψήματι ἄχυρα κριθῶν ἑψήσας , ἐνδήσας ὀθονίῳ , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου ἀφεψῶν ἐν ἀσταφίδος ἀποβρέγματι , ἐνδήσας
ὁκόταν δὲ συνεψήσῃς , ἐμβαλὼν ἐς ῥάκος , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ἔλαιον ,
5738823 ἐπιστρεψῃ
διὰ τοῦτο πρότερον αὔξει , εἶτα τότε ἀποδείκνυσιν , ἵνα ἐπιστρέψῃ καὶ ἀναγκάσῃ προσέχειν τοὺς δικαστὰς καὶ μήτε τιμῇ τοῦ
ἐκπερισπασμός , ὅταν τὸ σύνταγμα τρὶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ μέρος ἐπιστρέψῃ τις , τοῦτ ' ἔστιν ἐπὶ δόρυ ἢ ἐπ
5716250 γευσεται
πρὸς τηγάνοισι κρατός , ὧν καταιβάτης σκηπτὸς κατ ' ὄρφνην γεύσεται δῃουμένων , ὅταν καρηβαρεῦντας ἐκ μέθης ἄγων λαμπτῆρα φαίνῃ
ὅτι Ἀγκαίῳ φυτεύσαντι ἄμπελον τῶν οἰκείων τις εἶπεν ὡς οὐ γεύσεται τοῦ ἐκ ταύτης οἴνου . λῆρός ἐστι καὶ τόδε
5715904 λαλησει
” πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ , στόμα κατὰ στόμα λαλήσει , ἐν εἴδει καὶ οὐ δι ' αἰνιγμάτων ”
Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου , ὁ Λευίτης ; ἐπίσταμαι ὅτι λαλήσει αὐτός σοι : καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν
5714941 κριβανον
ἀπὸ τῶν λαφύρων χαλκὸν διανεῖμαι τὸν ἄριστον αὑτῷ ἐξείλετο . κρίβανον οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν οἷον κριθῶν βαῦνον , τουτέστι κάμινον
τις φοβηθῇ , οἷον τὸν ἱμάντα ὡς ὄφιν ἢ τὸν κρίβανον ὡς χάσμα τῆς γῆς , ἅπερ καὶ αὐτὰ κωμῳδικώτερά
5714766 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
5710043 ἐφαμαν
κε τυρὸν ἅπας τις ἦμεν ἔφασχ ' ἁπαλόν , κἠγὼν ἐφάμαν . ὅτε δ ' ἤδη βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς
βάτραχος δὲ ποτ ' ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω . ὣς ἐφάμαν ἐπίταδες : ὁ δ ' αἰπόλος ἁδὺ γελάσσας ,
5708176 λυγου
τε λύγῳ καὶ τρύγα πίνει μελιηδέα . Ὁ γὰρ τῆς λύγου στέφανος ἄτοπος : πρὸς δεσμοὺς γὰρ καὶ πλέγματα ἡ
. ἐλυγίχθης : ἐδεσμεύθης : μεταφορικὴ ἡ λέξις ἀπὸ τοῦ λύγου . ἤδη γὰρ φράσδει πάνθ ' ἅλιος : ἤδη
5702602 σῳζηται
γὰρ ἐπὶ νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων εἴωθε συμβαίνειν ἕως ἂν σῴζηται τὸ σκάφος καὶ τὰ ἑξῆς : νῦν δὲ μὴ
ἕκαστοι . ἀλλὰ τί τούτων ὄφελος αὐτοῖς ; ἕως ἂν σῴζηται τὸ σκάφος , ἄν τε μεῖζον ἄν τ '
5702395 διηθει
. κηρόν , πίσσαν , ῥόδινον τῆκε μαλακῷ πυρὶ καὶ διήθει , χαλβάνην δέ , κρόκον , ἀμμωνιακόν , λιβανωτὸν
χυλὸς ἀναποθῇ : εἶτα ἐν ἄλλῳ τήξας τὰ τηκτά , διήθει κατὰ τοῦ ἑψηθέντος ἐλαίου καὶ χρῶ . Κολοφωνίας λίτρας
5702021 ῥανον
θυμία . ἄλλο : ῥίζαν κυάμου Αἰγυπτίου βρέξον ὕδατι καὶ ῥᾶνον . οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ ἀϲκαλαβώτου δηχθέντεϲ ϲυντόνωϲ ἀλγοῦϲιν
ὅλως , ὅπερ γερόντων ἐστίν . ἀλλὰ ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους , στρώννυ τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος
5700069 θελησῃς
φείσεται καὶ πῦρ , τούτων καὶ θάλαττα , κἂν ποταμὸν θελήσῃς περᾶσαι , στήσεται , κἂν κρημνοὺς ὑπερβῆναι , λειμῶνας
ἀκοῦσαι ἐπείγῃ , ἐπειδὰν δὲ ἀκούσῃς ἅπαξ , οὐ μὴ θελήσῃς ἀκηκοέναι : ἠθικὸν ἐπίρρημα , ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς :
5697333 κασσιτερινον
τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην ἔχον προκειμένην , ἵνα τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτεταρτωθῇ , εἶτ ' ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ δὲ ἐπὶ τῶν χρειῶν : ἐὰν δὲ
5697299 ἐκπυρωθῃ
Ἀνθρώπου ψυχὴ φύεται μὲν ἀεὶ μέχρι θανάτου : ἢν δὲ ἐκπυρωθῇ ἅμα τῇ νούσῳ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα
' ὀστράκων καινῶν θέντες πῦρ δαψιλῶς περικαίουσιν , ἕως ἂν ἐκπυρωθῇ κατὰ βάθους , ἄλλοι δ ' εἰς ἄνθρακας πεπυρωμένους
5695042 ἐξελθε
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς
5693526 ζεον
τὸ ἀπόπλυμα εἰϲ κρατῆρα πλατύϲτομον βαλὼν καὶ ἐπιχέαϲ ἕτερον ὕδωρ ζέον ἀνατάραϲϲε λαμβάνων ἐκ τοῦ ὑγροῦ ποτηρίῳ ἢ ἑτέρῳ τινὶ
τὴν γῆν ἐξέκαυσεν : ὅταν δὲ συνεστὼς οὐρῶ τὸ ἔδαφος ζέον τοὺς πόδας μου κατακαίει , καὶ ἡ δριμύτης τοῦ
5691689 καταχεε
πυρὸϲ καὶ ψύξαϲ ποϲῶϲ , ἐπίβαλλε κατὰ βραχὺ καὶ ἑνώϲαϲ κατάχεε ἐν τῇ θυίᾳ καὶ μαλάξαϲ ἐπιμελῶϲ χρῶ . Ϲμῆγμα
οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις : ἔπειτ ' αὖθις μύρον κατάχεε . : Ὕης , ἐπίθετον Διονύσου , ὡς Κλείδημος
5687576 πεδῃ
ἐκεῖνος , εἰ μὴ προβάτοις συνεζευγμένοις περιπεσὼν καὶ συμπλακεὶς ὡς πέδῃ κᾆτα ἀνετράπη . τελευτῶν ἀπεσφάγη καὶ αὐτός , καὶ
καὶ ἀπόληται : ἐπὰν δὲ ἐς ἁρματοτροχιὰν ἐμπέσῃ , οἱονεὶ πέδῃ κατείληπται καὶ μάλα ἀφανεῖ , καὶ τέθνηκε . δηχθέντι
5682025 φυρματα
ἐξ αὐτῆς : τῆς γαλήνης . ἄσπετα : πολλά . φύρματα : ῥύποι , κόπρια , συρφετοί . Πύθεται :
δὲ χεύῃ : ἀντὶ τοῦ τὰ κόπρια καὶ σκύβαλα ἐκβάλλῃ φύρματα ] σκατά χεύῃ ] χέσῃ καὶ βρωμήεντος : τοῦ
5679374 μαλλῳ
ἐργαστέον , ἔχρισα μὲν κατ ' οἶκον ἐν δόμοις κρυφῇ μαλλῷ , σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην , κἄθηκα συμπτύξας '
τὰ ἄγκιστρα , καὶ ἕκαστον ἄγκιστρον δέλεαρ φέρει Λακαίνης πορφύρας μαλλῷ κατειλημένον , καὶ πτερὸν μέντοι λάρου ἑκάστῳ ἀγκίστρῳ προσήρτηται
5678671 θεσπεσιη
κατ ' Ὠκεανοῖο βεβήκει Ἠώς , ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἐκίδνατο θεσπεσίη Νύξ , δὴ τότ ' ἄρ ' ἐν κλισίῃς
, ὄζει δὲ ῥόδων , ὄζει δ ' ὑακίνθου ὀδμὴ θεσπεσίη , κατὰ πᾶν δ ' ἔχει ὑψερεφὲς δῶ ἀμβροσία
5674333 λελυμενος
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων
5672412 διωκῃ
καὶ δι ' αὑτὰς αἱρεῖσθαι . ἂν γὰρ προαιρούμενος μὲν διώκῃ , οἷον μοιχεύῃ , [ καὶ ] μὴ μέντοι
καὶ χείρων μὲν αὐτὸς αὑτοῦ γίνεται , ὅταν τὸ μέγα διώκῃ καὶ περιττὸν ἐν τῇ φράσει , μακρῷ δέ τινι
5670545 μηλωτρις
συντετρημένου , ἅμα τῇ καθέσει διὰ τῆς συντρήσεως κενεμβατεῖ ἡ μηλωτρίς : ὅταν δ ' ἐπερεισθῇ τῷ διδύμῳ , νύξασα
εἰς τὸ μέσον κοίλωμα εἰς τὸ βεβρωμένον χώρημα κενεμβατήσει ἡ μηλωτρίς , τὰ δ ' ἄλλα πάντα , ὅσα ἐπὶ
5670156 ἀμαται
τὸ ὅλον μέγεθος ὡς σπιθαμῆς τὸν δὲ καρπὸν λευκόν . ἀμᾶται δὲ ὅταν ἄρτι περκάζῃ σταφυλή , καὶ ξηρανθεὶς ὁ
ἀράχνης ἤματος ἐκ πλείου , ὅτε τ ' ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται : τῇ δ ' ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε
5668674 ἐκπλυνον
ἀπήθησας , ὅταν ἀρχὴν λάβῃ πήξεως , ταῖς χερσὶ πάλιν ἔκπλυνον σφοδρῶς τρίβων , τοῦ μὲν ἀπεζεσμένου ἀποχεομένου ὕδατος ,
αὐτό : λαβὼν πρόσφατον , ὁποῖον ἂν αἱρῇ τε , ἔκπλυνον ἐπιμελῶς καὶ διαψύξας ἐπὶ κοσκίνου ἐν σκιᾷ μετὰ τὸ
5665131 λειπηται
γοῦν ἀξίωμα τῆς πόλεως οὐ πεσεῖται , ἕως ἂν εἷς λείπηται Ῥοδίων , ἀλλ ' ἑστήξει καὶ μενεῖ σῶν :
. Ἐπειδὰν μέντοι προσηκούσης τε καὶ ἀκραιφνοῦς δι ' ὅλου λείπηται τροφῆς , καὶ τὰ παρυφιστάμενα τοῦ κατὰ ἀναλογίαν λείπεται
5662891 ἠβαιος
' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ καὶ τὸ βαιὸς ἠβαιός , μύω ἠμύω . σημαίνει δὲ κατὰ τὸ πρόχειρον
ἥβην , ἡβαιός , λήγει , ἀφ ' οὗ παρώνυμον ἠβαιός , ὀξύνεται δὲ ὡς τὸ γηραιός δηναιός , ἵνα
5662607 κοπεν
ἐσφαγμένου τοῦ ζῴου . ἢ ἔνοδμον νέον , οἷον ἄρτι κοπέν , ἀντὶ τοῦ ὠμόν . * ζορκός : ζῷον
καϲίαν κόϲτον καὶ τὰ λοιπά , ἕκαϲτον κατ ' ἰδίαν κοπέν . περὶ τὰ τελευταῖα δὲ νάρδου ϲτάχυ καὶ φύλλον
5660283 πηλος
ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς ἀπήντησεν φέρων
' Ἀλέξανδρον . ὡς δὲ ἐνέτυχε χωρίῳ , ἵνα οὐ πηλὸς αὐτῷ ἐφαίνετο , ἀλλὰ ὑπὸ ψάμμου γὰρ ξύμπαν ἦν
5657394 ληξει
, κἂν πάντα ποιῇ , δι ' αἰῶνος ἀναπαυόμενον οὔποτε λήξει : ὥστε οἰκειότατον μόνῳ θεῷ τὸ ἀναπαύεσθαι . ἐδείχθη
τοῦ ἡμετέρου . Ἡμεῖς μὲν οὖν μαίνεσθαι αὐτὸν ἡγούμεθα τῇ λήξει , οὐκ ἄν ποτε οἰόμενοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα τοτὲ
5657284 ἡδυνειν
εὐοσμότερα καθάπερ τὴν σμύρναν . Δοκεῖ δὲ καὶ τὸ μύρον ἡδύνειν τοὺς οἴνους , διὸ καὶ οἱ μὲν ἐν τῇ
μὴ ἁπαλὴ ᾖ λίην , ξυνεψεῖν χρὴ κράμβην , καὶ ἡδύνειν , καὶ προσηνὲς εἶναι , καὶ ἢν ἐν γαστρὶ
5654113 ὑπολαβω
αὐτῷ μοι , ἔφη , ἐγγίγνεται εὔνοια πρὸς οὓς ἂν ὑπολάβω εὐνοϊκῶς ἔχειν πρὸς ἐμέ . Ταῦτα μὲν δή ,
τὰ ἐμαυτοῦ ἐξεῖπον . ἄφες οὖν , ἵνα κἀγὼ ταὐτὰ ὑπολάβω . δεῖξόν μοι , ὅτι , ἄν τις τινὶ
5650732 κεντω
λέγω : σημαίνει δὲ καὶ τὸ σκέπτομαι . Πλήσσω : κεντῶ . τιτρώσκω . Ἀμείβων : ἀντὶ καταλλάσσων . Διενήνοχε
: ἀπὸ τῆς ἀνά προθέσεως καὶ τοῦ πείρω , τὸ κεντῶ κατὰ συγκοπήν . . . . ἀμπρεύω : ὁ
5648806 μεταβαλε
δηλονότι γίνωσκε σαυτόν ] ὡς ἐλάττων Διὸς εἶ μεθάρμοσον ] μετάβαλε οὓς ἔχεις νῦν καὶ κτῆσαι νέους Ἐκ μεταφορᾶς τῆς
ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον : ἤγουν μετάβαλε : ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν παλαιὰ ἱμάτια ἐνδεδυμένων
5645816 ἀβλαβης
πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον
μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς
5644190 πλαδαρον
τῶν πλοϊζομένων ἐμφερῶς . διὰ τοῦτο καὶ τὰ οὕτω τρεφόμενα πλαδαρὸν ποιεῖ τὸ σῶμα καὶ πρὸς τὰς νόσους εὐεπηρέαστον ,
τὴν μεγάλην δύναμιν ἔχον , ἀλλὰ τὸ στρυφνὸν καὶ τὸ πλαδαρὸν , καὶ τἆλλα ὅσα μοι εἴρηται , καὶ ἐν
5641300 ἀχυρον
τοῦτό φησιν Ἀριστοφάνης : Γέρανοι λίθους καταπεπτωκυῖαι . Γέροντες εἰς ἄχυρον ἀποδεδρακότες : ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς ἀσφαλιζομένων . Τοῦ γὰρ
τῶν ἐν τῇ πολιορκίᾳ χρησίμων ὄντων , ἀλλ ' ἢ ἄχυρον ἢ χόρτον , οἷς εἰς οὐθὲν ἄλλο , εἰς
5638789 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
5636406 καυστικου
. τὸ ὑπὸ θεοῦ κινούμενον μαντικόν . . πρηστῆρος αἴθωνος καυστικοῦ ὀξέος . ἔνθεον θεῖον μαντικὸν τὸ θεῖον ἀγορεῦον φωνὰς
: ἐπ ' ἀμφοῖν δέ , κολλυρίου τε καὶ τοῦ καυστικοῦ , ἐγκλύζειν χρὴ τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς , περὶ ὧν εἴρηται
5632670 ῥεουσα
ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή , ἡ δὲ οὐσία ῥέουσα , ἡ δὲ αἴσθησις ἀμυδρά , ἡ δὲ ὅλου
τῇ ὑποθέσει πραγμάτων ἔκθεσις εἰς τὸ ὑπὲρ τοῦ λέγοντος πρόσωπον ῥέουσα . Θεόδωρος δὲ οὕτως ὁρίζεται : διήγησίς ἐστι πράγματος
5630008 ἀκραιφνης
κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' ,
: κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν
5628051 παλινδρομουντα
προσέχειν τῷ λόγῳ . Ἂν μὲν γὰρ αὖθις κατὰ βραχὺ παλινδρομοῦντα τὰ ῥηθέντα ἐλαιώδη χρώματα πρὸς τὰ κατὰ φύσιν ἴωσι
λάρυγξ , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων , θώραξ καὶ τὰ παλινδρομοῦντα νεῦρα . διαλεκτικὰ δέ : γλῶσσα , ὀδόντες ,

Back