. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία | ||
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι |
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ | ||
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ |
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην | ||
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ |
τὸν κηρὸν πλῦνον ἅπαξ ἢ δίς : εἶτα μετὰ τὸ πλυθῆναι ἐν ὕδατι χρῶ . οὕτως ἐπίβαλε ῥοδίνῳ , ἀλλὰ | ||
Ϲαμία ἢ ἀϲτήρ . Ἡ δὲ Ϲαμία γῆ οὐ δεῖται πλυθῆναι , χρώμεθα δὲ αὐτῆϲ μάλιϲτα τῷ ἑτέρῳ τῶν εἰδῶν |
μυρίνην προσεγχέας . ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα | ||
σικύου ῥίζα τεθλασμένη καὶ ἑψουμένη ἐν ὕδατι ἐπὶ πολὺ σὺν ἀψινθίῳ : εἶτα διηθηθὲν τὸ ἀφέψημα προσλαβέτω νίτρον καὶ μέλι |
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ ' | ||
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . |
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του | ||
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν |
, καρδαμώμου ⋖ δ , πεπέρεως κόκκοι κ . πάντα λειάνας σὺν ὕδατι ἢ χυλῷ εὐζώμου πλάσσε τροχίσκους καὶ δίδου | ||
λειώσας , εὖ μάλα σμῆχε . ἢ δασύποδος κεφαλὴν κεκαυμένην λειάνας χρῶ . ἄλλο . ἅλας καὶ μέλι λειάνας μέχρι |
. πατάνιον δὲ διὰ τοῦ π Ἀντιφάνης ἐν Γάμῳ : πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους , | ||
οἶδα . Εὔβουλος δ ' ἐν Ἴωνι καὶ βατάνια καὶ πατάνια λέγει ἐν τούτοις : τρυβλία δὲ καὶ βατάνια καὶ |
μεθύει γὰρ οὐδὲν ἧττον : ὁ δ ' ἕτεροςτί ἄν τύχοιμ ' ὀνομάσας ; βῶλος , ἄροτρον , γηγενής ἅνθρωπος | ||
ὦ πάτερ αἰνόπατερ , τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας , ἔνθα ς ' ἔχουσιν |
. “ ἁλσὶ ] ἐν ἅλατι , διὰ ἁλῶν . διασμηχθεὶς : σμήχω τὸ καθαίρω , η : σμίχω δὲ | ||
τριώβολον . ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς |
δοκεῖ ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους καθεικέναι . Δίφιλος : ψῦξον τὸν οἶνον , Δωρίων . Πρωταγορίδης περὶ ἐπιτεχνήσεως ψυχρῶν | ||
δύο δραχμῶν καὶ λαγωοῦ πυτίας δύο δραχμῶν καὶ τοῦτο λειάνας ψῦξον καὶ ἀπ ' αὐτοῦ δραχμῆς τὸ βάρος κόψας δὸς |
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν | ||
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ |
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . τὴν εἰρεσιώνην ] | ||
μέλι τε ὡς κάλλιστον λειχέτω , καὶ οἶνον αὐτίτην πινέτω εὔζωρον . Ἢν δὲ τοῦ εἰλεοῦ ἀφέντος πυρετὸς αὐτὸν ἐπιλάβῃ |
' αὐτοῖς αὐτὸ τοῦτο πάλιν . Ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Πέπαυσο . ἔστιν | ||
ἐκόψατο . διὰ τοῦτο καὶ ὁ κῆρυξ , ἵνα μὴ τιμηθῇ ὁ Πολυνείκης , ἐντέλλεται μήτε διὰ θυσιῶν μήτε δι |
: πρὸς μὲν τὴν μήτραν ἁρμόζει τὸ νεαρὸν χήνειον ἢ ὀρνίθειον καὶ δίχα ἁλῶν θεραπευόμενον : πολέμιον γὰρ ὑστέρᾳ τὸ | ||
, τῷ πόρῳ ἔνϲταζε βούτυρον χλιαρὸν ἢ ϲτέαρ χήνειον ἢ ὀρνίθειον ἢ ὠκίμου χυλὸν μετά τινοϲ τῶν ῥηθέντων ϲτεάτων . |
ἁπλούϲτατον μέν ἐϲτι τὸ μελίκρατον καθ ' αὑτὸ καὶ ϲὺν ἀμύλῳ καὶ ἴρεωϲ καὶ γλυκυρίζηϲ ἐν αὐτῷ ἀφεψομένων . πάντων | ||
ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ ἀμύλῳ , ἄριστον ἂν ποιήσαις ἔδεσμα . Καὶ τὸν μὲν |
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ | ||
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ |
σοι ποταπῶν . ἔπειτ ' ἂν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς , ἐπράξατ ' Αἰγιναῖον . Ξέναρχος : οἱ ποιηταὶ λῆρός εἰσιν | ||
ἐβοῶμεν ; τὸ κύβιον τριωβόλου . ονεῖν κεχειρῶν γε οὐκ ἐπράξατ ' οὐδὲ ἕν . οὐκ οἶσθας , ὦ μακάριε |
' ὄξους λείου , ἕως μελιτώδη γένηται . τὸ δὲ ψιμμίθιον μετὰ τοῦ ἐλαίου ἕψε , ἕως οὗ συσταθῇ καὶ | ||
ἑπτάκις ; καὶ ἔασον , καὶ εὑρήσεις τὴν ὑδράργυρον ὡς ψιμμίθιον πεπηγυῖαν : καὶ λοιπὸν ἐκ τούτου συνμίσγεις ὅταν θέλῃς |
βατάνια καὶ πατάνια λέγει ἐν τούτοις : τρυβλία δὲ καὶ βατάνια καὶ κακκάβια καὶ λοπάδια καὶ πατάνια πυκινὰ ταρβα καὶ | ||
καὶ φλυαρίας καὶ κάρδαμ ' ἐσκευασμένα . Τρύβλια δὲ καὶ βατάνια καὶ κακκάβια καί λοπάδια καὶ πατάνια πυκινὰ ταρφέα κοὐδ |
καὶ πέψεωϲ ϲημεῖα τῆϲ νόϲου φαίνοιτο , κἂν εἰ πλεονάκιϲ λούοιϲ , οὐκ ἂν ἁμάρτοιϲ . οἴνου δέ , πρὶν | ||
ὕδωρ : ὥϲτε , εἰ καὶ δὶϲ καὶ τρὶϲ αὐτὸν λούοιϲ , ὀνήϲειϲ μειζόνωϲ . ὁ δὲ δὴ τρίτοϲ τῶν |
γὰρ ἐνδέχεται κινεῖσθαι ἐν τῷ νῦν , καὶ θᾶττον ἂν ἐνδέχοιτο κινεῖσθαί τι καὶ βραδύτερον . κινείσθω τοίνυν τὸ βραδύτερον | ||
δῶμεν , ὅτι καταλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος , μήποτε οὐκ ἂν ἐνδέχοιτο δεῖξαι , ὅτι ὑπ ' αὐτοῦ κρίνεσθαι δεῖ τὰ |
πότισον . [ Πρὸς ἀσπάλακας . ] Λαβὼν χαμαίδρυν καὶ κριθάλευρον καὶ ζυμώσας ταῦτα μέλιτι ἐπίχριε καὶ κατάπλαττε . [ | ||
ὀρνιθογάλων , ἀνθυλλίς . ἀντὶ ὀρύζης , κρίθινον ἄλευρον ἢ κριθάλευρον . ἀντὶ ὀστρέων , κύρηκες . Π . Ἀντὶ |
οὐδενός . θάρρει οὖν , ὦ Ξανθίππη , καὶ μηδὲν καταβάλῃς τῶν Σωκράτους καλῶν , εἰδυῖα ὡς μέγα τι ἡμῖν | ||
οὐκ ἀποπίπτουσιν , εἰ περὶ τὴν ῥίζαν κόψας ἁλὸς χοίνικα καταβάλῃς , καὶ τῇ γῇ καταχώσῃς . Τὰ σῦκα οὐ |
ἐρυϲιπελατώδηϲ οὖϲα , μελίλωτον ἑψήϲαϲ ἐν γλυκεῖ καὶ τρίψαϲ ἐπίβαλε λεκίθουϲ ᾠῶν ὀπτῶν ϲὺν ῥοδίνῳ ἢ μηλίνῳ ἢ κροκίνῳ καὶ | ||
καὶ τῶν μικροτέρων χοίρων τὰ ἀκροκώλια καὶ ὠῶν δὲ τὰϲ λεκίθουϲ ῥοφεῖν καὶ τῶν ὀπωρῶν δὲ γεύεϲθαι τῶν μὴ δυϲπέπτων |
τῶν ἐγγύθεν συνεφέλκεται . εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις , τοῦτο ἰσχυρότερον . ἁρμόζει δὲ τῷ τε ἐφ | ||
μελικράτῳ πιεῖν : ἄμεινον δ ' εἰ μετ ' οἴνου πίνοις . ἐπὶ δὲ τῇ πόσει βραχὺ ἐλαίου ἐπιρροφῆσαι , |
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , | ||
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , |
κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ ἐλατήριον , ἢ κέστρον δύο πόσιας , ἑψεῖν ἐν ὕδατι ὅσον δύο κοτύλῃσι , καὶ | ||
οἴνῳ καὶ ὕδατι κλύσαι . Ἕτερον : ἐλατήριον ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , κλύσαι . Ἕτερον : κολοκυνθίδας ἀγρίας |
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι , | ||
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ , |
ἄλλων προλελειωμένων ἐν ὄξει , καὶ χρῶ . ἄλλο . βολβίτου αἰγείου ξηροῦ λίτρας βʹ . ἕψει ἐν ὀξυκράτῳ καὶ | ||
, καὶ μῆκος δίπηχυ . κεχρίσθω δὲ ἔξωθεν κονίας καὶ βολβίτου φυράματι : ἧττον γὰρ ἂν σαπείη . τρυπᾶν δὲ |
ἂν δὴ † φέρηις τι , μέγα δή τι † φέροις : ἄνοιγ ' ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι : οὐ | ||
τοῖσι δ ' ἔργοις ὄντας ἀνοήτους ὁρῶ . ἀποτετύχηται ζωμήρυσιν φέροις : ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν |
Φιλοκτήτῃ ἔφη : οὐκ ἔστι διθύραμβος , ὅκχ ' ὕδωρ πίῃς . ὅτι μὲν οὖν οὐχ ἡδονῆς χάριν ἐπιπολαίου καὶ | ||
: ἕξεις δ ' ὅς ' ἂν φάγῃς τε καὶ πίῃς μόνα : σποδὸς δὲ τἄλλα , Περικλέης , Κόδρος |
καθυγραινόμενα ὦτα , οἷον διιδροῦντα καὶ ὀρρῶδεϲ ὑγρὸν ἐκφέροντα . μίϲυ ἐν ὀθονίῳ ἐνδύϲαϲ καὶ κρύψαϲ ἄνθραξι καὶ καύϲαϲ καὶ | ||
δὲ γίγνεται καὶ αὐτὸ πληϲίον τοῦ τόπου , ὅθεν μεταλλεύεται μίϲυ χαλκῖτίϲ τε καὶ τὸ ϲῶρι , ὥϲτε ἐκ τούτων |
μυροβαλάνου , ἀνὰ οὐγγίας τρεῖς . Τὴν λιθάργυρον καὶ τὸ ψιμμύθιον καὶ λεπίδα καὶ ἰὸν καὶ ἄσφαλτον καὶ λίβανον μετὰ | ||
ἐλαίου παλαιοῦ λίτ . γ . Λιθάργυρον , ἔλαιον , ψιμμύθιον , στέαρ μέχρι ποσῆς συστάσεως ἕψε : εἶτα ἐπίβαλλε |
ταῖς ποταμίαις νύμφαις τεύξαις κυκεῶνα : τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ ] βλησκούνιον γληχώ ] ὀρίγανον ποταμίησι ] ποτίμοις ἐμπλήδην | ||
τεύξαις κυκεῶνα : τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ ] βλησκούνιον γληχώ ] ὀρίγανον ποταμίησι ] ποτίμοις ἐμπλήδην δὲ ἀντὶ τοῦ |
ξηρῷ χρῆσθαι . Ἔμπλαστρον : μίσυ κατακαύσας , τρῖβε ἐν ἴγδῃ : ξυμ - μίσγειν δὲ αὐτῷ σποδὸν χρυσῖτιν πεπλυμένην | ||
ἰσοποίει * ἐμπίσαιο : πίοις * κύτει : τῇ θυίᾳ ἴγδῃ * ἐναολλέα : ὁμοῦ συνηγμένα ὁμοῦ , συνηγμένα * |
νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι μίξαις συκέης αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν , ἢ ἔτι καὶ σφύρῃ | ||
χειμῶνι , τῶν καλῶν δ ' ὄψων ἄριστον καρὶς ἐκ συκέης φύλλου . ἡδὺ δ ' ἐσθίειν χιμαίρης φθινοπωρισμῷ κρέας |
ἀπωθεῖν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθεῖν . ἴησις δὲ ἢ σταιτὶ ἢ ὀθονίοισι . μὴ ἐμπεσὸν δὲ ἐπιπωροῦται | ἔξω | ||
κο - λοκύντην ὡσαύτως : καὶ ἐλατηρίου τρεῖς πόσιας ἐν σταιτὶ τρίβειν , καὶ βάλανον ποιέειν . Ἄλλο ὁμοίως : |
ὕλη πρὸς ξύσιν ἐπιτηδειοτέρα τοῦ ξύλου . οὕτως Φιλόξενος . Ξηρόν . παρὰ τὸ ξέω . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης | ||
οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων διαλέξεως . Ξηρόν : παρὰ τὸ ξέω : ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὕλης |
φλέγμα ἄγει : καὶ πιπίσκειν γάλα ὄνειον ἢ ὀῤῥὸν αἴγειον ἀφεψῶν : ἢν δὲ σπληνώδης ᾖ , μὴ πιπίσκειν τὸ | ||
τοῦ ἄκρου : ὁκόταν ἐξαγάγηται , τὴν μυρσίνην ἐν οἴνῳ ἀφεψῶν , τῷ οἴνῳ χλιερῷ κλυζέσθω . Ἢν ἄσθματα λαμβάνῃ |
πτι - ϲάνηϲ ϲὺν ῥοδίνῳ ἢ καὶ χυλῷ λινοϲπέρμου , ποτιϲτέον τε αὐτοὺϲ τὴν διὰ τῆϲ ἀλόηϲ πικρὰν ἀντίδοτον , | ||
μὴ κωλυούϲηϲ δὲ τῆϲ δυνάμεωϲ καὶ τῆϲ διὰ κωδυῶν αὐτοὺϲ ποτιϲτέον : παρακμῆϲ δὲ γενομένηϲ ἐπὶ λουτρὸν ἀκτέον καὶ ἀνακομιϲτέον |
ταῦτα φαρμάκοιϲ . ϲκευάζειν δὲ τὸν ὀρρὸν χρὴ οὕτωϲ : ἐγχέοντα εἰϲ χύτραν γάλα πλὴν προβάτου καὶ χοίρουτούτων γὰρ τὸ | ||
καθετῆρος , ἐπὶ μὲν τῶν φλεγμαινόντων ἢ δριμυττομένων γάλα νεόβδαλτον ἐγχέοντα ἢ ῥόδινον κάλλιστον νεαρὸν , χλιαρὸν μέντοι : εἰ |
οἴνης : ἢ ἔτι μυελόεντα χαλικρότερον ποτὸν ἴσχοις ὄρνιθος στρουθοῖο κατοικάδος εὖθ ' ὑπὸ χύτρῳ γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή | ||
τοῦ οἴνου . οἴνου τρύγα ὀπτὴν ἢ ἀφόδευμα ὀπτὸν ὄρνιθος κατοικάδος μετὰ ὄξους δὸς πιεῖν φλογιῇ ] τῷ πυρί τεφρώσαιο |
τὸ ἐγένετο μαντεύμασι : τὸ δὲ γένοιτο οὐκ ὀρθόν . Γένοιτο ] Ἐγένετο . Ἀκέσματ ' ] Θεραπείας , ἰάσεις | ||
, καὶ τὰ λείψανα τῶν ξύλων ἐπὶ πολὺ σωθῆναι . Γένοιτο δ ' ἂν οὗτος , ὅντινα καὶ Μωυσῆς ἀνέγραψεν |
λέοντα τὸν μέγιστον , τὴν δὲ χρόαν ἐρυθρόν , ὡς κιννάβαριν εἶναι δοκεῖν , δασὺ δὲ ὡς κύνες : φωνῆι | ||
καλουμένου : θέντες γὰρ ἐπὶ λοπάδος κεραμεᾶς κόγχον σιδηροῦν ἔχοντα κιννάβαριν , περικαθάπτουσιν ἄμβικα περιαλείψαντες πηλῷ , εἶθ ' ὑποκαίουσιν |
, ἐμπλείου ὅτε νέκταρ κιρρόν : ὅτε οἶνον πυρρὸν ἐν τρυβλίῳ μετρηδόν , ἀντὶ τοῦ μετρήσας , ἀφύσσῃς νέκταρ ] | ||
χρηστόν , ὦ πολυτίμητοι θεοί , ἔχων ἐν ἀργυρῷ τε τρυβλίῳ μέλι . Εἶτ ' ἔστιν ἢ γένοιτ ' ἂν |
μελικράτῳ ἢ τῷ τῆϲ τήλεωϲ ἀφεψήματι ϲὺν μέλιτι ἢ ϲικύου ϲπέρματι ϲὺν γλυκεῖ . τοῖϲ δὲ πῦον οὐροῦϲιν τὴν Ἀρμενίαν | ||
δυνάμενον . καὶ ἡ πόα δὲ παραπληϲίαϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ τῷ ϲπέρματι , ἀϲθενεϲτέρα δέ : ὅθεν ἐϲθιομένη θερμαίνει ϲφοδρῶϲ : |
ἐστι καὶ τὸ εἰδέναι τὸ αἴτιον τοῦ τί ἐστι : λείποι γὰρ ἂν αὐτῇ τὸ οἷόν τε διὰ συλλογισμοῦ τὸ | ||
εἰν ἐριθηλέι κήπῳ . εἰ δὲ Σεληναίης ἐνὶ Παρθένῳ οἰχνευούσης λείποι οἶκον ἄνακτος , ἕλοις κέ μιν ἐν πολέεσσιν ἤμασι |
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα | ||
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει : |
τινοϲ τῶν παραπληϲίων λεάναϲ μετὰ χυλοῦ ὑοϲκυάμου ὀλίγου καὶ ἐπιβαλὼν ἕψημα καὶ ῥόδινον ἐπίχριε . Ἄλλη λιπαρὰ πρὸϲ ἀχῶραϲ ψύδρακαϲ | ||
ἕνεκα ἐν μέλιτι τὸ δρακόντιον ξύων λείχειν . Κἢν τὸ ἕψημα τὸ ἐν τῷ γάλακτι μὴ φάσκῃ δυνατὸς εἶναι ῥοφέειν |
καὶ κοτυληδόνος . κάλλιον δὲ , εἰ καὶ ψυχρισθέντας ἐπιρρίπτειν βουληθείης τοὺς χυλοὺς καὶ μάλιστα ἐπὶ χιόνος . εἰ δέ | ||
καὶ κακόχυμον . τὸ δὲ ἀρνῶν καὶ ἐρίφων ὁσάκις ἂν βουληθείης . ἀπὸ δὲ τῶν ἐνύδρων ζώων οἱ πετραῖοι καλούμενοι |
χλωρὰ ἐν γλυκεῖ βρέξας ὕδατι λέαινε , μίξας ὠοῦ λευκοῦ λέκιθον καὶ κρόκου τὸ ἀρκοῦν κατάπλασσε : ἢ κρίθινα ἄλευρα | ||
, καταπλάσσειν μελιλώτῳ ἐν γλυκεῖ ἑφθῷ , μιγνύντα καὶ ὠοῦ λέκιθον ὀπτὴν καὶ ἄρτον ἐν οἴνῳ βεβρεγμένον , βραχὺ δέ |
γένηται ϲποδόϲ , καὶ ἐμβαλὼν εἰϲ θυῖαν λείου παρεπιχέων μύρον μύρϲινον ἄχρι μέλιτοϲ πάχουϲ καὶ οὕτωϲ ἄλειφε τὴν κεφαλήν . | ||
καὶ τὰ φύλλα ἐλαίαϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα ἔλαιον μύρϲινον ϲηϲάμινον βαλάνινον ἑλξίνη ἢ περδίκιοϲ μετρίωϲ ἔλυμοϲ ἴου τὰ |
δὸς πιεῖν . ἄλλο . ἀείζωον μετὰ μέλιτος δίδου λεῖον ἐκλείχειν ἢ βολβὸν ἢ ἀβρότονον , ὡς χόνδρον δίδου μεθ | ||
πάχουϲ ϲυμμέτρου καὶ δίδου ἐκ τοιούτου πρὸ πολλοῦ τῶν ϲιτίων ἐκλείχειν . Κεφ . αʹ Περὶ καρδιακῶν βʹ Περὶ τῶν |
πήχεώς γε τῷ θανάτῳ παρίσταται . } Ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς ποτέ , οὐδὲν ἐποίησας , ἂν λόγοις ὀνειδίσῃς . | ||
, προσδόκα καὶ μὴ φυγεῖν . ἐὰν ὁρῶν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς , μᾶλλον ἀπέδυσας αὐτόν , ἂν ὀνειδίσῃς . ἀνὴρ |
βαθέα , ἰχωροειδέα , ὑπέρυθρα , οἰνώδεα ἢ ὅκωϲ κρεῶν πλύμα : ἄλλοτε μὲν ἰδίῃ τάδε , ἄλλοτε δὲ ξὺν | ||
ἔῤῥει . Ἐκρίθη ἑβδομαίῳ ἐόντι , οὖρον , οἷον ὀρόβων πλύμα , ὅμοιον αὐτὸ ἑωυτῷ , ἔπειτα καθαρόν : ὑποστροφή |
αἰγὸϲ χολὴ καὶ ἰχθύοϲ παντόϲ . Ἄλλο κάλλιϲτον . ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν λεάναϲ μετὰ ἑψήματοϲ καὶ ὄξουϲ ἕψε ἐπὶ θερμοϲποδίᾳ , | ||
ϲταφίδα ἀγρίαν καὶ ἀμμωνιακὸν θυμίαμα ϲὺν μέλιτι ἐπίθεϲ ἢ ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν ϲὺν τερεβινθίνῃ ὡϲ ϲπληνίον ἐπίθεϲ . εἰ δὲ καὶ |
ἀφεψήματι ἄχυρα κριθῶν ἑψήσας , ἐνδήσας ὀθονίῳ , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου ἀφεψῶν ἐν ἀσταφίδος ἀποβρέγματι , ἐνδήσας | ||
ὁκόταν δὲ συνεψήσῃς , ἐμβαλὼν ἐς ῥάκος , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ἔλαιον , |
Σαβῖνον , ἐλαφόβοσκον , εὐπατόριος ἡ πόα , εὐφόρβιον , ζύμη , ἠρύγγιον , ἰτέας ὀπός , καλαμίνθη , κάλαμος | ||
, ἐπειδὴ ἀναζυμοῦνται ἔσωθεν μὴ πεττόμενοι , ἢ ὅτι ὥσπερ ζύμη εἰσὶ τῆς γῆς ζύμωμα ] οὖθαρ , μαστός . |
. ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης χυλὸν σὺν μέλιτι ἔγχριε : τὰ δὲ χρονιώτερα ἡ κεδρία λεπτύνει καὶ ὁ | ||
, καθὰ προείρηται . Ἄλλο . ϲικύου ἀγρίου τῷ χυλῷ ἔγχριε τὰϲ γλαυκοφθάλμουϲ γυναῖκαϲ καὶ μελανοφθάλμουϲ ποιεῖ . Ἄλλο . |
ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι δύσπεπτοι , | ||
θὲς ἐν θερμῷ ἡλίῳ , καὶ ἀναζέσαντος ἔμπασον λεπτοὺς ἅλας πεφρυγμένους , καὶ ὅταν καταστῇ , μετάβαλε ἀλλαχοῦ . Τὸ |
' ἐκπλήξεως φαίνεται καὶ μεγάλης τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ | ||
μῆνα Πυανεψιῶνα : πύανα γὰρ ἕψουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται . Πύγελα : Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Βακχίου |
Πράϲιον τλγ Πράϲα τλδ Πρόπολιϲ τλε Πτελέα τλϚ Πτέριϲ τλζ Πύρεθρον τλη Πυροί τλθ Ῥάμνοϲ τμ Ῥαφανίϲ τμα Ῥᾶ ποντικόν | ||
ἐκβάλλει . καὶ τὰ ἕλκη δὲ ἐπιπαττομένη ξηραίνει ἀδήκτωϲ . Πύρεθρον . Πυρέθρου τῇ ῥίζῃ μάλιϲτα χρώμεθα καυϲτικὴν ἐχούϲῃ δύναμιν |
. Ἢ πευκεδάνου ὁκόσον τρεῖς κυάθους δίδου πιεῖν . Ἢ ἄννησον καὶ μελάνθιον διεὶς οἴνῳ , δίδου πιεῖν . Ἐλατηρίου | ||
ἑψεῖν ἐν ὕδατι καὶ κλύζειν . Ἢ λίνου καρπὸν , ἄννησον , μελάνθιον , σέσελι , σμύρναν , κασσίης καρπὸν |
ἢ νάρδῳ ἑψόμενα ὠταλγίας θεραπεύουσιν . ἐὰν δέ τις βελόνῃ κεντήσας προσαγάγῃ θήγων τοῖς ὀδοῦσιν , ὀδονταλγίαν ἰῶνται , καί | ||
τῆς θαλάσσης ἐκβάλῃ χέλυν , ἀναστρέφων αὐτὴν ὑπτίαν καὶ μαχαίρᾳ κεντήσας , δέξαι τὸ αἷμα αὐτῆς εἰς νέον καὶ ἄθικτον |
ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι . Λέγοις ἄν , ἔφη , ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ ' | ||
, ὦ Σώκρατες , ἄρτι δοκῶ κατανενοηκέναι τοὺς ἄνδρας . Λέγοις ἄν : ἔοικας γὰρ ἄτοπόν τι καθορᾶν . Ναί |
πελανοῦ : τῆς πεπηγυίας κεδρίνης πίσσης . λέγει δὲ τὴν κεδρίαν πελανοῦ ] ὀβολοῦ , ἤγουν τριῶν κερατίων πέλανος : | ||
ῥόδου διακλυζέσθω . ἐὰν δὲ ὅλοι πονῶσιν οἱ ὀδόντες , κεδρίαν διακλύζων , ἄπονον ποιεῖς παραχρῆμα . ἄλλο . μύλη |
καὶ τὸν πηλόν , ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι : οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ | ||
, οὕτω καὶ τοῦ παθεῖν κακῶς . τοῦτο γὰρ κἂν εὔξαιο τοῖς θεοῖς , λαβεῖν με τιμωρίαν εἰς τὸ σῶμα |
αʹ στυπτηρίας . . . . οὐγγ . δʹ . ἀποζέματι κυδωνίων ἀναλάμβανε . ποίει καταπότια καὶ δίδου διακρατεῖν ὑπὸ | ||
ἀρκοῦν : μετὰ τὸ πυριάϲαι τὸν τόπον ῥόδων καὶ μελιλώτων ἀποζέματι ἐπίθεϲ τὸ κατάπλαϲμα . Ψιμυθίου , λιθαργύρου , ἀμμωνιακοῦ |
προσκαῆναι , ἄνπερ ἀτόρυτον τὸ ἑψώμενον ὅσον δή ποτε χρόνον ἑψῆται : δεῖ οὖν , διέφθων ἤδη σφόδρα ὄντων τῶν | ||
, μαθεῖν ἐστι κἀπὶ τῶν ἑψημένων ἐδεσμάτων . Ἧττον γὰρ ἑψῆται , ἃ ἂν τύχῃ ἐν ἡλίῳ βάλ - λόντι |
ϲμίριϲ ἱκανῶϲ κέραϲ ἐλάφου καὶ αἰγὸϲ κεκαυμένον ὀρόβων ἄλευρον ναρκίϲϲου βολβὸϲ τραγάκανθα μετρίωϲ ὠῶν τὸ λευκόν . Ὅϲα ἀναϲτομωτικά . | ||
ϲπέρμα μελάνθιον πέπερι πήγανον πόλιον πράϲιον δαφνίδεϲ καϲϲία ἄρον δρακόντιον βολβὸϲ κρόμμυον ϲκόρδον μάλιϲτα κόϲτοϲ ἄμωμον ναρδόϲταχυϲ θεῖον ϲτύραξ χαλβάνη |
τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην ἔχον προκειμένην , ἵνα τῷ | ||
ἕψε , ἕως ἀποτεταρτωθῇ , εἶτ ' ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ δὲ ἐπὶ τῶν χρειῶν : ἐὰν δὲ |
ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι μίξαις συκέης αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν , ἢ ἔτι καὶ | ||
τῶν σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν τὴν ὀμφαλόεσσαν ἐν τριετεῖ νέκταρι μίξαις . ἄλλως : αὐανθεῖσαν , τὴν ἀπὸ ξηρῶν σύκων |
ὅτι ἀπέλθῃ ὁ πόνος . [ Περὶ αἰγίλωπος . ] Χολὴν βοὸς καὶ ὑγρόπισσον καὶ ὄξος ἑνώσας ποίει ἔμπλαστρον καὶ | ||
οὐ διψήσει . [ Πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις . ] Χολὴν αἰγείαν πρόσφατον ἴσα μίξας μέλιτι ἀκάπνῳ χλιαρὸν ἔνσταζον εἰς |
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν | ||
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ |
. . ἐνετίθεις θρυαλλίδων ] ⌈ ἐνέβαλες [ ἐνέβαλλες ] θρυαλλίδα . θρυαλλὶς κυρίως ὁ τοῦ φωτελίου σπινθήρ : νῦν | ||
τῇ μὲν οὖν ἑτέρᾳ εἰϲ τοὺϲ λύχνουϲ χρῶνται καλοῦντεϲ κυρίωϲ θρυαλλίδα . Φοῖνιξ . Τὸ μὲν δένδρον ϲτυπτικῆϲ μετέχει δυνάμεωϲ |
μετὰ γλεύκεος ἀτμένιον ] πολυκάματον ἀτμένιον ] πολύτλητον κεραιόμενον ] κιρνάμενον κεραιόμενον ] μικτόν λίπος ] τὸ ἔλαιον ἢ χιόνι | ||
καὶ χαμαιπίτυος καὶ τῶν χλωρῶν τῆς κυπαρίσσου σφαιρίων τὸ ἀφέψημα κιρνάμενον μετ ' οἴνου . Φασὶ δέ τινες καὶ καρκῖνον |
ὁρμᾷ , ἤτοι φεύγει καὶ ἐκκλίνει τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ | ||
χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσιν ἀλεξητήριον ἄταις τευξάμενος |
καταπλάσμασι χρηστέον ἀλεύρῳ τε καθαρῷ καὶ πάλῃ ἀλφίτου ἐν ὑδρομέλιτι ἡψημένῃ , συνεχῶς τε ἀλλάσσειν τὰ καταπλάσματα , καὶ σέριν | ||
δὲ πλίνθου συνοικοδομήσασα τὰς καμάρας ἐξ ἑκατέρου μέρους ἀσφάλτῳ κατέχρισεν ἡψημένῃ , μέχρι οὗ τὸ πάχος τοῦ χρίσματος ἐποίησε πηχῶν |
βούτυρον καὶ χηνὸς ἄλειφα καὶ ἐλάφου μυελὸν καὶ ῥητίνην καὶ νέτωπον : τουτέων ἴσον ἑκάστου ξυμμίξαντα , διατήξαντα , προστιθέναι | ||
τῷ ναρκισσίνῳ διαλιπών : ἢν δέ σοι δοκέῃ κεκαθάρθαι , νέτωπον προσθέσθαι : τῇ δ ' ὑστεραίῃ ῥόδινον μύρον : |
συνκατάμισγε : ὅταν δὲ ψυγῇ , εὑρήσεις αὐτὸν θραυστὸν καὶ τριπτόν . Τοῦτον λειώσας , ἐπίβαλε αὐτῷ χαλκίτεως # # | ||
φαρμάκου # γʹ κατὰ μικρὸν , ἕως ἂν γένηται ὑπόλευκον τριπτόν . Καὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς χώνης , μίξον αὐτῷ |
γλισχρότητά τινα ἔχοντες , ὥσπερ ὁ τῆς κέδρου καὶ τῆς ἰξίας , διὸ καὶ οὐκ ὄντες μεγάλοι δυσκατέργαστοι τῷ εἶναι | ||
ῥιζῶν δὲ χαμαιλέων , ἀκόνιτον , θαψία , ἐλλέβορος , ἰξίας , ἀγαρικὸν τὸ μέλαν , ἐφήμερον , ὃ ἔνιοι |
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ | ||
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ |
συγκομιδῆς πρῶτος γινόμενος ἄρτος . καὶ σαμίτης καὶ πυραμοῦς διὰ σησάμων πεττόμενος ὁ αὐτὸς τάχα τῷ σησαμίνῳ . καὶ θιαγόνες | ||
πυραμοῦς , πέμματα διὰ μέλιτος ἑφθά , τὸ μὲν ἐκ σησάμων , τὸ δ ' ἐκ πυρῶν πεφρυγμένων . τὸ |
δώσομεν , καὶ εἰ σφόδρα ἐρεθίζοιντο , καὶ ἀψινθίου ἤτοι χυλίσματος ἢ ἀφεψήματος ὀλίγον προσοίσομεν . οὐδεὶς δ ' ἐστὶν | ||
καταπλασσέσθωσαν δέ , εἰ καὶ τούτου δέοι , χόνδρῳ μετὰ χυλίσματος ἀρνογλώσσου ἢ πολυγόνου ἢ κράμβης : ἄλλως δὲ μετ |
καὶ λεπτύνει καὶ ἀποξύει . κἄν πού τις τροφὴ παχυμερὴς προσληφθείη , λεπτύνεταί τε καὶ κατεργάζεται περιουσίᾳ τῆς τοῦ ὄξους | ||
τὸ κατ ' ἄθροισιν προσλαμβανόμενον ἔξωθεν , εἰ καὶ μὴ προσληφθείη τὸ ἀόριστον , ὅμως περιβολήν τινα , οἷον δύο |
, λευκογράφις Αἰγυπτία . ἀντὶ γλήχωνος , ὕσσωπον . ἀντὶ γλυκυῤῥίζης χυλοῦ , συκαμίνου χυλὸς ἢ γλυκοκαλάμου χυλός . ἀντὶ | ||
περσαίας φύλλων ξηρῶν , ῥόδα ξηρά . ἀντὶ πευκεδάνου , γλυκυῤῥίζης χυλός . ἀντὶ πισσελαίου , ὑγρόπισσον . ἀντὶ πίσσης |
. Δέλεαρ : φάρμακον . Οὖθαρ : ὁ μαζός . Στέαρ : τὸ λίπος . Φρέαρ : ἡ πηγή . | ||
νέον , τῶν δὲ ἄλλων ὁκόσον δοκέει καιρὸς εἶναι . Στέαρ συντήξας πρόσφατον , ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον , καὶ |
ἕκαστος . . . κύψας καθ ' ἑαυτὸν τῶν τραγημάτων ἔφλα φυλαττόμενός τε κἀμβλέπειν φοβούμενος . ἐὰν κακῶς μου τὴν | ||
. ἔφλα δὲ ἀντὶ τοῦ ἔτριβεν ἢ ἤλει . . ἔφλα : Συνέτριβε . . ἔτριβε . . ὀπὸν : |
ὕδατοϲ , ἡ δὲ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων καὶ ἡ τῶν κολυμβάδων ἐλαῶν ῥυπτικωτέραϲ εἰϲὶ δυνάμεωϲ : ἰϲχιαδικοῖϲ οὖν καὶ δυϲεντερικοῖϲ | ||
καὶ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων ἡ ἅλμη καὶ τῶν ἐλαιῶν τῶν κολυμβάδων καλῶϲ ἂν ἐνεθείη , ϲικύαιϲ τε κατὰ τοῦ ἰϲχίου |
ὀπάζεο κνωψὶν ἀρωγήν ἠέ που ἐν τρήχοντι πάγῳ ἢ ἀποσφάγι βήσσῃ , τὴν ἤτοι μινυανθές , ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσποι | ||
οἴνῳ εὐώδει διδόναι πίνειν . Ὅταν δὲ πνίγωσι καὶ ὁμοῦ βήσσῃ , σανδαράχης ὅσον ὀβολὸν καὶ θείου ἀπύρου ἴσον καὶ |
δὲ ἄλλην ἡμέρην ὕσσωπον ἐν ὄξει καὶ μέλιτι καὶ ὕδατι ἀναζέσας ἐπιῤῥοφεῖν . Τοῦτο καὶ τοῖσι ῥέγχουσι διδόναι καὶ μὴ | ||
. Ἄλλο : Περδίκιον βοτάνην λεάνας ἐπιβαλών τε ἔλαιον καὶ ἀναζέσας ἐπιτίθει ἐπὶ τὴν κύστιν , ἢ ἑψήσας τὴν βοτάνην |
καὶ ἡ ἀντιτυπία . αὕτη γὰρ εἴπερ καταλαμβάνεται , ἁφῇ καταλαμβάνοιτο ἄν . ἐὰν οὖν δείξωμεν , ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν | ||
πέφυκε καταλαμβάνεσθαι : δῆλον ὅτι οὐδὲ ἡ ῥύσις αὐτόθεν ἂν καταλαμβάνοιτο . ἵνα μὲν γὰρ τὴν ῥύσιν ἐπιγνῶμεν , δεῖ |
καὶ αἱ ἰϲχάδεϲ πρὸϲ τὰ ϲῦκα . καὶ αἱ μὲν γλυκύτεραι θερμότεραι , αἱ δὲ αὐϲτηρότεραι ψυχρότεραι καὶ ἔτι μᾶλλον | ||
κοῦφαι , ἔτι δὲ καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες μέσως εἰσὶ τρόφιμοι , διαχωρητικοί |
ϲυγκαυθέντι ὀθονίῳ ἐμφύϲα διὰ καλάμου , ἢ κηκῖδα λεάναϲ καὶ ἐνδήϲαϲ ὀθονίῳ καῖε καὶ χρῶ ὁμοίωϲ , ἢ ϲτυπτηρίαν ὀπτήϲαϲ | ||
Ϙ καὶ μελάνθιον ὀλίγον καὶ προπόλεωϲ ὀλίγον : ταῦτα μίξαϲ ἐνδήϲαϲ τε εἰϲ ῥάκοϲ ἐρεοῦν περίαπτε . ἐὰν δὲ θέλῃϲ |
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ | ||
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ |
καὶ ἡ ῥίζα ξηρανθεῖσα , τῆλις , ὑακίνθου ῥίζα , χαμαιλεύκη . Αἶρα πληρουμένης , ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη | ||
. ἀντὶ πολυποδίου ῥίζα χαμελαίαϲ ἢ χαμαιλέοντοϲ . ἀντὶ περιϲτερεῶνοϲ χαμαιλεύκη . ἀντὶ πολυτρίχου ἀψίνθιον . ἀντὶ ῥητίνηϲ πευκίνηϲ ῥητίνη |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
εἰ μὲν ὁ δεξιὸϲ μυκτὴρ αἱμορραγοίη , τῷ ἀριϲτερῷ ὠτὶ ἔνϲταζε , εἰ δὲ ὁ εὐώνυμοϲ , τῷ δεξιῷ . | ||
ὀφθαλμοὺϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐλατηρίου ὀροβιαῖον μέγεθοϲ μετὰ γάλακτοϲ γυναικείου ἔνϲταζε τῇ ῥινὶ ἐν βαλανείῳ καὶ εὐθέωϲ καθίει εἰϲ τὴν |
πεπτικὸν αὐτοῖϲ ϲκευάζειν τοιοῦτον : ϲκίλληϲ ὀπτῆϲ # α ἁλῶν ἀμμωνιακῶν # ε ϲελίνου ϲπέρματοϲ μαράρθου θύμου πετροϲελίνου ἀνίϲου ϲίνωνοϲ | ||
ξ , χαλκοῦ κεκαυμένου ⋖ κ , νίτρου , ἁλῶν ἀμμωνιακῶν ἀνὰ ⋖ κ , πυρέθρου , ϲταφίδοϲ ἀγρίαϲ , |