: κακοθάνατοι , δυστυχεῖς , οἱ ἄθλιοι . μένουσα : καρτεροῦσα . Ἀμυνομένους : τιμωρουμένους , καὶ μαχομένους , βοηθοῦντας
ἄλλοις ἅπασι καὶ ἀσθενὴς , οὐδὲ ὅσον γυμνὸν ἰδεῖν ξίφος καρτεροῦσα : ὅταν δὲ εἰς κοίτην ἀδικηθῇ , τολμηροτάτη γίνεται
5444891 ἀναπηδησασα
ὑπό τε τῆς χορείας αὐτοὺς καὶ τῆς ὕβρεως , ἀδοκήτως ἀναπηδήσασα καὶ ἐσθοροῦσα τοὺς μὲν τοῖς ὄνυξι διέξηνε , τοὺς
ὅ τι πάθοι . ἡ δὲ ὡς εἶδέ με , ἀναπηδήσασα παίει με κατὰ τῶν προσώπων , ὕφαιμον βλέ -
5369118 αἰτεει
Κώης , οἷά τε οὐ τύραννος δημότης τε ἐών , αἰτέει Μυτιλήνης τυραννεῦσαι . Τελεωθέντων δὲ ἀμφοτέροισι οὗτοι μὲν κατὰ
. Ὁ δὲ δεθεὶς τὸν φύλακον μουνωθέντα ἰδὼν τῶν ἄλλων αἰτέει μάχαιραν : οὐ βουλομένου δὲ τὰ πρῶτα τοῦ φυλάκου
5299485 βαρουμενος
, καὶ κατ ' αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ
. καὶ σὺ σύγκρινε ταύτας τὰς ἀξίας : μόνον μηδὲν βαρούμενος ποίει , μὴ θλιβόμενος μηδ ' ὑπολαμβάνων ἐν κακοῖς
5263325 φιλοτεκνος
βίῳ ἔχειν ἔρημον διαδόχου τὴν οἰκίαν . Ἔστιν δὲ μήτηρ φιλότεκνος μᾶλλον πατρός : ἡ μὲν γὰρ αὑτῆς οἶδεν υἱόν
τοῦ ε ψιλοῦ : οἷον , ἄτεκνος : καλλίτεκνος : φιλότεκνος . Τὰ παρὰ τὸ ὄνομα συγκείμενα τὴν τρίτην ἀπὸ
5244207 ξιφηρης
δ ' ἀληθές , ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις πολεμεῖ καὶ ὥσπερ ξιφήρης ἀναιρεῖ ἡμᾶς , κἂν καὶ ξιφηφόρον αὐτήν φασι καλεῖν
τοῦ ζῆν : τοῦ φρονήματος : σύ θ ' ὃς ξιφήρης : παῦσαι ὀργιζόμενος , ἵνα ἀκούσῃς : διὰ τὴν
5224071 ἀποκρουστικη
καὶ αὐτὴ ὁμοία αὐτῷ κυκλοειδὴς φαίνεται , πανσέληνος γενομένη . ἀποκρουστικὴ δὲ ἐκλήθη , ἐπειδὴ παραλλάξασα τὰς κατὰ διάμετρον ἀκτῖνας
θεραπείαν . εἰδέναι δεῖ τοίνυν καθόλου , ὡς οὔτε ἡ ἀποκρουστικὴ μόνη ἀγωγὴ συμβάλλεται τοῖς πάθεσι τούτοις οὔτε ἡ διαφορητικὴ
5180909 ποθειται
ἐπενθύμησίς ἐστιν ἐνθύμημα ἐπιφερόμενον , ὃ μὴ προστεθὲν μὲν οὐ ποθεῖται , προστεθὲν δὲ τὸ πᾶν ὠφελεῖ . οἱ δὲ
ἡνίκ ' ἂν μὲν ᾖ πρόσω τὸ κατθανεῖν , Ἅιδης ποθεῖται τοῖς δεδυστυχηκόσιν : ὅταν δ ' ἐφέρπῃ κῦμα λοίσθιον
5139530 παρατασις
δὲ σεληνιακῆς ἐπὶ τοσούτους ὁμοίως μῆνας . ἡ δὲ τούτου παράτασις ἐκ τῆς σχέσεως τοῦ ἐκλειπτικοῦ τόπου συνοραθήσεται : πρὸς
καὶ ὁλκός γλώσσης : ὁλκὸς περιφραστικῶς τὸ μῆκος καὶ ἡ παράτασις τῆς γλώσσης : ἡ μὲν γλῶσσα , φησί ,
5137874 δυσβατος
, τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς , δηλονότι τοῖς ταχέσιν ὀρνέοις , δύσβατος οὖσα : διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἄνδρες ἐπιδοξάζουσιν αὐτὴν
ᾧ τὰ ἄπληκτα ἐν τοῖς τοιούτοις ποταμοῖς καθίστασθαι , εἴπερ δύσβατος εὑρεθείη ἐν οἱῳδήποτε μέρει τῆς τοῦ τοιούτου ποταμοῦ ὄχθης
5131413 Μεροπις
καὶ δή . ἐκ Κέω . νῆσος , ἣ καὶ Μεροπὶς ἐκαλεῖτο . καταλειφθέντων γὰρ αὐτῷ . σημείωσαι περὶ Ἀναξαγόρου
καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος . καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς : Μεροπὶς δ ' ὡς ἤκουσεν , ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα
5126172 προσαντης
εἰσὶν ἀμφότεροι κακοί . χαλεπή , λέγω σοι , καὶ προσάντης , ὦ τέκνον , ὁδός ἐστιν , ὡς τὸν
ὁδὸν ἄνω καὶ κάτω συνεχῶς ἀμείβοντα . ἡ μὲν οὖν προσάντης ὁδὸς ἀπὸ γῆς ἄρχεται : τηκομένη γὰρ εἰς ὕδωρ
5111725 φιλονεικει
τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον ἐγώ τε ἡγοῦμαι καὶ ὅστις οὐ φιλονεικεῖ μετ ' ἀναιδείας , τοῦτον εὕροις ἂν ἐν κέρδει
τοιοῦτος ἀπρεπῆ βουλόμενος εἶναι τὸν δυσμενῆ τοιοῦτον ὁρᾶν ἑαυτὸν πείθειν φιλονεικεῖ . Φέρε , εἰς δὲ τὴν Βρισηίδα τί δράσει
5086272 ἀκινησια
τουτέστιν ὅσον ποτὲ καὶ οὐ κινεῖται , καὶ οὗ ἡ ἀκινησία ἠρεμία ἐστίν . οἷς γὰρ κίνησις ὑπάρχει , ταῦθ
τί ἐστι τοῦ αἰσθητικοῦ μορίου καὶ οἷον δεσμός τις καὶ ἀκινησία , αἰσθητικὸν δὲ τὸ δυνατὸν αἰσθάνεσθαι κατ ' ἐνέργειαν
5063876 ἐπερειδομενον
λέγει . πιθανῶς δὲ τὸν Κλέωνα ἑνὶ μόνῳ κατορθώματι ποιεῖ ἐπερειδόμενον . τῶν ἐκ Πύλου ] ὄντων . Γ τῶν
δὲ ] τῶν Περσῶν . [ Καὶ τὸ ἀλλοτρίαις δόξαις ἐπερειδόμενον λέγειν περὶ τῶν πραγμάτων τοῦ ἀφελοῦς ἐστιν , οἷον
5037746 ἐγυμναζετο
κήποις ἤντλει , μεθ ' ἡμέραν δὲ ἐν τοῖς λόγοις ἐγυμνάζετο : ὅθεν καὶ Φρεάντλης ἐκλήθη . φασὶ δὲ αὐτὸν
πάλιν ἄλλο τι χεῖρον , ἡ δὲ πόλις κατὰ μικρὸν ἐγυμνάζετο τὴν ὑπ ' ἐκείνῳ δουλείαν . εἰ δὲ τὰ
5029513 ὡπλισμενη
τὸν Ἀκροκόρινθον ναός ἐστιν Ἀφροδίτης : ἀγάλματα δὲ αὐτή τε ὡπλισμένη καὶ Ἥλιος καὶ Ἔρως ἔχων τόξον . τὴν δὲ
καὶ ὅτι πολλὴ στρατιὰ καὶ αὐτὴ τεταγμένη τε καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένη ἐκβαίνουσιν αὐτοῖς ἐπιθήσεσθαι ἔμελλεν : οἵ τε ἵπποι οὐκ
5010343 ἰσχνως
τὰς Μούσας . Μετὰ δὲ τὰς τούτων μυθικὰς ἱστορίας , ἰσχνῶς καὶ σαφεστάτως καὶ λεπτοτάτως ἀλληγορήσωμεν , τίς τε ὁ
τῷ Γοργίᾳ ποιεῖ . τὰ μὲν γὰρ προηγούμενα τοῦ μύθου ἰσχνῶς πέφρασται , τὰ δ ' ἐν τῷ μύθῳ ἁδρῶς
4994780 κριματα
καὶ συντιθέναι καὶ διανοεῖσθαι , εἶτα τὸ τελευταῖον καθόλου τινὰ κρίματα βεβαιωσάμενος ἐν αὑτῷ ἀποτίθεται . νοῦς οὖν ἀρχὴ ἐπιστήμης
βουλῇ φράσας , ἣν οὐκ ἠξίωσεν ἐπικυρῶσαι τὰ τοῦ δήμου κρίματα , ὥσπερ αὐτῇ ποιεῖν ἔθος ἦν . τοῦτον δὲ
4988382 Ψαμμις
Συρίᾳ , οὐ Περίλαος ἐν Κιλικίᾳ , οὐκ ἐν Αἰγύπτῳ Ψάμμις καὶ Πολύιδος , οὐκ Ἀγχίαλος ἐν Αἰθιοπίᾳ , οὐκ
κατὰ χρείαν ἐμπορίας , Ψάμμις τὸ ὄνομα . Οὗτος ὁ Ψάμμις ὁρᾷ τὴν Ἀνθίαν παρὰ τοῖς ἐμπόροις καὶ ἰδὼν ἁλίσκεται
4985402 ὠδυνατο
παρὰ τοῦ Πιτταλάκου , ἀνείληπτο δὲ ὑπὸ τοῦ Ἡγησάνδρου , ὠδυνᾶτο οἶμαι ὁ Πιττάλακος , μάτην , ὥς γ '
καὶ ἀπόσιτος : τὴν ἡμέρην ῥᾴων , ἐς νύκτα δὲ ὠδυνᾶτο . Ἐπεὶ δὲ τὸ κατὰ τὸ οὖς ἐῤῥάγη πῦον
4978648 παραθαλασσιος
ἀπὸ σταδίων ὡς χιλίων διακοσίων ἐστὶν Εὐδαίμων Ἀραβία , κώμη παραθαλάσσιος , βασιλείας τῆς αὐτῆς Χαριβαὴλ , τοὺς ὅρμους μὲν
νενευκέναι , . , . * . Ἀκτή : ὁ παραθαλάσσιος τόπος . σημαίνει δὲ δύο : καὶ ἐπὶ μὲν
4971892 διαφυσιν
, ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν ἤτοι τινὰ κατάφυσιν , ὅπερ ἐστὶ , , .
, ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν : διάφυσιν δὲ καλεῖ τὴν κατάφυσιν . , ,
4971052 ξυνηθης
τῶνδε , κἂν πάλαι παρῆ : νῦν δ ' ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾶς προταρβεῖν οὐδὲ δειμαίνειν ἄγαν
Θάρρει , μῆτερ , ἐπεὶ καὶ τοῖς λέουσιν αὐτοῖς ἤδη ξυνήθης εἰμί , καὶ πολλάκις ἐπαναβὰς ἐπὶ τὰ νῶτα καὶ
4965406 ξυσματωδη
πιμελή , ὥσπερ τῇ νήστει : ὕφαιμα δὲ μᾶλλον καὶ ξυσματώδη ἐπὶ τούτων ἐκκρίνεται : τὰ γὰρ φερόμενα ἐπιξύει ἐπιπολαίως
, συντήξεως δὲ σημεῖα ἐπιφαίνηται ἐν τοῖς ἐκκρινομένοις , οἷον ξυσματώδη , μυξώδη , ἰσχνότης τε τῆς τοῦ σώματος περιοχῆς
4963199 αἰδουμενη
νέα , ἡ δὲ πρεσβῦτις . καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν , διετέλει , εἴποτε πρὸς αὐτὴν
σὺν φθόνῳ ταῦτα περιιόντες ἐκεκράγεσαν . ἅπερ ἡ βουλὴ μάλιστα αἰδουμένη ἐς τὸν νόμον ἐνεδίδου : καὶ ὁ δῆμος αὐτὸν
4950735 παρεστωσα
ἐν τοῖς ἧττον ἐλέγχεσθαι δυναμένοις μέρεσιν ἀπέκρυψεν . ἡ δὲ παρεστῶσα πλησίον ἡμῶν ζάκορος ἀπίστου λόγου καινὴν παρέδωκεν ἱστορίαν :
ἐὰν ἐξαναστῇ . τῆς δὲ γυναικὸς [ ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα ] πυνθανομένης : „ καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις „
4944692 ἐμφραττεται
γλίσχρου φλέγματος τρεφόμενα ἑτοίμως ὑπὸ τῆς ψυχρότητος καὶ πλήττεται καὶ ἐμφράττεται . Ἡ μὲν γὰρ φλὲψ χορηγεῖ τροφὴν τῷ νεύρῳ
ἐκ τῶν παρακειμένων μορίων φέρεται φλέγμα ἐπὶ τὸν πνεύμονα καὶ ἐμφράττεται καὶ ποιεῖ φλεγμονὴν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον . Καὶ
4943190 χαμαιπετη
ἀραιότητι κοῦφα καὶ ἀνωφερῆ , τὰ δὲ πυκνότητι βαρύτερα καὶ χαμαιπετῆ ; καὶ μὴν τό γε τούτων αὐτῶν φύσει μὲν
πόδα , νῦν δ ' ὄντα δοῦλον , στιβάδα πρὸς χαμαιπετῆ πέτρινά τε κρήδεμν ' , ὡς πεσοῦς ' ἀποφθαρῶ
4941697 ἀπεστραμμενος
, καὶ μὴ ὀρθὸς ᾖ , ἀλλὰ πρὸς τὸ ἰσχίον ἀπεστραμμένος τὸ ἕτερον , ἢ ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ ἢ
εἰσελθὼν εἰς τὰ βασίλεια , συγκαλέσαντος τοῦ Πολυδέκτου τοὺς φίλους ἀπεστραμμένος τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ἔδειξε : τῶν δὲ ἰδόντων
4920621 ἐπικρατησασα
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . Πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν . Εὑροῦσα
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν , εὑροῦσα
4915917 καταγνουσα
καταναγκασθῆναι ψευδομαρτυρεῖν κατὰ Ἱππολύτου . ἢ , ὅπερ ἄμεινον , καταγνοῦσα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ταῦτα διὰ τῶν παρόντων κακῶν
κρεῖττον ἐλπίδος . Ταῦτα καὶ γύναιον ἀκόλαστον σωφρονίζει . καὶ καταγνοῦσα τοῦ βίου πολλὴν ἀτοπίαν ἁβρὰν μὲν ἐσθῆτα καὶ τὰ
4915005 σφοδρη
: πονηρὸν δὲ καὶ κοιλότης ὀμμάτων , καὶ ἔκθλιψις ἔξω σφοδρὴ , καὶ λαμπηδόνος ἔκθλιψις , ὥστε μὴ δύνασθαι τὴν
τὰ τοῦ ἱδρῶτος οἷα γέγραπται : ἀπὸ φαρμάκου κάθαρσις κάτω σφοδρὴ ἐγένετο : καὶ τὰ τοῦ πυρετοῦ οὕτως ἤπια ,
4912319 εὐνοϊκωτερον
; διαπαρθένια δῶρα παρακόμους πυξίον Εἶτ ' οὐ γυναικός ἐστιν εὐνοϊκώτερον γαμετῆς ἑταίρα ; πολύ γε καὶ μάλ ' εἰκότως
ἐγένοντο , οὐδ ' οὕτως ἐσμὲν εὐήθεις ὥστε ἡγεῖσθαι Θηβαίους εὐνοϊκώτερον ἡμῖν ἢ σφίσιν αὐτοῖς ἔχειν , οὐδέ γε οὕτως
4901760 βραδυτερος
αὐτὸς τῷ τῶν ἀκμαζόντων , πλὴν ἐπ ' ὀλίγον διαλλάττων βραδύτερος καὶ ἀραιότερος γεγονώς . τοῖς δὲ πρεσβύταις ἤδη τῷ
ἕτερόν τι προστίθησιν : εἰ γὰρ καὶ ἔλαττον ἀεὶ τῷ βραδύτερος ὑποκεῖσθαι , ἀλλ ' οὖν προστίθησί γέ τι .
4892528 σθενων
τὸν αὐχένα ταῖς συμφοραῖς πιεζόμενος , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι σθένων ἢ μὴ τολμῶν διὰ τοὺς συναντῶντας καὶ τοὺς ἐπὶ
σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα , ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων : τὰ δ ' οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι
4891983 ἀγαπωμενη
, παιδικά , στεργόμενος στεργομένη , φιλούμενος φιλουμένη , ἀγαπώμενος ἀγαπωμένη . καλὸς ὑπέρκαλος πάγκαλος , ἐπέραστος , ὡραῖος ,
τοῖς σιτίοις χρωμένους . Ἄνευ δὲ τούτων ἡ μὲν ἅπαξ ἀγαπωμένη τοῦ κάλλους αὐτῇ πρὸς τὸ παρὰ σοῦ φίλτρον ἀρκέσαι
4878875 Παχυνος
. Πάφος , πόλις Κύπρου . οἱ πολῖται Πάφιοι . Πάχυνος , ἀκρωτήριον Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν Παχύνιος . Πέδα
: εἰ δέ τι ὀξυτονηθῇ , ἐθνικὸν εὑρέθη : κίνδυνος Πάχυνος πίσυνος βόθυνος . τὸ μέντοι Βιθυνός καὶ Μαριανδυνός ἐθνικά
4878742 εἰσελευσῃ
[ ἐν ] τῷ καπνῷ φησιν : ” οὐκ ⌈ εἰσελεύσῃ [ εἰσελεύσει , ? ] μετὰ φθορᾶς “ .
, ὅτι „ ἔδειξα τοῖς ὀφθαλμοῖς σου , κἀκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ „ . μὴ μέντοι νομίσῃς ἐπὶ καθαιρέσει τοῦ πανσόφου
4877062 καταχθονιοις
φύσις ἐπ ' ὠφελείᾳ τῶν ἀνθρώπων ἐδωρήσατο πᾶσιν ἀερίοις τε καταχθονίοις καὶ ἐνύδροις ζῴοις , ἵνα μηδὲν ἀδωροδόκητον καταλείπῃ τῷ
ὁ χορός φησι πρὸς τὴν Ἄτοσσαν ὅτι σὺ θυσίαζε τοῖς καταχθονίοις θεοῖς : ἡμεῖς δὲ αἰτησόμεθα ἐν ὕμνοις τοὺς πομποὺς
4876098 τἀνδον
λεγόμενα : νῦν , φησὶν , ἔοικας ὑπὸ δειλίας [ τἄνδον ] ὑποκρίνεσθαι τοῖς λόγοις ἕτερα κατὰ ψυχὴν ἔχων καὶ
τῆς ὀσφύος σπονδύλων ἐφήδρασται : καὶ γάρ πως καὶ σιμοῦται τἄνδον ἡ ῥάχις κατὰ τοῦτο , δι ' ὃ καὶ
4873841 μελαντερα
εἰκὸς σκληρά τε εἶναι καὶ ἔντονα , καὶ ξανθότερα ἢ μελάντερα , καὶ τὰ ἤθεα καὶ τὰς ὀργὰς αὐθάδεάς τε
τόποι ἐνίοτε ἑλκοῦνται , αὐτὰ δὲ τὰ κενούμενα καταμήνια ταύταις μελάντερα ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται
4862248 ἐπιξυων
τῶν πρὸς ταῦτα τὰ ῥήγματα τῆς κενταυρίης ἐπ ' οἶνον ἐπιξύων : διδόναι δὲ καὶ τοῦ δρακοντίου ἐπ ' οἶνον
ἴδῃς ἔχειν αὖον , τούτου ἐπ ' οἶνον λευκὸν κεκρημένον ἐπιξύων , ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας διδόναι πίνειν , καὶ ὅταν
4856537 πλατυτερα
ὥσπερ ἐπὶ τοῖσιν ἄλλοισι κατήγμασιν εἴρηται . Τὰ δὲ ὀθόνια πλατύτερα χρὴ εἶναι , καὶ μακρότερα καὶ πλέω πουλὺ τὰ
ἐστὶ δενδρώδης , εὐμεγέθης , φύλλα ἔχων ἀμυγδαλῇ παραπλήσια , πλατύτερα καὶ ἐμφερῆ τοῖς τοῦ κρίνου : ἄνθη ῥοδοειδῆ ,
4855939 συνεσομενος
ἥκει τήν τε πατρίδα ὀψόμενος τὴν μικρὰν καὶ τῷ πατρὶ συνεσόμενος καὶ σοὶ φανησόμενος . δέξαι δὴ τὸν νέον εὐμενῶς
' ἡμῖν εὐπατριδῶν , καὶ ὅμως τἀκεῖ πάντα ἀφεὶς ἥκει συνεσόμενος ὑμῖν καὶ τὰ κάλλιστα ὀψόμενος τῆς Ἑλλάδος , κἀγὼ
4851595 Πολυφημε
καλὰ καλὰ πέφανται : μὴ θαύμαζε , φησίν , ὦ Πολύφημε , εἰ ἐρᾷ σου ἡ Γαλάτεια ἀμόρφου ὄντος .
. ὁ νοῦς : καὶ ἐπειδὰν αἴσθηταί σε , ὦ Πολύφημε , φιλοῦντα , φεύγει καὶ οὐ προσδέχεται , μισοῦντα
4849244 ἀκμαιος
αὗται κατὰ τὰς ἐννοίας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ λαμπρότητος . ἀκμαῖος μὲν οὖν ὁ λόγος οὐκ ἂν εἴη μόνως ,
τῶν ὅλων , ἧς τῶν μερῶν μεταβαλλόντων νεαρὸς ἀεὶ καὶ ἀκμαῖος ὁ σύμπας κόσμος διαμένει . καλὸν δὲ ἀεὶ πᾶν
4847512 βαδιζουσα
αὐτῷ σοβαρὰ τῶν ἡγεμόνων , ἡ δὲ εὐσχήμων ἰδεῖν , βαδίζουσα ἠρέμα , φθεγγομένη μουσικῶς , βλέμμα πρᾶον ἀμπεχόνη ἀνέτη
καθόλου γνῶσις μετὰ λόγου , ἢ τέχνη ἐστὶν ἕξις ὁδῷ βαδίζουσα μετὰ φαντασίας : καὶ γὰρ ἡ τέχνη ἕξις τις
4842402 Κασπιαις
συνεχὲς τῷ λεχθέντι ἰσθμῷ καὶ τὰ ἑξῆς τούτῳ καὶ ταῖς Κασπίαις πύλαις , τῶν ἐντὸς τοῦ Ταύρου καὶ τῆς Εὐρώπης
πρὸς μεσημβρίαν ἀποκλίνει , τῆς Ἀρείας ὑπὸ τὸν αὐτὸν ταῖς Κασπίαις Πύλαις κειμένης παράλληλον , ἔπειτα πρὸς ἄρκτους , τῆς
4842128 νενοηκεν
, οὐ περιπέπτωκεν , ἡδονῇ δέ , κἀκ ταύτης ἐκεῖνον νενόηκεν . ὅπερ ἦν εὔηθες . πρῶτον μὲν γάρ ἐστιν
δὲ τὸ κραυγάζειν ἀπὸ τῆς Ἴδης τὸν Δία . οὐ νενόηκεν οὖν ὅτι τὰ τοιαῦτα κατὰ τὸ σιωπώμενον ἐνεργούμενα δεῖ
4840382 παραλλαξασα
] ἀγαθά . τις δοκῶν ] ἤγουν τινὸς δοκοῦντος . παραλλάξασα ] διελθοῦσα ἡ ὄψις . διὰ χερῶν ] ἤγουν
ἐκλήθη ἀπὸ τοῦ ἐξιέναι τοῦ Ἡλίου τὴν Σελήνην , ἐπεὶ παραλλάξασα αὐτὸν μοῖραν μίαν ἄρχεται φαίνεσθαι τῷ κόσμῳ , οὐχ
4838496 Ῥοδογουνη
, οἷον τῆς Ἰωνίας Καλλιρόη , τοιοῦτο τῆς Ἀσίας ἡ Ῥοδογούνη . λαβοῦσαι δὲ αὐτὴν αἱ γυναῖκες ἐκόσμουν , ἑκάστη
“ ταῦτα λέγουσα ἔτι ἀπῄει . † ἐπιστᾶσα † δὲ Ῥοδογούνη , Ζωπύρου μὲν θυγάτηρ , γυνὴ δὲ Μεγαβύζου ,
4836439 ὀθνεια
: λέγε οὖν χρήσιμον ἐν τῷ βίῳ . Βουνός : ὀθνεία ἡ φωνὴ τῆς Ἀττικῆς : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ
: λέγε οὖν χρήσιμον ἐν τῷ βίῳ . Βουνός : ὀθνεία ἡ φωνὴ τῆς Ἀττικῆς : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ
4836039 βασταζουσα
ὕψους γὰρ παραφαίνεται ἡ Μήδεια , ὀχουμένη δρακοντίνοις ἅρμασι καὶ βαστάζουσα τοὺς παῖδας : ἀντὶ τοῦ Ἐρινύν : ἐπήγαγον :
. . κλέψασα . . διφροφόρος : Ἡ τὸ σελλίον βαστάζουσα . ἡ χύτρα δεῦρ ' ἔξιθι : Ὡς ἐν
4831522 κηπευτη
: ἡ μὲν γάρ τίς ἐστιν ὀρεινή , ἡ δὲ κηπευτή : ἀρίστη δ ' ἡ ἐν Κιλικίᾳ γεννωμένη .
πάχος . Μικρὰ μήκων ἡ μέν τίς ἐστιν ἥμερος καὶ κηπευτή , ἧς τὸ σπέρμα ἀρτοποιεῖται πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ
4831135 γληνεα
Αἰγοκερῆϊ μεσσόθεν ἠερόεις : τὰ δέ οἱ περὶ τέσσαρα κεῖται γλήνεα , παρβολάδην δύο πὰρ δύο πεπτηῶτα . Καὶ τὰ
δ ' ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα κέδρινον ὑψόροφον , ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει : ἐς δ ' ἄλοχον Ἑκάβην ἐκαλέσσατο
4830919 τυφλοτητα
, ἀλλὰ καταφατικῶς κατηγορεῖται τοῦ πράγματος , λεγόντων ἡμῶν τόνδε τυφλότητα ἔχειν καὶ καθ ' ἕξιν ἔχειν τόδε τὸ πάθος
στέρησιν οἶδε καὶ τὴν ἕξιν . οἷον ὁ εἰδὼς τὴν τυφλότητα οἶδε καὶ τὴν ὄψιν : ἡ γὰρ τυφλότης πρὸς
4829428 φονᾳ
ὑπὸ μὲν τῆς ὀξυφλεγμασίης μαίνεται , ὑπὸ δὲ τῆς σηπεδόνος φονᾷ , ὑπὸ δὲ τοῦ ζοφεροῦ φοβέεται καὶ δέδοικεν ,
; Κρᾶτ ' ἀπὸ πάντα καὶ ἄρθρα τέμω χερί : φονᾷ , φονᾷ νόος ἤδη . Τί ποτε ; Πατέρα
4826744 Μεγαβυζος
, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπέδωκε . Ζωπύρου δὲ τούτου γίνεται Μεγάβυζος , ὃς ἐν Αἰγύπτῳ ἀντία Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων
αὐτῶν . ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος . οὐ Μεγάβυζος ἦν , ὅστις γένοιτο ζάκορος . περιττὸν ἄχθος ὄντα
4825239 βλαστημασιν
καρπογονίαν ἐπέδωκε , καὶ εἰσέτι σταχυοφορεῖ καὶ τοῖς ἑαυτοῦ βρίθει βλαστήμασιν , Ἡρακλέος αὐτὴν οὕτω φιλεργήσαντος . Ἐκεῖ καὶ Μέμνονος
ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν . ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : „ μένει
4822253 ὑπερηφανοις
] τοῖς ὑπερβαίνουσι τὴν τῶν ἀνδρῶν ἡλικίαν . ἢ τοῖς ὑπερηφάνοις . ἢ τοῖς τούτων ἰσχυροτέροις καὶ μᾶλλον ἀκμάζουσιν .
ἅπαντα φέροιτο . καὶ γάρ , εἴ τι τῶν δημοσίων ὑπερηφάνοις ᾠκοδομεῖτο δαπάναις , ἐκάλει δὲ τοὺς οἰκήτορας ὁ κῆρυξ
4822242 ἐβιασθη
τράπεζαν παρέθηκεν ἡμῖν καὶ ξενίοις ὑπεδέξατο : καὶ τάχα μὲν ἐβιάσθη , τάχα δὲ ἐξηπατήθη ἢ ἐψυχαγωγήθη . οὐ σοὶ
πορθμῷ διεζεύχθη , παρ ' ὃν ἤπειρος οὖσα Σικελία νῆσος ἐβιάσθη γενέσθαι . πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας λόγος τῆς θαλάττης
4821088 Ψυξις
χυμοὺς καθάπερ καὶ θερμότης ἄμετρος , μαθεῖν ἐστιν ὧδε . Ψῦξις μὲν γὰρ τῷ συνάγειν τε καὶ πυκνοῦν , καθάπερ
χυμοὺς καθάπερ καὶ θερμότης ἄμετρος , μαθεῖν ἐστιν ὧδε . Ψῦξις μὲν γὰρ τῷ συνάγειν τε καὶ πυκνοῦν , καθάπερ
4819776 κατασβεσει
. πορφύρας ] πέπλα πορφυρᾶ . νιν ] αὐτήν . κατασβέσει ] παύσει τοῦ τρέφειν . σημείωσαι . πορφύρας ]
οὕτως : τὴν τῆς μητρὸς πηγὴν ἤτοι τὰ δάκρυα τίς κατασβέσει τιμωρία καὶ ἐκδικήσει ; μητρός ] τῶν Θηβαίων .
4816283 Κασσιεπειαν
. . Ἔγγιον οὖν ἦν εἰπεῖν τὸν Περσέα καὶ τὴν Κασσιέπειαν κεῖσθαι κατὰ ἄκραν τὴν οὐρὰν τῆς Μικρᾶς Ἄρκτου :
τῆς πρώτης σπείρας . ὁ δὲ Εὔδοξός φησι καὶ τὴν Κασσιέπειαν ἀνατέλλειν καὶ τὸν Δελφῖνα . Ἃ μὲν οὖν κοινῇ
4815478 φαυλοτεροις
ἡ Τύχη τοῖς μὲν ἀμείνοσιν ἐλάττω διδοῦσα , τοῖς δὲ φαυλοτέροις μείζω καὶ διατελεῖ δὴ τοῦτο ποι - οῦσα καθάπερ
δὲ Τιτιανὸν ἀεὶ μὲν ἰδεῖν ἐπόθουν , εἶναι δὲ ἐν φαυλοτέροις ὄντα παρὰ τῷ πατρὶ καὶ τοῖς ἐκείνου λόγοις οὐδεπώποτε
4813856 προσγειοτατη
ᾗ τάξει διωρίσαμεν , δῆλον ὡς ἡ μὲν σελήνη , προσγειοτάτη οὖσα , πᾶσι τοῖς ὑπὲρ αὐτὴν ἐπιπροσθήσει , καὶ
ἄλλων ἐνιαυσιαίας ἐλάττονα τὴν περίοδον ἔχοντος . Καὶ ὅτι μὲν προσγειοτάτη πάντων ἐστὶ τῶν ἄστρων , γνώριμον ἀπὸ τούτων .
4811767 συρουσι
τῆς μιμήσεως πραγματῶδες καὶ δύσκολον , ἀλλὰ ἐξήρκει φαιὰ ἱμάτια σύρουσι καὶ χιτώνια πονηροῖς τε εἶναι καὶ πιστεύεσθαι . καὶ
ἣν ἵνα μὴ κάμνῃ χειμῶνος ἐπιόντος οἱ ναῦται σὺν πολλῷ σύρουσι μόχθῳ : οὕτω γὰρ καὶ τὸ μέγιστον ἐπὶ τὴν
4811608 προσεοικοτα
ὠνομάζετο δέ τινα καὶ πηνία , ἃ τοῖς πλακοῦσιν ἐνετίθετο προσεοικότα πηνίοις : λευκὰ δ ' ἦν τὴν χρόαν .
ἄρρενα ὁμιλίαν : ἀφίησι γὰρ τὸν θορὸν θερμότατόν τε καὶ προσεοικότα πυρί , καὶ κάει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον .
4809638 ἡφαιστοτευκτα
περιστέψει χρυσῷ καὶ πᾶν τὸ σῶμα οὐδὲ τὰ ὅπλα τὰ ἡφαιστότευκτα καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ τὰ χρυσοΰφαντα περιβαλλόμενος θρηνήσει .
. μάχεται δὲ σαφῶς τοῖς γνησίοις : ἄτρωτα γὰρ τὰ ἡφαιστότευκτα συνίσταται . ἵνα δὲ μὴ δοκῇ λύσεως ἠπορηκέναι καὶ
4809184 λαλῃ
' ἡ φύσις . χαλεπὸν ὅταν τις ὧν πίῃ πλέον λαλῇ , μηδὲν κατειδώς , ἀλλὰ προσποιούμενος . ὀργῇ πάρα
φάρμακον . † } Ἐὰν γυνὴ γυναικὶ κατ ' ἰδίαν λαλῇ , μεγάλων κακῶν θησαυρὸς ἐξορύσσεται . } Καλὴν γυναῖκ
4807494 Γερων
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει :
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς
4807074 Γορτυναν
δὲ τρισυλλάβως „ Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν „ . οἱ δὲ Γόρτυναν ὡς ἄμυναν . Γότθοι , ἔθνος πάλαι οἰκῆσαν ἐντὸς
, Βρενθεάτης δὲ ἐκ τῆς Μεγαλοπολιτῶν γῆς , παρὰ δὲ Γόρτυναν ἔνθα ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ , παρὰ δὴ ταῦτα Γορτύνιος ῥέων
4806650 ἐπιπιπτει
δίψα ἴσχει , καὶ ἐπὴν φάγῃ , τὸ πνεῦμα πυκνὸν ἐπιπίπτει : οὗτος τῆς αὐτῆς ἡμέρης τοτὲ μὲν ῥᾴων γίνεται
' ἄλλο διὰ τῶν Ἀμφιλοχικῶν ὀρῶν . καὶ ἅμα ὄρθρῳ ἐπιπίπτει τοῖς Ἀμπρα - κιώταις ἔτι ἐν ταῖς εὐναῖς καὶ
4803468 βακχη
τὴν πρέπουσαν παρθένοις αἰδῶ ἀναλαβοῦσα , ἐξορμῶ καὶ ἐκβακχεύω καθάπερ βάκχη τις ἐπὶ τοὺς νεκροὺς ἀπορρίψασα τό τε κρήδεμνον καὶ
ἀπ ' ἐκείνου . κασσωρεύουσα πορνεύουσα . βασσάρα δὲ ἡ βάκχη , ἡ πόρνη τὸ δὲ κοιλανεῖ κενώσει , δαπανήσει
4803021 κεχαλασμενους
: ἀμφότερα δὲ τὸν χωλὸν σημαίνει . χαλαίποδος διὰ τὸ κεχαλασμένους τοὺς πόδας ταῖς ἁρμονίαις ἔχειν . Ἡφαίστου νῆσον τὴν
. αἱ δὲ ἔριθοι δι ' αὐτῶν βαδίζουσι τείνουσαι τοὺς κεχαλασμένους τῶν μίτων . ἀλλὰ καὶ μισθὸν ἄρνυνται τοῦ ὑφαίνειν
4797559 ἀκμαζουσα
καὶ μάλιστα εἴπερ καὶ ἡ κρᾶσις τοῦ πάσχοντος θερμοτέρα καὶ ἀκμάζουσα ἡ ἡλικία καὶ ὥρα θερινὴ καὶ ἡ προηγησαμένη δίαιτα
ὑπὸ τραυμάτων , ὁ δὲ ὑπὸ δίψης , καὶ γὰρ ἀκμάζουσα μεσημβρία περὶ τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ
4794542 Γαυγαμηλα
λέγει Πτολεμαῖος καὶ Ἀριστόβουλος . πόλις δὲ οὐκ ἦν τὰ Γαυγάμηλα , ἀλλὰ κώμη μεγάλη , οὐδὲ ὀνομαστὸς ὁ χῶρος
πεδία τῇ Νίνῳ περίκειται . ἐν δὲ τῇ Ἀτουρίᾳ ἐστὶ Γαυγάμηλα κώμη , ἐν ᾗ συνέβη νικηθῆναι καὶ ἀποβαλεῖν τὴν
4793982 Μουνιτος
Αἴθρα τῷ πατρὶ Ἀκάμαντι τὸν Μούνιτον δώσει , καὶ ὁ Μούνιτος ἀποθανεῖται ἐν Θρᾴκῃ . Ἀκταίων λύκοι : * οἱ
, οἷον σῖτος , ἐπαφρόδιτος , λήϊτος , Θεοδώριτος , Μούνιτος . οὕτως οὖν καὶ τὸ λιτὸς διὰ τοῦ ι
4789502 Προκυνος
τὸν ἰσημερινὸν οἰκοῦσιν , ὁ δὲ Κύων προανατέλλειν ἄρχεται τοῦ Πρόκυνος παρὰ τοῖς ὑπὸ τὸν ἰσημερινὸν οἰκοῦσιν , καὶ ἀπ
' ἡμῖν οὐδ ' ὀνομάζεται , καὶ ὁ Κύων τοῦ Πρόκυνος πρότερος ἐπιτέλλων καὶ ὁ Ὠρίων πρὸ τῶν θερινῶν τροπῶν
4784097 Θεσσαλονικῃ
τὰ αὐτὰ τῶν ὀργάνων . ἔστι δὲ τοῦτο κατεσκευασμένον ἐν Θεσσαλονίκῃ ὑπὸ Ἰσιδώρου τοῦ Ἀβυδηνοῦ . εἶχε δὲ καταβολὴν τῆς
ἀργυρίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα , τὸν δὲ ἕτερον ἐν Θεσσαλονίκῃ , ταλάντων ἑβδομήκοντα , κατὰ μέσην τὴν ἐξέδραν τὴν
4782475 κινητην
δὲ ὁ Πυθαγόρειος κύκλῳ περιφέρεσθαι . Ἡρακλείδης δὲ ὁ Ποντικὸς κινητὴν τὴν γῆν , ὡρισμένην ἀπὸ δυσμῶν ἐπ ' ἀνατολὰς
. . . . Πλάτων δὲ οὐσίαν νοητὴν ἐξ ἑαυτῆς κινητὴν κατὰ ἀριθμὸν ἐναρμόνιον . . ὁ δὲ Σταγειρίτης ἐντελέχειαν
4781506 σειουσα
ἀλλ ' ἐπιλαθομένη τῆς ὕβρεως , ἐπιστρέψασα , τὴν κέρκον σείουσα ζητεῖ πάλιν τὸν δεσπότην . ἔδει οὖν σε εἰπεῖν
ἡ κίνησις ἡ περὶ τὰ αἰσθητὰ παρ ' ἄλλου ἐνιεμένη σείουσα καὶ ἐλαύνουσα καὶ ἐγείρουσα καὶ ὠθοῦσα τὰ μεταλαβόντα αὐτῆς
4778320 καταπληκτικην
δὲ Ἀλέξανδρος πλησίον τῆς πόλεως στρατοπεδεύσας συνεστήσατο πολιορκίαν ἐνεργὸν καὶ καταπληκτικήν . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τοῖς τείχεσι προσβολὰς συνεχεῖς
τινι μετεώρωι πεδίωι πέτραν τῶι τε ὕψει καὶ τῶι μεγέθει καταπληκτικήν : ἐνταῦθ ' οὖν ἕτερον παράδεισον ὑπερμεγέθη κατεσκεύασεν ,
4773650 ἀφωτιστος
, κἂν ἐκεῖνος πόρρωθεν ᾖ . Πρὸς δὲ τὸν πυρώδη ἀφώτιστος οὖσα πρὸς ἡμᾶς ἔδοξεν εἶναι ἀγαθή : ἀνταρκεῖ γὰρ
μηνύει . Σελήνη ὑπὸ τὰς τοῦ Ἡλίου αὐγὰς οὖσα καὶ ἀφώτιστος παντελῶς ἀφανίζει τὸ κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα
4772036 ἐφορμησασα
στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα
] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ
4771818 διαμαϲαϲθαι
τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα γενόμενα παρεμποδὼν γένηται
λιπαρῶν ἐκγιγαρτιϲμένων ὅϲον ἐξαρκεῖ εἰϲ ἀνάληψιν . ἐκ τούτου δίδου διαμαϲᾶϲθαι κατὰ μέροϲ ὅϲον # γ καὶ ἀποπτύειν . Ἄλλο
4771278 Θερσανδρον
χρόνος ἐγένετο τῇ τῆς χειρὸς πάλῃ , φιλονεικία λαμβάνει τὸν Θέρσανδρον ἐρωτική , καὶ τὴν μὲν λαιὰν ὑποβάλλει τῷ προσώπῳ
τῶν ἀπ ' Ἰωνίας τοὺς ἀρίστους ἀγωνιστὰς , αὐλητὰς μὲν Θέρσανδρον καὶ Φιλόξενον , ὑποκριτὰς δὲ Καλλιππίδην καὶ Νικόστρατον ,
4768681 ἐκκειμενη
ἢ διπλασίαν ἢ ἡμίσειαν λάβωμεν , οἷον εἴ ἐστιν ἡ ἐκκειμένη ῥητὴ ἑξάπους , καὶ ληψόμεθα τὴν δωδεκάποδα , σύμμετρος
δὲ τῷ κόλπῳ τῆς παραλίας τὸ μὲν Ταίναρον ἀκτή ἐστιν ἐκκειμένη τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ποσειδῶνος ἐν ἄλσει ἱδρυμένον :
4765233 καταντης
νοεῖται , ἀνάντης μὲν τοῖς ἀνιοῦσι δι ' αὐτῆς , κατάντης δὲ τοῖς κατιοῦσιν , οὕτως ἡ αὐτὴ δύναμις κατ
ἀλλήλοις ἀφίκωνται , δέχεταί τις ἀμφοτέρους χώρα κοινὴ κοίλη καὶ κατάντης . καὶ κύκλος μὲν ἀκριβής ἐστιν αὐτῆς τὸ ἄνω
4760747 ταυρωι
κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς
τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε
4759000 κινητος
γινόμενος ἀεί , γένεσις τῶν ποιῶν καὶ τῶν ποσῶν : κινητὸς γάρ : πᾶσα γὰρ ὑλικὴ κίνησις γένεσίς ἐστιν .
δὲ ὡς ἀθάνατος : ὁ δὲ ἄνθρωπος , καὶ ὡς κινητὸς , καὶ ὡς θνητός , κακός . ψυχὴ δὲ
4758119 παλαμναιον
ἁγνιζομένου τῷ αἵματι αὐτοῦ βρέχουσιν . ἀγκαλέουσα : ἐπικαλουμένη . παλαμναῖον λέγει τὸν φόνον εἰργασμένον . ἐνταῦθα δὲ παλαμναίας ἱκεσίας
χρή με δρᾶν ; πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι . μὴ † παλαμναῖον λάβω † . ἢν δ ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν
4757538 ἐσχαραις
; βάκηλος εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ
Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . Κῆρυξ Θαλάσσης
4748918 μονιμα
πόλις συνδεῖται , ἄνευ δὲ ἀλλήλων ἑκάτερα τούτων οὐκ ἔστιν μόνιμα , ὥστε οὐ χρὴ θαυμάζειν ἐὰν ἡμῖν πολλὰ ἅμα
γὰρ ἀλλήλους ἔστεργον ἀλλὰ τὰ ἀλλήλων , ἃ μὴ ὄντα μόνιμα καὶ τὴν φιλίαν συναπόλλυσιν : οἱ δὲ ἀλλήλους στέργοντες
4744530 ἀμαυρουμενον
δοκεῖ τοῖς πολλοῖς τοιοῦτον ἡ φιλία εἶναι , εὐδιάλυτον καὶ ἀμαυρούμενον ὑπὸ τῆς ἀπουσίας , ὅταν χρόνιος ᾖ . οὐ
μᾶλλον φωτίζοντος καταλάμπηται καὶ ἀφανὲς τὸ παρὰ τούτων γίνηται φῶς ἀμαυρούμενον τῷ λαμπροτέρῳ . ἐν μέντοι τῇ νυκτὶ μέχρι τινὸς
4740597 στυππειοπωλης
φοβουμένων ἰδίειν . ἄντικρυς ] φανερῶς , διαρρήδην . Γ στυππειοπώλης : ὁ τὰ στυππεῖα πωλῶν , τουτέστι καννάβινα ,
; Ὅπως ; ὁ χρησμὸς ἄντικρυς λέγει ὡς πρῶτα μὲν στυππειοπώλης γίγνεται , ὃς πρῶτος ἕξει τῆς πόλεως τὰ πράγματα
4740448 πορεια
αὐτοῦ . πολλὴν γάρ φαμεν τὴν ὁδόν , ἐὰν ἡ πορεία πολλή , καὶ πολλὴν τὴν πορείαν , ἐὰν ἡ
κατηγορούμενον ὁμώνυμον , ὡς τὸ κύων πορεύεται : ἡ γὰρ πορεία καὶ ἐπὶ ἕρψεως καὶ βαδίσεως καὶ νεύσεως λέγεται .
4740351 Μετωπη
τοῦ τῆς ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς
ἀφ ' ἧς ἡ Πινδάρου πατρίς . προσέλκεταί με ἡ Μετώπη ὑμνεῖν σε διὰ τὴν οἰκειότητα : Ἀρκὰς γὰρ ,
4734896 ἐνεδυ
οὗτοι εἶεν οἵους δέοι , πάντα ἐνόμιζε καλῶς ἔσεσθαι . ἐνέδυ μὲν οὖν οὕτω γνοὺς εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν :
τοῦτο δὴ ἦν ὁ λεγόμενος τῆς Δηιανείρας χιτών , ὃν ἐνέδυ ὁ Ἡρακλῆς . ἅμα δὲ τῇ στολῇ καὶ τὴν
4732900 σταδαιος
' ἔχει , Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται , διὰ χερὸς βέλος φλέγων : κοὔπω τις
γὰρ Ἱππομέδων ἔχει τὸν Τυφῶνα , τῷ Ὑπερβίῳ δὲ ἐγκεκόλαπται σταδαῖος καὶ στάσιμος , ὡς κατὰ σύστασιν μαχόμενος , ὁ

Back