: ἡ μὲν γάρ τίς ἐστιν ὀρεινή , ἡ δὲ κηπευτή : ἀρίστη δ ' ἡ ἐν Κιλικίᾳ γεννωμένη . | ||
πάχος . Μικρὰ μήκων ἡ μέν τίς ἐστιν ἥμερος καὶ κηπευτή , ἧς τὸ σπέρμα ἀρτοποιεῖται πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ |
ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες | ||
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ |
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων | ||
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ , |
ἅμα καὶ λιπαρίας ἔχουσα , πρὸς δὲ τούτοις ἄλιθος καὶ εὐθρυβὴς καὶ γένει Μηλία ἢ Αἰγυπτία . τῆς δ ' | ||
μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους . Λίθος αἱματίτης ἄριστός ἐστιν ὁ εὐθρυβὴς μὲν ὡς ἐν αὐτῷ , σκληρὸς δὲ καὶ κατακορής |
φυτῷ λεγομένη . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ Θρυόεις καὶ Θρυόεσσα . κεῖται δ ' ἡ πόλις περὶ τὸν Ἀλφειόν | ||
ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας |
κτημάτων πολυτελῶν καὶ βίου τραγῳδουμένου , καὶ . . . εὐτελὴς εἶναι τὴν ψυχὴν ὑπολαμβανέσθω . ὁ γὰρ μεγαλόψυχος προδιανοεῖται | ||
οὐκ ἄλλως ἐρῶ . ὁ σηματουργὸς δ ' οὔ τις εὐτελὴς ἄρ ' ἦν ὅστις τόδ ' ἔργον ὤπασεν πρὸς |
, μία τῶν Ἀμαζόνων , ἧς οἱ οἰκήτορες Χαλίσιοι . Χάλκεια , πόλις Λιβύης . ὁ πολυίστωρ ἐν Λιβυκῶν τρίτῳ | ||
πόλις ἐστίν , ἀλλὰ χαλκουργεῖα ” . ἔστι καὶ Καρίας Χάλκεια , ἧς τὸ ἐθνικὸν Χαλκεάτης , ὡς Κρατερῷ δοκεῖ |
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων | ||
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν , |
: τὰ μὲν γὰρ μελαγχολικώτερα φύσει , τὰ δ ' ὑδατωδέστερα , τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις ἐστίν . καὶ | ||
καὶ ὄγκος ἐν γαστρὶ ἔνεστι καὶ φῦσα , καὶ οὐρεῖ ὑδατωδέστερα , οἷς χρὴ τεκμαιρομένην μηδὲν διδόναι , ἔστ ' |
κατὰ τὸ ἁρμόζον ἀνθρωπίνῃ φύσει , οἷς ἡ ἐν βίῳ διαγωγὴ ἐν διηνεκεῖ ῥύσει καὶ μεταβολῇ παντοίᾳ ὑπάρχει , ἐπεὶ | ||
τις τῷ βίῳ : Ἐπιτήδευμα , ἀσχόλημα , δίαιτα , διαγωγὴ , πρόφασις , ἀφ ' ἧς μέλλομεν περὶ τὰ |
καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ | ||
: τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας |
φάρμακον . εἰς τὴν ἐμήν νυν ἔγχεον τὴν μείζονα . ἄποτος , ὦ Γλύκη . ὑδαρῆ ' νέχεέν σοι ; | ||
. Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν μόνος οὗτος ἐξ ἁπάντων ἄποτος ἔστω . Διὰ τί δή ; Χαλεπὴν οὕτως ὑφέξει |
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ | ||
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν |
φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων : * | ||
] τοῦ ἀπογόνου Κύφου . οὕτως φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν |
καὶ ἀλύπως τοῖς συγγινομένοις . καλεῖται δὲ ἡ τοιαύτη ἀρετὴ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , ἡ δ ' | ||
τῆς λέξεως σχήματι , εὐαρμοστία , εὐρυθμία , εὐήθεια , εὐτραπελία , εὐπραγία , εὐπρέπεια , εὐταξία , εὐτυχία , |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
φύλλα ἔχει παραπλήσια τῷ τῆς ἐρείκης , μικρότερα δὲ καὶ λιπαρώτερα καὶ ἐρυθρά : θάμνος δὲ σπιθαμιαῖος , εὔστομος , | ||
περὶ τὰς πόλεις . Θαλίητρον φύλλα παραπλήσια κορίῳ ἔχει , λιπαρώτερα δέ , καυλίον πηγανίου πάχος , ἐφ ' οὗ |
αἷμα χαλεπὰ ποιεῖ , διότι ἡπατῖτίς ἐστι τουτέστιν ἐξ ἥπατος φυομένη . εἰσὶ δὲ καὶ δύο ἐξηγήσεις . πολλάκις γὰρ | ||
τοῦτο ἔνθεόν ἐστιν . Ἠρύγγιος βοτάνη ἐστίν , ὡς κάλαμος φυομένη , ἀκανθώδης , ἣ καὶ γοργόνιος λέγεται : δυνάμεως |
. κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . . | ||
καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ |
ἡ φίλησις ἢ ἡ συνομιλία καὶ ἡ συνδιαγωγὴ καὶ ἡ συναυλία , γίνεται δὲ ἡ εὔνοια χρονιζομένη φιλία , τουτέστι | ||
γέροντας . ἐπὶ δὲ χοροῦ καὶ συμφωνία καὶ συνῳδία καὶ συναυλία . καὶ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ χοροῦ πάροδος καλεῖται |
αὐχμοὶ τῶν ἐπομβριῶν εἰσιν ὑγιεινότεροι , καὶ ἧσσον θανατώδεες . Νοσήματα δὲ ἐν μὲν τῇσιν ἐπομβρίῃσιν ὡς τὰ πολλὰ γίνεται | ||
τὰ δὲ μακρόβια καὶ βραχύβια διὰ τῶν εἰρημένων θεωρητέον . Νοσήματα δὲ τοῖς μὲν ἀγρίοις οὔ φασι ξυμβαίνειν ὑφ ' |
καὶ Ἀπολλώνιος δέ φησιν ὁ Τύριος ὅτι ἰσχνὸς ἦν , ὑπομήκης , μελάγχρωςὅθεν τις αὐτὸν εἶπεν Αἰγυπτίαν κληματίδα , καθά | ||
παλαιστιαίων δὲ τῶν διαπηγμάτων , ἐγένετο συμπηγία τοῦ τονίου τετράγωνος ὑπομήκης . ἐξέσται δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τὰ πλευρὰ κολοβώτερα |
. κτήματα μὲν γάρ ἐστι τὰ ἐν τῇ οἰκείᾳ , ἐπικτήματα † † δὲ τὰ ἐν ἀλλοτρίᾳ . κτῆσις μέν | ||
ἐπικτημάτων διαφέρει . κτήματα μὲν τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ , ἐπικτήματα δὲ τὰ ἐν ἀλλοτρίᾳ . δηλοῖ δὲ καὶ † |
δισώμῳ δὲ ἢ πολυμόρφῳ πάλιν ἢ καὶ πλείοσιν ἑῴοις συσχηματισθεὶς πολυγάμους . Κρόνου μὲν οὖν ὡσαύτως τῷ μὲν ἡλίῳ συσχηματισθέντος | ||
ἢ καὶ πλείοσιν ἐν τῷ αὐτῷ ζῳδίῳ τὴν συναφὴν ἐπέχουσα πολυγάμους . κἂν μὲν οἱ τὰς συναφὰς ἐπέχοντες τῶν ἀστέρων |
τοῦτο καὶ Θεόπομπος ἐν νʹ δευτέρῳ . χαλιμάς : ἡ πόρνη . ἀπὸ τοῦ χαλᾶσθαι τὸ σῶμα ὑπὸ μέθης ἢ | ||
συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν . Γ διὰ χρόνου : |
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ | ||
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ |
Ἰβηρικοί . πηλαμὺς μικρὰ γίνεται ἐν Μαιώταις , εὔστομος , εὔφθαρτος , εὐέκκριτος . κυβινοπηλαμὺς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας , ἀπὸ | ||
ἄγαν τρόφιμος , εὐέκκριτος . σκάρος εὔστομος , δυσδιαφόρητος , εὔφθαρτος , διαχωρητικός : ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ |
μὴ διαλύεσθαι καὶ γενέσθαι καὶ τοῦ θανάτου κρείττους γίνεσθαι . Τοιαύτη προῆλθεν ἡ ἀνθρώπου ψυχή , οὐσία λογική , ἀεικίνητος | ||
τῆς Λιβύης τὸν πλατὺν αὐτῆς κόλπον ἀμφέλκεται ἢ περισύρεται . Τοιαύτη μὲν τῆς Λιβύης ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμά ἐστιν |
ἐν Ἐπιτρέπουσι καὶ Φιλήμων ἐν Μυρμιδόσι . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . ἡμιεκτέον : τὸ ἥμισυ τοῦ ἑκτέως | ||
σκορόδου φύσιγγα : τὸ ἔξωθεν λέμμα . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . συνέβησε : συνεβίβασεν . τολμᾶν : |
πρὸ αὐτῆς . Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ | ||
τοῖς προσθέτοις ἐστὶ πήγανον λεῖον μετὰ μέλιτος ἢ κόνυζα ἡ λεπτόφυλλος καλουμένη ἢ σταφὶς χωρὶς τῶν γιγάρτων λεία μετὰ νίτρου |
καλὴ ψυχὴ ἐν καλῷ σώματι , νέα ἐν νέῳ , ἀνθοῦσα ἐν ἀνθοῦντι , τὴν μὲν ἔχουσα ἀγλαΐαν ἤδη , | ||
ἐπ . . . περιβρίθουσά τε μήκων : ἤτοι περισσῶς ἀνθοῦσα . δύο δὲ γένη εἰσὶ μηκώνων , ὧν ἡ |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις | ||
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα |
καλὰ τάμοιο βουσί τε καὶ σμινύῃσιν , ἔοι δέ κε κάρπιμος ὦκα . ὣς δ ' αὕτως Ταύρῳ κεραῷ πονέεσθαι | ||
Καὶ τῆς ὀριγάνου δὲ ἡ μέλαινα ἄκαρπος ἡ δὲ λευκὴ κάρπιμος . καὶ θύμον τὸ μὲν λευκὸν τὸ δὲ μέλαν |
τὰ ἄδικα αὐχῶν περικρύπτειν , πανουργεῖν τολμᾷ : αὐχῶν : κομπάζων θαρρῶν σεμνυνόμενος τὰ ἄδικα καλῶς περικαλύψειν : μή νυν | ||
Ἀθηναίοις : καὶ ἀπὸ τοῦδε αὐτούς , καὶ τὰ ἄλλα κομπάζων περὶ τοῦ Μιθριδάτου καὶ ἐς μέγα ἐπαίρων , ἐς |
καὶ βόες καὶ κτήνη πολλὰ σφόδρα „ , ὁ δὲ ἐπίμικτος οὗτος ἦν τὰ κτηνώδη καὶ ἄλογα τῆς ψυχῆς , | ||
ὑπὸ φθόνου βραδυτῆτας ἐμποιοῦν : λέγεται γὰρ ὅτι „ καὶ ἐπίμικτος πολὺς συνανέβη αὐτοῖς , καὶ πρόβατα καὶ βόες καὶ |
ἀνώνυμόϲ ἐϲτι , πικροτέρα δὲ τῆϲ Ἀλκιβιαδείου τυγχάνουϲα πρὸϲ τὰϲ πλατείαϲ ἕλμινθαϲ ἁρμόζει πλῆθοϲ ὀξυβάφου πινομένη . Ἀδάρκη οἷον ἀφρόϲ | ||
πικροτέρα καὶ πλέον ἔτι φαρμακωδεϲτέρα καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ τὰϲ πλατείαϲ ἕλμινθαϲ ἐπιτηδεία , πλῆθοϲ ὀξυβάφου ϲὺν ὑϲϲώπῳ καὶ καρδάμῳ |
τῷ προσιόντι καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ | ||
τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα , ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ ' οὐκ ἰαστί , οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ |
καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ παντάπασιν ἰσχνὴ καὶ πομφολυγώδης ἐστὶν καὶ τὸ ἔγχυμα ἀμαυρὸν καὶ ἐξίτηλον | ||
' ἐξ ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα |
καὶ ιγʹ μετὰ καὶ τοῦ αἰσίως , ἡ δὲ ιδʹ ἱλαρὰ σημαίνει , ἡ ιεʹ ἔμπρακτος μέν , ἐπιβλαβὴς δέ | ||
τὰ πρόβατα ταῦτα ὡσεὶ τρυφῶντα ἦν καὶ λίαν σπαταλῶντα καὶ ἱλαρὰ ἦν σκιρτῶντα ὧδε καὶ ἐκεῖ , καὶ αὐτὸς ὁ |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
ἔστω δὲ τὰ λόγῳ τροφῆς διδόμενα σιτία φύσει ξηρὰ καὶ ἀτροφώτερα , οἷά ἐστιν ὁ τῆς ὀρύζης χυλὸς καὶ ὁ | ||
Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων καὶ πλήσμια , εὐεκκριτώτερα τε τούτων . |
μὴ ἔχων , ὅτι τόδε κακόν ἐστι , παρασφάλλει καὶ πταίει ὁ ἀκρατής . ἐπεὶ γὰρ ἡ ἐπιστήμη τῶν καθόλου | ||
καὶ τοσοῦτον ἑκάστη , ὅσον ἡ κατ ' αὐτὴν ὕλη πταίει καὶ ἀστατεῖ : πλὴν αἱ στοχαστικαὶ μάλιστα διὰ τὸ |
φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί . πόνοι σιτίων | ||
τροφὴν ἡ δὲ πρὸς δύναμιν τοῦ γεννᾷν : ἔνια δὲ ἄτροφα γεννητικὰ δὲ , τὰ δ ' ἴσως ἀνάπαλιν . |
πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος στύφουσά τε εὐτόνως καὶ ἄλιθος , ἔτι δ ' οὐ πεπιεσμένη βωληδὸν ἢ σχιδακηδόν | ||
Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται |
διὰ τοῦτο καὶ συμφέροντα : τοὐναντίον γὰρ πολλὰ τῶν ἡδέων ἀξύμφορα ἐξελέγχεται . αὐτίκα τείχη μὲν καὶ ὅπλα καὶ μηχανήματα | ||
ἐστι , καυσώδεα δὲ διότι λιπαρὰ ἐόντα καὶ γλυκέα καὶ ἀξύμφορα ἀλλήλοισιν , οὐ τῆς αὐτῆς καθεψήσιος δεόμενα , ἐν |
μὴ ἡμῖν προσέχειν , ὦ μῶρε . γυνὴ τὴν ὥραν διαπρεπής , σώφρων τὸν τρόπον . ὃ δὲ ὁρᾷ τὴν | ||
ἥρωας . Οὐ μόνον δὲ τοιούτους ἥρωας ἔθρεψεν , ἀλλὰ διαπρεπής ἐστι καὶ τὰ ἐν ἀνδράσι , τουτέστι καὶ ἄνδρας |
, εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται : | ||
ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ , |
τοῦ Ῥωμαίου πολιορκίᾳ παρέστησαν . χρόνῳ δὲ οἱ Ἐλατεῖς ὕστερον Ταξίλου τε Μιθριδάτῃ στρατηγοῦντος καὶ τῶν ἐκ τοῦ Πόντου βαρβάρων | ||
διόδου στενῆς ὁ Μιθριδάτης αὐτὴν ἐφύλαττεν ἐγκρατῶς , ὧδε καὶ Ταξίλου καὶ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων αὐτῷ παραινούντων . Λούκιος δὲ |
φησι , μήτε ἐν δυστυχίαις μήτε ἐν κακοῖς μήτε ἐν εὐεστοῖ φίλῃ , ἤτοι ἐν εὐδαιμονίᾳ προσφιλεῖ , συγκάτοικος εἴην | ||
ἄλλα ἐπιεικής , ἄφωνος δέ . Ἐν τῇ ὦν παρελθούσῃ εὐεστοῖ ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν ἐς αὐτὸν ἐπεποιήκεε ἄλλα τε |
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον | ||
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός |
τῶν βαλάνων : χρήϲιμα δὲ καὶ τοῖϲ περὶ τὴν κεφαλὴν ψυχροῖϲ πᾶϲι πάθεϲι καταφορικοῖϲ καὶ παράφροϲι . γίγνεται δὲ αὐτῶν | ||
κέϲτρον ὀνομάζει , ἄλλοι δὲ ψυχότροφον διὰ τὸ χαίρειν τοῖϲ ψυχροῖϲ τόποιϲ , μηδὲν ὅμοιον ἔχουϲα τῇ προειρημένῃ πλὴν τῆϲ |
μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
, ἀλλὰ σφοδροτέρα μὲν παρ ' αὐτὴν τὴν ἀναθυμίασιν , ἀμαυροτέρα δὲ μακρυνθεῖσα τοῦ τόπου καθ ' ὃν κεκίνηται , | ||
βλάβην καὶ ἀνίατον ὑπομείνῃ διὰ τῆς ψευδομαρτυρίας καὶ ἐπιορκίας , ἀμαυροτέρα ἡ τούτου γενεὰ γίνεται , ὡς τοῦ εὐόρκου ἀμείνων |
γὰρ τοῦ φθόνου ζηλοτυπία λέγεται . γέλως ] ἀντὶ τοῦ γελᾶται ὡσπερεὶ μωρός , ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ἔλαβέ τι παρὰ | ||
ὁ λεγόμενος μόνον , μυρίας δὲ σεμνότητας ὀνομάτων ἐπαμπισχόμενος , γελᾶται . ζῆν δὲ εὔχεται τῷ Ἰσμαήλ , οὐ τῆς |
ηὐξήθη δὲ διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας : καὶ γὰρ ἱπποτρόφος ἐστὶν ἀρίστη καὶ καλλίκαρπος , καὶ πολλοὺς ἄνδρας ἀξιολόγους | ||
τὴν ἱπποτροφίαν ταύτην ὁ Διομήδης ἐχρήσατο , αὐτός τε ὁ ἱπποτρόφος ὡς ἀγριώτερος ἰδεῖν ἢ αἱ ἵπποι , πρὸς αἷς |
, ὅτι βʹ ξένους ἁρμόττει πρὸς μίαν συνάφειαν γαμικήν , Ξένη δὲ , ὅτι φιλοποιεῖ . ἡ δὲ σύνταξις οὕτως | ||
κλοπῇ τοῦ χρυσίου . Βάυζε τοὐμὸν σῶμα βάλλουσα ψόγῳ . Ξένη , τίς ἡ γραῦς ἡ κακορροθοῦσά σε ; Αὕτη |
τοῦ κ λέγουσι τὸ “ γναφεύειν ” : ἔστι δὲ κνάφος ἀκανθῶδές τι , ᾧ ξύουσι τὰ ἱμάτια : οἱ | ||
: Διὰ τοῦ κνάφου τὰ ἱμάτια καλλωπίζει . ἔστι δὲ κνάφος εἶδος ἀκάνθης . . βάπτει ἢ λευκαίνει . . |
' ; Ἐμὲ τουτονί . Ἦ τῶν πονηρῶν ἦσθα καὶ τοιχωρύχων ; Μὰ Δί ' , οὐ μὲν οὖν ἐσθ | ||
ἄρα . Θ . . . ἦσθα : Ὑπῆρχες . τοιχωρύχων : Κλεπτῶν . . διὰ τοῦτο ταῦτα ἔπαθες . |
πλούτῳ καὶ ἀκολάστῳ συνημμένη καὶ ἴσα , φασί , βαίνουσα πολυτέλεια , καὶ ἅμα ἀνοίγοντος ἐκείνου τῶν πόλεων καὶ οἴκων | ||
τοῖς θεωμένοις . δηλοῖ δὲ τὴν τρυφὴν αὐτῶν καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν μνημείων , ἅ τινα μὲν τοῖς ἀθληταῖς ἵπποις |
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν | ||
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ |
αὐτὰς τὰς ῥίζας τὰς προκυπτούσας τῆς γῆς ἐπικεντρίζουσιν . Ὥρα εὔθετος πρὸς τὴν τοῦ κοινοῦ ἐλαίου σκευασίαν , ὅταν τὸ | ||
φαίνεται συνειλεγμένον αἷμα , ὀλίγα ἁρμόζει σιτία καὶ ἡ ναυτία εὔθετος καὶ ἡ ἀποσιτία , καὶ γυμνάσια γυναιξὶ πρέποντα διαφορεῖν |
κληματίδα , καθά φησι Χρύσιππος ἐν πρώτῳ Παροιμιῶνπαχύκνημός τε καὶ ἀπαγὴς καὶ ἀσθενής : διὸ καί φησι Περσαῖος ἐν ὑπομνήμασι | ||
τέχνης ἀρχὴ καὶ ἐπιστήμης γίνεται . ἡ μὲν γὰρ ἐμπειρία ἀπαγὴς ἔτι : ἡ δὲ καθόλου πρότασις πεπηγυῖά τε καὶ |
πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ ' | ||
δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ |
πλῆθος ὥστ ' ἀντὶ φρυγάνων καὶ τῆς καυσίμου ὕλης χρῆσθαι κινναμώμῳ καὶ κασίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις . γίνεται δ ' | ||
ῥίζα ὁμοία ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου , ἐοικυῖα τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ . φιλεῖ δὲ τραχέα καὶ ἔνικμα χωρία . Βάλανος |
, ἡ δὲ πόλις λέγεται οὐδετέρως , τὸ Ἄκτιον . Ἀκυληία , πόλις Ἰταλίας . Στράβων . τὸ ἐθνικὸν Ἀκυλήιος | ||
ἦν δὲ ἐν τῷ στρατῷ χιλίαρχος ᾧ πατρὶς μὲν ἡ Ἀκυληία ἦν , τέκνα τε καὶ γυνὴ οἰκεῖοί τε πάντες |
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , | ||
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος , |
καὶ δή . ἐκ Κέω . νῆσος , ἣ καὶ Μεροπὶς ἐκαλεῖτο . καταλειφθέντων γὰρ αὐτῷ . σημείωσαι περὶ Ἀναξαγόρου | ||
καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος . καὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς : Μεροπὶς δ ' ὡς ἤκουσεν , ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα |
μέλιτος προσφέρεσθαι . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ σικύου τετριμμένη μετὰ μέλιτος : οἱ δ ' ἰσχυροτέρῳ βουλόμενοι χρῆσθαι | ||
διαχωρέει : τροφὴ νῦν ἀπεπτοτέρη , ὡϲ ὑπὸ ὀδόντων λάβρων τετριμμένη μοῦνον . ἢν δὲ τὰ κάτω ἀνεϲθίηται , αἱμάλωπεϲ |
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
ἄλλο δοκεῖν ποιεῖ : ὁ μὲν γὰρ κατήγορος καὶ σιωπῶν ἀξιόπιστος , σὺ δὲ Ἕλλην καὶ ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ | ||
' ἔχων χρυσίου : καὶ ἡ τῶν ἐκ προνοίας φόνων ἀξιόπιστος οὖσα βουλὴ τὸ δίκαιον καὶ τἀληθὲς εὑρεῖν , καὶ |
, ἔστι δ ' ἐν τῇ πρὸς ἄρκτον τεῖχος ἐν Θορικῷ : ἀπέχει δὲ ταῦτα ἀπ ' ἀλλήλων ἀμφὶ τὰ | ||
ἱρὰ ἐπετέλεσαν ὡς θεῷ . Κέφαλος ὁ Δηίονος ἔγημεν ἐν Θορικῷ τῆς Ἀττικῆς Πρόκριν τὴν θυγατέρα τὴν Ἐρεχθέως . ἦν |
ὀνείρων : ἐπὶ τῶν ἀδήλων . Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : Θεμιστίου περὶ γήρως : καίτοι περί γε | ||
δόλοισιν ; ἢ νόσου ξυναλλαγῇ ; Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . Νόσοις ὁ τλήμων , ὡς ἔοικεν , |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
τρόπους οὐκ ἀμείβων , Τὸ σχῆμα μεταλλάττει ἀπάτης χάριν . Καλοῖς κακὰ συνάπτων ὁ σκαιὸς ἀνὴρ Δῆλος δήπουθέν ἐστιν σφαλερῶς | ||
: ἀτιμάζω σε , ἵνα αἴσθησιν λάβῃς . Ἑρμηνεία . Καλοῖς εἰ μὴ χαίρουσιν ἄνδρες ἄφρονες , Κακοῖς ἀμείβου τὴν |
φησί , εὔχυλος , πολύχυλος , γλίσχρος , δυσφθαρτός , πολύτροφος , οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ | ||
τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος μέν ἐστι καὶ βαρεῖα , οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος |
ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα καὶ εὐώδης | ||
ἐν παραθαλασσίοις τόποις : πόα δ ' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς |
μονοειδεῖ ζῳδίῳ τύχῃ ἢ μεθ ' ἑνὸς ἑῴου τῶν ἀστέρων μονογάμους , ἐὰν δὲ ἐν δισώμῳ ἢ πολυμόρφῳ ἢ πάλιν | ||
μονοειδεῖ ζῳδίῳ ἢ καὶ ἑνὶ τῶν ἀστέρων συνάπτουσα τύχῃ , μονογάμους ἀποτελεῖ , ἐὰν δὲ ἐν δισώμῳ ἢ καὶ πολυμόρφῳ |
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
καὶ μέγα τούτῳ φρονοῦσα περιέργοις τε σχήμασι καὶ θρυπτομένῳ βαδίσματι κεχρημένη καὶ πυκνῶς ἑαυτὴν περιβλέπουσα τούτοις ἀμβλύνει τὸ κάλλος : | ||
ὁ περὶ κνήμηϲ : καὶ γὰρ καὶ αὕτη δυϲὶν ὀϲτοῖϲ κεχρημένη , τῷ μὲν παχυτέρῳ καὶ ὁμωνύμωϲ λεγομένῳ , ἑτέρῳ |
δένδρεα μακρὰ καὶ εἰνάλιοι καμασῆνες , καὶ ὅτι ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας ἔπη , εἴτε Κύπριός τίς ἐστιν ἢ Στασῖνος | ||
, Σικελίας ἅλωσις , Ἐπιθαλάμια , κύκλος , ὕμνοι , Κύπρια . γηραιὸς δὲ τελευτήσας ἐν τῇ νήσῳ τῇ Ἴῳ |
πολυκαρπίαν : ταῦτα μὲν οὖν , ὥσπερ ἐλέχθη , φύσει βραχύβια ἐξαναλισκομένης ἐνταῦθα τῆς οὐσίας , ὅσα πολυκαρπήσαντα ἀφαυαίνεται καθάπερ | ||
, ἀναλίσκει τὸ ὑγρόν , καὶ διὰ τοῦτο τὰ τοιαῦτα βραχύβια γίνονται : οἷς δὲ ἡ χολὴ ἐλαττοῦται , ἀντέχει |
τομάς . ὁ μὲν οὖν ἀστεῖος ἐλάλει τῇ διανοίᾳ τὰ ἀστεῖα ὄντως , ὁ δὲ φαῦλος ἑρμηνεύει ἔστιν ὅτε παγκάλως | ||
, ὅπως ἄν τις ἐθέλῃ , τοῦτο διέξιμεν πάλιν . ἀστεῖα μὲν οὖν λέγειν ἐκ τούτου τοῦ τόπου ἔστιν , |
εἶναι τῆς ἐν Παρνασῷ λέγων οὕτως : ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βάκχειος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ | ||
ποδί ἀμόρφωτον αὐτόμοιρος αὐτόφορτοι ἐπαίνους ἀφωσιωμέναι ἠγόμην ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βακχεῖος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ |
εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . Σιτία μὲν οὖν ὑγρότερα ταύταις ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι | ||
γῆς ἔντερα ἑφθὰ , μετὰ χυλοῦ τινος τῶν προειρημένων . Σιτία δὲ προσφέρεσθαι τὰ εὔχυμα , καὶ ἄδηκτα , καὶ |
τι ὀργίλος ἐστίν , μή τι μηνιτής , μή τι μεμψίμοιρος ; ἂν αὐτῷ φανῇ , πατάσσει τὰς κεφαλὰς τῶν | ||
τὰ περὶ τῆς Ἀρτέμιδός σοι πιθανὰ ἔδοξεν , ὡς ἐκείνη μεμψίμοιρος οὖσα ἠγανάκτησεν οὐ κληθεῖσα ἐφ ' ἑστίασιν ὑπὸ τοῦ |
ζητῶν ἀντίστροφον ἐνταῦθα προβεβληκέναι σκοπῶν ἆρά ἐστί τις ἑτέρας ἄλλη καθαρωτέρα ἐπιστήμης ἐπιστήμη , καθάπερ ἡδονῆς ἡδονή . Καὶ μάλα | ||
τῇ ἀληθείᾳ . καὶ ὄψις δέ , ὁπόταν ἀνταγωνίζηται διακόνῳ καθαρωτέρα οὖσα πρεπόντως τε μᾶλλον ἠμφιεσμένη , κινητικὸν γίγνεται ἄλλως |
ὅμοιος : ῥίζα δὲ λεπτοτέρα δακτύλου , ὑπομέλαινα . Ζέα δισσή : ἡ μὲν γὰρ ἁπλῆ , ἡ δὲ δίκοκκος | ||
τὸ ἐκ τῆς Γαλατίας δ ' ἄσπληνον λεγόμενον . Ἀκτῆ δισσή : ἡ μέν ἐστι δενδρώδης , κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα |
ἦλθέ ποθι , αἴκέ ποθι Ζεύς , καί ποτέ τις εἴπῃσι . Ἐν δὲ συνδέσμοις οἱ ἐγκλινόμενοί εἰσιν οἵδε : | ||
τέ οἱ χεύωσιν ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ . καί ποτέ τις εἴπῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων νηῒ πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον |
οὔπω τόδε τι καθ ' αὑτήν , ἀλλ ' οἷον εὐφυία πρὸς τοῦτο καὶ παρασκευὴ πρὸς τὸ γενέσθαι τόδε τι | ||
δὲ σωφροσύνην φειδωλίαν , τὴν δὲ ἀνδρείαν θρασύτητα . Ἡ εὐφυία , πλεονάζουσα τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς , πρὸς πολλὰ |
θανάσιμον βεβηκότα . Πότερα δόλοισιν ; ἢ νόσου ξυναλλαγῇ ; Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . Νόσοις ὁ τλήμων | ||
καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ Σοφοκλῆς εἴρηκε χαριέντως : Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : καταγωγῇ γὰρ ἔοικεν |
τῆς γῆς συστροφὴ , πρὶν ἐκπυρωθῆναι τὸν ἀέρα . μεγάλῳ τυφῷ : Μεγάλῳ καύσωνι . πᾷ τᾶν Ἀσανᾶν : Ἀντὶ | ||
ὦ Ζεῦ . Εἴθ ' αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας οἴχοιο φέρων , εἶτα |
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής , | ||
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ |
' ἂν ἔννοιαν λαβεῖν . ἦ τἄρ ' ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος [ ἄπολις ἄοικος , φυγὰς ἀλητεύων χθόνα , ] | ||
ὥσπερ εἶδος ὕλῃ : ὥστε καθ ' ἑαυτὴν ἡ ὕλη ἀνώνυμος . Καὶ τί θαυμαστόν , ὅτε καὶ τῶν εἰδῶν |
μὰ Δί ' οὐχὶ περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις οὐδ ' ὥσπερ ὑμεῖς συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι . κἂν ἐξίητε τοῦ θέρους , | ||
. Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἐν ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας |
καὶ πιττωθέντοϲ τοῦ πώματοϲ πρὸϲ τῷ μηδαμόθεν διαπνεῖϲθαι , τονικὴ ἐκλύτου γαϲτρὸϲ ἡ τοιαύτη γίγνεται καὶ τοὺϲ ἀνορέκτουϲ ἐπεγείρει πρὸϲ | ||
βίου τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν |
τῆς Ψεφὼ καλουμένης χώρας . καὶ ἐν Κύπρῳ ἥ τε σμάραγδος καὶ ἡ ἴασπις . οἷς δὲ εἰς τὰ λιθοκόλλητα | ||
μὴ ὀπτηθέντος : ἐπεὶ εἰς τὰ χρυσοχοϊκὰ χωνεῖα συλλιπαίνεται ὁ σμάραγδος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ |
τὸ αἲξ οὐρανία ὁμοία τῷ λευκὴ ψῆφος : ὡς γὰρ Ἀμάλθεια τροφὸς ἦν τοῦ Διός , οὕτω καὶ ἡ τοιαύτη | ||
, τοῦ δὲ Ἐχέπωλος . . . . . : Ἀμάλθεια ἦν Αἱμονίου θυγάτηρ : ἣ κέρας εἶχε ταύρου . |
τῶν γε λόγου ἀξίων μέχρι πολλοῦ , διδασκόμενά τε καὶ μανθανόμενα ἐντὸς τοίχων μόνον ἐγνωρίζετο . ἐπὶ δὲ τῶν θυραίων | ||
νομίζεται ; πότερον αἰσθήσει τινὶ ἢ δηλώσει , ὥσπερ τὰ μανθανόμενα μανθάνεται δηλούσῃ τῇ ἐπιστήμῃ , ἢ εὑρέσει τινί , |