ἐπικύημα καλοῦσιν , ἐὰν δὲ μὴ ὑπὸ δύσιν ᾖ , καθυπερτερῆται δὲ ὑπὸ κακοποιῶν , ἄτροφον , φησίν , ἢ
καὶ ἀτελὲς τὸ γεννώμενον ἀποτεχθήσεται , ἐὰν δὲ ὑπὸ κακοποιῶν καθυπερτερῆται , ἄτροφον ἢ ἄχρονον ἔσται τὸ ὑπὸ τῆς κατ
8565213 σαρκωμα
καὶ πλείους ἐσχηματισμένων ἀστέρων ἡμιθανές τι συντεχθήσεται τῷ γεννωμένῳ ἢ σάρκωμά τι ἀτελές , ὅπερ ἐπικύημα καλοῦσιν , ἐὰν δὲ
σαρκὸς ἐν τοῖς μυκτῆρσι παρὰ φύσιν αὔξησις . ἔστι δὲ σάρκωμά τι καὶ ὁ πολύπους . εἴρηται δὲ πολύπους ἀπὸ
7992648 συνεσχηματισμενων
ᾖ καὶ διὰ τοῦτο ἐλαττούμενος τῶν κατὰ δύο ἢ πλείους συνεσχηματισμένων ἀστέρων , ἡμιθανὲς ἔσται τὸ συντεχθησόμενον τῷ γεννωμένῳ ἢ
ὑπὸ δύσιν τις ᾖ τῶν κατὰ δύο ἢ καὶ πλείους συνεσχηματισμένων ἀστέρων , ἡμιθανές τε ἢ σάρκωμα καὶ ἀτελὲς τὸ
6578452 ἀχρονον
τὸ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀέρος , ἀλλὰ καὶ κίνησιν σωματικὴν ἄχρονον τοῖς οὖσιν ὑποληψόμεθα : ἅμα γὰρ τῷ ὑπὲρ τὸν
καθυπερτερῆται δὲ ὑπὸ κακοποιῶν , ἄτροφον , φησίν , ἢ ἄχρονον ἔσται τὸ ὑπὸ τῆς κατ ' αὐτὸν αἰτίας συγγεγεννημένον
6512316 ἐπικυημα
τοῦ γονίμου ἀπολυθεῖσα . Ἢν δὲ μὴ αὐτίκα ἀποχωρέῃ τὸ ἐπικύημα , ὀδύνας τε παρέχει καὶ ῥεῦμα δυσῶδες καὶ πυρετὸν
τῷ μέσῳ τῆς μήτρης τὸ πρῶτον ἔχῃ παιδίον , τὸ ἐπικύημα προσπίπτει ὑπὸ τοῦ ἀρχαίου ἐξωθεύμενον : ἢν δὲ ἐν
5257414 ἀπολλυμενον
ὥσπερ ὁρῶμεν τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος ἀποζευχθείσης τὸ σῶμα αὐτὸ ἀπολλύμενον , οὕτω καὶ τῆς δυνάμεως ἀφείσης τὴν ὕλην τὸ
τῷ βραχυτάτῳ . τὸ γὰρ παρὸν πᾶσιν ἴσον καὶ τὸ ἀπολλύμενον οὖν ἴσον καὶ τὸ ἀποβαλλόμενον οὕτως ἀκαριαῖον ἀναφαίνεται .
4801023 πεφευγεναι
ἐπὰν γὰρ τῇ ἐπαναφορᾷ τοῦ ὡροσκόπου ἀστὴρ ἐπῇ καὶ πρότερον πεφευγέναι αὐτὸν μηνύει , ἐν δὲ τῇ ἐπαναφορᾷ ληφθεὶς πάλιν
πόντον - ἐξίασι : νύχιον δὲ αὐτὴν φησὶ διὰ νυκτὸς πεφευγέναι : χρὴ νοεῖν ὅτι κατὰ τὸ σιωπώμενον εἰσελθοῦσα ἡ
4739205 ὑποκορισμα
ἀποθνῄσκειν ἐν πρώτῃ Θουκυδίδης . ἀπφά : ἀδελφῆς καὶ ἀδελφοῦ ὑποκόρισμα . ἀπώμοτον : ἀποίητον . τί δ ' ἔστ
: οἱ δὲ συνηθέστερον γράφουσι δισυλλάβως σῶοι . σάθων : ὑποκόρισμα παιδίων ἀρρένων . οὕτω Τηλεκλείδης . σακεύουσι : τὸ
4737826 πονηρον
. . : Πόνηρον βαρυτονούμενον , ὡς σόλοικον , καὶ πονηρόν ὀξυτονούμενον , ὡς κυδοιμόν , φασὶ διαφέρειν παρὰ τοῖς
ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ διακινδυνεύοντα ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν , πολλὰ ἂν περιεσκέψω εἴτ ' ἐπιτρεπτέον εἴτε οὔ
4652308 νεον
ὅδ ' ἀκτὰς ἐκλιπὼν θαλασσίους βουφορβὸς ἥκει σημανῶν τί σοι νέον . Ἀγαμέμνονός τε καὶ Κλυταιμήστρας τέκνον , ἄκουε καινῶν
' αὐτὴν τοῦ πράγματος γεγε - νημένου : λέγει γάρ νέον γε μὲν οὐδ ' ἀποτηλοῦ . εὕρομεν δὲ τὸν
4648571 ἐρωτικον
διὰ τοῦ κάλλους ἐπ ' ἐκεῖνα : ἔστι δὲ τὸ ἐρωτικὸν πλάτος πολύ . ιζʹ Νῦν δὲ κάλλος μόνον Ἐπειδὴ
μὴ ἐν μύρῳ καὶ εὐμορφίᾳ γυναικῶν εὐστόλων . ἔστι γὰρ ἐρωτικὸν ζῷον . Τούτου ὁ εὑρισκόμενος ἔνδον τῆς ῥινὸς ἢ
4578257 ἀτροφον
τὰ δύο μέρη αὐτῶν , ἐὰν ἀσθενῆ καὶ λεπτὸν καὶ ἄτροφον ἡ χώρα φέρῃ τὸν οἶνον , ἐὰν δὲ δυναμικὸν
, τῆϲ νούϲου τὰ ξύμβολα . ἀγρυπνίη δὲ ἄπεπτον , ἄτροφον , καματηρὸν τῷ ϲκήνεϊ , ἄθυμον , εὐπαράγωγοϲ ἡ
4560957 ῥυπαρον
ἐν τῇ θυμιάσει , ἐοικὸς ὄνυχι : ἔστι δέ τι ῥυπαρὸν καὶ μέλαν , ἁδρόβωλον , παλαθῶδες , κομιζόμενον ἀπὸ
ἀποστρέφηται , μηδεὶς ἐκτρέπηται . τίς δ ' οὐκ ἐκτρέπεται ῥυπαρὸν ἄνθρωπον , ὄζοντα , κακόχρουν μᾶλλον ἢ τὸν κεκοπρωμένον
4535967 ξανθον
ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον , κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον : ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων .
καὶ ἐπίϲχεται θᾶϲϲον . ἢν δὲ ἀπ ' ἀρτηρίηϲ , ξανθὸν καὶ λεπτόν , καὶ οὐ μάλα πήγνυται , καὶ
4516610 ζεοντοϲ
ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν γυμναϲίων γεγενημένον , ὑπὸ δὲ τοῦ ζέοντοϲ βλάβη μὲν οὐδεμία : πυκνότηϲ δὲ ἀϲφαλὴϲ ἐγγίγνεται τῷ
κνηϲμῶν ἐπείξειϲ πυριατέον ὠμολίνοιϲ μάλιϲτα ἢ διὰ ϲπόγγων ἐξ ὕδατοϲ ζέοντοϲ . εἰ δὲ ἑλκωθείη , χρηϲτέον ταῖϲ ἐπὶ τῶν
4406057 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
4384952 χρηστον
ἦν . Πολλὰ ἀγαθά σοι γένοιτο , ὅτι ἄνδρα καὶ χρηστὸν καὶ φιλόλογον καὶ Μαξίμου συγγενῆ καὶ ἡμῖν γε φίλον
φοβούμενοι τὸ θεῖον ἐπὶ τοῦ σοῦ πάθους μισῶ πονηρόν , χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον . ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία .
4379125 πληγεν
φαλαγγίου πλήξαντος , ἀνούτητον καὶ ἄτρωτον τὸ σῶμα μένει τοῦ πληγέν - τος , οἱονεὶ κατὰ τὸ ἀφανὲς πλήττει τὴν
ᾖ καὶ πυκνὸν ἡνωμένον τε πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ μορίοις τὸ πληγέν , ἀσθενὲς δὲ τὸ ῥαγέν . πληττόμενον δὲ τὸ
4375613 κατεπιεν
βραχὺ κορύσσεται . κἄν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . τάχ ' ἂν οὖν καὶ ὑμεῖς ἐμὲ τῷ
βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν . [ Σῖμον , ὀρκε̄στὰν ἄριστον ] , ναὶ
4343193 θηριον
Ζεὺς ὑπὸ Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς ἀξιωθείς , ὁμοίως καὶ τὸ θηρίον τοῦ εἶναι μνημόσυνον αὐτῶν καὶ τῆς πράξεως . .
φησίν , ” εἴτε ἄνθρωπός εἰμι εἴτε καὶ ἄλλο τι θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον . “ Δημόκριτος δὲ ὁ τῇ Διὸς
4336487 ὑδροφοβικον
ἐκ τοῦ τραύματοϲ , ὕϲτερον δὲ ἐμποιεῖ πάθοϲ τὸ καλούμενον ὑδροφοβικόν . ϲυμπίπτει δὲ μετὰ ϲπαϲμῶν καὶ παρακοπῆϲ καὶ ἐρυθήματοϲ
ἐκ τοῦ τραύματοϲ , ὕϲτερον δὲ πάθοϲ ἐμποιοῦϲι τὸ καλούμενον ὑδροφοβικόν , ὃ ϲυμπίπτει μετὰ ϲπαϲμῶν καὶ ἐρεύθουϲ ὅλου τοῦ
4317241 μανικον
ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ σκινδαρίοις μετὰ κωβιδίων . οὐ μανικόν ἐστ ' ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς , ἐξὸν τοσουτουὶ
ἀνὴρ . μέλαν , φρικῶδες , μανικὸν . σκοτεινόν , μανικόν , καταπληκτικὸν . σκοτεινόν , φοβερὸν . βλέπων .
4267733 γεννημα
φίλη καὶ προσφιλὴς ἡμῖν κούρα καὶ παρθένε Λητογένεια καὶ τὸ γέννημα τῆς Λητοῦς , εὖ καὶ καλῶς καὶ ἐπιστημόνως τὸ
δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον . Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις , τὸ διανοούμενον : τοῦτο
4249358 ὀρνεον
ἂν ἐκλέψῃς καλὸν ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . Στράττις Ψυχασταῖς : αἱ δ ' ἀλεκτρυόνες ἅπασαι
ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν
4246815 Σουρα
. . . . . . . οε γʹ μϚ Σοῦρα . . . . . . . . .
ἰχθῦς , καὶ ξένοι τῇ ὄψει . . . : Σοῦρα , μαντεῖον Λυκίας , περὶ οὗ Πολύχαρμός φησιν ἐν
4243202 πυνθανεται
τὰ ἄλλα τρέπεται , μόνος δὲ αὐτὸς ἄτρεπτός ἐστι . πυνθάνεται οὖν ὁ θεὸς τοῦ σοφοῦ , τί ἐστιν ἐν
σε δεῖ μᾶλλον ἀρέσκειν ἢ τούτῳ . ἐκεῖνος οὖν σου πυνθάνεται φυγὴν καὶ φυλακὴν καὶ δεσμὰ καὶ θάνατον καὶ ἀδοξίαν
4239350 ἐσταλμενον
δὲ τόνδε πεύσεται λόγον . πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον ; ἦ πῶς ; λέγ ' αὖθις , ὡς
τοῖς ἑταίροις αἰδεσθεῖσι καὶ ἀναχωρήσασιν , ὅτε αὐτὸν εἶδον οὕτως ἐσταλμένον . Ἐν τῷ γράφειν καὶ ἀναγινώσκειν οὐ πρότερον ἄρξεις
4237603 ἐδεσμα
- αγαγόντες τοὔνομα τῆς μάζης ματτύην ὠνόμαζον πᾶν τὸ πολυτελὲς ἔδεσμα , τὸ δὲ ματτυάζειν τὸ παρασκευάζειν αὐτά , εἴτε
παρέθηκε . τῶν δὲ σχολαστικῶν ἐπαινεσάντων ὡς φιλόσοφον τὸ πρῶτον ἔδεσμα διὰ τὴν τῆς γλώττης πρὸς τὸν λόγον ὑπηρεσίαν ,
4226535 προσδοκᾳ
τοίνυν οἴεται κακουργότατον εὑρηκέναι λόγον καὶ δι ' οὗ μάλιστα προσδοκᾷ παράξειν ὑμᾶς , ὧδέ πως ἔχει : διὰ τοῦτο
εὐχάριστος γενέσθαι θεοῦ , ἀλλ ' εἰ καὶ μηδὲν ἔτι προσδοκᾷ τῶν μειζόνων , ὑπὲρ τούτων ὧν ἔλαχεν ἤδη κατὰ
4145374 ἰδιοτροπιας
ἀξίας δὲ τῆς ἐσομένης εἶδος ἀπὸ τῆς τῶν δορυφορησάντων ἀστέρων ἰδιοτροπίας θεωρητέον , ἐπειδήπερ ὁ μὲν τοῦ Κρόνου τὴν κυρίαν
, καθ ' ὃ διὰ τῆς φυσικῆς τῶν σχηματισμῶν αὐτῶν ἰδιοτροπίας τὰς ἀποτελουμένας μεταβολὰς τῶν ἐμπεριεχομένων ἐπισκεπτόμεθα , τὸ μὲν
4142161 γιγνομενον
αἰτιάσαιτό σε περὶ ἰατρὸν ἐσπουδακότα καὶ ταῦτα καὶ λόγων πατέρα γιγνόμενον , εἶτ ' εἰς θέατρα τού - τους εἰσάγοντά
μὴ δεχομένους τὰς προσηκούσας αὐτοῖς ; νῦν δὲ δὴ συμβαίνει γιγνόμενον ἅμα τὸ τοιοῦτον : οἷον γὰρ εἴ ποτέ τις
4141253 νοθον
ὕλης ἤρξατο εὐόριστον αὐτὴν ποιοῦσα ἢ τῷ τὴν ἐπιταθεῖσαν ἀμβλυνθῆναι νόθον ποιήτητα ἢ τῷ τὴν λυποῦσαν ὕλην ὀλιγωθῆναι . Ἀναταράττεται
ἴσχειν ἀποφαίνεται τὴν αἰτίαν . οὐκ ἄρα δικαίως ὁ Ἀνδρόνικος νόθον ὑπώπτευσεν εἶναι τοῦ φιλοσόφου τὸ βιβλίον . Λοιπὸν οὖν
4137999 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
4136003 θανασιμον
Ἐπὶ ὀδόντος σφακελισμῷ πυρετὸς ἐπιγενόμενος σφοδρὸς , καὶ παραφροσύνη , θανάσιμον : ἢν δὲ σώζωνται , ἕλκεα ἐκπυήσει , καὶ
, σμικρὴν τὴν ὑποχώρησιν σημαίνει . Σπασμὸς ἐξ ἐλλεβόρου , θανάσιμον . Ἐπὶ τρώματι σπασμὸς ἐπιγενόμενος , θανάσιμον . Αἵματος
4106704 βασκανον
εὖ ] ἕρδειν γέροντα , μηδὲ γυναῖκα , μηδὲ παῖδα βάσκανον , μηδὲ κύνα τινὸς , μηδὲ λάλον κωπηλάτην :
ἔδωκε τῷ Ἀβραὰμ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα „ . βάσκανον μὲν καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες φύσει κακία , ἥμερον
4105005 ἑτεροιον
οὔτε τὸ μέγεθος ἐπέγνω τῆς παιδός , τό τε κάλλος ἑτεροῖον αὐτὸ κατεφαίνετο : τὸν δὲ πατέρα σχεδόν τι καὶ
, ὡς λουσάμενοι , ἢ περιπατήσαντες , ἢ φαγόντες τι ἑτεροῖον , ταῦτα δὲ πάντα βελτίω προσενηνεγμένα ἢ μὴ ,
4079710 κατεχομενον
Τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸν Ἀρχίλοχον σοφὸν ὄντα καὶ πενίᾳ κατεχόμενον . Οὐ μόνον δὲ πλουτῶ τόδε φαμέν , ἀλλὰ
καὶ πεφθῆναι καὶ προστεθῆναι καὶ ἐξομοιωθῆναι , καὶ λοιπὸν μὴ κατεχόμενον τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον κενοῦται ἱδρωτοειδῶς δίκην ἀψύχου .
4071907 ἐπιβεβουλευμενον
ἡ πρὸς κάλλος ἐγένετο ἐπιβουλὴ τοῦ λόγου πανταχοῦ ὁ τεχνογράφος ἐπιβεβουλευμένον καλεῖ λόγον τὸν τῷ ἐπιτετηδευμένῳ κάλλει κεχρημένον : τὸ
τραγῳδίᾳ καὶ τοῖς παλαιοῖς ἤθεσι τῶν ἡρώων , οὐδὲν * ἐπιβεβουλευμένον οὐδὲ στωμύλον οὐδὲ ταπεινόν : ἐπεί τοι καὶ τὸν
4070616 ἀλουσαν
ἐν τῷ πίνειν . Θ ὡσπερεὶ κάγχρυς Θ γυναῖκ ' ἀλοῦσαν : καθάπερ τινὰ γυναῖκα κριθὰς ἀλοῦσαν . διαβάλλει δὲ
κιθαρίζειν ᾄδειν τε πίνονθ ' , ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ ' ἀλοῦσαν . οὐ γὰρ τότ ' εὐθὺς χρῆν ς '
4068336 τρεφομενον
τὸν ὑδροπότην Μοσχίωνα λεγόμενον ἰδόντα φασί τινα παράσιτον ὑπὸ γραὸς τρεφόμενον πλουσίας εἰπεῖν ὁ δεῖνα , παράδοξόν γε ποιεῖς πρᾶγμα
' : εἶτ ' εἰ τρόφιμος ὄντως ἐστί σου , τρεφόμενον ὄψει τοῦτον ἐν δούλου μέρει , κοὐκ ἂν δικαίως
4062874 ὀρνιν
. Ποῦ γὰρ ἶσον ἰχθύν τε ἀνελκύσαι τοῦ βυθοῦ καὶ ὄρνιν ἐξ ἀέρος ἐπισπάσασθαι , καὶ θηρσὶν ἀγρίοις μάχην ἐν
' ἄλλο σῶμα εἰς γῆν κύψασαι ποιοῦσι προσιέναι ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον , καὶ εἶτα ἐπιθέμεναι κτείνουσι . τοὺς δὲ
4057803 πελιδνον
ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες . περιδέρρεα
, ὀκριοειδέεϲ : χειλέων προβολὴ παχείη , τὸ δὲ κάτω πελιδνόν : ἔκρινεϲ : ὀδόντεϲ οὐ λευκοὶ μέν , δοκέοντεϲ
4057329 θαυμαϲτον
γεντιανῆϲ καὶ δαφνίδων ἴϲων μέλιτι ἀναληφθέντα . καὶ τοῦτο δὲ θαυμαϲτόν : ἀνίϲου ὀξύβαφον , πεπέρεωϲ ⋖ δ , ἀριϲτολοχίαϲ
μέλιτι χρῶ . καὶ τὸ διὰ τῶν ἀϲπίδων δὲ φάρμακον θαυμαϲτόν ἐϲτι τό τε διὰ τοῦ ϲτρουθίου καὶ τὸ διὰ
4057104 τιμιον
δὲ εὖ ἴστε ὅτι μηδέν ἐστι τῶν τοιούτων μέγα μηδὲ τίμιον ἄλλως , εἰ μὴ παρὰ τοὺς διδόντας , ἐὰν
διὰ τοῦτο , διό . μετ ' : ἐν , τίμιον : αἴσιμον : τιμῶσιν οἱ ἰχθύες . Τίς :
4054688 τεθνηξεσθαι
τεθνήξεσθαι δ ' εἰ μὴ γένοιτο , ἀλλ ' ἁπλῶς τεθνήξεσθαι , κἂν ὁτιοῦν πρὸς τὸ μὴ ἀποθνήσκειν καθόλου γένηται
καταστροφῆς τοῦ βίου ὁ θεὸς ἔφη ὑπὸ ἑνὸς τῶν τέκνων τεθνήξεσθαι . Κατρεὺς μὲν οὖν ἀπεκρύβετο τοὺς χρησμούς , Ἀλθαιμένης
4041548 σκυθρωπον
καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος , ὅκα μὲν ἐπὶ τὸ σκυθρωπόν τε καὶ χαλεπὸν καταφερόμενος , ὅκα δὲ ἐπὶ τὸ
τὴν ἐπιμέλειαν αὐτοῦ παρειληφότων ἀνέσεις ἔχειν ἐπιτρεπόντων καὶ μηδὲν ἐπιδεικνυμένων σκυθρωπόν , ἀλλ ' αἰδῶ καὶ σεμνότητα παραφαίνων ἀκούσμασι καὶ
4030257 πιῃ
πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν
αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ
4026823 πιων
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς
4026554 φαγῃ
ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται
γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [
4026435 βδελυρον
οὐδὲ χρηστοῦ τοὺς τρόπους , ἀλλ ' εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν . Ἀλλὰ μὴ παρῇς ἅ σοι διδόας ' ἐν
, ἢ τοὐναντίον τοῦτον ἀεὶ καὶ πανταχοῦ θεοῖς ἐχθρὸν καὶ βδελυρόν ; ἐγὼ μὲν οἶμαι τοῦτον τοιοῦτον : ὃν γὰρ
4018964 χλοερον
εὐθὺς φέρει τὸν καρπὸν ἡλίκον φακὸν ἄπεπτον , ἡ δὲ χλοερὸν ἐνέγκασα μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει , καὶ ἅμα τῇ ἀμπέλῳ
ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν ἄνθος ἀπέδειξε καὶ τρυφερώτατόν τι καὶ χλοερὸν ἔαρ ὁ βέλτιστος ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἱέραξ , οὕτω πάντα
4015170 βουπρηστιν
ἄλλοτε μόσχους πίμπραται ὁππότε θῆρα νομαζόμενοι δατέονται , τούνεκα τὴν βούπρηστιν ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν
νομαζόμενοι καὶ βοσκόμενοι τὸν τόπον τῶν θηρῶν θῆρα ] τὴν βούπρηστιν , δηλαδή θῆρα ] τὴν τῶν θηρίων διατριβήν τούνεκα
4014939 γεγονος
οὗ ἤρξατο καὶ εἰς ὃ ἐπαύσατο ὀλίγον , τὸ δὲ γεγονὸς ἐν αὐτῷ πολύ : τὸ βραδὺ δὲ τοὐναντίον ,
ὅτι ἐπειδὴ εἶπεν ὁ τεχνικὸς , ἡ πηλικότης μέγα τὸ γεγονὸς ἀποδείκνυσιν , ἐνόμισεν αὐτὸν λέγειν μέγιστον ἐν ὑπερθετικῷ λόγῳ
4014661 γλυκυ
προσμάθῃς . λέγ ' , ἐκδίδασκε : τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς . τὴν πρίν γε
Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . τάχα : ἴσως καὶ ὅμως .
4013162 ἀπελαβες
γάρ , οἶμαι , τὸ λογίζεσθαι παρὰ τῶν θεῶν κάλλιον ἀπέλαβες ἢ ἀφῃρέθης παραμυθουμένων τῇ προσθήκῃ τὸ συμβάν : ὃ
ὀργὴν μὴ πτοούμενος . . ἀπηύρω ] ἀπήλαυσας . . ἀπέλαβες καὶ ἀπήλαυσας , Προμηθεῦ , ἕνεκα τοῦ φιλεῖν τοὺς
4012870 καινον
κεχρονικότων οἰδημάτων , προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον , ἐπιτίθει σπόγγον καινὸν τῇ κονίᾳ βεβρεγμένον καὶ σφίγγε βιαιότερον ἐκ τῶν κάτω
καὶ μέρος τι τῆς τριήρους . ὅτι ἔλεγέ τις τὸν καινὸν φαινόλην ἄχρηστον καὶ περὶ βαλανείου ἠρώτα τὸν παῖδα ποῖ
4011230 ἠλλαγη
? τὸν Βοϊκὸν Εὔρειπον ? ? [ εἰς κρήνην ] ἠλλάγη ἐν Χαλκίδι ? [ ] ὑπὸ ? ? [
ὅσα θέλεις μαθεῖν , κἀγώ σε διδάξω . τοῦτο εἰπὼν ἠλλάγη τῇ ἰδέᾳ , καὶ εὐθέως πάντα μοι ἤνοικτο ῥοπῇ
4010887 διασπασθηναι
αὖ ἐκεῖνο οὕτως ἀνόητον ἦν , ὥστε ἀπαλλαγὲν αὐτὸ ἑαυτοῦ διασπασθῆναι καὶ σῳζόμενον ἐν ἑαυτῷ ἀπίστῳ δοῦναι ἑαυτὸ τόπῳ τῷ
εὔξαιτο Φίλιππος τοῦτο γενέσθαι τὸ στρατόπεδον ; ἆρ ' οὐ διασπασθῆναι καὶ λυθῆναι ; „ εἶτα συναγαγὼν τὸ νόημά φησιν
4010710 πιοντα
Τειρεσίαν ἄγειν , καὶεἴχετο γὰρ δίψῃκαθ ' ὁδόν φασιν αὐτὸν πιόντα ἀπὸ τῆς Τιλφούσης ἀφεῖναι τὴν ψυχήν : καὶ ἔστι
, οἶμαι , κεκρατηκυίας ἀσθενῆ συνήγορον εἶναι τὸν μὴ ἐκεῖθεν πιόντα . καίτοι πολλὰ μὲν τῇ δόξῃ παραδείγματα μάχεται ,
4008554 αὐλημα
αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος
διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος
4005847 φαρμακωδεϲ
χυμῶν ἐκφρακτικόν τε καὶ τμητικόν . ἔχει δέ τι καὶ φαρμακῶδεϲ καὶ κακόχυμον , ὅπερ ἀποβάλλει ὕδατι ἑψόμενον . φεύγειν
οἷον καθημένην ἔχουϲα τὴν κωδύαν τὸ ϲπέρμα μέλαν ἔχει καὶ φαρμακῶδεϲ , ἱκανῶϲ ψυχρόν . ἡ δὲ τὴν κωδύαν ἐπιμηκεϲτέραν
3998407 εὑρισκοντας
τῇ εὑρέσει τῶν δογμάτων , δῆλον ἐκ τοῦ ἥδεσθαι ἡμᾶς εὑρίσκοντάς τι , καὶ οὕτως ἥδεσθαι ὡς καὶ δάκρυον προχεῖσθαι
, καὶ τοῦ συνήθους ὀξύτερον ἐπ ' οἴκου βαδίζω τοὺς εὑρίσκοντάς τι μιμούμενος : τὸ γὰρ ὀφειλόμενον ὑπὸ τῆς εὐφροσύνης
3993453 τοιουτον
εἵνεκα τιμῆς . εἰπέ μοι , αἴ κέ ποθι γνώω τοιοῦτον ἐόντα . Ζεὺς γάρ που τό γε οἶδε καὶ
Διογένης ὁ Βαβυλώνιος τὸ δεύτερόν φησι λῆμμα τοῦ Ζήνωνος λόγου τοιοῦτον εἶναι τῇ δυνάμει : ” τοὺς δὲ μὴ πεφυκότας
3990642 γενομενον
Ῥωμαῖοί φασι στρατείαν μηδεμίαν ποιήσασθαι , θεοσεβῆ δὲ καὶ δίκαιον γενόμενον ἐν εἰρήνῃ πάντα τὸν τῆς ἀρχῆς χρόνον διατελέσαι καὶ
, διορθώσαντα δὲ καὶ τὸ παρὰ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνωμαλίαν γενόμενον διάφορον καίτοι βραχὺ ὂν διὰ τὸ δʹ ἔγγιστα ἑνὸς
3986667 γεγενημενον
φράτερσιν ὅρκον εἰσήγαγέν με , ἀστὸν ἐξ ἀστῆς ἐγγυητῆς αὑτῷ γεγενημένον εἰδώς , καὶ ταῦτα μεμαρτύρηται . εἶτ ' ἐγὼ
αὑτοῦ πατρῴας οὐσίας καὶ τῆς ἐμῆς οὐκ ὀλίγης αὐτὸν κύριον γεγενημένον , προέσθαι δὲ τὴν προῖκ ' οὐκ ἐπίστευσεν ,
3978192 ἀκρατον
χρόνον ὀρύττειν , δι ' ὃ καὶ προεσθίουσι σκόροδα καὶ ἄκρατον ἐπιπίνουσιν . ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπίθετα καὶ πόρρωθεν
μέλλοντες πολεμεῖν πρωΐας ἔτι οὔσης ὀλίγον τινὰ ἤσθιον ἄρτον καὶ ἄκρατον οἶνον ἔπινον , ὡς θερμοὶ ὦσι καὶ μὴ δειλιῶσιν
3976087 παθος
αὐτῷ αἱ αἰσθήσεις : τῷ δ ' ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος οὐδὲν ἔχοντι ἀλεξιφάρμακον ἐν τῇ ψυχῇ , ᾧ τὰς
τόνδε τυφλότητα ἔχειν καὶ καθ ' ἕξιν ἔχειν τόδε τὸ πάθος , οἷον τὸ τοῦ πυρετοῦ ἢ ἄλλου τινὸς τοιούτου
3975983 θανατουσθαι
ὅτι τὸ ἀπόλλυσθαι τῇ ψυχῇ θανατοῦσθαί ἐστιν , τὸ δὲ θανατοῦσθαι φαίνεται ὄν , ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Στράτων φησίν
, κριθέντα δ ' ὑπὸ τοῦ ἀποδειχθέντος ἄρχοντος ζῆν ἢ θανατοῦσθαι : βάπτεσθαί τε πολλοῖς εὐανθεστάτοις χρώμασι τοὺς πώγωνας αὐτοῦ
3975329 ψυχομενον
τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος
, καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * :
3975199 κυνιδιον
τυφλός : οὔτε γὰρ πέφυκεν ἔχειν ὀφθαλμούς . τὸ δὲ κυνίδιον λέγεται στέρησιν ἔχειν , ἡνίκα μὴ ἔχει ἐν τῷ
κνισοτηρητής : ὁ κνίσαν καὶ δεῖπνα ἐπιτηρῶν . κυνάριον καὶ κυνίδιον : ἄμφω δόκιμα . καλλιτράπεζος : ὁ καλὴν καὶ
3974050 διαντλησας
ἀλλὰ κατεύχεται Δημόφιλος ταύτην τὴν ἐνεστῶσαν ὀλεθριωτάτην νόσον τῆς φυγῆς διαντλήσας καὶ ἀποφυγὼν τὸν κατὰ τὴν Κυρήνην οἶκον θεάσασθαι ,
Δημοφίλῳ ὀργίζεσθαι . Εὔχεται ] Δέεται , παρακαλεῖ . Νοῦσον διαντλήσας ] Ἤγουν διανύσας καὶ κουφισθεὶς τῆς νόσου καὶ τῆς
3964885 φθοριον
ὑποδεχθέντες αὐτόματοι ἐκθρώσκοντες , ἵνα γῆν μὴ θίγωσι , περιαπτόμενοι φθόριον . Μελλούσης δὲ γίνεσθαι τοῦ ἐμβρύου φθορᾶς , προηγεῖται
, τὸ δὲ φθείρει τὸ συλληφθέν : εἴπωμεν οὖν ἄλλο φθόριον καὶ ἄλλο ἀτόκιον . τὸ δὲ ἐκβόλιον οἱ μὲν
3964221 τεθνηκος
τῶν τεθνηκότων . . . . σκοτεινὸν μὲν ἀσαφές , τεθνηκὸς δὲ δειλίᾳ ἀντὶ τοῦ ταπεινόν . . . .
ἀθάνατον : θανάτου γὰρ ἄδεκτον : οὐ γὰρ ἔσται ζῷον τεθνηκὸς οὐδὲ ψυχὴ τεθνηκυῖα . οὕτως οὐδὲ τὸ σύνθετόν ποτε
3961738 τοιουτο
, καὶ ἐπιφλεγμαινούϲαϲ καὶ ἐπιρρυπαινομέναϲ . παρέξει δὲ αὐταῖϲ τὸ τοιοῦτο τάριχοϲ δριμύτατοϲ ἐπιτιθέμενοϲ , καὶ ϲκορόδων ἄγλιθεϲ λελειοτριβη -
αἱ δὲ κύρβεις θυσίας ἔχουσιν . ἀμφοτέρων δὲ τὸ κατασκεύασμα τοιοῦτο : πλινθίον τι μέγα ἀνδρόμηκες , ἡρμοσμένα ἔχων τετράγωνα
3955297 ὀναρ
περὶ τῶν σωθέντων προνοίᾳ θεῶν . Καὶ κοινώσαντες ἀλλήλοις τὸ ὄναρ καὶ θύσαντες τῷ τὰ πτερὰ ἔχοντι παιδίῳ παρὰ ταῖς
τυφλὸς ἦν . ] νοσοῦσι δὲ θάνατον πάντοτε προαγορεύει τὸ ὄναρ τοῦτο διὰ τὸ τοῦ φωτὸς ἀπεστερῆσθαι . οἶδα δέ
3950903 Ῥεχθεν
ταῖς γὰρ ῥαχίαις συνεχῶς εἰσβάλλοντα τὰ κύματα ψόφον ἀποτελοῦσι . Ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω : ἐπὶ τῶν ἀνοήτων .
: ἡ δικαιοτάτη . Ῥόδον παρελθὼν μηκέτι ζήτει πάλιν . Ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ῥηγίνων δειλότερος . Σὺν
3950556 ἀφιγμενον
, μετέγνωσαν δὲ καὶ ἔφθη μιᾷ θᾶττον ἡμέρᾳ τὸ ψήφισμα ἀφιγμένον ὡς τοὺς στρατηγοὺς πρὶν ἢ πρᾶξαι τὸ προσταχθέν .
, ὦ θεοί : νεωστὶ γὰρ τὸ σπέρμα τοῦτ ' ἀφιγμένον εἰς τὰς Ἀθήνας ἐστὶ παρὰ τοῦ βασιλέως . παρ
3946727 ποτον
εἰς ἀπόλαυσιν ὠφελιμωτάτην , νέκταρος μᾶλλον ἢ οὐχ ἧττον ἀθανατίζον ποτόν . οἰκτροὶ δὲ καὶ κακοδαίμονες ὅσοι μὴ τὸν ἀρετῆς
. πεποίηται δὲ αὐτοὺς καὶ ποιμένας τὰ πρόβατα βόσκουσα , ποτόν τε τὸ γάλα τούτων ἡγοῦνται καὶ ὄψον . οἱ
3936611 τεχθηναι
γὰρ τῷ καθαίρειν αὐτὰς καὶ ἀποπλύνειν ἀνωδύνως οὐ συγχωρεῖ πάλιν τεχθῆναι ταύτας . βέλτιον δὲ ἢ κεχρῆσθαι σπόγγῳ καὶ κινεῖν
τὰ ἀριστερά , θῆλυ . εἰ δὲ καὶ βουληθείης ἄῤῥεν τεχθῆναι , τῷ καιρῷ τῆς ὀχείας τὸν ἀριστερὸν ὄρχιν ἀπόδησον
3934545 γλαυκον
, ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ καὶ τὸν γλαυκὸν λίθον τοῦ θαλασσοειδοῦς τοπάζου , καὶ τὴν γλυκερὰν ἀμέθυστον
ὄσον τὸ χαρωπὸν ἐκπέφευγε τοῦ γλαυκοῦ τὴν λευκότητα , καὶ γλαυκὸν μὲν πέφυκεν οἷον τὸ διαυγές ἐστι κέρας , χαροπὸν
3932127 θεραπευομενον
ὀρθῶς . ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν χεῖρον γίνεται καὶ ἀπαγριοῦται , θεραπευόμενον δὲ οὐχ ἅπαν βέλτιον , ὥσπερ εἴρηται . ὃ
τοῦ σφόδρα ἐπείγειν τὴν θεραπείαν , τὸ σφόδρα ἀλγεῖν τὸ θεραπευόμενον . ὃ τοίνυν ἀρχόμενος εἶπον , οὐδ ' ἂν
3931064 ἀγροικον
τρυφῆς ἐπιλήσεται , παθὼν δὲ γνώσεται οἷόν ἐστι τὸ τὴν ἄγροικον σωφροσύνην ἀσπάζεσθαι . Θαμίζεις εἰς ἄστυ [ κατιών ]
μεγάλην , τῇ δὲ ἡλικίᾳ πρεσβυτέραν , τὰ μὲν ἄλλα ἄγροικον στολὴν ἔχουσαν , πλοκάμους δέ τινας πολιοὺς καθεῖτο .
3924938 κυνα
τὸ ὄξοϲ καὶ ἔα ἐμβραχῆναι ἡμέραϲ ζ ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν , εἶτα τὴν ϲκίλλαν ἐπάραϲ τὰ μὲν ξηρὰ
τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν θεασάμενος , οἰηθεὶς ἕτερον εἶναι κύνα μεῖζον κρέας ἔχοντα , ὃ μὲν εἶχεν ἀπέβαλεν ,
3921693 ἀνιαρον
καὶ συνεξετάζεσθαί σοι ἕτοιμος ἐπὶ τῆς δίκης . Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀνιαρόν , ὦ Πολύστρατε , ὅτι μὴ ἐκείνης παρούσης ποιήσομαι
αἰσχυνόμενοι θυλήμασι κρύπτετε πολλοῖς ; Νὴ τὴν Δήμητρ ' , ἀνιαρόν γ ' ἦν τὸ κακῶς ᾄδοντος ἀκούειν : βουλοίμην
3918276 ἀναπτυειν
δέονται τὰ κατὰ θώρακα καὶ πνεύμονα ῥαδίωϲ ἀναβήττειν τε καὶ ἀναπτύειν , ἐπιτήδειόϲ ἐϲτιν . ὁ δ ' ἐδώδιμοϲ ἐξ
βελτίων : ὡς γὰρ ὕπνου χρῄζουσιν , οὕτω καὶ τοῦ ἀναπτύειν , ὅπερ διὰ τοῦ μέλιτος γίνεται . πρὸς τὸ
3918072 χαλεπον
εἰς τὸ χαλεπὸν καὶ εἰς τὸ ῥᾴδιον : εἰς τὸ χαλεπὸν μὲν ὅτι χαλεπὸν [ ὅτι ] ἐν τοῖς ἐκείνου
ἀπό του ϲπλάγχνου γένηται , τὸ πάθοϲ ἴκτεροϲ κικλήϲκεται . χαλεπὸν μὲν ἐν ὀξέϲι : οὐ γὰρ μοῦνον πρὸ ἑβδόμηϲ
3917816 ποιηθεν
λίθαξ μειρακύλλιον . Παρώνυμον δέ ἐϲτι τὸ παρ ' ὄνομα ποιηθέν , οἷον Θέων † Τρύφων . Ῥηματικὸν δέ ἐϲτι
τὸ τεῖχος . Τῶν δὲ Βαβυλωνίων οἳ μὲν εἶδον τὸ ποιηθέν , οὗτοι μὲν ἔφευγον ἐς τοῦ Διὸς τοῦ Βήλου
3917333 ὡραιον
⌊ ⌋ τε κατὰ κλισίας . * αὐτὸς δ ' ὡραῖον μίμνειν πλόον , ἕως τοῦ ἵν ' οἴκαδε κέρδος
Κλεοβούλης τῆς Αἰόλου ἢ Αἰπόλου θυγατρός . αὕτη τὸν Πέλοπα ὡραῖον ἰδοῦσα μετὰ τὴν τῶν ιβʹ νυμφίων ἀναίρεσιν ἔρωτι τούτου
3915483 Πυθαγορα
ἐχθροὺς ἄξιον οἶμαι μισεῖν . ἢ σὺ γάρ , ὦ Πυθαγόρα καὶ Πλάτων καὶ Χρύσιππε καὶ Ἀριστότελες , τί φατε
θεῶν λόγον . λέγει γάρ : λόγος ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω , τὸν ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς
3904204 νεωτερον
τὰ δὲ κατὰ τὸ ποτέ , ὡς τὸ πρεσβύτερον καὶ νεώτερον : τὰ δὲ καὶ κατ ' αὐτὸ τὸ πρός
τῆς νεότητος , ὅτι ἀγνοίας πεπλήρωται , καὶ αὕτη τὸν νεώτερον ὁδηγεῖ ὡς τυφλὸν ἐπὶ βόθρον καὶ ὡς κτῆνος ἐπὶ
3898536 ἀποπληκτον
εἴποις καὶ μωρόν , ἔμπληκτον , παραπλῆγα , ἐμβρόντητον , ἀπόπληκτον , ἐνεόν , ἔκφρονα ἄφρονα , ἀσύνετον , ληρώδη
Προσθετὸν δυνάμενον χορίον ἐξαγαγεῖν , καὶ ἐπιμήνια κατασπάσαι καὶ ἔμβρυον ἀπόπληκτον : κανθαρίδας πέντε ἀποτίλας τὰ πτερὰ καὶ τὰ σκέλεα
3896701 διεφθαρμενον
προαιρούμενος ἀκολασταίνει , ἔχει δὲ καὶ τὸν λόγον , ἀλλὰ διεφθαρμένον . τὰ δὲ θηρία οὔτε προαίρεσιν ἔχει οὔτε λογισμόν
ἤτοι ὁ ἀκρατής , ὁ δὲ ἀκόλαστος ἔχει τὸν λόγον διεφθαρμένον . ὁ μὲν γὰρ ἀκόλαστος ἄγεται καὶ ἡττᾶται ὑπὸ
3884396 προσδεξονται
[ καὶ ] ? πλεῖστοι ? ? [ ] [ προσδέξονται ἄνθρωποι ] ? ? [ - ] ? ?
περὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ περὶ τοῦ κεκινῆσθαι ἀποροῦντες οὐδὲν ἄτοπον προσδέξονται , καθάπερ Διόδωρος προσήκατο . πλὴν οὗτός γε τὸν
3879792 μελαν
: τρία σημαίνει ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ
ἑλμίνθων φθαρτικόν . εὐκοιλιώτερον δὲ τὸ λευκόν , τὸ δὲ μέλαν οὐρητικώτερον . ὑπάρχειν δ ' αὐτῶν καὶ τὰς ῥίζας
3878285 σκεπτομενου
ἐτίμησε : πολλῶν δὲ ἱερείων συναχθέντων εἱστίασε τὴν στρατιάν . σκεπτομένου δὲ αὐτοῦ περὶ τῶν ἑξῆς ἀπήγγειλαν οἱ ἱερεῖς ὅτι
Σελήνης ἐν τῷ ὡροσκόπῳ οὔσης ἄλλης οἰκίας καὶ οὐ τοῦ σκεπτομένου ἔσται πλὴν ἀναχθήσεται , ἢν δὲ ἀστήρ τις δύνῃ
3873212 ἀτελες
ἀναμφισβήτητον ἔχει τὴν ἐπίκρισιν , ἐπεὶ οὐδὲν ἐν τοῖς λόγοις ἀτελὲς θεωρεῖται κατά γε τὴν οἰκείαν ἑκάστου τάξιν : πληροῦται
θαυμασιώτερον . Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ μὲν τέλεον τὸ δὲ ἀτελὲς αὐτῶν εἶναι τελεοῦσθαι δὲ παρ ' ἐνιαυτὸν ἄλογον :
3869841 ἐρωτα
ὡς ἐπὶ ἀνθρωπίνην τὴν πρὸ ταύτης καλῶς ἐποχουμένην . εἰς ἔρωτα οὖν φιλόκαλον καὶ φιλόσοφον ἀποπερατούσθω τὰ πρῶτα ἔπη ,
, ἵνα μὴ λαγνείας ἕνεκα δοκῇ μᾶλλον ἢ κατ ' ἔρωτα νόμιμον ἐφθαρκέναι , καὶ διὰ τὴν κόρην , ἵν
3869610 διεφθαρην
' : ἴτω : δεῖ δή σε δεῖξαι τῶι τρόπωι διεφθάρην . πότερα τὸ τῆσδε σῶμ ' ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν
: Κόρινθον ἦλθον . ἡδέως ἐνταῦθά πως λάχανον τρώγων Ὤκιμον διεφθάρην : κἀνταῦθα κατελήρησα τὴν ἐξωμίδα . ὀνόματα δ '
3867422 λελακας
: καταβαίνειν δ ' οὐ σχολή . Εὐριπίδη . Τί λέλακας ; Ἀναβάδην ποεῖς , ἐξὸν καταβάδην . Οὐκ ἐτὸς
: ἀντὶ τοῦ εἶπας : † ζῶσαν λέλακας : τὸ λέλακας ἐπὶ ὄρνιθος μόνον λαμβάνεται , ὡς καὶ Ἡσίοδός φησι
3865805 συκοφαντικον
: λέγοιτ ' ἂν ὅτι ἐν παντὶ πράγματι ἔνεστι καὶ συκοφαντικόν τι . Ἐνδυμίωνος ὕπνος : ἐπὶ τῶν ἐπιπολὺ κοιμωμένων
ἐστι πολίτευμα ἐμόν „ φησιν , ἀντὶ τοῦ φιλαίτιον καὶ συκοφαντικόν . Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς . ” ὅστις χιτῶνας βασσάρας
3863698 ὑπολιπαρον
δυσωδέστερον ὥσπερ γάρος , ὁμαλὸν καὶ τῇ γεύσει δηκτικώτατον καὶ ὑπολίπαρον : τὸ δ ' ἔμμιλτον καὶ θρόμβους ἔχον φαῦλον
ἐν τῷ θραυσθῆναι μελάντερον φαινόμενον , κατατρήσεις πολλὰς ἔχον καὶ ὑπολίπαρον , ἔτι δὲ στῦφον . Τρύγα παραληπτέον μάλιστα τὴν

Back