σὲ κἀκεῖνος , ὡς εἰκός , οἷς εἶχε , καλλίονι θοίνῃ , τοῖς περὶ τοῦ βασιλέως λόγοις , ἐν οἷς
τῆς βορῆς , Ἀστυάγης εἴρετό μιν εἰ ἡσθείη τι τῇ θοίνῃ . Φαμένου δὲ Ἁρπάγου καὶ κάρτα ἡσθῆναι παρέφερον τοῖσι
6142644 ἑστιᾳ
ἢ τὰ κακὰ ἀπὸ τῶν κακῶν οἰκεῖ ἐν τῇδε τῇ ἑστίᾳ καὶ τοῖς οἴκοις τούτοις . πόνοι ] οἱ πόνοι
τῶν ποδῶν δόξα , εἴπερ ἐν τῇ τῶν προγόνων σου ἑστίᾳ παρέμεινας ἐκεῖ μόνον ἀγωνιζόμενος ὡς εἴ τις ἀλέκτωρ ἐνοικίδιος
5888512 πενιχρᾳ
νέᾳ συλλαβεῖν σημαίνει καὶ τελεσφορῆσαι καὶ ἀποτεκεῖν , πρεσβύτιδι δὲ πενιχρᾷ οὔσῃ εὐπορίαν , πλουσίᾳ δὲ δαπάνας , παρθένῳ δὲ
ὀρνίθων βαίνεις . „ ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον . ὗς
5872081 κρειον
: * * καλεῖται δὲ καὶ ἁρπάγη καὶ λύκος . κρεῖον : κρεοδόχον κανοῦν ἢ ἄλλο τι , ἐφ '
μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ : ἡ διπλῆ ὅτι Εὐφορίων κρεῖον τὸ κρέας ἐξεδέξατο , Ὅμηρος δὲ τὸ κρεοδόχον ἀγγεῖον
5794755 σοφῃ
, χθόν ' Ἀρκάδων , κλῄσω γραφῇ τῇδ ' ἐν σοφῇ πάγκλειτ ' ἔπη συνθείς , ἄναξ , δύσγνωστα μὴ
ἔχουσιν τὴν δύναμιν . ἀλλὰ μηδενὶ φράσῃς ἀλλ ' ὡς σοφῇ ψυχῇ χρῶ . Χρυσάνθεμος βοτάνη γινωσκομένη ὑπὸ πάντων .
5778837 μανιᾳ
δῆθεν ἐλέους ἐχόμενον καθ ' ἑαυτὸν βουλευσάμενος , τάχα τῇ μανίᾳ τῆς φιλαργυρίας εἰς τοῦτο συνελαθείς , οὐχὶ δὲ συμπαθείᾳ
ἀπολωλεκότες ἄλλον ζητεῖν , οὐδέ γε παῖς αὑτοῦ ἔξω ἐν μανίᾳ γεγενημένος εἰδήσει τὸν πατέρα : ὁ δὲ μαθὼν ἑαυτὸν
5707599 ἀσπιδι
ἔθηκεν . ἀθετοῦνται στίχοι τρεῖς , ὅτι οὐκ ἐνέσχηται τῇ ἀσπίδι τὸ δόρυ τοῦ Ἀχιλλέως , ἀλλὰ διὰ πρὸ Πηλιὰς
δὲ κόσμος τοῦτ ' ἐστί μοι . Ὡς ἥρως ἐν ἀσπίδι ξενίσαι βούλομαι : λέ - γεται ἐπὶ τῶν τοὺς
5701319 μαστιγι
δήμιον τυχεῖν , πολλοὺς δὲ πολλῶν ἐξαγισθέντας δόμων ἄνδρας διπλῇ μάστιγι , τὴν Ἄρης φιλεῖ , δίλογχον ἄτην , φοινίαν
ἐπύθετο Ξέρξης , δεινὰ ποιεύμενος τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευσε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς καὶ κατεῖναι ἐς τὸ πέλαγος πεδέων ζεῦγος .
5661549 μελιλωτινον
μαλάχας μὲν ἐξερῶν , ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον
μαλάχας μὲν ἐξερῶν , ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον
5629688 Κορωνιδι
Ἀπόλλων : οὐκέτι ὑπομενῶ τὸ ἐμὸν σπέρμα ἰδεῖν συναπολλύμενον τῇ Κορωνίδι . βάματι δ ' ἐν πρώτῳ : ἐὰν μὲν
αὐτόν φησι τὸν Ἀπόλλωνα παρὰ τοῦ νοῦ πυθόμενον ἐπιπέμψαι τῇ Κορωνίδι τὴν Ἄρτεμιν . Τὸν δὲ περὶ τὸν κόρακα μῦθόν
5618212 σεβῃ
φρίσσω δὲ ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . : σέβῃ θνατοὺς ] Φιλάνθρωπος εἶ . : φέρ ' ὅπως
, ἀστέρας ἐμόρφωσεν ἀπλανεῖς , δρόμον διετάξατο , οὓς σὺ σέβῃ θεούς , γῆν δὲ τοῖς ἄνθεσιν ἐκαλλώπισεν , ἄνθρωπον
5613046 ἀηδονι
καὶ μή με ἄλλως νομίσῃς ὡραΐζεσθαι τῷ κύκνῳ καὶ τῇ ἀηδόνι , καθάπερ οἱ κομψοὶ σοφισταὶ οἱ κομμοῦντες τοὺς λόγους
πώγωνα πήσσεται . οὐ θεμιτόν : ὡς οὐ θέμις κίσσας ἀηδόνι φιλονεικεῖν οὐδ ' ἔποπας πρὸς κύκνους , οὕτως οὐδὲ
5553434 Ἰλιαδι
τε καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις : ἅπαξ ἐνταῦθα ἐν τῇ Ἰλιάδι τὸ λόγοις . . : καὶ ἅπαξ ἐν τῇ
ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει . * ) ὅτι καὶ ἐν Ἰλιάδι παρὰ Διὸς ἔχει γέρας τοῦτο Θέμις . . .
5549529 κλεισω
. . ὥσπερ παρὰ τὸν δείσω μέλλοντα γίνεται δεινὸς καὶ κλείσω κλεινός , οὕτως καὶ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν
παρὰ Βοιωτοῖς κτλ . . , : κλεινός : κλείω κλείσω κλεινός . . , : κλωστήρ : παρὰ τὸ
5514973 κλινῃ
τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀντιφίλου , καὶ τὰ φώρια ἐξέφερον ὑπὸ κλίνῃ τινὶ ἐν σκοτεινῷ κείμενα . ὅ τε οὖν Σύρος
παρὰ τῇ γυναικί , οἱ δ ' ὕστερον ἐν τῇ κλίνῃ γυμνὸν ἑστηκότα . ἐγὼ δ ' , ὦ ἄνδρες
5496055 φρενιτιδι
ἑκάτερος λύσις . ὁ δὲ λήθαργος ἐναντίον πάθος ἐστὶ τῇ φρενίτιδι . καταφορὰ γάρ ἐστι βαθεῖα καὶ δυσανάκλιτος . οἱ
λημᾷς ἐν κολοκύνταις . ὥσπερ γάρ φαμεν ” νοσῶ ἐν φρενίτιδι “ , οὕτω δέον εἰπεῖν ” εἰ μὴ λημᾷς
5480602 χαρᾳ
. κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη : χαροπὴ , ἐν χαρᾷ . Λαῖτμα : βαθὺ , κῦμα . κατὰ λαῖτμα
δὲ τὸν ἄνδρα τοῦτον τὴν ἐσχάτην τραγῳδίαν εἰσαγαγόντα καὶ νικήσαντα χαρᾷ περιπεσεῖν ἀνυπερβλήτῳ , δι ' ἣν καὶ τελευτῆσαι .
5465130 εἰρωνειᾳ
πρὸς τὸν Ἀδείμαντον ἔτι Σωκράτης λέγει , τῇ συνήθει χρώμενος εἰρωνείᾳ . ἀλλὰ μὴν καί κτλ . . ὅτι ἀλήθειαν
, φίλου , τοῦ Πολυμήστορος . τὸ δὲ ξένου ἐν εἰρωνείᾳ φησίν : ὅστις , Πολυμήστωρ , σπείρει , ἀντὶ
5464154 ἑστηκ
γραῦς τις κακοδαίμων , αὐτόθεν δ ' οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ' ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας
' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ μέν τι δώσεις
5453921 εὐπειθειᾳ
δ ' αὖ κἀκεῖνος ὃς αὐτῷ πάντα νοήσῃ , τῇ εὐπειθείᾳ τὰ πρωτεῖα διδούς , τῇ φρονήσει δὲ τὰ δευτερεῖα
, ὦ Ἀλεξανδρεῖς , Ἀρείου μὲν συμβουλῇ , ἐμοῦ δὲ εὐπειθείᾳ . ἆρα δοκεῖ μὲν οὗτος ὁ αὐτοκράτωρ φαυλότερόν τι
5451916 πηρᾳ
πείσειν αὐτὸς ἐπηγγέλλετο . Καὶ γενομένης ἡμέρας ἔχων ἐν τῇ πήρᾳ τὰ γνωρίσματα πρόσεισι τῷ Διονυσοφάνει καὶ τῇ Κλεαρίστῃ καθημένοις
τρίτῃ Διαδοχῶν Διόδωρον τὸν Ἀσπένδιον , καὶ πώγωνα καθεῖναι καὶ πήρᾳ καὶ βάκτρῳ χρῆσθαι . Τοῦτον μόνον ἐκ πάντων Σωκρατικῶν
5451348 Ἀκαρνανα
μὲν ἄλλους ἰατροὺς οὐκ οἴεσθαι εἶναι βιώσιμον , Φίλιππον δὲ Ἀκαρνᾶνα , ἰατρόν , ξυνόντα Ἀλεξάνδρῳ καὶ τά τε ἀμφὶ
τῷ Μινωταύρῳ παγκρατιαστικῶς ἀγωνίσασθαι . Ἀριστοτέλης δὲ Λεύκαρόν φησι τὸν Ἀκαρνᾶνα πρῶτον ἔντεχνον τὸ παγκράτιον ποιῆσαι . ὁ δὲ νοῦς
5450295 φατνῃ
. καὶ οὗτος ἀγανακτήσας ἐκέλευσε παίοντας αὐτὸν ἀπαγαγεῖν καὶ τῇ φάτνῃ προσδῆσαι . ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι οὐ πάντες
ζυγόν , οὓς ὃ γεραιὸς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ . Τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι κῆρυξ καὶ
5446994 ῥαψῳδιᾳ
ἀθύρει παίζει , καὶ ἀθύρματα παίγνια , ἐν τῇ Ο ῥαψῳδίᾳ τῆς Ἰλιάδος “ ὅς τ ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ
τοῦ πρὸς Καλυψὼ διαπεραιουμένου Ἑρμοῦ , ἐν δὲ τῇ Α ῥαψῳδίᾳ τῆς Ὀδυσσείας οὐκέτι . . τοσσάδ ' ὀνείατ '
5434020 ἐμβασει
δ ἐν ὀξυκράτῳ σὺν Γρ . α καστορίου ἐν τῇ ἐμβάσει τοῦ λουτροῦ προμασησαμένων αὐτῶν ἰσχάδας καὶ ἀποπτυσάντων ἢ ἀμμωνιακοῦ
προείρηται : ὁ δὲ τῶν φύλλων τῆς ῥαφάνου χυλὸς πινόμενος ἐμβάσει μάλιστα δυσουριῶσιν ἀπὸ ψύξεως , ὀνίνησι μεγάλως , διὰ
5430692 Ἡδονῃ
: ἅδ ' ἐγὼ ἁ τλάμων Ἀρετὰ παρὰ τῇδε κάθημαι Ἡδονῇ , αἰσχίστως κειραμένη πλοκάμους , θυμὸν ἄχει μεγάλῳ βεβολημένα
παῖς , καὶ ἀγαθὸς τὴν φύσιν , καὶ χαίρειν τῇ Ἡδονῇ φράσας , ἐπιτρέπει ἑαυτὸν τῇ Ἀρετῇ ἄγειν . Φέρε
5421751 ὀρνιθιον
τὰς ἐκεῖ θείας καὶ εὐδαίμονας φύσεις κατανοοῦσα , καλεῖται δὲ ὀρνίθιον . ἵνα δὲ τὴν ἀρετῶν κύησιν καὶ ὠδῖνα εἴπωμεν
φαρμάκωι , τὸ δὲ λοιπὸν οὐ μετεῖχε . τούτωι τέμνεται ὀρνίθιον μικρόν , μέγεθος ὅσον ὠιοῦ : ῥυνδάκην Πέρσαι τὸ
5417455 ἀλωπεκι
θήραν . καὶ ἔστι τὸ μάθημα : πράωι λαγῶι καὶ ἀλώπεκι τιθασῶι κρέας προσαρτῶσι , καὶ μεθιᾶσι θεῖν , καὶ
φησὶν αὐτὸν λέοντι θηρεύοντι ἐοικέναι , κατὰ δὲ τὴν μῆτιν ἀλώπεκι , ἥτις ἀνακλινομένη ὑπτία πρὸς τὸ ἑτοίμως ἀμύνεσθαι ,
5416604 ᾠδῃ
ἰσχὺν μήτε πρὸς ὠκύτητα εὖ πεφυκότι , κιθάρᾳ δὲ καὶ ᾠδῇ ῥᾳδίως κρατήσειν ἐπείσθη ὑπὸ καταράτων ἀνθρώπων οὓς εἶχε περὶ
ἐκτροπὰς ἔχων . ἵν ' οὖν ἔχῃ μῆκος περιποιῆσαι τῇ ᾠδῇ , ἐπὶ τὴν κοινότητα τῶν ἐπαίνων τῆς πατρίδος αὐτοῦ
5406538 ἀφροσυνῃ
τῷ σωφρόνως ; Ἔφη . Οὐκοῦν τὰ μὲν ἀφρόνως πραττόμενα ἀφροσύνῃ πράττεται , τὰ δὲ σωφρόνως σωφροσύνῃ ; Ὡμολόγει .
μόνον ἐναντίον εἶναι , πλείοσιν δὲ μή , τῇ δὲ ἀφροσύνῃ ἑνὶ ὄντι σοφία ἐναντία καὶ σωφροσύνη αὖ φαίνεται :
5400383 ναπῃ
Ἐμμενίδαις ] * Ἔνθα , ἐν τῇ πολυχρύσῳ λέγω Ἀπολλωνίᾳ νάπῃ , ἤγουν ἐν τῇ Πυθίᾳ , τοῖς εὐδαίμοσιν Ἐμμενίδαις
καὶ ἐτετήκει διὰ κρήνην τινὰ ἣ πλησίον ἦν ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ . ἐνταῦθ ' ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο καὶ οὐκ ἔφασαν πορεύεσθαι
5396394 ἀμιδι
εἴχετο [ ] ν : ἐν δὲ [ τῆι ] ἀμίδι [ ] ἐξελεῖν δ ' ἀμήχανον [ καί ]
πρὸς ποδῶν , ἔπειτα πρόσθες , καὶ θέρμαινε ἢ ἐν ἀμίδι ἢ ἄλλῳ τινὶ , ἕως ἂν κατατακῇ : ἢν
5387418 κλεπτοντας
ἑαυτῷ τοιοῦτόν τι διαπεπραγμένῳ : ὥσπερ οὐ πάντας καὶ τοὺς κλέπτοντας καὶ ἱεροσυλοῦντας τούτῳ τῷ τεκμηρίῳ χρωμένους . οὐ γὰρ
μὴ καλῶς ὑπηρετοῦντα . κἀκεῖνοι οὖν τοὺς ἁλισκομένους ὡς κακῶς κλέπτοντας τιμωροῦνται . [ καὶ ὡς πλείστους δὴ ἁρπάσαι τυροὺς
5382749 παρφασις
ἔνι δ ' ἵμερος , ἐν δ ' ὀαριστύς , πάρφασις , ἥτ ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων ,
ἢ πληθυντικῶς πάρεισιν . παρηέρθη παρηνέχθη . παραρητοῖσι παραμυθητικοῖς . πάρφασις παραμυθία . παρελεύσεται παραδράμει , παραλογιεῖται . μετενήνεκται δὲ
5377886 συγχυσει
' αὔξησις τῶν ἐλαττόνων , οἷα ἡγεμόσιν ὑπηκόων ἐπιτιθεμένων ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου , τῆς τάξεως . εἶτ
μὲν ἐπ ' εὐαίωνι τύχᾳ , τὸ δ ' ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς . Θεόφιλος δέ φησι : τίς φησι τοὺς
5371274 πτωχῳ
ἠμφίεστο , ἀπῄει πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως , οὐ πτωχῷ , φησίν , ἐναλίγκιος οὐδὲ ἱκέτου ἐν σχήματι κατεπτηχότος
ὄπισθε μένοντες . ὁ δ ' ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ
5366876 παιδιᾳ
, δᾳδοῦχος , καὶ ἐκ συμποσίου ἱεροφάντης , καὶ ἐν παιδιᾷ τελεστής . Ἀγαθὸν δὲ ἀγαθοῦ ἀπορρητότερον οὐκ ἂν εὕροις
λέγεις ; Ἐμοὶ μὲν φαίνεται τὰ μὲν ἄλλα τῷ ὄντι παιδιᾷ πεπαῖσθαι : τούτων δέ τινων ἐκ τύχης ῥηθέντων δυοῖν
5357275 βασανῳ
καὶ νῦν εἴρηκε περὶ ἐμοῦ φλαῦρον οὐδέν , τῇ αὐτῇ βασάνῳ βασανιζόμενος . Τοῦτο μὲν γὰρ οὐκ ἦν αὐτῷ ἐλευθερίαν
ἔοικεν , αὐτὸς αὑτῷ πεποίηκεν εὐθέως : διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ . . . : παῖς δὲ ὢν ὁ Πίνδαρος
5357036 Ἰθακῃ
ἐν Βοιωτίᾳ κατὰ Λυκόφρονα ἐγεννήθη εἴτε κατὰ τὸν Σειληνὸν ἐν Ἰθάκῃ , ὡς καὶ Ὅμηρος λέγει ὃς τράφη ἐν δήμῳ
Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ ' ἱκέσθαι , [ υἱὸν Λαέρτεω , Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί ' ἔχοντα . ] ἀλλ ' εἴ
5344288 παρορμων
τοῦ σκότους τὴν ἀπρόοπτον δέξεται τιμωρίαν . οὕτω παραινῶν καὶ παρορμῶν εἰς μάχην , προωδοποίει τὴν σφαγὴν τοῖς ἀξίοις .
διέλειπεν , αὐτός τε ἐν ὅπλοις ὢν καὶ τὸν στρατὸν παρορμῶν . τότε τοίνυν τὴν γέφυραν ζεύξας ἔμελλεν ἐπὶ Γερμανοὺς
5344017 καλαυροπι
ἐπειδὴ κακούργων ὑποδοχαῖς εὔθετον ἑώρα τὸ χωρίον , ἐπικατασκάπτει τῇ καλαύροπι τὸ σπήλαιον . ἁγνίσας δὲ τῷ ποταμῷ τὸν φόνον
ἐπὶ ποτόν , πότε ἀπάγειν ἐπὶ κοῖτον : ἐπὶ τίσι καλαύροπι χρηστέον , ἐπὶ τίσι φωνῇ μόνῃ . Οἱ δὲ
5339736 μωρε
σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι
σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι
5330729 Ἀντιγονῃ
γὰρ θάνατον Μενοικέως ἡ μήτηρ αὐτοῦ ζῇ , ὡς ἐν Ἀντιγόνῃ φησί [ ] : καὶ μὴν ὁρῶ δάμαρτα τὴν
, : ἁρμός : ἡ ἁρμογὴ καὶ συνάφεια . Σοφοκλῆς Ἀντιγόνῃ : „ ἀθρήσαθ ' ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ „ .
5326782 παροιμιᾳ
γιγνομένων παίδων καὶ χρημάτων καὶ διαφθειρομένων καὶ μάλιστα πείθεται τῇ παροιμίᾳ : οὔτε γὰρ χαίρων οὔτε λυπούμενος ἄγαν φανήσεται διὰ
εἰς θυσίαν ταύτην τῷ βωμῷ προσήγαγεν . Ἐχρήσαντο γοῦν τῇ παροιμίᾳ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπὶ τῶν παραπαιόντων . Ἐμοὶ μελήσει ταῦτα
5320868 κοιτῃ
, αὐτὸ δὲ τὸ ἐγρηγορέναι δοκεῖν νυκτὸς κατακεκλιμένον ἐν τῇ κοίτῃ φροντίδας ὑπερβαλλούσας τινὰς τοῖς εὐποροῦσι προαγορεύει , πένησι δὲ
διῄρηκα . ἔτι κἀκεῖνο . οὔτε πλέοντα οὔτε ἐν τῇ κοίτῃ κατακείμενον οὔτε ἐπὶ γῆς ὕπτιον ἢ πρηνῆ ὑπὸ κεραυνοῦ
5315683 ἐρωμενῃ
μὲν ἐραστῇ φιλητόν ἐστι τὸ εἶδος , τῇ δ ' ἐρωμένῃ τὰ χρήματα : ἐν οἷς παγχάλεπόν ἐστι τὴν κατ
πάλιν προσθήσοντές τι παραλειφθὲν τοῖς εἰρημένοις καὶ μεστὸς οὐδεὶς γέγονεν ἐρωμένῃ λαλῶν . μόλις γοῦν ἀναστρέφουσιν οἴκαδε πολλάκις ἑαυτοὺς ἐπιπλήττοντες
5310021 μαντειᾳ
δὲ αὐτῷ Πειθαγόραν πυνθανόμενον τίνα μάλιστα φοβούμενος χρήσασθαι ἐθέλοι τῇ μαντείᾳ . τὸν δὲ γράψαι αὖθις ὅτι τόν τε βασιλέα
οὐχὶ πειραθεὶς ἁπάντων ; ὡς τόν γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα . οὐχ οὕτως ἐλέγομεν
5307932 ἐκκρουστον
οὐκ ἐζωγραφημένον ἀλλ ' ἔξω αἰωρημένον διά τινος μηχανῆς . ἔκκρουστον ] καταπληκτικόν . Ξ ἔκκρουστον ] καταπληκτικὸν τῇ αἴγλῃ
. . μετὰ μηχανῆς προσκεκαρφωμένην καὶ ἐζωγραφημένην . . λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας ] πρὸς τὸ λαμπρὸν τέθεικε καὶ τὸ ἔκκρουστον
5299820 ἀφιλον
ξένης , ὦ τλάμων , ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι . Ἄγε νυν σύ
τινὰς τούτοις ἄγει : καὶ γὰρ ἂν ψυχρὸν εἴη καὶ ἄφιλον . καίτοι τινὲς στίχον προσέγραψαν τὴν αἰτίαν προστιθέντες :
5296388 προσσεσηρως
ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκινῶν δὲ σέλινα
νεωτέρους παράσιτος . εἴποις δ ' ἂν καὶ κύων προσσαίνων προσσεσηρώς , ἐπισίτιος , λυμεὼν τῆς νεότητος , ἀσύμβολος ,
5291145 ἐποτρυνων
, ὅς τις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ . Ὣς φάτ ' ἐποτρύνων : Τρώεσσι δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ κέκλεθ ' ὁμοκλήσας ,
χρυσόν τε , τά οἱ Μενέλαος ἔδωκε : καί μιν ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ σπουδῇ νῦν ἀνάβαινε κέλευέ
5286772 ἀποπληξιᾳ
οὐδ ' ἐγγὺς ὑπολάβοι , ὅστις μὴ παρίησι τοὺς Ἁλωάδας ἀποπληξίᾳ . ἡ δὲ εἰς ἀνθρώπους ἀρετὴ καὶ πρᾳότης καὶ
πάντων πρὸς ἑαυτόν , σὺν δὲ τούτοις καὶ λελυμένος τῇ ἀποπληξίᾳ καὶ πᾶν ὃ ἂν οἰηθῇ λέγων : νοεῖ δ
5280759 κωμῳδιᾳ
τραγικῆς ὀρχήσεως . ἔστι δὲ τοὔνομα καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ , ὡς παρὰ Νικοφῶντι . Κοροπλάθος : Ἰσοκράτης ἐν
εἰρκτὴ δ ' ἡ λαιά . τὸ δὲ κλισίον ἐν κωμῳδίᾳ παράκειται παρὰ τὴν οἰκίαν , παραπετάσματι δηλούμενον . καὶ
5274613 κηρυξας
, οὓς ἔφυς ' , ἀναλώσας ἔχει εὐφημίαν μὲν πρῶτα κηρύξας ἔχω ὀργὴ γέροντος ὥστε μαλθακὴ κοπὶς † ἐν χειρὶ
Μούσης ὡς ἀληθῶς βοᾷ Στεντόρειον εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὥσπερ σιωπὴν κηρύξας Σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι
5274073 ἀπαγγελιᾳ
πάντα ἥνωται , ἐκεῖ ἡνωμένως καὶ αὐτὸς καὶ συνεσπειραμένως τῇ ἀπαγγελίᾳ ἐχρήσατο εἰπών θεῶν μὲν οὖν ἵπποι τε καὶ ἡνίοχοι
Εὐξένου , τί δῆτα οὐ ξυγγράφοι καίτοι γενναίως δοξάζων καὶ ἀπαγγελίᾳ χρώμενος δοκίμῳ καὶ ἐγηγερμένῃ ” ὅτι ” ἔφη „
5273384 ἀλαζονειᾳ
τὴν διὰ τοῦ γάλακτος ἀποστρεφόμενον . ἐὰν οὖν τις εἴξας ἀλαζονείᾳ | θεράποντος ὀδόντα ἐκκόψῃ τὸν ὑπηρέτην καὶ ὑποδιάκονον τῶν
ἅπαντες ἴδωσι γένος εἰς δουλείαν μετανιστάμενον πολλῇ κατ ' Ἀθηναίων ἀλαζονείᾳ χρησάμενον : πλήρωσον τῶν τριηρῶν , ὦ Μιλτιάδη ,
5263685 ἐφαπτιδι
δὲ ἄλλο τι ἐπιβόλαιον κατὰ τῶν ὤμων φορούμενον , ἐοικὸς ἐφαπτίδι : καὶ Ἡρόδοτος μαρτυρεῖ ἐν ζ καὶ Θεόπομπος ὁ
οὐρᾷ , καὶ τοῦ Τοξότου ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ ἐφαπτίδι . Δύνει δὲ ὁ Ὕδρος ἐν ὥραις τέσσαρσι .
5261933 φιλονεικουντα
ὅρα μὴ παίζοντα μᾶλλον τιθῇ σέ τις ἢ σπουδάζοντα καὶ φιλονεικοῦντα , ὅς γε καὶ ἐν αὐτοῖς τούτοις τοῖς λόγοις
δ ' ἑκάτερον πρόσεστιν , ἀποστρέφει καὶ μετωπηδὸν ἀνθίσταται καὶ φιλονεικοῦντα πρὸς τὸν ἀντίπαλον προθυμίαις καὶ τόλμαις ἀηττήτοις γυμνάζεται ,
5257483 θηξας
παλάμῃ καὶ σὺν τῇ βοηθείᾳ καὶ τῇ συνεργίᾳ τοῦ θεοῦ θήξας καὶ διεγείρας καὶ ὀξύνας τῇ ἀρετῇ ὁρμᾶσαι καὶ ἀναβιβασθῆναι
ἄν . τινά . * τὸ ἀρετῇ ἢ πρὸς τὸ θήξας , ἵν ' ᾖ : παρακινήσας ἐν ἀρετῇ ,
5254099 ἐπικουρον
καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ κομιδῇ νέους , ἔσπευδεν ὡς ἔοικεν ἐπίκουρον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνου εἰσαγαγεῖν , ἐκείνου τε πρὸς τοῦτο
, τὸ λεγόμενον , φωνὴν ἱέντα , τῷ παλαιῷ νόμῳ ἐπίκουρον γίγνεσθαι λόγῳ ὡς εἰσὶν θεοὶ καὶ ὅσα νυνδὴ διῆλθες
5248260 ἀριδεικετε
ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ Ἀλκίνοε κρεῖον , πάντων ἀριδείκετε λαῶν , ὥρη μὲν πολέων μύθων , ὥρη δὲ
: ὁ ἄγαν ἐμφανής : Ὅμηρος : Ἀλκίνοε , πάντων ἀριδείκετε ἀνδρῶν . παρὰ τὸ δείκω ῥῆμα , τὸ δηλῶ
5246490 ἐμῃ
Καὶ πρῶτον μὲν αὐτὰ ταῦτα σκοπεῖτε , ὅτι οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾶλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ . Οὔτε γὰρ πείσας
γενήσομαι παίζων ἔμπροσθεν τοῦ δεσπότου μου . εὐφρανθήσεται γὰρ τῇ ἐμῇ παιδιᾷ καθάπερ καὶ τῇ τοῦ κυνός : τὸ γὰρ
5235691 κολοιῳ
γὰρ εἰς τὸν κύκνον ἰδεῖν καλόν , τὸ δὲ τῷ κολοιῷ δοῦναι χώραν οὐ καλόν , ἀλλ ' ἀτεχνῶς τὸ
ὁδοῦ καθηγεμόσιν ὀρνέοις , ὁ μὲν κορώνῃ , ὁ δὲ κολοιῷ . ὀνομάζονται δὲ ὁ μὲν Πεισθέταιρος , ὁ δὲ
5229294 Ὑγειᾳ
δὲ ἀγάλματι τῆς Ἀθηνᾶς τῇ μὲν Ἀσκληπιός , τῇ δὲ Ὑγείᾳ παρεστῶσά ἐστι λίθου τοῦ Πεντελησίου , Σκόπα δὲ ἔργα
δὲ ἱερὸν θεῶν οὓς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν : ἐποίησε δὲ καὶ Ὑγείᾳ ναὸν καὶ Ἀσκληπιῷ καὶ Ἀπόλλωνι ἐπίκλησιν Αἰγυπτίοις . καὶ
5223016 ἁψαι
εἶτα ἀκούει φωνῆς , καὶ ἔλεγεν αὕτη τῶν νεβρῶν μὴ ἅψαι . οὐκοῦν ἐπεὶ πολλὰ περιβλέψας οὐδὲν ἐθεάσατο , ἔδεισε
, τὰ γύναια καὶ τοὺς παῖδας ἀνελεῖν καὶ τὸ πῦρ ἅψαι καὶ ἑαυτοὺς ἐπικατασφάξαι . οἳ μὲν δὴ μάρτυρας τῶνδε
5222926 εὐδαιμονιῃ
- δίδοσαν , τῶν δὲ ἀνδρῶν ἐδέοντο . Αἰγινῆται δὲ εὐδαιμονίῃ τε μεγάλῃ ἐπαρθέντες καὶ ἔχθρης παλαιῆς ἀναμνησθέντες ἐχούσης ἐς
γῇ κρύπτουσι , ἐπιλέγοντες ὅσων κακῶν ἐξαπαλλαχθείς ἐστι ἐν πάσῃ εὐδαιμονίῃ . Οἱ δὲ κατύπερθε Κρηστωναίων ποιεῦσι τοιάδε . Ἔχει
5217625 ἀλῃ
: δεσμοῦσι ἀλυσθαίνοντος δέ , τουτέστιν ἀδημονοῦντος , καὶ ἐν ἄλῃ τυγχάνοντος , ἤγουν ἀδημονίᾳ . * ἀλυσθαίνοντος : λύπαις
Ἀλαζών : ὁ ἀπατεὼν † ἢ κομπαστής , ὁ ἐν ἄλῃ καὶ πλάνῃ ζῶν . ἢ ὁ ἐκ τοῦ ἀλᾶν
5215785 βραδυγλωσσος
καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας ,
υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος
5214152 γνωμᾳ
ὄντως . ἦν ] ὑπῆρχε . . ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ ] καὶ καταρχὰς ἐνόησε τοῦτο . . ὡς τὸ
, ὅτι πλείσταισι βˈροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις , εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς . εἰ δ ' ἀριστεύει μὲν
5213367 φαει
μὴ γὰρ ἦν τόδ ' , οὐκ ἂν ἦμεν ἐν φάει . αἰνῶ δ ' ὃς ἡμῖν βίοτον ἐκ πεφυρμένου
ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει , κρυφᾷ δέ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν
5202792 κορυνῃ
ἀνελὼν καὶ ἐν Ἐπιδαύρῳ τῇ ἱερᾷ Περιφήτην Ἡφαίστου νομιζόμενον , κορύνῃ χαλκῇ χρώμενον ἐς τὰς μάχας . καθήκει δὲ ὁ
' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ , ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας . τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ , οὔ
5198590 μαντικῃ
τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου . Ὁρκίοισι δὲ καὶ μαντικῇ χρέωνται τοιῇδε . Ὀμνύουσι μὲν τοὺς παρὰ σφίσι ἄνδρας
μηθ ' ὅντινα τρόπον τὸ αὐτεξούσιον τῆς ἀνθρωπίνης γνώμης χρῆται μαντικῇ , μήθ ' ὅπως , ἀληθευούσης τῆς μαντικῆς ,
5193057 ἑτεροισι
Σύρτιος τὸ σίλφιον . Νόμοισι δὲ χρέωνται οὗτοι παραπλησίοισι τοῖσι ἑτέροισι . Γιλιγαμέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Ἀσβύσται :
ἔοικεν ἢ ἑωυτῶι τὸν * * * αὐτὸν ἐφ ' ἑτέροισι γίγνεσθαι : δεῖ δέ κως οὕτω καὶ ταῦτα κοσμηθῆναι
5189696 ξενοισιν
οὐ σοφὸς γεγώς , ὅστις κόρας μὲν θεσφάτοις Φοίβου ζυγεὶς ξένοισιν ὧδ ' ἔδωκας ὡς δόντων θεῶν , λαμπρὸν δὲ
τροφὴν μόνον σαίνει , ἀεὶ δ ' ὑλακτεῖ , καὶ ξένοισιν οὐ χαίρει . Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος . οὗτος ἀρρώστῳ
5181174 παρρησιᾳ
μὴ δεῖν κολακεύειν τὰ πλήθη : Περικλῆς δέ γε πλείστῃ παρρησίᾳ χρησάμενος φαίνεται . διαμάχεσθαι δεῖν ὑπὲρ τοῦ βελτίονος :
μὲν γὰρ πατρίκιοι κράτιστον ἀνδρῶν λέγοντες ἐπῄνουν αὐτὸν ἐπὶ τῇ παρρησίᾳ καὶ μόνον ἀπέφαινον ἐξ ἁπάντων σφῶν ἐλεύθερον , ὃς
5178872 ἀδεψητον
” ἀδέψητον ἀμάλακτον , οἷον ἀνέργαστον : “ κἂν μὲν ἀδέψητον βοέην στόρες ' , αὐτὰρ ὕπερθε πόλλ ' ὀΐων
“ ἣν οὔπω τις ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ . ” ἀδέψητον ἀμάλακτον , οἷον ἀνέργαστον : “ κἂν μὲν ἀδέψητον
5170664 σμινυῃ
, καὶ τῇ σκαπάνῃ προσανέχων ὑπὸ τῇ δικέλλῃ καὶ τῇ σμινύῃ τῆς μὲν τρυφῆς ἐπιλήσεται , παθὼν δὲ γνώσεται οἷόν
ὅπλῳ , καὶ τεθηγμένον αὐτὸν φυλάττουσι , τῷ δὲ ὡς σμινύῃ : καὶ γὰρ ἐν αὐτῷ ῥίζας ὀρύττουσι καὶ δένδρα
5166479 μεσοισι
κακῶν ; ἅπασι γὰρ πρώτοισι χρήσασθαι πάρα κἀν ὑστάτοισι κἀν μέσοισι πανταχοῦ . τί δ ' ἔστιν ; ὥς μοι
συνέμπορον οὐδ ' ἐπίκουρον κεῖνοι , τρηχὺ δὲ κῶλον ἐνηρείσαντο μέσοισι πεπταμένοις : τὰ μὲν ὧδε πιέζεται , οἱ δὲ
5160567 σατυρικῳ
μορίων τὴν φάβα οὐκ ὀνομάζει , καίτοι Αἰσχύλου ἐν τῷ σατυρικῷ Πρωτεῖ οὕτω μνημονεύοντος τοῦ ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν
στενόστομον αὐτὸ καλεῖν , εἴρηται δὲ τοὔνομα ἐπὶ ἀμφορέως ἐν σατυρικῷ δράματι Κήρυξι τοῖς Αἰσχύλου στενόστομον τὸ τεῦχος . ἔξεστι
5159736 ζευγλῃ
κέρας ἄκρον ἐρύσσας εἷλκεν ἐπικρατέως παντὶ σθένει , ὄφρα πέλασσεν ζεύγλῃ χαλκείῃ : τὸν δ ' ἐν χθονὶ κάββαλεν ὀκλάξ
δὲ βόεσσιν ἐοικότες ἐπτοίηντο οὕς τ ' ἄμοτον μεμαῶτας ὑπὸ ζεύγλῃ καὶ ἀρότρῳ τύψῃ ὑπὸ λαπάρην ταναοῖς ὑπὸ χείλεσιν οἶστρος
5159725 Κλαρῳ
ὁ Ἀπόλλων . εἰκάζει οὖν τὴν Κασσάνδραν βάκχῃ τῇ ἐν Κλάρῳ καὶ τῆς σιβύλλης ἐπιστήμονι καὶ τῇ Σφιγγί . ἡ
οὐδ ' ἐκφυγέειν δυνατόν σοι . Εἰδὼς δὲ τοὺς ἐν Κλάρῳ καὶ Διδύμοις καὶ Μαλλῷ καὶ αὐτοὺς εὐδοκιμοῦντας ἐπὶ τῇ
5159541 ὀτρυνεις
ἠξίου παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις ; . . μεθεστηκότων ] ἤτοι μεταστάντων τοῦ εἰπεῖν
ὀρθὸν οὖς ἵστησιν , ὡσαύτως δὲ σὺ ἡμᾶς τ ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπῃ . Τοιγὰρ τὰ μὲν δόξαντα
5158414 θεοπροπεων
εἰσῆλθ ' ἑκατόμβας , Κάλχας δ ' αὐτίκ ' ἔπειτα θεοπροπέων ἀγόρευε : τίπτ ' ἄνεῳ ἐγένεσθε κάρη κομόωντες Ἀχαιοί
ἀφλάστῳ περικάππεσεν . ὦκα δὲ Μόψος τοῖον ἔπος μετὰ πᾶσι θεοπροπέων ἀγόρευσεν : “ Υμμι φίλοι τόδε σῆμα θεῶν ἰότητι
5157930 Εἰρηνῃ
ὃ ἐνετίθετο τὰ ἐπιτήδεια , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης δηλοῖ ἐν Εἰρήνῃ . Γύλιππος : ὄνομα κύριον , Λακεδαιμόνιος . Γύλων
τοῦτον τέως τὸν ἄνδρα περιεζώσατο . καὶ ἔτι ἐν τῇ Εἰρήνῃ εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἕως : λέγει δὲ ὁ ἱπποκομῶν
5156340 ὀϲμῃ
λίθου γαγάτου προκριτέον τὸν ταχέωϲ ἐξαπτόμενον καὶ ἀϲφαλτίζοντα ἐν τῇ ὀϲμῇ . μελαντηρία ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ θειόχρουϲ λεῖα ὁμαλὴ καθαρὰ
γεύϲει . Ἄϲφαλτοϲ καλλίϲτη ἡ πορφυροειδὴϲ ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται
5153376 φιαλῃ
πετάχνῳ τινί , ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ , μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . Νυνί
# # ιʹ , λειώσας πάνυ καλῶς , βάλε ἐν φιάλῃ ὑελίνῃ . Εἶτα βαλῶν ὄξος δριμύτατον ⸕ βʹ ,
5147805 Πυθωνι
τῇ πολλὰ ὑποδεχομένῃ θύματα . ἐν δ ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι : ὁ νοῦς : ἐν δὲ Πυθῶνι ὢν ὁ
νίκαις ἱππόβοτον πατρίδ ' ἐπευκλεΐσας Ὀλυμπίᾳ δίς , ἐν δὲ Πυθῶνι τρία , δύω δ ' ἐν Ἰσθμῷ , πεντεκαίδεκ
5146007 Μηδειᾳ
' ἧς ποιῆσαι τὰ μέλη καὶ τὴν διάθεσιν Εὐριπίδην ἐν Μηδείᾳ καὶ Σοφοκλέα τὸν Οἰδίπουν . Ἐρατοσθένης φησὶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
τῇ γενικῇ . Ἄλλως τε δὲ διὰ τοῦτο ἐν τῇ Μηδείᾳ δοτικῇ μακρόν ἐστι τὸ α , ἐπειδὴ τὸ ι
5141421 εὐπραγιᾳ
' ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς : ἢ λύπη ἐπὶ τῇ τῶν ἐπιεικῶν εὐπραγίᾳ . γʹ Ζῆλος δὲ λύπη ἐπὶ τῷ ἕτερον τυγχάνειν
κοσμῆται καθ ' ἑκάτερον , διανοίᾳ τε χρώμενος ἀνεπιλήπτῳ καὶ εὐπραγίᾳ βίου , ᾧ μηδὲν ὄνειδος πρόσεστι . τῷ δὴ
5126069 ἀοιδᾳ
Ἀρκεσίλαον κοινὴν ἔχουσι τὴν χάριν οἱ πρόγονοι . τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει : πρέπει τὸν Ἀπόλλωνα εὐχαριστεῖσθαι ὑπ '
Τ ' Ἀρκε - σίλᾳ ] Τῷ . Τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν ] * Ὀφείλει ,
5126066 θαρσυνειν
ἔτι ὑγιῆ εἶναι . Ἢν δὲ μὴ ἴῃ ὀδμὴ , θαρσύνειν : κἀπειδὰν μέλλῃ εὕδειν , προστιθέσθω τὸ αἰγύπτιον ἔλαιον
ὕπνον καί οἱ δόξαι ἐν τῇ ὄψι ἐπιστάντα τὸν θεὸν θαρσύνειν ὡς οὐδὲν πείσεται ἄχαρι ἀντιάζων τὸν Ἀραβίων στρατόν :
5125446 Μεθῃ
ὑστερίζων , καὶ παρῆν ἅμ ' ἡμέρᾳ . ἐν δὲ Μέθῃ : ἐμὲ γὰρ διέτριψεν ὁ κομψότατος ἀνδρῶν Χαιρεφῶν ἱερὸν
Ἄλεξις ἐν Ὀρέστῃ Νικόστρατός τε ἐν Πλούτῳ Μένανδρός τε ἐν Μέθῃ καὶ Νομοθέτῃ , Φιλωνίδης τε ἐν Κοθόρνοις οὕτως :
5121369 ἀναισθησιᾳ
τῇ θρασύτητι . ἡ δὲ σωφροσύνη μᾶλλον ὁμοία ἐστὶ τῇ ἀναισθησίᾳ ἢ τῇ ἀκολασίᾳ καὶ διὰ τοῦτο ἐναντιωτέρα ἐστὶ τῇ
διὰ τὸ αἰσθανομένων εἶναι τὸ ἀγαθόν : ἀλλ ' ἐν ἀναισθησίᾳ οὔτε κακόν τι εἶναι οὔτε ἀγαθόν . τὸ μὲν
5120824 ἐπεισας
δὲ οἶδε , φησίν , εἰ μισθώσας αὑτὸν τοῖς ἐναντίοις ἔπεισας οἴκοι δοκεῖν ἡσυχάζειν , ἕως ἂν δωρεὰν αἰτήσας λάβῃς
: τοιαῦτ ' ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις , Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς . σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας
5118756 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
5117429 ἠθαδας
καὶ ταύτῃ δήπου καταγνῶναι πάρεστι . τοὺς γοῦν ὄρνεις τοὺς ἠθάδας καὶ τοὺς ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν
ἐν Λακεδαίμονι ἐφήβων καθεστήκασιν . ἐπὶ δὲ τῇ θυσίᾳ κάπρους ἠθάδας οἱ ἔφηβοι συμβάλλουσι μαχουμένους : ὁποτέρων δ ' ἂν
5102787 τραγῳδιᾳ
φησιν , ὦ ποιητά μοι , τί βουλόμενος ἔγραψας ἐν τραγῳδίᾳ ἔρρ ' αἰσχροποιέ ; καταπλαγεὶς δ ' Εὐριπίδης τὴν
τινα χρόνον διατρίψαντα , καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγῳδίᾳ . . 〛 γόνιμον δὲ ποιητὴν : Ἀντὶ τοῦ
5096766 παλῃ
οὗ καὶ Ὅμηρος μέμνηται καὶ παρεισάγει Νέστορα λέγοντα Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη . οὗτος γὰρ μετὰ
δὲ ἐν ἁπαλῇ τῇ ψάμμῳ καθεύδει καμάτου αὐτὸν ὑποδεδυκότος ἐν πάλῃ καὶ παντὶ τῷ στέρνῳ τὸ ἆσθμα ἐφέλκεται χανδὸν ἐμπιπλάμενος
5090653 ἀτιμιᾳ
συνηγόρησε τῇ μητρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἡττηθεὶς ὑπάγει αὐτὸν τῇ ἀτιμίᾳ καὶ ἡ μήτηρ ἀντιλέγει : ἐνταῦθα γὰρ τὸ μὲν
ἕξοιεν , εἰ αὐτὸς παρείη . βαρέως δὲ φέρων τῇ ἀτιμίᾳ , προσελθὼν εἶπεν : Ὦ Ἀγησίλαε , μειοῦν μὲν
5080848 φροντιδι
, νοεῖσθαι δεῖ οὕτως : ἐπεζήτησέ τε αὐτὸν καὶ ἐν φροντίδι ἔσχεν ὅπως ἂν τὰ μέλλοντα προλέγειν παράσχῃ αὐτῷ :
, τῇ δ ' ἡμετέρᾳ λήψει τῆς τάξεως καὶ τῇ φροντίδι στοιχήσει μέν , δι ' ὅτι οἱ τεταγμένοι κατὰ
5080151 θεᾳ
φανείη κατὰ λόγον , ὅσον ἂν ἕκαστον κλαπῇ ἐν τῇ θέᾳ : ὅταν δὲ πάντα ὀφθῇ , ἀκριβῶς μετρηθέντα ὅσα
τούτων ἀνάπαλιν τῶν ἐκεῖ προχείρων . Ἐπειδή φαμεν τὸν ἐν θέᾳ τοῦ νοητοῦ κόσμου γεγενημένον καὶ τὸ τοῦ ἀληθινοῦ νοῦ

Back