φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , εὐλαβῶς : εὐτελὲς γὰρ τὸ δειλῶς , τὸ δ ' ἀποδεδειλιακότως δύσφθεγκτον
αὐτὸν ὑπολαβόντα τὸ ὕδωρ εἶναι τὴν ἀρχήν , διὰ τὸ εὐτελὲς τῆς διανοίας αὐτοῦ : ἄθεος γάρ ἐστιν . οὐ
6524647 σεμνον
. αἷς τὰς θύρας κλείουσι ; θύννου μὲν οὖν . σεμνὸν τὸ βρῶμα . καὶ τρίτη Λακωνική . ἐν ἡμέραις
τροχηλατήσους ' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν
6330795 χαριεν
Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται . Σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν
δεδοξασμένων ἀντιπαραβάλλοντα ἐκείνων τὰ ἔργα πρὸς τὰ τῶν ἐγκωμιαζομένων . χάριεν δέ ἐστιν ἐνίοτε ἀπὸ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ὁμωνυμίας
6261042 ῥυπαρον
ἐν τῇ θυμιάσει , ἐοικὸς ὄνυχι : ἔστι δέ τι ῥυπαρὸν καὶ μέλαν , ἁδρόβωλον , παλαθῶδες , κομιζόμενον ἀπὸ
ἀποστρέφηται , μηδεὶς ἐκτρέπηται . τίς δ ' οὐκ ἐκτρέπεται ῥυπαρὸν ἄνθρωπον , ὄζοντα , κακόχρουν μᾶλλον ἢ τὸν κεκοπρωμένον
6210781 τιμιον
δὲ εὖ ἴστε ὅτι μηδέν ἐστι τῶν τοιούτων μέγα μηδὲ τίμιον ἄλλως , εἰ μὴ παρὰ τοὺς διδόντας , ἐὰν
διὰ τοῦτο , διό . μετ ' : ἐν , τίμιον : αἴσιμον : τιμῶσιν οἱ ἰχθύες . Τίς :
6094714 μεγαλοπρεπες
τὸ μὲν γὰρ ἰσχνὸν καὶ δεινόν , τὸ δὲ μῆκος μεγαλοπρεπές . ἀλλ ' οἷον ὀλίσθῳ τινὶ ἔοικεν τὰ κῶλα
μέντοι καὶ τὸ ψυχρὸν ἐν τρισίν , ὥσπερ καὶ τὸ μεγαλοπρεπές . ἢ γὰρ ἐν διανοίᾳ , καθάπερ ἐπὶ τοῦ
5951090 νομισμα
συχνῷ τινι . θαυμάζω δ ' εἰ τοῖς μὲν τὸ νόμισμα διαφθείρουσιν , ἔφη Δημοσθένης , θάνατος ἡ ζημία κεῖται
ἀπογινομένων καὶ τῶν εἰς ἄνδρας ἐγγραφομένων , ἔταξεν ὅσον ἔδει νόμισμα καταφέρειν ὑπὲρ ἑκάστου τοὺς προσήκοντας , εἰς μὲν τὸν
5940608 ἐνδοξον
τυράννου : καλὸν γὰρ λυπήσαντας αὐτὸν ἔργῳ ποιῆσαι μετανοεῖν , ἔνδοξον καὶ τοῖς ὕστερον ἐσομένοις διήγημα καταλείποντας ὅτι δύο Ἕλληνες
„ ἔνθα τεκοῖς ' εὐδαίμον ' ἐπόψατο γένναν . „ ἔνδοξον δ ' ἐποίησαν αὐτὴν αἱ περιοικίδες νῆσοι , καλούμεναι
5915517 κακοηθες
λαβὸν ἔρευθος , αἱμοῤῥαγέσι . Γλίσχρον διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον , κακόηθες , μάλιστα δὲ ἐκλεύκοις . Ἔκλευκον διαχώρημα ἐν πυρετῷ
ὅ ἐστι συγγενοῦς μοι πατρὸς υἱός . πάλιν δὲ τὸ κακόηθες τοῦ ἀνδρὸς δείκνυται , ὅτι τὸν ἀδελφὸν φίλον εἶπεν
5890669 τριβωνιον
καὶ τὸ περίβλημα αὐτῶν εὐτελές . ἦν δὲ τὸ τοιοῦτον τριβώνιον μέχρι τῶν ποδῶν διῆκον , καὶ χειρίδας ἔχον πλατείας
εἰσὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν αἰσθητῶν : ὅτι γὰρ τὸ τριβώνιον τοῦτο λευκόν , ἄμεσός ἐστι πρότασις , ἀλλ '
5839055 θησαυρισμα
παῖδες δὲ χρηστοί , κἂν θάνωσι , δώμασιν καλόν τι θησαύρισμα τοῖς τεκοῦσί τε ἀνάθημα βιότου κοὔποτ ' ἐκλείπει δόμους
ἀνδρός , καὶ πυρεῖ ' ὁμοῦ τάδε . Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε . Ἰοὺ ἰού : καὶ ταῦτά γ
5832205 πραγματιον
καὶ παρέδειξα τοῖς πολλοῖς ὅτι , κἂν τὸ τυχὸν ᾖ πραγμάτιον ἢ σφόδρ ' εὐτελές , σεμνὸν δύναται τοῦθ '
' , ἀλλ ' ἐπιμεινάντων , ἵνα αὐτοῖσι κοινώσω τι πραγμάτιον ἐμόν . ἀλλ ' οὐχ οἷόν τ ' αὐτοῖσι
5823464 τραχυ
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ]
5821995 εἰργασμενον
ἀγνοῇ , αὐτὸ δὲ εἰδῇ καὶ ἔχῃ τὸ τὸν φόνον εἰργασμένον . Ἐπισημαίνεσθαι : ἀντὶ τοῦ ἐπαινεῖν μὲν καὶ ὡς
τῷ τούτου , τοσαῦτα δ ' αὐτὸν τοῦτον ἀγάθ ' εἰργασμένον , ὅς ' ὑμεῖς ἀκηκόατε , τοῦτον οἴεται δεῖν
5713398 χειριστον
πολυχρονιότητα τοῦ νοσήματος . οὖρον ὑδατῶδες καὶ λεπτὸν ταχέως ἀποκρινόμενον χείριστον , καὶ τοῦτο οἱ μὲν διαβήτην ἐκάλεσαν , οἱ
οὐκ ἀθυμητέον τοῖς γεγενημένοις : ὃ γάρ ἐστιν τῶν παρεληλυθότων χείριστον , τοῦτο πρὸς τὰ μέλλοντα βέλτιστον ὑπάρχει . τί
5708874 ἡδυ
πίτυος ψιθύρισμα ἐκείνης τῆς παρὰ ταῖς πηγαῖς λιγυρῶς ᾀδούσης : ἡδὺ δὲ καὶ σύ , ὦ αἰπόλε , συρίζεις .
τοσοῦτον , ὅσον ὡς οἷόν τε τῇ γεύσει τοῦ κάμνοντος ἡδὺ ἀποφῆναι τὸ φάρμακον ἐκλεικτόν . τῇ τε οὖν γεύσει
5694171 καινον
κεχρονικότων οἰδημάτων , προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον , ἐπιτίθει σπόγγον καινὸν τῇ κονίᾳ βεβρεγμένον καὶ σφίγγε βιαιότερον ἐκ τῶν κάτω
καὶ μέρος τι τῆς τριήρους . ὅτι ἔλεγέ τις τὸν καινὸν φαινόλην ἄχρηστον καὶ περὶ βαλανείου ἠρώτα τὸν παῖδα ποῖ
5679182 ἀδοκιμον
τούτων μὲν καὶ συγγενῶν ὄντων , σχολῇ γ ' ἂν ἀδόκιμον καὶ μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν
ψαλμῳδὸν ἐδιηγούμεθα δικαιώματα , καὶ τὸ μοχθηρὸν ἡμῶν τῶν τρόπων ἀδόκιμον τὸ περιφανὲς τοῦτο καὶ σεβάσμιον ἀπειργάσατο , ἀνάξιον κρίναντος
5670158 διδομενον
τὸ ἐπίθυμον πλῆθοϲ # δ ἐν ὀρῷ γάλακτοϲ ἢ μελικράτῳ διδόμενον , εἰϲ ὕϲτερον δὲ καὶ διὰ τῆϲ ἱερᾶϲ τὸν
τὸ κείμενόν τι ἀνελέσθαι , δέξασθαι δὲ τὸ ἐκ χειρὸς διδόμενον . λέπας καὶ λεπὰς διαφέρει . λέπας μὲν γάρ
5663398 φοβερον
θαλάσσῃ στενοῦ , ὅπερ καὶ ἐπὶ γῆς ἄγαν κινδυνῶδες καὶ φοβερόν ἐστιν . ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσι : ὅπου στενοῦται ἡ
γαίης : ἐπὶ γῆς ἐν τῇ γῇ * σμερδαλέον : φοβερόν * ἀείρει : αἴρει , ὑψοῖ μετεωρίζει * τῆς
5661099 ἀηδες
στρούθεον ἔμιξα , κνῆκόν τε σχιστὴν , ἐπί τε ψύλλιον ἀηδὲς , ἄγχουσάν τ ' ἐρυθρὴν , ἰδὲ χάλκιμον :
καὶ θεῶν ἆρ ' ἐστὶν ἀγαθὸν μὲν καὶ καλόν , ἀηδὲς δέ , δύσκλεια δὲ τἀναντία ; ἥκιστα , ὦ
5635883 φορτικον
μὲν εὐσχημοσύνη καὶ κόσμος , αἰσχρὸν δὲ ἀταξία καὶ τὸ φορτικόν . διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἐξ ἀρχῆς συνέταττον οἱ
μὲν εὐσχημοσύνη καὶ κόσμος , αἰσχρὸν δὲ ἀταξία καὶ τὸ φορτικόν . διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἐξ ἀρχῆς συνέταττον οἱ
5628433 ταπεινον
ὑπὲρ ὑμῶν ἀναδεξάμενος κίνδυνον καὶ τὸν πόλεμον σεμνῶς διαλύσαςοὐ γὰρ ταπεινόν τι προήχθην εἰπεῖν οὐδὲ φόβῳ πολιορκίας καθεῖλον τὸ φρόνημαἐπανῄειν
ἀγήνορα κάρφει : τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων
5624726 βασιλικον
ἠξίουν μάλιστα μὲν τῇ κρείττονι προσχωρῆσαι μερίδι διαλογιζομένους , ὅτι βασιλικὸν ἔχουσι τὸ τῆς ἀρχῆς κράτος , οὐ δημοτικόν :
τοῦ τε σώματος τὴν εὐπρέπειαν ἀπεθαύμαζεν , ὡς πολὺ τὸ βασιλικὸν εἶχε , καὶ τοῦ φρονήματος τὴν εὐγένειαν ἐνεθυμεῖτο ,
5622735 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
5611157 χρημα
οἴκοθεν ἵν ' ἐπαμύνωσιν ἡμῖν δεομένοις . τὸ μὲν ἐγκώμιον χρῆμα δηλοῖ τὴν χρείαν τὴν συμπίπτουσαν πᾶσι τοῖς ἐν τῷ
τοῦ θεοῦ . ὃ νομοθέτης ἐκδιδάσκει φρονεῖν δεῖν τοὺς μηδὲν χρῆμα τῶν ἐν γενέσει γνωρίζοντας , ἀπογινώσκοντας δὲ ὅσα γενητὰ
5595136 εὐγενες
ἐπιστασίας καὶ στρατηγίας . ἐνορῶν οὖν ὁ πατὴρ αὐτῷ φρόνημα εὐγενὲς καὶ μεῖζον ἢ κατ ' ἰδιώτην ἐθαύμαζε καὶ περιεῖπε
ἀπώλεσαν . ἀγόμεθα λεία σὺν τέκνωι : τὸ δ ' εὐγενὲς ἐς δοῦλον ἥκει , μεταβολὰς τοσάσδ ' ἔχον .
5581997 φλαυρον
τοῦτο γὰρ οἱ Ἴωνες διαβάλλονται . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος
τοῦτο γὰρ οἱ Ἴωνες διαβάλλονται . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος
5573071 σπανιον
καὶ θώραξ ἐπὶ τῷ βωμῷ χαλκοῦς . κατὰ δὴ ἐμὲ σπάνιον τῶν θωράκων τὸ σχῆμα ἦν τούτων , τὸ δὲ
καὶ ξένοισιν ἄξενος καὶ μνημονεύων οὐδὲν ὧν ἐχρῆν φίλου . σπάνιον ἄρ ' ἦν θανοῦσιν ἀσφαλεῖς φίλοι , κἂν ὁμόθεν
5568158 ἁδρον
ἀνέκραγεν , Ὦ κοράσια , δοῦλον ὑμῖν ἐώνημαι καλὸν καὶ ἁδρὸν καὶ Καππαδόκην τὸ γένος . ἦσαν δὲ τὰ κοράσια
πᾶν ? [ ] ? θοἰμάτιον [ εὔκαρπον ] , ἁδρὸν ἐκ ϲταχύων ? [ ! ! ] ! ιδον
5551864 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
5549968 συκοφαντικον
: λέγοιτ ' ἂν ὅτι ἐν παντὶ πράγματι ἔνεστι καὶ συκοφαντικόν τι . Ἐνδυμίωνος ὕπνος : ἐπὶ τῶν ἐπιπολὺ κοιμωμένων
ἐστι πολίτευμα ἐμόν „ φησιν , ἀντὶ τοῦ φιλαίτιον καὶ συκοφαντικόν . Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς . ” ὅστις χιτῶνας βασσάρας
5538362 δυνατωτατον
. Ἔταξε δὲ οὕτω : ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε ἀντίον Λακεδαιμονίων , τὸ δὲ ἀσθενέστερον
: ἀφ ' οὗ δὴ καὶ τὸ ἀληθέστατον αὐτοῦ καὶ δυνατώτατον καὶ μάλιστα τεταγμένον περὶ τίνων τε πέφυκεν ἀληθεύειν καὶ
5475519 στυφον
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς
5464037 βασκανον
εὖ ] ἕρδειν γέροντα , μηδὲ γυναῖκα , μηδὲ παῖδα βάσκανον , μηδὲ κύνα τινὸς , μηδὲ λάλον κωπηλάτην :
ἔδωκε τῷ Ἀβραὰμ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα „ . βάσκανον μὲν καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες φύσει κακία , ἥμερον
5452450 φαυλον
νῦν . ἔστω δ ' οὖν τὸ γένος ἡμῶν μὴ φαῦλον , εἴ σοι φίλον , σπουδῆς δέ τινος ἄξιον
καὶ δι ' ἑαυτὰ ζητοῦνται , φευκτὸν δέ ἐστι καὶ φαῦλον : τοῦ γὰρ φι - λεῖν τοὺς παῖδας ,
5450097 κινδυνευμα
εὐτολμοτάτοις φανήσεσθαι ἔμελλε . Τοῖς δὲ σωφρονεστάτοις οὐκ ἀσφαλὲς τὸ κινδύνευμα εἶναι ἐφαίνετο , ἀνδράσιν ἀγαθοῖς τὰ πολέμιά τε καὶ
πλῆθος εἰς τὸν Δᾶμιν ἀπέβλεπε , συνεὶς δὲ ἐγὼ τὸ κινδύνευμα τὴν νύκτα ἐκέλευσα περιχυθεῖσαν διαλῦσαι τὴν συνουσίαν . ἀπῆλθον
5448208 ἀνειμενον
τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς
μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο .
5420098 δυστροπον
ἀκμαστικὴν ἡλικίαν . εἰ δὲ χρόνιον εἴη τὸ νόσημα καὶ δύστροπον , ὥστε περιφρονεῖν τῶν ἐπιεικεστέρων βοηθημάτων , τηνικαῦτα καὶ
αἰτιωμένων οὖν τὸν Πολέμωνα τῶν οἰκείων , ὡς ἀηδῆ καὶ δύστροπον , εἰ παρὸν αὐτῷ μὴ ἀπαιτεῖσθαι καὶ τὸ μειράκιον
5416531 ἐξηλλαγμενον
εἰ παρὰ τοὺς λοιποὺς ἐστί τι , καὶ εὗρον σπλάγχνον ἐξηλλαγμένον καὶ τὴν καρδίαν δασεῖαν , ὡς Ἡρόδοτος καὶ Πλούταρχος
ἐφάνη γὰρ ἐν χρόνῳ τούτῳ Καδμείοις ἀλώπηξ , χρῆμά τι ἐξηλλαγμένον : αὕτη συνεχῶς ἐκ τοῦ Τευμησσοῦ κατιοῦσα πολλάκις τοὺς
5405903 χρυσοειδες
τὰ κλώνια πλήρης ἀνθῶν , ἐπ ' ἄκρου κορυμβῶδες , χρυσοειδές , θερείας γινόμενον , πικρὸν τῇ γεύσει : δοκεῖ
ἔχει δὲ κύκλῳ περὶ ταῖς ῥάβδοις ὥσπερ τὸ πράσιον ἄνθος χρυσοειδές , μήλινον . εἰσὶ δὲ φλογοειδεῖς διπλαῖ , δασεῖαι
5404397 ἐδεσμα
- αγαγόντες τοὔνομα τῆς μάζης ματτύην ὠνόμαζον πᾶν τὸ πολυτελὲς ἔδεσμα , τὸ δὲ ματτυάζειν τὸ παρασκευάζειν αὐτά , εἴτε
παρέθηκε . τῶν δὲ σχολαστικῶν ἐπαινεσάντων ὡς φιλόσοφον τὸ πρῶτον ἔδεσμα διὰ τὴν τῆς γλώττης πρὸς τὸν λόγον ὑπηρεσίαν ,
5402540 μοχθηρον
, κήρυκας ἐμῶν μόχθων . Οἴμοι , τουτὶ τὸ ῥῶ μοχθηρόν . Χωρεῖ , χωρεῖ . Ποίαν αὔλακα ; Βάσκετ
ἀλλοκότου ποιότητος ἔμφασιν παρέχον : καὶ γὰρ τὸ τοιοῦτον γάλα μοχθηρόν , οὐδὲ πρὸς τὴν ὀδμὴν ἡδὺ καθέστηκεν . ταῦτα
5399679 ἐμβαμμα
οἱ δ ' Ἀττικοί , ὦ Συραττικὲ Οὐλπιανέ , καὶ ἔμβαμμα λέγουσιν , ὡς Θεόπομπος ἐν Εἰρήνῃ : ὁ μὲν
. ὁ μὲν ἄρτος ἡδύ , τὸ δὲ φενακίζειν προσὸν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκὼς
5380692 δολερον
σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις :
κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ]
5380018 Ἀττικον
τὴν κομψότητα τῆς λέξεως Γοργίου τοῦ ῥήτορος . ἧ . Ἀττικὸν τοῦτο , ἀπὸ τοῦ ἔα συνῃρημένον : σημαίνει δὲ
ὥσπερ [ τι μέλος προνόμιον πρὸ τῆς ἀγωνίας αὐτῆς | Ἀττικὸν ὑμῖν ἀποτείνω διήγημα . ἦν χρόνος , ὅτε Ἀθηναῖοι
5373210 εὐκλεες
δέ : ἐπειδὴ ἔτυχον ἐκεῖσε , τὸ μὲν κερδαίνειν αὐτὴν εὐκλεὲς ἡγησάμην , τὸ δὲ ἐᾶσαι αἰσχρόν : παρεῖναι :
εὖ πράσσουσιν ἐν ἐξουσίᾳ τὸ φιλάνθρωπόν ἐστιν . οὐδ ' εὐκλεὲς οὐδὲ συμφέρον ἐς τὴν ἀρχὴν ὑμῖν ἐστιν πόλιν τοσήνδε
5367850 θηριωδες
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον .
5365143 ἐκπωμα
: τὸ δ ' ὄνομα οὐκ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἔκπωμα σχήματος ἀλλὰ τῆς τάξεως . ἦν δὲ Ὑγιείας ἱερά
λαβόντα δὲ τὸν Κῦρον οὕτω μὲν δὴ εὖ κλύσαι τὸ ἔκπωμα ὥσπερ τὸν Σάκαν ἑώρα , οὕτω δὲ στήσαντα τὸ
5364054 γλυκυτερον
σε Ὀνήσιμε , καὶ σὺ περίεργος εἶ . Οὐδὲν γὰρ γλυκύτερον ἢ πάντ ' εἰδέναι . Ἰούλιος Πολυδεύκης Κομμόδῳ Καίσαρι
: τὸ δ ' ὅλον ἐστὶ ξυλῶδες καὶ εὐῶδες , γλυκύτερον πρὸς τὴν γεῦσιν καὶ στυπτικόν : ῥίζαν δ '
5361935 φιλαιτιον
καὶ ἀπράγμονα καὶ ἀκίνδυνον ὄντα , τὸν δὲ τῶν πολιτευομένων φιλαίτιον καὶ σφαλερὸν καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀγώνων καὶ
Ἀθηναῖοι , πονηρὸν ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον , τοῦτο δὲ καὶ φύσει κίναδος τἀνθρώπιόν ἐστιν :
5351524 ὑπερηδιστον
Σατυρίωντοῦτο γὰρ ὁ γελωτοποιὸς ἐκαλεῖτοσυστὰς ἐπαγκρατίαζε . καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερήδιστον ἦν , φιλόσοφος ἀνὴρ γελωτοποιῷ ἀνταιρόμενος καὶ παίων καὶ
τοῦ ἐπαίνου καὶ τοῦτο γένοιτο ἄν . Καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερήδιστον , οἶμαι , οἴκων ὁ κάλλιστος ἐς ὑποδοχὴν λόγων
5342606 πολυτελες
εὕρημα , τὴν δὲ ἰδέαν κοθόρνοις ταπεινοῖς ἔοικεν . σχισταὶ πολυτελὲς ὑπόδημα καὶ θρυπτικόν : ταύτας δὲ καὶ λεπτοσχιδεῖς ὠνόμαζον
μαρμάρινον ἄγαλμα τῆς θεοῦ . κατεναντίον δὲ τούτου ἄλλο συμπόσιον πολυτελὲς περίπτερον : οἱ γὰρ κίονες αὐτοῦ ἐκ λίθων Ἰνδικῶν
5339714 κομψον
, ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ
. συνουσίᾳ ] συντυχίᾳ , συνομιλίᾳ καὶ διαλέξει . ” κομψὸν ἐν συνουσίᾳ “ φησὶν ἤγουν ἐν συνομιλίᾳ . συνουσία
5331112 εὐμεγεθες
κρήνης κάτωθεν παιδίον . λευκὸν ἦν τὸ παιδίον καὶ μετρίως εὐμέγεθες , καὶ χρυσοειδεῖς αὐτῷ κόμαι τὰ μετάφρενα καὶ τὰ
. ἔστι δὲ τοῦ λωτοῦ τὸ μὲν ὅλον δένδρον ἴδιον εὐμέγεθες ἡλίκον ἄπιος ἢ μικρὸν ἔλαττον : φύλλον δὲ ἐντομὰς
5322257 παρισον
βραδῦναι ἐν τῇ ὁδῷ . ὥσπερ δὲ ταῦτα ἴσμεν ] πάρισον . τὸν πρόξενον ] πρόξενός ἐστιν ὁ προστάτης ἐν
ξύλων τὰ πλεῖστα : ἐξ ὧν τρίτον λέμβον συμπηξάμενον πεντηκοντόρῳ πάρισον πλεῖν , ἕως ἀνθρώποις συνέμιξε τὰ αὐτὰ ῥήματα φθεγγομένοις
5314655 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
5302564 ἀρρυθμως
ὅταν εἰς παλαί - στραν ἢ γυμνάσιον ἔλθωσιν , ἧττον ἀρρύθμως κινουμένους : ἔτι πρὸς τούτοις τῆς ἐσθῆτος ὁ τρόπος
ῥυθμοῦ εὔρυθμος , εὐρυθμία , ῥυθμίζειν , εὐρύθμως , καὶ ἀρρύθμως , ἀρρυθμία , ἀρρυθμεῖν . κιθαρῳδία , λυρῳδία ,
5300802 βρωμα
ὅτι οἱ γλωσσογράφοι μάστακα τὴν ἀκρίδα , δέον μάσημα καὶ βρῶμα . ἐνιότε δὲ καὶ αὐτὸ τὸ στόμα ὁμωνύμως ,
, πλήρωμα , σκαιώρημα , σύγγραμμα , χαράκωμα , ἔδεσμα βρῶμα , πῶμα πόμα , ἄρτυμα ἥδυσμα , τόρευμα ,
5297431 δικελλα
, ᾧ γε οὐδὲ ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἴσος . Ὦ δίκελλα καὶ φιλτάτη διφθέρα , ὑμᾶς μὲν τῷ Πανὶ τούτῳ
καὶ ἰδού , ἀκωλύτως λαλῶ : βοῦς , ὄνος , δίκελλα . νὴ τοὺς θεοὺς , συνῆκα πόθεν μοι τἀγαθὸν
5290860 μεγαλειον
δῆτα θεραπεύοντες αὐτὸν διετέλουν ὡς ἄρχοντα ὑπήκοοι τὸ περὶ πάντα μεγαλεῖον τῆς φύσεως αὐτοῦ καταπληττόμενοι τελειοτέρας οὔσης ἢ κατὰ ἄνθρωπον
ἀπὸ μακρᾶς ἀρχώμεθα καὶ εἰς μακρὰν λήγωμεν . φύσει γὰρ μεγαλεῖον ἡ μακρά , καὶ προλεγομένη τε πλήσσει εὐθὺς καὶ
5286835 ἀχρηστον
ὁ Χαβρίου Κτήσιππος , εἰσηγησάμην νόμον ἄν τιν ' οὐκ ἄχρηστον , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , ὥστ ' ἐπιτελεσθῆναί ποτ
κατασκευή : οἷον ἔπεισεν ἐν λιμῷ καὶ πολιορκίᾳ ῥήτωρ τὴν ἄχρηστον ἡλικίαν ἀποκτεῖ - ναι , γέρων λαθὼν ἠρίστευσεν ,
5264579 ἀδοξον
ἀκούοιμι αἰσχρῶν λόγων . κἀντεῦθεν ἐπεδείκνυε τό τε ἐπικίνδυνον καὶ ἄδοξον τῆς συμβάσεως . ὅμοιον δὲ καὶ τὸ Καίσωνος .
πάνθ ' ὁρᾷ σοφοὶ σοφοὺς σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ ×
5251996 ἰσχυρον
μή ” φης ' “ ἀρέσκει . ” τοῦτο γὰρ ἰσχυρὸν οἴεταί τι πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχειν . οὐκ
αὐτὴν καὶ μελεδαινόμεναι . Ἢν τὸ στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ ,
5249931 τεραστιον
ἤθεσι προσαγορευόντων καὶ ὁμιλίας τὰς ἁρμοττούσας τῷ καιρῷ ποιουμένων . τεράστιον δὲ καὶ τὸ μὴ πίνοντας πινόντων καὶ τὸ μὴ
: ὅταν δὲ δὴ καὶ ἐξ ἐναντίας , τοῦτο ἤδη τεράστιον καὶ ἀλλόκοτον . κατηγορίας δὲ καὶ ἀπολογίας οὐδὲν οἶδα
5247561 ἡδυσμα
μᾶλλον ἐσπούδασαν ἢ περὶ τὴν τροπικήν , ταύτην δὲ ὥςπερ ἥδυσμα παρελάμβανον , σύνθεσίν τε ὀνομάτων ὁμοίαν ἅπαντες ἐπετήδευσαν τὴν
Ἡ χρῆσις δ ' ὄξους πλείστη κατὰ τὰς διαίτας : ἥδυσμα γὰρ τὸ κάλλιστον τοῖς ὄψοις , καὶ πολλὰ οὐκ
5245445 ἀβλαβες
ἔρως μεμετρημένος ἔχει μετὰ τῆς τάξεως τὸ χάριεν ἅμα καὶ ἀβλαβές : οὔτε γὰρ πυρός : οὔτε γὰρ τὸ βέλος
ἄρθρον ὑποτακτικόν . ἄατον δʹ : τὸ πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν
5243384 βαρβαρικον
καὶ ἀσαφεῖς ὁδοὺς καὶ τραχείας , οἵας ὁδοὺς καὶ τὸ βαρβαρικὸν ἔρχεται , ὅσον αὐτοῦ μὴ μετέσχεν λόγου , τὸ
καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ τὸ ἕδος ἐν Ἐκβατάνοις κατασκάψαι ἐκέλευσε , βαρβαρικὸν τοῦτό γε καὶ οὐδαμῇ Ἀλεξάνδρῳ πρόσφορον , ἀλλὰ τῇ
5233243 παλαιοτερον
μάλιστα , ὡς παστελλωθῆναι . Τὸν δ ' οἶνον αἱρεῖσθαι παλαιότερον . Ἄριστον δὲ φάρμακον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἁπάντων ,
ὑπομνήμασι τοῦ δευτέρου Καίσαρος , τοῦ κληθέντος καὶ Σεβαστοῦ , παλαιότερον μὲν οὐδὲν οὐδ ' ἐν τοῖσδε περὶ Παιόνων εὗρον
5229603 μονηρες
. ἢ τὸ δίστεγον [ οἷον δύο διῆρες ὡς μόνον μονῆρες ] ἀπὸ τοῦ δίς † καὶ δύο ὥστε τῆς
τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μέλιτος μυελός : ἐπὶ τοῦ ἄγαν
5207661 εὐκατεργαστον
περιθλασθὲν καὶ ἀποπτηθὲν μετὰ τοῦ τηρεῖν τὴν ποιότητα προσλαμβάνει τὸ εὐκατέργαστον . εἰ δὲ ἑφθὸν αὐτό τις βούλοιτο λαβεῖν ,
εὐχερές , εὔκολον , εὐπετές , εὔπρακτον , ἄπονον , εὐκατέργαστον , ἁπλοῦν τε καὶ ἀπάνουργον , καὶ εὔτροπον καὶ
5207161 γενναιον
ἀετὸν οὖν τὸν Ξέρξην φησὶ , διὰ τὸ βασιλικὸν καὶ γενναῖον , ἱέρακα δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στράτευμα , διὰ
“ καὶ κατακρώζεις ; ” Υἱὸν μονογενῆ δειλὸς εἶχε πρεσβύτης γενναῖον ἄλλως καὶ θέλοντα θηρεύειν . τοῦτον καθ ' ὕπνους
5204540 ἀνωφελες
τὸ δὲ οὐκ ἀγαθὸν εἰσφέρει καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀνωφελὲς καὶ τὸ φευκτὸν καὶ ἄλλα μυρία . εὑρεθήσονται οὖν
, κεκτῆσθαι . Τὸ δὲ ἄξιον αὖ λέγεις κεκτῆσθαι τὸ ἀνωφελὲς ἢ τὸ ὠφέλιμον ; Τὸ ὠφέλιμον δήπου . Οὐκοῦν
5188371 αὐθεκαστον
ἰδιώτην ἀποσεμνύνων φρονήματι , λόγῳ δὲ πραΰνων τὸ τῆς ἐξουσίας αὐθέκαστον . ἀλλὰ μὴν καὶ τὴν τύχην ἴδοις ἂν ὥσπερ
δι ' ἡδονῆς ἐστί μοι πρᾶττε . αὐστηρὸν γὰρ καὶ αὐθέκαστον καὶ ἀληθείας ἑταῖρον καὶ ἀκριβοδίκαιον , ὄγκῳ καὶ σεμνότητι
5187660 ἐπαγωγον
, λέγει : τοῦτο μέν σοι πείσομαι . καὶ γὰρ ἐπαγωγόν , ὦ θεοί , τὸ σχῆμά πως τῆς κύλικός
καὶ τὰ ἐπιγινόμενα τοῖς φύσει γινομένοις ἔχει τι εὔχαρι καὶ ἐπαγωγόν . οἷον ἄρτου ὀπτωμένου παραρρήγνυταί τινα μέρη : καὶ
5183685 λαχανον
πάντες ἴστε , ἐκ τῶν φρεάτων ἐπέλιπεν , ὥστε μηδὲ λάχανον γενέσθαι ἐν τῷ κήπῳ : οἱ δὲ δεδανεικότες ἧκον
ἄγει . Τεύτλου ὁ μὲν χυλὸς διαχωρέει , τὸ δὲ λάχανον ἐσθιόμενον ἵστησιν , αἱ δὲ ῥίζαι τῶν τεύτλων διαχωρητικώτεραι
5177750 θρηνωδες
κωκυτὸς ἐπεῖχε μυρίος , οἰμωγαί τε ἠκούοντο θαμιναὶ καὶ φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον , γύναια δὲ πολλὰ διαπληκτιζόμενα καὶ τὰς
ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς καλοῦμεν Ἀπόλλωνος . ᾄδουσι δ ' οὐχὶ θρηνῶδες ὥσπερ αἱ ἀλκυόνες , ἀλλ ' ἡδύ τε καὶ
5177689 τυραννικον
τῆς ἀντιλήψεως ἡ ἀντίθεσις χρώζει τὸ ὅλον τῆς ἀπολογίας τὸ τυραννικὸν συσκιάζουσα . β . Ἑτέρα μετάληψις . πᾶσα γὰρ
εἶναι τὸν μὲν οἰκοδεσποτοῦντα τὸν δὲ δεσπόζοντα τῆς γενέσεως , τυραννικὸν γίνεται τὸ σχῆμα : γίνονται γὰρ βασιλεῖς βασιλέων ἔνδοξοι
5175713 ἀκροκωλιον
ὠνοῦντο . καὶ δὴ τοῦ μαγείρου περισπασθέντος ὁ ἕτερος ὑφελόμενος ἀκροκώλιον εἰς τὸν τοῦ ἑτέρου κόλπον καθῆκεν . ἐπιστραφέντος δὲ
λλ λέγουσιν . οὕτως Ἀριστοφάνης . κωλῆν λεκτέον , οὐχὶ ἀκροκώλιον , οὐδὲ κωλεόν . οὕτως Ἀριστοφάνης . λάγνης :
5174478 εὐωδες
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες
5161116 προσφιλες
τὸ τέλος ἔσω . ἀπολογοῦνται διότι ἐθορύβησαν . φίλον ] προσφιλές . φίλον ] ἐμοί . τέκος ] γέννημα .
ὑπεμείναμεν . σοῦ δὲ φανέντος ἐκείνων ἠλευθερώθημεν . φίλον ] προσφιλές . κάρα ] ὦ . ἀπήνης ] τοῦ ἅρματος
5148736 πονηρον
. . : Πόνηρον βαρυτονούμενον , ὡς σόλοικον , καὶ πονηρόν ὀξυτονούμενον , ὡς κυδοιμόν , φασὶ διαφέρειν παρὰ τοῖς
ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ διακινδυνεύοντα ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν , πολλὰ ἂν περιεσκέψω εἴτ ' ἐπιτρεπτέον εἴτε οὔ
5147464 πικροτατον
ἐγέννησας παῖδα παρ ' ἐκείνους ἑτέρῳ τινί : φοβούμενος : πικρότατον τὸν χρυσὸν εἶπε διὰ τὸ αἴτιον αὐτὸν γενέσθαι θανάτου
εἰ ἄρα που δεῖ , τὸ λευκότατον καὶ εὐωδέστατον καὶ πικρότατον : αἱ γὰρ ὀσμαὶ ἡδυσμάτων ἡδονὰς καὶ ἀρετὰς ἔχουσιν
5133404 πεποιημενον
βοείαϲ , πάλιν δὲ μετὰ χρόνον νᾶπυ καὶ ϲῦκα τρίψαϲ πεποιημένον ἐκ τούτου κολλούριον ἐντιθέναι ἐπὶ ὥραϲ δύο κἄπειτα ἐξελέϲθαι
τῷ λόφῳ πόλις τε ἦν Ἀκακήσιον Ἑρμοῦ τε Ἀκακησίου λίθου πεποιημένον ἄγαλμα καὶ ἐς ἡμᾶς ἐστιν ἐπὶ τοῦ λόφου ,
5129734 παλαιοτατον
βασιλέα . καλέσσαι : ὀνομάσαι , πρέπει . Παλαίφατον : παλαιότατον , ἀρχαιότατον , τὸν ἀρχαῖον , ἢ τὸν ἔκπαλαι
. Ἄλλο πρὸς θύμους ἐν αἰδοίῳ καὶ ἕδρα . Κάσσυμα παλαιότατον καύσας κατ ' ἰδίαν , καὶ κολοκύνθην ξηρὰν κατ
5128890 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
5126592 αὐθαδες
πρὸς δὲ τούτοις καὶ Πλούταρχος κατὰ τὸν βίον αὐτοῦ τὸ αὔθαδες δείκνυσιν ἐν τοῖς μάλιστα πάντων τούτῳ προςεῖναι : γνωστέον
] τὸ σημεῖον . ὑπέρκομπον ] ἀλαζονικόν . ὑπέρκομπον ] αὔθαδες . Ξ ὑπέρκομπον ] σοβαρόν . θ ὀρθῶς ]
5124726 προσαντες
. τότε οἱ μὲν ἄλλοι τῆς ὁδοῦ τὸ δύσκολον καὶ πρόσαντες καταπλαγέντες ὑποκατεκλίνησαν καὶ τὴν μακρὰν καὶ λείαν παρεκάλουν αὐτὸν
δὲ τοῖς ἀνάντεσιν ἐπερειδόμενος ῥᾷον ἂν ποιήσαι τὴν εἰς τὸ πρόσαντες κίνησιν τοῦ σώματος . ἔτι δ ' ἧττον ἂν
5118434 Τουτι
βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι
δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου , ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις
5114526 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
5113414 αὐτοφυες
ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος καὶ τὸ κάλλος τὸ αὐτοφυές . ἐπᾴδουσι δὲ ἄρα τῷδε τῷ ὀρνέῳ καὶ μῦθον
ἀνέθηκεν , ἐστερεοποίησεν . Ὄρθιον : κέντρον . αὐτόῤῥιζον , αὐτοφυές . ἀκάχμενον : ἠκονημένον , ἐστομωμένον : ἀκάχμενον ἀπὸ
5113316 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
5103665 κιναδος
τὸ κίναδος , οὐχ ὥς τινές φασι πᾶν ἑρπετόν . κίναδος : εἶδός τι θηρίου , ὡς καὶ Δημοσθένης ἐν
ποιηταὶ τὴν ἀλώπεκα , ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ αἰδοῖα . κίναδος ] ἀναιδής , πεπονηρευμένος . . τρύμη ] τρυπάνη
5103362 δαπανημα
' ὡς πρὸς ἑαυτό : οὕτω γὰρ ἔσται καὶ τὸ δαπάνημα μέγα , καὶ πρέπον τῷ ἔργῳ , ἂν τὸ
καὶ ἀγαθά . γιγνώσκω μὲν οὖν ὅτι ἐν τούτοις οὔτε δαπάνημα οὔτε κίνδυνον οὔτε μηχάνημα ἀξιόλογον οὐδὲν διηγοῦμαι : ἀλλὰ
5100124 δρωμενον
, Πελασγῶν ὥς φασιν ἔργον . καὶ τόδε δὲ ἄλλο δρώμενον ἐνταῦθα οἶδα : ἐπὶ θαλάσσῃ πόλισμα Ἕλος ἦν ,
τοῦτό τοι καὶ διαφθείρει αὐτοὺς πολλάκις , καὶ τό γε δρώμενον τοιοῦτόν ἐστιν . ὅτῳ μέλει θηρᾶσαι κολοιούς , τοιαῦτα
5098266 ἀποπληκτον
εἴποις καὶ μωρόν , ἔμπληκτον , παραπλῆγα , ἐμβρόντητον , ἀπόπληκτον , ἐνεόν , ἔκφρονα ἄφρονα , ἀσύνετον , ληρώδη
Προσθετὸν δυνάμενον χορίον ἐξαγαγεῖν , καὶ ἐπιμήνια κατασπάσαι καὶ ἔμβρυον ἀπόπληκτον : κανθαρίδας πέντε ἀποτίλας τὰ πτερὰ καὶ τὰ σκέλεα
5097756 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
5094641 ἐξευρημα
τὰς παιγνίας τὰς νῦν σφίσι τε καὶ Ἕλλησι κατεστεώσας ἑωυτῶν ἐξεύρημα γενέσθαι . Ἅμα δὲ ταύτας τε ἐξευρεθῆναι παρὰ σφίσι
δεῖ νιν πάντ ' ἐπίστασθαι . μέγιστον δὲ καὶ κάλλιστον ἐξεύρημα εὕρηται μνάμα καὶ ἐς πάντα χρήσιμον , ἐς τὰν
5081957 ποικιλον
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον ,
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων .
5081758 ἐκπληκτικον
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα
5077292 ἀπομελι
τὸ ἀηδέϲτατον . ὠφέλιμον δὲ τοῖϲ τοιούτοιϲ ποτὸν καὶ τὸ ἀπόμελι , καὶ μάλιϲτα τὸ ὀξυνθέν . λεπτυνόντων δὲ ἐπὶ
ἐπιτήδειόν ἐστι τῷ ὑγραίνειν τὸ ξηρὸν τοῦ χυμοῦ καὶ τὸ ἀπόμελι μᾶλλον καὶ τὸ μελίκρατον καὶ καθόλου γε πάντῃπερ ἀνυγραίνειν

Back