| γὰρ τοῦ εὐκτικοῦ τούτου πρώτου προσώπου μετεπλάσθη εἰς τέλος ἑτέρου εὐκτικοῦ . ἔχων ] “ οὐκ ἂν ἀποδοίην τὰ χρέα | ||
| , καὶ κατὰ μεταπλασμὸν τηροίην : τὸ τέλος γὰρ τοῦ εὐκτικοῦ τούτου πρώτου προσώπου μετεπλάσθη εἰς τέλος ἑτέρου εὐκτικοῦ . |
| ἡ πέμπτη τὰ ἀμετάβολα τηρεῖ μετὰ συστολῆς τῆς παραληγούσης καὶ περισπωμένου τόνου , σπείρω σπερῶ , ψάλλω ψαλῶ : ἡ | ||
| πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς . χρῶνται δὲ τῷ ἔμπαν ἀντὶ περισπωμένου τοῦ ὁμῶς , ὅ ἐστιν ἴσον τῷ ὁμοίως : |
| τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
| ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
| ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
| πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
| ἐγκωμιάζων αυ [ * * * ] τὸ “ μάκαρ Στρεψίαδες ” ; ὦ Στρεψίαδες ] ἐγκωμιάζων αὐτὸς ἑαυτόν . | ||
| φίλοι καὶ οἱ δημόται , τὸ ” ὦ μάκαρ ὦ Στρεψίαδες “ . εἶτ ' ἄνδρα τῶν αὐτοῦ : διπλῆ |
| χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα | ||
| Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] |
| . ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω | ||
| ἐκπληκτικὸν ἢ θαυμαστικὸν ἐπίρρημα τὸ ἔα : τί χρῆμ ' ἀλύω : διὰ ποίαν αἰτίαν ἀδημονῶ : ἄλλως : τί |
| ' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ | ||
| εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης |
| . καὶ ἐπὶ δυϊκῶν ταὐτόν , νῶιν νωίτερος , σφῶιν σφωίτερος . τούτων τὸ τρίτον ὑπεστάλη διὰ τὸ μόνως ἐγκλίνεσθαι | ||
| . εἰ γὰρ ἀπὸ γενικῆς τῆς νῶιν νωίτερος καὶ σφῶιν σφωίτερος , δῆλον ὡς καὶ ἀπὸ τῆς τοῦ τρίτου γενικῆς |
| εθ ? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ | ||
| ὤφειλεν εἶναι ἤνεγξα , οἱ δὲ λοιποί , ἔθηκα ἔδωκα ἧκα , ἐπεὶ πάντῃ τὸ στοιχεῖον ἀπέβαλον , οὐκ ἐκλίθησαν |
| ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
| ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
| εἰς τόπον σχέσιν σημαίνει : ἔστι γὰρ παρολκὴ ὁμοία τῷ ναίχι , οὔ καὶ οὐχί . σαφὲς δὲ καὶ ἐξ | ||
| ? ? ? ? ? ? ? , ναί : ναίχι : τοῦ δ ' αὐτοῦ εἴδους κατωμοτικά , οῗον |
| ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα | ||
| βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω : |
| , σφωϊτέροιν καὶ θηλυκῶς νωϊτέραιν , σφωϊτέραιν - . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς πληθυντικαί , νωΐτεροι , σφωΐτεροι , νωΐτεραι , | ||
| ; ἁπλῶς γὰρ αἱ πτώσεις ἅπασαι , εἴτε ἑνικαὶ καὶ δυϊκαὶ καὶ πληθυντι - καὶ καὶ τὸ Ω μέγα ἐπὶ |
| ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ||
| προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : |
| οἷ ἐγένοντο . δι ' ὃ καὶ ἕνεκα τοῦ τοιούτου μετατίθεται εἰς τὸ ἔτευξεν , ἵνα ἑνικὸν γενόμενον συμφωνήσῃ κατὰ | ||
| . Διόπερ αὐτῇ πρὸς τὸ λυσιτελοῦν τὸ διάφορον ἴσχει καὶ μετατίθεται , ὡς ἂν τῷ ἐπιστατοῦντι τῶν ὅλων δοκῇ . |
| γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις | ||
| Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ |
| ἐμαυτοῦ . τὸ παύομαι . μετὰ μετοχῆς , καὶ μετὰ ἀπαρεμφάτου , καὶ μετὰ γενικῆς . συκοφάντης . ὁ ἀποδεικνύων | ||
| καθ ' ἕνα σχηματισμόν ἐστι διὰ τὴν σύνταξιν τὴν τοῦ ἀπαρεμφάτου , ὅπερ τρίτον ὂν ἀμέριστον ἦν κατὰ τὴν προσωποποιίαν |
| ' ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκάχημι , ὁ ἐνεστὼς παθητικὸς ἀκάχημαι : οἱ Αἰολεῖς γὰρ τὴν παραλήγουσαν οὐ συστέλλουσι : | ||
| κεῖμαι ἧμαι ποιοῦμαι γελῶμαι , ὑπεσταλμένων τῶν τῆς Αἰολίδος διαλέκτου ἀκάχημαι γὰρ καὶ ἀλάλημαι καὶ τοῦ παρακειμένου . οὗτος δὲ |
| τοῦ τοὺς ἀνθρώπους λαοὺς ὀνομάζεσθαι τὸ λαλεῖν αὐτούς ἐστι : παράγεται γὰρ ἀπὸ τοῦ λαλῶ λάλος καὶ λαός . καὶ | ||
| ζωῆς , οὗ ἕνεκα ὁ ἄνθρωπος ἐν τῷ παρόντι κόσμῳ παράγεται . ἔστι δὲ τοῦτο ἐξ ἀρχῆς μὲν μετριοπάθεια , |
| καὶ οὐ καθαρὸς χεῖρας , ἐὼν Φρὺξ μὲν γενεῇ , γένεος δὲ τοῦ βασιληίου . Παρελθὼν δὲ οὗτος ἐς τὰ | ||
| τᾶς πολιτείας διαμένει ἀκέραιον καὶ ἀπαράμικτον ὑπάρχον ἀπὸ τῶ ἄλλω γένεος : καὶ εἰ τὰ μεγέθεα τῶν βίων ἐν τοῖς |
| Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
| , τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
| ἀποβολῇ τοῦ ι Αἰολικῶς καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ | ||
| . οὕτω γοῦν καὶ φθείρω εἴρω , ἐξ οὗ Αἰολικῶς ἔρρω ὡς κείρω κέρρω , δείρω δέρρω : Αἰολεῖς γάρ |
| καὶ παραλαμβάνει αὐτὸ παρὰ τὸ ἔτης μετὰ μορίου τοῦ ὦ κλητικοῦ . Πρὸς ὅν φησι Τρύφων , ὡς τὰ τῆς | ||
| ἵνα χωρίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἄλλων λόγων , οἷον τοῦ κλητικοῦ ἢ τοῦ εὐκτικοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἁπλῶς , εἴτε |
| τὸ α καὶ βαρυνόμενον : καὶ τὸ σκιὰ ἀπὸ τοῦ κίω γεγονός : κιὰ καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ σκιά . | ||
| παραλήγονται , διὰ τοῦ αθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον κίω κιάθω , εἴκω εἰκάθω , ἀμύνω [ ] ἀμυνάθω |
| ἔχωσιν . θρόνοις δὲ τοῖς φαρμάκοις τῆς Μηδείας παρὰ τὸ θορῶ θόρονα καὶ θρόνα . βαστάσας : φασὶν ὅτι Αἰήτης | ||
| ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω |
| καὶ τοῦ τόνου . τί δὲ μᾶλλον αὗταί εἰσιν αἱ μετατιθέμεναι ἤπερ τὰ μόρια ἃ πρὸς αὐτὰς ἤρτηντο ; τὸ | ||
| γελοῖον οὖν μοι δοκεῖ τὸ ζητεῖν πότερον αὗταί εἰσιν αἱ μετατιθέμεναι ἢ τὰ ταύταις δευτερεύοντα μόρια . . Ἔστι δὲ |
| καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . | ||
| περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα |
| οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα , τὸν δὲ εὐκτικὸν ἀρατικόν , τὸν δὲ κλητικὸν προσαγορευτικόν , προστιθέντες τούτοις | ||
| θεωρίαν . τοῦ δὲ λόγου πολλά εἰσι μέρη , ἀποφαντικὸν εὐκτικὸν κλητικὸν προστακτικὸν πυσματικόν , καὶ ἄλλα δέ ἐστιν , |
| νωϊτέρα , τὸ νωΐτερον : ἀπὸ δὲ τοῦ σφῶϊ ὁ σφωΐτερος ἡ σφωϊτέρα τὸ σφωΐτερον : ἀπὸ δὲ τοῦ σφῶε | ||
| ἐκτὸς ἑνικαί ] ? , νωΐτερος ? ? , [ σφωΐτερος , νωϊτέρα , σφωϊτέρα , νωΐτερον , ] [ |
| ἐπικρατείᾳ , ἔχω , κρατῶ , φυλάσσω , τηρῶ , εἴργω . καὶ τὸ μὲν ἐρίζω σοι , παλαίω σοι | ||
| : συνεχόμενον . τὸ δὲ ἐεργμένον παράγεται μὲν ἀπὸ τοῦ εἴργω τὸ κωλύω , σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ |
| οἴκου ἀμῦναι . ἡμεῖς δ ' οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν : ἦ καὶ ἔπειτα λευγαλέοι τ ' ἐσόμεσθα καὶ | ||
| μιν λείπουσιν ἐν ἄλγεσιν ἰχθύες ἄλλοι ἀνθίαι ἀλλ ' ἐθέλουσιν ἀμυνέμεν , ἐν δέ οἱ αὐτῷ νῶτα βίῃ χρίμπτουσι καὶ |
| τῇ πραότητι : τὸ κολακεύειν . Κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω . κλᾶται γὰρ ἡ τῶν | ||
| . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὁμοκλή : κλῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ |
| : ἔστι γὰρ ἥμιν σήμαθ ' , ἃ δὴ καὶ νῶϊ κεκρυμμένα ἴδμεν ἀπ ' ἄλλων . ” ὣς φάτο | ||
| κεν ἐμὸν κατὰ θυμὸν ἀμύμονα μερμηρίξας φράσσομαι , ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ ' ἀντιφέρεσθαι μούνω ἄνευθ ' ἄλλων , ἦ |
| ἡ τύψις . Διὰ τοῦτο καὶ ἐκ τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου κανονίζεται ὁ τοιοῦτος χρόνος , διότι ὥσπερ ἐκεῖνος παρακειμένην ἔχει | ||
| πρώτης τῶν περισπωμένων εὑρίσκεται . Ἡ δὲ δευτέρα τὸ ἵστημι κανονίζεται μὲν ὁμοίως τῇ πρώτῃ , γεννᾶται δὲ ἀπὸ τῆς |
| τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
| καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
| καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
| ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
| εἰς ς ὀξύτονον ποιεῖ τὴν μετοχήν , ἐτετύφειν τετυφώς , ἐτύφθην τυφθείς , ἐτίθην τιθείς . Δυϊκά . Τιθέντε , | ||
| παθητικοῦ , κανονίζεται δὲ ἀπὸ τοῦ αʹ παθητικοῦ ἀορίστου τοῦ ἐτύφθην : ἐὰν γὰρ ἐκβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ |
| καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω , φεύγω | ||
| τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , καὶ διὰ |
| Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
| μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
| Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι , | ||
| . . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν |
| Ε ἢ τὸ Α πρὸ τέλους : λοχῶ τροχῶ ὀρχῶ κιχῶ . τὸ δὲ ἴσχω ἔχει Σ . καὶ τὸ | ||
| * . αἱμ . Ἀκίχητα : ἀκατάληπτα : ἀπὸ τοῦ κιχῶ : Ἕκτορ , σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων |
| : παρὰ τὸ ἔζω : τοῦτο παρὰ τὸ ἔω τὸ καθέζομαι . τὸ γὰρ ἔδω , οὐ μόνον τὸ ἐσθίω | ||
| αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας ἄφωνος καθέζομαι δεικνύς , ὡς οὐ τοῦ πολλὰ πράττειν ἐπιθυμῶ , |
| μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
| ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
| . . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται | ||
| τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . , |
| ἀλλὰ ποδάρκη καὶ ποδώκη . . , πτολίπορθος Ἀχιλλεύς . πτ . Ἀχ . Θ Ο Φ Ω . Θ | ||
| καὶ τὸ ἔτυπτον ὁ παρατατικὸς ἐπειδὴ ἀμφότεροι [ εἰς ] πτ ἐν ταῖς τελευταίαις συλλαβαῖς ἔχουσι , διὰ τοῦτο συγγενεῖς |
| ? [ ] [ ] ε [ ] [ ] τοσ ? [ ] [ ] αλλα [ ] [ | ||
| δ ' αἱ δ ὀρθαὶ τξ , τοιούτων μζ . τοσ - ούτων δὲ ἐδέδεικτο καὶ ἀπὸ τῶν κατὰ τὰς |
| οὕτω καὶ ἐκ τοῦ νοῶ γίνεται νοΐσκω καὶ κατὰ συναίρεσιν νώσκω καὶ προσθέσει τοῦ γ Αἰολικῶς γνώσκω , ἐπεὶ καὶ | ||
| Ἰωνικὴ ἀναδίπλωσις νινώσκω διὰ τῶν δύο ν . τοῦ δὲ νώσκω Ἠπειρωτικὴ γιγνώσκω διὰ τῶν δύο γ . . . |
| καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η μένοντος καὶ τοῦ ι προσγεγραμμένου . . . . ὁ Θύρσις δὲ τοῦτο λέγει | ||
| ἐκτάσει τοῦ ο εἰς ω δῴη μένοντος καὶ τοῦ ι προσγεγραμμένου , οὕτως ἅλωμι ἁλώσω ἥλων ἁλούς ἁλόντος ἁλοίην ἁλοίης |
| , σά , ἅ . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς ἑνικαί , νωΐτερος , σφωΐτερος καὶ θηλυκῶς νωϊτέρα , σφωϊτέρα καὶ οὐθετέρως | ||
| , καὶ τὴν ὑπὲρ αὐτὴν φύσει μακράν : οἷον , νωΐτερος : σφωΐτερος : ἡμέτερος : ὑμέτερος : τὸ σφέτερος |
| οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου | ||
| ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς |
| ? ? [ μὲν ] οἷον ? ? ἐμός , ἀσύναρθροι [ δὲ οἷον ] ἐγώ : εἰσὶν ? [ | ||
| τῶν ὑποτακτικῶν ἄρθρων σύναρθροι εἰρήσονται , ἤπερ ἐκ τῶν προτακτικῶν ἀσύναρθροι ; καὶ ἀνάπαλιν ἡ ἐμός καὶ σός καὶ αἱ |
| τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου : τοῦ τέτυμμαι γίνεται , τροπῇ τῆς μαι εἰς μην καὶ προσόδῳ τοῦ ε τέτυμμαι ἐτετύμμην : | ||
| μέλλων τὸ ἐὰν τύπωμαι γίνεται : προσόδῳ γὰρ μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . |
| ἀλλὰ τίς ; Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί ' ἐξεληλακώς . αἰβοῖ : τί ληρεῖς ; ἴσθι τοῦθ ' οὕτως ἔχον | ||
| μοὐδόκει δημηγορεῖν φάλλαινα πανδοκεύτρια , ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός . αἰβοῖ . τί ἐστι ; παῦε παῦε , μὴ λέγε |
| γιγνώσκω ; ἐκ τοῦ νοῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ Αἰολικῶς γνοῶ , ἐξ οὗ τὸ κατὰ στέρησιν ἀγνοῶ , [ | ||
| . καὶ ἐπίῤῥημα ἀνέδην γέγονεν : ἀθρόως . Ἀγνοῶ , γνοῶ Αἰολεῖς λέγουσι . Ἄχνυμαι , ἄχω ἐστὶ ῥῆμα , |
| τῷ αὐτῷ προσώπῳ ἐστὶ τὰ τῆς διαθέσεως καὶ τὰ τοῦ ἀντωνυμικοῦ προσώπου , ἢ ἐν ἑτέρῳ προσώπῳ καταγίνεται ἡ ἐκ | ||
| δύο τρίτα ποιήσει , λέγω ἓν μὲν τὸ ἐκ τοῦ ἀντωνυμικοῦ πρόσωπον , ἕτερον δὲ τὸ ἐκ τοῦ ῥήματος . |
| τοῦ αʹ ἰάμβου λελυμένου . ἔστι γὰρ ἐξ ἰαμβικοῦ καὶ δακτυλικοῦ πενθημιμερῶν . Τὸ ιαʹ Ἰωνικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἀπὸ ἐλάσσονος | ||
| δὲ καὶ συλλαβὴν μίαν πλείονα . εἴρηται δὲ πλὴν τοῦ δακτυλικοῦ , ὅτι τοῦτο μόνον κατὰ μονοποδίαν μετρεῖται διὰ τὸ |
| ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
| τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
| τῶν λιθιδίων κολωνός . Θεοὶ μάκαρες , ἱλήκοιτε καὶ εὐμενεῖς εἴητε . οἷον ἀπέφυγον κίνδυνον , τῶν τρισκαταράτων ἐρανιστῶν λέβητά | ||
| γεγόνεις γεγόνει γεγόνειμεν γεγόνειτε γεγόνεισαν : εἴην εἴης εἴη εἴημεν εἴητε εἴησαν : γενοίμην γένοιο γένοιτο γενοίμεθα γένοισθε γένοιντο . |
| ὁ Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ | ||
| ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ |
| μὴ ὑπάρχοντα καὶ μὴ ὑφεστῶτα : ἀπὸ γοῦν τοῦ ἐτὸς ὀξυτόνου , ἐν πλεονασμῷ τοῦ ε γέγονεν ἐτεὸς , ὡς | ||
| φυλῆς . Ἡρωδιανὸς Ἀχάρνης βαρύτονον . τὰ τοπικὰ ὡς ἀπὸ ὀξυτόνου , Ἀχαρνῆθεν . μήποτε δ ' ἀπὸ τοῦ Ἀχαρνεύς |
| ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . | ||
| γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς . |
| διάθεσιν μεταστήσειεν , συμπαραλαμβανομένης γενικῆς μετὰ τῆς ὑπό προθέσεως , δέρομαι ὑπὸ Τρύφωνος , τιμῶμαι ὑπὸ Θέωνος . Καὶ αὕτη | ||
| τὰ τῆς συντάξεως , ἵσταμαι ὑπὸ σοῦ ἵστημι σέ , δέρομαι ὑπὸ σοῦδέρω σέ , ἕλκομαι ὑπὸ σοῦ ἕλκω σέ |
| οἱ δὲ συνεμφάσεις , οἱ δὲ σχετλιασμούς , φεῦ , παπαῖ , ὤμοι . φασὶ δὲ καὶ [ ] εἰκασμοῦ | ||
| καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ ' ὅμως . παπαῖ , οἷον τὸ πῦρ : ἐπέρχεται δέ μοι . |
| διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω | ||
| μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου |
| . οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
| ; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
| τὸν κακοδαίμονα , οἱ δὲ τὸν δυσχερῶς σῳζόμενον παρὰ τὸ σόος . καὶ Ὅμηρος : ὅππως οἱ παρὰ νηυσὶ σόοι | ||
| ἀνεμιαίαν : ἀνεμιόλιον , καὶ κράσει ἀνεμώλιον , ὡς τὸ σόος σῶς ὁ ὑγιὴς παρὰ τῷ ποιητῇ , καὶ τὸ |
| εἰς α σάω γίνεται , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ σάος , καὶ ὁ σαώτερος : ὡς τὸ , σαώτερος | ||
| πνοαί ὑψιπετᾶν ἀνέμων . ὄλβος οὐκ ἐς μακˈρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος , πολὺς εὖτ ' ἂν ἐπιβˈρίσαις ἕπηται . σμικˈρὸς |
| ' ὑπήνεγκαν ταχέες πόδες : παρὰ τὸ ἐνέγκω ποδηνεκές . ἐνέγκω οὖν ἐνεκὴς καὶ ἐπενεκὶς καὶ ἐπηνεκὶς , τροπῇ τοῦ | ||
| κέκρικας δεῖν γενέσθαι , ὑπόμεινόν με μικρὸν μέχρις ἂν ἀπελθὼν ἐνέγκω μου καὶ αὐτὸς ἐξ ἀγροῦ τὴν γυναῖκα , ὡς |
| ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω | ||
| Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ |
| ἐν τῷ σώματι καὶ ταπεινώσῃς αὐτὴν καὶ εἴπῃς , οὐδὲν νοῶ , οὐδὲν δύναμαι : φοβοῦμαι τὴν θάλασσαν , εἰς | ||
| εἰς τὸ ω κίρνανται , οἷον ποιέω ποιῶ , νοέω νοῶ : εἰ γὰρ ἐγένετο ἀπὸ τῆς κοινῆς γενικῆς ἡ |
| ἄλλοις ὅμοιοι πολίταις ἦσαν , ἴσως ἂν οὐ περὶ τῶν Νικοστράτου χρημάτων ἠμφεσβήτει , ἀλλ ' ὑπὲρ τοῦ σώματος ἠγωνίζετο | ||
| Χαριάδης πεποίηκεν : αὐτός τε γὰρ ἔλαχε τῶν τοῦ Σμίκρου Νικοστράτου , τούτοις τε τῶν τοῦ Θρασυμάχου λαχοῦσι παρακατέβαλεν ὡς |
| β τοῦ πρώτου ζυγοῦ , καὶ τὸ ο μεταξὺ τοῦ ικ ὡς κατὰ τὸ γ , καὶ τὸ π μεταξὺ | ||
| [ ] αι ? ? [ ] [ ] ! ικ [ ] [ ] ! ! [ ] [ |
| τῶν Διὸς κούρων οἴκημα [ . . . [ ] ετω [ [ ] νκω ? ! [ [ ] | ||
| Ἰστέον ὅτι ἔδει νόμῳ τῶν εἰς ω προστακτικῶν διὰ τοῦ ετω γενέσθαι τὸ τρίτον , ἀλλὰ φιληδεῖ τὸ α : |
| ? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον | ||
| [ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ; |
| : . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | ||
| τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , |
| προσοδιακῶν . σύγκειται γὰρ ἐκ χοριάμβου , παίωνος βʹ ἀντὶ Ἰωνικοῦ ἀπὸ μείζονος , χοριάμβου αὖθις καὶ Ἰωνικοῦ ἀπ ' | ||
| . ἔστι δὲ τὸ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκα - τάληκτον ἐξ Ἰωνικοῦ καὶ χοριάμβου . Τὸ ζʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ ἑνδεκασύλλαβον |
| σὸς καί , εἰ τύχοι , ἄλλου του : καὶ νωίτερος ὁ ἐμὸς καὶ σός , ἢ ἐμὸς καὶ ἐκείνου | ||
| τοῦ τρίτου σεσιγῆσθαι . εἰ γὰρ ἀπὸ γενικῆς τῆς νῶιν νωίτερος καὶ σφῶιν σφωίτερος , δῆλον ὡς καὶ ἀπὸ τῆς |
| μετοχῆς , ὅθεν γενέσθαι τὸ εἴτω ἐν διφθόγγῳ καὶ ἐκεῖθεν ἤτω διὰ τοῦ η . . . , : περὶ | ||
| ἐϲ τὴν κεφαλὴν ὑπ ' ἀνάγκηϲ χρέεϲθαι : ὀλίγη δὲ ἤτω ἡ χρῖϲιϲ . ἢν δὲ καὶ φλεγμαϲίαι τῶν ὑποχονδρίων |
| θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν | ||
| τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς , |
| ἔκγονα πάντα ἐόντα . Πρῶτον δὲ ἀπὸ τοῦ κοινοτάτου νοσήματος ἄρξομαι , πυρετοῦ : τοῦτο γὰρ τὸ νόσημα πᾶσιν ἐφεδρεύει | ||
| ἐπιτήδεια , πρόκειται περὶ τῶν τοῦ ὤμου καταρτισμῶν δηλῶσαι : ἄρξομαι δ ' ἀπὸ τῆς εἰς τὴν μασχάλην διαφορᾶς . |
| . ἔσθ ' ὅτε δ ' Ὅμηρος τὸ ὁμοῦ ἐπὶ χρονικοῦ τάσσει ἐπιρρήματος , ὥς φησιν Ἀσκληπιάδης : εἰ δὴ | ||
| τόπον ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν , ἀντὶ χρονικοῦ δ ' ἐπιρρήματος τοῦ τότε ἔνθ ' αὖ Τυδείδῃ |
| δ ' ἐς νῆσον : ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : † λέγεται δὲ τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον | ||
| χθών παράκειται τῇ εὐθείᾳ κατὰ λόγον τὸν τῆς προθέσεως , ἐπιρρήματος δὲ τοῦ πέριξ : ἢ καθ ' ὑπερβατόν ἐστι |
| γάμῳ βαιόνας τινας ἰχθῦς καλεῖ : ἄγε δὲ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . καὶ παρ ' Ἀττικοῖς δὲ παροιμία | ||
| δὲ τοῦ συμβεβηκότος Ἐπίχαρμος ὀνομάζει αὐτὰς κυφάς : τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . Σώφρων δὲ τριγόλας τινὰς ὀνομάζει . |
| ἐποποῖ : Σύμμαχος καὶ Δίδυμος προπαροξύνουσιν , ἀπὸ τοῦ οἱ ἔποποι : οἱ δὲ περισπῶσιν , ἵν ' ᾖ ἐπίρρημα | ||
| θαυμαστικὸν , ἀποστροφὴ μετ ' ἐκπλήξεως : φεῦ θεοί : ἔποποι γὰρ οἱ θεοὶ , καὶ κατ ' ἀφαίρεσιν τοῦ |
| ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : εἰ δὲ | ||
| σαίνειν κυρίως ἐπὶ τῶν κυνῶν ἀπὸ τοῦ σῶ σαίνω καὶ σέω . σαίνειθέλγει . ὄνειρος : ὁ τὸ ὂν εἴρων |
| καὶ στιχῶ διὰ τοῦ ι , φείδω φιδῶ , δαίω δαῶ , κείρω κερῶ . εἰ γὰρ καὶ μὴ ᾖ | ||
| στείχω , στιχῶ : φείδω , φιδῶ : δαίω , δαῶ : τεύχω , τυχῶ : σίνω , σινῶ : |
| . ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ | ||
| ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον |
| εὐδαιμονίας ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου : καὶ ταῦτα γὰρ τῆς Κλωθοῦς ἐπήκουσα . Ἄγαμαι Κλωθοῦς γεννικῆς : καῖε αὐτούς , | ||
| τὴν πυρὰν ὑπὸ τοῦ Κύρου ἀναχθῆναι : ἤκουσα γὰρ τῆς Κλωθοῦς πρῴην ἀναγινωσκούσης τὰ ἑκάστῳ ἐπικεκλωσμένα , ἐν οἷς καὶ |
| , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς δάκω δάξω δάξ : ἀλλάξω ἀλλὰξ ἐναλλάξ . ταῦτα ὡς ἐπιῤῥήματα ὀξύνεται | ||
| ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : |
| ἐὰν τυφθῶϲι Μέϲου ἀορίϲτου καὶ μέλλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐὰν τύψωμαι τύψῃ τύψηται Δυ . ἐὰν τυψώμεθον τύψηϲθον τύψηϲθον Πληθ | ||
| ὅπέρ ἐστιν ὑποτακτικοῦ βʹ ἀορίστου καὶ μέλλοντος . Τὸ ἐὰν τύψωμαι χρόνου μέν ἐστιν αʹ ἀορίστου μέσου καὶ μέλλοντος , |
| καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀπαφῶ , ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπό τὸ ἄποθεν δηλοῖ | ||
| δεῖνα ἀντὶ τοῦ σοφίαν διδάσκω . σοφίζομαι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπατῶ . Τὸ τὰ προσήκοντα πρὸς ἀνθρώπους ποιεῖν λέγεται δίκαιον |
| δῖον . αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός , Ἀργείων οἱ ἄριστοι , ἐμοὶ δ | ||
| , οἷον αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός . ἐν γὰρ τῷ κατεβαίνομεν τὸ μέγεθος |
| ' ἐγένοντο στρατός : ἡ φράσις κατὰ σχῆμα : ἀπὸ πληθυντικοῦ γὰρ ἑνικὸν ἐπήγαγε . καὶ ἔστι τὸ ἐναντίον παρ | ||
| οὐ γὰρ ἐν ὑποκορισμῷ εἴρηκεν . παρήγαγε δὲ ἀπὸ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ οἱ νοῖ τὸ νοΐδιον ὑποκοριστικόν : τινὲς δέ |
| ἐξ αὐτοῦ αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , | ||
| Αἰαίην δ ' ἐς νῆσον . ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : λέγουσι τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον εἶναι |
| ὅσον ἐνῆσαν [ - ] ? ? [ ] ! ανο [ ] [ συμπιπτοντ ] ? ? [ ] | ||
| λεια ? [ [ ] αυτ ? [ [ ] ανο [ [ ] πνε [ ] ! δ ' |
| : εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει . οἱ δ | ||
| σαφὲς ὅτι ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου γεγενημένον , λέγω τοῦ μέλω , μέλεις . καὶ εἰ δίδοται τὰ τῆς συντάξεως |
| : μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . . | ||
| : μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . . |
| , οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
| Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
| γὰρ εἰς ια θηλυκὰ καὶ εἰς ιον οὐδέτερα διὰ τοῦ ωτης ποιεῖ τὰ ἐθνικά , Σικελιώτης Πηλιώτης . λέγεται καὶ | ||
| : ἀλκυονύτης : κωλύτης : μηνύτης . Τὰ διὰ τοῦ ωτης καθαρὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα ἀρσενικὰ διὰ τοῦ ω |
| . Σφωέ . Αὕτη αἰτιατικὴν μόνην σημαίνει , τίς τάρ σφωε θεῶν καὶ ἐπεὶ σύνηθες Ὁμήρῳ τὸ δισυλλαβοῦν , σαφὲς | ||
| τοῦ τονικοῦ οὐκ ἐμποδίζοντος , ἀνθρώποις μοι , τίς τάρ σφωε . Πρὸ τῆς οὖν κατὰ μέρος αὐτῶν ἐξετάσεως διαληπτέον |