καὶ οὐ καθαρὸς χεῖρας , ἐὼν Φρὺξ μὲν γενεῇ , γένεος δὲ τοῦ βασιληίου . Παρελθὼν δὲ οὗτος ἐς τὰ | ||
τᾶς πολιτείας διαμένει ἀκέραιον καὶ ἀπαράμικτον ὑπάρχον ἀπὸ τῶ ἄλλω γένεος : καὶ εἰ τὰ μεγέθεα τῶν βίων ἐν τοῖς |
προσοδιακῶν . σύγκειται γὰρ ἐκ χοριάμβου , παίωνος βʹ ἀντὶ Ἰωνικοῦ ἀπὸ μείζονος , χοριάμβου αὖθις καὶ Ἰωνικοῦ ἀπ ' | ||
. ἔστι δὲ τὸ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκα - τάληκτον ἐξ Ἰωνικοῦ καὶ χοριάμβου . Τὸ ζʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ ἑνδεκασύλλαβον |
δῖον . αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός , Ἀργείων οἱ ἄριστοι , ἐμοὶ δ | ||
, οἷον αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός . ἐν γὰρ τῷ κατεβαίνομεν τὸ μέγεθος |
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . | ||
γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς . |
κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία | ||
δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον |
ἵκανε , νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ | ||
χαλεπώτατα , κακῶς . κύντερα : ἀσθενέστερα , χαλεπώτερα . δηρίσαντο : ἐπολεμήθησαν , ἐμαχέσαντο , ἐφιλονείκησαν , ἐτιμωρήθησαν . |
φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς | ||
εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ |
Ἀπολλόδωρος . : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . τὸ δὲ Ἀσπληδών πλεονασμῷ ποιητικῷ τοῦ α : ἔστι δὲ πόλις Φωκίδος | ||
ἣν δὴ Πελασγικὸν Ἄργος εἶπεν Ὅμηρος . . . : Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν Πρεσβῶνος καὶ Στερόπης |
. Ἀποφθινύθουσι : φθείρονται : ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύω καὶ φθινύθω κατὰ παραγωγήν . Αἰνοτάτοισι : δεινοῖς . γάμοις : | ||
, καὶ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται : μινύθω : φθινύθω : βαρύθω . Τὰ διὰ τοῦ εζω ῥήματα δισύλλαβα |
τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε τινόςποτε ; τινέςποτε καὶ οὐδετέρου τινάποτε τινῶνποτε . οὐδεὶς | ||
ἢ ϲικύαϲ προϲβαλόντεϲ ἢ πταρμοὺϲ ἢ βῆχαϲ ἢ φύϲαϲ ἐπιτηδεύϲαντεϲ τίποτε κατορθοῦν ᾠήθηϲαν , ἱκανῶϲ ὑπὸ τοῦ Ἱπποκράτουϲ ἠλέγχθηϲαν . |
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα | ||
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] |
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ | ||
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ |
καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει | ||
ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα |
. φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ | ||
Ἀπόλλων ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος |
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | ||
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , |
πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ τὸν | ||
ἀντὶ τοῦ παρὰ γνώμην τῶν θεῶν μαντευόμενος . τὸ δὲ δεδαὼς τὸ μαθεῖν μᾶλλον ἢ τὸ διδάσκειν σημαίνει . διὰ |
: παρ ' οὗ καὶ νειφάλιος διὰ διφθόγγου , καὶ νιφὰς καὶ νιφετὸς διὰ τοῦ ι , ἀφ ' οὗ | ||
τοῦ ῥήματος . ἰδοὺ γὰρ τὸ εἴρω ἶρις , νείφω νιφὰς , λείβω λιβὰς , καὶ τὰ ὅμοια . Πίδα |
Κ . Λ . οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων . † ) λείπει τὸ εἰμί . . Δ | ||
τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν , αἰπεῖά τ ' ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων . ὣς ἄρ ' ἐπ ' ἀλλήλοις |
“ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ||
πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην |
παμπηδόν : αὐτονυχίς : λέγεται δὲ καὶ αὐτονυχίδης , καὶ αὐτονυχί : κραταιΐς : τὸ μέντοι πέρυτις προπαροξυνόμενον Δώριόν ἐστιν | ||
αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν . ἐκ δ ' ἄρ ' ἔβησαν αὐτονυχί , οὐδέ τις αὐτὴν νῆσον ἐπιφραδέως ἐνόησεν ἔμμεναι . |
μοι δοκέουϲι πείρῃ τὸ πρῆγμα πιϲτώϲαϲθαι . ἥ τε γὰρ θερμαϲίη τῆϲ φλεγμαϲίηϲ μέζων ἐκ τοῦ τρώματοϲ γίγνεται καὶ προϲτιμωρέει | ||
δὲ κηρωτὴν ξὺν νίτρῳ καὶ ϲινήπυϊ τιθέναι ἐϲ θερμαϲίην . θερμαϲίη δὲ ἡ ἐϲ τὰ ἔξω τὰ τοιάδε ἰῆται , |
γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν καὶ προφερέστατος , . , | ||
: ἀφερτὴ δ ' ἀρετή : ἀπὸ τοῦ φέρω γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός |
, τουτέστιν ἐξήνεγκαν τοῦ ὀρθοῦ καὶ φρόνιμον . ἀπὸ τοῦ πλάζω τοῦ πλανῶ τὸ παρέπλαξαν . περὶ τῆς τοῦ φόνου | ||
τὸ πληροῦσθαι ὑπὸ τοῦ ἄξονος . Πλαγγών . παρὰ τὸ πλάζω . πλαγὼν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , πλαγγών |
πετάλοισι : καλὸς τέθνακε μελικτάς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . ἀδόνες αἱ πυκινοῖσιν ὀδυρόμεναι ποτὶ | ||
ὑπὸ Κύρου τοῦ Καμβύσεω καὶ τὰ τῶν Περσέων πρήγματα αὐξανόμενα πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε , ἐνέβησε δὲ ἐς φροντίδα , |
ἄνδρα τόν , ὅς τε θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . | ||
ἐλήφθη τὸ ” βάλ ' ἐς κόρακας “ καὶ ” ἔρρ ' ἐς κόρακας “ ἐπὶ τοῦ ἀφανισμοῦ . εἴρηται |
, ἄλλοι δ ' ἀμφιφορῆας ἐπισχεδὸν ἵστασαν οἴνου κίρνασθαι , θυέων δ ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς : αἱ δὲ | ||
Λυσανίας δέ φησι τὸν ἀμφιφορέα ὑπὸ Ἀθηναίων ἀμφορέα καλεῖσθαι . θυέων : θυμιαμάτων . λιγνύς : ἡ καπνώδης ἀναφορά : |
] [ ] ! μον [ ! ! ! ] εκα ? [ ! ! ] ! ! [ ] | ||
? [ [ ] δει ? [ [ ] ! εκα [ [ ] νω ? ? [ . . |
Δεῖ δὲ τὸ ἐλεγεῖον τέμνεσθαι πάντως καθ ' ἕτερον τῶν πενθημιμερῶν : εἰ δὲ μή , ἔσται πεπλημμελημένον , οἷον | ||
λειπούσης συλλαβῆς . τὸ γὰρ ἐγκωμιολογικὸν ἐκ δακτυλικοῦ καὶ ἰαμβικοῦ πενθημιμερῶν σύγκειται . Τὸ εʹ ὅμοιον τῷ βʹ , δακτυλικὸν |
παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν , αἰθέρος ἐκ δίης πεσέειν οὖδάσδε μενοινῶν , ὄφρα κε πάντ ' ἀΐδηλα | ||
ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν αἰθέρος ἐκ δίης πεσέειν οὖδάςδε μενοινῶν , ὄφρα κε πάντ ' ἀΐδηλα |
τὸ ἐλεύσθω ἐλεύσθη καὶ ἐλύσθη : οἱ δὲ παρὰ τὸ εἰλῶ εἰλύω εἰλύσθη , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι , ἐλύσθη | ||
, ἵν ' ᾖ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ εἰλεῖσθαι : εἰλῶ εἰλίνω καὶ ἐλίνω καὶ ἐλινύω . εἰς δὲ τὸ |
. . . Ἀχρής : οἷον : ἀχρὴς δ ' ἀνέπαλτο . ἔστιν ἄχρους καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τῆς ου διφθόγγου | ||
ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον δῦ , σὺν |
* * † αἴ * * * * * Θεραπεία διαβήτεω . Ὕδρωποϲ ἰδέη τὸ διαβήτεω πάθοϲ αἰτίῃ καὶ διαθέϲει | ||
οὐδὲ ἀνώλεθρον τρωθὲν ἔντερον . Περὶ διαβήτεω . Θῶμα τὸ διαβήτεω πάθοϲ , οὐ κάρτα ξύνηθεϲ ἀνθρώποιϲι : ϲαρκῶν καὶ |
ζʹ ἐξ ἀντισπάστου καὶ τροχαϊκῆς κατακλεῖδος . τὸ ηʹ ἐκ χοριαμβικοῦ εἰς ἀντισπαστικόν . τὸ θʹ ἐξ ἰωνικῆς βάσεως καὶ | ||
, ἢ περίοδος . τὸ δʹ προσοδικὸν ἀπὸ ἰωνικοῦ καὶ χοριαμβικοῦ . τὸ εʹ τὸ αὐτὸ τῷ γʹ . τὸ |
ἄκαμπτος ἐδύσετο νειόθι γαίης , θεινόμενος στιβαρῇσι καταΐγδην ἐλάτῃσιν . Ἤλυθε δ ' αὖ Μόψος Τιταρήσιος , ὃν περὶ πάντων | ||
οὐκ ἦεν ἀρηρώς : τοὔνεκεν Ἡφαίστοιο γόνον καλέεσκον ἅπαντες . Ἤλυθε δ ' Ἀλφειοῖο λιπὼν Πισάτιδας ὄχθας Αὐγείης , υἱὸς |
ἄφρονα δῶρον : ὁ δ ' οὐκ ἀπανήνατο χρειώ . ἐξότε γηραλέον μὲν ἀεὶ φλόον ἑρπετὰ βάλλει ὁλκήρη , θνητοὺς | ||
' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν , ἐπεὶ πάρος οὐ μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν θάλαμόν τε καὶ εὐνήν , χωσαμένη Ἀχιλῆος |
γάμῳ βαιόνας τινας ἰχθῦς καλεῖ : ἄγε δὲ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . καὶ παρ ' Ἀττικοῖς δὲ παροιμία | ||
δὲ τοῦ συμβεβηκότος Ἐπίχαρμος ὀνομάζει αὐτὰς κυφάς : τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . Σώφρων δὲ τριγόλας τινὰς ὀνομάζει . |
. Κυδαθηναιεύϲ : Ὑπ . ἐν τῷ ὑπὲρ τοῦ Ἱππέως κλ . . Τριακάϲ : τοῖς τετελευτηκόσιν ἤγετο ἡ τριακοστὴ | ||
τὰς ἐν τῷ γδ μονάδας . ἐμέτρει δὲ καὶ τὸν κλ κατὰ τὰς ἐν ἑαυτῷ μονάδας : ὅλον ἄρα τὸν |
παρ ' Ἀλκμᾶνι , ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὰς δὲ ἑξῆς δύο ἰωνικὰς ἑξασήμους | ||
Ἀφρόδιτα : τοῦτο δὲ τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει τροχαϊκὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν χοριαμβικήν , τὴν |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
ἀμφοτέροισι τανύσσῃ λαοῖς : ἦ γὰρ ἔμελλεν Ἀλέξανδρος θανέεσθαι χερσὶ Φιλοκτήταο πονεύμενος ἀμφ ' ἀλόχοιο . Τοὺς δ ' ἄγεν | ||
' ἀχέων : τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον Ἀργεῖοι παρὰ νηυσὶ Φιλοκτήταο ἄνακτος . οὐδὲ μὲν οὐδ ' οἳ ἄναρχοι ἔσαν |
σᾶμα κινύρατο Μέμνονος ὄρνις , ὅσσον ἀποφθιμένοιο κατωδύραντο Βίωνος ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι ἀδονίδες πᾶσαί τε | ||
ἐρεῖσαι τὸ στόμα δειμαίνοι μὴ δεύτερα σεῖο φέρηται . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . κλαίει καὶ |
μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι | ||
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς |
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο , | ||
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους , |
εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ | ||
θνήσω , θνήσκω : μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω |
ἐκ βραχείαϲ ˘ καὶ μακρᾶϲ – καὶ δύο βραχειῶν % πεντάχρονοϲ , οἷον Ὀνήϲιμοϲ : παίων τρίτοϲ ἐκ δύο βραχειῶν | ||
ἀμφίμακροϲ ἐκ μακρᾶϲ – καὶ βραχείαϲ ˘ καὶ μακρᾶϲ – πεντάχρονοϲ , οἷον Ἡγεμών : ἀμφίβραχυϲ ἐκ βραχείαϲ ˘ καὶ |
[ ] κα [ μ [ φοιτ [ ἅτ [ εξε ? [ εβ ? ? [ εβυ ? [ | ||
! [ ! ! ] ! ! ! [ ] εξε ? ! [ ! ] [ [ ] ον |
δριμύ τε τῇ ποιότητι καὶ διαφορητικὸν ἱκανῶϲ τῇ δυνάμει . ϲυνάγεται δὲ ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν . ἐϲτὶ γὰρ | ||
δὲ πλείοϲι καὶ ϲιτίοιϲ δριμυτέροιϲ καὶ ἐν θέρει ὁ πικρόχολοϲ ϲυνάγεται , ἐν φθινοπώρῳ δὲ καὶ ἐδέϲμαϲι τοιούτοιϲ καὶ πολυχρονίοιϲ |
ἑκαστέρω ὁρμηθεῖσαν χήτεϊ κηδεμόνων ὀνοτὴν καὶ ἀεικέα θείης . ” Ἴσκεν ἀκηχεμένη : μέγα δὲ φρένες Αἰσονίδαο γήθεον . αἶψα | ||
μύθους ἡμετέρους , μηδ ' ἔκτοθι μίμνε πόληος . ” Ἴσκεν , ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον ἐτύχθη ἀνδράσιν : αὐτὰρ |
τῇ νηὶ παραπλέων , ἐγχρίμψας τῷ αἰγιαλῷ τὰ μάλιστα , Λευτυχίδης ὑπὸ κήρυκος προηγόρευε τοῖσι Ἴωσι λέγων : Ἄνδρες Ἴωνες | ||
: πρὸ Λευτυχίδεω γὰρ τελευτᾷ , λιπὼν παῖδα Ἀρχίδημον . Λευτυχίδης δὲ στερηθεὶς Ζευξιδήμου γαμέει δευτέρην γυναῖκα Εὐρυδάμην , ἐοῦσαν |
παρέτρεσσαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Αἰνείας δ ' ἀπόρουσε | ||
ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Ἕκτορα δ ' αἰνὸν |
Τιτῆνές θ ' ὑποταρτάριοι Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνῆς δηιοτῆτος . Ζεὺς δ ' ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν | ||
γόνυ κάμψειν , αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως αἴσιμα |
εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν πατρώιον οὖδας . μὴ μὲν ὁδοιπορίης μιμνήσκεο φάε ' ἀθρήσας Μήνης Αἰγοκερῆος ἐν ἄστρασιν οἰχνεύοντα : ἦ | ||
: ἐγὼ δ ' ἐνὶ εἵματι κείνου κείμην ἀσπασίως , φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς . ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ |
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν | ||
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ] |
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι | ||
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι |
ἄϋσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης : εἶκε Διὸς θύγατερ πολέμου καὶ δηϊοτῆτος : ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις ; | ||
θυμὸν ὀνήσεται αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο |
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : σφέλας καθαρὸν ὑποπόδιον : σφεδανὸν δριμὺ , ἰσχυρόν : σφέτερον : σφετερίζω : σφεοβδὸν | ||
ῥυμῷ λίπον ἅρματ ' ἀνάκτων , Πάτροκλος δ ' ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Τρωσὶ κακὰ φρονέων : οἳ δὲ ἰαχῇ |
ὁππόθ ' ἵκηται ῥιπὴ ἀπειρεσίη νεφεληγερέος Ζεφύροιο : ὣς ἄρα κίνυτο λαὸς ἐπ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου . Καὶ τότε Τυδέος | ||
Ἰδαίων ὀρέων ἐπεβήσετο : τοῦ δ ' ὑπὸ ποσσὶν ἄγκεα κίνυτο μακρὰ βαθύρρωχμοί τε χαράδραι καὶ ποταμοὶ καὶ πάντες ἀπειρέσιοι |
ἐξ αὐτοῦ αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος , | ||
Αἰαίην δ ' ἐς νῆσον . ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : λέγουσι τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον εἶναι |
τλήμων ἡ γάμους ἀρνουμένη ἐν παρθενῶνος λαΐνου τυκίσμασιν , ἄνις τεράμνων , εἰς ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας , | ||
ἐκ τούτων ὑπερπεπηδηκὼς τὰς ὑψηλὰς στέγας . ἀντὶ τοῦ ὑπὲρ τεράμνων . ταῦτα οὖν φησιν , ὡς ὑπερπεπηδηκὼς τῶν ἔσω |
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
. , . . . . Ἀπεμόρξατο : ἀπὸ τοῦ ἀμέλγω ἀμελξάμην ἀμέλξατο , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς τὸ | ||
τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω , καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν |
παρὼν ἄεισα νομεῦσι : μηκέτ ' ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω . τέττιξ μὲν τέττιγι φίλος , μύρμακι δὲ μύρμαξ | ||
ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * * |
τὸ δεικνύω καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω | ||
λιμοῦ κακῶς . ⌋ Λιμπάνω : ἀπὸ γὰρ τοῦ λείπω λιμπάνω . τὰ γὰρ διὰ τοῦ ΑΝΩ , εἰ μὲν |
. οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε δεταί „ | ||
συγκοπὴν γνήσιος . οὕτως Φιλόξενος . . . . . δετή : δετή : ἡ λαμπάς . „ καιόμεναί τε |
οἰκείως πάνυ . Ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα , τῆς σάθης ἄγε . Ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε | ||
τοιοῦτοι , δῆλον ἀπὸ τοῦ ὀνόματος : ἀπὸ γὰρ τῆς σάθης πεποίηται ὁ Σάτυρος , σάθη δὲ ἡ εἰς τὴν |
, ὑμνῶ σοί καὶ ὑμνῶ σέ . κιθαρίζω σοι , τραγῳδῶ σοι , ἀναγινώσκω σοι , φαίνω σοι , κιρνῶ | ||
εἰ παρ ' ὄνομα εἴη , περισπᾶται : κιθαρῳδῶ κωμῳδῶ τραγῳδῶ μεθ ' ὧν καὶ τὸ πηδῶ καὶ αὐδῶ . |
αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ ' αἰζηῶν : ὣς ὑπὸ Τυδεΐδῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες Τρώων , οὐδ ' ἄρα μιν μίμνον | ||
' ὅτ ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον , πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται . ὣς τὴν ἂμ πέλαγος |
] ποιήσατ ? ? [ ] ? ' ἄκοιτιν Ἀλκαῖος θεόφιν ] μήστωρ ἀτάλαντος ? [ ] ηισινι ? [ | ||
, ἔνθα δ ' Ἀχιλλεύς , ἔνθα δὲ Πάτροκλος , θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος : ἔνθα δ ' ἐμὸς φίλος υἱός |
ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν | ||
. ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε . |
οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ ὡς πολυπάτωρ . κλωποπάτωρ : τουτέστι κλεψίγαμε , κλεπτότοκε , πατρὸς τοῦ Ἑρμοῦ | ||
κατὰ δὲ ἄλλους ἐκ τῶν μνηστήρων . ὁ Πὰν δὲ κλωποπάτωρ , καθὸ κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ |
. ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸν Ἰάσονα : τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν : ὅτι ἐπὶ κακοῦ τὸ ὑμνεῦσαι . Μοῦσαι | ||
πέτρην ; τύνη , Μουσάων ἀρχώμεθα , ταὶ Διὶ πατρὶ ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου , εἴρουσαι τά τ |
ἐπικρατείᾳ , ἔχω , κρατῶ , φυλάσσω , τηρῶ , εἴργω . καὶ τὸ μὲν ἐρίζω σοι , παλαίω σοι | ||
: συνεχόμενον . τὸ δὲ ἐεργμένον παράγεται μὲν ἀπὸ τοῦ εἴργω τὸ κωλύω , σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ |
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ | ||
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν |
μῦθον . Εὖτε γὰρ αἰγλῆεν σφέτερον δέμας εὐρύστερνος Οὐρανός , ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν , | ||
ἔλπεται οὐχ ὁρόωσα λαθεῖν ὁρόωντος ἐφορμήν . ὡς δέ τις ὠμηστῆρος ἐπεσσυμένοιο λέοντος βουβαλὶς ἐν λόχμῃσι κάτω τρέψασα κάρηνον μαψιδίην |
τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β , ὡς ἐπὶ τοῦ βλώσκω , . * . Βόα : εἴρηται περὶ τούτου | ||
καὶ νοῶ νοΐσκω : ἐκ τούτων δὲ κατὰ κρᾶσιν θρώσκω βλώσκω νώσκω καὶ Αἰολικῶς γνώσκω : Αἰολεῖς γάρ , φησί |
Ἀκροῶ : παρὰ τὸ ἀκούω ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
ἐνεχυράσῃ αὐτόν : πρὸς ὃν λέγει ταῦτα . ἕλκω ] σύρω . , ἀναγκάζω . . κλητεύσοντα ] ἐγκαλέσοντα . |
. ἐν δὲ τῷ Περὶ φυσῶν καὶ ἐν τῷ Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς τὰ ἐν ἡμῖν πνεύματα . ἐν δὲ τῷ | ||
τὸ ἄρθρον ἐμβαλεῖν : ὑπεραιωρέεται γὰρ ἐς ἰθυωρίην ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης . Κατορθοῦσθαι οὖν χρὴ τοῖσι θέναρσι τῶν χειρῶν |
' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ | ||
εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης |
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
ὑπερβολῆς τιθεὶς τὸ συγκριτικὸν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ , ὡς τὸ σαώτερος ὥς κε νέηαι , ποτὲ δὲ καὶ τὸ ὑπερθετικὸν | ||
ὁ σάος , καὶ ὁ σαώτερος : ὡς τὸ , σαώτερος ὥς κε νέηαι . Ἀπὸ τοῦ σάος δὲ συναιρέσει |
ὑψώσας στόμα λάβρον ἐπ ' ἠιόνας . ἐκ δὲ καρήνου πούλυπος αἰολόμητις ἀνόστεος ἐς ῥόον ἕρπων ποντοβαφὴς πλοκάμοισι πολυσχιδέεσσι χορεύει | ||
κραιπνὸν ἐόντα δαίνυτ ' ἀφαυρότερός περ ἐὼν καὶ νωθρὸς ἐρωὴν πούλυπος : ἡνίκα γάρ μιν ὑπὸ σπιλάδεσσι νοήσῃ αὔτως ἀτρεμέοντα |
οἷ ἐγένοντο . δι ' ὃ καὶ ἕνεκα τοῦ τοιούτου μετατίθεται εἰς τὸ ἔτευξεν , ἵνα ἑνικὸν γενόμενον συμφωνήσῃ κατὰ | ||
. Διόπερ αὐτῇ πρὸς τὸ λυσιτελοῦν τὸ διάφορον ἴσχει καὶ μετατίθεται , ὡς ἂν τῷ ἐπιστατοῦντι τῶν ὅλων δοκῇ . |
μοι ] * Πρῶτον περὶ τοῦ Ἀλκμᾶνος λέγων , ὅτι στέφω αὐτὸν καὶ ῥαίνω ἐν ὕμνῳ , εἶτα διὰ μέσου | ||
, χρωματίζω , κιχρῶ , εὐτρεπίζω ὠνοῦμαι , δεσμεύω , στέφω , κραδαίνω , φιλοποιῶ διαλλάσσω , πατῶ , συγκροτῶ |
ἀπέτραπε δ ' ἀνέρας ἔργων . Ἀργεῖοι δ ' Ἀχιλῆος ἐυπτολέμου θρασὺν υἷα ἶσα τοκῆι τίεσκον : ὃ δ ' | ||
δ ' ἀμείβετο δῖος Ὀδυσσεύς : Ἡμεῖς τοι φίλοι εἰμὲν ἐυπτολέμου Ἀχιλῆος , τῷ νύ σέ φασι τεκέσθαι ἐύφρονα Δηιδάμειαν |
τοῦ ι διὰ τὴν σύνταξιν : σεσημείωται τὸ εὑρίσκω : τελίσκω : γαμίσκω : κυΐσκω : ὀφλίσκω , ἀφ ' | ||
, , : ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ |
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει | ||
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα |
ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω | ||
Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ |
τοῦ πεδίου Ἀθηναίων , καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου τοῦ Ἀριστολαΐδεω | ||
. . τῶν ἐχθρῶν : τούτους δ ' ὑπ ' Ἀλκμέωνος καὶ Διομήδους . ἀλλ ' ἐπάνειμι ἐπὶ τοὺς Φωκέας |
εἴργασται κακόν ; Εὐφρόνιος παρὰ Ξενοκλεῖ εἶναί φησι τὸ ” χρυσάμπυκες “ , † † ἐξ οὗ παραπεποιῆσθαι . ὦ | ||
[ ! ! ! ! ! ! ! ] οι χρυσάμπυκες [ ] [ ! ! ! Ἑλικῶνα ] ? |
ταύρου χολὴν , ἢ νίτρον ξὺν μέλιτι , ἢ ῥοιῆς ὀξείης χοίνικα ξὺν μέλιτι καὶ ἀλήτῳ κριθίνῳ . Εἰ δὲ | ||
κρυεροῦ θανάτοιο : τύμματα δ ' εἰναλίοιο πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ |
καὶ κλέψας κατήγαγε τοῖς ἀνθρώποις ἐν κοίλῳ νάρθηκι . . ΑΛΛΑ ΖΕΥΣ ΕΚΡΥΨΕ . Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς ἔκρυψε τὸν τῶν | ||
Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ . Ἀλλὰ ταῦτα , ἤγουν |
: παρὰ τὸ ἔζω : τοῦτο παρὰ τὸ ἔω τὸ καθέζομαι . τὸ γὰρ ἔδω , οὐ μόνον τὸ ἐσθίω | ||
αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας ἄφωνος καθέζομαι δεικνύς , ὡς οὐ τοῦ πολλὰ πράττειν ἐπιθυμῶ , |
λόγιος ἄνθρωπος ἕτερον ἄρθρον : προανενήνεκται γὰρ διὰ τοῦ συνόντος ἐπιθέτου . . Τρύφων φησὶν προτάττεσθαι καὶ τῶν ἄλλων πλαγίων | ||
τῆς εἱμαρμένης ἐνηνεγμένους . κητώεσσαν τὴν Λακεδαίμονα . οὕτως ἐξ ἐπιθέτου λέγεται : “ Λακεδαίμονα κητώεσσαν . ” τὸ μὲν |
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή . | ||
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα |
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος | ||
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ |
? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον | ||
[ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ; |
τετυφέσθω καὶ ἐν συγκοπῇ τετύφθω εἶναι , καὶ ἀπὸ τοῦ τέτυφθε τετύφθω γεγονέναι . Δυϊκά . Τέτυφθον , τετύφθων . | ||
Τετύμμεθον , τέτυφθον , τέτυφθον . Πληθ . Τετύμμεθα , τέτυφθε : εἴπομεν ὡς ἀπὸ τοῦ τρίτου τῶν ἑνικῶν γίνεται |
: ἡ δ ' ἀντίη ἵστατο παιδός καί μιν ἄφαρ γναθμοῖο κατασχομένη προσέειπεν : “ Τίπτ ' ἐπιμειδιάᾳς , ἄφατον | ||
δ ' ἐπὶ Νῖρον ὄλεσσε βαλὼν ἀνὰ δηιοτῆτα δουρὶ διὰ γναθμοῖο , πέρησε δ ' ἀνὰ στόμα χαλκὸς γλῶσσαν ἔτ |